Κυριακή, Ιουνίου 20, 2010

Μακριά, πολύ μακριά, Σεμπάστιαν Μπάρρυ

Κάπου ανάμεσα στους συμπατριώτες σου που σε περιφρονούν επειδή είσαι στο στρατό, και στο στρατό που σε περιφρονεί επειδή σφαγιάστηκες, το ανθρώπινο μυαλό δεν ξέρει τι να σκεφτεί. Το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να πονάει και να ουρλιάζει από τον πόνο. Αλλά αδυνατεί να χωρέσει το γεγονός ότι ο πόλεμος ήταν πια κάτι που δεν είχε στάλα νόημα.

«A long, long way» είναι ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου, κατευθείαν παραπέμποντας στο τραγούδι των στρατιωτών του Α΄Παγκοσμίου πολέμου «It’s a long way to Tipperary», που υπάρχει στην αρχή του μυθιστορήματος και ως motto.
Μια τραγική πτυχή της ιρλανδικής ιστορίας ξεδιπλώνει εδώ ο Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας, µυθιστοριογράφος και ποιητής Σεμπάστιαν Μπάρρυ, με τη διεισδυτική του ματιά και τη συναρπαστική του γραφή· μια χαραμάδα όπου η Ιστορία θαρρείς ειρωνεύεται τα ανθρώπινα, και που θυμίζει κάπως τη θέση των Ελλήνων φαντάρων της ΕΛΔΥΚ στον πόλεμο της Κύπρου το 1974[1]εμ κερατάδες, εμ δαρμένοι» ): ο Ιρλανδός πρωταγωνιστής του βιβλίου, δεκαοκτάχρονος Γουίλι Νταν, κατατάσσεται εθελοντικά στο βρετανικό στρατό για να πολεμήσει εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων, ενώ η βρετανική κυβέρνηση έχει υποσχεθεί στους Ιρλανδούς στρατιώτες αυτοδιάθεση, με τη λήξη του πολέμου. Πριν όμως ακόμα τελειώσει, οι Βρετανοί, με τη δικαιολογία ότι ο πόλεμος αποτελούσε τώρα εθνική προτεραιότητα, υπαναχωρούν. Αυτή ήταν και η αφορμή της «Πασχαλινής εξέγερσης» του 1916 που δίχασε τους Ιρλανδούς σ’ αυτούς που πολεμούσαν το γερμανικό ιμπεριαλισμό ως Βρετανοί στρατιώτες και σ’ αυτούς που πολεμούσαν στο πλευρό της Γερμανίας τον ιμπεριαλισμό των Βρετανών! («Ποιοι στο διάολο είναι αυτοί; Για όνομα του θεού, τι συμβαίνει; Αλληλοσκοτωνόμαστε;»).
Έτσι εκτεθειμένος βρίσκεται και ο Γουίλι μέσα στη δίνη ενός απροσδόκητα καταστροφικού και παράλογου πολέμου, ενώ αργεί να συνειδητοποιήσει ότι από ένα σημείο και μετά (μετά το «Ματωμένο Πάσχα») δεν είναι ξεκάθαρο ποιοι πολεμούν εναντίον ποιων και γιατί. Ο παραλογισμός της ιστορικής συγκυρίας τον φέρνει αντιμέτωπο με τους ίδιους του τους συντρόφους. Διχασμένος ανάμεσα στην αγάπη στον φιλοβρετανό πατέρα του (ο οποίος υπηρετεί τη Μητροπολιτική αστυνομία και έζησε όλη του τη ζωή στην υπηρεσία της βασίλισσας και των δυο βασιλέων της Αγγλίας) και το θαυμασμό του απέναντι στους ιρλανδούς αντάρτες με κορυφαίο τον Τζέσε Κίργουαν, προσπαθεί να καταλάβει:
- Όχι, πρέπει να με εκτελέσουν. Το θέλω.
- Για όνομα του θεού, γιατί να θέλεις τέτοιο πράγμα;
- Το ίδιο κάνει, Γουίλι. (…) Γιατί ένας Ιρλανδός δε μπορεί να πολεμά σ’ αυτόν τον πόλεμο τώρα πια. Ύστερα από κείνες τις εκτελέσεις. Όχι και πάλι όχι.
- Και τους γονείς σου δεν τους σκέφτεσαι;
- Θα καταλάβαιναν, αν μπορούσα να τους εξηγήσω, πράγμα που φυσικά δεν μπορώ.
- Και τι νόημα έχει να πεθάνεις, αφού κανένας δεν θα ξέρει ούτε γιατί το έκανες, ούτε τίποτα;
-Α, μάλιστα. Είναι προσωπικό το θέμα, ανάμεσα σε μένα και το φύλακα άγγελό μου. Κατάλαβες; Κοίτα, όλα είναι αποφασισμένα. Ήθελα απλώς να σε ξαναδώ. Έτσι, για να υπάρχει κάποιος που θα ξέρει τι έγινε και γιατί. (…) Ξέρω ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να φύγω από δω. Έχω καταταχτεί για όλη τη διάρκεια του πολέμου. Αλλά δεν θα υπηρετήσω φορώντας την ίδια στολή με κείνους τους τύπους που εκτέλεσαν τους άλλους τύπους. Δεν μπορώ. Δεν τρώω, ώστε να συρρικνωθώ και να μην ακουμπάω το ύφασμα αυτής της στολής, το καταλαβαίνεις; Μάλλον προσπαθώ να εξαφανιστώ.

