Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 17, 2018

Έλενα Φερράντε, Η τετραλογία της Νάπολης-2

(Η ανάρτηση αφορά το δεύτερο βιβλίο της τετραλογίας, το πρώτο εδώ)

Κοινή εισαγωγή:

Σε πολλαπλά επίπεδα κινείται το μεγάλο αυτό μυθιστόρημα που η συγγραφέας του αναγκάστηκε να το επιμερίσει σε τέσσερα βιβλία. Και είναι σημαντική αυτή η διάκριση (κατά τη γνώμη μου, πάντα), ότι δηλαδή δεν πρόκειται για τέσσερα αυτόνομα βιβλία με χαλαρή συνέχεια το ένα του άλλου (όπως είναι συνήθως οι τετραλογίες), αλλά για ΕΝΑ βιβλίο με μεγάλη εσωτερική συνοχή. Αυτό είναι φανερό αν μπορέσει κάποιος να επισκοπήσει και τα τέσσερα βιβλία (πράγμα δύσκολο λόγω μεγέθους, αλλά και γιατί δεν κυκλοφόρησαν όλα μαζί), εφόσον υπάρχει ένας τέλειος «κύκλος» που ενώνει το πρώτο με το τέταρτο βιβλίο.
Η δομή άλλωστε παραμένει η ίδια: η μία από τις δυο βασικές ηρωίδες, η Έλενα, αφηγείται μετά από πολλά χρόνια (στο αφηγηματικό «σήμερα» είναι 66 χρονών) τη ζωή, τον βίο και την πολιτεία της ίδιας αλλά και της «άσπονδης» φίλης της, της Λίλας, η οποία έχει μυστηριωδώς εξαφανιστεί (σελίδα 22 του πρώτου βιβλίου: ελαχιστοποιούσε κάθε πιθανότητα αναζήτησης ίχνους της. Δεν ήθελε απλώς να εξαφανιστεί τώρα, στα εξήντα έξι της, αλλά και να διαγράψει όλη τη ζωή που άφηνε πίσω της). Ήδη προετοιμαζόμαστε για ένα είδος «ανταγωνισμού» ανάμεσα στις δυο φίλες, που φαίνεται στις αμέσως επόμενες σειρές: «εξοργίστηκα. Για να δούμε ποια θα νικήσει αυτή τη φορά, μονολόγησα. Άνοιξα τον υπολογιστή και βάλθηκα να γράφω κάθε λεπτομέρεια της ιστορίας μας, ό, τι είχε εντυπωθεί στο μυαλό μου). Ήδη η πρώτη, βασική αντίθεση έχει διαγραφτεί, στις πρώτες σειρές.
Τα γεγονότα λοιπόν, που είναι καταιγιστικά -με τόσα πρόσωπα που σε κάθε βιβλίο υπάρχει αρχικό υπόμνημα με τις συγγενικές σχέσεις και λίγα στοιχεία για κάθε πρόσωπο-, συναρπάζουν από μόνα τους και ικανοποιούν τον αναγνώστη που θέλει «πλοκή». Υπάρχει όμως και το ψυχογραφικό στοιχείο έντονο, το κοινωνικοπολιτικό, το υπαρξιακό αλλά και προβληματισμός πάνω στη «γραφή», όχι μόνο τη λογοτεχνική, αλλά και την καταγραφή της εμπειρίας με το Λόγο, που χτίζει τη μνήμη και γράφει Ιστορία.

Βιβλίο 2: Το νέο όνομα

Η έκπληξη περιμένει τον αναγνώστη από τις πρώτες σειρές: γευόμαστε  -αρχικά- τις συγγραφικές δεξιότητες όχι της Έλενας αλλά της πηγής έμπνευσής της, της Λίλας. Στα 1966, δηλαδή στην ηλικία των 22 χρόνων, η Λίλα εμπιστεύεται οκτώ τετράδια στην Έλενα αποσπώντας τον όρκο ότι δεν θα τα διαβάσει. Εκείνη όμως τα άνοιξε αμέσως, μεταφέροντάς μας τη δύναμη της σαγήνης που η Λίλα σκόρπιζε γύρω της από παιδί ακόμα. Η αυθόρμητη αταξία στα γραπτά της, δίπλα στις κομψές εκφράσεις έμοιαζε σαν να μην άντεχε την τάξη που είχε επιβάλει στον εαυτό της -θαρρείς και κάποια ναρκωτική ουσία είχε εισβάλει στις φλέβες της. Πόνος, οργή, απογοήτευση, ενθουσιασμός εναλλάσσονται με ζωγραφικές, καταλόγους μαγαζιών ή ασκήσεις στα ελληνικά. Η Έλενα αποσβολώνεται/μαγεύεται από την ακτινοβολία της γραφής τόσο, που αφού αποστηθίζει όσα αποσπάσματα της άρεσαν, όσα τη συνάρπαζαν, όσα την υπνώτιζαν, ρίχνει το κουτί με τα οκτώ τετράδια στο ποτάμι!
Με το συγγραφικό αυτό τέχνασμα, μαθαίνουμε «εκ των έσω» τις ψυχικές διαδρομές της Λίλας:
Ο Στέφανο, ο άντρας της, τη μέρα του γάμου (εκεί μείναμε στο πρώτο βιβλίο) χαρίζει στον ορκισμένο εχθρό, σιχαμερό, μαφιόζο Μαρτσέλο τα παπούτσια σχεδιασμένα από τη Λίλα-παιδί. Αυτήν την προδοσία περιμένουμε πως θα εκδικηθεί με τον πιο αμείλικτο τρόπο η Λίλα (και η Έλενα περιμένει εναγωνίως να συμβεί). Όμως πάλι η Λίλα καταπλήσσει: δεν αντιδρά, πάει η πολυπόθητη ρήξη.
