Σάββατο, Νοεμβρίου 27, 2021

Φυλαχτό, Roberto Bolaño

Η σκοτεινή νύχτα της ψυχής
προχωράει στους δρόμους της Πόλης του Μεξικού
και τα σαρώνει όλα.
     Ένα «παραισθησιογόνο» αφήγημα (όπως γράφει η Πηνελόπη Χατζηδημητρίου στο πρόγραμμα της αντίστοιχης θεατρικής παράστασης που παίζεται αυτές τις μέρες στο θέατρο Κυκλάδων), ένας εσωτερικός μονόλογος-παραλήρημα με συνειρμούς στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον, είναι η νουβέλα αυτή του μεγάλου συγγραφέα Roberto Bolaño.
     Μια χειμαρρώδης αφήγηση βασισμένη σε αληθινό γεγονός, δηλαδή σε μαρτυρία της Αλσίρα Σουστ (Ουρουγουανή ποιήτρια, λάτρης του Μεξικού) που έζησε 13 μέρες κλεισμένη σε τουαλέτα του Αυτόνομου Πανεπιστημίου του Μεξικού, όταν ο στρατός, στις 18 Σεπτεμβρίου του 1968, παραβιάζοντας το πανεπιστημιακό άσυλο, συνέλαβε περίπου 500 άτομα, φοιτητές, καθηγητές και υπαλλήλους. Λίγες μέρες αργότερα, στις 2 του Οκτώβρη (12 Οκτωβρίου αρχίζουν οι Ολυμπιακοί αγώνες του Μεξικού), θα γίνει η μεγάλη σφαγή 400 περίπου φοιτητών στην πλατεία των Τριών Πολιτισμών. Είναι ιστορικές λοιπόν οι στιγμές για το Μεξικό και τους πολίτες του.
     Η μυθιστορηματική ηρωίδα, η Ουρουγουανή Αουξίλιο Λακουτύρ, αγαπά το Μεξικό όπου ζει χρόνια. Αγαπά τη λογοτεχνία, γνωρίζει τη λατινική και την ελληνική λογοτεχνία, αλλά κυρίως τη λατινικοαμερικάνικη. Αυτοπροσδιορίζεται ως πολίτισσα της Ουρουγουάης, Λατινοαμερικανή, ποιήτρια και ταξιδιώτισα, κυρίως όμως ως «η μάνα όλων των ποιητών», κι αυτό γιατί γνωρίζεται με νεαρούς ποιητές. Ζει μποέμικα, κάνοντας διάφορες δουλειές, όπως καθαρίστρια στο σπίτι των ποιητών Πέδρο Γκαρφίας και Λεόν Φελίπε όπου απολαμβάνει την επαφή με τα βιβλία (εγώ όταν δούλευα τραγουδούσα και δεν με’ ένοιαζε εάν η δουλειά ήταν με αμοιβή ή χωρίς (…) για να κινούμαι ανάμεσα στα βιβλία τους και ανάμεσα στα χαρτιά τους με απόλυτη ελευθερία). Κάνει όμως κι άλλες δουλειές προσωρινές, που ξεπηδάνε από «άλλες ανάγκες»: βόλτες στην Φιλοσοφική Σχολή όπου γυρεύει εθελοντικές εργασίες, π.χ. μια δακτυλογράφηση, βοήθεια σε θεατρικό έργο, μεταφράσεις, χειρισμό προβολέων κλπ, κάποιες φορές με πληρωμή. Έτσι, βρίσκεται κοντά στους νεαρούς Μεξικανούς ποιητές (οι Μεξικανοί ποιητές ήταν γενναιόδωροι κι εγώ ήμουν ευτυχισμένη. Εκείνο τον καιρό άρχισα να τους γνωρίζω όλους και εκείνοι γνώρισαν εμένα. Ήμασταν αχώριστοι). Μαζί με την αφηγήτρια, λοιπόν, παίρνουμε κι εμείς μια ιδέα για τους νεαρούς ποιητές της εποχής (προφανώς τα ονόματα αντιστοιχούν σε πραγματικά πρόσωπα∙ σίγουρα της Λίλιαν Σέρπας και του ζωγράφου γιου της Κάρλος Κόφφιν Σέρπας, αλλά και προγενέστερων, όπως του Πατσέκο, του Βιθέντε Ουιδόμπρο και του Λόπες Βελάρδε (προγενέστεροι)). Η εσωτερική της μνήμη συνδυάζει εικόνες σαν από κινηματογραφική ταινία, όνειρα ή οράματα από παρελθόν και μέλλον (Και το πιο περίεργο είναι ότι το θυμάμαι από το παρατηρητήριό μου του 1968. Από τη σκοπιά μου, από το βαγόνι μου στο μετρό που αιμορραγεί, από την ατέρμονη βροχερή μέρα μου. Μέσα από τις γυναικείες τουαλέτες του τέταρτου ορόφου της σχολής Φιλοσοφίας και Φιλολογίας, το σκάφος του χρόνου μου απ’ όπου μπορώ να παρατηρώ όλους τους χρόνους της Αουξίλιο Λακουτύρ, οι οποίοι, παρότι δεν είναι πολλοί, ωστόσο υπάρχουν).
     Η μεγάλη αδυναμία της Αουξίλιο, όπως επαναλαμβάνει και η ίδια, είναι ο 18χρονος Χιλιανός Αρτουρίνο Μπελάνο, που τον συνάντησε σε μια «εκκωφαντική σύναξη ποιητών» κι έγιναν στενοί φίλοι. Το όνομα του Μπελάνο υπάρχει και στο βιβλίο του Μπολάνιο «Άγριοι ντετέκτιβ». Είναι ο ένας από τους δύο εξαφανισμένους ποιητές, που ανήκουν στο κίνημα του «ενστικτορεαλισμού» (αυτή η επινόηση του Μπολάνιο αντανακλά το πραγματικό λογοτεχνικό ρεύμα του infrarealismo («υπορεαλισμού»), που εκδηλώθηκε στο Μεξικό στη δεκαετία του 80 με θεμελιωτές τον ίδιο τον Μπολάνιο[1] κι έναν φίλο του, τον Ουλίσες Λίμα, που αναφέρεται κι αυτός στο βιβλίο).
     Το μοτίβο του εξαφανισμένου ποιητή, που υπάρχει και στο 2666, είναι ένας από τους άξονες γραφής του Μπολάνιο. Και όχι μόνο του εξαφανισμένου ποιητή, αλλά γενικότερα της ποίησης, η σχέση με την οποία εξακτινώνεται στη σχέση με τον χρόνο και τη μνήμη (Αουξίλιο: δεν είχα τίποτα παρεκτός τη μνήμη μου). Η ηρωίδα, εγκλωβισμένη στην τουαλέτα την ώρα της εισβολής, δεκατρείς μέρες χωρίς φαγητό, καταφεύγει στη μνήμη και παραθέτει όχι μόνο το συγκεκριμένο βίωμα (μείνε εδώ Αουξίλιο, δεν χρειάζεται να μπεις εθελοντικά σε τούτη την ταινία, αν θέλουν να σε χώσουν, ας μπουν αυτοί στον κόπο να σε βρουν), αλλά όλο το πυρηνικό περιεχόμενο της ζωής της. Γι’ αυτό δεν πρέπει να μας παραξενεύει ότι αναφέρεται και στα μελλούμενα, σαν να αναπολεί με κεντρικό επεισόδιο τη μοναξιά και τον διαλογισμό των 13 ημερών όλα τα παρελθόντα αλλά και τα επόμενα, μέχρι που φαίνεται να γνωρίζει και το χρονικό όριο όπου δεν θα ζει πια (2000)∙ το βίωμα είναι τόσο οριακό, σαν των μελλοθανάτων που στο τελευταίο λεπτό της ζωής τους ο χρόνος διαστέλλεται και συμπυκνώνει όλα τα σημαντικά∙ και το σημαντικό αποκτά κι αυτό άλλη διάσταση- αφορά γεγονότα/βιώματα/συναισθήματα που έχτισαν την προσωπική, πνευματική τους πορεία.
     Η σχέση λοιπόν με τον χρόνο αναδιοργανώνεται: έσπασε ο ρόμβος μέσα στον χώρο της εικαζόμενης απελπισίας, ανέβηκαν οι εικόνες από τον βυθό της λίμνης/το έτος ’68 μεταμορφώθηκε στο ’64 και στο έτος ’60 και στο ’56. Κι επίσης μεταμορφώθηκε στο έτος ’70 και στο ’73 και στο έτος ’75 και ’76. Λες και είχα πεθάνει και παρατηρούσα τα χρόνια από μια πρωτόγνωρη γωνία. θέλω να πω: άρχισα να σκέφτομαι το παρελθόν μου σαν να σκεφτόμουν το παρόν μου και το μέλλον μου και το παρελθόν μου, όλα ανάκατα και κοιμισμένα μέσα σ΄ένα μόνο αυγό μελάτο, ένα τεράστιο αυγό δεν ξέρω από τι εσωτερικό πουλί (αρχαιοπτέρυξ μήπως;) προστατευμένο μέσα σε μια φωλιά από ερείπια που καπνίζουν.
     Μέσα σ’ αυτή τη διαστολή του χρόνου, που φορτίζεται από παραισθήσεις και οράματα καθώς προχωρούν οι μέρες, αναφέρεται όχι μόνο στα γεγονότα του Σεπτέμβρη, αλλά πρώτα πρώτα, στην «ανοιχτή πληγή» του Τλατελόλκο, της πλατείας των Τριών Πολιτισμών τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς (κι εγώ δεν έμεινα ανέγγιχτη από την ομορφιά τους. Εμένα δεν μ’ αφήνει ανέγγιχτη κανενός είδους ομορφιά) όπου χύθηκε τόσο αίμα κατά τη φοιτητική διαδήλωση. Και στην ιστορία της Ελένα, στις περιπέτειες της Καταλανής ζωγράφου Ρεμέδιος Βάρο (αχ όλοι οι πίνακες της Ρεμέδιος Βάρο, εκείνη την ώρα της στρατευμένης αϋπνίας παρελαύνουν σαν δάκρυα χυμένα από τη σελήνη ή από τα γαλάζια μάτια μου), στη «συνάντησή» της με την «αληθινή μητέρα της ποίησης» Λίλιαν Σέρπας το 1973 ή 1974, και την εκπληκτική επίσκεψη στον γιο της, τον ζωγράφο Κάρλος Κόφφιν Σέρπας, στο σπίτι αυτό που στηρίζεται στη «μη ζωή» (κατάλαβα ότι δεν κοιτούσε εμένα, την απρόσμενη επισκέπτριά του, αλλά την εξωτερική ζωή, τη ζωή στην ποία είχε γυρισμένη την πλάτη του, και η οποία, από την άλλη, τον καταβρόχθιζε ζωντανό όσο κι αν αυτός καμωνόταν μια μακάρια αδιαφορία).
     Και καθώς η σελήνη φωτίζει τα πλακάκια της τουαλέτας και παρελαύνουν οι εφιάλτες, οι φόβοι, οι «υπερμεγέθεις οπτασίες», οι προφητείες και η αίσθηση θανάτου (ήδη «θυμήθηκε» τη μεταφορά της στο χειρουργείο για να δει τη «Γέννα της Ιστορίας»), αποφασίζει να… επιστρέψει (αποφάσισα να μην πεθάνω από την πείνα μέσα στις γυναικείες τουαλέτες). Βγαίνει από την «κοιλάδα» του θανάτου (δεν ξέρω αν ήταν η κοιλάδα της ευτυχίας ή η κοιλάδα της συμφοράς), καθώς όμως εκείνη απομακρύνεται, «τους» βλέπει:
     Μάλλον ήταν φαντάσματα, περπατούσαν και δεν πετούσαν, τους άκουγε να τραγουδούν, ακούει «τα πιο όμορφα παιδιά της Λατινικής Αμερικής, τα υποσιτισμένα και καλοταϊσμένα παιδιά, τα παιδιά που είχαν τα πάντα και αυτά που δεν είχαν τίποτα», που διέσχισαν την κοιλάδα και γκρεμίστηκαν στην άβυσσο, κι έμεινε σαν ηχώ το τραγούδι-φάντασμα. Και ταράζεται από την ομορφιά τους, από το τραγούδι «πολέμου και αγάπης», που μιλάει για την αγάπη των γονιών τους, των σκυλιών και των γάτων τους αλλά προπαντός την αγάπη που είχαν ο ένας για τον άλλον, τον πόθο και την ηδονή.
    Και ο εσωτερικός μονόλογος τελειώνει με τη διαπίστωση ότι 
αυτό το τραγούδι είναι το φυλαχτό μας.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://lithub.com/read-the-poet-behind-roberto-bolanos-ulises-lima/

