Τετάρτη, Ιουνίου 18, 2025

Τον καιρό του θεού, Sebastian Barry

Μακάρι να το’ χε κρατήσει κρυφό, για τον εαυτό του μόνο,
αυτό το συναίσθημα.
Το’ νιωσε να γλιστράει σβέλτο μέσα του,
σαν βίδρα σε χείμαρρο.
     Ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του -πολυαγαπημένου- Ιρλανδού συγγραφέα, περισσότερο γνωστού από το συγκλονιστικό "Η μυστική γραφή"  (βλ. στο μπλογκ και «Μακριά, πολύ μακριά»  , «Εις γην Χαναάν»)
     Όλα τα παραπάνω βιβλία του Μπάρι διακρίνονται για την λεπτοφυή γραφή με την οποία αποδίδονται πολύ ιδιαίτερες εσωτερικές, συγκρουσιακές καταστάσεις, στις οποίες οδηγούνται οι ήρωες μέσα από τις αντιφατικές ιστορικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν την Ιστορία της Ιρλανδίας. Μια χώρα όπου τα όρια του πατριωτισμού και της προδοσίας πολλές φορές ήταν ρευστά, μια χώρα που με πολλούς αγώνες, εμφύλιο αλληλοσπαραγμό και οδύνη απέκτησε την ανεξαρτησία της[1]έναν αιώνα μόλις πριν. Ωστόσο η εξάρτηση από τη βρετανική κοινοπολιτεία οδήγησε σε δράση τις πολύ ισχυρές ένοπλες επαναστατικές ομάδες (ΙΡΑ[2], Σιν Φέιν) που, με πολλούς αιματηρούς αγώνες, διασπάσεις, θυσίες, λάθη, προδοσίες κλπ, αγωνίζονταν ενάντια στην αγγλική κυριαρχία μέχρι το 2005[3].
     Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό στα βιβλία του Μπάρι είναι ότι κατά κανόνα κρύβουν οδυνηρά μυστικά, μνήμες και ενοχές, και η πλοκή χτίζεται αργά και μεθοδικά, καθώς ξεκινάει από έναν αργό ρυθμό που εντείνεται σε κρεσέντο με πολλές ανατροπές και αποκαλύψεις. Ο αναγνώστης δεν έχει το σκηνικό έτοιμο μπροστά του, αλλά καθώς προχωρά η αφήγηση, είναι σα να φωτίζονται σκοτεινές πλευρές του πίνακα ή του κεντρικού ήρωα, μέχρις που συμπληρώνεται όλη η εικόνα αναδεικνύοντας εσωτερικές αντιφάσεις, επώδυνες μνήμες, σφάλματα απελπισίας και ανθρώπινες αδυναμίες.
      «Οι άνθρωποι παθαίνουν φρικτά πράγματα, και μετά δεν μπορούν ούτε να μιλήσουν γι΄ αυτά. Οι πραγματικές ιστορίες του κόσμου είναι χτισμένες στη σιωπή. Οι σοβάδες είναι σιωπή, και μερικές φορές τους τοίχους τίποτα δεν μπορεί να τους διαπεράσει».
     Έτσι, στο «Στον καιρό του Θεού», ο κύριος, μοναχικός ήρωας είναι ένας ηλικιωμένος άντρας, ο Τομ Κετλ, συνταξιούχος αστυνομικός της Γκάρντα Σιοχάνα, (της Εθνικής Αστυνομίας της Ιρλανδίας), με υψηλή τιμητική διάκριση (Μετάλλιο Σκοτ Εξαιρετικής Ανδρείας, ανώτερη διάκριση), που έχει αποσυρθεί σε μια ερημική ακτή και ζει εδώ και εννιά μήνες σ’ έναν ψαρότοπο (αυτό το παράσπιτο ήταν το μέρος όπου η ζωή είχε ξεβράσει τον Τομ Κετλ). Χάρη στη συναρπαστική γραφή του Μπάρι, παρακολουθούμε με ενδιαφέρον την ήσυχη, γαλήνια ρουτίνα του ήρωα, που απολαμβάνει την απραξία, «την ατάραχη μοναξιά» (ήθελε να ζήσει τον πλούτο των λεπτών του, όσων τέλος πάντων του είχαν μείνει. Ήθελε λίγο ευλογημένο, ήσυχο χρόνο). Πληροφορούμαστε ακόμα, μέσω των εσωτερικών του σκέψεων ότι έχει χάσει την πολυαγαπημένη του γυναίκα, την Τζουν, αλλά και τα δυο του παιδιά, τη Γουίνι και τον Τζόε, που αρχικά νομίζουμε ότι είναι ακόμα εν ζωή (ο Τομ είχε δει πόνο, πολύ πόνο, καντάρια πόνο στη ζωή του). Έτσι, η ηρεμία αυτή είναι η ηρεμία μιας λίμνης που κρύβει πολύ βαθύ πένθος (στη ψάθινη πολυθρόνα του ήταν βασιλιάς του χρόνου. Διατηρούσε την εύνοια, το πλεονέκτημα του παρόντος).