Κι ο ανταγωνισμός της Έλενας απέναντι στη φίλη της φουντώνει, εφόσον η Λίλα ζει μέσα στα πλούτη και τη χλιδή. Κάνει σεξ από αντίδραση, συνέχεια συγκρίνει τον εαυτό της με κείνην.  Κι όμως η Λίλα την πλησιάζει εκεί που δεν το περιμένει, ζητά τη βοήθειά της (δεν με νοιάζουν οι άλλοι, εσύ όμως ναι). Γιατί η ναπολιτάνικη ηθική του έμπορα Στέφανο δεν κολλάει με την ηθική της Λίλας, και ο Στέφανο δεν είναι παιδαρέλι. Την πιέζει, τη χτυπά, της επιβάλλεται (τα μάτια της Λίλας είχαν γίνει σαν σχισμές. Το μάγουλό της είχε αρχίσει να μελανιάζει, αλλά το υπόλοιπο πρόσωπό της ήταν κάτωχρο). Η «πρώτη νύχτα του γάμου» αναμενόμενα επεισοδιακή (-Δε σε θέλω. -Μη μου σπας τα αρχίδια). Η ψυχολογική κρίση που περνά η Λίλα (από εκείνη τη στιγμή που δέχτηκα τα χρήματα του δον Ακίλλε τα έκανα όλα λάθος) έχει φαίνεται αντίκτυπο και στην αυτοπεποίθηση της Λένας (είχα συνειδητοποιήσει το μέγεθος της ανεπάρκειάς μου) όσο αφορά τα διαβάσματα και το λύκειο.
Η ζωή της νιόπαντρης και μικροπαντρεμένης Λίλας είναι αλλοπρόσαλλη (όλα είναι ξεκάθαρα/χάλι μαύρο/ταπείνωση/κάνω ό, τι θέλει). Είναι ειλικρινής, είναι σκληρή, είναι μοχθηρή, είναι ευάλωτη. Mόλις μαθαίνει ότι οι αδερφοί Σολάρα και ο Στέφανο είχαν πάρε δώσε από παλιά (με το ίδιο μέσον απαλλάχτηκαν απ το στρατό), η αντίδρασή της είναι απροσδόκητη:  πηγαίνει  η ίδια στους Σολάρα, να ζητήσει χάρη γα τον Αντόνιο!!! Σπαταλά ασύστολα, κάνει σκηνές, δέχεται να λανσάρει ο Μαρτσέλο τα παπούτσια στην αγορά, βάζει τη φωτογραφία της στο μαγαζί των Σολάρα, τη σκεπάζει με… λουρίδες (και μάλιστα απ όλους θεωρείται πρωτοποριακή παρέμβαση!), μένει έγκυος, κάνει απόξεση, αγοράζει τα βιβλία της Β’ Λυκείου στην Έλενα, κ.α.  
Και η Λενού περνά δύσκολα, είναι σε σχέση με τον Αντόνιο που τον βασανίζει αλλά κρυφά ερωτευμένη με τον φευγάτο Νίνο. Η κοινωνική φιλοδοξία της όμως τη διαφοροποιεί, τη σπρώχνει να εισχωρεί σιγά σιγά στον κόσμο των διανοούμενων: διαβάζει εφημερίδες, πάει σε πορείες και επιστημονικές ομιλίες, επιτηδεύεται το λόγο. Η πρόσκληση της καθηγήτριας Γκαλιάνι να πάει στο πάρτι των παιδιών της, της δημιουργεί πανικό (πίσω από την ποδιά κρυβόταν η στέρηση, κρυβόταν η ανέχεια, η χωριατιά). Η απόφαση της Λίλας να τη συνοδέψει δυσκολεύει ακόμα περισσότερο τα πράγματα, γιατί η Λίλα μιλά με βαριές ναπολιτάνικες εκφράσεις και γίνεται άξεστη (όταν θέλω κάτι, γίνομαι λίγο τσούλα/ντρέπεσαι για μένα;). Το επεισόδιο γίνεται η αφετηρία κοινωνικών αντιθέσεων που μπαίνουν όλο και πιο εμφανώς ανάμεσα στα δυο κορίτσια: ο κόσμος των βιβλίων, των ανθρώπων, των γεγονότων, των ιδεών  ήταν ανεξάντλητος∙ σ’ αυτόν τον κόσμο η Έλενα είναι καλοδεχούμενη και προσπαθεί να ανταποκριθεί  με μεγάλο ενθουσιασμό, για τη Λίλα όμως είναι άνευρος και βαρετός, και αντιδρά εκ των υστέρων με απίστευτη μοχθηρία, λέγοντας για τους οικοδεσπότες ότι στο κεφάλι τους δεν έχουν ούτε μια δικιά τους σκέψη που να έκαναν τον κόπο να τη σκεφτούν μόνοι τους. Ξέρουν τα πάντα και δεν ξέρουν τίποτα. Μέσα από τα τετράδια της Λίλας η Έλενα μαθαίνει μετά από πολύ καιρό το πόσο κακό της είχε κάνει αυτή η βραδιά (ένιωσε πως δεν είχε τι να πει, πως ήταν άχαρη, χωρίς τρόπους, χωρίς ομορφιά/ένιωθε χαμένη για πάντα).
Η ρήξη και ο μακροχρόνιος χωρισμός που ακολούθησε στοίχισαν πολύ στην Έλενα αλλά το κοσμικό περιβάλλον της καθηγήτριας Γκαλιάνι, μέσα στον οποίο πρωτοστατεί ο εύστροφος και προκλητικός  Νίνο, γίνεται ο καινούριος κόσμος που η Έλενα θέλει να κατακτήσει.