Τετάρτη, Νοεμβρίου 24, 2021

Κόκκινες ψυχές, Paul Greveillac

Η πληροφορία είναι δύναμη. Τα ολοκληρωτικά κράτη το ήξεραν καλά.
     Σκοτεινό αλλά πολύ συναρπαστικό το βιβλίο αυτό του Γάλλου συγγραφέα. Σκοτεινό γιατί περιγράφει εκ των έσω την απίστευτη λογοκρισία -σε έντυπα και τέχνη- των μετασταλινικών χρόνων (που βέβαια ξεκίνησε από τον Στάλιν), και συναρπαστικό γιατί όχι μόνο ο τρόπος γραφής είναι ελκυστικός, αλλά και γιατί φαίνεται, με στοιχεία ιστορικά και ντοκουμέντα (αν και οι βασικοί ήρωες είναι μυθιστορηματικοί), ότι και το πιο σκληρό και στεγανό κεντρικό σύστημα έχει «ρωγμές»: η ζωή ξεχειλίζει μέσα από το βράχο, βρίσκει ρίζες και κλαδιά και σπάει και την πιο σκληρή πειθαρχία. Τέλος, η οπτική του συγγραφέα είναι τελείως εσωτερική, καθώς παρακολουθούμε -μέσα από την καθημερινή ζωή- τις μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων, μέσα σ’ ένα ιστορικό πλαίσιο που προκαλεί αμείωτο ενδιαφέρον, αυτό της Σοβιετικής Ένωσης από την εποχή του Χρουστσόφ μέχρι και τον Γκορμπατσόφ. Την καθαρά ψυχροπολεμική εποχή του 20ου αιώνα, που σημαδεύεται από καθοριστικά γεγονότα παγκοσμίως.
     Ο κεντρικός ήρωας, ο Βλαντιμίρ Κατούτσκοφ, επίδοξος αλλά αποτυχημένος συγγραφέας, είναι λογοκριτής στην Γκαβλίτ, δηλ. στην υπηρεσία που αποφασίζει τι θα εκδοθεί από βιβλία και περιοδικά, διαγράφοντας σελίδες, παραγράφους ακόμα κι «επικίνδυνες» λέξεις (χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Θαυμαστός καινούριος κόσμος» του Χάξλεϊ, που στην γαλλική έκδοση (1932) ήταν 284 σελίδες και στην έκδοση της Μόσχας (1935) μόλις 88!!!). Είναι ένας μετριοπαθής άνθρωπος, τυπικός και νομιμόφρων -από τις πρώτες σελίδες τον παρακολουθούμε να πενθεί για τον θάνατο του Στάλιν (1953). Όργανο του κράτους είναι και ο Ουκρανός Πάβελ Γκολτσένκο, που κάνει την ίδια δουλειά για τα κινηματογραφικά έργα, τα ντοκιμαντέρ κλπ., εφόσον δουλεύει ως μηχανικός προβολής στην Κρατική Επιτροπή Κινηματογράφου. Η επιχείρηση της λογοκρισίας και της φίμωσης της ελευθερίας του λόγου απαιτεί μια αυστηρή ιεραρχία (επικεφαλής του Τομέα Πολιτισμού της Κ.Ε., προϊστάμενοι κλπ), της οποίας τα παρακλάδια παρακολουθεί ο αναγνώστης, καθώς ο ήρωάς μας έχει να δώσει λόγο στους ανωτέρους του.
     Οι δυο κρατικοί υπάλληλοι του σοβιετικού καθεστώτος συναντιούνται και γίνονται φίλοι. Ο Βλαντιμίρ, όπως και η μητέρα του -συνταξιούχος δασκάλα- Όλγα (η οποία παράτολμα διαβάζει και απαγορευμένα βιβλία), είναι λάτρης του βιβλίου, αλλά και ο Πάβελ λάτρης της έβδομης τέχνης∙ έτσι, η αγάπη προς την τέχνη τούς ενώνει όλο και περισσότερο σε μια στέρεη φιλία, που μέσα σ’ αυτό το ασφυκτικό καθεστώς δοκιμάζεται. Γιατί οι δυο φίλοι συνειδητοποιούν σταδιακά ότι το καθεστώς περιστέλλει την ελευθερία της έκφρασης και απαγορεύει έργα που είναι πολύ πιο αξιόλογα από τα άνευρα και στερεότυπα έργα που επιτρέπεται να κυκλοφορούν. Ο σκεπτικισμός αρχίζει και γίνεται συνειδητός, καθώς ο Κατούτσκοφ γίνεται και θερμός υποστηρικτής τού –πιο επιεικούς από τον Στάλιν- Χρουστσόφ (τον συμπαθούσε παρά τα ελαττώματά του. Ίσως εξαιτίας αυτών. Ανθρώπινος, πολύ ανθρώπινος σκέφτηκε).
     Σιγά σιγά, ο Βασίλιεφ βρίσκει διέξοδο στην απαγορευμένη λογοτεχνία αφού η «επίσημη» λογοτεχνία, εξαιτίας της πολιτιστικής γραφειοκρατίας, παράγεται με το σταγονόμετρο/ο Κατούτσκοφ λαχταρά βιβλία που δεν τον κάνουν να νιώθει σαν μωρό, βιβλία ουσιαστικά. Οι δυο φίλοι και οι ερωτικές τους συντρόφισσες γίνονται μια παρέα που τους ενώνει η κουλτούρα, λογοτεχνική και κινηματογραφική. Εκτός από τις παράνομες χειρόγραφες εκδόσεις (τα «σαμιζντάτ») που κυκλοφορούν υπογείως σ’ ένα απίστευτο δίκτυο αλληλοδανεισμού, ο Κατούτσκοφ σιγά σιγά αποκτά πρόσβαση και στα «σπετσχράν» (αρχεία φύλαξης απαγορευμένων βιβλίων), το γηροκομείο του γραπτού λόγου/το γκουλάγκ των λέξεων. Ο Κατούτσκοφ είχε ολόγυρά του τη βιβλιοθήκη των λογοκριμένων του σοσιαλισμού.
     Έτσι, πέρα από σημαδιακά ιστορικά γεγονότα στου 20ου αι. (ξεσηκωμός εργατών στο Πόζναν, ουγγρική επανάσταση, ο Γκαγκάριν στο φεγγάρι, κτίσιμο του τείχους του Βερολίνου, καταστολή απεργιών, εισβολή στον Κόλπο των χοίρων, εισβολή στη Δομινικανή Δημοκρατία, διαδηλώσεις, άνοιξη της Πράγας, αυτοπυρπολήσεις, συμφωνία SALT μεταξύ Μπρέζνιεφ και Κάρτερ το 1972, ατύχημα στο Τσέρνομπιλ 1986 κ.α.) που βλέπουμε από κοντά πώς απηχούσαν στην κλειστή κοινωνία της σοβιετικής Ένωσης, ονόματα γνωστά και άγνωστα παρελαύνουν μπροστά στον αναγνώστη. Συγγραφέων, ποιητών, σκηνοθετών, ονόματα όπως του Ταρκόφσκι, του Καλατόζοφ, του Μπουλγκάκοφ και του Σολζενίτσιν, του Μπρόντσκι, του Σαλάμοφ και της Αχμάτοβα, των οποίων η εμβέλεια έφτασε και στον μέσο Ευρωπαίο πολίτη, αλλά και άλλων πολύ σημαντικών προσωπικοτήτων, των οποίων η φήμη στραγγαλίστηκε πριν διασχίσει τα σύνορα (Όσιπ Μαντελστάμ[1], Λαρίσα Σέπτικο[2], Αντόν Βασίλιεφ, Γκρόσμαν, Ντουντίντσεφ, Φαντέγιεφ, Ζαμιάτιν, Βλαντίμοφ, κ.α.). Από την άλλη όχθη βρίσκονται οι καθεστωτικοί, μέλη της Ένωσης συγγραφέων ή «μηχανικοί ψυχής», όπως ονομάζει ο Στάλιν όσους συγγραφείς υπηρετούσαν το καθεστώς (βλ. Σολόχοφ που πήρε Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1965, ξεπλένοντας έτσι την προσβολή Παστερνάκ[3]). Πολύ διαφωτιστικές είναι οι σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου, είτε του συγγραφέα είτε της μεταφράστριας, όπως επίσης και αυτούσιες αναφορές έργων που παρατίθενται στο βιβλίο.
