Τρίτη, Φεβρουαρίου 27, 2018

Πούρα γεμιστά, Βασίλης Τσιαμπούσης

Πάντα θελκτικά τα διηγήματα του αγαπητού Δραμινού συγγραφέα, που τα περισσότερα μας μεταφέρουν στο σύγχρονο μικροαστικό, λαϊκό περιβάλλον της Δράμας  και των περιχώρων.  Ο συγγραφέας διατηρεί και σ’ αυτήν τη συλλογή 25 διηγημάτων του  έντονο το προφορικό στοιχείο αφήγησης που συναντά κανείς σε ιστορίες «καφενείου», με όλες τις αρετές που σημαίνει αυτό: το ύφος είναι απλό, καθημερινό, δεν υπάρχουν -εκ του περισσού- καλολογικά «λογοτεχνίζοντα» στοιχεία (π.χ. μακροσκελείς περιγραφές), διατηρείται η εσωτερική δομή της σκέψης του αφηγητή, που συνειρμικά μεταπηδά από ένα επεισόδιο σε άλλο κι επιστρέφει στην αρχή («θυμήθηκα ότι», «αυτό μου έφερε στο νου τότε που…»), οι συστάσεις των ηρώων γίνονται με καίριο και συνοπτικό τρόπο. Δεν υπάρχει «φλυαρία», αλλά οι ιστορίες έχουν φιλτραριστεί από τις ανάγκες του ακροατηρίου σε ιστορίες  «πυρηνικές», γύρω από έναν αρχικό πυρήνα που κρατά την ουσία. Περίπου, δηλαδή, με τον τρόπο που αναδεικνύεται και η ουσία σε ένα ανέκδοτο, όπου ο αφηγητής αφαιρεί απ’ την υπόθεση όλο το γύρω γύρω και στο ανυπόμονο ακροατήριο δίνει μόνο όποιες λεπτομέρειες  εξυπηρετούν τις ανάγκες του ανέκδοτου, έτσι κι οι αφηγητές του συγγραφέα, απευθυνόμενοι σ’ ένα υποθετικό ακροατήριο σκιαγραφούν το πλαίσιο αριστοτεχνικά, δίνοντας τόσες λεπτομέρειες, όσο για να μπει ο ακροατής/αναγνώστης στο πνεύμα.
Μόνο που ο στόχος δεν είναι εδώ να γελάσουν οι αναγνώστες. Συμβαίνει βέβαια κι αυτό, γιατί οι περισσότερες ιστορίες αφήνουν ένα μειδίαμα στα χείλη του αναγνώστη από τα γλυκόπικρα της ζωής. Όμως οι ιστορίες όλες, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, μοιάζει να συγκλίνουν στο ότι αναδεικνύουν μεγάλες και μικρές αντιφάσεις του μικροαστικού κόσμου, όπως μεγαλείο μέσα στη μιζέρια, ανθρωπιά μέσα στη φτώχεια και την κακομοιριά, τρυφερότητα ανάμεσα σε «άσπονδους» φίλους, κι αυτό που προσωπικά με συγκινεί περισσότερο, διακωμώδηση της κοινής τραγικής μοίρας, του θανάτου. Συχνά μάλιστα οι ήρωες έχουν ονοματεπώνυμο, είναι φιγούρες γνώριμες ή γνωστές, κι έτσι μαζί με τον συγγραφέα και ο αναγνώστης παραδίδεται σε μια γλυκιά νοσταλγία (όπως η γνωστή για τους περισσότερους Δραμινούς γραφική «Καλλιόπαινα», η «Τσουμί τσα μάτσει», μια αθώα γυναίκα/με φάτσα Ινδιάνου, που παρουσιάζεται όμως όχι απλά, ηθογραφικά αλλά με μια διάσταση εσωτερικής ομορφιάς).
Η προφορικότητα της εξιστόρησης επιτρέπει συχνά αναδρομές, ένα σχήμα λόγου που αν το προσέξεις θα διαπιστώσεις ότι χρησιμοποιείται κατά κόρον, ωστόσο δεν ενοχλεί ούτε τον ειρμό της αφήγησης ούτε την αισθητική (λόγω επανάληψης). Όπως μας είπε και ο ίδιος ο συγγραφέας στη Λέσχη Ανάγνωσης όπου το συζητήσαμε, παρόλο που τα διηγήματα είναι διάσπαρτα από αναμνήσεις, συνήθειες, ήθη της ευρύτερης περιοχής της Δράμας, παροιμίες και θυμοσοφικά αποφθέγματα, δεν έχουν στόχο ηθογραφικό/λαογραφικό. Στα περισσότερα συνήθως στο τέλος μας περιμένει κάποια έκπληξη, μια απροσδόκητη τροπή ή μια απρόσμενη χειρονομία του ήρωα, που δίνει μια μοναδικότητα στην αφήγηση, ένα φινάλε που οδηγεί τον αναγνώστη στο «πυρηνικό κέντρο». Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, το δεύτερο διήγημα («Ντεπόν αναβράζον») που κορυφώνεται σε μια πράξη σπάνιας, αλλά καθημερινής και χωρίς ανταπόδοση  ανθρωπιάς («εγώ είμαι “μουαμετάνο”, είπε. «Ό, τι θέλει ας είσαι»).
Έτσι λοιπόν, στο «Πρωινό στο σταθμό», βρισκόμαστε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Δράμας όπου το τρένο έχει καθυστέρηση, για να ζήσουμε μαζί με τον αφηγητή χαρακτηριστικές στιγμές που όλοι μας έχουμε γευτεί σε ανάλογες περιπτώσεις. Όμως, μετά την τρίτη σελίδα, κάποιο σύντομο επεισόδιο εκτρέπει τη συνηθισμένη μέρα για να χαρίσει έντονα συγκινησιακά συναισθήματα στον ήρωα, μαζί και σε μας (ξεχωρίζω το εκπληκτικό τέλος: συνεχίζω να προχωρώ για να βρεθώ στη δική μου θέση, στο δικό μου παράθυρο, στη δική μου μέρα. Στο μεταξύ ο ήλιος έχει ανατείλει, κι ο κάμπος, σαν μουσκεμένο πανωφόρι, ρουφά σιωπηλός τις αρρωστιάρικες ακτίνες του).
Αρκετά διηγήματα έχουν αναφορές στην καπνοπαραγωγή της περιοχής, τα καπνομάγαζα π.χ. της «ξεπεσμένης αριστοκράτισσας», της Καβάλας (μνημεία βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του 1920), σήμα κατατεθέν της ντόπιας αρχιτεκτονικής. Η καλλιέργεια και επεξεργασία του καπνού καθόρισε κατά πολύ την οικονομία και τον τρόπο ζωής των κατοίκων μέχρι τη δεκαετία του’80, με εξαίρεση την περίοδο της (Γ΄) βουλγαρικής κατοχής (το 1943 η καπνοπαραγωγή στη Δράμα και την Ξάνθη μειώθηκε δραματικά επειδή πολλοί έλληνες είχαν σταλεί «ντουρντουβάκια» στον Δούναβη). Στους «γόμφους» ενός τέτοιου -πρώην- καπνομάγαζου ο ήρωας του πρώτου διηγήματος «Το ειδικό βάρος του χρυσού» γυρεύει να βρει… χρυσάφι (του φτωχού το εύρημα ή καρφί ή πέταλο!), μιας και συνηθιζόταν στην περιοχή με τις τόσες μετακινήσεις να κρύβουν χρυσά νομίσματα σε ανύποπτα μέρη.  Στο «Πέντε πόντους περισσότερο» όπου η αφηγήτρια είναι γυναίκα, διαγράφεται γλαφυρότατα το εργασιακό τοπίο για μια ορφανή κοπέλα 16 χρονών που δουλεύει στην καπναποθήκη, πριν πάει εργάτρια στη Γερμανία (να είσαι εντάξει στη δουλειά σου και να μην αντιμιλάς, γιατί, άμα σε διώξουν, το μόνο που μας μένει είναι να πνιγούμε  στα νερά της Αγίας Βαρβάρας»…).