Στη μέση περίπου του βιβλίου το ψυχολογικό ενδιαφέρον υψώνεται κάθετο. Είναι καλοκαίρι και μια μεγάλη παρέα πάει στην Ίσκια (μαζί κι η Λίλα για να δυναμώσει και να μείνει έγκυος), όπου βρίσκεται και ο Νίνο με την οικογένειά του. Οι ψυχικές διακυμάνσεις από τις οποίες περνά η ερωτευμένη με τον Νίνο Έλενα είναι  μεγάλες μια και δεν υφίσταται μόνο τις προκλήσεις του Νίνο αλλά και της Λίλας. Ήδη επικοινωνεί με τον Νίνο μέσω βιβλίων και περιοδικών, και νιώθει περήφανη που την έχει προσεγγίσει πνευματικά. Η φιλοδοξία της δεν την αφήνει να δει ότι ο Νίνο δεν εντυπωσιάζεται από τις ιδέες και τις γνώσεις της, αλλά είναι από τους ανθρώπους που έφερνε την κουβέντα εκεί που ήταν δυνατός (οι απογευματινές ώρες κυλούσαν κατά κανόνα με τις δικές του κουβέντες). Οι καίριοι κοινωνικοί προβληματισμοί μπλέκονται με τα διάφορα ρομάντσα και τις συναισθηματικές ανησυχίες των κοριτσιών της παρέας, όπως και οι αντιθέσεις ανάμεσα σ αυτούς που «παριστάνουν του διανοούμενους» με αυτούς που βαριούνταν. Ο αιώνιος ανταγωνισμός Λίλας και Έλενας που ξεδιπλώθηκε όχι μόνο όσο αφορά τις ιδέες π.χ. για το βιβλίο του Μπέκετ (επομένως και στο πνευματικό επίπεδο) αλλά και στο ερωτικό (εκείνη άδραχνε τα πράγματα, τα λαχταρούσε στ αλήθεια, παθιαζόταν μ’ αυτά, ρίσκαρε, ή όλα ή τίποτα, και δεν φοβόταν την περιφρόνηση, τον περίγελο, το φτύσιμο, το ξύλο). Η κρυψίνοια της Έλενας που δεν παραδέχεται στη Λίλα τα συναισθήματά της απέναντι στον Νίνο γίνεται μπούμεραγκ, έρχεται σε αντίθεση  με την αυθόρμητη ειλικρίνεια της Λίλας, που πρώτη και μοναδική φορά τη βλέπουμε να ποθεί χωρίς έλεγχο (τον… Νίνο) και να εξομολογείται στην Έλενα (τα λόγια της για κείνον διαγράφουν τη μνήμη της, σβήνουν από τούτα τα σεντόνια κάθε ίχνος συζυγικής αγάπης/δεν αισθάνεται καμία ανομία, καμία ενοχή/μου λέει πόσο ποθεί αυτόν τον άνθρωπο που εγώ ποθώ εδώ και μια ζωή και το κάνει σίγουρη ότι -λόγω της απάθειάς μου- αυτόν τον άνθρωπο εγώ δεν τον κατάλαβα ποτέ μου), κι όλο αυτό το μπλέξιμο δημιουργεί κωμικοτραγικές ψυχικές εντάσεις (ένιωσα αλυσοδεμένη σε μια ανυπόφορη συνθήκη φιλίας. Πόσο περίπλοκα ήταν όλα). Έτσι, έχουμε το γνώριμο φαινόμενο ανάμεσα σε δυο στενές φίλες, η μια να «σφετερίζεται» τα συναισθήματα της άλλης.
Οι σελίδες των τετραδίων της Λίλας, όπως μας μεταφέρει εκ των υστέρων η Έλενα- συγγραφέας, δίνουν μια απίστευτη διάσταση στη σχέση της με τον Νίνο: μιλά προφανώς με άλλον τρόπο για το γνωστό σε μας φαινόμενο της «εξαΰλωσης» (η αίσθηση πως τα πάντα κινούνταν βιαστικά για να φύγουν μακριά, ότι η ταχύτητα της οποιασδήποτε κίνησης ανθρώπων και πραγμάτων ήταν υπερβολική και τη σάρωνε, την πλήγωνε, της προκαλούσε πόνο στην κοιλιά και στα μάτια. Έλεγε πως όλα αυτά συνοδεύονταν από αμβλυμένες αισθήσεις (…)Ο Νίνο είχε ανατρέψει αυτήν την κατάσταση την είχε αρπάξει από τον θάνατο). Όλο αυτό η Λίλα το βιώνει σαν «εκστατική ανάταση», μια νεκρανάσταση που ήταν και επανάσταση μαζί.
Δεν έχουμε μόνο τα συναισθήματα της  Έλενας από κείνη την εποχή (ανταγωνιστικά φυσικά παρά την επιβεβλημένη βουβαμάρα), αλλά και τις ώριμες σκέψεις της όντας ώριμη γυναίκα, όταν πια συνειδητοποιεί ότι η Λίλα δεν έπαιζε ένα καλοκαιρινό παιχνιδάκι για να περάσει την ώρα της, μα έχτιζε μέσα της ένα βίαιο συναίσθημα που θα τη σάρωνε.
Το θέμα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν έρχεται στην Ίσκια και ο -μαφιόζος- Μικέλε (ο ορκισμένος εχθρός, σαγηνεμένος κι αυτός με τη Λίλα. Οι λεκτικές διαμάχες (λες και έπαιζαν ρακέτες με τις λέξεις) είναι  συναρπαστικές αλλά ακόμα πιο ακραία εξελίσσεται η υπόθεση όταν εμφανίζεται και ο Στέφανο, στον οποίο η Λίλα λέει με τέτοιο απερίσκεπτο θράσος την αλήθεια ώστε  Στέφανο… δεν την πιστεύει (διατρανώνει την αλήθεια σαν να ήταν ψέμα).
