Τρίτη, Ιουνίου 27, 2017

Η κρύπτη των Καπουτσίνων, Joseph Roth

Η αγάπη στην Παλιά Αυτοκρατορία και η κατάρρευση της πολυεθνικής Αυστροουγγαρίας των Αψβούργων είναι πάλι το θέμα του νοσταλγού του παρελθόντος  Γιόζεφ Ροτ, που στο βιβλίο αυτό συμπληρώνει κατά κάποιο τρόπο το αριστουργηματικό «Εμβατήριο του Ραντέτσκι», δίνοντας όμως αυτή τη φορά κάτι πιο ευσύνοπτο, πιο ανάλαφρο και συγκροτημένο.  Τα δυο βιβλία άλλωστε επικοινωνούν εσωτερικά, εφόσον ο κύριος πρωταγωνιστής στην «Κρύπτη των Καπουτσίνων» ανήκει κι αυτός στη σλοβενική οικογένεια Τρόττα, που για τρεις γενιές πρωταγωνίστησαν στο Εμβατήριο του Ραντέτσκι.
Ο γνωστός φιλομοναρχισμός του Ροτ  βρίσκεται και πάλι στο παρασκήνιο, και αναρωτιέται κανείς, όπως και στην περίπτωση του Σελίν, τι είναι αυτό που κάνει αυτούς τους τόσο συντηρητικούς ιδεολογικά λογοτέχνες (ο Σελίν μάλιστα ήταν και απαράδεκτα σφοδρός αντισιμίτης) να υπερβαίνουν με το γράψιμό τους την αντιδραστική και  κοντόφθαλμη πολιτική τους στάση. Και δεν είναι βέβαια το «λογοτεχνικό γράψιμο», η τεχνική, τα καλολογικά στοιχεία οι εύστοχες ωραίες διατυπώσεις!!!  Είναι ότι στη βαθύτερή του ουσία, το περιεχόμενο αυτονομείται, έρχεται σε αντίθεση με την οπισθοδρομική (φασιστική στην περίπτωση του Σελίν) πολιτική επιλογή, σα να υπονομεύει, σα να σαρκάζει από μέσα (π.χ. ενώ ο αφηγητής- ήρωας εκφράζει απερίφραστα την αγάπη του για τον παλιό κόσμο, λέει: μόνο αυτός (ο Χοζνίτσκι) ήταν σε θέση να υπερνικήσει την πανάρχαιη, παραδοσιακή και τόσο αποτελεσματική αντίσταση που ήταν ικανοί να προβάλουν οι υπάλληλοι της αυστριακής αυτοκρατορίας: με απειλές, με τη βία, με πονηριά και δόλο, με τα όπλα δηλαδή ενός παλαιού κι από καιρό βουλιαγμένου κόσμου, του δικού μας). Έτσι, στην περίπτωση τουλάχιστον του Ροτ, μπαίνουμε στην καρδιά ενός κόσμου που καταρρέει, και συνειδητοποιούμε με ποιον τρόπο ακριβώς αυτός ο πολυδιασπασμένος (σε έντεκα εθνότητες) κόσμος κρατιόταν στέρεος από έναν μύθο, τον ρομαντικό μύθο του απόλυτου μονάρχη. Φαίνεται άλλωστε ξεκάθαρα, σε πολλά σημεία του κειμένου, μια κοινωνική ευαισθησία που εντοπίζει τις κοινωνικές ανισότητες σαφώς υπέρ των φτωχών τάξεων (στους βιεννέζους συνομήλικους του ο αφηγητής αναφέρεται με τον χαρακτηρισμό: βουτυρόπαιδα της κακομαθημένης, της πολυτραγουδισμένης βασιλικής και αυτοκρατορικής μας πόλης, που σαν λαμπερή πλανεύτρα αράχνη καθόταν θρονιασμένη στη μέση του πελώριου μαυροκίτρινου ιστού της και ρουφούσε ασταμάτητα δύναμη και χυμούς και λάμψη από τις χώρες της επικράτειάς της. Με τους φόρους που πλήρωνε ο φτωχός μου ξάδερφος, ο καστανάς Γιόζεφ Μπράνκο Τρόττα από το Σιπόλιε. Με τους φόρους που πλήρωνε ο φουκαράς Εβραίος αμαξάς Μάνες Ράιζινγκερ από το Ζλότογκροντ κλπ κλπ). Ο Ροτ αναδεικνύει με πάθος όλες αυτές τις εθνικές ομάδες που πιστεύει ότι «συντηρούν γενναιόδωρα την Αυστρία». Γράφει μάλιστα χαρακτηριστικά: όσο πιο φτωχοί, τόσο πιο γενναιόδωροι. Τόση στέρηση, τόσος πόνος –θυσία, χάρισμα και δώρο, με τη θέλησή τους, σαν να’ ταν κάτι αυτονόητο. Χωρίς αυτή την απίστευτη κι ασταμάτητη αυτοθυσία το Κέντρο της Μοναρχίας δεν θα’ χε αναγνωριστεί από τον κόσμο όλο ως η πατρίδα της χάρης, της χαράς και του πνεύματος.
