Παρασκευή, Ιουνίου 13, 2014

Μαπούτσε, Caryl Ferey (Καρίλ Φερέ)

Συντετριμμένοι από τους στρατιώτες κατά τη μεγάλη Σφαγή μέσα στις πεδιάδες που τους σημάδευαν με τις καραμπίνες Ρέμινγκτον όπως τους λαγούς, παραδομένοι μετά σε καθολικά σχολεία ή σκλάβοι στους estancieros, τους γαιοκτήμονες που είχαν μοιραστεί τις περιοχές τους, μαντρωμένοι, ακαλλιέργητοι, εξαθλιωμένοι, εξαναγκασμένοι στη σιωπή, αρνούμενοι την καταγωγή τους όταν γίνονταν κάποιες απογραφές, ξεχνώντας από ντροπή ή απραγία τον πολιτισμό τους, οι Μαπούτσε είχαν διασχίσει όλο τον αιώνα σαν σκιές. Φαντάσματα. Διαγράφοντας εικοσιπέντε χρόνια συνθήκης με την Ισπανία, το σύνταγμα του 1810 είχε νέτα σκέτα αρνηθεί τους Μαπούτσε, τους « ανθρώπους της γης» που ζούσαν στις πάμπες ως νομάδες εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια.

Ανατριχιαστικά σκληρό πολιτικό θρίλερ που διαδραματίζεται στην Αργεντινή, κατά την περίοδο της κρίσης του 2001/2, μιας οικονομικής κατάρρευσης με συνέπειες που θυμίζουν τη δική μας κρίση και που οδήγησε στην πτώχευση της χώρας (μιας από τις πιο πλούσιες της γης) και την εξαθλίωση των κατοίκων της.