     Ο ήρωάς μας, θεωρώντας τον εαυτό του προνομιούχο που μπορεί να διαβάζει τα απαγορευμένα, σαγηνεύεται όλο και περισσότερο. Μαζί του παρακολουθούμε κι εμείς παράνομες εκδόσεις και περιοδικά που καταφέρνουν να σπάσουν τον κλοιό («Το στρείδι» του Βασίλιεφ που εξέδωσε το έργο του Σολζενίτσιν, το «Νόβι Μίρ» του Τβαντόρσκι, «σαμιζντάτ» του Γκαλάνσκοφ): έβρισκε στα σαμιζντάτ αυτό που είχε ανακαλύψει και στον Ζαμιάτιν: έναν πραγματικό σεβασμό για τον αναγνώστη, που δεν υπήρχε πια εδώ και καιρό, γιατί επικρατούσε το ψέμα και ο φόβος κάθε εικονοκλάστη. Εντωμεταξύ βιώνει μια ρομαντική ιστορία με την αγνή και ανυποψίαστη Αγκραφένα (μια φράση του Μποντλέρ τον κεραυνοβόλησε. «Το όμορφο είναι πάντα παράξενο». Η καρδιά του Κατούτσκοφ ήταν αντισυμβατική), με την οποία αρχίζει και μοιράζεται τις παράνομες αποδράσεις.
     Το πραξικόπημα «χωρίς πυροβολισμούς» του Μπρέζνιεφ (με τη στήριξη της ΚαΓκεΜπε) έφερε ένα καθεστώς πιο αρτηριοσκληρωτικό από του Χρουστσόφ (1964-1982). Ωστόσο οι ρωγμές έχουν αρχίσει να διευρύνονται, η διάβρωση εκ των έσω και τα αντιστασιακά επεισόδια πολλαπλασιάζονται. Συλλήψεις, δίκες-παρωδία, εξορίες, «θερμή άνοιξη» όπως ονομάστηκε το τρίπτυχο «ανάκριση-φυλακή-ψυχιατρείο». Οι καθεστωτικοί (Σβερντλόφ και Αντρόποφ της ΚαΓκεΜπε, η οποία παραγκωνίζει την Γκαβλίτ, Γκρομίκο κλπ) σκληραίνουν τη στάση τους, ενώ η δράση των αντικαθεστωτικών, υπόγεια ή φανερά γίνεται διαρρέει και στη Δύση (βλ. Σολζενίτσιν). Οι πυρήνες αντίστασης πληθαίνουν, ακόμα και στις χώρες που είναι φιλικά προσκείμενες στην ΕΣΣΔ (π.χ. η «Εθνική Ένωση Ρώσων Εργαζομένων και Αλληλέγγυων» στο Βελιγράδι, όπου κατέφυγε ο μεγάλος αντιστασιακός Γκαλάνσκοφ (μόνος του διαμαρτυρήθηκε στην πρεσβεία των ΗΠΑ στη Μόσχα για την εισβολή στη Δομινικανή Δημοκρατία/συνελήφθη αμέσως/δημοσίευση του σαμιζντάτ «Φοίνιξ 66», με την Γκορμπανέφσκαγια[4] διαμαρτυρήθηκε για την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, καταδικάστηκε με τον Γκίνσμπουργκ, πέθανε στο στρατόπεδο πολύ νέος))
     Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν εγκιβωτισμένες περιπτώσεις όπως του συμπαθητικού συντρόφου και συναδέλφου Ζάιτσεφ («σοβιετικού πλεϊμπόι»), που παγιδεύεται από τον λογοκριτή μας και εξορίζεται με τελείως μυστηριώδη τρόπο σε μια εξίσου μυστηριώδη αποστολή στο Ανατολικό Βερολίνο (ο Κατούτσκοφ κατάλαβε τελικά, σε μια αναλαμπή, τι έκανε στο Βερολίνο. Ήταν εκείγια να προκαλέσει την πτώση του Ζάιτσεφ).
     Το πυρηνικό όμως επεισόδιο, στο δεύτερο μισό του βιβλίου, είναι η εξέλιξη της θρυλικής φιλίας των δυο ηρώων. Ο αντικαθεστωτικός συγγραφέας Μιχαήλ Λιούτσιν, που έγραψε το «Απομαγευμένο Πλυντήριο» και το «Κόκκινο Σύννεφο» (εκδόθηκαν στο «Στρείδι» από τον Άντον Βασίλιεφ) είναι μια μυστηριώδης προσωπικότητα που ξέρει να κρύβεται όχι μόνο από την ΚαΓκεΜπε αλλά και από… τον αναγνώστη. Το μυστήριο του Μιχαήλ Λιούτσιν διατρέχει το βιβλίο και επηρεάζει την τύχη αλλά και τη σχέση των δύο φίλων. Είναι και το πιο γοητευτικό και συναισθηματικό στοιχείο της αφήγησης, δεδομένου αυτού του ασφυκτικού και ιδιαίτερου πολιτικοκοινωνικού πλαισίου.
     Ο Βασίλιεφ, καθώς μεγαλώνει κι έχοντας σημαδευτεί από βαθιές προσωπικέςαπώλειες, γίνεται όλο και πιο «ανθρώπινος» (ήθελε να δει στον Γκορμπατσόφ έναν Χρουστσόφ πιο εκλεπτυσμένο, πιο μορφωμένο, πιο ικανό. Κι στην περεστρόικά του έβλεπε ένα πρόγραμμα ικανό να κάνει την ΕΣΣΔ που είχε ονειρευτεί. Όμως, είτε επειδή ήταν πολύ αργά -τα χρόνια του Μπρέζνιεφ είχαν σκληρύνει την αυτοκρατορία, την είχαν κάνει πέτρα που έπρεπε να τη σπάσεις με κομπρεσέρ- είτε επειδή ο ίδιος δεν μπορούσε πια να πιστέψει, ο Κατούτσκοφ έβλεπε στην περστρόικα κυρίως ένα καθεστώς που ήταν σε αδιέξοδο και τα έπαιζε όλα για όλα). Συνταξιοδοτείται ακριβώς την εποχή που ο Γκορμπατσόφ ετοιμάζει τον νόμο για κατάργηση της λογοκρισίας, ενώ η Σοβιετική ένωση μπαίνει σε μια νέα δίνη της Ιστορίας.
     Όταν οι δύο ήρωες φεύγουν απ' τη ζωή, ο κόσμος γύρω τους έχει αλλάξει.  
Χριστίνα Παπαγγελή  