Η ρομαντική αυτή αντίληψη βασίζεται σ’ ένα γεγονός που φαίνεται πολύ ξένο στη δική μας -ελληνική- κουλτούρα, αλλά απ’ ό, τι φαίνεται χαρακτήριζε όλους αυτούς τους υπήκοους του αυστροουγγρικού/γερμανικού κράτους: η υπακοή στο Κράτος, η προσήλωση στον βασιλιά. Η προσήλωση του Ροτ άλλωστε  στο ρομαντικό ιδεώδες είναι συνειδητή και καταγεγραμμένη (αν και δεν παραδέχεται αυτούς τους «ξεπερασμένους χαρακτηρισμούς», αλλά «αν κάποιος επιμένει να τους ασπάζεται…»): πιστεύω και το’ χω διατυπώσει πολλές φορές ότι ο λεγόμενος ρεαλιστής άνθρωπος στέκει πάντα σαν πύργος κλειστός στη μέση του κόσμου τούτου, σαν τσιμεντένιο τείχος δίχως χαραμάδες. Ενώ αυτός που τον λέμε ρομαντικό, μοιάζει με κήπο ανοιχτό, όπου η αλήθεια μπαινοβγαίνει όποτε θέλει και της αρέσει…
Επίσης, ο συντηρητισμός του Ροτ περιορίζεται στην εμμονή του στη μοναρχία των Αψβούργων, ενώ δεν φαίνεται πουθενά αντίστοιχη προσήλωση στη θρησκεία (ο Σέρβους μάλιστα δηλώνει άθεος) και φαίνεται και αρκετά ενημερωμένος ως προς το γυναικείο κίνημα που μόλις είχε αρχίσει να ξυπνά.

Ο ήρωάς μας λοιπόν, ο Φραντς Φερντινάντ (καθόλου τυχαίο το όνομα Φραγκίσκος Φερδινάνδος, τον φωνάζουν μάλιστα «Σέρβους»!), μιλώντας σε μεταγενέστερο χρόνο σε α΄ενικό, μάς μεταφέρει το πνεύμα της μεταιχμιακής αυτής εποχής, της μετάβασης από το μεγαλείο στην παρακμή, από την εποχή των πολυεθνικών αυτοκρατοριών -όπου η αφοσίωση στον αυτοκράτορα «ενώνει» τις διαφορές-  στους εθνικισμούς του 20ου αιώνα.  Μέσα από την αφήγηση του νεαρού αφελούς αριστοκράτη, διατρέχουμε την περίοδο από τα πρόθυρα του Α’ παγκοσμίου πολέμου (δεν έχει ακόμη πεθάνει ο Φραγκίσκος Ιωσήφ)  στην προσάρτηση της Αυστροουγγαρίας στη Γερμανία[1]  μετά την επικράτηση του ναζιστικού κόμματος.
 Έχει ιδιαίτερη σημασία ότι η σλοβενική οικογένεια Τρόττα κατάγεται από το Σιπόλιε (ένα χωριό της Ανατολικής Γαλικίας που δεν υπάρχει πια), και όπου κοντά βρίσκεται η ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα. Δεν είναι τυχαίο που η πατριδολατρία του συγγραφέα έχει επίκεντρο την αυστροουγγρική περιφέρεια, όχι τη Βιέννη (ποιος το τραγουδάει το «Ζήτω ο βασιλεύς»; Οι Σλοβένοι, οι Πολωνοί κι οι Ρουθένοι της Γαλικίας, οι Εβραίοι της Μπρατισλάβας, οι ζωέμποροι από την Μπάτσκα, οι μουσουλμάνοι απ΄ το Σεράγεβο, οι καστανάδες του Μόσταρ… (…) Η καρδιά της Αυστρίας  δεν είναι το κέντρο, είναι η περιφέρεια). Έχει επίσης σημασία που όλες αυτές οι εθνότητες (Σλοβένοι, Ρουμάνοι, Κροάτες, Σέρβοι, Ρουθένοι, Βόσνιοι, Σουαβοί, Σάξονες) υποφέρουν κάτω από τον ζυγό των Μαγυάρων (Ούγγρων), κατά μία έννοια, ενώ όλοι, ακόμα και οι Εβραίοι της Γαλικίας της εποχής θαυμάζουν τους Γερμανούς (όπως κι ο ίδιος ο Ροτ, που ήταν Εβραίος και φανατικός αντιναζιστής βέβαια- όπως όλοι οι φιλομοναρχικοί, αλλά θαυμαστής της γερμανικής κουλτούρας). Ο Ροτ μέσα απ’ τους ήρωές του σκιαγραφεί όλες τις αντιθέσεις με τις αποχρώσεις τους, όπως το ότι την εποχή εκείνη τουλάχιστον, οι αριστοκράτες δεν μισούσαν ακόμη τους Εβραίους, αλλά ο αριστοκρατικός αντισημιτισμός είχε γίνει μόδα για τους θυρωρούς, τους μικροαστούς, τους καπνοδοχοκαθαριστές, τους ταπετσέρηδες/ήταν αδύνατον και για την κοινωνία, στην οποία ανήκα, να περιφρονεί έναν Εβραίο  -απλούστατα επειδή τον περιφρονούσε ήδη ο θυρωρός μου).