     Αυτή η μακάρια αταραξία διακόπτεται απότομα (η πρωτύτερη ευτυχία του τον είχε αφήσει ορφανό) από την αιφνίδια επίσκεψη δύο νεαρών αστυνομικών, του Γουίλσον και του Ο’ Κέισι, που διερευνούν μια περίεργη «βρόμικη, φριχτή» υπόθεση, και ήρθαν σταλμένοι από τον αρχιφύλακα Φλέμινγκ (συνάδελφο και φίλο) για να ζητήσουν τη βοήθεια του έμπειρου Τομ. Μια υπόθεση που ξανάνοιξε μετά από χρόνια, και που ανασύρει πολύ οδυνηρές μνήμες από το απώτερο προσωπικό παρελθόν του Τομ (με γυρνάτε πίσω –κι εγώ δεν ξέρω πού. Στη φρίκη, στην αθλιότητα των πραγμάτων), ωστόσο δεν τις μαθαίνει, όπως είπαμε, αμέσως ο αναγνώστης, ο οποίος αντιλαμβάνεται γρήγορα ότι ο Τομ συμπαθεί τους νεαρούς αστυνομικούς, τους βλέπει σαν παιδιά του και βρίσκει οικείες τις μεθόδους τους, αλλά η επιθυμία του να τους βγάλει έξω, να φύγουν από το σπίτι του, τον εξουθένωνε. Η πρώτη νύξη για το περιεχόμενο της αστυνομικής έρευνας είναι ότι πρόκειται για «τους αναθεματισμένους παπάδες της δεκαετίας του ‘60» (δεν είμαι καν βέβαιος ότι ήταν αδίκημα, στις μέρες σας). Η δεύτερη νύξη σχετικά με το οδυνηρό παρελθόν είναι ο «γαμημένος Αδελφός από το Τιπερέρι». Και πάλι οι εξηγήσεις για τον αναγνώστη έρχονται πολύ αργότερα.
     Αυτό είναι ένα δείγμα της γραφής, αποκαλυπτικής και σπαραχτικής, του Σεμπάστιαν Μπάρι, μιας γραφής που εστιάζει στον εσωτερικό κόσμο του ήρωα, στο αφηγηματικό παρόν. Μέσα όμως από τους συνειρμούς, τις αντιδράσεις και τα παροντικά συναισθήματα ο αναγνώστης συνθέτει μια απίστευτη ιστορία, σχεδόν αστυνομικής φύσης, θεμελιωμένη όμως στην ανθρώπινη διαστροφή και τις κοινωνικές της προεκτάσεις. Γιατί ο κεντρικός πυρήνας του μυθιστορήματος είναι η κατ’ εξακολούθηση κακοποίηση μικρών παιδιών, αγοριών και κοριτσιών, μέσα στους κύκλους της καθολικής εκκλησίας, φαινόμενο γνωστό σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης[4]. Στην Ιρλανδία όμως, το έγκλημα ήταν τόσο εκτεταμένο που αποτελεί σχεδόν συλλογικό τραύμα, δεδομένου ότι οι ποντίφικες και οι ανώτεροι στην ιεραρχία συγκάλυπταν συνειδητά και επί χρόνια τέτοιου είδους εγκλήματα[5].