Μετά απ αυτό το καλοκαίρι η Έλενα αποστασιοποιείται από τη Λίλα (πόσο εύκολο είναι να μιλάω για μένα χωρίς τη Λίλα: ο χρόνος γαληνεύει κα τα σημαντικά γεγονότα γλιστράνε στο νήμα των ετών σαν βαλίτσες στον ιμάντα του αεροδρομίου).  Όμως η επίδραση της φίλης της είναι πάντα καθοριστική, ακόμα και μέσα από το μηχανισμό της διαίσθησης.  Οι  εκπλήξεις συνεχίζονται και αφού ξεκινά η νέα σχολική χρονιά. Τα δυο κορίτσια είναι 19 χρονών, η Λενού γράφεται στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, ανεβαίνει σιγά σιγά κοινωνικά κάνοντας μεγάλα βήματα  και με αρκετές δυσκολίες (π.χ. δυσκολεύεται να συνηθίσει τη γλώσσα μια και τα ναπολιτάνικα είναι διάλεκτος υποβαθμισμένη).  Γνωρίζει κι ερωτεύεται τον στρατευμένο κομμουνιστή Φράνκο και χώνεται βαθιά στην πολιτική του αντισταλινισμού και του τροτσκισμού. Μέσα στα δυο χρόνια που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό εξελίσσεται τόσο, που στη Νάπολη τη θεωρούν αμερόληπτη, χωρίς ίχνος αρνητικών αισθημάτων, αποστειρωμένη από διάβασμα. Έτσι, τη συμβουλεύονται σαν να είναι «κάποια μάντισσα», ανεβαίνει δηλαδή το κύρος της στη φτωχογειτονιά της, πράγμα που τη γεμίζει περηφάνια. Παρόλο που μέσα της νιώθει ανεπαρκής, ακαλλιέργητη. Κι όταν αργότερα γνωρίζει και συνδέεται με  τον Πιέτρο Αϊρότα (γιο πανεπιστημιακού καθηγητή) ομολογεί ότι δυσκολεύεται να συμμετέχει επί ίσοις όροις στους πολιτικούς διαξιφισμούς (αυτό που δεν είχα ποτέ μου και θα μου έλειπε πάντα. Τι ήταν αυτό; Δεν ήμουν σε θέση να πω επακριβώς: η εξάσκησή μου, ίσως, να νιώθω βαθιά μέσα μου τα ζητήματα του κόσμου ως δικά μου∙η ικανότητά μου να τα εκλαμβάνω ς κρίσιμα ζητήματα κι όχι ως απλή ενημέρωση που την επιδεικνύεις στις εξετάσεις για να πάρεις καλό βαθμό∙ μια πνευματική μορφή που δε μετέτρεπε καθετί σε προσωπική μάχη, στην προσπάθειά μου να καταξιωθώ).

Αλλά  γρήγορα η Έλενα (ανα)γνωρίζει ότι αυτή η πορεία είναι γραμμική σε σχέση με τις παλινδρομήσεις και την ταραγμένη ψυχική διαδρομή της Λίλας. Έτσι, όταν μαθαίνει πια τα νέα της δυο χρόνια αργότερα (1963-1965), πάλι νιώθει ότι η ίδια ζει σ’ έναν υπερπροστατευμένο κόσμο και γι αυτό καθόλα προβλέψιμο συγκριτικά με τον πολυτάραχο κόσμο τον οποίο, μέσα από τις συνθήκες τη γειτονιάς, η Λίλα κατάφερε να εξερευνήσει με τις βιαστικές αράδες της, πάνω σε στραπατσαρισμένες, λεκιασμένες σελίδες. Γιατί η Λίλα έχει φύγει με τον Νίνο, έχει παιδί μαζί του, με όλες τις συνέπειες που μπορεί αυτό να έχει στη φτωχική ναπολιτάνικη γειτονιά, κι όταν ο Νίνο εξαφανίζεται κι όλοι οι άντρες συμπεριλαμβανομένου του φθονερού Μικέλε τρελαίνονται με τη στάση της, εξαφανίζεται και κείνη. Όπως θα ανακαλύψει αργότερα η Έλενα, η πλούσια φιλενάδα της έχοντας απαρνηθεί κάθε σχέση με το παρελθόν, έχει πιάσει δουλειά, συζεί με τον σοβαρό Έντσο σαν αδερφή του, μεγαλώνει το παιδί της και ασχολείται με… γλώσσες προγραμματισμού!
Τα πάντα απομυθοποιούνται στο μυαλό της Έλενας και σε μια κρίση ταυτότητας, κάθεται και γράφει ξέφρενα την δική της ερωτική περιπέτεια στην Ίσκια. Το πόνημά της έχει καλή υποδοχή από τη μητέρα του Πιέτρο που θέλει να το εκδώσει, όμως όταν πέφτει στα χέρια της Έλενας το παιδικό μυθιστόρημα της φίλης της, «Η γαλάζια νεράιδα», συνειδητοποιεί για μια ακόμη φορά την πηγή της έμπνευσής της:
Όμως από την πρώτη σελίδα κιόλας άρχισε να με πονάει το στομάχι μου και πολύ σύντομα με έλουσε κρύος ιδρώτας. Μα μονάχα όταν έφτασα στο τέλος παραδέχτηκα αυτό που είχα καταλάβει από τις πρώτες κιόλας γραμμές. Οι παιδικές σελίδες της Λίλας ήταν η μυστική καρδιά του δικού μου βιβλίου. Όποιος ήθελε να μάθει από πού αντλούσα τη ζέση μου, πώς είχε γεννηθεί το σθεναρό μα αόρατο νήμα που ένωνε τις φράσεις, έπρεπε να ανατρέξει σ΄αυτό το παιδικό βιβλιαράκι: δέκα σελίδες τετραδίου, ένας σκουριασμένος συνδετήρας, ένα έντονο χρωματισμένο εξώφυλλο, ο τίτλος, μα ούτε μια υπογραφή.

Χριστίνα Παπαγγελή 




Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 10, 2018

Έλενα Φερράντε, Η τετραλογία της Νάπολης-1


Σε πολλαπλά επίπεδα κινείται το μεγάλο αυτό μυθιστόρημα που η συγγραφέας του αναγκάστηκε να το επιμερίσει σε τέσσερα βιβλία. Και είναι σημαντική αυτή η διάκριση (κατά τη γνώμη μου, πάντα), ότι δηλαδή δεν πρόκειται για τέσσερα αυτόνομα βιβλία με χαλαρή συνέχεια το ένα του άλλου (όπως είναι συνήθως οι τετραλογίες), αλλά για ΕΝΑ βιβλίο με μεγάλη εσωτερική συνοχή. Αυτό είναι φανερό αν μπορέσει κάποιος να επισκοπήσει και τα τέσσερα βιβλία (πράγμα δύσκολο λόγω μεγέθους, αλλά και γιατί δεν κυκλοφόρησαν όλα μαζί), εφόσον υπάρχει ένας τέλειος «κύκλος» που ενώνει το πρώτο με το τέταρτο βιβλίο.