 Στον καπνό αναφέρεται και το ομώνυμο με το βιβλίο διήγημα «Πούρα γεμιστά», που δεν διαδραματίζεται μεν στην ανατολική Μακεδονία, αλλά ο πρωταγωνιστής μουσουλμάνος Χασάν Οναράν, φέρεται να γεννήθηκε στη Δράμα το 1904 (Οθωμανική αυτοκρατορία ακόμη) και να γνωρίζει τόσο καλά την κατεργασία του καπνού ώστε να γίνει ο εκλεκτός του Ουίνστον Τσόρτσιλ! Δουλεύει στο Λονδίνο και παραγγέλνει εκλεκτούς «μπασμάδες» από Δράμα και Ξάνθη. Το διήγημα μάλιστα πρωτοτυπεί γιατί ως υστερόγραφο παρατίθεται ο διάλογος του συγγραφέα μ’ έναν απαιτητικό αναγνώστη, που ενίσταται για τα τυχόν ψευδή ιστορικά στοιχεία κι επομένως την πιθανή εξαπάτηση του αναγνωστικού κοινού. Εδώ ο συγγραφέας έχει την ευκαιρία να δώσει τη δική του απάντηση στο ερώτημα αυτό που είναι ένα απ’ τα βασικά ερωτήματα της θεωρίας της λογοτεχνίας (θεμιτή, αν και δεν πολυσυμφωνώ, πιστεύω ότι ο λογοτέχνης σ’ αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να κάνει παραπομπές με τις βιβλιογραφικές αναφορές).
Η θεματολογία απλώνεται και σ’ άλλους χώρους  της κοινωνικής ζωής, απ΄ όπου ο συγγραφέας σταχυολογεί συναρπαστικές ιστορίες άξιες λόγου ∙ το «Το πέναλτι», π.χ., από τον χώρο του ποδοσφαίρου, αφορά μια ομάδα στους οποίους εντάχτηκαν τρεις φοιτητές του εξωτερικού, λάτρεις του αθλήματος, όπου… υπήρχε «ένα μικρό προβληματάκι»: την ομάδα την είχαν Τούρκοι! (Εμείς μπάλα θα παίζουμε, δεν θα κάνουμε εξωτερική πολιτική).  Παρόλη την άποψη του αφηγητή ότι στο ποδόσφαιρο οι συγγένειες, οι εθνικότητες και άλλα τέτοια δεν μετρούν∙ κι ότι το άθλημα έχει τις δικές του λογικές και τη δική του ηθική, η πράξη αναδεικνύει ηθικά διλήμματα που ο φίλος του τα λύνει με ιδιάζοντα τρόπο. Ηθικά διλήμματα μπαίνουν και στα διηγήματα που έχουν κάπως πολιτικό περιεχόμενο  όπως το «Λιγότερο κι απ’ το τίποτε» (όπου διατρέχοντας τρεις γενιές ο συγγραφέας σκιαγραφεί την εποχή με τα ρουσφέτια της, τους πολιτικούς διωγμούς, τις δηλώσεις μετανοίας κλπ) και το « Τα “λουκούμια”»  όπου σατιρίζει τις στημένες εργολαβίες και τα ρουσφέτια και την εσωτερική σύγκρουση του ήρωα καθώς εξευτελίζεται σταδιακά στα μάτια του πεθερού (όλα αυτά στο γνώριμο αφηγηματικό πρωτοπρόσωπο ύφος).
Ιδιαίτερο από ψυχογραφική άποψη είναι το διήγημα «ενηλικίωσης» «Η αρκούδα», όπου βλέπουμε τον έφηβο ήρωα να κόβει επιτέλους τον ομφάλιο λώρο που τον έδενε με την οικογένεια και καθήλωνε τη σχέση με τον πατέρα.
Πολλές αναφορές διάσπαρτες σε διηγήματα γίνονται επίσης στη μουσική, στη βυζαντινή ιδιαίτερα (γνωστός ο συγγραφέας για την ψαλτική του τέχνη), αλλά και πιο στοχευμένα, όπως στο «Μητέρα μουσική» που είναι μια σπονδυλωτή αφήγηση με χαλαρή σχέση ανάμεσα σε τρία επεισόδια που προβάλλουν με λαϊκό χιούμορ την  απίστευτη σχέση των ηρώων με τη μουσική (π.χ. για τον Νικολάκη που έχασε τη μάνα του πριν τρεις μέρες και παίζει φυσαρμόνικα: το κομμάτι του μοιάζει με αγκομαχητό, με παράπονο, με βρισιά, γιατί έχει όλες κι όλες τρεις νότες και καμία αλλαγή ρυθμού/η μουσική που παίζει ο μικρός δεν είναι κατ’ ουσίαν «ανθρώπινη». Και πρώτα πρώτα δεν υπάρχει αυξομείωση της έντασης. Όπως δεν υπάρχει αυξομείωση στον πόνο που αισθάνεται, φρέσκος πόνος, βαθύς πόνος).
Τη διαφορετική σχέση απέναντι στο θρησκευτικό συναίσθημα, το συναίσθημα του «ιερού» δίνει ο συγγραφέας και στο σπαρταριστό διήγημα με το χαρακτηριστικό τίτλο «Βαβέλ». Στη Μονή Διονυσίου ο ορθολογιστής Κώστας, ο ενθουσιώδης Γάλλος Ντυπόν και ο αφηγητής συνδιαλέγονται με τον σοφό γέροντα της μονής, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, οι σχέσεις μετεξελίσσονται σε τρεις τέσσερις σελίδες, ενώ ο συγγραφέας δε χάνει την ευκαιρία να καυτηριάσει και τη μισαλλοδοξία κάποιων μοναχών.

Κάποια διηγήματα είναι σαφώς χτισμένα με μικροεπεισόδια πάνω στο μοτίβο «θυμάμαι….», όπως οι «Αναμνήσεις Δεκαπενταύγουστου» (πάντα στοχεύοντας σε κάτι άξιο μνημόνευσης, κάποια ελάχιστη λεπτομέρεια που «κάνει τη διαφορά»), καθώς και το «Ο καθείς με το ταλέντο του», διήγημα που αποδίδει το πορτρέτο του γνωστού Δραμινού ποιητή Νίκου Κωνσταντινίδη, με όλες τις αγαπημένες του ιδιορρυθμίες.
Προς το τέλος του βιβλίου έχουμε τρία τέσσερα διηγήματα όπου είναι εντονότερο το ερωτικό στοιχείο.  Πάντα μ’ έναν πρωτότυπο τρόπο αναδεικνύουν το ανέφικτο, το ουτοπικό («Μια αγκαλιά κόκκινα τριαντάφυλλα» με κωμικοτραγικές φάσεις εφήβων που προσπαθούν να πλησιάσουν το ίνδαλμά τους, και το «Χαλίκια εκ του έρματος»), ή το πολύ φευγαλέο (έκλαιγα από ευτυχία κι από ανεξήγητη θλίψη, από ερωτικό ξεσήκωμα κι από ντροπή, έκλαιγα γιατί τα μάτια και η ψυχή μου δεν άντεξαν τόση ομορφιά, τόση γυναίκα). Η ομορφιά που ξεσηκώνει τον έρωτα είναι ρομαντική, απόλυτη, αυτάρκης αλλά παροδική, όπως ξεκάθαρα στο «Η ουρά του κουναβιού», αλλά και στο διήγημα  «Τα νεραϊδέλια» όπου το νεραϊδένιο μυθικό στοιχείο σαγηνεύει, ξεσηκώνει ολόκληρη κοινωνία για να απομυθοποιηθεί με την πάροδο του χρόνου.

Θα παρακάμψω το τελευταίο διήγημα «Οσία Μαρία η Αιγυπτία» που ήταν για μένα μάλλον το πιο αδιάφορο (αν και ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρθηκε με ιδιαίτερη αγάπη σ’ αυτό το διήγημα, λέγοντας ότι αφαίρεσε από το συναξάρι κάθε υπερβατικό στοιχείο για να αναδείξει την αγιότητα της Οσίας Μαρίας μέσα από την καθαρή της εγκόσμια πράξη), για να αφήσω για το τέλος αυτά που μου άρεσαν περισσότερο, και νομίζω ότι είναι και τεχνικά αρτιότερα: είναι, κατά σύμπτωση,  όσα πραγματεύονται με κάποιο τρόπο τον θάνατο. Ο Τσιαμπούσης, με το περιπαιχτικό και θυμοσοφικό ύφος του προσεγγίζει αυτό το θέμα με τρόπο καθημερινό, ξορκίζοντάς το καθώς το συμπλέκει με τις προκλήσεις της ζωής.