     Το όνομα του «αρχιεπίσκοπου του κώλου, της καταστροφής», του ΜακΚουέιντ (κι αυτός «γαμημένος»), εμφανίζεται στον εσωτερικό μονόλογο του ήρωα, σηματοδοτώντας την πηγή της οδύνης. Με τη γνώριμη τακτική του συγγραφέα, μαθαίνουμε πολύ αργότερα τον σκοτεινό του ρόλο, σίγουρα όμως υποψιαζόμαστε. Είναι ο υπεύθυνος των συγκαλύψεων στο μυθιστόρημά μας, όταν έσκασε η ιστορία με τους παπάδες, όταν έσκασε μες στα χέρια τους και τους ζεμάτισε, όταν ο Τομ και ο φίλος του συνάδελφος Μπίλι Ντρούρι ήταν ακόμα τριαντάχρονα παλληκαράκια, κουβαλώντας στην πλάτη τους μια απίστευτα τραυματική παιδική ηλικία και μια εξίσου ζοφερή ενηλικίωση (Πίστευε ότι όλες τις οδυνηρές αποκαλύψεις τις είχαν κρύψει στις μέσα τσέπες τους κι ότι μπορούσαν να τις κουβαλάνε χωρίς πρόβλημα. Τους βιασμούς, τους καταραμένους παπάδες, τις καλόγριες, τις κακουχίες, τον πόνο, την κακία, το χαμό). Προϊστάμενοι λοιπόν της αστυνομίας και ιθύνοντες, μαζί με τον αρχιεπίσκοπο ΜακΚουέιντ κουκούλωσαν κι έκλεισαν την υπόθεση άσεμνων φωτογραφιών με μικρά -εξάχρονα πολλές φορές παιδάκια, που αποδείκνυαν την ασέλγεια των παπάδων. Και πιο συγκεκριμένα στην περίπτωσή μας, του Μπερν (διακόνου στο Κουλμάιν) και του πάτερ Θαδδαίου Μάθιους (πήγαιναν τα παιδιά στο εξομολογητήριο όπου αυτός τους έκανε διάφορα).
     Αυτή είναι η υπόθεση που βγαίνει ξανά στην επιφάνεια, μετά από τριάντα χρόνια, κι ο Φλέμινγκ ζητά τη βοήθεια και την εμπειρία του Τομ. Όμως ο Τομ δεν έχει απλώς ασχοληθεί με την υπόθεση ως αστυνομικός, ο Τομ ήταν πάλαι ποτέ θύμα. Κι αυτό το μαθαίνουμε (αν και το υποψιαζόμαστε βέβαια) σταδιακά καθώς προχωράει η αφήγηση. Η επίσκεψη των δύο αστυνομικών διακόπτει επομένως τη μακαριότητα του Τομ (μια αλύπητη χειρονομία της μοίρας τού την είχε αρπάξει μεσ’ απ’ τα χέρια) κι αναμοχλεύει αυτό το παρελθόν, που το μαθαίνουμε κι εμείς βήμα βήμα, μέσα από τον άξονα του συναισθήματος: ταραχή, αβεβαιότητα, θυμός, κλάματα με λυγμούς, αναγούλα από αηδία, μέχρι που αναφέρεται και η λέξη «προδοσία». Μέχρι που αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης ότι υπάρχει στον Τομ ένα είδος παγίδευσης, μια «θηλιά στον λαιμό», μια βαθιά ενοχή.
     Ωστόσο, παρά το σκοτεινό προαίσθημα, ο ηλικιωμένος πια Τομ, άριστος επαγγελματίας άλλοτε, αποφασίζει να βοηθήσει την έρευνα στην υπόθεση που θεωρείται ακόμα ανεξιχνίαστη και ξαναβγαίνει στο φως: την άγρια δολοφονία του σατανικού Μάθιους Θαδδαίου στη δεκαετία του ’60 (σωματικές βλάβες οφειλόμενες σε επίθεση μανίας), μετά από βίαιη επίθεση στο βουνό όπου πήγε με τον άλλον ιερέα παιδεραστή, τον Μπερν. Πολλά στοιχεία αναξιοποίητα αλλά και η ανάπτυξη της τεχνολογίας των γενετικών ελέγχων (DNA), εφόσον υπήρχαν «λεκέδες από αίμα», δίνουν ελπίδες στον Φλέμινγκ ότι, με τη βοήθεια και του Τομ, που είχε τότε ασχοληθεί με την υπόθεση, θα βρεθούν οι ένοχοι. Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον λοιπόν η «αστυνομική πλευρά» της πλοκής του βιβλίου, ή μάλλον καλύτερα η αποκατάσταση της αλήθειας, που φανερώνεται βήμα βήμα στους αναγνώστες, και σίγουρα δεν είναι κάτι που μπορεί να υποψιαστεί ο αναγνώστης, ο οποίος έχει ήδη προϊδεαστεί για την εμπλοκή του ήρωα. είναι μια αλήθεια που δεν μπορεί κανείς να πιστέψει, που δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, ούτ καν οι πρωταγωνιστές της.
