Δευτέρα, Απριλίου 29, 2024

Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου, Εντουάρ Λουί

Τίποτα δεν ήταν πια απροσδόκητο 
γιατί δεν προσδοκούσες πια τίποτα,
τίποτα δεν ήταν πια βίαιο,
γιατί τη βία δεν την ονόμαζες βία,
την ονόμαζες ζωή, δεν την ονόμαζες,
ήταν εκεί, ήταν.
     Η πολυτάραχη ζωή του Εντουάρ Λουί, που την είδαμε στα αυτοβιογραφικά του βιβλία «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ»  και «Μεταμορφώσεις μιας γυναίκας»  καθορίστηκε από την καταπιεσμένη προσωπικότητα του πατέρα του, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό ακύρωνε (για να μην πούμε «ευνούχιζε») την προσωπικότητα του Εντύ, όσο τουλάχιστον αυτός ήταν παιδί. Αυτό είναι άλλωστε και το νόημα της φράσης που ο Λουί είχε σημειώσει στο σημειωματάριό του, όπως ο ίδιος λέει: «το να γράψω την ιστορία της ζωής του σημαίνει να γράψω την ιστορία της απουσίας μου».
     Όταν πια ο Εντουάρ Λουί μεγαλώνει, ωριμάζει και αποδέχεται τον δικό του μοναδικό δρόμο κόβοντας τους δεσμούς με την οικογένεια, νιώθει την ανάγκη να κατανοήσει την προσωπικότητα του ανθρώπου του οποίου την απουσία λαχταρούσε όσο τίποτ’ άλλο όταν ήταν παιδί (κάθε μέρα, όταν πλησίαζα στο δρόμο μας, ευχόμουν από μέσα μου: κάνε να μην είναι εκεί, κάνε να μην είναι εκεί). Η συμφιλίωση με το άτομο που τον ταλαιπωρούσε έρχεται όψιμα, πολύ μετά την αντίστοιχη συμφιλίωση με τη μητέρα του. Η ανάγκη αυτή μέσα από τα αυτοβιογραφικά του πονήματα να διερευνήσει, να προσεγγίσει, και ίσως να συγχωρήσει τον βασικό αίτιο της παιδικής του καταδυνάστευσης, πολλές φορές τον οδηγεί σε επαναλήψεις και αλληλεπικαλύψεις, ωστόσο δεν έχει σημασία αυτό ούτε για τον συγγραφέα ούτε για τον αναγνώστη: δεν φοβάμαι να λέω τα ίδια και τα ίδια γιατί αυτό που γράφω, αυτό που λέω, δεν υπακούει στις απαιτήσεις της λογοτεχνίας αλλά σε εκείνες της ανάγκης και του επείγοντος, σε εκείνες της φωτιάς. Ο Εντουάρ Λουί /Εντύ Μπελγκέλ ενδιαφέρεται να βρει την εσωτερική του αλήθεια, τον εαυτό του. Όχι να κάνει λογοτεχνία. Γι' αυτό και τα πικρά του συμπεράσματα σφύζουν από εκφραστική δύναμη, αλλά αυτό που προσωπικά με γοήτευσε δεν ήταν η γλωσσική έκφραση, όσο το σθένος της προσωπικότητάς του. Όπως και η δύσκολη, τεθλασμένη ζωή του βασανισμένου πατέρα.
     Ο συγγραφέας λοιπόν απευθύνεται στο β΄ ενικό στον πενηντάχρονο πλέον πατέρα, ο οποίος στο συγγραφικό «σήμερα» ζει σε μια μικρή πόλη με μία σύντροφο (όχι τη μητέρα του Εντουάρ), και είναι άρρωστος, αδύναμος και διαβητικός (ανήκεις σε κείνη την κατηγορία των ανθρώπων στου οποίους η πολιτική επιφυλάσσει έναν πρόωρο θάνατο). Ο Λουί μιλάει συνειρμικά, βουτώντας στο πέλαγος των αναμνήσεων και παραθέτοντας μικρά και μεγάλα επεισόδια που συγκράτησε η παιδική ευαίσθητη μνήμη.
Να ξεχάσεις ή να πεθάνεις,
ή να ξεχάσεις και να πεθάνεις πασχίζοντας να ξεχάσεις.
     Το πορτρέτο που συνθέτουν αυτές οι αναμνήσεις είναι ενός άντρα φτωχού βιοπαλαιστή και αγράμματου που αγάπησε ωστόσο τη γυναίκα του (και τον αγάπησε), μια γυναίκα που είχε δυο παιδιά από προηγούμενο γάμο και, ως θετός πατέρας, τα αγάπησε και αυτά. Ενός ανθρώπου που πάλευε με τη φτώχεια (είχες πάντα το άγχος ότι είσαι διαφορετικός από τους άλλους επειδή δεν είχες λεφτά), και που διακατεχόταν από αμορφωσιά και μύριες προκαταλήψεις, ιδιαίτερα όσο αφορά την αρρενωπότητα/ανδρισμό και τη θηλυπρέπεια, (γεγονός που πλήγωνε κατ’ επανάληψη τον αφηγητή μας, από πολύ μικρή ηλικία) -σε βαθμό που πίστευε ότι είναι θηλυπρεπές να… πηγαίνεις σχολείο (το να παρατήσεις το σχολείο όσο πιο γρήγορα γινόταν ζήτημα ανδρισμού)! Όπως είναι λογικό, ήταν άξεστος, αθυρόστομος, αλκοολικός (το αλκοόλ ήταν μέρος της ζωής σου πριν γεννηθείς). Ίσως το πιο χαρακτηριστικό επεισόδιο από ψυχαναλυτική άποψη είναι το γλέντι που έστησε ο σαραντάχρονος πατέρας όταν πέθανε ο δικός του βίαιος πατέρας. Ήταν τόσος ο πόνος του και για τη σχέση του πατέρα με τη μάνα του (την εγκατέλειψε ξαφνικά αφήνοντάς την μόνη με παιδιά, την έδερνε), που τα τελευταία χρόνια δεν ήθελε καν να τον δει.