 Ο Σέρβους είναι ανιψιός του ήρωα του Σολφερίνο (του παππού Τρόττα  που στα νιάτα του έσωσε τη ζωή του Φραγκίσκου Ιωσήφ στο άλλο βιβλίο), αλλά δε φαίνεται να έχει πολλές σχέσεις με την οικογένεια του θείου του.  Έχοντας πάρει ως κληρονομιά από τον «αντάρτη και πατριώτη» πατέρα του -που πέθανε νέος- την ιδεολογία του υπέρ των Σέρβων  (ονειρευόταν ένα σλαβικό βασίλειο, υπό την κυριαρχία των Αψβούργων. Ονειρευόταν μια τριπλή μοναρχία, Αυστριακών, Ούγγρων και Σλάβων, άλλωστε δεν είναι τυχαίο που τον γιο του τον ονόμασε Φραγκίσκο Φερντινάντο), ζει στη Βιέννη κάτω από τη σκιά μιας μητέρας αριστοκράτισσας, περιχαρακωμένης, παγερής, αυστηρής (εγώ, όμως ένιωθα σε όλη μου τη ζωή ένα είδος ιερής ντροπής για τη μητέρα μου, κάτι σαν δέος, που προτιμούσα ωστόσο να το καταπνίγω/διαισθανόμουν ότι η μητέρα μου μιλούσε τόσο λίγο μαζί μου επειδή δεν ήθελε να της πω πράγματα για τα οποία θα ήθελε να με μαλώσει). Αυτή την παγερή οικογενειακή ατμόσφαιρα την βλέπουμε και στο Εμβατήριο του Ραντέτσκι, με τον πατέρα να πρωταγωνιστεί αυτή τη φορά και θεωρείται απόλυτα φυσιολογικά εσωτερικευμένος ο σεβασμός, η υπακοή και η πειθαρχία. Στην «Κρύπτη των Καπουτσίνων» ο συγγραφέας ανατέμνει όχι μόνο τη σχέση του ήρωά του με τη χήρα μάνα, αλλά και με τη μάνα που γερνάει.
Ίσως αυτό που μας κάνει να ξεχνάμε τον ιδιότυπο πατριωτισμό-φιλομοναρχισμό του Ροτ είναι ότι δεν αγνοεί την ταξική διάκριση της κοινωνίας, αντίθετα οι κοινωνικές του επισημάνσεις και η διεισδυτικότητά του στα κοινωνικά στρώματα είναι απαράμιλλη. Η προτίμηση του Σέρβους στις συναναστροφές με επαρχιώτες είναι εμφανής  και την εκδηλώνει ανοιχτά στη συμπάθειά του στον ξάδερφό του Γιόζεφ Μπράνκο (γεωργό το καλοκαίρι, καστανά τον χειμώνα που γύριζε όλο το χρόνο τις επαρχίες, αλλά κυρίως απατεωνίσκο) σε τέτοιο βαθμό, που νιώθει άσχημα να τρώει π.χ. για πρωινό κρουασάν με καφέ όταν ο ξάδερφός του –κατά τις σλοβενικές συνήθειες- έτρωγε σούπα με πατάτες (καθώς ρουφούσε τη σούπα του έμοιαζε να μ’ έχει ξεχάσει τελείως. Αφοσιωμένος, παραδομένος στο αχνιστό πιάτο που κρατούσε στα λεπτά του δάχτυλα, έδινε την εικόνα ανθρώπου που σέβεται την όρεξή του και τη θεωρεί αίσθηση ευγενική∙ ανθρώπου που δεν πιάνει το κουτάλι στα χέρια του, απλώς και μόνο επειδή του φαίνεται πιο ευγενικό να τρώει τη σούπα του απευθείας απ’ το πιάτο. Ναι, βλέποντάς τον να ρουφάει έτσι τη σούπα, μου φάνηκε ακατανόητη αυτή η γελοία επινόηση των ανθρώπων, το κουτάλι). Όλα όσα έχει  Σλοβένος ξάδερφος τον μαγεύουν, κι όταν γνωρίζει τον φίλο του Εβραίο αμαξά από το Ζλότογκροντ, φιλοξενείται εκεί λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος κι όλα τον ενθουσιάζουν (ήμουν τότε νέος και μου άρεσαν τα πάντα. Ήμουν νέος). Γι’ αυτό κι όταν έφτασε η ώρα της επιστράτευσης, έκανε τα αδύνατα δυνατά για να καταταγούν οι τρεις μαζί στο 35ο Σύνταγμα Εθνοφρουράς. Κι εκεί φαίνεται να προτιμά τους αξιωματικούς που δεν είναι τα παραχαϊδεμένα παιδιά της Βιέννης, αλλά γιοι μαστόρων, ταχυδρόμων, χωροφυλάκων, μικροκτηματιών και απλών κολλίγων.
Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι ο Σέρβους βιώνει μια αντίθεση, τον αριστοκρατικό, κουρασμένο κόσμο της Βιέννης από τη μια, που χαρακτηρίζεται από την πλήξη των νεαρών φοιτητών (τον καιρό εκείνο, λίγο πριν τον Μεγάλο Πόλεμο, ήταν της μόδας μια ειρωνική έπαρση, μια αυτάρεσκη παραδοχή της λεγόμενης «παρακμής», μια μισοαληθινή και μισοπροσποιητή υπερβολική κούραση, μια αναίτια πλήξη) κι απ’ την άλλη την αγάπη στην επαρχία, όπου αναγνωρίζει το «πνεύμα τη Παλιάς Μοναρχίας (κάτι απέραντο και πολύχρωμο κι όμως γνώριμο και οικείο). Βλέπει τους συντρόφους του, τα παραχαϊδεμένα παιδιά της Βιέννης ως άκακα, ανόητα, αφελή παιδιά που η αφέλειά τους άγγιζε τα όρια της γελοιότητας. Η ανέμελη ατμόσφαιρα της Βιέννης στις παραμονές του πολέμου και η άμυαλη νιότη (που έβρισκε τη θλίψη το ίδιο σαγηνευτική με το γλέντι και τη χαρά) κάνουν τον ήρωα να ακολουθήσει τον συρμό και λίγο πριν στρατευτεί να παντρευτεί, κάτι που το συνήθιζαν όλοι πριν πάνε στον πόλεμο παρόλο που αυτοί οι ανέμελοι φίλοι του της Βιέννης, τον έρωτα τον θεωρούσαν παραστράτημα, τον αρραβώνα αποπληξία και το γάμο ανίατη ασθένεια. Έτσι παντρεύεται 16 μόνο ώρες πριν φύγει για τον στρατό χωρίς καμιά όρεξη για γάμο, ούτε για αναπαραγωγή! Γιατί άραγε; Ο γάμος μας έκανε να δείχνουμε πιο ευγενείς απ΄ όσο ήμασταν ήδη χάρη στη θυσία μας. Ο γάμος έκανε το θάνατο λιγότερο επικίνδυνο, λιγότερο φριχτό.
Είναι γνωστή, από τους διαλόγους του με τον Τσβάιχ, η απέχθεια του συγγραφέα στην ψυχολογία και την ψυχανάλυση (από την εισαγωγή στην αγγλική έκδοση, του Michael Hofmann: οι θεωρίες και η πρακτική του Φρόυντ ήταν για κείνον άχρηστες). Έλεγε μάλιστα «Τα πάθη και τα πιστεύω είναι μπερδεμένα στα μυαλά και στις καρδιές των ανθρώπων. Ψυχολογική συνέπεια δεν υπάρχει». Κι όμως  η περιγραφή προσώπων και χαρακτήρων προδίδει βαθιά γνώση και αγάπη σε τόσο διαφορετικούς τύπους ανθρώπων, πέραν του ότι η γλαφυρότητα και η ειρωνική απόσταση της διατύπωσης γαργαλάει κυριολεκτικά τον αναγνώστη (ήταν άνθρωπος πράος και μου’ δειχνε ευγνωμοσύνη για κάθε ευγενική ματιά που του χάριζα. Μου άρεσε το γέλιο του, τα γερά κάτασπρα δόντια του, που άστραφταν κάτω απ’ το κοντό κορακάτο μουστάκι του, και τα μάτια του που έμοιαζαν σπίθες όταν τα μισόκλεινε/ με την πυκνή μαύρη γενειάδα του, αντικριστά στον ήλιο που μόλις ανέτελλε, με τη χοντροκομμένη πουκαμίσα του, με τα’ αχτένιστα σγουρά μαλλιά του, έμοιαζε δάσος παρθένο, άνθρωπο πρωτόγονο, κομμάτι της προϊστορίας, κάτι που είχε μπερδευτεί κι είχε ξεμείνει πολύ πέρα από το χρόνο του το σωστό, ένας θεός ήξερε γιατί). Χαρακτηριστικό είναι κι ότι η περιγραφή δεν γίνεται για την περιγραφή, που κι αυτό είναι θεμιτό και σύνηθες, αλλά εξυπηρετεί συνήθως μια πιο πολύπλοκη αναγκαιότητα (π.χ. τα ανοιχτόχρωμα, σχεδόν δίχως τσίνορα μάτια του, που έμοιαζαν ανίκητα από ύπνο, νύστα, κούραση, με κοίταζαν απόμακρα, ξένα, σαν να μας χώριζε το γυαλί μιας ολόκληρης απεραντοσύνης. Όχι θλιμμένα πάντως, όχι. Ήταν πιο πέρα από τη θλίψη. Ήταν απελπισμένα). Και οι ψυχολογικές πινελιές είναι αξεπέραστες… (με πλημμύρισε τρυφερότητα, η προδοτική, μοιραία, αντρική τρυφερότητα).
Αλλά και οι συνθήκες που περιγράφει ο αφηγητής είναι τραγελαφικές, και το ύφος είναι ανάλογο –απολαυστικό ακόμα κι όταν περιγράφει  απίθανες ή αβάσταχτες καταστάσεις (π.χ. οι παπάδες εκείνες τις μέρες δούλευαν το ίδιο γρήγορα με τους φουρνάρηδες, τους κατασκευαστές όπλων, τους σιδηροδρομικούς υπαλλήλους και τους ράφτες που έραβαν τις στολές του στρατού). Αρχικά καταπιάνεται με το μάλλον μπερδεμένο καθήκον του εντοπισμού του 35ου Συντάγματος.  Άλλωστε, η εμπόλεμη υπηρεσία του Σέρβους κρατά ελάχιστο χρόνο. Με την πρώτη μάχη οι τρεις τους πιάνονται αιχμάλωτοι των Ρώσων, όπου η απολαυστική αφήγηση συνεχίζεται (πρόθυμα δέχομαι τη μοίρα του αιχμαλώτου –όχι, όμως, κι εκείνη του αφηγητή της αιχμαλωσίας) μέσα από απίστευτες καταστάσεις.