     Ωστόσο… υπάρχουν και χειρότερα, πολύ χειρότερα…
     Αν δεν είχες δει με τα μάτια σου τέτοιο ζόφο, 
τέτοια κρυφή κακία, 
δεν υποψιαζόσουν καν την ύπαρξή τους. 
Και δεν υπήρχε πόλεμος πιο τρομακτικός 
από τα όσα είχαν ήδη ζήσει.
     Οι πιο σπαρακτικές αναφορές είναι αυτές που αφορούν την κακοποίηση των μικρών παιδιών, το σκάνδαλο της καθολικής εκκλησίας. Δεν υπάρχει βέβαια κλασική περιγραφή παρά μόνο θραύσματα αναμνήσεων και συναισθημάτων, και δεν σχετίζονται μόνο με τον ίδιο τον Τομ και την τραγική του παιδική ηλικία, αλλά και την γυναίκα του Τζουν, η οποία αποκάλυψε πολύ αργά στον Τομ, όταν πια είχε θεμελιωθεί η σχέση τους, ότι ήταν εξάχρονο κοριτσάκι όταν άρχισε επί σειρά ετών να την βιάζει ο πατήρ Θαδδαίος με την ανοχή των καλογριών (το είχε δει με τα μάτια του, τ’ αγόρια που βίαζαν οι Αδελφοί, πώς έσβηνε το φως στα μάτια τους. Αγόρια που οι Αδελφοί ξέσκιζαν με τη ρομφαία της λαγνείας τους. για πάντα. Το είχε δει. Το είχε δει με τα μάτια του, όταν ακόμα δεν ήξερε τις λέξεις γι’ αυτά τα πράγματα, όταν ακόμα δεν μπορούσε να περιγράψει σε κανέναν τι είχε δει. Τα μικρά φιτιλάκια στα μάτια τους μέσα σβηστά. Στους αιώνες των αιώνων).
     Οι «φριχτές ιστορίες» είναι -ή μάλλον ήταν- η δουλειά του Τομ (οι άνθρωποι παθαίνουν φριχτά πράγματα, και μετά δεν μπορούν να μιλήσουν γι’ αυτά. Οι πραγματικές ιστορίες του κόσμου είναι χτισμένες στη σιωπή). Έχουν δει τα μάτια του εγκλήματα απίστευτα, φρίκη απερίγραπτη π.χ. όταν βόμβες σε αυτοκίνητα από ομάδες εξέγερσης εξόντωναν περαστικούς (αυτές οι γονατιστές φιγούρες ήταν για τον Τομ ο χειρότερος πόνος (…) και ξαφνικά οι φωνές των τρομερά, φριχτά τραυματισμένων άρχισαν να μπαίνουν στ’ αυτιά του, και τώρα τα ουρλιαχτά τα λόγια των ετοιμοθάνατων κλπ κλπ). Άλλωστε είναι εξοικειωμένος με τον φόνο κι από τον «ύποπτο πόλεμο» της Μαλαισίας όπου είχε πάρει μέρος πριν από πολύ καιρό, εμποδίζοντας τους αντάρτες να βρουν βοήθεια από τους χωριάτες (η δική του δουλειά ήταν ν’ ανεβαίνει με σκοινιά και τροχαλίες σ’ ένα ψηλό δέντρο, να κουρνιάζει εκεί και να σημαδεύει με το όπλο του τα δρομάκια που έμπαιναν στο χωριό). Άφταστος στο σημάδι, ο εικοσάχρονος τότε Τομ σκότωσε τόσους πολλούς, που οικονόμησε και το μετάλλιο (σκοτώνοντας αντάρτες είχε εξασφαλίσει τη δική του ζωή στην Ιρλανδία, αφήνοντας πίσω του την ντροπή και τα συντρίμμια της παιδικής του ηλικίας). Ναι, είχε διαπράξει φόνους (δεν μπορείς να σκοτώσεις λιγάκι- όταν σκοτώνεις, σκοτώνεις τελείως. Μια τόση δα λεξούλα για μια πράξη τεράστια).