     Η σχέση αυτή (του πατέρα με τον παππού του Εντουάρ) θα μπορούσαμε να πούμε ότι εξηγεί τις αντιφάσεις στην συμπεριφορά του πατέρα, άξεστης παρόρμησης και βίας από τη μια και τρυφερότητας από την άλλη. Από τη μια πληγώνει τον Εντύ ανεπανόρθωτα όχι μόνο μη αποδεχόμενος την -πιθανολογούμενη όσο ήταν παιδί- διαφορετική του σεξουαλική ταυτότητα (τραγουδούσα δυνατά, χόρευα με πιο έντονες κινήσεις για να με προσέξεις, εσύ όμως δεν κοιτούσες. Σου έλεγα μπαμπά, κοίτα, κοίτα, αγωνιζόμουν, εσύ όμως δεν κοιτούσες) αλλά προσβάλλοντάς τον με ταπεινωτικές λέξεις, μέχρι που είπε στο καφενείο ότι θα προτιμούσε να έχει «έναν άλλον γιο». Ωστόσο, ο νεαρός Εντύ έχει κρατήσει σαν πολύτιμα πετράδια στιγμές όπου διαρρέει μια διαφορετική αγάπη, όπως το επεισόδιο με το δώρο που ζήτησε ο Εντύ, τον Τιτανικό σε βιντεοκασέτα (δε θες καλύτερα ένα τηλεκατευθυνόμενο ή μια στολή σούπερ ήρωα;). Παρόλη την αρχική του αντίδραση το πρωί των γενεθλίων του ο μικρός Εντουάρ βρήκε στο κρεβάτι του το επιθυμητό δώρο.
     Είναι φτωχός κι αμόρφωτος, είναι τσακισμένος απ’ τη ζωή ιδιαίτερα μετά το ατύχημα που τον άφησε ανάπηρο (η μέση σου είχε τσακιστεί από τη ζωή που σε είχαν αναγκάσει να ζεις, όχι από τη ζωή σου, δεν ήταν η δική σου ζωή, τη δική σου ζωή απλώς δεν την έζησες ποτέ). Ντρέπεται για την αμορφωσιά του, για τις λέξεις που λέει ο Λουί (που παρεμπιπτόντως είναι πολύ καλός μαθητής) και δεν τις καταλαβαίνει, για τα τεχνολογικά μέσα που ποτέ δεν θα μπορέσει να αποκτήσει, γίνεται αλκοολικός. Ωστόσο έχει μια απαράβατη αρχή, που δεν την αθετεί, όσο μεγάλη κι αν είναι η πρόκληση: δεν σηκώνει χέρι στα παιδιά, δεν χτύπησε καν τον μεγάλο -ετεροθαλή- αδερφό όταν εκείνος προσπάθησε να τον σκοτώσει (Ο πατέρας μου δεν κάνει τίποτα, δεν θέλει να χτυπήσει τον γιο του, αφήνεται/Δεν κατάφερα να είμαι εκείνος που θα τον σκότωνε).
     Οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου αναδεικνύουν έναν πολιτικοποιημένο συγγραφέα. Έχει ανοίξει πια τα φτερά του, σπουδάζει στο Παρίσι, είναι αποδεκτή η σεξουαλική ταυτότητά του και από το περιβάλλον και από τους γονείς. Ο ανάπηρος πατέρας ζει αποτραβηγμένος, χωρισμένος από τη μητέρα, μέσα στην πλήξη και τη μοναξιά. Κυρίως όμως, είναι θύμα των πολιτικών του Σιράκ, του Σαρκοζί, του Μαρτέν Χιρς, του Ολάντ και του Μακρόν αργότερα,  που περικόπτουν τα δικαιώματα των φτωχών και αναξιοπαθούντων (γιατί δεν αναφέρουμε ποτέ αυτά τα ονόματα;). Η ταπείνωση που νιώθει να θεωρείται αργόσχολος και μάλιστα από τους κυρίαρχους, είναι ανυπόφορη. Ο απολιτίκ πατέρας, την εποχή που ο συγγραφέας γράφει το βιβλίο, παραδέχεται στον γιο του: «Έχεις δίκιο. Έχεις δίκιο, πιστεύω πως χρειάζεται μια γερή επανάσταση».
     Ο ώριμος πια Εντουάρ Λουί νιώθει ότι αγαπά τον πατέρα του, αυτό το θύμα της ζωής που το χαρακτηρίζει «αρνητική ύπαρξη»:
     Δεν είχες λεφτά, δεν μπόρεσες να σπουδάσεις, δεν μπόρεσες να ταξιδέψεις, δεν μπόρεσες να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου. Υπάρχουν μόνο αρνήσεις για να εκφράσουν τη ζωή σου.
Χριστίνα Παπαγγελή

Δευτέρα, Απριλίου 22, 2024

Κόκκινα φύλλα, Ουίλλιαμ Φώκνερ

Τον είδαν, γυμνό κι αλειμμένο με λάσπη,
να κάθεται σ’ έναν πλαγιασμένο κορμό και να τραγουδά.
Στάθηκαν παράμερα σιωπηλοί και περίμεναν να τελειώσει.
Τραγουδούσε στη γλώσσα του, στραμμένος προς τον ήλιο που ανάτελλε.
Η φωνή του ήταν καθαρή και βαθιά, με χροιά άγρια και θλιμμένη.
