Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 24, 2007

Γιώργου Οικονομάκου «Σεβάχ ο αριστερός»

Κι αν μου μελλόταν να ξαναγεννιόμουνα
τον ίδιο δρόμο θα’ κανα ξανά
Γκαμπριελ Πέρι

Όπως αναγράφεται στον υπότιτλο, πρόκειται για τις αναμνήσεις του 84χρονου συγγραφέα, από τις δεκαετίες 1930-1990. Ο τίτλος φαντάζει υπερβολικός κι αλαζονικός, αλλά γρήγορα το περιεχόμενο δικαιώνει τον αυτοχαρακτηρισμό του Οικονομάκου ως «Σεβάχ». Βίος και πολιτεία ο αφηγητής μας, άνθρωπος που «βούτηξε» στα βαθιά από μικρό παιδί, άνθρωπος της άμεσης δράσης, της πρώτης γραμμής, όχι της θεωρίας αλλά της πράξης, και μάλιστα απ’ την πλευρά των «κυνηγημένων».
Ένα αδρό περίγραμμα μιας ζωής «πλούσιας με όσα κέρδισε στο δρόμο…» αποδεικνύει του λόγου το αληθές: γεννημένος στο Μεταξουργείο, 12 χρονών το σκάει απ’ το σπίτι για να πάει στην … Αμερική, καταφέρνει να κρυφτεί σ’ ένα σαπιοκάραβο αλλά τον ανακαλύπτουν, τον διώχνουν και γυρνάει με τα πόδια από Πάτρα, 16 χρονών μπαίνει στα καράβια (γνώρισε και τον Καββαδία), τον διώχνουν μετά ένα χρόνο λόγω πολιτικών πεποιθήσεων (αρχίζει και μυείται στην αριστερά), και με το ξέσπασμα του πολέμου αρχίζει η περιπλάνηση: Ελ Αλαμέιν, Αλεξάνδεια (νοσοκομείο), Τομπρούκ, Βεγγάζη, και μετά το τέλος του πολέμου περιήγηση σ’ όλες τις φυλακές: Πειραιά, Ζάκυνθο, Μακρόνησο, Γιούρα, Κεφαλλονιά, Ακροναυπλία, Αλικαρνασσό, Αίγινα … Μετά από λίγα χρόνια, η περιπέτεια της δικτατορίας τον οδηγεί στο Παρίσι απ’ όπου συνεχίζει την επαναστατική του δράση, και μετά τη μεταπολίτευση ζει στις Βρυξέλλες και … στη Βενεζουέλα, στην εκεί πρεσβεία. (πολύ κατατοπιστική η αντίστοιχη δημοσίευση του librofilo).
Έτσι έχουμε μια αφήγηση γοητευτική, με χιούμορ και και κάθε παράγραφος του βιβλίου είναι σχεδόν ένα αυτοτελές επεισόδιο που παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Ιστορίες, εμπειρίες, μαρτυρίες…Το στοιχείο της περιπέτειας είναι πολύ έντονο και ο ζωντανός προφορικός λόγος (πρόκειται για απομαγνητοφωνημένα κείμενα, καθώς, όπως λέει κι ο ίδιος ο συγγραφέας, δεν τα πήγαινε και πολύ καλά με τα γράμματα…), σε μεταφέρουν άμεσα στο κλίμα της εποχής- πάντα από την αριστερή σκοπιά βεβαίως. Αναγνωρίζει κανείς τις εμπειρίες που περιγράφει ο Τσίρκας στις Ακυβέρνητες Πολιτείες (το ρόλο της αριστεράς στην Αίγυπτο και Μέση Ανατολή, την προσπάθεια των Άγγλων να διαλύσουν την αξιοθαύμαστη οργάνωση τους, το έγκλημα της αποστολής της Γ΄ταξιαρχίας στο Λίβανο, την «προδοσία» εκ μέρους της ηγεσίας του Κομ. Κόμματος, την καρτερικότητα ορισμένων συντρόφων κλπ.) αλλά και του Δημήτρη Ραπτόπουλου στο έργο του «Άρης ο εξόριστος», για τον Άρη Αλεξάνδρου. Μαρτυρίες πολύτιμες, προσωπικά βιώματα, για την αντικειμενικότητα των οποίων κρατά φυσικά ο καθένας τις επιφυλάξεις του (και ποιος δεν ωραιοποιεί, ή έστω αναδιαμορφώνει τις αναμνήσεις του με το πέρασμα του χρόνου;). Στοιχεία και γεγονότα λίγο πολύ γνωστά που παίρνουν ωστόσο σάρκα και οστά όταν τα βλέπεις μέσα σε μια καθημερινότητα.
Ωστόσο, στο βιβλίο αυτό δεν γοητεύεσαι τόσο απ’ το ύφος ούτε απ’ την αφήγηση, όσο απ’ το περιεχόμενο και απ’ τον άνθρωπο που κρύβεται από πίσω. Κι ας έχεις την υποψία ότι είναι λίγο …παραμυθάς. (Δεν είναι π.χ. πολύ ξεκάθαρη η σχέση του με τον Ζαχαριάδη. Μας λέει ότι εξέθεσε σε συνδιάσκεψη όπου παρευρισκόταν κι ο Ζαχαριάδης την κατάσταση στη Μέση Ανατολή, το ότι η ηγεσία πρόδωσε τους αιματηρούς αγώνες των συντρόφων με το να στείλει ευχαριστήριο γράμμα στον Τσώρτσιλ για τη στάση του απέναντί τους, παρόλα αυτά ο Ζαχαριάδης τον σεβάστηκε, τον τίμησε με κάποιο τρόπο).
Πειθαρχικός βέβαια στο Κόμμα, αμφισβητεί ωστόσο –εκ των υστέρων;- κάποιες πρακτικές του, όπως το ότι … καταδίκαζε το …ρεμπέτικο τραγούδι (μέχρι το 1960 τουλάχιστον) ή, ακόμα πιο ουσιαστικά, όπως το «’’πρώτο μάθημα του Παπαρήγα, ότι «κομματικοτητα θα πει πίστη, πειθαρχία στην καθοδήγηση. Η καθοδήγηση είναι το Κόμμα.’’ Αυτό ήταν το πρώτο μάθημα που άκουσα απ’ τον Παπαρήγα. Φυσικά, με παραξένεψε λιγάκι, γιατί δεν μπορούσα να ταυτίσω απόλυτα την καθοδήγηση με το Κόμμα». Έρχεται σ’ επαφή με πολλές προσωπικότητες της αριστεράς (Φαράκο, Δρακόπουλο, Φλωράκη, Χατζή κλπ.) ορίζεται … φύλακας (μπράβος!) του Θεοδωράκη (ο οποίος, σημειωτέον, δεν πρόσεχε λέει καθόλου τον εαυτό του!), και άλλες πνευματικές φυσιογνωμίες όπως την Ζέη και τον Σεβαστίκογλου, τον Καζαντζίδη, τον Ελεφάντη, τον Κούνδουρο, κ.α.
Η έλλειψη μόρφωσης κατά τη γνώμη μου αποτελεί αρετή- δεν υπάρχουν προσπάθειες ερμηνείας, ούτε απόδοσης ευθυνών, παρά η μαρτυρία ενός απλού και ταπεινού ανθρώπου της δράσης που σκέπτεται, αλλά βασικά ενεργεί. Δεν είναι τυχαίο που του είχαν δώσει το προσωνύμι «Ζορμπάς». Όσο αφορά τον Οικονομάκο ως συγγραφέα όμως, εμένα το όλο στυλ μού θύμισε λίγο Μακρυγιάννη, και όσο αφορά τον τρόπο παρουσίασης αλλά και το περιεχόμενο.
Σημειώνω πρόχειρα κάποια σημεία που μ’ εντυπωσίασαν ως μαρτυρίες:
· …γνωστός κομμουνιστής, Μπαμιάς λεγόταν. Έλεγε ότι αυτός ο πόλεμος είναι ένας πόλεμος ιμπεριαλιστικός, που γίνεται για το μοίρασμα των αγορών και των αποικιών, και δεν μπορεί να ενδιαφέρει καθόλου εμάς τους εργάτες και γενικότερα την εργατική τάξη. Αυτά βέβαια στην αρχή του πολέμου, γιατί ο ίδιος ο άνθρωπος, όταν χτυπήθηκε η σοβιετική ένωση, έλεγε ότι ο πόλεμος είναι εθνικοαπελευθερωτικός, αντιφασιστικός, πατριωτικός… (..) Κι ο Καββαδίας ήταν αριστερός, αλλά δεν υποστήριζε ότι εμάς δεν μας ενδιαφέρει ο πόλεμος.
· (Στην Αίγυπτο) το καθεστώς που υπήρχε κάτω απ’ τον εγγλέζικο αποικιοκρατικό ζυγό ήταν απάνθρωπο. Οι άνθρωποι ήταν εξαθλιωμένοι, και όταν άρχισε ο Ρόμελ να προχωράει προς την Αλεξάνδρεια οι Αιγύπτιοι ετοιμάζονταν να τον υποδεχτούν σαν απελευθερωτή
.
Καθώς ξεφυλλίζω το βιβλίο ξανά, δυσκολεύομαι να επιλέξω, είναι τόσα πολλά τα αξιομνημόνευτα περιστατικά… θα ήθελα απλώς να επισημάνω, για όσους διδάσκουν τη «Σοροκάδα» του Ν. Κάσδαγλη στην Γ’ Λυκείου, ότι στις σελ. 44-45 υπάρχει απόσπασμα που είναι ωραιότατο για … παράλληλο κείμενο!!