Γυμνός επιστρέφει σπίτι τα Χριστούγεννα του 1918, ο Σέρβους (το πηλήκιό μου ήταν γυμνό, του είχαν βγάλει τη ροζέτα. Κι εγώ γυμνός ήμουν. Γυμνές οι πέτρες, οι τοίχοι, οι στέγες. (…) Ήταν αξιοθρήνητο, αυτό μόνο. Ήταν το τέλος. Η προσγείωση στην πραγματικότητα της ήττας (θυμήθηκα το παλιό όνειρο του πατέρα μου, το όνειρο της τρπλής μοναρχίας –και την επιθυμία του –τι λέω; την απόφασή του να το πραγματοποιήσω εγώ) ήταν ανώμαλη και οι συνθήκες  που βρήκε όταν γύρισε (τη μάνα του και τη γυναίκα του, Ελίζαμπετ ) εξίσου απίθανες(η Ελίζαμπετ π.χ. έχει σχέση με μια γυναίκα!).
Ο πόλεμος είναι αυτός που σηματοδοτεί το τέλος της εποχής που νοσταλγεί ο Τρόττα/Ροτ. Άλλωστε και το σύμβολο της αυτοκρατορίας, ο Φραγκίσκος Ιωσήφ έχει πεθάνει. Αλλά η ταφόπλακα του ονείρου της «τριπλής μοναρχίας» ήταν η ήττα και η άνοδος του ναζισμού. Η γενιά του Σέρβους, οι νικημένοι στρατιώτες που ξεκίνησαν άμυαλοι έναν ηρωικό πόλεμο, γυρίζοντας στα σπίτια τους νιώθουν άδειοι, αγιάτρευτα στείροι, με παράλυτα λαγόνια, μια γενιά ταμένη του θανάτου, που ο θάνατος την είχε περιφρονήσει. Ο Ροτ μέσα απ’ τον ήρωά του αποχαιρετά με πολλή οδύνη μια ολόκληρη ιστορική περίοδο (φτάσαμε ν’ αγαπούμε ακόμα και την ίδια τη δυστυχία μας, όπως αγαπάει κανείς τον πιστό εχθρό του), και δεν είναι τυχαίο που στην τελευταία σκηνή, όταν η «νέα γερμανική λαϊκή κυβέρνηση»  έχει επικρατήσει, ο ήρωας καταφεύγει στην Κρύπτη των Καπουτσίνων, το σύμβολο της παλιάς αυτοκρατορίας.
Χριστίνα Παπαγγελή




[1] Από την wikipedia: Η Αυστροουγγαρία (γερμ. Österreich-Ungarn, ουγγρ. Osztrák–Magyar Monarchia), γνωστή επίσης ως Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία ή Δυαδική Μοναρχία, ήταν ένα διττό συνταγματικό μοναρχικό κράτος η έκταση του οποίου κάλυπτε όλη την Κεντρική Ευρώπη που διατηρήθηκε από το 1867 ως το 1918, όταν με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τo μεν πολίτευμά του καταλύθηκε, η δε έκτασή του κατακερματίστηκε. Όντας μία πολυεθνική αυτοκρατορία σε μία εποχή εθνικιστικού αναβρασμού, η πολιτική της ζωή κυριαρχήθηκε από εθνικιστικές διαμάχες ανάμεσα στις έντεκα κύριες εθνικές ομάδες (λαούς) που κατοικούσαν στα εδάφη της. Η οικονομική και πολιτική της ζωή χαρακτηρίστηκε από τη γρήγορη οικονομική ανάπτυξη και πολλές φιλελεύθερες και δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Οι Αψβούργοι βασίλευαν ως αυτοκράτορες της Αυστρίας στο δυτικό και βόρειο τμήμα της χώρας και ως βασιλείς της Ουγγαρίας στο Βασίλειο της Ουγγαρίας, που απολάμβανε ένα βαθμό αυτοκυβέρνησης και αντιπροσώπευσης στα κοινά ζητήματα (κυρίως εξωτερικές σχέσεις και άμυνα). Η ομοσπονδία είχε το πλήρες όνομα: «Τα Βασίλεια και οι Χώρες που Αντιπροσωπεύονται στο Αυτοκρατορικό Συμβούλιο και οι Χώρες του Ιερού Ουγγρικού Στέμματος του Αγίου Στεφάνου».

Σάββατο, Ιουνίου 10, 2017

Έθιμα ταφής, Hannah Kent

Δεν είναι μόνο η ατμόσφαιρα, ή η μεταφορά στο χωροχρόνο (Ισλανδία, ένας τόπος τόσο μακρινός και διαφορετικός -φτώχεια, παγωνιά, απομόνωση, σκληρή αγροτική ζωή-, στις αρχές του 19ου αιώνα) αυτά που μαγεύουν τον αναγνώστη αυτού του μικρού βιβλίου. Πρόκειται για μια συγκλονιστική ιστορία που βασίζεται στην πραγματικότητα της κοινωνικής ζωής της παράξενης αυτής χώρας, και δίνει αφορμή στην συγγραφέα να εμβαθύνει πάνω στις δυο οριακές καταστάσεις εγρήγορσης της ανθρώπινης συνείδησης, τον έρωτα και τον  θάνατο: η 33χρονη Άγκνες Μάγκνουστόντιρ, καταδικασμένη σε θάνατο για τη δολοφονία του εραστή της, όπως και οι δυο συνεργοί της, μετά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Κοπεγχάγης («θρίαμβο της δικαιοσύνης») δεν φυλακίστηκαν μέχρι την εκτέλεσή τους, όπως συνηθίζεται σε άλλες χώρες, αλλά μεταφέρθηκαν σε σπίτια Ισλανδών πολιτών για να  τους «φιλοξενήσουν» μέχρι να έρθει η αποφράδα μέρα (φαίνεται ότι ήταν κάτι που συνηθιζόταν στην μακρινή Ισλανδία, ελλείψει οικονομικών μέσων να συντηρούν φυλακές, ή να τους στείλουν στη Δανία όπου υπήρχαν δεσμωτήρια και φυλακές –εξ ου και ο τίτλος).  