     «Λίγοι γνωρίζουν ότι οι Ινδιάνοι του Μισσισσίπι κατείχαν σκλάβους», γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας και μνημονεύει ο συγγραφέας και μεταφραστής -εδώ- Γιάννης Παλαβός στο Επίμετρο της επιμελημένης έκδοσης της «Κίχλης». Πρόκειται για ένα εκτεταμένο διήγημα γραμμένο το 1930, όχι όμως τόσο μεγάλο ώστε να χαρακτηριστεί νουβέλα, βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα που εξελίσσονται στο περιθώριο της επίσημης ιστορίας, και ιντριγκάρουν τον αναγνώστη. Ωστόσο, παρόλο που μεγάλο μέρος του έργου του βασίζεται στην ίδια πάνω κάτω θεματολογία, ονόματα και καταστάσεις όπως η περιοχή Γιοκναπατάουφα, είναι καθαρά επινοήσεις, όπως διευκρινίζει ο ίδιος ο Φώκνερ, θεωρώντας ότι υπηρετεί τη μυθοπλασία κι όχι την ιστορία.
     Παρόλ’ αυτά, η δουλοκτησία νέγρων από τους ινδιάνους ήταν όντως ιστορικό φαινόμενο του 19ου αι. στον Μισσισσιπή, την περιοχή όπου έζησε ο συγγραφέας. Η συνάντηση δύο πολιτισμών εκ των οποίων ο ένας δεν είναι ο δυτικός έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Οι κυρίαρχοι εδώ, δεν είναι οι Άγγλοι ή οι Ισπανοί (κλπ) αλλά μια φυλή Ινδιάνων (τα «Κόκκινα φύλλα», που κατά τη δήλωση του Φώκνερ αφορούν την υπαρκτή φυλή Τσίκασο), που στην φυτεία τους έχουν σκλάβους νέγρους. Ο τρόπος ζωής των Ινδιάνων έχει διασαλευτεί όχι μόνο με την παρουσία των λευκών αλλά και των νέγρων, μιας και "παλιά ούτε κοιτώνες υπήρχαν ούτε νέγροι/ ο καθένας έκανε ό, τι ήθελε τον καιρό του. Είχε καιρό", ενώ οι νέγροι υπάρχουν «για να μοχθούν/σαν τ’ άλογα είναι, σαν τα σκυλιά». Στις πρώτες σελίδες μάλιστα, με φυσικότατο τρόπο συζητούν δυο Ινδιάνοι, παρατρεχάμενοι του φύλαρχου, για το αν είναι νόστιμο το… κρέας των νέγρων (Το κρέας τους πικρό –Το γεύτηκες; -Μια φορά. Ήμουν νέος τότε, είχα πιο πολλή όρεξη (!!!)/τώρα δεν συμφέρει να τους φας). Και γιατί δε συμφέρει να τους φάνε; Γιατί οι λευκοί τους ανταλλάσσουν με άλογα![1]
     Το κυρίως επεισόδιο ξεκινάμε αφορμή τον θάνατο του «Άντρα», του αρχηγού της φυλής, του Ισσετιμπάχα. Σύμφωνα με το -ανεπιβεβαίωτο- ινδιάνικο έθιμο, μαζί με τον νεκρό πρέπει να θαφτούν το άλογο, ο σκύλος του και ο σκλάβος του. Εκείνος όμως, γνωρίζοντας το έθιμο από τον θάνατο του προηγούμενου αρχηγού, το έσκασε (είναι βάρβαροι, πώς περιμένεις να σεβαστούν τα έθιμα;/ μια ζωή μπελάδες).
     Οπωσδήποτε ο πατέρας του φύλαρχου, ο Ντουμ (=καταδίκη), που ήταν ένας απλός μίνγκο (= αρχηγός), είχε επαφές με τον πολιτισμό των Ευρωπαίων (Νέα Ορλεάνη, αποικία των Γάλλων, στη συνέχεια υπό ισπανική διοίκηση και αργότερα υπό τον Αμερικάνο Ουίλκινσον) παρουσιάστηκε ως νόμιμος ιδιοκτήτης της γης. Η ιστορία του περιγράφεται σε άλλο διήγημα του Φώκνερ («Δικαιοσύνη»).
     Οι συνθήκες ζωής, ο τρόπος διαβίωσης (στέγασης, τροφής, διασκέδασης κλπ) ασκούν ξεχωριστή γοητεία στον αναγνώστη, καθώς ο Ντουμ, θαμπωμένος από την πολυτέλεια της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας, ήταν ο πρώτος που «νόθευσε» τον πολιτισμό τον παραδοσιακά ινδιάνικο με στοιχεία του πολιτισμού των λευκών (κάποιοι μάλιστα ινδιάνοι δυσανασχετούν) ενώ η -σφετερισμένη- εξουσία του Ντουμ μιμείται άτεχνα τα πρότυπά τους: αποκορύφωμα η απόκτηση σκλάβων , στους οποίους όμως δεν έχει δουλειές να αναθέσει (απολύτως άπραγοι, οι περισσότεροι ζούσαν ζωές μεταφερμένες αυτούσια από τις αφρικανικές ζούγκλες). Κάποια στιγμή, μάλιστα, το «ζήτημα των νέγρων» που… πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα γίνεται τόσο επιτακτικό που συνεδριάζουν δίνοντας «σουρεαλιστικές», ή μάλλον τραγικές λύσεις (αδύνατο να τους φάμε/ τόσο κρέας βλάπτει/να τους εκθρέψουμε και να τους πουλήσουμε στους λευκούς για λεφτά).
     Τη μωροφιλοδοξία του Ντουμ την κληρονομεί κι ο Ισσετιμπάχα (χρυσό κρεβάτι, σκαλιστά κηροπήγια και… παντόφλες με κόκκινα τακούνια). Ο διάδοχος του, ο Μολετούμπε, πολύ παχύσαρκος και πλαδαρός, χαμηλής νοημοσύνης και με αποκλειστικό ενδιαφέρον τις παντόφλες με το κόκκινο τακούνι, περιμένει να γίνει η ταφή του πατέρα του για να αναλάβει επίσημα την αρχηγία (εδώ διακρίνουμε την πρόθεση του Φώκνερ να επισημάνει την αλλοτρίωση, τον εκφυλισμό και της ινδιάνικης παράδοσης).