Μια υπενθύμιση του ιστορικού πλαισίου:
Αξίζει να ανασυστήσει κανείς  το  ιστορικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο διαδραματίζονται τα θυελλώδη γεγονότα, όπως το φωτίζει ο συγγραφέας με τις σύντομες και καίριες παρεκβάσεις του:
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική του Αλφονσίν και του Κάρλος Μενέμ, δε λύτρωσαν τη χώρα από τις συνέπειες της δικτατορίας  του Βιντέλα[1] (1976- 1983), μιας από τις στυγνότερες χούντες που γνώρισε ποτέ ο 20ος αιώνας. Ήταν  μια περίοδος  με αναρίθμητες δολοφονίες, εξαφανίσεις, απαγωγές, βασανιστήρια και άπειρα εγκλήματα σ όλη τη Λατινοαμερικανική ήπειρο (340 ενεργά στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξολόθρευσης διάσπαρτα μόνο στην Αργεντινή/ το ενενήντα τα εκατό του πληθυσμού που είχε φυλακιστεί εκεί δεν ξανάδε το φως της μέρας). Μέσα από τη συναρπαστική πλοκή, ο συγγραφέας μάς φέρνει σε επαφή με τον πολιτικοστρατιωτικό μηχανισμό που στήριξε  όχι μόνο το δικτατορικό καθεστώς της Αργεντινής αλλά και αντίστοιχα καθεστώτα σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, τον λεγόμενο «βρόμικο πόλεμο»  που διεξήγαν  με τη συγκατάθεση και τη στήριξη των ΗΠΑ∙ η μυστική υπηρεσία SIDΕ συνεργαζόταν με τη χιλιανή DINA και άλλες νοτιοαμερικανικές υπηρεσίες, αλλά και με τη CIA. Άλλωστε , η γνωστή επιχείρηση «Κόνδωρ»[2], ήταν ένα εκτεταμένο σχέδιο καταστολής που εφαρμόστηκε σε ολόκληρη την ήπειρο και προϋπέθετε διηπειρωτικό δίκτυο επικοινωνίας των μυστικών υπηρεσιών, μυστικές διμερείς συναντήσεις, συνεργασία των στρατιωτικών υπηρεσιών πληροφοριών και των πολιτικών αστυνομιών πολλών χωρών της νότιας Αμερικής, κοινά τάγματα θανάτου, κοινές σχολές «εκπαίδευσης» βασανιστών κλπ. Είναι γνωστό επίσης ότι πολλοί ναζιστές (Μένγκελε, Άιχμαν κι άλλοι εγκληματίες πολέμου) κατέφυγαν εκεί κι εκπαίδευσαν Αργεντινούς στρατιωτικούς και αστυνομικούς .
Μέσα σ αυτό το αλώνι του θανάτου, το να είσαι περιθωριακός, ομοφυλόφιλος, πρεζόνι, Ινδιάνος, γυναίκα/πόρνη, φτωχός και φυσικά αντικαθεστωτικός είναι μια συνεχής απειλή (χαρακτηριστικό καθεστώς «φαλλοκρατικού πατερναλισμού»). Από τη μια η ΣΜΝΑ (ESMA), η διαβόητη Σχολή Μηχανικών του Ναυτικού - το μεγαλύτερο κέντρο βασανισμού στην Αργεντινή. Η ΑΣΑ, Αντικομμουνιστική Συμμαχία Αργεντινής. Η περίφημη Εθνική Διαδικασία Αναδιοργάνωσης. Τα ηλεκτροφόρα όπλα TASER. Oι πτήσεις θανάτου. Η picana, βασανιστήριο με ηλεκτροσόκ στα πιο ευαίσθητα όργανα, εμπνευσμένο από τα γαλλικά βασανιστήρια στην Αλγερία. Οι apropiador, οι θετοί γονείς των παιδιών που γεννούσαν οι κρατούμενες, οι οποίες στη συνέχεια δολοφονούνταν. Αστυνομία με μαύρες φορντ, χωρίς πινακίδες και διακριτικά στοιχεία. Άπειροι αγνοούμενοι.  Φόβος, άγνοια, σύγχυση. Η καταπίεση στο Μπουένος Άιρες ήταν τρομερή, η ατμόσφαιρα μακάβρια. Οι άνθρωποι στο δρόμο απέφευγαν να χαιρετηθούν, να μιλήσουν σε αγνώστους από φόβο μήπως κατηγορηθούν για συνωμοσία, ή μήπως φυλακιστούν γιατί έδωσαν φωτιά σε κάποιον περαστικό.
Υπήρξε  όμως και η αντίσταση.  Οι Μοντονέρος (αντάρτες πόλεων, αρχικά  περονιστές)[3]Οι Γιαγιάδες της Πλατείας του Μάη που αμετανόητες, παρά τον αποδεκατισμό τους με μαζικές συλλήψεις, μαζεύονταν χτυπώντας κατσαρόλες κάθε Πέμπτη, ακόμα και μετά την αποκατάσταση της «δημοκρατίας». ΟΙ Μητέρες ακολούθησαν το παράδειγμά τους. Συστάθηκε μια επιτροπή για τους αγνοούμενους, η CONADEP, με σκοπό να βρει στοιχεία των εξαφανισμένων, ενώ οι γιαγιάδες Αμπουέλας ήταν ειδικευμένες για αναζήτηση χαμένων παιδιών.. Τέλος, η Ένωση Υπεράσπισης των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων.
Μετά την πτώση της δικτατορίας, ο Αλφονσίν δεν τόλμησε να απονείμει δικαιοσύνη. Ύστερα από χρόνια δικονομιών, οι κύριοι υπεύθυνοι την έβγαλαν καθαρή με λίγα χρόνια φυλάκισης, ενώ πολλοί βασανιστές  αθωώθηκαν…