Η δομή άλλωστε παραμένει η ίδια: η μία από τις δυο βασικές ηρωίδες, η Έλενα, αφηγείται μετά από πολλά χρόνια (στο αφηγηματικό «σήμερα» είναι 66 χρονών) τη ζωή, τον βίο και την πολιτεία της ίδιας αλλά και της «άσπονδης» φίλης της, της Λίλας, η οποία έχει μυστηριωδώς εξαφανιστεί (σελίδα 22 του πρώτου βιβλίου: ελαχιστοποιούσε κάθε πιθανότητα αναζήτησης ίχνους της. Δεν ήθελε απλώς να εξαφανιστεί τώρα, στα εξήντα έξι της, αλλά και να διαγράψει όλη τη ζωή που άφηνε πίσω της). Ήδη προετοιμαζόμαστε για ένα είδος «ανταγωνισμού» ανάμεσα στις δυο φίλες, που φαίνεται στις αμέσως επόμενες σειρές: «εξοργίστηκα. Για να δούμε ποια θα νικήσει αυτή τη φορά, μονολόγησα. Άνοιξα τον υπολογιστή και βάλθηκα να γράφω κάθε λεπτομέρεια της ιστορίας μας, ό, τι είχε εντυπωθεί στο μυαλό μου). Ήδη η πρώτη, βασική αντίθεση έχει διαγραφτεί στις πρώτες σειρές.
Τα γεγονότα λοιπόν, που είναι καταιγιστικά -με τόσα πρόσωπα που σε κάθε βιβλίο υπάρχει αρχικό υπόμνημα με τις συγγενικές σχέσεις και λίγα στοιχεία για κάθε πρόσωπο-, συναρπάζουν από μόνα τους και ικανοποιούν τον αναγνώστη που θέλει «πλοκή». Υπάρχει όμως και το ψυχογραφικό στοιχείο έντονο, το κοινωνικοπολιτικό, το υπαρξιακό αλλά και προβληματισμός πάνω στη «γραφή», όχι μόνο τη λογοτεχνική, αλλά και την καταγραφή της εμπειρίας με το Λόγο, που χτίζει τη μνήμη και γράφει Ιστορία.

Βιβλίο 1. Η υπέροχη φίλη μου
Η συναρπαστική αφήγηση-εξομολόγηση της μιας από τις δυο ηρωίδες με έμφαση στον συναισθηματικό κόσμο είναι το πρώτο επίπεδο, που απευθύνεται σε όλα τα γούστα: βρισκόμαστε στην φτωχή και υποκοσμική Νάπολη και παρακολουθούμε την ενηλικίωση (και όχι μόνο) των δύο μικρών κοριτσιών. Με κεντρικό άξονα τις δυο φίλες, παρακολουθούμε και τον ιδιαίτερο, μαφιόζικο κόσμο της Νάπολης, τους απίθανους χαρακτήρες που ευδοκιμούν στις συνθήκες ανταγωνισμού και μιζέριας. Σκανταλιές,  μαγκιές, υποβόσκοντα  πάθη (όπως του Έντσο), στο πρώτο αυτό βιβλίο. Παιδική ηλικία μέσα στη βία (έτσι ήταν η ζωή, τελεία και παύλα∙ μεγαλώναμε με το καθήκον να την κάνουμε δύσκολη στους άλλους, προτού οι άλλοι την κάνουν δύσκολη σε μας). Τσακωμοί, μαλλιοτραβήγματα, πετροπόλεμοι, δολοφονίες, μίσος, τρόμος. «Δοκιμασίες θάρρους» ήταν αυτό που έφερε κοντά τα δυο τόσο διαφορετικά κορίτσια εφόσον η «πάντα κακιά» Λίλα ήταν απίστευτα παράτολμη (η Λίλα μου κέντρισε αμέσως την προσοχή γιατί ήταν πολύ κακιά), με αποκορύφωμα  την επίσκεψη στο σπίτι του τρομερού «δράκου του παραμυθιού», του δον Ακίλλε, μια επίσκεψη που σφράγισε τη φιλία (άλλαξε τα πάντα μεταξύ μας). Το χαρακτηριστικό επεισόδιο με την Τίνα-κούκλα που κυριαρχεί στην αρχή (η Λίλα πετάει στον φωταγωγό του Ακίλε την κούκλα της Έλενας, και η Έλενα ανταποδίδει) και σηματοδοτεί την έναρξη της βαθιάς φιλίας έχει άμεση συνάφεια με την Τίνα-κόρη στα τελευταία κεφάλαια του τέταρτου βιβλίου. Λειτουργεί  σαν προοικονομία, αν και ο αναγνώστης, όταν πια φτάνει στο τέλος των 2000 σελίδων,  πιθανόν να το έχει ξεχάσει.
Και δίνονται οι πρώτες αδρές γραμμές του χαρακτήρα των δυο προικισμένων κοριτσιών, που αλληλοσυμπληρώνονται σαν τα συγκοινωνούντα δοχεία, αλλά ακόμα είναι αδιαμόρφωτες προσωπικότητες. Πάντα κάτω από το πρίσμα της Έλενας, που είναι μάλλον πιο ανταγωνιστική. Η ίδια, διαφοροποιείται από το πνεύμα παιδικής βίας της γειτονιάς (το να προκαλείς πόνο ήταν αρρώστια), όπου πρωτοστατεί με τον δικό της, πρωτότυπο τρόπο η Λίλα. Και  διακρίνονται γρήγορα ως δυο ξεχωριστές μαθήτριες, αλλά η Λίλα είναι άπιαστη. Όχι μόνο στις γνώσεις ή στην εξυπνάδα, αλλά στον τρόπο να υπάρχει, στις δοκιμασίες «θάρρους» (οποιαδήποτε απαγόρευση μπροστά της έχανε κάθε υπόσταση). Τα επεισόδια που δείχνουν την εξαιρετικότητα της Λίλας στο πνεύμα και στη συμπεριφορά (η πνευματική της ετοιμότητα έμοιαζε με γρύλισμα, με επίθεση, με θανατηφόρο δάγκωμα) είναι πολλά, σπαρταριστά, συναρπαστικά (η Λίλα απείχε παρασάγγας από οποιονδήποτε. Επιπλέον, δεν άφηνε κανένα  περιθώριο για καλοσύνες), και στηρίζουν στο ακέραιο όλους τους χαρακτηρισμούς της Έλενας -συγγραφέα. Η Λίλα ως παιδί ανέσυρε το μίσος κοριτσιών και αγοριών, όλων εκτός από της Έλενας που έτρεφε έναν φανερό θαυμασμό. Έχει  πηγαίο θράσος, π.χ. σε διαγωνισμό είχε το θράσος να πει ότι το πρόβλημα δεν είναι δυνατόν να λυθεί επειδή υπήρχε κάποιο λάθος στην εκφώνηση, μόνο που δεν ήξερε τι. Ακόμη, παρόλο που η Έλενα είναι η όμορφη (στρουμπουλή, ξανθιά με μπούκλες, ενώ η Λίλα «κοκαλιάρα και μαύρη σαν παστή αντζούγια»), της Έλενας τής φαίνεται πανέμορφη (όταν αποφάσισε να κατατροπώσει τον Έντσο, έλαμψε ολόκληρη σαν ατρόμητη πολεμίστρια). Ακόμα και στην ομορφιά λοιπόν η Έλενα νιώθει δεύτερη, και βιώνει έναν ανταγωνισμό που διατρέχει και τα τέσσερα βιβλία και δεν πρόκειται να τον ξεπεράσει ποτέ. Το αξιόλογο και ενδιαφέρον στην ψυχογράφηση των κοριτσιών είναι ότι καταγράφονται όλες οι αδυναμίες τους με ειλικρίνεια ημερολογίου. Κάνουν λάθη, έχουν και μικρότητες, και πάθη, και ζήλειες, και πολύ σκοτεινά σημεία. Και η Έλενα και η Λίλα.