     Ωστόσο, εκκρεμεί η ανεύρεση του σκλάβου που την κοπάνησε, προφανώς μέσα από τους βάλτους και τα βάτα. Στο δεύτερο μέρος του διηγήματος, μετά από ένα φλας μπακ στην ιστορία της οικογένειας των φύλαρχων, όπου με πολλή γλαφυρότητα ο συγγραφέας μάς ζωντανεύει αδιανόητες για τον δυτικό αναγνώστη συνθήκες, ο φακός εστιάζει στον δύστυχο, ανώνυμο υπηρέτη.
Είχε διαβεί μ’ ένα άλμα εκείθεν της ζωής, στην επικράτεια του θανάτου·
εξακοντίστηκε στον θάνατο μα δεν πέθανε, διότι ο θάνατος τον άρπαξε,
όμως τον άρπαξε λίγο προτού τελειώσει τη ζωή του.
Ο θάνατος τον πρόφτασε ενώ ακόμα ήταν ζωντανός.
     Οι παραπάνω φράσεις συνοψίζουν την τραγική μοίρα του νεαρού νέγρου που το έσκασε μέσα στο πυκνό σκοτάδι, εφόσον, πριν ακόμα εκπνεύσει ο Ισσετιμπάχα, θεωρεί τον εαυτό του νεκρό και την κοπανάει μέσα στη νύχτα τρέχοντας και πηδώντας στους θάμνους κυριευμένος από τον πανικό, γιατί ξέρει ότι είναι αδύνατον να αποφύγει τον φρικτό θάνατο. Δύο είναι οι διώκτες του, κι αυτοί περιγράφονται ως «μεσήλικες και κοιλαράδες/κάπως γελοίοι», όπως άλλωστε και ο Ινδιάνος που ο ανώνυμος ήρωας-θήραμα συνάντησε όταν βγήκε απόν βούρκο όπου κρύφτηκε για να ξεκουραστεί. Με αποκορύφωμα την άμορφη, ακίνητη και πλήρως απαθή μάζα που κουβαλάνε οι αχθοφόροι του Μοκετοκούμπε, οι εικόνες των ινδιάνων έρχονται σε χτυπητή αντίθεση με τον νευρώδη, αεικίνητο νεαρό φυγά, που για έξι μερόνυχτα τρώει βατράχια και φίδια, και, κυνηγημένο ζώο ο ίδιος, κυνηγάει κάθε μορφή ζωής προκειμένου να επιβιώσει.
     Η αλληλεπίδραση των τριών ουσιαστικά φυλών (αυτόχθονων Αμερικάνων, μαύρων και λευκών), και το σκανδαλώδες φαινόμενο της δουλοκτησίας, που υπενθυμίζει ειρωνικά και την δουλεία στις «πολιτισμένες χώρες», δεν είναι τα μοναδικά θέματα που αναδεικνύονται στο σύντομο αυτό αφήγημα. Σε δεύτερο επίπεδο ο Φώκνερ προβάλλει το θέμα του αναπόδραστου θανάτου και της προσπάθειας επιβίωσης:
     Η άνιση πάλη με τους ανθρώπους και τη φύση, οι σκηνές καταδίωξης και τρόμου δεν αντισταθμίζουν τη λαχτάρα για ζωή, που γίνεται επιλογή.
Τον είδαν, γυμνό κι αλειμμένο με λάσπη,
να κάθεται σ’ έναν πλαγιασμένο κορμό και να τραγουδά.
Στάθηκαν παράμερα σιωπηλοί και περίμεναν να τελειώσει.
Τραγουδούσε στη γλώσσα του, στραμμένος προς τον ήλιο που ανάτελλε.
Η φωνή του ήταν καθαρή και βαθιά, με χροιά άγρια και θλιμμένη.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Στο πολύ προσεγμένο επίμετρο του μεταφραστή και επιμελητή Γιάννη Παλαβού, διευκρινίζεται ότι υπήρχε μεν δουλοκτησία εκ μέρους των Ινδιάνων, αλλά όχι δουλεμπόριο, ότι μόνο μια -ανεπιβεβαίωτη- μαρτυρία έχουμε για ταφή αρχηγών με υπηρέτες και ζώα, κι ότι οι φυλές Τσίκασο και Τσόκτο δεν ήταν ανθρωποφάγοι. «Οι αυτόχθονες των «Κόκκινων φύλλων», λοιπόν, είναι κατασκευή, αμάλγαμα χαρακτηριστικών από τον πολιτισμό διάφορων φυλών με την προσθήκη στοιχείων από τοπικούς θρύλους», γράφει ο Γ, Παλαβός

Τρίτη, Απριλίου 02, 2024

Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου, Γιώργος Κασαπίδης

     Μια ευχάριστη έκπληξη ήταν καθένα από τα 20 διηγήματα του βιβλίου του αγαπητού φίλου, ποιητή, συγγραφέα και συν-αναγνώστη στη Λέσχη Ανάγνωσης Δράμας, Γιώργου Κασαπίδη. Αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους, όχι μόνο όσον αφορά τη θεματολογία, αλλά ακόμα και την τεχνική, ωστόσο αποπνέουν το πνεύμα του συγγραφέα που ενώ είναι γειωμένο στην καθημερινή, χειροπιαστή και πολλές φορές κοινότοπη πραγματικότητα, οδηγείται σε ανατροπές και παιχνιδιάρικες σουρεαλιστικές καταστάσεις, εκεί όπου τον ταξιδεύει η σκάνταλη φαντασία. Ο αναγνώστης μπορεί να γελάσει με την καρδιά του αλλά και να συγκινηθεί μέχρι δακρύων στο ίδιο διήγημα, διήγημα που κανένα τους δεν ξεπερνά τις 10 σελίδες.