Η δίκη έγινε το 1828, εποχή δηλαδή που η Ισλανδία βρισκόταν στη δικαιοδοσία της Δανίας[1], και βασίζεται σε πραγματικό γεγονός, πρόκειται δε για την τελευταία γυναίκα που εκτελέστηκε το 1830 στη χώρα, όπως επισημαίνει η Βιβή Γ.[2]. Όλα βέβαια γίνονται υπό την σκέπη της -λουθηρανικής- εκκλησίας. Ο νομαρχιακός επίτροπος Μπγιορν Μπλόνταλ διευθετεί τις λεπτομέρειες  της διαδικασίας: η οικογένεια  που θα δεχτεί τη «φόνισσα» στο σπίτι τους θα είναι η οικογένεια του νομαρχιακού υπαλλήλου Γιαν Γιόνσον στο αγρόκτημά τους στο Κορνσάου, ενώ την πνευματική της καθοδήγηση μέχρι το τέλος θα αναλάβει ο νεαρός εφημέριος Θόρβαδουρ Γιόνσον, αλλιώς Τότι. Όπως αποκαλύπτεται απ’ την αρχή, ο άπειρος Τότι είναι επιλογή της ίδιας της Άγκνες, ως μια απ τις ελάχιστες παραχωρήσεις τις κυβέρνησης προς τους κατάδικους. Η συγγραφέας παραθέτει όλα τα τυπικά έγγραφα που στήνουν την οργανωμένη δολοφονία/εκτέλεση (επιστολές του νομαρχιακού επιτρόπου, πρακτικά δίκης, κλπ) δημιουργώντας μια ανυπόφορη αντίθεση ανάμεσα στην ψυχρή λογική «απονομής δικαίου» και την απόγνωση του ανθρώπου που βλέπει τη ζωή του στην παγίδα του θανάτου (π.χ. ανατριχιαστική η επιστολή προς τον Κυβερνήτη για την κατασκευή του «πελεκιού», του κόστους κλπ ή για την ανεύρεση του δήμιου).
Το βασικό σκηνικό, λοιπόν,  είναι το αγρόκτημα του Γιον Γιόνσον, όπου διαμένουν οι δυο κόρες (είκοσι και εικοσιενός χρονών) και η γυναίκα του Μαργκρέτ και υποδέχονται με ποικίλα συναισθήματα (οργής, φρίκης, πανικού, αηδίας, φόβου, αλλά και περιέργειας και χριστιανικής καρτερίας) την εξαθλιωμένη Άγκνες, που όταν καταφτάνει είναι σε κατάσταση ζώου. Γρήγορα η συγγραφέας σκιαγραφεί τους διαφορετικούς χαρακτήρες των κοριτσιών, της αθώας και αφελούς Στέισι και της ξύπνιας αλλά καχύποπτης Λάουρα, της Μάργκρετ  όπου η ανθρωπιά κυριαρχεί εντέλει, του πατέρα όπως και κάποιων περίεργων γειτόνων. Όμως,  το κύριο βάρος πέφτει στην Άγκνες και τον νεαρό εφημέριο που, λόγω ηλικίας αλλά και χαρακτήρα, δεν εφαρμόζει τις συνήθεις αρτηριοσκληρωτικές μεθόδους και σιγά σιγά υιοθετεί τον ρόλο εξομολόγου-ψυχολόγου-ψυχαναλυτή. Οι δύσκολες συνθήκες μάλιστα στην αγροικία (χιόνι, αποκλεισμός)  αναγκάζουν τον Τότι κάποιες μέρες να παραμείνει στο κτήμα και να αφοσιωθεί ολόψυχα στην κατανόηση-συγχώρεση της ψυχής της Άγκνες.