Θα τα βάλω με τη σειρά που τα ξεχώρισα, τελειώνοντας στο πιο αγαπημένο: 
Το «Φακές με λάδι» απευθύνεται στην αρχή στον πεθαμένο καλό φίλο Κ.Π., γνωστό για την παραγωγή λαδιού, μεταφέροντάς μας μετά στην αίθουσα δεξιώσεων του ετήσιου μνημόσυνου, όπου ο διάλογος εξελίσσεται κατά απροσδόκητο τρόπο.  Το «Χαιρετισμούς στους φίλους» αφορά την πορεία ενός καρδιακού φίλου προς τον θάνατο, από τη μέρα που μαθαίνει την είδηση της «φοβερής αρρώστιας». Γεμάτο αναμνήσεις, μικροαστικές έγνοιες, πικρό χιούμορ  όπου ξεχνάμε «τα άλλα τα σοβαρά και μεγάλα»... Το να βλέπεις τον φίλο σου να οδηγείται στον μοναχικό δρόμο του τέλους νομίζω ότι είναι από μόνο του σπαραξικάρδιο, κι ο συγγραφέας έδωσε όλα τα βήματα προς αυτήν την πορεία με τρόπο λιτό κι απέριττο.
Το «Τελευταίος ασπασμός» είναι ένα τρυφερό «ξόδι» στον Τάκη, η είδηση του θανάτου του οποίου γέμισε αναμνήσεις τον αφηγητή. Με δυο κουβέντες μας σκιαγραφεί τη βαθύτερή του υπόσταση: «τ’ απογεύματα μ΄ έσερνε στις εκκλησιές του νησιού, όπου ψέλναμε εσπερινούς και παρακλήσεις στην Παναγία, δίνοντας σάρκα και οστά στις παπαδιαμαντικές του εμμονές». Σε παπαδιαμαντικό ύφος λοιπόν και ο αφηγητής περιγράφει την τετραφωνική «δίκην καντάδων» νεκρώσιμη ακολουθία, ως «άτοπον», εφόσον οι ψαλτάδες «έψαλλον τω στόματι μόνον και ουχί των νοΐ και τη καρδία»! Η γνώριμη αντίθεση μεταξύ ανατολικού και δυτικού ήθους όσο αφορά την προσέγγιση του ιερού, δίνεται με δυο πινελιές, ενώ ο αφηγητής στα κλεφτά ανεβαίνει στο αναλόγιο και χαρίζει τον «τελευταίον ασπασμόν» στον φίλο/συγγενή του, βυζαντινότροπα (ήταν η τελευταία ευκαιρία να τον αποχαιρετήσω με τον τρόπο που ήθελε και δεν έπρεπε να καθυστερώ)… Το «Το αυθαίρετο» μας δίνει τη συγκλονιστική εικόνα του Δημητρού που έφτιαξε αυθαίρετο πάνω στο μνήμα του γιου του και, παρά τις καταγγελίες, πήγαινε έτρωγε, έπινε και άκουγε Ρέμο και Βανδή… (είναι άραγε πραγματική ιστορία;).
Και αφήνω για επίλογο το αγαπημένο μου, το «Η σκούνα». Σκούνα είναι ο Γιωργής (το παρατσούκλι γιατί ήταν μπεκροκανάτα), ο φίλος που πέθανε, ο φίλος που σε κάθε ευκαιρία χρωμάτιζε τη ζωή πετώντας αυτοσχέδια δίστιχα, ενώ όσο ζούσε έτρωγε καζούρα απ’ όλους. Η παλιοπαρέα (μας τους συστήνει έναν έναν ο αφηγητής) τον αποχαιρετά με τρία μπουκάλια Μεταξά, τρώγοντας και πίνοντας στην υγειά του, καθώς αναθυμούνται σπαραχτικές ιστορίες με τον νεκρό ως πρωταγωνιστή. Όσο προχωρά η νύχτα, ανάβει και το γλέντι με ψητά κοτόπουλα, μπίρες, ενώ μαζί με το μεθύσι σταδιακά βγαίνουν στην επιφάνεια οι τύψεις για τις χοντρές πλάκες που κάναν στη Σκούνα: «Απόψε, γομάρια, σας δίνεται κι εσάς η τελευταία ευκαιρία να ζητήσετε συγνώμη απ’ τον νεκρό». Τρία «μινοράκια», ένα τραγούδι για τον Χάρο του Καζαντζίδη, ένα ανέκδοτο, φέρνουν την κάθαρση (εκείνο που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι… να πίναμε κι ένα ποτηράκι στην υγεία του καλού θεού. Καλή συνάντηση μαζί του κι όλοι συγχωρεμένοι). Οι φίλοι ξεπερνάν ένας ένας τον εαυτό τους όσο κρατά η «ημιαγρυπνία», και:

Έπειτα από λίγο βγήκαν όλοι από την αίθουσα, γέρνοντας δεξιά κι αριστερά σαν τη Σκούνα. Κι ο παπα- Θέμης, τελευταίος, έσβησε τα φώτα και διπλοκλείδωσε την πόρτα σαν να μπορούσε ο νεκρός να σηκωθεί και να κατηφορίσει προς τα πατσατζίδικα της παραλίας που έμεναν όλη τη νύχτα ανοιχτά. Κι εκεί με δυνατή φωνή ν’ απάγγελλε πάλι τα στιχάκια του, αναμένοντας να λάβει απ’ τους ξενύχτηδες τη δίκαιη αμοιβή του σε πιοτό.
Χριστίνα Παπαγγελή  

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 15, 2018

Οι τυφλοί, Νίκος Α. Μάντης

Η τύφλωση είναι η βέλτιστη τιμωρία,
πέρα από κάθε βασανισμό ή άλλου είδους ακρωτηριασμό,
καθώς υποτάσσει τη βούληση και τραυματίζει ανεπανόρθωτα το πνεύμα∙
η τυφλότητα οδηγεί στην απενεργοποίηση κάθε αμφισβήτησης,
κάθε εναλλακτικής ή απείθαρχης ερμηνείας των πραγμάτων.

Σε μεγάλη αμηχανία φέρνει τον αναγνώστη κάθε προσπάθεια να μιλήσει συνοπτικά για το πολυσύνθετο αυτό βιβλίο (όπως διαπίστωσα κι από άλλες παρουσιάσεις). Το χειμαρρώδες γράψιμο, που πολλές φορές φαίνεται φλύαρο, ήταν για μένα η μεγαλύτερη αρετή, αυτό δηλαδή που κράτησε περισσότερο το ενδιαφέρον μου κατά την ανάγνωση του 600σέλιδου πυκνογραμμένου κειμένου, για το περιεχόμενο του οποίου έχω μια μικρή ένσταση που θα την αναφέρω παρακάτω. Δεν την βρήκα λοιπόν φλύαρη τη γραφή, παρόλο που χαρακτηρίζεται από περιγραφές με μακροπερίοδο λόγο.  Γιατί τα πολλά, ευφάνταστα κι απίστευτα εύστοχα επίθετα ζωγραφίζουν με τρεις λέξεις το πνεύμα, την ατμόσφαιρα μιας ολόκληρης εποχής, ή τύπους ανθρώπων, είτε συνηθισμένων είτε μοναδικών, που ψυχογραφούνται με τρεις αράδες, σα να’ ναι σκίτσα. Ίσως λόγω εξοικείωσης και αγάπης προς τη γραφή του Σαραμάγκου -που σε οδηγεί αβίαστα σε άλλο, αργό ρυθμό ανάγνωσης- δεν ενοχλήθηκα, κυρίως όμως γιατί, αν δεν ψάχνεις μονάχα τα νήματα της πλοκής (κοινώς το ποιος, τι, πού), η εκφραστική αυτή δεινότητα του Μάντη σε οδηγεί και σε πολλά διαφορετικά επίπεδα:  εφόσον η πυκνότητα της έκφρασης, και οι  σπαρταριστές περιγραφές δεν επιβραδύνουν ενοχλητικά τον ρου της αφήγησης, δίνουν χρώμα, μια οπτική γωνία  ανεπανάληπτη, μια διάσταση ερμηνείας που συνήθως ο αναγνώστης δεν προλαβαίνει να αντιληφθεί. Η σύλληψη της στιγμής εξακτινώνεται ακαριαία σ’ όλες τις διαστάσεις, κοινωνική, ψυχολογική, συναισθηματική, με λίγες μόνο αιχμηρές, πικάντικες και ενίοτε σαρκαστικές λέξεις.