     Ο αναγνώστης που κατοικεί στη Δράμα θα αναγνωρίσει πρόσωπα και στέκια, αλλά φυσικά αυτό δεν έχει τόση σημασία. Οι περιστάσεις είναι γνώριμες, οικείες για οποιονδήποτε κάτοικο μιας επαρχιακής πόλης -και όχι μόνο, άλλωστε δεν διαδραματίζονται όλα στη Δράμα. Καθώς κι ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει την έννοια «τοπιογραφία του ασήμαντου» (αναφερόμενος στην φωτογραφική τέχνη στο διήγημα «Ο Τσε πίνει καφέ στην κεντρική πλατεία της Δράμας»), θα έλεγε κανείς ότι και στα διηγήματα ακολουθείται παρόμοια πορεία: ξεκινώντας από το κοντινό, το καθημερινό, το εν πολλοίς τετριμμένο, εξακτινώνεται σε κάτι πιο καθολικό, εφόσον στην πορεία του διηγήματος η συνηθισμένη αυτή συνθήκη αποκτά άλλο βάθος, άλλο χρώμα, άλλο νόημα. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο αναγνώστης νιώθει ότι πολλές φορές δεν έχουν σημασία τα συμβάντα, αλλά το βλέμμα που βλέπει, που βιώνει και κάνει αφήγημα, δηλαδή μνήμη αυτά τα συμβάντα.
     Πώς γίνεται αυτό; Ασφαλώς ξεφεύγοντας από το ακραιφνώς ηθογραφικό στοιχείο (που ενυπάρχει, βέβαια, αλλά είναι κρίμα ο βιαστικός αναγνώστης να αρκεστεί μόνο σ’ αυτό). Γιατί, ναι μεν το γράψιμο είναι στρωτό, με περιγραφική επάρκεια και χαρακτηριστικούς διαλόγους, και με ρυθμό· θα έλεγε κανείς ευχάριστο, γλαφυρό, «εύκολο», πρόκειται για μια γραφή «που ρέει» (σπάνιο στην εποχή μας που προσπαθεί να φορτώσει με «μαλάματα» την τέχνη»), ενώ το λαϊκό προφορικό ύφος προσδίδει ζωντάνια· τα διηγήματα όλα σχεδόν έχουν πλοκή, κάποιες φορές ευφάνταστη, αρχή-μέση-τέλος και το στοιχείο του στοχασμού δίνεται υπαινικτικά, κυρίως με το χιούμορ -χιούμορ που ενίοτε γίνεται σαρκασμός, και που φυσικά σατιρίζει υπάρχουσες αμφίσημες καταστάσεις. Ακόμα, μπορεί να διακρίνει κανείς νοσταλγία ή θυμοσοφία. Ναι μεν λοιπόν όλα αυτά, αλλά αυτό που υπάρχει ως γενικό υπόβαθρο (δηλαδή… εγώ είδα, με το δικαίωμα του αναγνώστη να προσδίδει δικό του νόημα) και που απορρέει σχεδόν απ’ όλα τα διηγήματα, τα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, είναι το υπαρξιακό στοιχείο, που ακόμη και ως κωμικοτραγικό κρύβεται πίσω από τα συμβάντα. Μέσα λοιπόν από την «τοπιογραφία του ασήμαντου», μέσα από την μικρή, ταπεινή, καθημερινή ζωή μας, μπορεί κάποιος να εντοπίσει το νόημα, ή… την απουσία νοήματος.
     Υπαρξιακά όρια και καρναβαλικές ανατροπές
     Στο διήγημα «Λωτός», το ερωτικό παιχνίδι που έστησαν ο αφηγητής και η «παθιασμένη και ασυγκράτητη, σκέτη φωτιά» Νικόλ στο κλειστό κι ερειπωμένο σπίτι του αξιοσέβαστου «τζέντλεμαν» κυρ- Ευγένιου, (που εδώ και δυο χρόνια ήταν πεθαμένος), ανατρέπει κάθε έννοια χώρου και χρόνου (ακόμα και οι δείκτες στο παλιό ρολόι του τοίχου, σταματημένοι έως τότε, γύρισαν, με τρομαχτική ταχύτητα και θόρυβο, τον χρόνο προς τα πίσω/σκέπασα το κάδρο του κ. Ευγένιου να μη βλέπει) προκαλώντας αντίστοιχη ανατροπή στην ψυχή του ήρωα. Αντίθετα, η «ανένδοτη» Νικόλ γελάει, χορεύει, μεταμφιέζεται, δεν σέβεται ούτε ιερό ούτε όσιο, μέχρι που ο οριακός υπαρξιακός τρόμος την οδηγεί στον πανικό.