     Όμως τίποτα δεν ήταν τόσο φριχτό, όσο η σκιά ενός Αδελφού με μαύρο ράσο δίπλα στο κρεβάτι σου μέσα στ’ άγρια μεσάνυχτα που σε ξυπνούσε για να σε δείρει ή να σε γαμήσει. Εικόνες φριχτές, με μωρά παιδιά ημίγυμνα δεμένα σε καρεκλάκια…
     Ο πάτερ Τζόζεφ Μπερν κι ο πάτερ Θαδδαίος Μάθιους, δυο τσακάλια μες στο κοτέτσι. Δυο τσακάλια που κατασπάραζαν κλωσόπουλα. Μια κατάσταση που ανέκαθεν, αλλά και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, τον γεμίζει «καθαρή, σκέτη οργή». Έμαθε μάλιστα ότι κι ο Θαδδαίος βίαζε κατ' εξακολούθηση και την Τζουν, «αυτός είναι, Τομ, αυτός είναι ο άντρας που μου’ κανε το κακό»…
Το χέρι της δεν ήταν φυσικά φωτιά,
αλλά το άγγιγμά του τον έκαιγε σαν να’ ταν φωτιά,
του’ καιγε το χέρι.
     Σε αντιστάθμισμα όμως αυτού του ζόφου, ο αναγνώστης απολαμβάνει τις υπέροχες ερωτικές σελίδες όπου ο ήρωας αναπολεί την Τζουν του, σελίδες γεμάτες ζωή και φως! Μαγεμένος από τη μορφή της, τα μάτια, το δέρμα, τα δάχτυλα, τα πόδια και το απίστευτο πρόσωπο, το τέλειο πρόσωπο, που του κοβόταν η ανάσα στη σκέψη ότι ένα πλάσμα τόσο όμορφο ήταν μαζί του. Όταν τη γνώρισε, άργησαν πολύ να μιλήσουν ο καθένας για τον εαυτό του, γιατί τι είχαν να πούνε; Σύντομα όμως κατάλαβαν πως η αιτία αυτής της σιωπής ήταν η ίδια και για τους δύο, η ίδια και στις δυο υποθέσεις.
    Είναι μια όαση η σχέση του με την Τζουν, αυτός ο συναισθηματικός πλούτος που έζησε κοντά της και εξακολουθεί να ζει τώρα μέσω των αναμνήσεων, γιατί την σκέφτεται και την ποθεί ακόμα και διαρκώς. Και μόνο η εξωτερική περιγραφή γεμίζει ερωτισμό και χρώματα την αφήγηση: Οι χρυσαφιές πιτσιλιές στα μάτια της σαν χρυσόσκονη σε ποτάμι του Γουίκλοου/τα χρυσά μαλλιά/το φωτεινό, το λαμπερό της δέρμα/ κι ούτε ένα δάκρυ τα μάγουλά της, λες κι είχε αφήσει οριστικά πίσω της όλα τα δάκρυα/η παγανιστική άνοιξη, η πρώτη. Η άνοιξη της Τζουν/πώς το χαμόγελο φώτιζε τα πράσινα μάτια της και σπίθιζαν απ’ την τόση καλοσύνη της, την τρελή, μια στάλα μόνο, σκληρότητά της, την παράνομη παραζάλη και την ελάχιστη αγριάδα της όταν έφτανε σε οργασμό/η θέρμη του κορμιού της διαπερνούσε τα ρούχα της/Η θάλασσα, το νησί, τα βράχια, ο φάρος, τον καλημέρισαν. Ολόλαμπρη ήταν η χαρά του -και δεν τον ένοιαζε που θα’ κανε κι αυτή τον κύκλο της και θα τελείωνε, σαν όλες τις χαρές.