Αυτή η σχέση έλξης-απώθησης, θαυμασμού-ανταγωνισμού, εξομολόγησης-μυστικοπάθειας, ζήλειας-συνταύτισης χαρακτηρίζει όχι μόνο τη βαθιά φιλία/αγάπη, αλλά οποιαδήποτε σχέση εξελίσσεται διαλεκτικά μέσα από το «έτερον», μέσα από το Άλλο, είναι  το πυρηνικό στοιχείο που λειτουργεί σαν άξονας σ αυτήν την πολυποίκιλη πλοκή. Γιατί μέσα από το γράψιμο πάντα της ηρωίδας, διαφαίνεται η ωρίμανση, η εξέλιξη/σύνθεση  που προκύπτει μέσα από την αντίθεση. Κι αυτό είναι το δεύτερο επίπεδο, που ξεφεύγει απ το μονοδιάστατο ενδιαφέρον των γεγονότων, του τι συνέβη, που δεν είναι βέβαια καθόλου ευκαταφρόνητο.
Και τα δυο κορίτσια λατρεύουν τα βιβλία. Παιδικό τους όνειρο, να γίνουν… πλούσιες και να γράψουν ένα μυθιστόρημα. Όμως η Λίλα είχε το χρόνο κι έγραψε μόνη της (κρυφά από την Έλενα) ένα μυθιστόρημα,  τη «Γαλάζια νεράιδα», που ανοίγει ολόκληρο κόσμο στην Έλενα. Έτσι, ξεκινά το τρίτο επίπεδο, ο τρίτος άξονας ενδιαφέροντος που είναι η γραφή, η συγγραφή, η σχέση με τη λογοτεχνία. Γιατί η Έλενα, καθώς θα δούμε παρακάτω, γίνεται συγγραφέας, κι αυτά τα πρώτα σκιρτήματα είναι καθοριστικά (για τη Λίλα: όχι μόνο ήξερε να λέει τα πράγματα με το όνομά τους, αλλά είχε αναπτύξει εκείνο το χάρισμα που ήδη ήξερα από παιδί.: μόνο που τώρα το έκανε ακόμα καλύτερα, έπαιρνε τα γεγονότα και με τελείως φυσικό τρόπο, τα διατύπωνε φορτισμένα με έντασηενίσχυε την πραγματικότητα αποδίδοντάς τη με λέξεις που τις μπόλιαζε με ενέργεια). Για την Έλενα, η Λίλα γίνεται πηγή έμπνευσης, η αγάπη της φιλίας παρά ένα κλικ γίνεται ζήλεια που αντιγράφει, παραδειγματίζεται, ταπεινώνει, εμπνέει.
Όταν πια τα δυο κορίτσια μπαίνουν στην εφηβεία, οι διαφορές στην εμφάνιση γίνονται εμφανείς και καθοριστικές. Η Λίλα μειονεκτεί σε σχέση με όλα τα κορίτσια, είναι κοντή, ξερακιανή, δεν έχει περίοδο, δεν αρέσει στα αγόρια.  Δεν φαίνεται να την απασχολεί τίποτα απ όλα αυτά, παρά μόνο το φαινόμενο που εκείνη αυθαίρετα ονόμαζε «εξαΰλωση» που της συμβαίνει για πρώτη φορά το 1958 (14 χρονών) και το εξομολογείται το 1980 στην Έλενα. Από τότε θα το παρακολουθήσουμε δυο τρεις φορές στην πορεία της ζωής της και φαίνεται είναι το μυστικό στοιχείο από το οποίο αντλεί τον ασυνήθιστο δυναμισμό, αλλά και τη μυστικοπάθεια, που την κάνει να διαφοροποιείται τόσο πολύ απ την εξωστρέφεια της Έλενας.