Το ύφος λοιπόν είναι αυτό που κράτησε κάθετο το ενδιαφέρον μου, χωρίς να σημαίνει ότι δεν είχε ενδιαφέρον και το περιεχόμενο, το οποίο όμως ομολογώ ότι σε κάποια σημεία ήταν… ψιλοκουφό. Σαν πρώτη εκτίμηση θα πω ότι ήταν μεγαλοφυής η σύλληψη αλλά κάπως φορτωμένη –μπορώ να φανταστώ τον νέο συγγραφέα να ενθουσιάζεται από τη μορφή που έπαιρνε το έργο του καθώς έγραφε, και να θέλει να τα πει όλα, σε 600 σελίδες. Έτσι, μας δίνει ανάγλυφα και σε υπερδόσεις εικόνες από το χάος της μεγαλούπολης, στη συγκεκριμένη περίπτωση της Αθήνας, και μάλιστα της σύγχρονης Αθήνας, τόσο σύγχρονης που αναρωτιόμαστε αν είμαστε και μεις κάπου εκεί στην πλατεία των αγανακτισμένων στο Σύνταγμα το 2011.  Βρίσκει τρόπο να μιλήσει ουσιαστικά και σε βάθος για τις περιθωριακές ομάδες, για κάθε είδους αναρχοαυτόνομη τάση αλλά και για τις ακροδεξιές, εθνικιστικές παρακρατικές οργανώσεις που δρουν υπόγεια -κυριολεκτικά και μεταφορικά. Με την καταπληκτική γραφή που περιέγραψα παραπάνω ζωντανεύει μπροστά μας κάθε δρόμος και σοκάκι, κάθε σκοτεινή γωνιά -κυριολεκτικά και μεταφορικά πάλι. Μοιάζει σα να θέλει κυρίως να μιλήσει με δαιδαλώδη τρόπο για το λαβύρινθο της ιστορίας, όπου υπόγειες δυνάμεις συμπλέκονται με την εξωτερική επίφαση των γεγονότων. Ίσως κι αυτός παθιάζεται από την ανάγκη να τα περικλείσει όλη την ουσία σε μια φόρμα, όπως κι ένας από τους τέσσερις βασικούς ήρωές του, ο Κλεάνθης Βρακάς  (λογοκριτής επί  χούντας και μετέπειτα μέλος της μυστικής οργάνωσης «Ραδάμανθυς»), που αφιερώνει όλη του τη ζωή στη «λογική των συνδυασμών» και στην πυθαγόρεια αριθμομετρία (η μυστική ερμηνεία του κόσμου απαιτεί πανεπιστημοσύνη, απαιτεί μια αποθήκευση τόσων πολλών δεδομένων, που θα υπερχείλιζαν οποιονδήποτε φυσιολογικό εγκέφαλο). Το ένα και μοναδικό κλειδί για την ερμηνεία του κόσμου γίνεται  η εμμονή του Κλεάνθη -που σαν έργο ζωής του βάζει πάνω απ’ όλα το «Βιβλίο των Πάντων»-,  και στη συνέχεια του Ισίδωρου, ενός ακόμη απ’ τους τέσσερις βασικούς πρωταγωνιστές που, ευάλωτος σαν χαρακτήρας, προσελκύεται από τον Κλεάνθη σε μια παθιασμένη αναζήτηση, ένα ατέρμονο  γαϊτανάκι  ψαξίματος, γιατί το να ψάχνει είχε γίνει πια μέρος της φύσης του, το να ψάχνει ήτανε πια για κείνον ο μοναδικός τρόπος που υπήρχε για να ζει. Έτσι, ο αγώνας ενάντια στην πολυδιάσπαση και αποσπασματικότητα του κόσμου γεμίζει την καθημερινότητα του Ισίδωρου, δίνοντας στη ζωή του αναπάντεχα ξεκάθαρο και αναμφίβολο νόημα (αναζητούσε σύμβολα, σύμβολα με αξία για την αποκρυπτογράφηση του Κόσμου).
Και μόνο η λαβυρινθώδης δομή δείχνει σχηματικά την αντίστοιχη πρόθεση του συγγραφέα: Η υπόθεση στα δύο πρώτα μέρη («πλέγμα» και «κέντρο») ξετυλίγεται σχεδόν ομαλά και γραμμικά στο κέντρο της Αθήνας (πιο κέντρο δεν γίνεται! από Εξάρχεια μέχρι πλατεία Συντάγματος), ενότητες  που αντιστοιχούν σε δύο διαφορετικά χρονικά επίπεδα (καλοκαίρι του 2011/συγκεντρώσεις Αγανακτισμένων και Απρίλης του 1972/ γιορτές της χούντας), ενώ το τρίτο μέρος (πάλι «πλέγμα») διαδραματίζεται στη Νάξο το 1985, με πρωταγωνιστή τον τέταρτο βασικό ήρωα του μυθιστορήματος, τον Βρετανό Νέιτ, εργαζόμενο στον τότε ΔΝΤ, που ψάχνει τα αίτια του δολοφονημένου του πατέρα μέλους της CIA. Στο μέρος αυτό τα πράγματα συγχέονται κάπως και όσο αφορά τη γραφή, εφόσον και η συνείδηση του Νέιτ περιέρχεται σε σύγχυση. Μεσολαβεί ένα κεφάλαιο («σύντομο μουσικό διάλειμμα») όπου μεταφερόμαστε στα μέσα του 2007 (!), κεφάλαιο που «χτίζεται»  από chat περιθωριακών σχετικά με το κίνημα των πανκ, σκίνς κλπ στην Αθήνα της δεκαετίας του ’70, απ’ όπου ξέρουμε ότι ξεπήδησε ο νεοναζισμός. Οι συμμετέχοντες καταθέτουν τις προσωπικές τους μαρτυρίες για πρόσωπα και πράγματα του σχετικού χώρου, όπου βέβαια συμπλέκεται ποικιλοτρόπως το παρακρατικό και ακροδεξιό στοιχείο (όπως ακριβώς οι φασίστες αντιγράφουν τον αναρχικό και επαναστατικό λόγο στις προκηρύξεις τους, έτσι αντιγράφουν τον αναρχικό και επαναστατικό ήχο). Γνωρίζουμε μάλιστα από συνέντευξη του συγγραφέα ότι αυτοί οι διάλογοι είναι περίπου πραγματικοί[1], και τα πολύ συγκεκριμένα στοιχεία, ονόματα, στέκια κλπ που αναφέρονται εξάπτουν μοναδικά το ενδιαφέρον του αναγνώστη, γιατί είναι η σύγχρονη, δική του ιστορία... Επί του προκειμένου, του δίνεται η ευκαιρία να δει τα πρόσωπα του μυθιστορήματος μέσα από άλλη οπτική γωνία, ενώ με το πρίσμα του χρόνου μυθοποιούνται ή αποδομούνται γεγονότα και άνθρωποι.  Σε όλα αυτά τα μέρη μεσολαβούν και ανεξάρτητα τελείως κεφάλαια, σε διαφορετική γραμματοσειρά, όπου αντιστικτικά δίνονται π.χ. βιογραφίες κάποιων προσώπων, πληροφορίες ή μυθικές αναφορές κλπ. Τέλος, το τελευταίο μέρος («μίτος») ξεφεύγει από κάθε έννοια χρονικού επιπέδου, γιατί πρόκειται για εγκιβωτισμένη ιστορία που αποκαλύπτει ένας απ τους ήρωες στους τοίχους του σπιτιού του Κλεάνθη (είναι ο Ισίδωρος ή ο ίδιος ο Κλεάνθης; –νομίζω ότι σκόπιμα ο συγγραφέας μάς δημιουργεί σχετική σύγχυση), όπου καταγράφεται η περιπετειώδης κάθοδος στον υπόγειο κόσμο της Αθήνας δύο προσώπων, που και πάλι δεν έχουμε στοιχεία για την ταυτότητά τους (νομίζεις ότι πρόκειται για τον Ισίδωρο και τον Κλεάνθη, αλλά γρήγορα καταλαβαίνεις ότι δεν έχει νόημα να ψάχνεις συνέπεια στα «πραγματολογικά» στοιχεία, όλα μάλλον είναι προϊόν αυθυποβολής).  Το επιστέγασμα της σύγχυσης είναι όταν στο επίμετρο αποκαλύπτεται ότι ΟΛΟ το βιβλίο είναι χειρόγραφο του Νέιτ!