Έτσι σιγά σιγά ο καθένας απ τους ήρωες προσαρμόζεται με τον δικό του τρόπο στην ανεπιθύμητη έως απειλητική επισκέπτρια, ενώ η ζωή και η φτώχεια στο αγρόκτημα κρύβει πολλά απρόοπτα και εντάσεις. Όμως αυτό που ταράζει τον αναγνώστη είναι  τα μικρά κεφάλαια εσωτερικού μονόλογου της Άγκνες, μικρά ποιητικά θραύσματα με αναφορές βέβαια στα γεγονότα, όπως εξελίσσονται καθώς περνά ο καιρός και πλησιάζει η εκτέλεση και όπου σιγά σιγά, καθώς η ηρωίδα μετέρχεται από την απάθεια του πληγωμένου/πεινασμένου ζώου σε ανθρώπινες συνθήκες, αρχίζει και αποκαλύπτει τον σύνθετο ψυχισμό της. Στον εφημέριο, αλλά κυρίως στον εαυτό της, στον προσωπικό της μονόλογο. Η ακραία συνθήκη στην οποία ζει η Άγκνες την οδηγεί και στην απογύμνωση από κάθε τι ανούσιο και περιττό, στην  αγάπη και εκτίμηση της ζωής αυτής καθαυτήν (ο ουρανός- τόσο γαλανός που σου’ ρχεται να κλαις). Η αντίθεση ανάμεσα στη ζωή στο δεσμωτήριο (πείνα, δίψα, σκοτάδι, βρώμα, ακαθαρσίες, δεμένα πόδια όπως κάνουν με τα άλογα, παγωνιά) και την καθημερινότητα σε μια κανονική οικογένεια πολλαπλασιάζει την ένταση των συναισθημάτων που διακυμαίνονται από την άκρα απελπισία στη ζωική χαρά (ένιωσα σα νεογέννητο μωρό/θα μπορούσα να κλάψω απ’ την ανακούφιση του φωτός/νιώθω ευγνωμοσύνη που ξαναγυρίζω στις κοιλάδες, όπου οι πέτρες υποχωρούν και τις σκεπάζει το χορτάρι. Νιώθω ευγνωμοσύνη, κι ας ξέρω ότι εκεί θα πεθάνω).
Η Άγκνες στην αρχή φοβάται και είναι κουμπωμένη (είμαι αποφασισμένη να κλειδαμπαρώσω τον εαυτό μου, να μην αφήσω τον κόσμο να μπει, να σφίξω την καρδιά μου και να κρατηθώ απ’ ό, τι δεν μου έκλεψαν ακόμα), όμως σιγά σιγά ελευθερώνεται και ξεδιπλώνει όλη την απίστευτη γκάμα, όλες τις αποχρώσεις που δίνει στον άνθρωπο το ερωτικό πάθος απ’ τη μια, και ο φόβος του θανάτου απ’ την άλλη. Η  Άγκνες θυμάται, νοσταλγεί αγαπά, απολαμβάνει, απελπίζεται. Και ανασυνθέτοντας  τη ζωή της προσπαθεί να ταξινομήσει τον κόσμο της και το παρελθόν.
Είναι μια πανέξυπνη γυναίκα, άξια και πολύ εργατική, που έχει γυρίσει πάρα πολλές πόλεις μέσα στα λίγα χρόνια που έζησε, σαν παραδουλεύτρα.  Όμως ο θάνατος την τριγυρίζει και αφήνει τα σημάδια του απ’ όταν ήταν πολύ μικρή.  Τα σπαραχτικά βιώματά της όταν έχασε  μικρή την ψυχομάνα (η πραγματική μητέρα την είχε εγκαταλείψει) την κάνουν να θέσει το τρομερό ερώτημα «Πάτερ, λες να βρίσκομαι εδώ που βρίσκομαι, επειδή ξεστόμισα αυτά τα λόγια, όταν ήμουν μικρή; Επειδή είχα πει, Θέλω να πεθάνω; Γιατί όταν το είπα, το εννοούσα. Σαν προσευχή ήταν. Τότε ήταν που έγραψα μόνη μου τη μοίρα μου;» Δεν πιστεύει στο θεό και δεν διστάζει να το πει στον εφημέριο, ο οποίος με τη σειρά του ακολουθεί έναν ανορθόδοξο -για την εκκλησία- δρόμο, τον δρόμο του «ευγενικού και συμπονετικού φίλου» (αντί της κατήχησης την… την ενθαρρύνω τώρα να μιλάει για το παρελθόν της. Για τη ζωή της. Αντί να της μιλάω εγώ, την αφήνω να μιλάει εκείνη σε μένα. Προσπαθώ να γίνω ακροατής, ένας τελευταίος ακροατής στη μοναχική αφήγηση της ιστορίας της ζωής της), πράγμα που αφήνει άναυδο τον νομαρχιακό επίτροπο!

Τον ένιωσα, ένιωθα την κάψα του, ένιωσα το κέντρο του πόθου του
Όσο προχωρά το βιβλίο, μεταφερόμαστε όλο και περισσότερο στην εσωτερική ζωή της Άγκνες, βιώνουμε μαζί της τον παθιασμένο έρωτα και την προδοσία που οδήγησε στην τραγωδία.  Τα λόγια της Άγκνες, αυτά που προσπαθούν να περιγράψουν την εξαιρετική (>εξαίρεση) προσωπικότητα του Νάταν και τη σχέση τους, έχουν την ακρίβεια της ποίησης και είναι λόγια εσωτερικά, με ακροατή τον ίδιο της τον εαυτό. Ο Νάταν ήταν αλλιώτικος, μοναδικός, τόσο γήινος αλλά και τόσο αλαφροΐσκιωτος, ένας μάγος- γιατρός, ένας ζωντανός μύθος. Κι εκείνη πίστεψε ότι ήταν μοναδική για τον Νάταν (κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πώς ήταν η παρέα με τον Νάταν). Παίζαν, γελούσαν σαν παιδιά, κοιτάζαν τα αστέρια. Λέγαν τις πιο σκοτεινές τους σκέψεις, μιλούσαν για τον θεό που τον έχουν πλάσει οι άνθρωποι (Άγκνες. Μην κάνεις τάχα ότι διαφωνείς. Αυτός εδώ ο κόσμος υπάρχει μόνο. Και το ξέρεις/παριστάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, αλλά με καταλαβαίνεις μια χαρά. Είμαστε ίδιοι εσύ κι εγώ. Βλέπουμε την αλήθεια όπως είναι/δεν ανήκεις σε τούτη την κοιλάδα Άγκνες. Είσαι αλλιώτικη. Δεν φοβάσαι τίποτα).