Είναι η ηλικία που αρχίζουν οι πρώιμοι έρωτες, τα ερωτήματα για τις αλλαγές στο κορμί, οι προτάσεις απ τα αγόρια. Οι κοινωνικές διαφορές γίνονται πιο εμφανείς ανάμεσα σ όλα τα παιδιά της γειτονιάς: η Έλενα συνεχίζει τις σπουδές, η Λίλα όχι, ωστόσο η Λίλα έχει τρομερό πάθος και πάντα φαίνεται να προπορεύεται  με τις απίθανες ασχολίες της (π.χ. μελετά… ελληνικά, σχεδιάζει παπούτσια κ.α.). Μαθαίνει με ζήλο να χορεύει, διαβάζει βιβλία (ακόμη κι αν η Λίλα έπαιρνε μόνο ένα βιβλίο τον χρόνο, στο βιβλίο αυτό θα άφηνε το αποτύπωμά της). Ο δε μέγιστον, καθώς μεγαλώνει αρχίζει να αρέσει στα αγόρια παρόλη την έλλειψη θηλυκότητας (έβλεπαν πολύ περισσότερα πράγματα από μένα/από μέσα της ανάβλυζε το κοσμικό υγρό το οποίο δεν ήταν απλώς σαγηνευτικό μα και επικίνδυνο), ενώ αιφνιδιάζει πάντα με τις απρόβλεπτες αντιδράσεις της, π.χ. χορεύοντας με τους «ορκισμένους εχθρούς», τους αδερφούς Σολάρα (μα είναι δυνατόν να μην κατάλαβε ότι χόρεψε με τον Μαρτσέλλο, και μάλιστα δυο φορές; Είναι και παραείναι, έτσι ήταν πάντα η Λίλα). Και ενώ η Έλενα πάντα νιώθει ότι η φίλη της «είναι πιο μπροστά από κείνη», η ίδια η Λίλα με πολύ σοβαρό και επίσημο ύφος τής ανακοινώνει: «Εγώ δε θα ερωτευτώ ποτέ κανέναν και ποτέ των ποτών δε θα γράψω ποίημα».
Αυτή η διπλή άρνηση θα καθορίσει, όπως βλέπουμε  σε όλα τα βιβλία, τη μυστήρια ψυχοσύνθεση της Λίλας: η βαθιά άρνηση να δοθεί, ακόμα κι όταν  καταπλήσσει τους πάντες συνάπτοντας σχέσεις με τους πιο άσχετους (αργότερα), και η άρνηση να εκφράσει με την τέχνη τα μύχια συναισθήματά της. Κι όμως, παρόλο που δε συνεχίζει στο γυμνάσιο, διαβάζει όλη την Αινειάδα που τη συναρπάζει (ενώ η Λενού διαβάζει «τυπικά», για το σχολείο). Είναι πάντα ανήσυχη, κάτι ψάχνει, κάτι πιο βαθύ την τρομοκρατεί. Το φαινόμενο που η ίδια ονομάζει εξαΰλωση είναι η μυστική της σύνδεση μ έναν κόσμο που δεν μπορεί να μοιραστεί με κανέναν (κάτι παραβίασε την οργανική δομή του αδερφού της, ασκώντας πάνω του τόση πίεση, που συνέθλιψε το περίγραμμά του και τότε η ύλη απλώθηκε σαν μάγμα, φανερώνοντας από τι ήταν πραγματικά πλασμένη).
Στο πρώτο αυτό βιβλίο έχουμε και το ξύπνημα της κοινωνικοπολιτικής συνείδησης, εφόσον στη γειτονιά υπάρχουν οι φασίστες, υπάρχουν οι κομμουνιστές, υπάρχουν οι μαφιόζοι και οι καμορρίστες. Καθώς μεγαλώνουν τα δυο κορίτσια, αρχίζουν και αναγνωρίζουν όλες αυτές τις στάσεις και ιδεολογίες στα καθημερινά πρόσωπα των γειτόνων, στην αρχή ενστικτωδώς, στη συνέχεια πιο συνειδητά. Αρχίζουν και βιώνουν στο πετσί τους τις κοινωνικές ανισότητες. Είναι το τέταρτο επίπεδο στο οποίο κινείται η όλη αφήγηση, που βέβαια ξεδιπλώνεται πιο εκτεταμένα στα επόμενα βιβλία.
Πρώτη «ξυπνάει» η Λίλα, που δείχνει ενδιαφέρον  για τις πολιτικές ιδέες του κομμουνιστή Πασκουάλε. Και πάλι η Λενού συνειδητοποιεί ότι κουβεντιάζοντας με τη Λίλα και τον Πασκουάλε μαθαίνει πιο ουσιώδη πράγματα απ’ ό, τι στο σχολείο. Εμπνέεται από τη Λίλα για να διατυπώσει τις ιδέες της για τη Διδώ του Αινεία, και είναι η πρώτη από τις φορές που θα παρακολουθήσουμε να «κλέβει» τις ιδέες της Λίλας και να τις διατυπώνει απλώς με ωραίο τρόπο (το πάθος μου δε θέριεψε δίπλα στην έξαψη του δικού της πάθους;). Κι όταν η Λίλα αρχίζει και αδιαφορεί για το διάβασμα και ρίχνεται με τα μούτρα στο να σχεδιάζει παπούτσια μαζί με τον αδερφό της (ο πατέρας της είναι τσαγκάρης), τη Λένα παύει να τη γοητεύει το σχολείο.
Το ζευγάρι παπούτσια που σχεδίασε η Λίλα αποτελεί κομβικό σημείο στην εξέλιξη της ιστορίας, εφόσον προκαλεί το ενδιαφέρον του μισητού Μαρτσέλλο Σολάρα (ερωτευμένου κι αυτού, φυσικά) και πλέκονται άπειρα επεισόδια που αναδεικνύουν γι άλλη μια φορά την ιδιαιτερότητα της Λίλας. Όμως οι ζωές των δυο κοριτσιών έχουν πάψει να συμβαδίζουν. Η Λένα πάει διακοπές, ερωτεύεται τον Νίνο Σαρατόρε, ανταλλάσσουν ένα ανάλαφρο φιλί και η Έλενα μάς χαρίζει πολλές όμορφες σελίδες περιγράφοντας έναν αγνό, παθιασμένο έρωτα. Δεν είναι τυχαίο, βέβαια, που η Έλενα βλέπει στον Νίνο στοιχεία της Λίλας: ο Νίνο έχει κάτι που τον τρώει μέσα του, όπως η Λίλα, και είναι χάρισμα αυτό και πόνος μαζί, δε χαίρονται με τίποτα, δεν αφήνονται, φοβούνται όσα συμβαίνουν γύρω τους/έδειχνε να απολαμβάνει την παρουσία μου μόνο εάν στεκόμουν βουβή να τον ακούω. Σ αυτές τις συναντήσεις ο Νίνο δείχνει κι ένα πρώιμο ενδιαφέρον για τη Λίλα, που σουβλίζει την Έλενα (ήταν τόσο έξυπνη, ήταν αδύνατον να τη συναγωνιστείς, μου θόλωνε το μυαλό).