Στη διάρθρωση αυτή όμως, ας μην παραλείψω να αναφερθώ και σ’ αυτό που παρέκαμψα βιαστικά κατά την ανάγνωση του βιβλίου, τον «προθάλαμο»! Ο «προθάλαμος» είναι ένας εισαγωγικός μονόλογος που προφέρεται απνευστί σε α’ ενικό, από κάποιο πρόσωπο που μέχρι τέλους (και τώρα που το ξαναδιαβάζω) δυσκολεύεσαι να καταλάβεις για ποιον ήρωα πρόκειται. Είναι ένα φευγάτο κείμενο, μάλλον κάποιου που εγκαταλείπει τα εγκόσμια, διαφορετικό απ’ όλο το υπόλοιπο βιβλίο, ποιητικό, ελκυστικό αλλά ακατανόητο, ευτυχώς μόνο 4 σελίδες. Οι φράσεις κλειδιά που θα βασανίσουν τον συγγραφέα και θα εξιτάρουν τον αναγνώστη υπάρχουν εδώ συμπυκνωμένες, όπως «το μείγμα της πραγματικότητας», φράση που υπονοεί ότι επιλέγουμε από την πραγματικότητα ό, τι εξυπηρετεί τη δική μας πραγματικότητα (βλ. π.χ. και στην ίδια σελίδα: όσο κι αν δοκίμασα να αποσπαστώ από τις δαγκάνες, αυτό δεν μπόρεσε να γίνει –από εκείνες τις ανελέητες δαγκάνες της πραγματικότητας, της δικιάς μου πραγματικότητας, που πριν καιρό έδειχνε αξεχώριστη με την πραγματικότητα των άλλων), ή «καταστροφή σημαίνει τον μοναδικό τρόπο που βρίσκεται για να υπάρχουμε» (εδώ η καταστροφή έχει μάλλον την έννοια του θανάτου, γιατί στη συνέχεια μιλά για την «πυρκαγιά των κυττάρων»).  Έχω την εντύπωση ότι ο εσωτερικός αυτός μονόλογος ανήκει στον τέταρτο ήρωα-καταλύτη όλης της ιστορίας, στον οποίο δεν έχω αναφερθεί ακόμη, τον εκκεντρικό, υπερφυσικών δυνάμεων ήρωα Γιώργο ή Ναπολέοντα Καρζή ή Καρτσή ή Κάτση, που διέτρεξε όλη την ιστορία σαν θρύλος και δεν γίνεται, κάποια στιγμή πέθανε. Όμως, υπάρχουν και στοιχεία που δικαιολογούν την άποψη να είναι ο Ισίδωρος. Το ίδιο πρόσωπο πρέπει να γράφει και ένα επιλογικό σημείωμα που επιγράφεται «έξοδος».
Ο Ισίδωρος  είναι ο πιο οικείος σε μας ήρωας, όχι μόνο γιατί είναι σύγχρονος (το 2011 είναι 28 χρονών), αλλά γιατί βλέπει όλον τον δαιδαλώδη κυκεώνα με τη «φρέσκια», σύγχρονη απορημένη ματιά, ανοιχτή στο καινούριο και το απρόοπτο. Λιγνός, με μια έκφραση γεμάτη νοσταλγίας για κάτι που δεν υπήρξε ποτέ, στο βάθος της οποίας ίσως και να τρεμόπαιζε ένα πείσμα, μια εγκαρτέρηση και μια βαθιά ανάγκη να λύσει ένα αίνιγμα, ένα ή περισσότερα αινίγματα. Ξεκινώντας από μια κλασική εξαρχειώτικη παρέα (ο συγγραφέας μάς την παρουσιάζει αρκετά αναλυτικά και με τον γλαφυρό του τρόπο μάς μεταφέρει προβληματισμούς, θερμές συζητήσεις,  θεατρικές απόπειρες, εναλλακτικές δράσεις, διαφωνίες, παρεμβάσεις κλπ), θα βρεθεί για πρώτη φορά ερωτευμένος, αλλά η μυστηριώδης εξαφάνιση της Σοφίας θα «πυροδοτήσει μια σειρά γεγονότων», όπως γράφεται και στον προθάλαμο.  Ενώ το σκηνικό είναι το ψηφιδωτό διαφόρων πολιτικών χρωμάτων στο Σύνταγμα των αγανακτισμένων, ο Ισίδωρος χάνεται σε μια περιπλάνηση ανεύρεσης του «αντικείμενου του πόθου», όπου συναντά τον Κλεάνθη, τον δεύτερο βασικό και ιδιόρρυθμο πρωταγωνιστή. Έχοντας ως ισχυρό κίνητρο τη μοναδική αγάπη (το μοιραίο κορίτσι της ζωής του), και καθοδηγημένος από συμβολικά μοτίβα (της «κερασφόρου μορφής ενός τρομακτικού άντρα», κοινώς μινώταυρου), θα χαθεί αυτοβούλως σε μαιάνδρους αναζήτησης μιας συμπαντικής αλήθειας (γιατί η ραγισματιά αυτή ήταν που του άνοιξε τα μάτια σε τόσα μυστήρια, τόσες αλήθειες, μπρος στις οποίες ήταν για χρόνια και χρόνια τυφλός και που τώρα, τώρα που έχει αρχίσει να τις διαισθάνεται με κάποιον τρόπο, ακολουθώντας τα βήματα της αρχαίας γνώσης αλλά και των ανθρώπων).
Δεν ακούγεται πολύ αληθοφανές, ένας δικτυωμένος νεαρός των Εξαρχείων να σαγηνευτεί τόσο πολύ από τις λεξαριθμικές θεωρίες  και τις μυστικιστικές ανησυχίες ενός πρώην λογοκριτή της χούντας. Η ψυχογράφηση όμως του Ισίδωρου, αβίαστα ενσωματωμένη στην αφήγηση του Μάντη (σ’ αυτό το μέρος έχουμε γ΄ ενικό, παντογνώστη αφηγητή), δικαιολογεί την αγκίστρωση του Ισίδωρου στις εμμονές του Κλεάνθη. Εύπλαστος κι ευμετάβλητος, με πολύ χαλαρούς δεσμούς με την οικογένειά του, έχει χαμηλό βαθμό αυτοεκτίμησης και συνεχές το αίσθημα της αποτυχίας, που ενδυναμώνεται με την εξαφάνιση της Σοφίας (βασανίζεται από το αίσθημα ανεπάρκειας, που του έχει γίνει, ξεκινώντας στα χρόνια της εφηβείας του ακόμα, κάτι παραπάνω από δεύτερη φύση). Ο κόσμος του Κλεάνθη, γεμάτος μυστικά σημάδια, κώδικες και αποκρυπτογραφήσεις του άνοιξε τα μάτια σε τόσα μυστήρια, τόσες αλήθειες, μπρος στις οποίες ήταν για χρόνια και χρόνια τυφλός. Το «ξεκλείδωμα» των μυστικών του κόσμου γίνεται το πάθος που θα τον κάνει να αγνοήσει ακόμα και τη Σοφία, ό δε μέγιστον, όταν ανακάλυψε το «Βιβλίο των Πάντων», το μυστικό κείμενο γραμμένο στους… τοίχους του σπιτιού του Κλεάνθη (το οποίο παρεμπιπτόντως έπιασε φωτιά) βάλθηκε να αποκωδικοποιήσει το «σπίτι-σημειωματάριο» μπαίνοντας σε παράξενους κώδικες στο ίντερνετ και συνεχίζοντας τα ατέλειωτα ταξίδια του στους λαβύρινθους του διαδικτύου και της Αθήνας.