     Πρόκειται για μια γνήσια, βαθιά αγάπη, αλλά και για έναν τρελό, αμοιβαία μανιασμένο έρωτα, ανάμεσα σε δυο πρόσωπα που είχαν ίδια –αναγνωρίσιμα- τραύματα, κι ας το συνειδητοποίησαν πολύ αργότερα από όταν γνωρίστηκαν. Μια αγάπη που τη βιώνει ο Τομ σαν να μην έχει τέρμα, αθάνατη, για μια γυναίκα «με απόλυτο αίσθημα δικαίου» που ακολούθησε μια τραγική μοίρα, στην προσπάθειά της να «είναι δίκαιη μπροστά στον θεό. Ίσως όχι μπροστά στους ανθρώπους». Τον ίδιο δρόμο που ακολούθησε κι ο Τομ αποδίδοντας με αυτοδικία τη δικαιοσύνη σε ένα περιστατικό της όψιμης ζωής του, στο αφηγηματικό παρόν.
     Η οικογενειακή τραγωδία δεν σταματά για τον Τομ, εφόσον και τα δυο του παιδιά είχαν πολύ τραγική πορεία, που παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα. Κι ο κόσμος συνεχίζει χωρίς την Γουίνι, χωρίς τον Τζόε. Ο συγγραφέας μάς χαρίζει ανάλογες σελίδες σταθερά εστιασμένος στο επώδυνο παρόν του 60χρονου ήρωα, που με θάρρος αντικρίζει πια κατάματα όλη του τη ζωή.
     Οδύνη αλλά και ευτυχία.
Γιατί περιέργως ήθελε να ζήσει.
Ήθελε να ζήσει κι άλλο,
όσο χρειαζόταν για να βγει από το σκοτεινό δάσος,
σαν τα παιδιά στα παλιά,
μεσαιωνικά παραμύθια.
     Είναι αυτή η ηλικία των αναστοχασμών, όπου ασήμαντες στιγμές τελικά αναδεικνύονται ως «οι πιο σημαντικές» (ένα τίποτα που είχε μάθει να αγαπάει/ήταν σπουδαία αυτά τα πράγματα, περασμένα στο κορδόνι του χρόνου –ήταν το πολύτιμο περιδέραιο φτιαγμένο με τα γεγονότα των ημερών τους). Τι είναι τελικά σημαντικό στη ζωή (τι θα κρατούσε ο θεός απ’ την ιστορία του;); Όσο κι αν νιώθει χαμένος, είχε πάψει να απορεί, να προσπαθεί να εξιχνιάσει τη ζωή του.
     Μια παράξενη «φλόγα ελευθερίας», «ένα περίεργο χαρμάνι αυτού που συνήθως ονομάζεται ευτυχία» συνοδεύει τον Τομ σ’ αυτήν την πορεία προς τη λύτρωση από το παρελθόν, και την ευγνωμοσύνη για όλα αυτά που είχε ζήσει.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%81%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%A3%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CF%8C%CF%82
[2] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%81%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%A3%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CF%8C%CF%82
3] Στις 28 Ιουλίου του 2005, ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός κήρυξε τον τερματισμό οποιασδήποτε ένοπλης ενέργειας και ανακοίνωσε πως, στο μέλλον, θα προσπαθούσε να επιτύχει τους στόχους του μόνο με ειρηνικά μέσα.
[4] Την δεκαετία του 1990, οι περιπτώσεις άρχισαν να εμφανίζονται στο φως της δημοσιότητας σε χώρες όπως την Ιρλανδία, τον Καναδά, την Αυστραλία, και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ την δεκαετία του 2000 έλαβαν ακόμη μεγαλύτερη κάλυψη. Η εκκλησιαστική ιεραρχία υποστήριξε ότι η κάλυψη από τα ΜΜΕ ήταν υπερβολική και δυσανάλογη, ενώ επιχειρηματολόγησε πως μια τέτοια κατάχρηση, υπάρχει και σε άλλες θρησκείες . Μια σειρά τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ της δεκαετίας του 1990, όπως Υποφέρουν τα παιδιά (UTV, 1994), έφερε το θέμα για την εθνική προσοχή στην Ιρλανδία (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A5%CF%80%CE%BF%CE%B8%CE%AD%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82_%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%82_%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%BA%CE%B1%CE%B8%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%B5%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%AF%CE%B1)
[5] Η ηγεσία της Καθολική Εκκλησίας αρκετές φορές κάλυψε τα γεγονότα και μετακίνησε τους ιερείς που είχαν κακοποιήσει ανηλίκους σε άλλες ενορίες, όπου και συνέχισαν την κακοποίηση (βλ. παραπάνω πηγή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: