Τετάρτη, Μαρτίου 24, 2010

σικάγο, Αλάα Αλ Ασουάνι

Πάλι καταφέρνει να μας δώσει μια πολυφωνική εικόνα της αιγυπτιακής κοινωνίας ο συγγραφέας του βιβλίου «Το μέγαρο Γιακουμπιάν», αλλά με τρόπο έμμεσο αυτή τη φορά εφόσον ο χώρος δράσης είναι το πανεπιστήμιο του Ιλινόις στο Σικάγο του 2001, και οι διαφορετικοί ήρωες, κατά κανόνα αιγυπτιακής καταγωγής, διατηρούν μια διαφορετική σχέση ο καθένας με τη γενέθλια γη. Δεν υπάρχει ένας κεντρικός ήρωας, αλλά παράλληλη αφήγηση πολλών επί μέρους προσωπικών ιστοριών που συνδέονται χαλαρά μεταξύ τους, μια τεχνική γνώριμη που παραπέμπει στην κλισαρισμένη τεχνική των σήριαλ (παράλληλες ιστορίες, δομή με μικρές ενότητες που οδηγούν την εκάστοτε πλοκή σε κάποια κορύφωση και σταματούν τη στιγμή της αγωνίας), χωρίς να σημαίνει αυτό κάτι το αρνητικό.
Έτσι, βλέπουμε τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι διαφορετικοί ανθρώπινο τύποι το ανελεύθερο καθεστώς της πατρίδας τους, τους νόμους και τις απαγορεύσεις του μουσουλμανικού κόσμου, και τον διαφορετικό αμερικανικό πολιτισμό. Ξεχωρίζει η πολιτική διαύγεια του Νάγκι Άμπντ ελ Σάμαντ (ίσως σκόπιμα ο συγγραφέας τον προβάλλει σε πρώτο πλάνο καθώς είναι ο μόνος ήρωας του οποίου παρακολουθούμε το ημερολόγιο σε πρώτο ενικό, ίσως πάλι να απηχεί τους προσωπικούς του προβληματισμούς). Είναι ο φοιτητής που γίνεται αποδεκτός με μεγάλη επιφύλαξη από τους καθηγητές του Πανεπιστημίου στη σχετική συνεδρίαση (πρώτη και χαρακτηριστική σκηνή του βιβλίου) όπου διατυπώνονται διαφορετικές θεωρήσεις:
-Η σωστή απόφαση εδώ είναι ολοφάνερη. Οποιοσδήποτε πληροί τις προϋποθέσεις του τμήματος έχει δικαίωμα να εγγραφεί. Το τι θα κάνει με το δίπλωμά του ή από ποια χώρα προέρχεται δε μας αφορά.
-Αυτού του είδους οι κουβέντες έφεραν την 11η Σεπτεμβρίου στην Αμερική, πετάχτηκε ο Τζορτζ Μάικλ. Ο Γκράχαμ σήκωσε τα μάτια του ψηλά απαντώντας σαρκαστικά:
-Αυτό που μας έφερε την 11η Σεπτεμβρίου είναι το ότι οι περισσότεροι στο Λευκό Οίκο σκέφτονταν σαν και σένα. Υποστήριζαν αυταρχικά καθεστώτα στη Μέση Ανατολή για να πολλαπλασιάσουν τα κέρδη των εταιρειών πετρελαίου και όπλων, και η ένοπλη βία κλιμακώθηκε κι έφτασε στις ακτές μας κλπ. κλπ.

Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς «campus novel» το βιβλίο αυτό, όπως συνηθίζεται να ονομάζονται τα βιβλία που, εστιάζοντας στην πανεπιστημιακή ζωή, σχολιάζουν ουσιαστικά τις δυναμικές της κοινωνίας. Αυτό επιτυγχάνεται με τη σκιαγράφηση των διαφορετικών χαρακτήρων και ιδεολογιών, καθηγητών και φοιτητών (που κάνουν μεταπτυχιακό), ξεκινώντας από τον αντικαθεστωτικό ποιητή και επαναστάτη Νάγκι, τον αντιρατσιστή Αμερικάνο καθηγητή Τζον Γκράχαμ (που συνεργάζεται μαζί του προκειμένου να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους σ’ ένα μανιφέστο απέναντι στην αιγυπτιακή δικτατορία κατά την εκδήλωση υποδοχής του Αιγύπτιου προέδρου στο Σικάγο), τον συνεπή, φιλόδοξο φοιτητή Τάρεκ που έχει να παλέψει σκληρά για να σταθεί ισότιμα με τους άλλους στον επαγγελματικό στίβο, τον συμβατικό Σάλαχ που δυσφορεί μέσα στο συμβατικό του γάμο, τον Αιγύπτο καθηγητή Ράφατ που απαρνείται την πατρίδα του αλλά αντιμετωπίζει τον πλήρη εξαμερικανισμό της ναρκομανούς κόρης του κλπ.κλπ. για να καταλήξει στο άλλο άκρο, στον «πουλημένο» πρόεδρο των Αιγυπτίων φοιτητών (που αποκαλύπτεται ότι είναι πληροφοριοδότης της Ασφάλειας). Συγκλονιστική είναι και η περιγραφή του Σάφουατ Σάκερ, του Αρχηγού της Υπηρεσίας Πληροφοριών, και των μεθόδων βασανισμού που επινοεί για να πείσει τους κρατούμενους να «ομολογήσουν».
Βλέπουμε όμως, εξίσου ανάγλυφα και την ψυχολογία των γυναικών που πλαισιώνουν αυτούς τους κεντρικούς ήρωες, τη σχέση τους μ’ αυτούς, τις ευκαιρίες που τους δίνει η χώρα που τους φιλοξενεί, καθώς και τις εσωτερικές συγκρούσεις, όχι μόνο λόγω ξένης υπηκοότητας, αλλά και λόγω φύλου.
Είναι πολλές οι παράλληλες ιστορίες που διαπλέκονται, κατά τη γνώμη μου πολύ έντεχνα, με στιγμές που αποδίδουν τη σκληρότητα του καθεστώτος αλλά και στιγμές μεγάλης ανθρωπιάς (βλέπε την ιστορία του Αιγύπτιου γιατρού Γκράχαμ). Η γραφή του Άλαα-Αλ Ασουάνι είναι πάντα γοητευτική και «ελαστική», με μια σπάνια διεισδυτικότητα και ικανότητα να αποδίδει λεπτές ψυχικές αποχρώσεις:
(σελ. 80)
Το πρόβλημα όμως του Ράφατ είναι συμφυές με την προσωπικότητά του. Πολλοί Αιγύπτιοι μεγάλωσαν παιδιά στην Αμερική και κατάφεραν να διατηρήσουν μια ισορροπία ανάμεσα στους δυο πολιτισμούς. Ο Ράφατ όμως περιφρονεί έναν πολιτισμό τον οποίο παράλληλα κουβαλάει ακόμα μέσα του, πράγμα που περιπλέκει το θέμα.
(σελ. 373, Ο Ράφατ, ανήμπορος να βοηθήσει την κόρη του, κοιτάζει μια φωτογραφία της):
Μια παράξενη ιδέα του ήρθε καθώς κοίταζε προσεκτικά τη φωτογραφία της: μπορούσε ένας άνθρωπος να έχει χαραγμένη τη μοίρα του στα χαρακτηριστικά του από παιδί; Μπορούμε, άραγε, με κάποια αυτοσυγκέντρωση ή μεγάλη διορατικότητα, να διαβάσουμε το μέλλον των πιαδιών μας στα πρόσωπά τους; (…) Στις φωτογραφίες η Σάρα γελούσε και είχε άνα φωτεινό πρόσωπο γεμάτο χαρά. Εκείνος όμως μπορούσε να δει αυτό που της συνέβαινε τώρα, αποτυπωμένο στο μικρό της πρόσωπο· υπήρχε ένα σκοτεινό σύννεφο που πλανιόταν ανάμεσα στο χαμόγελό της και το αθώο, έκπληκτο ύφος της. Υπήρχε μια σκιά ανεπαίσθητης ήττας στο βλέμμα της, το προαίσθημα ενός θλιβερού πεπρωμένου που δε μπορούσε να αποφύγει. Άφησε δίπλα το άλμπουμ και και σηκώθηκε, όπως έκανε κάθε βράδυ, όταν η θλίψη τον βάραινε τόσο, που δε μπορούσε να κοιτάξει άλλες φωτογραφίες.

Οι πράλληλες ιστορίες ολοκληρώνονται σ' έναν μελαγχολικό τόνο...

Χριστίνα Παπαγγελή