Χριστίνα Παπαγγελή

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 08, 2007

Μπέρναρντ Σλινκ, Ο γυρισμός

Συμφωνώ απόλυτα με την anagnostria ότι ο Σλινκ έδωσε σ' αυτό το βιβλίο κάτι απ' τον παλιό καλό εαυτό του που είδαμε στο "Διαβάζοντας στη Χάννα", ενώ τα επόμενα ήταν κάπως απογοητευτικά
Η λέξη «γυρισμός» του τίτλου είναι φορτισμένη νοηματικά από μόνη της. Παραπέμπει σε μια επιστροφή (θέμα που αγγίζει βαθιά τον καθένα) σε κάποιον νόστο, και κατά συνέπεια στον πόθο/πόνο/άλγος του νόστου, τη λεγόμενη νοσταλγία.
Μια διαφορετική επιστροφή, πρωτότυπη όσο και ζωτικής σημασίας ξεδιπλώνεται σ’ αυτό το μυθιστόρημα. Είναι η σχεδόν απροσδόκητη (τουλάχιστον ως ένα σημείο) επιστροφή του γιου προς τον χαμένο πατέρα, που θεωρούνταν νεκρός, αλλά όπως αποκαλύπτεται ζει και βασιλεύει έχοντας ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του. Όμως, παράλληλα, το μοτίβο της επιστροφής επαναλαμβάνεται σε διάφορες μορφές, λες και ο συγγραφέας κάνει παραλλαγές σ’ ένα θέμα, χωρίς όμως αυτό να γίνεται κραυγαλέα κι επιτηδευμένα.
Ο ήρωας ξεκινά την αφήγησή του αναπολώντας τις διακοπές των παιδικών του χρόνων με τον παππού και τη γιαγιά((σελ. 38): Στη θύμησή μου οι διακοπές είναι μια εποχή ήρεμων εισπνοών και εκπνοών. Είναι η υπόσχεση μιας ομοιόμορφης ζωής. Μιας ζωής επαναλήψεων όπου συμβαίνει πάντα το ίδιο, με ελάχιστες παρεκκλίσεις. Μιας ζωής κοντά στο νερό, με τα κύματα να κυλούν ρυθμικά το ένα με το άλλο και κανένα να μην είναι το ίδιο ακριβώς με το προηγούμενο). Η μοναξιά της επαρχίας τον φέρνει πιο κοντά στον παππού και τον κόσμο του (άλλωστε αυτός είναι κι ο κόσμος του μυστηριώδους κι απόντος πατέρα, ένας κόσμος απόμακρος και ποιητικός), μαγεύεται από τις ιστορίες που του λέει από τον πόλεμο αλλά κι από διάφορες δίκες, που του γεννούν την αγάπη για το διάβασμα.
Χειρόγραφες σελίδες από ένα βιβλίο που διορθώνουν οι παππούδες του (έχουν εκδοτική δραστηριότητα), γραμμένες μόνο απ’ τη μια μεριά πέφτουν στα χέρια του Πέτερ, και του ανάβουν το ενδιαφέρον.
Διαβάζουμε αποσπάσματα από το βιβλίο αυτό και προσπαθούμε μαζί με τον Πέτερ να μαντέψουμε το τέλος. Πρόκειται για μια ιστορία γυρισμού, γυρισμού Γερμανών στρατιωτών από την αιχμαλωσία στη Ρωσία. Το εγκιβωτισμένο -και κατακερματισμένο- μυθιστόρημα είναι κι αυτό πολύ ελκυστικό. Γίνεται έμμονη ιδέα στον πρωταγωνιστή ο οποίος μεγαλώνοντας μελετά την Οδύσσεια βρίσκοντας αναλογίες και καταγράφοντας όλες του τις σχετικές σκέψεις με πολύ γοητευτικό τρόπο. Είναι βέβαια κάπως παράδοξη αυτή η έμμονη αναζήτηση του …τέλους ενός σχετικά άγνωστου μυθιστορήματος, και η εικασία/πεποίθηση ότι οι αναφερόμενες διευθύνσεις είναι πραγματικές και θα τον οδηγήσουν στον …ήρωα του βιβλίου και στον συγγραφέα του είναι κάπως επισφαλής και τραβηγμένη, αλλά όχι τελείως αψυχολόγητη. Ίσως η γοητεία με την οποία περιβαλλόταν όλο το κλίμα των διακοπών με τον παππού και τη γιαγιά (από μεριάς του χαμένου πατέρα), η επιμονή των ίδιων να μη διαβάζει τα διορθωμένα χειρόγραφα, η σοβαρότητα αυτής της εργασίας από τους παππούδες, τον έκαναν να διαισθανθεί ότι πρόκειται για κάτι σημαντικό. Σημαντικό για την ιστορία της οικογένειας.
Η αναζήτηση του Πέτερ έχει κι αυτή τις αναλογίες της με την Οδύσσεια. Πρόκειται οπωσδήποτε για μια περιπλάνηση, χωρίς όμως να’ ναι συνειδητός ο στόχος. Δεν αναφέρεται καθόλου η αναζήτηση του πατέρα, άλλωστε θεωρείται νεκρός. Ακολουθεί το νήμα που τον οδηγεί προς τον συγγραφέα του … μυθιστορήματος, μέσα από πολλούς μαιάνδρους και ψυχικές διακυμάνσεις. Η κοπέλα που ερωτεύεται (μένει στη διεύθυνση όπου έμενε ο ήρωας του χαμένου μυθιστορήματος, φυσικά δεν ήταν σύμπτωση, πήγε για να μάθει πληροφορίες) χάνεται απ’ τη ζωή του όταν επιστρέφει ο δικός της Οδυσσέας. Τα χρόνια περνούν κι η εσωτερική μοναξιά συνοδεύει τον Πέτερ, ασχολείται κι αυτός μ’ εκδοτικές δραστηριότητες, ενώ παράλληλα συνεχίζει την έρευνά του για τον συγγραφέα του ημιτελούς έργου, παίρνοντας πληροφορίες από την αδερφή της Μπάρμπαρα. Βρίσκει τελικά ότι το πρόσωπο που αναζητά είναι φίλος –τουλάχιστον- ναζιστικών αντιλήψεων (Με την ίδια ευκολία που μετέτρεπε τον Άδη σε όνειρο, τη θάλασσα σε έρημο και τη σγουρμάλλα Καλυψώ σε ομορφόστηθη Καλίνκα, χωρίς να σέβεται ηθικές αρχές διέστρεφε τη λιμοκτονία του Λένινγκραντ σε πράξη ιπποτισμού και την αποπλάνηση της Μπεάτε σε φόρο τιμής στη δικαιοσύνη).