Πρόσωπα
Αυτό είναι το σκηνικό όπου διαδραματίζεται σειρά  -πολιτικών κατά βάση- εγκλημάτων που καλούνται οι ήρωες/πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος να εξιχνιάσουν. Οι ιστορίες τους, φαινομενικά άσχετες,  ξεκινούν παράλληλα, αλλά γρήγορα (στις 100 περίπου σελίδες) συγκλίνουν. 
Ο Ρουμπέν Καλδερόν, δημοσιογράφος από γονείς προοδευτικούς, μετά τη δικτατορία ανοίγει «γραφείο ερευνών», κοινώς γίνεται ντετέκτιβ, με σκοπό αποκλειστικά να βρει τα ίχνη δολοφόνων και βασανιστών της χούντας.  Ο πατέρας του Ντανιέλ, ποιητής, όταν μιλούσε για το Μπουένος Άιρες είχε μέσα του duende, τη νεράιδα, το αερικό, αυτή τη δημιουργική φλόγα, τόσο αγαπητή στο Λόρκα, που την έβρισκες ορισμένες  φορές στην κίνηση ενός τορέρο, στη φωνή μιας τραγουδίστριας ή στην έκσταση μιας χορεύτριας φλαμένκο. Η απίστευτης σκληρότητας τραγωδία του πατέρα και της μικρής αδερφής στην εποχή της Διαδικασίας, δίνει στον Ρουμπέν, που είναι από τους λίγους που κατάφεραν να γλυτώσουν από τις φοβερές φυλακές της ESMA,το κίνητρο να φτάσει στα άκρα προκειμένου να αποδώσει δικαιοσύνη στα θύματα της χούντας.
Από την άλλη η Ζανά, 19 χρονών, ήταν Μαπούτσε , απόγονος ενός λαού που τον είχαν πυροβολήσει εν ψυχρώ στην πάμπα. Πρόκειται  για μια ακόμη γενοκτονία (800.000 νεκροί) στο ενεργητικό των χριστιανών.  Η εντεκάχρονη Ζανά βίωσε τόσο τραυματικά τη βία των Ισπανών («ουίνκα») αστυνομικών που ξεκλήρισαν την οικογένειά της, που από τότε τα στήθη της δεν μεγάλωσαν πλέον. Δεν υπήρξε το παραμικρότερο ρίγος. Πέρασαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, όμως το στήθος της παρέμεινε απελπιστικά ξερό, μια άγονη γη, στερημένη από κάθε ζωή, σαν τους προγόνους της που διώχτηκαν απ τη γη τους. Αυτός ο ψυχολογικός ακρωτηριασμός, η χαμένη θηλυκότητα του νεκρού στήθους διατηρεί την οργή της Ζανά ανέπαφη. Ξεκίνησε σαν πόρνη για να επιβιώσει αλλά αφιερώθηκε με πάθος στη γλυπτική (έκοψε σίδερα, ακόνισε τους κρατήρες του μπετόν, ενσωμάτωσε κολλάζ από ύφασμα και γυαλί στα χρώματα των αυτόχθονων πληθυσμών), με αποκορύφωμα την προσπάθειά της να εικονοποιήσει την οργανωμένη γενοκτονία των Μαπούτσε. Άλλωστε, η κληρονομιά της είναι πολύ βαριά: η προγιαγιά της, Άνχελα, ήταν η τελευταία της φυλής Σελκ’ ναμ, που εκμυστηρεύτηκε στην δισεγγονή της απίστευτες ιστορίες…

Έτσι βλέπουμε ότι οι δυο κεντρικοί ήρωες έχουν  ισχυρά, βιωματικά κίνητρα για να αφιερώσουν όλη τους τη ζωή και την ψυχική δύναμη στην απονομή δικαιοσύνης, την αποκάλυψη του αληθινού ρόλου των προσώπων που εξακολουθούν να έχουν εξουσία, την αποκάλυψη κι εξολόθρευση του μηχανισμού που προσπαθεί πια να «κουκουλώσει» τα εγκλήματα της εποχής της Διαδικασίας, διαιωνίζοντάς τα.  Μια αυτοδικία που φτάνει στα όρια της εκδίκησης. Άλλωστε, δίνεται από το συγγραφέα αντίστοιχα σε κάθε ήρωα η αφορμή:  η Ζανά προσπαθεί να φωτίσει τη δολοφονία της φίλης της Λους (Ορλάντο), τραβεστί (αρχικά φαίνεται ότι είναι μια απλή ιστορία με ναρκωτικά  ή σεξ), ενώ ο Ρουμπέν με την ιδιότητα του ντετέκτιβ ψάχνει στοιχεία για την εξαφάνιση μιας εγκύου φωτογράφου, κόρης γνωστού επιχειρηματία, πίσω από την οποία όμως, όπως υποψιάζεται, ότι κρύβονται ισχυροί πολιτικοί λόγοι.
Πρόσωπο κλειδί είναι και η τραβεστί Πάουλα, ή αλλιώς Μιγκέλ Μικελλίνι, θερμή φίλη της Λους και της Ζανά, μια τραγική φιγούρα με έντονα συναισθήματα και υψηλά όνειρα, που βρήκε άθλιο τέλος. Ο συγγραφέας κινείται άνετα στον κόσμο του περιθωρίου, μάς μεταφέρει όλη την ατμόσφαιρα  μιας στρατιάς ανθρώπων που ήταν καταδικασμένοι στη μιζέρια. Δεν δίνει όμως μόνο την κοινωνική διάσταση αλλά ψυχογραφεί με μεγάλη μαεστρία τους ήρωές του, μάς δίνει λεπτομέρειες από τον μυστικό τους κόσμο, τις χαρές, τις προσδοκίες τους (ο Ορλάντο «Λούς» Λαβάλ έμοιαζε να διατηρεί αλληλογραφία με τους γονείς του, αφηγιόταν την ομορφιά του Μπουένος Άιρες, την αφθονία των μουσείων, τα μαγευτικά πάρκα (…). Μια ψυχή εστέτ ζωντάνευε μέσα απ τις γεμάτες πάθος γραμμές του νεαρού)∙ έχουμε μπροστά μας ολοκληρωμένες προσωπικότητες, όχι απλώς μια τραβεστί ή ένα πρεζόνι.