[1] Ποιητής που πέθανε σε στρατόπεδο: «Γιατί παραπονιέσαι, μόνο στη χώρα μας σέβονται την ποίηση –για χάρη της σκοτώνουν. Αυτό δεν συμβαίνει πουθενά αλλού».
[2] https://www.imdb.com/name/nm0791899/
[3] Ο Παστερνάκ (συγγραφέας του Δόκτορ Ζιβάγκο κ.α., βραβεύτηκε με το Νόμπελ το1958 αλλά το αρνήθηκε για πολιτικούς λόγους https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CF%80%CE%BF%CF%81%CE%AF%CF%82_%CE%A0%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%BD%CE%AC%CE%BA
[4] http://www.stepamag.com/2017/02/10/%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%AC%CE%BB%CE%B9%CE%B1-%CE%B3%CE%BA%CE%BF%CF%81%CE%BC%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AD%CF%86%CF%83%CE%BA%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%B1-in-memoriam/

Τρίτη, Νοεμβρίου 16, 2021

Αρκαδία, Emmanuelle Bayamak-Tam

Με άλλα λόγια, υπάρχουν πολλοί τρόποι να είσαι ομοφυλόφιλος
και πολλοί τρόποι να είσαι γυναίκα-
και σε κάθε περίπτωση, αμέτρητοι τρόποι ν’ αγαπάς
     Ουτοπία; Ετεροτοπία; Δυστοπία; Α-τοπία; Ψάχνω να βρω το πρώτο συνθετικό αυτού του όρου για να εκφράσω με μια λέξη τον πυρήνα αυτού του καταπληκτικού βιβλίου, που κινείται στο όριο της φαντασίας περι-γράφοντας μια πραγματικότητα πιο αυθεντική απ’ αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει γύρω μας. 
     Το Liberty House, όπου διαδραματίζεται η υπόθεση, είναι ένα κλειστό κοινόβιο, μια ελευθεριακή αδελφότητα στην Γαλλική Αρκαδία -μια περιοχή με παρθένα φύση στα δυτικά της Λυών-, που παλιότερα ήταν οικοτροφείο θηλέων με εκκλησιαστικό προσανατολισμό, και στο μυθιστορηματικό «σήμερα», ως μονάδα παραγωγής φρούτων και λαχανικών, φιλοξενεί όλους τους «ξεχασμένους της μεγάλης παρέλασης», δηλαδή καμιά τριανταριά ανάπηρους, υπέργηρους, διπολικούς, καταθλιπτικούς, καρκινοπαθείς, πολυτοξικομανείς, δυσανεκτικούς, παχύσαρκους κλπ κλπ. Είναι μια «μεγάλη αγκαλιά» ανοιχτή σε κάθε παραξενιά, δυσμορφία, ιδιοτροπία∙ ένα καταφύγιο για φρικιά, όπου ο κύριος εμπνευστής και πνευματικός καθοδηγητής, Αρκαντύ, διακηρύσσει με πάθος το δικαίωμα όλων των πλασμάτων στην αγάπη, τον έρωτα, την αποδοχή, την έλλειψη ντροπής για το σώμα τους. Το δικαίωμα στη ζωή, όχι μόνο των ανθρώπων αλλά και των ζώων. Το Liberty House που θα μπορούσε να λέγεται και το «Σπίτι της ηδονής», στρατολογεί τα μέλη του πρωτίστως μεταξύ των άσχημων, μέσα στους οποίους συγκαταλέγεται και η κεντρική ηρωίδα και αφηγήτρια, η 14χρονη Φαρά (ραχιαία κύφωση, καθοδικά μάτια, πλακουτσωτή μύτη, κακοσχηματισμένα χείλη, ογκώδης σιλουέτα, πυκνή τριχοφυΐα κλπ).
     Η ενήλικη τώρα Φαρά, περιγράφει με απίστευτη ευαισθησία και χιούμορ την πολυτάραχη ενηλικίωσή της στο Liberty House, όπου κατέφυγε αναγκαστικά όλη της η οικογένεια, εφόσον η μητέρα της υπέφερε από τρομερούς πόνους λόγω ακραίας ηλεκτρομαγνητικής ευαισθησίας (!!)(φοβόμασταν τα πάντα/φοβόμασταν και οι φόβοι μας ήταν τόσο πολλαπλοί και ύπουλοι όσο και οι ίδιες οι απειλές/ φοβόμασταν τις νέες τεχνολογίες, την υπερθέρμανση του πλανήτη, το ηλεκτρομαγνητικό νέφος κλπ κλπ). Στο Liberty House οι άνθρωποι είναι απαλλαγμένοι από κάθε επαφή με την τεχνολογία (δεν υπάρχει ίντερνετ, κινητό, ούτε καν τηλεόραση), είναι χορτοφάγοι, απολαμβάνουν τον έρωτα σε κάθε μορφή και σε κάθε ηλικία και είναι σε στενή σύνδεση με τη φύση.
     Ο εμπνευστής αυτού του κοινωνικού εγχειρήματος (σαν καλός ποιμένας που συνοδεύει στη βοσκή το αθώο κοπάδι του), ο Αρκαντύ, είναι ένας άνθρωπος -εξαίρεση. Πληθωρικός κι ενθουσιώδης, αγαπά με πάθος τους πάντες και τα πάντα, πρεσβεύει πως πρέπει να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας όπως είναι, με τα πιθανά ελαττώματά του, την τεράστια μύτη, τις ρυτίδες, την κυτταρίτιδα, τα στραβά δόντια, τα πεταχτά αυτιά. Και δεν το πρεσβεύει απλώς, το κάνει πράξη καθώς είναι θερμός ερωτικά με όλους, κι ενθαρρύνει και όλους να ελευθερωθούν σεξουαλικά, χωρίς αναστολές, χωρίς ντροπές (ο κατάλογος των θηραμάτων του Αρκαντύ είναι εντυπωσιακός). Έχει βγάλει σε όλους παρατσούκλια, διοργανώνει μεγάλες γιορτές και βγάζει ένθερμους λόγους για ποικίλα θέματα, όλα γύρω από τη ζωή και τον τρόπο να ζεις πραγματικά (οι άνθρωποι πεθαίνουν περιμένοντας να ξεκινήσει η ζωή από τη μία στιγμή στην άλλη, αλλά αυτή η στιγμή δεν φτάνει ποτέ. Για να αρχίσουν να ζουν, θα χρειαζόταν πρώτα να απαλλαγούν από ό, τι τους σκοτώνει σιγά σιγά). Μέσα σε τέτοιο παθιασμένο παραλήρημα π.χ., απαγόρευσε τους καθρέφτες στο Libety House, ή έχει αφιερώσει δεκάδες λόγους στον αντισπισισμό (άλλωστε το Liberty House είναι και καταφύγιο για ζώα). Το επιστέγασμα κάθε κηρύγματος είναι το επερχόμενο «τέλος του κόσμου».
     Το Liberty House είναι μια κοιτίδα όπου οι άνθρωποι κολυμπάνε στην αγάπη. Μια αγάπη όχι τόσο χριστιανική, θα έλεγε κανείς πιο πολύ χίπικη, όπου υπάρχει πλήρης αποδοχή και αγάπη για τους άλλους, ανιδιοτέλεια και ανεμπόδιστη ηδονή. Τα λιγοστά παιδιά της αδελφότητας, συμπεριλαμβανομένης και της Φαρά, μεγαλώνουν στο «εμείς» (θεωρώ ότι χάρη στον τρόπο με τον οποίο έχω ζήσει από τα πρώτα μου κιόλας χρόνια, έχω γίνει ειδήμων του «εμείς», σε αντίθεση με τους περισσότερους ανθρώπους που αγνοούν εντελώς τη σημασία του/ήμουν «εμείς» από παιδί: αυτό βοηθάει).
     Και δεν είναι λόγια. Η Φαρά έχει αποκοπεί από τον συναισθηματικό γονεϊκό δεσμό (αναγκάστηκα να παραιτηθώ από το να έχω μια προνομιακή σχέση με τους γονείς και τη γιαγιά μου) και παρουσιάζει τους ιδιόρρυθμους γονείς της όπως και τη νυμφομανή λεσβία γιαγιά της με ευαισθησία, οξυδέρκεια και αγάπη, μια αγάπη τόσο πλατιά που αποδέχεται και τα ελαττώματα τους σαν κάτι απολύτως φυσικό. Μας περιγράφει τους τρόφιμους του ιδρύματος (που είναι όλοι “sui generis”, ιδιαίτερα ο πατέρας, η μάνα, η γιαγιά) με σπαρταριστό χιούμορ και ρεαλισμό, κυρίως με μια σπάνια ενσυναίσθηση (ήταν χαζή, εγωίστρια και κακιά, αλλά αν αγαπούσαμε μόνο τους ανθρώπους που το αξίζουν, η ζωή θα ήταν μια τρομερά βαρετή απονομή βραβείων). Άλλωστε με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει και τον ίδιο της τον εαυτό: έχει πλήρη επίγνωση της αποκρουστικής εμφάνισής της, παρόλ’ αυτά αφήνει ελεύθερο κάθε συναίσθημα να ανθίζει -αρνητικό ή θετικό-, χωρίς κόμπλεξ και αναστολές.
     Η αδυναμία που τρέφει η έφηβη ηρωίδα προς τον Αρκαντύ γίνεται πάθος που εκδηλώνεται απερίφραστα (είμαι φτιαγμένη για τη λατρεία. Και κανείς δεν αξίζει περισσότερο τη λατρεία από τον Αρκαντύ/τον αγαπώ και τον ποθώ παρόλο που είναι πενηντάρης και μετά βίας πιο προικισμένος από μένα από άποψη εμφάνισης: κοντός, παχουλός, με ανοιχτόχρωμα γουρλωτά μάτια και κάτι σαν μαϊμουδίσιο εξόγκωμα ανάμεσα στη μύτη και στο πάνω χείλος). Η ερωτική σχέση του Αρκαντύ με τον Βίκτορα κάνει την μικρή Φαρά να νιώθει ένα είδος φθόνου. Θεωρεί τον Βίκτορα νάρκισσο, θρησκόληπτο «του χειρίστου είδους», αποκρουστικό, «μαύρη ψυχή»∙ και αδυνατεί να καταλάβει τους λόγους που τον αγαπά ο Αρκαντύ (αυτός είναι ο κίνδυνος με τα ανώτερα όντα: δυσκολεύονται να συλλάβουν πως κάποιος μπορεί να είναι ποταπός και να έχει ποταπά κίνητρα). Ωστόσο παραδέχεται εύκολα και τις φωτεινές του πλευρές, όπως το ότι μπορεί να είναι ένας απαίσιος φιγουρατζής, όμως είναι εξίσου ειλικρινά λάτρης της ποίησης και έχει τη δική του βιβλιοθήκη.
     Η απαγόρευση της πρόσβασης στα κοινωνικά δίκτυα, σύμφωνα με τη Φαρά, αντισταθμίζεται από άλλα πλεονεκτήματα (θα έδινα τα πάντα για να έχω ένα iPhone, όμως εντάξει, το να μένεις στο Liberty House προσφέρει αντισταθμίσματα/ έχω τα δικά μου δίκτυα), εκ των οποίων το σημαντικότερο είναι η επαφή -βαθιά, συνεχής και ουσιαστική- με τη φύση. Η συγγραφέας μας κάνει να μετέχουμε και μεις στη μαγεία που συνεπαίρνει την ηρωίδα, στα μικρά μυστικά, στην έκσταση και το δέος που νιώθει, στις αποδράσεις της, στη σοφία τέλος που της παρέχει η σύνδεση με τη φύση.