Από το σημείο αυτό περίπου (σελ. 180) αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης ότι πέρα από το συναισθηματικό και ψυχολογικό ενδιαφέρον, το βιβλίο έχει και κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις. Τίθενται με μυθιστορηματικό τρόπο ιδεολογικά ζητήματα ηθικής φύσεως, που παραπέμπουν στην καρδιά του ναζισμού. Αυτό προοικονομείται στον διάλογο με τον δεκαπεντάχρονο Μαξ (σελ. 153-4): στην ερώτηση του Μαξ «αν η γενναιότητα είναι καλή», ο Πέτερ απάντησε ότι «είναι καλή όταν υπηρετεί μια καλή υπόθεση», αλλά η συζήτηση οδηγείται σε αδιέξοδο: το να αποταμιεύεις χρήματα είναι καλό, αλλά … αν τα ξοδέψεις για κάτι κακό; Και ποιος μας λέει λοιπόν ότι οι σκοποί είναι πάντα καλοί;
Δεν ήθελα να συζητήσω ούτε με τον Μαξ αν η επιμέλεια, την οποία απαιτούσα από κείνον στο σχολείο, ή η τάξη, την οποία έπρεπε να τηρεί στο σπίτι μου, εξυπηρετούσαν καλούς σκοπούς. Έπρεπε να είχα απαντήσει στην πρώτη ερώτηση του Μαξ, Ναι, η γενναιότητα είναι καλή, αλλά δεν αρκεί από μόνη της.
Ο Πέτερ επιστρέφει στην Μπάρμπαρα (άλλος ένας νόστος) και την ίδια εποχή ένα χειρόγραφο στον εκδοτικό οίκο όπου δουλεύει τού αποκαλύπτει ότι ο συγγραφέας του περίφημου βιβλίου είναι ο πατέρας του (λίγο συγκεχυμένη η σύνδεση μου φάνηκε εδώ- τόοοση σύμπτωση;). Ο πυρήνας του βιβλίου όμως εδώ μετατίθεται: το ενδιαφέρον δεν έγκειται πια στην περίφημη κι αναμενόμενη αναγνώριση, αλλά στο ότι ο διάσημος αυτός καθηγητής/συγγραφέας/ πατέρας εκπροσωπεί μια ιδεολογία ανατρεπτική, αμοραλιστική, παρόμοια μ’ αυτή που εξέθρεψε το ναζισμό. Έτσι, τα γραπτά του αλλά και τα μαθήματά του είναι προκλητικά.
Αυτό είναι για τον Ντε Μπάουερ το φιλοσοφικό σημείο καμπής. Διαφορετικά απ’ τη θρησκεία, η φιλοσοφία έχει ως αφετηρία την ισονομία καλού και κακού. Το καλό χωρίς το κακό ταιριάζει εξίσου λίγο στον άνθρωπο, όπως το κακό χωρίς το καλό.
Ο Πέτερ αμφισβητεί τις αντιλήψεις αυτές εκ βαθέων. Ασφαλώς, με τη βοήθεια και της Μπάρμπαρα, υπερβαίνει τη φυσική του τάση να αποχωρεί παθητικά και πάει να βρει και ν’ αντιμετωπίσει τον «πατέρα». Εξαρχής (πριν το φοβερό «σεμινάριο»), έρχεται σε σύγκρουση, σχετικά με το γνωστό πείραμα όπου τα πειραματόζωα προκαλούν εκκενώσεις ρεύματος σε ηθοποιούς που παριστάνουν ότι δεν μπορούν ν’ απαντήσουν σε ηλίθιες ερωτήσεις:
«Μα δε γίνεται … δεν επιτρέπεται να γίνονται πειράματα με ανθρώπους!»
«Τα πειραματόζωα του Μίγκραμ είχαν άλλη γνώμη. Για κείνους το πείραμα ήταν εμπειρία, μια ευκαιρία να γνωρίσουν τον ε;υτό τους ...»
«Αν όλα όσα δίνουν μια ευκαιρία γι’ αυτογνωσία είναι θετικά, υπάρχουν μόνο θετικά σ’ αυτόν τον κόσμο». Συνέχιζα να είμαι αγανακτισμένος.
«Δεν είναι ωραίο; Πού βλέπετε το λάθος;»
«Κάτι κακό δεν γίνεται καλό επειδή διδαχτήκαμε απ’ αυτό».
Αυτός ο διάλογος παραπέμπει στο πιο ακραίο- κατά τη γνώμη μου απόσπασμα που δείχνει την ιδεολογική τοποθέτηση του Ντε Μπάουερ:
Το δίκαιο θεμελιώνεται όχι με τον χρυσό αλλά με τον σιδηρού κανόνα. Έχεις δικαίωμα να κάνεις στους άλλους ό,τι θα ανεχόσουν να σου κάνουν. Σε ό,τι είσαι έτοιμος να εκτεθείς, έχεις δικαίωμα να εκθέσεις και άλλους, ό, τι απαιτείς από τον εαυτό σου έχεις δικαίμα να το απαιτήσεις κι από τους άλλους κλπ. Είναι ο κανόνας που προάγει την αυθεντία και την ηγεσία.
Και από άλλα του γραπτά:
· Ο άνθρωπος δεν υποφέρει ποτέ από το θάνατό του: ούτε πριν από το θάνατο, αφού ζει ακόμη, ούτε μετά από το θάνατο, αφού δε ζει πια. Το ίδιο δεν υποφέρει ο άνθρωπος που τον σκοτώνουν: πριν από το φόνο ζει ακόμη, και μετά το φόνο δεν υπάρχει πια.
· Αυτό που θεωρούμε πραγματικότητα είναι απλώς κείμενα κι αυτά που θεωρούμε κείμενα απλώς ερμηνείες. Από την πραγματικότητα και από τα κείμενα μένει μόνο ό, τι κάνουμε απ’ αυτά. Στην ιστορία δεν υπάρχει ούτε στόχος, ούτε πρόοδος ούτε επαγγελία ανόρθωσης μετά την ήττα ούτε εχέγγυο νίκης για τον ισχυρό ή δικαιοσύνης για τον αδύναμο.
· Η παθιασμένη καρδιά καθαγιάζει την παθιασμένη συμμετοχή. Η αγάπη δε είναι υπόθεση συναισθήματος, αλλά θέλησης.