Αν και διωκόμενος ο Κλεάνθης από τους ιεραρχικά ανώτερούς του (γιατί λογόκρινε το «Ελληνικόν Κλέος» (!), έργο όπου εμπλέκονταν όλοι οι υπόλοιποι ήρωες), εισάγει τον Ισίδωρο στο ακροδεξιό σύμπαν των μυστικών οργανώσεων: ο Διπλούς Πέλεκυς είναι η νεοναζιστική οργάνωση που είχε ενσκήψει τα τελευταία χρόνια στη χώρα/εγκληματική σπείρα-κόμμα με αρχηγό τον Βάσο Μεθενίτη, ενώ πίσω της βρίσκεται ο «Ραδάμανθυς»[2], μια αθέατη οργάνωση που υπήρχε παντού στην Ελλάδα. Ονόματα  που θα συναντήσει ο αναγνώστης και στις άλλες ενότητες, όπως του «γκουρού» της οργάνωσης, του Λουκά Βακόνδιου,  του προϊστάμενου στο Υπουργείο Προπαγάνδας Ευστάθιου Κανναβού (είναι ο «διανοούμενος της υπόθεσης, πάνω πάνω στην ιεραρχία, με δεκάδες βιβλία τύπου «Είναι οι τούρκοι παραπλανημένοι Έλληνες;» στο ενεργητικό του), ή του Βάσου Μεθενίτη του αρχηγού της νεοναζιστικής οργάνωσης, όλα αυτά τα ονόματα λοιπόν οδηγούν τον Ισίδωρο σ’ ένα ξέφρενο ψάξιμο, κατευθείαν στην καρδιά μιας σύγχυσης με αρχαιοελληνικές και εθνικιστικές αναφορές. Ακολουθεί τα ίχνη και διερευνά ό, τι πληροφορία μπορεί να συλλέξει, 40 χρόνια μετά, αλλά υπάρχει ένα πρόσωπο, ένα μονάχα πρόσωπο που τα ενώνει όλα/τον καιρό εκείνο τα πάντα είχαν συναντηθεί σε μία μόνο μορφή. Τη μορφή του εύζωνα Καρζή, όπως λέει ο Κλεάνθης στον Ισίδωρο. Για τον Κλεάνθη ο Καρζής είναι η «ενσάρκωση της αλήθειας», μιας «αλήθειας» που είναι βέβαια υπό το πρίσμα των αρχαιοελληνιστών (σύμφωνα μ’ αυτή τη θεωρία που ενστερνίζεται ο Κλεάνθης και όχι μόνο -και αναρωτιέμαι αν ο συγγραφέας αναφέρεται σε υπαρκτή ή πλαστή κατ’ αναλογία θεωρία, όχι ότι δεν υπάρχουν παρόμοιες-, όλα τα ιστορικά γεγονότα ερμηνεύονται με βάση τη διαμάχη Κρονίων και οπαδών του Διός, της «σύγκρουσης ανάμεσα στο διονυσιακό και απολλώνιο στοιχείο» : αναφέρθηκε στην αρχαία διαμάχη μεταξύ των δύο αιώνιων αντιπάλων του ελληνισμού, των Κρονίων και των οπαδών του Διός, που κάθε τόσο καλύπτεται και με διαφορετική ιδεολογική προβιά)Ο Βακόνδιος μάλιστα, αναφέρεται και στον έλεγχο των ψυχικών δυνάμεων, σαν όπλο των οπαδών του Διός έναντι των Κρονίων!

Το δεύτερο κεφάλαιο, μας γυρίζει πίσω στην καρδιά της χούντας (21η Απριλίου του 1972) και μας ζωντανεύει την καθημερινότητα  του θρυλικού Ναπολέοντα/Γιώργου/Καρζή /Καρτσή, που σ΄ αυτή τη χρονική περίοδο είναι νεαρός, εύζωνας στη φρουρά του  Άγνωστου Στρατιώτη. Εντυπωσιακός, ψηλός, χαρακτηριστικός για τη διχρωμία στα μάτια του και το επιβλητικό παράστημά του. Είναι πολύ αναλυτική η περιγραφή της καθημερινής ρουτίνας (όλου του τυπικού της προετοιμασίας, της στολής κλπ, της συνεννόησης με το «ζευγάρι» του), αλλά όχι μόνο δεν είναι κουραστική, αντίθετα είναι από τα πιο απολαυστικά  σημεία του βιβλίου. Άλλωστε παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τον (τόσο οικείο, φευ!) παραλογισμό των συνταγματαρχών, με αποκορύφωμα το κιτς στην επετειακή φιέστες στο Παναθηναϊκό στάδιο της 21ης Απριλίου. Γρήγορα όμως αρχίζουν τα «φευγάτα», όπως σειρά επεισοδίων όπου ο Καρζής ασκεί τις ιδιαίτερες ψυχικές του δυνάμεις: να εισχωρεί στον εγκέφαλο των άλλων με τρομερή ευκολία, να βλέπει το παρελθόν τους και να κατευθύνει τις ενέργειές τους (π.χ. προβαίνει σε «τηλεπαθητικό» ζευγάρωμα, καψόνια στους άλλους εύζωνες, παρεμβάσεις στο νου των περαστικών, αποκάλυψη της πραγματικής ιστορίας προσώπων κλπ): είναι ένας Κολοσσός με ετοιμόρροπο νευρικό σύστημα και έναν εγκέφαλο που έχει σχεδιαστεί αντίστροφα απ’ το κανονικό, όχι για να καταλαβαίνει, έστω και λίγο τον κόσμο, αλλά για να τον προβάλλει μέσα του σε διάφορες εκδοχές, ακόμα και επεμβαίνοντας στην τελική του σκηνοθεσία, χωρίς ωστόσο να μπορεί να αντιληφθεί το παραμικρό για το σενάριο και το συνολικό σχέδιο που το διέπει.
Η αληθοφάνεια σώζεται κάπως με την επινόηση της ακύθου[3] («Έι ΜΠι» κατά τους αμερικάνους»), ένα βοτάνι που τάχα φυτρώνει στα ελληνικά νησιά κάτι σαν αρμυρίκι, που αρκεί να το μυρίσεις λίγο για να δεις τα πιο περίεργα οράματα (η εσωτερική εμπειρία της ακύθου, μαζί με την παλιά σου προδιάθεση για μεγάλα μπερδέματα στο επίπεδο της πρόσληψης και της ερμηνείας αυτού που γενικά ορίζεται ως πραγματικότητα, και όλα αυτά προστιθέμενα στη σημαντική μέρα που προδιαγράφεται σήμερα (την Πέμπτη επέτειο της Επαναστάσεως, το δίχως άλλο!) αποτελούν μια τριάδα δεδομένων, η δυνητική ανάμειξη των οποίων προοιωνίζεται αρκετά προβλήματα σε ασυνήθιστες δόσεις). Όταν λοιπόν, ο έτσι κι αλλιώς προικισμένος Καρζής παίρνει την άκυθο, οι ικανότητές του απογειώνονται.
Στην τέταρτη ενότητα ο πρωταγωνιστής Νέιτ μιλά σε α΄ενικό (κρατά ημερολόγιο) μεταφέροντας από ένα σημείο και μετά την απόλυτη σύγχυσή του. Το μοτίβο της τύφλωσης πυκνώνει καθώς χάνει κάθε έλεγχο με τη βοήθεια της ακύθου (δεν είναι ναρκωτικό αυτό που δοκίμασες. Είναι η δίοδος της αρχαιότητας μέσα μας. Είναι η ιερή τροφή των θεών. Είναι ο μίτος για τον λαβύρινθο/αυτή είναι η νόσος της σύγχρονης ζωής, μην έχεις καμιά αμφιβολία. Η αποσπασματικότητα). Το ότι ο Νέιτ γίνεται «πειραματόζωο», υποχείριο της επιβαλλόμενης σύγχυσης μάλλον δεν είναι τυχαίο. Έχει να κάνει με τον ρόλο του, τον ρόλο του πατέρα του (διπλού πράκτορα), την προσπάθειά του να μάθει την αλήθεια.