     Στο διήγημα «Τρομπόνι», ένα πραγματικό γεγονός που έλαβε χώρα στην Μεσσηνία δίνει αφορμή στον συγγραφέα να αφήσει αχαλίνωτο το φαντασιακό του: καθώς η μπάντα με επικεφαλής τον κύριο «Στραβίνσκι» προχωρά προς το προαύλιο της σημαιοστολισμένης εκκλησίας, ο τρομπονίστας ξαφνικά απομακρύνεται, και προχωρά ασυγκίνητος, παίζοντας πάντα με αυτοσχεδιασμούς σε γνώριμους δρόμους της πόλης. Και, ενώ το τρομπόνι έχει φτάσει στο ιδανικότερο στάνταρ απόδοσης, ο ήρωάς μας σκοντάφτει και πέφτει μέσα σ' ένα από τα έργα ανακατασκευής των υπονόμων τα οποία, όπως συνήθως, δεν καλύπτονται ούτε στοιχειωδώς από τα απαραίτητα προστατευτικά (κοινωνικό σχόλιο!). Όμως το διήγημα δεν σταματά εδώ, θα έλεγε κανείς ότι από δω αρχίζει: γιατί από δω και πέρα την σκυτάλη παίρνει το ονειρικό, το σουρεάλ: ο απτόητος μουσικός, παρόλο που το τρομπόνι σκάλωσε στο άνοιγμα της τρύπας, δεν είναι διατεθειμένος να αλλάξει ρότα, συνεχίζει σαν μαγεμένος την υπόγεια διαδρομή του φτάνοντας στα υπόγεια…. του Παρισιού στο σημείο ακριβώς που έχει σκορπιστεί η τέφρα του Ηλία Πετρόπουλου, ενώ το σκαλωμένο τρομπόνι γίνεται λάφυρο δύο πιτσιρικάδων που με καρναβαλικό τρόπο το υψώνουν σαν τρόπαιο γελώντας θριαμβευτικά!
     Στο διήγημα «33» η εμμονή του μοναχικού αφηγητή με τον αριθμό «τριάντα τρία» σκορπάει χαμόγελα μέχρι και γέλια στον αναγνώστη, ενώ η θυμηδία κόβεται απότομα όταν ο τελευταίος συνειδητοποιεί τη θλιβερή αιτία που στοιχειώνει τον ήρωα (καμιά σχέση –το αναφέρω γιατί με ρωτούσαν συχνά για τον αριθμό –με τα εν ζωή χρόνια του Χριστού πριν από τη σταύρωση), ένα βίωμα που τον βασανίζει μέχρι την έσχατη απόφαση, την οποία με κυνισμό και γλυκόπικρο χιούμορ προαναγγέλλει ήδη από την δεύτερη σελίδα, όταν «πριν από το συμβάν» σκέφτεται να ξεριζώσει τις ευωδιαστές τριανταφυλλιές του (από τότε που έμεινα τελείως μόνος, φύτεψα κατά μήκος της περίφραξης, από το μέσα μέρος, τριάντα τρεις διαφορετικές τριανταφυλλιές. (…) Πολλή ομορφιά στο πάνω μέρος, εκπληκτική ευωδιά μέσα κι έξω από το σπίτι, αλλά, αν το έβλεπε κανείς από άλλη σκοπιά, η βάση τους δεν ήταν παρά ένα αγκαθωτό ακόμα πλέγμα που μαζί με τα σύρματα της περίφραξης δεν με άφηνε να ξεφύγω από τα στενά όρια των εμμονών και της ηχηρής μόνωσής μου).
     Ο αριθμός 33 επαναλαμβάνεται συχνά-πυκνά μέσα στο βιβλίο, προδίδοντας το παιγνιώδες πνεύμα του συγγραφέα, το οποίο κορυφώνεται στο διήγημα «Μετακόμιση στα 33», όπου ο τριαντατριάχρονος ήρωας, ένα ρεμάλι-γκομενιάρης -μάγκας και αλάνης βοηθά την γεροντοκόρη θεία του να μετακομίσει δείχνοντας απροσδόκητη τρυφερότητα.
     Σπαρταριστή με γλυκόπικρο χιούμορ και καρναβαλικές ψευδολογίες είναι και η ιστορία του γάιδαρου του κυρ Ηλία (διήγημα «Φλούδες καρπουζιού»), που, μετά τον θάνατο του αφεντικού του τον διεκδικεί το γειτονόπουλο που το φρόντιζε τόσον καιρό και το αγαπούσε (παρόλο που ο κυρ Ηλίας είχε πολλά παιδιά και εγγόνια). Στο… άτυπο λαϊκό δικαστήριο της γειτονιάς όπου οι κατηγόριες προς τον διεκδικητή πέφτουν βροχή, ο δικηγόρος φίλος του ήρωά μας αναπτύσσει ξεκαρδιστικά επιχειρήματα (αετός είσαι ρε φίλε. Τι είπες στους ανθρώπους; Λέω κι εγώ κανένα αθώο ψεματάκι όταν χρειάζεται, αλλά εσύ δεν παίζεσαι με τίποτα. Ξεπέρασες και τη φαντασία των βιβλίων σου).
     Η τραγελαφική πλοκή του διηγήματος «Δαγκωμένη κοτόπιτα», με τον Αφρικανό ντιλιβερά (και αφηγητή) που βρέθηκε κατά λάθος στο νεκροτομείο του νοσοκομείου και έκανε φάρσα στον… πεθαμένο αφήνοντάς του ένα δαγκωμένο κομμάτι πίτας στο στόμα, φέρνει δάκρυα στα μάτια -γέλιου και στη συνέχεια συγκίνησης (πεταμένο [πεθαμένο] στην Ελλάδα είναι ιερό, είπα. Σε πατρίντα μου πεταμένο είναι απλά πεταμένο. Αν είναι πεταμένο στο δρόμο, πτώμα μένει πολύ καιρό μόνο, δεν ντίνει κανείς σημασία αν χτύπησε σφαίρα, χειροβομβίδα, ποιο είναι το όνομά του, ντικοί του, φίλοι του… Δεν ήθελα να μιλήσω άλλο για χώρα μου, μάνα μου μόνη να προσέχει όλους…).