Επιστέγασμα της προκλητικής διδασκαλίας το βιωματικό σεμινάριο, όπου λίγοι κι εκλεκτοί δοκιμάζονται τόσο, ώστε να εγκαταλείψουν κάθε ηθική αρχή και να ξεπουλήσουν τον εαυτό τους και τις ιδέες τους. Έτσι, μαθαίνουν οι μαθητές ότι είναι ικανοί για το κακό κι ότι μπορούν να εκμεταλλευτούν αυτή την ικανότητα! Ο Πέτερ υποκύπτει στην ταπείνωση να «ζητήσει συγνώμη» κι αμέσως μετά συνειδητοποιεί όλο το στημένο σκηνικό, φεύγει, φεύγει.
Όχι λοιπόν, δεν υπήρξε αναγνώριση. Ούτε συγκινητικές αγκαλιές, ούτε τύψεις κι ενοχές. Μόνο η ενηλικίωση του ήρωα που μπόρεσε και «σκότωσε» το φάσμα του απρόσιτου πατέρα. Και το βιβλίο γυρνάει με τον τελευταίο «γυρισμό»: ο Πέτερ επιστρέφει στην αγαπημένη του με το φόβο ότι κανείς δεν θα τον περιμένει πια, τόσο πολύ που έλειψε… ω ναι, η Πηνελόπη είναι κει αυτή τη φορά.
Και τελειώνει:
Ξέρω ότι δεν νοσταλγώ τον Γιόχαν Ντεμπάουερ ή τον Τζον ντε Μπάουερ. Νοσταλγώ μόνο την εικόνα που έφτιαξα για τον πατέρα μου.
Μήπως "εικόνες" δε νοσταλγούμε όλοι μας;

Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2007

393 λέξεις για τον κίτρινο σκύλο του Ζωρζ Σιμενόν

Ο Σιμενόν στήνει μια πλοκή με κοινωνικές προεκτάσεις. Στη σελίδα 39 διαπιστώνουμε ότι η σερβιτόρα, ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας, αλλά και ανώνυμες εργάτριες γίνονται θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης από την ευκατάστατη παρέα του καφέ Αμιράλ. Στη σελίδα 98 «Οι ψαράδες είχαν συγκινηθεί λιγότερο από τον υπόλοιπο πληθυσμό από το δράμα που παιζόταν γύρω από το ξενοδοχείο Αμιράλ... Οι μικροί, οι εργάτες, οι ψαράδες δεν πολυσυγκινούνται και μάλιστα είναι ευχαριστημένοι μ’ αυτά που συμβαίνουν. Γιατί ο γιατρός...»
Η κοινωνική διάσταση του εγκλήματος που τρομάζει τους μεγαλοαστούς που «στα γλέντια τους ασελγούσαν με τις κοπελίτσες του εργοστασίου» ευχαριστεί τους απλούς ανθρώπους, αυτούς που δε τολμούν να πουν κουβέντα. Η ανεργία σμπώχνει (σελ. 99) τις κοπέλες σ’ αυτούς που συμπεριφέρονται «λες και η πόλη τους ανήκε». Οι περιγραφές των σπιτιών του γιατρού και του δημάρχου οξύνουν την αίσθηση της κοινωνικής ανισότητας. Σε μια πόλη που πολλοί δρόμοι της γίνονται μαύρη λάσπη όταν βρέχει.
Έτσι καταλαβαίνουμε ότι η ιστορία και οι απόπειρες που προκαλούν το φόβο (κυρίως στο γιατρό Μισού) δεν αγγίζουν τον απλό κόσμο της πόλης. Αυτός δεν έχει λόγο να φοβάται. Ο συγγραφέας μας προϊδεάζει συχνά για την αποκάλυψη του παζλ.
Στη σελίδα 111 «Είναι εύκολη η περιφρόνηση των δυνατών προς τους δειλούς... όμως θα έπρεπε να ενδιαφέρονται να μάθουν τα πραγματικά αίτια της δειλίας...» Τα πραγματικά αίτια είναι και η λύση του μυστηρίου.
Μια υπόθεση λαθρεμπορίου όπου το θύμα είναι ο χρεωμένος απλός άνθρωπος που η ανάγκη τον οδηγεί στην παρανομία, σ’ ένα παιχνίδι του οποίου τους όρους θέτουν οι ισχυροί. Αυτοί που μάλιστα μπορούν να παίζουν διπλό παιχνίδι υπηρετώντας το νόμο και ταυτόχρονα παραβιάζοντάς τον κατά το συμφέρον τους..
Η δράση εμφανώς τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Η αναφορά στην ποτοαπαγόρευση στην Αμερική είναι μια ένδειξη. Επίσης οι αναφορές σε υλικές συνθήκες που βρίσκονται διάσπαρτες στο βιβλίο (όπως πλεούμενα με πανιά και κουπιά). Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1931 όπως πληροφορούμαστε από τα στοιχεία της έκδοσης.
Ιδιαίτερο λαογραφικό ενδιαφέρον έχουμε στις περιγραφές του καφενείου Αμιράλ (σελ. 32) «μια στενόμακρη αίθουσα μάλλον θλιβερή, με μαρμάρινα τραπεζάκια και ροκανίδια στο πάτωμα...» και στη σελ. 31 «Γύρω από τους ηλεκτρικούς λαμπτήρες απλωνόταν ο καπνός των τσιγάρων. Η πράσινη τσόχα του μπιλιάρδου φαινόταν σα μαδημένο γρασίδι. Στο πάτωμα υπήρχαν γόπες από πούρα, φλέματα μέσα στα ροκανίδια»
Οι εκδόσεις Άγρα καθαγιάζουν αυτό που κάποτε ήταν «φτηνή αστυνομική λογοτεχνία» που βρίσκαμε σε, τύπου βίπερ, εκδόσεις τσέπης.

209 λέξεις για το μηδέν και το άπειρο του Άρθουρ Καίστλερ

Μια ιστορία όπου το κύριο πρόσωπο είναι θύτης και θύμα. Αυτή η ταύτιση επιτυγχάνεται και με τις συχνές αναδρομές. Θύτης ο ίδιος ο Ρουμπάσωφ του Λουάουι και των υπολοίπων εργατών και του Ριχάρδου και της αγαπημένης του Άρλοβα. Εκπροσωπεί την καθαρή λογική του κόμματος και γίνεται θύμα του ίδιου μηχανισμού.
Το παιχνίδι των ρόλων κατά την πρώτη ανάκριση είναι ενδεικτικό. Ο Ιβάνωφ και ο Ρουμπάσωφ, παλιοί γνώριμοι, είναι ανακριτής και ανακρινόμενος όπως ακριβώς θα μπορούσε να συμβεί και το ανάποδο.
Ένα βιβλίο που μου έδωσε την αίσθηση ότι πρέπει να διαβάσουμε ξανά και ξανά. Όχι μόνο για ιστορικούς ή πολιτικούς λόγους αλλά για πολύ σημαντικότερους. Οι σελίδες μετά την 111 και τον περίπατο του Ρουμπασωφ ανήκουν στην ανθρωπότητα... Και σήμερα που οι φυλακές είναι και τηλεοπτικές πόσο το νόημά τους παραμένει αναλλοίωτο...
Κάθε κεφάλαιο διατηρεί ένα αυτονομημένο και ολοκληρωμένο νόημα. Κάθε σελίδα είναι σημαντική και κάθε φορά νιώθεις ότι διάβασες κάτι που συμπυκνώνει το νόημα του βιβλίου. Ως το επόμενο κεφάλαιο, ως την επόμενη σελίδα που η ίδια αίσθηση ξανάρχεται πιο έντονη.
Πριν ξαναπιάσω το βιβλίο για να συνεχίσω το διάβασμα νιώθω ότι πλησιάζω σε απόσταγμα εμπειριών και σκέψεων που πρέπει απολύτως να σεβαστώ. σκέφτομαι πριν γυρίσω σελίδα μήπως δεν έχω σταθεί όσο θα έπρεπε σ’ αυτά που διάβασα...