Από τη μακαριότητά της την  Έλενα την βγάζει το παθιασμένο γράμμα της Λίλας: δεν την μαγεύει μόνο το θυελλώδες περιεχόμενο, αλλά και ο τρόπος γραφής, που της τροφοδοτεί τη συγγραφική ανάγκη:  η Λίλα ήξερε να μιλάει μέσα από τη γραφή∙ σε αντίθεση μ’ εμένα όταν έγραφα, εκείνη εκφραζόταν με προσεγμένες φράσεις, χωρίς το παραμικρόλάθος, παρότι δεν είχε συνεχίσει το σχολείο, και επιπλέον δε φαινόταν κανένα ίχνος προσπάθειας, δεν ένιωθες το τέχνασμα του γραπτού λόγου (…). Η φωνή της, αγκαλιά με τη γραφή της, ραφιναρισμένη από τα περιττά της ομιλίας, από τη θολούρα του προφορικού λόγου. Ενώ όλα τα εξωτερικά στοιχεία δείχνουν το αντίθετο, για άλλη μια φορά η Έλενα νιώθει ότι «ο κόσμος της Λίλας υπερκάλυπτε τον  δικό της», μιας και όχι μόνο η Λίλα βίωνε απίστευτους εκβιασμούς και διλήμματα, αλλά με τη δεινή γραφή της έκανε -άθελά της- την Έλενα να νιώθει ταπεινωτικά (αυτή η ευτυχία με έκανε να νιώθω δυστυχής). Οι έρωτες και τα αθώα της διαβάσματα εξανεμίστηκαν (έκανα χώρο για όσα συνέβαιναν στη Λίλα).
Με αφορμή το ζευγάρι τα παπούτσια (και όχι μόνο)η Λίλα μπαίνει στο κέντρο των αντρικών ανταγωνισμών με απάθεια και περιέργεια, δημιουργώντας πανικό στην Έλενα (δεν μπορεί να μην ήξερε ότι ξεκινούσε έναν σεισμό χειρότερο από εκείνον όταν έριχνε χάρτινα μπαλάκια βουτηγμένα στο μελάνι. Κι όμως ήταν πολύ πιθανόν να μη στόχευε σε τίποτα συγκεκριμένο. Πάντοτε έτσι ήταν, έσπαγε τις ισορροπίες μόνο και μόνο για να δει με ποιον άλλο τρόπο μπορούσε να τις ανασυνθέσει). Ο πλούτος του Στέφανο (άλλο είδος πλούτου) θαμπώνει τα δυο κορίτσια, και αναγκάζει τη Λίλα να φερθεί με «ψυχρή μοχθηρία» στον επικίνδυνο, μαφιόζο Μαρτσέλλο και τον αδερφό του Μικέλε , ενώνοντας τη ζωή της με τον ευγενικό, πλούσιο έμπορα, τον Στέφανο (ανθρώπους τέτοιας πάστας έπρεπε να τους πολεμάς κατακτώντας μια ανώτερη ζωή που εκείνοι δεν μπορούσαν ούτε καν να φανταστούν).
Η απόφαση της Λίλας να αλλάξει έτσι τη ζωή της την κάνει να αλλάξει κοινωνική τάξη (μήνες μετά είχε γίνει μια δεσποινίς που αντέγραφε τα μοντέλα των περιοδικών μόδας, τις κοπέλες της τηλεόρασης/μόλις την αντίκριζες, η λάμψη που την περιέβαλλε έμοιαζε με δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο της φτωχογειτονιάς μας). Στα 16 της χρόνια η νευρική, επιθετική Τσερούλλο έχει καεί στην πυρά. Ο ερωτευμένος κομμουνιστής Πασκουάλε δεν αντέχει να τη βλέπει να αναλώνεται (έχει βολευτεί κι αυτή και οι δικοί της προτού καν παντρευτεί/θες να πεις ότι η Λίλα πουλήθηκε;). Όσο προχωράει η εφηβεία, οι κοινωνικές αντιθέσεις είναι εμφανέστερες. Η Έλενα με την ώθηση που της δίνει η γνωριμία της με τον πιο πολιτικοποιημένο Νίνο, αρχίζει να αποκλίνει από το πνεύμα της γειτονιάς, να «διανοουμενίζει», να εκθέτει τις απόψεις της και να εκτίθεται, με αποκορύφωμα τις «αιρετικές» απόψεις της  σ ένα θεολογικό θέμα (με αφορμή το μάθημα των θρησκευτικών). Το προκλητικό της κείμενο δημοσιεύεται εγείροντας διάφορες αντιδράσεις. Έτσι, διεισδύει κι αυτός ο άξονας στο πολυπρισματικό μυθιστόρημα της Φερράντε.
Ο γάμος της Λίλας, με τον οποίο ουσιαστικά τελειώνει το 1ο βιβλίο, ανατρέπει πολλές ισορροπίες στη σχέση τους αλλά η σελίδα που η Λενού βλέπει γυμνή τη Λίλα (τη βοηθάει να πλυθεί για το γάμο) είναι από τις πιο τρυφερές και χαρακτηριστικές δύο κοριτσιών αυτής της ηλικίας: 
...σήμερα μπορώ να πω ότι η ντροπή μου οφειλόταν επειδή άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί με τέρψη στο σώμα της/δεν μπορείς να τραβήξεις το χέρι σου χωρίς να παραδεχτείς την ταραχή σου, χωρίς να την υποδηλώσεις ξεμακραίνοντας κι άρα χωρίς να έρθεις σε ρήξη με την ατάραχη αθωότητα του ανθρώπου που σε ταράζει, χωρίς να εκφράσεις με την άρνησή σου το βίαιο συναίσθημα που σε αναστατώνει (…) Και συμπεριφέρεσαι σα να μη συμβαίνει τίποτα, κι όμως συμβαίνουν τα πάντα εκεί στο φτωχικό και κάπως σκοτεινό δωμάτιο, τριγύρω ένας άθλιος διάκοσμος, πάνω σ’ ένα ξεχαρβαλωμένο πάτωμα με λίμνες νερού, και η καρδιά σου σκιρτά, οι φλέβες σου φλέγονται.
Χριστίνα Παπαγγελή