Στα στενά περιθώρια αυτής της ανάρτησης δεν θα αναφερθώ καθόλου στην προδοσία που άρχισε σιγά σιγά να διαρρηγνύει τη σχέση της Άγκνες με τον Νάταν, και που προκάλεσε ένα κύμα αντιφατικών συναισθημάτων χωρίς έλεγχο. Ούτε φυσικά στα γεγονότα των φόνων, όπως τα έζησε και μας τα περιγράφει η Άγκνες, απ΄τη δική της οπτική γωνία. Δεν θα αναφερθώ καν στις τελευταίες σελίδες όπου ζει κάτω απ’ το φάσμα του θανάτου καθώς πλησιάζουν οι τελευταίες στιγμές  και η συνείδηση έχει αρχίσει να βιώνει το άχρονο (δεν υπάρχει τελευταία κατοικία, δεν υπάρχει κηδεία, δεν υπάρχει ταφή, μόνο ένα ασταμάτητο σκόρπισμα, ένα ταξίδι που σπάει σε χίλια άλλα άσκοπα, ένα ταξίδι που σε πάει παντού χωρίς να σου προσφέρει δρόμο για να γυρίσεις σπίτι, αφού δεν υπάρχει σπίτι…/η σιωπή θα σε πάρει δική της, θα ρουφήξει τη ζωή σου στα μαύρα της νερά κλπ κλπ ), και όπου μόνο ο  παραληρηματικός λόγος μπορεί να αποδώσει  την  έσχατη απελπισία της «μη ζωής». Θα εστιάσω, τελειώνοντας, στο αίσθημα απόλυτης ένωσης  με τον Νάταν, στο βίωμα ενός απίστευτου έρωτα, όμως τόσο περαστικού και φευγαλέου∙ αυτό το μεθυστικό αίσθημα που αναπολεί ξανά και ξανά η Άγκνες, και που  -όπως κρίνω εγώ, δεν το λέει εκείνη- ίσως δικαιώνει τελικά το σύντομο πέρασμά της απ’ τον κόσμο:
Εκείνη τη νύχτα πήγαμε στο στάβλο. Γέμισα τα λακκάκια στις χούφτες του με το στόμα μου, με τα στήθη μου. Ένωσα το κορμί μου με το δικό του. Φοβόμουν μήπως μας βρουν. Φοβόμουν μήπως με πούνε παλιογυναίκα. Και μετά άγγιξε το δέρμα στο δέρμα κι αυτή ήταν η πιστολιά. Αυτή ήταν η ελεύθερη πτώση. Οι καλτσοδέτες μου λύθηκαν κι έπεσαν στα γόνατά μου, καθώς η απαλότητα των μαλλιών του άγγιζε το σβέρκο μου.
Λαχταρούσα το βάρος του τότε. Δεν το χόρταινα. Δεν χόρταινα την ανάσα του: τη γρήγορη εισπνοή και τη ζεστή πίεση των χειλιών του. Τη μυρωδιά του, το γλιστερό τίναγμα του κορμιού του, δεν ήταν σαν τους άλλους. Τον ένιωθα, ένιωθα την κάψα του, ένιωσα το κέντρο του πόθου του.
Στο στάβλο, με το κεφάλι μου στο σκληρό πατημένο χώμα, ο Νάταν έσπασε το κροκάδι της ψυχής μου. Έκρυβα τα αληθινά μου αισθήματα από τους άλλους. Τόση δύναμη θέλησης, να συγκρατήσω και να κρατήσω κρυφό αυτό που ήθελα να φωνάξω στον άνεμο, να χαράξω στο χώμα, να γράψω με φωτιά στο χορτάρι.
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%83%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CE%AF%CE%B1
[2] «Από τις περιλήψεις και τα πάμπολλα ενημερωτικά για το συζητημένο βιβλίο της Κεντ, που έχει μια πετυχημένη πορεία σε πάνω από είκοσι χώρες και λίαν συντόμως θα γίνει και κινηματογραφική, βοήθειά του, ταινία -σιγά μη καθόταν η φάμπρικα του Χόλυγουντ με σταυρωμένα χέρια μπροστά σε τέτοιο κελεπούρι-μαθαίνουμε σε γενικές γραμμές ότι η Χάννα Κεντ αφηγείται την ιστορία της Agnes Magnúsdóttir της τελευταίας γυναίκας που εκτελέστηκε στην Ισλανδία,το 1830, για τη δολοφονία του πρόσκαιρου εραστή και εργοδότη της Nathan Ketilsson και του εργάτη του και επίσης ότι η Κεντ πήγε πρώτη φορά στην Ισλανδία με ένα διεθνές πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών πριν από χρόνια κι όταν άκουσε για την ιστορία ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα, ξαναπήγε, έμεινε εκεί, βρήκε τα παλιά αρχεία, ανθρώπους και στοιχεία και κρατώντας σημειώσεις που παράλληλα δημοσίευε αμοντάριστες στο προσωπικό της βιβλιοφιλικό μπλογκ»