και άλλες 30 «στάσεις» σε σελίδες του βιβλίου

σελ. 25, Η ιστορία θα σε αποκαταστήσει, σκέφτηκε ο Ρουμπάσωφ, αλλά δεν ήτανε και απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό. Τι ξέρει η ιστορία γι’ αυτούς που τρώνε τα νύχια τους;...
Βέβαιοι δεν ήσαν, αλλά άλλο δε μπορούσαν να επικαλεστούν εκτός από κείνο το ξεγελαστικό μαντείο που λέγεται ιστορία και που εκφράζει την κρίση του μονάχα όταν αυτός που την επικαλείται έχει ήδη από καιρό λιώσει στο χώμα.
σελ. 27, ...Ίσως γι’ αυτό η ιστορία είναι περισσότερο μαντείο και λιγότερο επιστήμη.
σελ. 32, Όταν η πόρτα βρόντηξε θυμήθηκε πως είχε λησμονήσει το κυριότερο και μ’ ένα πήδημα όρμισε στην πόρτα. «Χαρτί και μολύβι» φώναξε.
σελ. 36, Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο στη φυλακή όσο η συναίσθηση της αθωότητας. Εμποδίζει τον εγκλιματισμό και υπονομεύει το ηθικό.
σελ. 51, Το κόμμα είναι η ενσωμάτωση της επαναστατικής ιδέας μέσα στην ιστορία. Η ιστορία δεν έχει τύψεις. Δεν έχει ούτε τύψεις ούτε δισταγμούς. Αδιάφορη και αλάθητη κυλάει προς το σκοπό της. Σε κάθε στροφή, μες στη διαδρομή της αφήνει πίσω της την ιλύ που κουβαλάει και τα κουφάρια των πνιγμένων. Η ιστορία ξέρει τη δουλειά της και δε σφάλλει, κι όποιος δεν έχει απόλυτη πίστη στην ιστορία δεν μπορεί να ανήκει στις τάξεις του κόμματος.
σελ. 71, Όμως το ‘ξερε για τι δουλειά είχε σταλεί εκεί και υπήρχε μια επαναστατική αρετή που δεν είχε μάθει: την αρετή της αυταπάτης.
σελ. 72, (πλοίο από την ΕΣΣΔ μεταφέρει μεταλλεύματα για τους Γερμανούς)
σελ. 76, Τα ‘χουμε ξανακούσει όλα τούτα. Σε μια απεργία υπάρχουν πάντα εκείνοι που λένε: «Αν δε κάνω εγώ τη δουλειά κάποιος άλλος θα μου την πάρει». Αρκετά έχουμε ακούσει από δαύτα. Έτσι μιλάνε οι απεργοσπάστες.
σελ. 86, εκείνο τον καιρό φτιάχναμε ιστορία, ενώ εσείς τώρα κάνετε πολιτική. Αυτή είναι η διαφορά.
σελ. 99, (από το ημερολόγιο του Ρουμπάσωφ) Ποτέ στην ιστορία δε συγκεντρώθηκε σε τόσο λίγα χέρια τόση δύναμη για τη διαμόρφωση του αύριο.
σελ. 100, Μα πώς, τάχα, μπορεί το παρόν να αποφασίσει πια θα είναι η αλήθεια στο απώτερο αύριο;... Η Γεωμετρία είναι η αγνότερη υλοποίηση της ανθρώπινης σκέψης και όμως κανένα από τα Ευκλείδεια αξιώματα δεν μπορεί να αποδειχθεί. Όποιος δεν πιστεύει σ’ αυτά βλέπει το όλο οικοδόμημα να καταρρέει.
σελ. 107 και εξής, (ο Ρουμπάσωφ ανακαλύπτει άγνωστες πτυχές της ζωής του. Ο άνθρωπος στα όριά του αντιμέτωπος με τον εαυτό του) Μέσα στο εγώ του υπήρχε μια άλλη συγκεκριμένη και ανεξάρτητη παρουσία που είχε μείνει σιωπηλή όλα τούτα τα χρόνια και μόλις είχε αρχίσει τώρα να εμφανίζεται.
σελ. 110, του παλιού εκείνου γραφείου του... που ήτανε γεμάτο από την παράξενη γνώριμη μυρουδιά που ανάδινε το μεγάλο, καλοφτιαγμένο και νωχελικό κορμί της Άρλοβα.
σελ. 113, Στη σκοτεινιά της κάμαρας το περίγραμμα του μεγάλου καλογραμμένου βυζιού της έμοιαζε τόσο γνώριμο σα να ήτανε πάντα εκεί... Μέρα και νύχτα ο Ρουμπασωφ ζούσε σα να αρμένιζε μέσα στο πλούσιο, ράθυμο κορμί της.
σελ. 115, (για το ξαναγράψιμο των βιβλίων, όπως και στο 1984 του Όργουελ) το μόνο που απόμενε ήταν να κυκλοφορήσουνε καινούργιες αναθεωρημένες εκδόσεις των παλιών εφημερίδων.
σελ. 123, Μα και η ιστορία δεν ήτανε πάντα ένας απάνθρωπος ανήθικος χτίστης, που φτιάχνει τον πηλό του από ψέματα και αίμα και βρωμιά;
σελ. 126, ... ήταν εξασκημένος στην τέχνη του να διεισδύει «στο νου των άλλων» μα τώρα κατάλαβε πως όσο κι αν πίεζε τη φαντασία του ποτέ δε θα μπορούσε να εισχωρήσει στη νοητική κατάσταση του Βαν Ουίνκλ.
σελ. 126 και εξής, (το επεισόδιο με τους γύρους στην αυλή, Ρουμπάσωφ και Βαν Ουίνκλ.)
σελ. 133, Οι κρατούμενοι στα κελιά, ανάμεσα στο 380 και το 402 έκαναν μια ακουστική αλυσίδα μέσα στη σιωπή και τη σκοτεινιά. Ήταν αβοήθητοι, έτσι κλεισμένοι μέσα σε τέσσερις τοίχους, κι αυτή ήταν η μόνη μορφή αλληλεγγύης που τους έδενε.
σελ. 134 και εξής, (η εκτέλεση του Μποργκώφ)
σελ.138, βρισκόταν τώρα στην ίδια την πατρίδα του κι όμως γι’ αυτόν είχε γίνει χώρα εχθρική και ο Ιβάνωφ, που κάποτε ήτανε φίλος του, είχε γίνει κι αυτός τώρα ένας εχθρός.
σελ. 143, Εκείνη η συνειδησιακή του τύψη, που ο Ιβάνωφ είχε αποκαλέσει «ηθικοπλαστική έξαρση» δε μπορούσε να εκφραστεί με λογικές φόρμουλες γιατί βρισκότανε στην περιοχή της «πλασματικής αντωνυμίας»
Ο Σατανάς... Διαβάζει Μακιαβέλι, Ιγνάτιο Λογιόλα, Μαρξ και Χέγκελ – είναι ψυχρός και ανήλεος απέναντι στην Ανθρωπότητα, αλλά τούτο οφείλεται σ’ ένα είδος μαθηματικής ευσπλαχνίας.
σελ. 146, ...δεν πρέπει κανείς να αντικρίζει τον κόσμο σαν ένα μεταφυσικό μπορντέλο συγκινήσεων.
σελ. 152, Η αυθαίρετη κυβερνητική εξουσία είναι απεριόριστη και δεν έχει προηγούμενο σ’ όλη την Ιστορία... Στήσαμε τον πιο γιγαντιαίο αστυνομικό μηχανισμό, καταστήσαμε τους καταδότες εθνικό θεσμό... Όλοι νομίζαμε πως θα μπορούσαμε να μεταχειριστούμε την Ιστορία σαν ένα πείραμα Φυσικής. Η διαφορά είναι πως στη Φυσική μπορείς να επαναλάβεις το πείραμα χίλιες φορές, ενώ στην Ιστορία το καθετί γίνεται μια φορά.
σελ. 167, Το φαινόμενο ήταν αποκαρδιωτικό κι όμως έμοιαζε να αντιπροσωπεύει μιαν ιστορική ανάγκη. Αλλοίμονο σ’ εκείνον που έπαιρνε την κωμωδία στα σοβαρά και που έβλεπε μονάχα όσα συνέβαιναν στη σκηνή, παραβλέποντας όσα μαγειρεύονταν στα παρασκήνια....
Αυτό ήταν απλώς θέμα τυπικού, ένα βυζαντινό τελεστικό που είχε διαμορφωθεί από την ανάγκη να ενσταλάζεις κάθε φράση στις μάζες με εκχυδαϊσμούς και ατέλειωτες επαναλήψεις.
σελ. 194, Όποιος αντιμάχεται μια δικτατορία πρέπει να αποδεχτεί τον εμφύλιο πόλεμο σαν πρόσφορο μέσο.
σελ. 207, (η ιστορία με το ρολόι, Γκλέτκιν και Ρουμπάσωφ) ...το πιο εμφανές χαρακτηριστικό του πρωτογονισμού του Γκλέτκιν ήταν η πλήρης έλλειψη χιούμορ ή μάλλον η έλλειψη ελαφρότητας.
σελ. 210, Αλήθεια είναι καθετί που ωφελεί την ανθρωπότητα, ψέμα καθετί που τη βλάπτει.
σελ. 211, Μπορεί κανείς να απαρνηθεί τα παιδικά του χρόνια μα όχι και να τα σβήσει.
σελ. 232, Τα γινόμενα δεν ξεγίνονται μονάχα με τα λόγια.
... Όλοι ήσανε τόσο μπερδεμένοι στο ίδιο τους το παρελθόν, τόσο εγκλωβισμένοι στον ιστό που οι ίδιοι είχαν υφάνει, σύμφωνα με τους κανόνες της δικής τους του περίπλοκης σκέψης και της δικής τους μπλεγμένης ηθικής. Όλοι τους ήσαν ένοχοι, μα όχι για τα αμαρτήματα για τα οποία κατηγορούσανε τους εαυτούς τους...