-Ποια είμαι εγώ;
     Η ερωτική προσέγγιση της Φαρά και του Αρκαντύ ξεκινάει στα λόγια από τα 14 της (-με βρίσκεις όμορφη;-Το αποτέλεσμα είναι κάπως αποτυχημένο/σε βρίσκω σέξι). Υπόσχονται τελετή ερωτικής ολοκλήρωσης όταν θα κλείσει τα δεκαπέντε (μαζί με γιορτή «quinceañera» όπως κάνουν οι Μεξικάνοι), της οποίας η περιγραφή είναι σχεδόν ξεκαρδιστική (ο μόνος τρόπος για να αποφύγω την γελοιότητα είναι να την αγκαλιάσω). Ακόμα όμως πιο σπαρταριστή είναι η επίσκεψη της Φαρά στον γυναικολόγο μαζί με τον Αρκαντύ (που παρουσιάζεται σαν μπαμπάς της), για να ανακαλύψουν ότι έχει μεγάλη δυσπλασία ανατομική στα γεννητικά όργανα: δεν έχει μήτρα και ο κόλπος είναι σαν ένα ρηχό… κύπελλο τριών εκατοστών (σύνδρομο Rokitanski[1]), ούτε λόγος βέβαια για περίοδο. Η αργή αρσενικοποίηση της Φαρά, που καθώς μεγαλώνει επιδεινώνεται (επιπεδοποίηση του στήθους, τριχοφυΐα κλπ), δεν την εμποδίζει από το να νιώθει γυναίκα και να ποθεί τρελά τον Αρκαντύ (έτσι όπως με έχουν ταΐσει από μικρή με τρελό έρωτα, έτσι όπως άκουγα από μικρή τη φλογερή γλώσσα του πόθου δεν σκέφτομαι τίποτ’ άλλο). Φυσικά, τίποτα δεν εμποδίζει τους δυο ελευθεριακούς εραστές, όταν πλέον έρχεται η πολυπόθητη ώρα, να απολαμβάνουν μέχρις εσχάτων την ηδονή, ακόμα και με αγγίγματα κάτω απ’ τα τραπέζια κλπ. αν και κανένας δεν κρύβεται στο σπίτι των ηδονών. Για τη Φαρά ο Αρκαντύ είναι ένα «ερωτικό παιδί θαύμα», ένας άντρας-συντριβάνι που προσφέρει όχι μόνο το σπέρμα του, αλλά τον χρόνο του, την ενέργειά του, την προσοχή του, τον πόθο του, την ηδονή του. Η Φαρά βρίσκεται σε «ορμονικό αναβασμό», ψάχνει σε βιβλία και σε προσωπικές συνεντεύξεις απαντήσεις στο «τι είναι γυναίκα», «τι είναι άντρας», κάνει έρευνες για τους διεμφυλικούς, προσεγγίζει ακόμα και την -αποδεδειγμένα θεόχαζη- μάνα της, χωρίς σαφείς απαντήσεις για την περίπτωσή της. Ξέρει ότι δεν είναι λεσβία, ότι είναι ή γκέι άντρας, ή στρέιτ κοπέλα. Παρόλη πάντως την ασάφεια του φύλου, η αγαλλίαση της ένωσης με τον Αρκαντύ δεν έχει όρια (μόνο μαζί μου έχει το θάρρος να αποκαλυφθεί έτσι όπως πραγματικά είναι, ακαλλιέργητος, πρόστυχος, λάτρης των θαλάσσιων σαλιγκαριών (παρόλο τον αντισπισισμό(!)/δεν γνωρίζει περισσότερα για τα λουλούδια απ’ ό, τι για την λογοτεχνία, το βλέπω, όμως τον συγχωρώ επειδή η ειδικότητά του είναι η ανθρωπότητα. Η αγάπη. Ή ακόμα, η αγάπη της ανθρωπότητας). Μέσα από τον τρελό έρωτα, το πρόβλημα ταυτότητας της Φαρά (είμαι ένα λάθος της φύσης, ένα σύμπλεγμα συμπτωμάτων που θα κάνουν τη ζωή μου εξαιρετικά δύσκολη) βρίσκει μια σοφή απάντηση: δεν έχω τίποτ’ άλλο να κάνω παρά να είμαι ο εαυτός μου.
     Σύντροφος στις έρευνες και στις εφηβικές ανησυχίες της Φαρά είναι ο αξιόπιστος και υποψιασμένος Ντανιέλ, τρόφιμος κι αυτός του Liberty House, με αντίστοιχα σεξουαλικά θέματα (ίντερσεξ). Μαζί θα σπάσουν το προστατευτικό κουκούλι του κοινόβιου ανοίγοντας τα φτερά τους σε νέες εμπειρίες (κάτι που έχω κοινό με τον Ντανιέλ, αυτή η θέληση να κερδίσω χρόνο στη ζωή, να μην την ξοδέψω σε ανώφελο ύπνο). Μία από τις εξόδους είναι το πάρτι λεσβιών «Wet for me» (!), όπου η Φαρά γνωρίζει τη Μωρίν, πρόσωπο που θα παίξει σπουδαίο ρόλο στη συνέχεια.