Σε κατάσταση σύγχυσης βρίσκεται και ο Ισίδωρος στο τελευταίο κεφάλαιο «μίτος», μετά την – απίστευτα γλαφυρή-  «κάθοδό» του στις υπόγειες στοές και την εμπειρία του στον υπερφυσικό κόσμο των τυφλών, όπου συναντά τον μεσήλικα πλέον Καρτσή σαν τον βασιλιά Ραδάμανθυ στη «Χώρα της Όρασης» για να πάρει σιβυλλιδικές απαντήσεις τύπου «όλα όσα έζησες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα με αυστηρούς όρους. Ακόμα και τώρα που μιλάμε, βρισκόμαστε σε μια παράλληλη ζώνη. Τη ζώνη του μυαλού σου».
 Δεν όμως αυτή η «μικρή ένστασή» μου στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή της ανάρτησης, αν και με απωθούν γενικά οι υπερδυνάμεις και οι ιστορίες που στηρίζονται σ’ αυτές (με απωθούν όχι μόνο γιατί είναι εξωπραγματικές, αλλά γιατί τσουβαλιάζεται κάθε λογική προσέγγιση). Ξεπέρασα αυτή την απώθηση λόγω της τρομερά ελκυστικής γραφής του Μάντη, και λόγω του συμβολισμού που μπορεί να κρύβει ο νοητικός έλεγχος από μέρους της πλευράς των δικτατόρων, εφόσον έχει αποδείξει η Ιστορία  ότι το αποκορύφωμα της άσκησης εξουσίας είναι να κυριαρχείς στους άλλους μέχρι τα βάθη του εγκεφάλου. Άλλωστε προετοιμαζόμαστε γι αυτό στο απόσπασμα με διαφορετική γραμματοσειρά (της πρώτης ενότητας) σχετικά με την «ψυχοτρονική μέθοδο» (τρόποι ελέγχου του νου μέσω μιας μεθόδου που έχει τη δυνατότητα να ελέγξει την ανθρώπινη βούληση και συμπεριφορά, να επηρεάσει τον ψυχισμό, ή ακόμα και να οδηγήσει στο θάνατο τα άτομα-στόχους τους). Από τη συνέχεια της σύνθετης πλοκής στην οποία μπερδεύει τους ήρωές του ο γλαφυρότατος συγγραφέας (και ιδιαίτερα τον τέταρτο στη σειρά εμφάνισης, Νέιτ Λάμπερτ, που τον κάνουν να χάσει κάθε αίσθηση ταυτότητας σε μεγάλο βαθμό), δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κλειδί του χάους (και το κλειδί του βιβλίου) βρίσκεται στον έλεγχο του νου. Δεν είναι απολύτως φανερό αμέσως, αλλά γίνεται ξεκάθαρο στη συνέχεια ότι οι χουντικοί κύκλοι χρησιμοποίησαν τον εύζωνα στις μυστικές υπηρεσίες για να κατευθύνουν τις συνειδήσεις μέσα από τον έλεγχο της σκέψης. Είναι το επιστέγασμα της κυριαρχίας, που στο κάτω κάτω τόσο έχει συζητηθεί στην εποχή μας (βιοπολιτική κλπ). Εκείνος βέβαια κάποια στιγμή ανεξαρτητοποιήθηκε, για να συνεχίσει την πνευματική κυριαρχία των τυφλών στον υπόγειο κόσμο της Αθήνας (κάθε συμβολισμός επιτρεπτός).
Η ένστασή μου δεν είναι καν ότι αυτή η μύηση (των χουντικών προς τον Καρτσή με επιστέγασμα την εικονική «δολοφονία» του πατέρα του και στη συνέχεια, του Καρτσή που ελέγχει έναν κόσμο υπόγειο στους λαβυρίνθους  της Αθήνας) είναι παρατραβηγμένη, γιατί κι αυτό μπορεί κανείς να το εντάξει σ’ ένα υπερβολικό, παραμυθιακό στοιχείο μυθιστορημάτων πολιτικής φαντασίας κλπ. Η έντονη επιφύλαξή μου είναι στο ότι η σε μάκρος περιγραφή και ανάλυση όλων αυτών των αρχαιολατρικών  δοξασιών που με ένα κλικ οδηγούν στο νεοναζισμό, σπείρει κάποιες αμφιβολίες για τις πολιτικές προθέσεις του κειμένου, που δεν είναι απολύτως ξεκάθαρες. Κοινώς, δίνεται κάποιες φορές η εντύπωση  ότι «ξεπλένει»/δικαιολογεί  σ’ ένα βαθμό τις θεωρίες όλες αυτές, ίσως απλά και μόνο επειδή ασχολείται τόσο πολύ μαζί τους («δεν έχει σημασία τι λένε για σένα φτάνει να μιλάνε για σένα», έλεγε ο Γκαίμπελς (!)). Υπάρχουν πολλά σημεία φερειπείν που εκτείνονται σε μάκρος χωρίς να είναι αναγκαίο, όπως η ιστορία με τον βασιλιά Ακόσα που παρεμβάλλεται με άλλη γραμματοσειρά (είναι η ιστορία που αφηγείται ο πατέρας του Νέιτ στον Νέιτ;) που ερμηνεύει την τυφλότητα μέσα από την αυθαιρεσία ενός μύθου είναι παρεξηγήσιμη: μαθεύτηκε ότι η τυφλότητα ήταν το μοναδικό γιατρικό απέναντι στην ισχύ των γραμμένων, αλλά ταυτόχρονα και ο τρόπος να καταφέρει κάποιος να κλέψει κάτι από τη δύναμη του Ουρανού.  
Αυτή είναι η μικρή μου αντίρρηση[4], που με έφερε σε αμηχανία καθώς διάβαζα το βιβλίο προσπαθώντας να ανιχνεύσω τις πολιτικές προθέσεις του συγγραφέα (βρε, μπας και είναι κανένας αρχαιολάτρης τελικά;). Όμως, το «μουσικό διάλειμμα» καθώς και άλλα σημεία ιδεολογικά πιο ξεκάθαρα, με κάνουν να καταλήξω ότι ο Μάντης με ξεχωριστή τόλμη και ικανότητα κατάφερε κάτι πολύ πολύ δύσκολο, να αναδείξει το πολιτικοϊδεολογικό χάος στο σύγχρονο νεοελληνικό σύμπαν.  Εκτός, αν, συμβαίνει αυτό που συνέβη και στον παγιδευμένο του ήρωα τον Ισίδωρο, που ρωτάει με απόγνωση ποιος επιτέλους έγραψε όλα αυτά για να πάρει την απάντηση:
Κανείς. Ο συγγραφέας είναι ο αναγνώστης. 
Ή μάλλον το αντίθετο. Ο αναγνώστης είναι ο συγγραφέας.
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Ν. Μάντης: «Κατ’ αρχάς έχω κλέψει, ράψει και διασκευάσει έναν υπαρκτό διάλογο στο indymedia, που είναι ένας Πίντσον από μόνο του. Αυτό το κομμάτι του βιβλίου, που μου ήρθε πολύ φυσικά, είναι χαρακτηριστικό της σύγχυσης που κουβαλάει μια μερίδα αυτής της πολιτικής σκέψης -πέρα από την εργαλειοποίηση της βίας.
Κάποια μάλιστα κομμάτια είναι ακριβώς όπως μπήκαν στο Indymedia, βρήκα άτομα με τρομερές αφηγηματικές ικανότητες, αισθάνομαι την ανάγκη να τα ευχαριστήσω, γιατί εν μέρει λεηλάτησα το προϊόν της σκέψης τους. Αλλά ένιωσα ότι στους «Τυφλούς» ήθελα να απομυζήσω κάθε ρανίδα της πραγματικότητας, που με περιβάλλει». (http://www.efsyn.gr/arthro/yparhei-skotadi-kai-syghysi-sto-myalo-toy-ellina).