     Τόπος και χρόνος, το ά-τοπον της μοναξιάς
      Δεν είναι ασφαλώς εύκολο ούτε σκόπιμο να αναφερθώ εκτενώς σε όλα τα διηγήματα, μα είναι αξιοπρόσεκτα: η μοναξιά του κυρίου Κ. (όνομα που παραπέμπει σε Κάφκα) που παραγγέλνει νοερά πίτσα στην πιτσαρία που είναι κλειστή (ρεπό) γιατί ο κύριος Κ. δεν είναι από τους ανθρώπους που αλλάζουν εύκολα συνήθειες· οι τρεις χήρες (μαζί στον καφέ της παρηγοριάς, μαζί στα μνημόσυνα) που τις σκότωσε μονομιάς ο μεθυσμένος και λάτρης του Καζαντζίδη φορτηγατζής, προσθέτοντας στον κόσμο άλλη μια χήρα, την γυναίκα του· η τραγική στάση του Μάρκου Δράκου που «σκότωσε τη μάνα του» παρόλο, ή μάλλον ΕΠΕΙΔΗ την υπεραγαπούσε (δεν είναι αυτή η αλήθεια, το ξαναλέω. Όχι. Εγώ απλώς προσπάθησα να τσακίσω αυτή την ανημποριά που είχε εδώ και τρία χρόνια και την καθήλωνε στην καρέκλα) και μας χαρίζει μια σπαραχτική εξομολόγηση καθώς προβαίνει στην καθιερωμένη τελετή ισορροπώντας ανάμεσα στο πένθιμο και το γελοίο· ο πεθερός του Γιάννη Κ. που κατάφερε να τρακάρει τρίτη φορά στην ίδια διάβαση· ο Τάσος που «δυσκολεύεται να βρει πάρκινγκ» στο σχετικό διήγημα, ιδιοκτήτης καφέ, δίνει την αφορμή να μοιραστούμε με τον συγγραφέα την λαϊκή, πολλές φορές μίζερη αλλά αγαπημένη ατμόσφαιρα ανάμεσα στους θαμώνες του καφενείου· παρομοίως και στο λεωφορείο, ο αναγκαστικός συγχρωτισμός με τον συνεπιβάτη της διπλανής θέσης πολλές φορές γίνεται αφορμή για ξεκαρδιστικές εξομολογήσεις (-Τι θα κάνετε στη Θεσσαλονίκη; -Έχω να δείρω κάποιον, μου απαντάει, και μετά θα πάμε για καφέ με την αδερφή μου στου Μιχάλη/ελπίζω να σταματήσει η βροχή όταν φτάσουμε. Δεν μ’ αρέσει να δέρνω με βροχή)· μοναχικός είναι κι ο «δήθεν παντογνώστης» αφηγητής στην “Bachelor’s Walk” στο Δουβλίνο που παρατηρεί από μακριά τον «μισοηλίθιο» τουρίστα φωτογράφο, τον ζητιάνο στην γέφυρα, το αγόρι που ψαρεύει, τον Τζορτζ ή Ντάνιελ που παλεύει με τη δική του μοναξιά πέφτοντας ολοένα και πιο κάτω τους ορόφους της απελπισίας· στο διήγημα «Λέτο» το φορτηγό με τα ζωγραφισμένα παγωτά αποβαίνει μοιραίο για το ζωηρό σκυλάκι Λέτο αλλά και για τον πρόσφυγα μοναχικό κυρ- Παντελή που πέρασε ανάλαφρος, σχεδόν άυλος τον δρόμο, πρώτη φορά χωρίς το μπαστούνι του.
      Φαντασιακό και μεταμοντέρνα παιχνίδια
     Όταν ο Τσε επισκέπτεται τη Δράμα («Ο Τσε πίνει καφέ στην κεντρική πλατεία της Δράμας»), ανέγγιχτος απ’ τον χρόνο, με τον διάσημο μπερέ της πιο διάσημης φωτογραφίας του στο κεφάλι, συμμετέχουμε σε μια ομαδική φαντασίωση –πώς θα ήταν άραγε αν ερχόταν ο Τσε στην σημερινή Δράμα; Κοπελίτσες ζητάνε αυτόγραφα ενώ άλλοι εξανίστανται (ο Τσε δεν είναι τραγουδιστής κλπ για να μοιράζει αυτόγραφα). Οι κομματικοί μιλάνε με στόμφο, ο Τσε γελάει τρανταχτά, και παρά τις διαμαρτυρίες του κουστουμαρισμένου κυρίου που ισχυρίζεται ότι ο Τσε έχει πεθάνει μισόν αιώνα τώρα, ο Τσε-κοσμοείδωλο απαντάει ότι αν είχε πεθάνει ο Τσε, κανένας δεν θα ασχολιόταν μέχρι τώρα με τον Τσε. Βλέποντας τη Δράμα μέσα απ’ τα μάτια του Τσε σταματάμε στον Άρμεν Κούπτσιο, στη γέφυρα των Παπάδων και το ισοπεδωμένο από τον πόλεμο χωριό Πολυγέφυρο στην περιοχή του παρθένου Δάσους. Η τραγωδία παραμονεύει και σ’ αυτό το διήγημα, ξεπηδάει μέσα απ’ τις γραμμές ή μάλλον μέσα από τη μνήμη, ιδωμένη κάτω από ένα διαφορετικό βλέμμα.