Απ’ ό, τι φαίνεται, το να μεγαλώνεις σε έναν ακτινοβόλο λόφο,
χωρίς ή σχεδόν χωρίς αρμόδιους γονείς,
με μόνη οδηγία την απρόσκοπτη αγάπη και ηδονή,
δεν εμποδίζει ούτε την κρίση της εφηβείας,
ούτε την τέχνη της φυγής.
    Αυτό που θα δράσει σαν καταλύτης στη ζωή και της Φαρά, αλλά και του Ντανιέλ, αυτό που θα ανατρέψει τις ζωές τους και όλες τις ισορροπίες είναι ο «Παρασκευάς» (το πραγματικό του όνομα Ανγκοσόμ), ένας πανέμορφος μάυρος μετανάστης που κρύβεται στην Αρκαδία. Η ανακάλυψή του αναστατώνει τους δυο φίλους και ξεσηκώνει κύματα λαγνείας. Μια καινούρια «γνωριμία» (για να είμαι ειλικρινής, ονειρεύομαι πιο πολύ τη γνωριμία παρά τον έρωτα. Τον έρωτα τον έχω ήδη, ενώ δεν έχω γνωρίσει ποτέ κανέναν), που κάνει ακόμα πιο επιτακτικό το πρόβλημα της ταυτότητας της Φαρά (είμαι υποχρεωμένη να παραδεχτώ πως η μεταμόρφωσή μου συνεχίζει την αναπότρεπτη πορεία της/είμαι ολομόναχη με τα συμπτώματά μου, ούτε διεμφυλική ούτε shemale, ούτε ερμαφρόδιτη, ούτε ladyboy κι ακόμα λιγότερο τρανσέξουαλ ή δεν ξέρω τι ). Γιατί φυσικά ο Ανγκοσόμ κρύβεται, αλλά οι δυο έφηβοι πιστεύουν ότι η ανοιχτή ελευθεριακή κοινότητά τους θα δεχτεί στις ανοιχτές αγκάλες τη «μαύρη Αφροδίτη». Παρόλ’ αυτά, ακόμα και ο μεγαλόψυχος Αρκαντύ καταφεύγει σε ρητορικά κόλπα και «μπουρδολογίες» προκειμένου να διώξουν τον ανεπιθύμητο από τους περισσότερους μετανάστη. Όταν μάλιστα η Φαρά προτείνει στη συνέλευση να γίνει το Liberty House κέντρο φιλοξενίας, ο Αρκαντύ, ασυνήθιστος να τον αμφισβητούν, καταφεύγει σε άθλια επιχειρήματα ενώ όλοι οι υπόλοιποι πραγματοποιούν τη μικρή ηλιοτροπική περιστροφή που θα τους ευθυγραμμίσει με τις αποφάσεις του αρχηγού.
     Αυτή η έκπληξη δημιουργεί στους δυο νεαρούς τρικυμία συναισθημάτων: πώς να συνεχίσω να αγαπώ τον Αρκαντύ έπειτα απ’ αυτήν την απογοήτευση, αυτή την προδοσία όλων των αρχών μας, αυτή τη ρύπανση που είναι χειρότερη από όλες όσες αποφεύγουμε, αφού δηλητηριάζει το νέο μου μυαλό;
     Η πανέξυπνη Φαρά δεν αργεί να μπει στο νόημα του κόσμου των ενηλίκων: η αγάπη είναι αδύναμη, ισοπεδώνεται εύκολα, σβήνει και γεννιέται εξίσου γρήγορα. Συνειδητοποιεί γρήγορα ότι πίστεψε με αφέλεια τον υπέρμετρο αλτρουισμό, τον φλογερό πόθο, την απέραντη πραότητα, την καλοσύνη, τη συγχώρεση, αλλά όχι για τον πρώτο μαύρο αι άφραγκο μετανάστη.
     Το σοκ είναι τόσο μεγάλο που σηματοδοτεί την αρχή του τέλους. Οι δυο δεκαεξάχρονοι πια, μαζεύουν τα μπογαλάκια τους κι εγκαταλείπουν την «αυτοδιαχειριζόμενη ουτοπία», μετά από μια συγκινητική «αποχαιρετιστήρια περιοδεία», με επιστέγασμα τον αποχαιρετισμό του Αρκαντύ (αυτό που νιώθω είναι πόσο δεκαεξάχρονη είμαι/κι έτσι ακόμα κλαίω γιατί η αγάπη δεν πεθαίνει εύκολα).
     Ο καινούργιος κόσμος ανοίγεται στους δύο φυγάδες με τη βοήθεια της ιδιαίτερης Μωρίν. Η Φαρά έχει σαν παρακαταθήκη όλες τις πνευματικές κατακτήσεις του κοινόβιου, π.χ. την σημασία να ερμηνεύεις τα όνειρα, ή το ότι ο πόθος δεν απαιτεί την τελειότητα, ότι όλα τα σώματα είναι ίδια, και παρόλη την ερωτική σχέση που καλλιεργεί με τη Μωρίν, ομολογεί: μου εμπνέει ευγνωμοσύνη, εκτίμηση, στοργή, πόθο, αλλά το άθροισμα όλων αυτών των συναισθημάτων δεν θα ονομαστεί ποτέ αγάπη.
     Η ηρωίδα ωριμάζει αργά και σταθερά μέσα στις νέες συνθήκες, βρίσκει σιγά σιγά την ταυτότητά του/της, τον εαυτό του/της, γίνεται ποθητός/ή, αποπέμπει ηρεμία και γλυκύτητα (θαρρείς και τους κυριεύει η ηρεμία μου και η τέχνη της χαράς που κατέχω). Όμως το Liberty House και οι αξίες του είναι ζωντανό... το «αγκάθι» στη νέα της ζωή είναι ότι η παλιά εμφανίζεται ακάλεστη. Οι δεσμοί αγάπης όπως διαμορφώθηκαν στην ουτοπική κοινότητα, δίνει χίλιες αποχρώσεις της έννοιας της Αγάπης –όχι μόνο προς τον Αρκαντύ, αλλά προς όλα τα μέλη της κοινότητας.
    Γιατί προς το τέλος του βιβλίου η κοινότητα δοκιμάζεται, και η Φαρά στέκεται συμπαραστάτης, με την ωριμότητα που την διακρίνει πια. Νιώθει, ή μάλλον ξέρει ότι αρχίζει το τέλος, το τέλος της ου- τοπίας και των προσώπων που την στήριξαν, κι ότι ήρθε η σειρά της ανταπόδοσης: 
     ...είναι καιρός να ανταποδώσω στο εκατονταπλάσιο ό, τι έλαβα ως κληρονομιά, την ελεύθερη ενέργεια που θα μπορούσε άνετα να βάλει φωτιά στον κόσμο και να σταματήσει την τραγική παρεξήγηση στην οποία έχει μετατραπεί η ανθρώπινη κατάσταση.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] https://www.maxmag.gr/soma-igia/syndromo-rokitansky-mia-spania-genetiki-pathisi/

Τρίτη, Νοεμβρίου 09, 2021

Χαμένες ταυτότητες, Ρεζά Γκολαμί

     Ο Ρεζά Γκολαμί  είναι Αφγανός στην καταγωγή, κάτοικος της Ελλάδας από το 2006 και Έλληνας πολίτης από το 2016. Σήμερα είναι 43 χρονών και έχει εστιατόριο στα Εξάρχεια με αφγανική κουζίνα. Στο σύντομο αυτό βιβλίο μάς αφηγείται τη δύσκολη και τεθλασμένη πορεία από μια συνεχή προσφυγιά που ξεκίνησε από τα 8 του χρόνια, μέχρι να μπορέσει να φτιάξει ξανά μια ζωή με αξιοπρέπεια, παγιώνοντας τη διπλή του ταυτότητα: δεν ξεχνά το παρελθόν, αλλά ζει πια και νιώθει ελεύθερος στην Ελλάδα (οι δυο μου ταυτότητες και κουλτούρες φέρνουν αναστάτωση στη ζωή μου, όπως και οι εσωτερικές συγκρούσεις και οι ευθύνες που αναλαμβάνω ύστερα από την ενσωμάτωσή μου στην ελληνική κοινωνία).
     Πρόκειται για μια -ακόμη- συγκλονιστική μαρτυρία∙ για μια τραγική ιστορία με πολύ πόνο και αίμα, από τις χιλιάδες που έζησαν οι συμπατριώτες του στη δύσκολη εποχή της ενηλικίωσής του, στην πολυτάραχη Καμπούλ. Γιατί ο Γκολαμί γεννήθηκε το 1988, την εποχή που έληξε ο σοβιετο-αφγανικός πόλεμος –ουσιαστικά εμφύλιος(1989), ενώ όταν γίνεται 8 χρονών, το 1996, τα σοβιετικά στρατιωτικά στρατεύματα αποχωρούν ενώ οι Ταλιμπάν παίρνουν την εξουσία επιβάλλοντας τον ισλαμικό νόμο, τρομοκρατία και υπακοή
έργο του Αφγανου Hafiz Pakzad 