[2] Σοφά επιλεγμένο από τους αρχαιοελληνιστές του μυθιστορήματος το πρόσωπο του Ραδάμανθυ ως σύμβολο: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A1%CE%B1%CE%B4%CE%AC%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CF%85%CF%82
[4] Παρόμοια αντίρρηση είδα μόνο στη σχετική ανάρτηση του ΝΟ14ΜΕ, http://no14me.blogspot.gr/2017/06/blog-post_26.html: Εκείνο το οποίο με προβλημάτισε, μέχρι και το τέλος της ανάγνωσης, είναι η πολιτική άποψη του συγγραφέα, παρασυρμένος ίσως από την ιδιαιτερότητα της εποχής, κατά την οποία κάθε τι οφείλει να παίρνει τη θέση του στην πολιτική αρένα. Ίσως να μην έχει κανένα νόημα ή ίσως αυτή η σύγχυση να αποτελεί κεντρική επιδίωξη του συγγραφέα, να αποτυπώσει αυτή τη σύγχυση που επικρατεί, το θόλωμα και την αμηχανία, κυρίως στον ευρύτερο χώρο της αριστεράς και της αναρχίας. Ίσως ο προβληματισμός μου εντάθηκε εξαιτίας της ικανότητας του Μάντη, στην οποία, πριν από οτιδήποτε άλλο, αναφέρθηκα, να αποτυπώνει ανάγλυφα την κατάσταση που επικρατεί στο κέντρο αυτής της πόλης.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 10, 2018

μπονσάι, Αλεχάντρο Σάμπρα

Η σύλληψη ενός μυθιστορήματος-μπονσάι, μιας «περίληψης» μυθιστορήματος  (διαφέρει αυτό φυσικά από τη νουβέλα ή το διήγημα), σε συνδυασμό με τον συμβολικό ρόλο που παίρνει το μπονσάι στη ζωή των ηρώων είναι η ουσία, και η πρωτοτυπία ίσως, αυτού του μικρού βιβλίου. Μάλλον θα πρέπει να προστεθεί και η έκδηλη αγάπη προς τη λογοτεχνία, που διαρρέει με διάφορους τρόπους και φαίνεται να βασανίζει τον συγγραφέα εξίσου πολύ με τον κεντρικό του ήρωα, τον Χούλιο.
Θραύσματα λοιπόν από τις ζωές των δύο πρωταγωνιστών (έτσι κι αλλιώς η Εμίλια πεθαίνει πολύ νέα κι αυτό το μαθαίνει ο αναγνώστης απ’ την πρώτη παράγραφο) συνθέτουν μια σπονδυλωτή ιστορία με 5-6 πρόσωπα, που αφήνει τη γεύση της μοναξιάς, της ματαιότητας και την ανάγκη ενός καταφύγιου πιο «σταθερού» όπως είναι τα μυθιστορήματα («περνούν τα χρόνια, και το μόνο πρόσωπο που δεν αλλάζει είναι το κορίτσι στο βιβλίο του»: πρόκειται για φράση του Γιασουνάρι Καβαμπάτα, που διάλεξε ο συγγραφέας για motto). Υπάρχει λοιπόν αρχικά ένας έρωτας, σχεδόν τυχαίος, της Εμίλιας και του Χούλιο, που ανθίζει κάτω απ’ την κοινή τους αγάπη για τη λογοτεχνία. Δεν είναι τυχαία η αναφορά του αφηγήματος «Ταντάλια» του Μασεδόνιο Φερνάντες, όπου το ερωτικό ζευγάρι αγοράζει ένα μικρό φυτό-σύμβολο της αγάπης (αργότερα συνειδητοποιούν πως, αν το φυτό πεθάνει, μαζί μ’ αυτό θα πεθάνει και η αγάπη τους).  Διαβάζουν κάθε μέρα πριν το σεξ, και μερικές φορές τα συγκεκριμένα αναγνώσματα διεγείρουν σεξουαλικά τη φαντασία τους. Δίνουν μόνοι τους το τέλος στη σχέση τους, πολύ πριν να ολοκληρώσουν το «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο του Προυστ» (που το είχαν συναποφασίσει ως όριο). Οι δρόμοι των δυο ηρώων αποκλίνουν, ενώ παρακολουθούμε σε άλλο ψιλοανιαρό κεφάλαιο τη σχέση της Εμίλιας με τη φίλη της την Ανίτα από την παιδική ηλικία (ίσως μέσω της Ανίτας ο συγγραφέας μας δίνει την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τα ίχνη της καταθλιπτικής ηρωίδας και τον τρόπο θανάτου της).  
Η συνάντηση με τον μυθιστοριογράφο Γκασμούρι ανοίγει έναν άλλο κόσμο στον μοναχικό Χούλιο. Σκοπεύει να δουλέψει δίπλα στο λογοτέχνη, καθαρογράφοντας το νέο του μυθιστόρημα, που έχει κι εδώ πρωταγωνιστές ένα ζευγάρι που αγοράζει ένα μπονσάι (σύμβολο της απέραντης αγάπης που  τους ένωνε). Η ιστορία αυτή γίνεται εμμονή στον ήρωα, που όταν δε γίνεται δεκτός στη δουλειά, στρώνεται να γράψει ο ίδιος την ιστορία, βάζοντας τον τίτλο «μπονσάι». Ζωγραφίζει μπονσάι, αγοράζει μπονσάι, διαβάζει για το μπονσάι. Εδώ και μήνες περιμένει τη στιγμή που το μπονσάι θα φτάσει στην τέλεια μορφή του, την ευγενική και γαλήνια μορφή που έχει προβλέψει.
Η ιστορία του Χούλιο είναι ατελής γιατί η ιστορία του Χούλιο δεν τελειώνει, αυτό είναι το πρόβλημα. Η αίσθηση του ανολοκλήρωτου είναι μάλλον μέσα στις προθέσεις της γραφής. Το αποστασιοποιημένο ύφος με χαρακτηριστικότερο εξωτερικό στοιχείο το γ΄ενικό, όπου παρουσιάζονται συνοπτικά κάποια σημαδιακά γεγονότα (ή τα υπαινίσσεται ο συγγραφέας με εικόνες/πινελιές) προσομοιάζει στο στυλ αστυνομικής αναφοράς. Προσωπικά με απωθεί και η μικρή φόρμα και το αποστασιοποιημένο ύφος, ιδιαίτερα όταν δεν πρόκειται για διήγημα αλλά για μυθιστόρημα (που συνήθως εκτείνεται στον χρόνο και συμπλέκονται πολλοί χαρακτήρες). Είναι σα να δίνονται «έτοιμα» τα όποια συμπεράσματα θα έβγαιναν αβίαστα από την πλοκή. Το κενό αυτό καλύπτει  ομολογουμένως το γοητευτικό γράψιμο.
Το  βιβλίο είναι κομψό, έξυπνο και χαριτωμένο σαν μπονσάι, αλλά  αν δεν ήταν μόνο 100 οι σελίδες, μάλλον δε θα το διάβαζα.
Υ.Γ. Μου άρεσε ιδιαίτερα η ανάρτηση του ΝΟ14ΜΕ (Γιάννη Καλογερόπουλου)  και από το βιβλίο «Παρελθόν» του Άλν Πάουλς της σχετικής ανάρτησής του (στο οποίο παραπέμεπει)  κλέβω το παρακάτω, υπέροχο απόσπασμα, που φωτίζει διακειμενικά την από κοινού απόφαση των πρωταγωνιστών να χωρίσουν: « Ο χωρισμός δεν ήταν το επέκεινα του έρωτα, ήταν το όριό του, η κορύφωσή του, η εσωτερική μεθόριος της επικράτειάς του· αν τον ολοκλήρωναν όπως εκείνοι σκόπευαν να τον ολοκληρώσουν, με αγάπη, αυτό ακριβώς θα επέτρεπε στον έρωτα να πεθάνει καλά· δηλαδή, με τα δικά τους λόγια, να συνεχίσει να ζει χωρίς αυτούς στο εσωτερικό της φυσαλίδας που είχαν δημιουργήσει».   
Χριστίνα Παπαγγελή