234 λέξεις για το τρεις αιώνες μια ζωή της Φιλιώς Χαϊδεμένου


Μια προσωπική ματιά στη ζωή στη Μικρά Ασία, Βουρλά, πριν από την καταστροφή, την καταστροφή έτσι όπως την έζησε η αφηγήτρια και τον ερχομό και ένταξη των προσφύγων στην Ελλάδα. Σημαντικό μέρος του βιβλίου αναφέρεται στην περίοδο της κατοχής (β΄ π.π.)
Η καθημερινότητα με τις εργασίες, σταφίδα και συγκομιδή καρπών, οι γιορτές, τα έθιμα και οι καθημερινότητα. Τα γιατρικά, γητειές για παιδιά. Ο αρραβώνας και ο γάμος, το προξενιό.
Μεγάλο ενδιαφέρον βρίσκεται στην ειλικρίνεια με την οποία η αφηγήτρια θυμάται και ξαναβλέπει το παρελθόν. Έτσι, για παράδειγμα, σοκάρει η αλήθεια ότι πολλοί Έλληνες στρατιώτες στη Μικρασία επιδίδονταν σε πλιάτσικο καθώς επίσης και σε βιαιότητες. Στη σελίδα 92 έχουμε τη διήγηση σχετικού περιστατικού. Επίσης σημασία ιστορικής μαρτυρίας έχουν οι αναφορές στα τάγματα εργασίας.
Μπορεί όλα αυτά να είναι γνωστά (;). Ωστόσο η ζωντανή ματιά του ανθρώπου που τα βίωσε κάνουν ελκυστική την εξιστόρηση και κυρίως η τόλμη να αναγνωρίζει «αρνητικές» πτυχές της ιστορίας, άλλο παράδειγμα είναι ο ρόλος των μαυραγοριτών κατά τη περίοδο της κατοχής. Επίσης η ανθρωπιά δεν είναι χαρακτηριστικό που παρουσιάζεται να έχουν κατ’ αποκλειστικότητα οι Έλληνες. Υπάρχει στους Τούρκους γείτονες στα Βουρλά, στους Ιταλούς κατακτητές που μεταφέρουν προς τη βόρειο Ελλάδα τη Φιλιώ, στους Γερμανούς γιατρούς στη Θεσσαλονίκη που σώζουν το παιδί της (σελ. 199). Επίσης ενδιαφέρον είναι το περιστατικό με το γέρο που τρώει κρυφά μέσα από το σάκο του λουκάνικα καθώς αντίθετα δυο μικρά παιδάκια ταξιδεύουν μόνα τους και νηστικά.

και άλλες 10 «στάσεις» σε σελίδες του βιβλίου

σελ. 53, αναφορά στους κατσάκηδες (λιποτάκτες) των ταγμάτων εργασίας που οι Έλληνες της Μικρασίας κρύβανε στα σπίτια τους.
σελ. 63, το πιο δημοφιλές παιχνίδι της πρωτοχρονιάς ήταν τα καρύδια και η φράση «αυτό είναι μπαγαποντιά, αγλατσίνα»
σελ. 66, τις αποκριές ντύνονταν ήρωες του 1821 και ουσιαστικά γιορτάζανε την Επανάσταση, «οι Έλληνες πανηγύριζαν την νίκη κατά των Τούρκων μέσα σε τουρκικό έδαφος»
σελ. 72 και εξής, πάλι ιστορία με κατσάκηδες, αρμοδιότητα του ελληνικού προξενείου καθώς η τουρκική χωροφυλακή δε μπορούσε να κάνει έρευνα στα σπίτια των Ελλήνων.
σελ. 97, Έλληνες στρατιώτες και βιαιότητες, ο πρίγκιπας Ανδρέας είχε το παρατσούκλι «καψοκαλύβας»
σελ. 106 και εξής, αφήγηση περιστατικού Ελλήνων που κρύφτηκαν μέσα σε τάφους για να γλυτώσουν.
σελ. 146, συνθήκες ζωής των προσφύγων, οι σχέσεις με τους ντόπιους, «εμείς ούτε αποχωρητήριο δεν έχουμε»
σελ. 148 και εξής, διαμονή προσφύγων σε αποθήκες.
σελ. 152, το «χτίσιμο» μιας ξύλινης παράγκας. (Δε γίνεται αναφορά σε καμία βοήθεια από την ΕΑΠ ή το κράτος)
σελ. 161, ίδρυση προσφυγικών σωματείων.