     Μέσα από την εξιστόρηση του Ρεζά Γκολαμί, έχουμε την ευκαιρία να διατρέξουμε την ιστορία αυτής της χώρας που επιβιώνει χιλιετίες τώρα, και την πολιτική ζωή των τελευταίων χρόνων του 20ου αι. που έφεραν τη χώρα στο σήμερα. Βλέπουμε την θλιβερή φθορά ενός πολιτισμού πολύ αξιόλογου, του οποίου παίρνουμε γεύση από τα λόγια του παππού του∙ λόγια που γράφονται ανεξίτηλα στην παιδική ψυχή, παρόλο που ο παππούς σκοτώνεται μπροστά στα μάτια του, από πύραυλο που άνοιξε… κρατήρα στην αυλή (βομβαρδισμό των Ταλιμπάν που παίρνουν την εξουσία το 1996). Η βία που έχει ήδη ξεκινήσει από το 1994, έρχεται σε χτυπητή αντίθεση με τις εικόνες ειρήνης και ηρεμίας(βλ. χαρταετοί στον ουρανό της Καμπούλ) που θυμάται ο πολύ μικρός σε ηλικία Ρεζά (οι απαγωγές παιδιών είναι καθημερινό φαινόμενο/δεν ξέρεις τι γίνεται; Παίρνουν παιδιά και τα σκοτώνουν, πουλούν τα όργανά τους ή τους «τοποθετούν» ναρκωτικά προκειμένου να τα μεταφέρουν στο Πακιστάν). Η ζωή με τους Ταλιμπάν είναι αβίωτη, η φτώχεια απροσπέλαστη, τα σχολεία μισογκρεμισμένα, κρεμούν στις πλατείες όσους ασχολούνται με την πολιτική. Η πρώτη διέξοδος, στην οποία κατέφυγαν και οι αδερφοί του Ρεζά ήταν το Ιράν αλλά και ο ίδιος στην ηλικία των 8 ετών, μετά τον θάνατο της μητέρας από έλλειψη ξεκινά για το Πακιστάν, όπου θα βρει την αδερφή του.
     Οι εικόνες των βιασμών και των βασανιστηρίων στην «έξοδο» από τη χώρα στοιχειώνουν το μικρό παιδί για πολύ καιρό. Στο Πακιστάν, τον ρόλο του εμψυχωτή στο δύσκολο ξεκίνημα παίζει ένας φωτισμένος δάσκαλος, που αντιλήφθηκε την αγάπη του μικρού για την ιστορία. Όμως κάποια μέρα κι αυτός "εξαφανίστηκε" για λόγους πολιτικούς. Παρόλ’ αυτά, ο μικρός Ρεζά (Ασράφ;) πηγαίνει σχολείο μέχρι τη Δευτέρα γυμνασίου (αποκτώ γνώσεις και ενημερώνομαι για πολιτικά ζητήματα) και δουλεύει μέχρι τα δεκατρία του, στέλνοντας λεφτά στην οικογένεια στην Καμπούλ. Και το Πακιστάν όμως, όπως και το Ιράν αποδεικνύονται επικίνδυνοι τόποι για τους Αφγανούς. Με την εισβολή των αμερικάνων, η ελπίδα επιστρέφει και μαζί της και χιλιάδες Αφγανοί επιστρέφουν στην πατρίδα.
    Όμως τα πράγματα τώρα (2001-3) είναι πολύ αλλιώτικα (ακόμα δεν έχω συνειδητοποιήσει αν είναι καλύτερα ή χειρότερα απ΄ό, τι ήταν πρώτα. Το σίγουρο είναι ότι δεν πέφτουν πια οι βόμβες βροχή). Στην Καμπούλ κυριαρχεί το χρήμα, η διαφθορά κι ο φανατισμός. Η φτώχεια, το μίσος και ο τρόμος και στην πιο καθημερινή εκδήλωση, γιατί το ότι έφυγαν οι Ταλιμπάν ήταν μόνο στα λόγια, στην πράξη δεν έφυγαν όλοι (όχι, δεν έφταιγε μόνο η κυβέρνηση, αλλά ακόμα και η ίδια η κοινωνία, που τα τελευταία χρόνια είχε διαποτιστεί με ακραίες απόψεις).
     Ξανά στην προσφυγιά (15 χρ.), στο Ιράν αυτή τη φορά, στον αδερφό, και τα κουτσοκαταφέρνει πιάνοντας αμέσως δουλειά 12ωρο τη μέρα, μέχρι που συλλαμβάνουν τον αδερφό για να τον απελάσουν (το 2005 οι Ιρανοί διώκουν τους Αφγανούς). Στη συνέχεια, μέσω Τουρκίας όπου επικρατούσε ο φόβος των βασανισμών φεύγουν με φουσκωτό για Ελλάδα (η απελπισία είναι ό, τι χειρότερο υπάρχει σ’ αυτή τη ζωή).
     Στο Κέντρο Κράτησης Παγανής στη Μυτιλήνη, νέες δοκιμασίες περιμένουν τους συνταξιδιώτες. Τα προβλήματα τώρα είναι τα γνωστά: πρώτα πρωτα της επιβίωσης, της άδειας παραμονής («Σε ένα μήνα πίσω στο Αφγανιστάν»), το οικονομικό, το εργασιακό, και βέβαια ο γνωστός ρατσισμός. Όμως η καλή τύχη, η προθυμία και η θετική στάση του Ασράφ/Ρεζά, αλλά κυρίως η πολλή δουλειά, η εξυπνάδα του και η επιμονή του τον βοήθησαν όχι μόνο να μάθει ελληνικά, αλλά να τελειώσει το ελληνικό σχολείο, και να δώσει πανελλαδικές. Η άδεια παραμονής δεν ήταν εύκολο πράγμα (πέντε χρόνια αναμονής), κατάφερε ωστόσο να πάρει την ελληνική υπηκοότητα το 2016 και να δουλεύει ως διερμηνέας σε ΜΚΟ. Σήμερα είναι και πρόεδρος της αφγανικής κοινότητας όπου εκδίδουν και εφημερίδα.
     Το βιβλίο δεν είναι κανένα χορταστικό μυθιστόρημα, δεν έχει «λογεχνική επεξεργασία»∙ είναι μια λιτή μαρτυρία, ενδεικτική της τραγωδίας που περνούν τόσοι και τόσοι πρόσφυγες τα τελευταία χρόνια, μια Οδύσσεια αναζήτησης της χαμένης ταυτότητας, ή μάλλον μιας νέας ταυτότητας.
     Αξίζει να δείτε τον Ρεζά Γκολαμί στο  βίντεο. Είναι ένας γλυκός άνθρωπος, που παρόλες τις πολύ σκληρές συνθήκες από πολύ μικρή ηλικία (δεν έζησα ποτέ σαν παιδί), αποπνέει όχι μόνο δύναμη και αγάπη, αλλά και σοφία.