      Η σκανταλιάρικη γραφή του συγγραφέα οδηγεί πολλές φορές σε «μεταμοντέρνα» παιχνίδια, με ίχνη αυτοαναφορικότητας, όπου φανερώνονται π.χ. οι προθέσεις του ή η αμηχανία του (όπως ο «δήθεν παντογνώστης αφηγητής» στο “Bachelor’s Walk” που συστήνεται στον πιτσιρικά «Δεν είμαι ένας οποιοσδήποτε άγνωστος, αλλά ο παντογνώστης αφηγητής»). Ο επισκέπτης στην Αθήνα στο διήγημα «Το ‘πτώμα’» (εντός εισαγωγικών) δεν ξέρει τι να κάνει με το πτώμα που αποκαλύφθηκε μπροστά του μες στα χαράματα, δοκιμάζει ποικίλα συναισθήματα και μέσα σ’ όλα «πρέπει, όσο γίνεται πιο γρήγορα, να εξαφανίσει το διήγημα, ή το πτώμα μέσα στο διήγημα». Ο ανώνυμος πρωτοπρόσωπος ήρωας στο διήγημα «ο σκύλος της Ελπίδας σε καθρέφτη του Μπόρχες», στο Μοναστηράκι αυτή τη φορά, παγιδεύεται μέσα σ’ έναν καθρέφτη (μαγικό ή σκάρτο;) που τελικά αγοράζει, τον κάνει θρύψαλα εισχωρώντας σ έναν παραμορφωμένο, παράξενο κόσμο (τα πεζοδρόμια συρρικνώνονται, στριμώχνουν επικίνδυνα τους λιγοστούς περαστικού, οι πινακίδες σήμανσης μεταβάλλονται σε μυτερά ακόντια κλπ κλπ) που τον ταξιδεύει όχι μόνο στον χώρο αλλά και τον χρόνο.
     Οι μνήμες των παππούδων
     Η φιγούρα του «παππού» προβάλλει συχνά στα διηγήματα. Συγκλονιστικές είναι οι αναφορές στις ιστορικές τους μνήμες… Πρώτα απ’ όλα στο διήγημα «33», όπως προαναφέραμε. Στο «Οροπέδιο Άγριων αλόγων» (πρόκειται για το οροπέδιο του Μενοικίου Δράμας) ο αφηγητής ανέβηκε στο βουνό με τον φίλο του Κώστα, πάνω από το δάσος της Καστανιάς, για να συναντήσουν τον Ζαφείρη για τον οποίο στο καφενείο λένε ότι είναι άγριος λύκος, άθεος, αγέλαστος. Η υποδοχή από τον Ζαφείρη και την κόρη του είναι απαράμιλλη, αλλά ακόμα πιο συγκλονιστική η τραγική ιστορία του παππού του όταν οι Βούλγαροι ανέβηκαν να κάψουν το χωριό και να σκοτώσουν όλους τους άνδρες πάνω από 17 χρονών. Ακόμα όμως πιο σπαραχτική είναι η αναφορά στον Αβράχ, που όπως μάθαμε είναι ο ίδιος ο παππούς του συγγραφέα, μια κατά κάποιον τρόπο «νέκυια», μιας και αντιλαμβανόμαστε ότι είναι χρόνια πεθαμένος αλλά ολοζώντανος σαν σε όνειρο μιλάει στον εγγονό του, τον προτρέπει, γελάει, τραγουδάει, βήχει, αφηγείται (δεν τραγουδάω πια, ούτε λέω ιστορίες της εποχής μου , που όταν ήσασταν μικροί νομίζατε πως είναι παραμύθια. Ό,τι πρόλαβες, πρόλαβες), καπνίζει, δοκιμάζει τα γουλαχλία και το γιαούρτι, και είναι έτοιμος να γκρινιάξει στον εγγονό του ότι «δεν πιάνουν τα χέρια του τίποτα έξω απ’ τα βιβλία».
     Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου
     Μια συνηθισμένη ιστορία ήταν λίγο πολύ η δική μας, αρχίζει η αφηγήτρια αλλά δεν θα έλεγε κανείς ότι ήταν και πολύ συνηθισμένη… Είναι τόσο ερωτευμένη με τον Αργύρη που δέχεται να την εκμεταλλεύεται και δεν διστάζει να του κάνει όλα τα σεξουαλικά χατίρια, ακόμα και να την πασάρει στους φίλους του «για να βγουν από το οικονομικό αδιέξοδο» (κι εγώ η χαζή ναι σε όλα, τέτοιος έρωτας, να κάνω υπομονή, τούβλο σκέτο). Παθιασμένο σεξ και συνεχής ελπίδα ότι θα τον κερδίσει ολοκληρωτικά, αλλά ο Αργύρης είχε μόνο μάτια για την… φωτογραφική του μηχανή (μόνο όταν έπιανε τη φωτογραφική του μηχανή μαλάκωνε απότομα. Τότε μόνο μπορούσα να τον πλησιάσω πραγματικά σαν φίλη, σαν γυναίκα και όχι σαν πουτανογκόμενα). Το κεφάλαιο «προδοσία» είχε ξεκινήσει με μια μικρούλα όταν η αθεράπευτα ερωτευμένη γυναίκα αποφάσισε να του χαρίσει ένα τεράστιο δώρο.
     Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου του διηγήματος δεν είναι ο φακός που φωτίζει, αλλά ο καλύτερος φωτογραφικός φακός που αγόρασε η ηρωίδα μας για τον Αργύρη, δίνοντας όχι μόνο τις οικονομίες της αλλά και το κορμί της σ’ ένα ρεμάλι. Η σκηνή κατά την οποία του δίνει το δώρο, όταν κρατά πια στα χέρια του ο Αργύρης τον περιβόητο φακό, είναι αποκαλυπτική (για μια στιγμή μού φάνηκε πως εκείνος ο φακός, ο φωτεινότερος στον κόσμο, σαν να απορροφούσε το φως γύρω του και να μεγέθυνε όλη του τη ζωή). Για την προδομένη γυναίκα, που μένει στο τέλος μόνη και «ξέμπαρκη», αυτή η στιγμή διατηρείται αιώνια, γιατί αρκεί που ξαναείδε εκείνο το ακαταμάχητο βλέμμα του, έστω για δευτερόλεπτα.
     Το διήγημα «Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου» δίνει και τον τίτλο σ’ όλο το βιβλίο αποκτώντας πολλαπλή σημασία και υποδηλώνοντας, στην μεταφορική του εκδοχή, το μυστικό κλειδί που μας οδηγεί να κατανοήσουμε, να ρίξουμε φως στα ανεξήγητα.
Χριστίνα Παπαγγελή