Όταν ο Ρουμπέν και η Ζανά καταλαβαίνουν ότι οι υποθέσεις τους έχουν κοινά στοιχεία, μοιραία «συναντιούνται», αρχίζουν και συνεργάζονται  ενώ τα τρομακτικά τους βιώματα, το πείσμα και η κοινή τους μοίρα διαχέονται σ έναν έντονο ερωτισμό που καταλήγει σε πάθος. Ο συγγραφέας δίνει αυτή τη μεταστροφή (απόρριψη, συμπάθεια, αγάπη, ερωτισμό, πάθος μέχρι αυτοθυσία) με σταδιακά βήματα, τονίζοντας πολύ την ψυχική επικοινωνία μέσα από τα βλέμματα (ΖΑΝΑ: τα μάτια της έβγαζαν φλόγες απ το μίσος/ για Ινδιάνα ήταν ψηλή, είχε σβέλτη σιλουέτα, ημίμακρα και τόσο μαύρα μαλλιά, ίδια με το βλέμμα της από το οποίο η προγονική θλίψη ξεχείλιζε και έσταζε από πάνω της όπως οι σταγόνες της βροχής στο ποδόμακτρο/ τα μάτια της τον κοίταζαν όπως ο λύκος που βρίσκεται στο στόχαστρο/ αντίκρυσε το γεμάτα αστέρια  βλέμμα της κάτω απ το φεγγάρι που έδυε/ για πρώτη φορά τα αμυγδαλωτά της μάτια είχαν κάτι το χαρούμενο/ τα μαύρα της μάτια πουέμοιαζαν ξεπλυμένα με βρόχινο νερό/ ΡΟΥΜΠΕΝ: δυο μάτια από ανθρακίτη με ψήγματα από μικρά μη με λησμόνει που η μπλε διαυγής λάμψη τους την άφηνε άφωνη/ το βλέμμα του ήταν και πάλι φιλικό/ δεν έβλεπε το βλέμμα του που τη χάιδευε).
Ο έρωτας γεμίζει και λυτρώνει τους δυο ήρωες, που μοιράζονται τα πάθη τους. Κορυφαία στιγμή επικοινωνίας όταν ο Ρουμπέν εμπιστεύεται το «Λυπητερό τετράδιο» όπου καταγράφει με συγκλονιστικές λεπτομέρειες την τραγωδία του πατέρα και της αδερφής του (μαζί με τη Ζανά το διαβάζουμε και μεις), μια κτηνωδία  που προκάλεσε τόσο πόνο ώστε δεν ήθελε να τον μοιραστεί με κανέναν, ούτε τη μάνα του…

Όσο ο έρωτας δυναμώνει, τόσο οι δυνάμεις της εξουσίας έχουν βάλει τους δυο ήρωες στο στόχαστρο. Το μυστήριο γρήγορα διαλευκαίνεται, αλλά έχουν να τα βάλουν με πανίσχυρα θηρία. Οι τελευταίες σελίδες αποτελούν ένα λαχανιαστό κυνηγητό με πολλή αγωνία και πολλή βία εκατέρωθεν, όπου η αυτοδικία γίνεται πια εκδίκηση. Κατά τη γνώμη μου, το αίσθημα δικαίου αποκαθίσταται μεν, αλλά υπερβολικά βίαια.

Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Golpe, η δικτατορία της 24ης Μαρτίου 1976, 
[2] http://www.monde-diplomatique.gr/spip.php?article191
[3] http://archive.in.gr/news/reviews/article.asp?lngReviewID=752664&lngChapterID=-1&lngItemID=752740