Χριστίνα Παπαγγελή

Τετάρτη, Νοεμβρίου 03, 2021

Το πράσινο σημειωματάριο, Clare Pooley

Τι θα γινόταν αν μοιραζόσουν την αλήθεια;
Συχνά η αλήθεια δεν είναι όμορφη.
Δεν είναι θελκτική.
     Η συναρπαστική ιστορία έξι ατόμων, πολύ διαφορετικών χαρακτήρων, που τους φέρνει κοντά ένα… πράσινο σημειωματάριο. Και όχι μόνο τους φέρνει κοντά, αλλά τους βοηθά να μεταμορφωθούν, και να «προχωρήσουν» τη ζωή τους προς τον αληθινό τους εαυτό.
     Κι αυτό, γιατί το πράσινο αυτό σημειωματάριο, από την στιγμή που το εγκαινίασε ο πρώτος ήρωας, ο Τζούλιαν Τζέσοπ, θέτει ως όρο να καταγράφει ο καθένας στον οποίο περιέρχεται την αλήθεια, και μόνο την αλήθεια (όλοι λένε ψέματα για τη ζωή τους. Τι θα γινόταν όμως, αν μοιραζόσουν την αλήθεια; Εκείνο το πράγμα που σε καθορίζει, που κάνει όλα όσα σε χαρακτηρίζουν να βγάζουν νόημα;). Για την ακρίβεια την αληθινή τους ιστορία, την ουσία της ζωής τους, χωρίς ψευδαισθήσεις και υποκρισίες. Ο ίδιος το ονομάζει «Το πείραμα της αυθεντικότητας», «The Authenticity Project», που είναι άλλωστε κι ο αγγλικός τίτλος του βιβλίου. Ένα πείραμα λοιπόν στο να είμαστε αυθεντικοί –μια βουτιά στην αυτογνωσία, χωρίς αναστολές και ντροπές.
     Το κοινό στοιχείο των έξι αγνώστων είναι ότι ζουν σε συνοικία του Λονδίνου, γύρω από το καφέ της Μόνικας, όπου βασικά διακινείται το σημειωματάριο κάνοντας… περίεργα ταξίδια, καθώς ο κάθε εμπλεκόμενος το αφήνει σε διαφορετικό σημείο, και με διαφορετικές προθέσεις. Ο πρωτότυπος κι ευρηματικός τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η ιστορία βασίζεται στο ότι κάθε «συγγραφέας» της προσωπικής ιστορίας του ξέρει τα «μυστικά» των προηγούμενων και, λίγο ως πολύ, ωθούμενος από διαφορετικά κίνητρα, επεμβαίνει στην πορεία τους. Το «ξεγύμνωμα» δηλαδή των προηγούμενων τυχαίων ατόμων που μπαίνουν ωστόσο στη διαδικασία να κάνουν βουτιά στην αυτογνωσία, γίνεται η αφορμή για να αλλάξει ρότα η δική τους ιστορία. Κι όλα αυτά, ενώ φαίνονται κάπως εξωπραγματικά, κυλούν αβίαστα, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία ότι η «θετική» ενέργεια κάνει θαύματα.
     Ο πολύ διάσημος προσωπογράφος, ηλικιωμένος πια, Τζούλιαν Τζέσοπ που ξεκίνησε την παράδοξη σκυταλοδρομία, ομολογεί ότι έχει παραιτηθεί πια από κάθε χαρά και προσδοκία της ζωής, από τη χρονιά που έχασε τη γυναίκα του, και «διαλογίζεται» κάθε Παρασκευή με ένα ποτήρι κρασί πάνω στον τάφο του… ναυάρχου, στο κοιμητήριο του Μπρόμπτον (όπου μαζευόταν από παλιά η παρέα του). Η Μόνικα, η «ψυχή» της παρέας, που συσπειρώνει κατά καιρούς όλους γύρω από καφενείο της εκμυστηρεύεται ότι παράτησε τη δικηγορία για να γίνει σερβιτόρα, ότι είναι αγχώδης και ψυχαναγκαστική με την καθαριότητα (και όχι μόνο) και ότι το ταπεινό της όνειρο είναι να παντρευτεί και να κάνει παιδιά (παρόλο που μέσα της λειτουργεί και το πρότυπο της χειραφετημένης γυναίκας –συχνές οι αναφορές στην Έμελιν Πάνχερστ) . Ο προβληματικός, άξεστος και αλκοολικός Χάζαρντ (δε χρειάζεται να το σκεφτώ πάρα πολύ: ΕΙΜΑΙ ΕΘΙΣΜΕΝΟΣ), από τη… θάλασσα της νότιας Κίνας μεσολαβεί με τρόπο κάπως παρεμβατικό/χειριστικό στην ιστορία, προσπαθώντας να δώσει λύσεις στα προβλήματα των άλλων, αλλά βασικά να δώσει νόημα στη δική του ζωή (θα έπαιζε το ρόλο της νεράιδας νονάς της, της κρυφής προξενήτρας. Θα ήταν διασκεδαστικό. Ή, τέλος πάντων, θα ήταν μια ασχολία). Ο γοητευτικός, πρόσχαρος και ενθουσιώδης πάντα Ράιλι, αγαπητός όσο και προβλέψιμος γίνεται καταλύτης στην ψυχική απελευθέρωση της Μόνικα, η οποία σιγά σιγά αποδεικνύεται πολύ δυναμική και αποφασιστική.
     Οι συγκεντρώσεις στο καφέ εναλλάσσονται με συγκεντρώσεις στο μάθημα ζωγραφικής που διοργανώνει ο Τζούλιαν, όπου πάλι καθοριστικό ρόλο έπαιξαν τα γραφόμενα στο πράσινο σημειωματάριο. Βλέπουμε κι άλλους ενδιαφέροντες συμπρωταγωνιστές όπως την γιαγιά Κινέζα Μπέτι γου που προσφέρεται να κάνει Τάι Τσι στον Τζούλιαν (να αντιμετωπίζεις δύναμη με μαλακότητα. Συνταγή για ζωή), τον εγγονό της Μπαζ, και τον εραστή του, Μπέντζιν. Κι αυτοί με τη σειρά τους ωριμάζουν μέσα στο γενικότερο κλίμα που αναπτύσσεται.
     Προς τη μέση του βιβλίου, στους τέσσερις «συγγραφείς» -που γνωρίζουν ο ένα για τον άλλον διάφορα μυστικά-, προστίθεται και η αγχώδης Άλις, μωρομαμά με πολύ έντονη επιλόχεια κατάθλιψη και με μοναδική διέξοδο το ίντερνετ (που εντείνει την αντίφαση μεταξύ πλαστή πραγματικότητας και αληθινής), ενώ η άφιξη του Χάζαρντ από την νότια Κίνα επισπεύδει τις εξελίξεις με αμφίβολη έκβαση. Γιατί η «αλήθεια» αποδεικνύεται πολλές φορές σκληρή (έπαιζες ένα παιχνίδι Χάζαρντ, με η ζωή μου, λες και είμαστε σε κάποιο τηλεοπτικό ριάλιτι), και ο Χάζαρντ αποδεικνύεται ίσως ο πιο ενδιαφέρων κι ο πιο «τίμιος» παίκτης του παιχνιδιού της αλήθειας. Το τελευταίο πρόσωπο στο οποίο θα περιέλθει το πράσινο σημειωματάριο, είναι η Λίζι, συνταξιούχος, έμπειρη στην ανατροφή παιδιών, εθελόντρια στο «Δεξί Χέρι της μαμάς», που γίνεται νέο κέντρο συσπείρωσης των ηρώων μας.
     Δεν είναι βέβαια όλα ρόδινα, ούτε όλα αληθινά. Ήδη ο Τζούλιαν, ο «εισηγητής» της ειλικρινούς εξομολόγησης έχει αποκρύψει μεγάλο μέρος της αλήθειας. Υπάρχουν απογοητεύσεις, συγκρούσεις, πισωγυρίσματα. Στην εξέλιξη των συναισθημάτων υπάρχουν ανατροπές και σκαμπανεβάσματα (έκλαψε για όλα όσα θα μπορούσαν να έχουν συμβεί, για την εκδοχή ενός τέλειου μέλλοντος που για ένα διάστημα διαγραφόταν δειλά μπροστά της και που η ίδια είχε αρχίσει να πιστεύει πως μπορεί να γινόταν πραγματικότητα/πάνω απ’ όλα έκλαψε για το κορίτσι που νόμιζε πως θα γινόταν), ωστόσο η αλληλεπίδραση των φίλων, πια, έχει απελευθερωτική διάσταση και ο καθένας βρίσκεται πιο κοντά  στον "αληθινό του εαυτό".
     Κλείνοντας την ανάρτηση, θα ήθελα να πω ότι παρόλο που βρήκα συναρπαστικό κι ελκυστικό το βιβλίο, είχα την αόριστη αίσθηση ότι είναι προϊόν «δημιουργικής γραφής», χωρίς να σημαίνει κάτι αυτό για την αξιολόγησή του (και η αξεπέραστη Ντόρις Λέσσινγκ ακολουθεί τις νόρμες της δημιουργικής γραφής), πέρα από το ότι υπάρχει αόριστα η αίσθηση κάποιων «κλισέ», κάποιου «στρογγυλέματος» των ανοιχτών υποθέσεων. Έψαξα στα βιογραφικά αλλά διαψεύστηκα, για να επιβεβαιώσω αυτήν την αόριστη αίσθηση στο επιλογικό σημείωμα του βιβλίου, όπου η ίδια η συγγραφέας αναφέρεται σε σχετικό σεμινάριο που έκανε (Curtis Brown Creative).
     Αυτό όμως που αποκόμισα από την «έρευνα» αυτή είναι ότι η συγγραφέας είναι ένα πολύ ενδιαφέρον πρόσωπο, που προφανώς έχει αντίστοιχα βιώματα και τα μεταφέρει με ευαισθησία και διεισδυτικότητα.
Χριστίνα Παπαγγελή