Αυτή η αυταπάρνηση του Τζέσε στοιχειώνει τις σκέψεις του Γουίλι (όταν βέβαια προλαβαίνει να σκεφτεί), που βλέπει πια τα γεγονότα από άλλη οπτική. Στέλνει μάλιστα σχετική επιστολή στον πατέρα του, ο οποίος αντιδρά απαξιωτικά, στη συνέχεια δε θέλει να τον δει στα μάτια του. Δεν είναι όμως η μοναδική ψυχική σύγκρουση αυτή μέσα στην εφηβική και άδολη καρδιά του πρωταγωνιστή. Η αγάπη του για τη Γκρέτα, (την κόρη κάποιου εργάτη του οποίου τον κεφάλι άνοιξαν οι αστυνομικές δυνάμεις του …πατέρα του) τον στηρίζει σ’ όλες τις απίστευτες στιγμές που βιώνει, για να τη βρει παντρεμένη με κάποιον άλλον από μια παρεξήγηση… Οι αντιφατικές σχέσεις όπου οδηγούν οι συνθήκες του πολέμου, η ένταση των συναισθημάτων του φόβου, της νοσταλγίας, του ρίσκου, της ανθρωπιάς, οι μάχες πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο, όταν μάλιστα «δεν υπάρχει νόημα», ωριμάζουν τον ήρωα (στις άκρες των ματιών του τώρα πάντα υπήρχε ένας ίσκιος) ο οποίος στην τελευταία του άδεια καταλήγει να είναι απόλυτα μετέωρος: τον έχει διώξει ο πατέρας, τον έχει απαρνηθεί η ερωμένη, τον έχει προδώσει ο συμπολεμιστής.

Η μαγεία της γραφής του Σεμπάστιαν Μπάρρυ έγκειται στο ότι, ενώ δεν περιγράφει -ακόμα περισσότερο δεν υπογραμμίζει τα συναισθήματα των ηρώων-, αυτά υποβάλλονται μέσα από τον τρόπο περιγραφής τών από τη φύση τους συγκλονιστικών γεγονότων. Με μοναδικό τρόπο φερειπείν περιγράφεται το πώς βιώσανε οι στρατιώτες τα δηλητηριώδη αέρια που για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν σε πόλεμο από τους Γερμανούς (το χαράκωμα ήταν γεμάτο πτώματα που στα μάτια του φάνταζαν σαν αναρίθμητα αγάλματα), όπου ο αγαπητός λοχαγός Πέισλι, αρνούμενος να το βάλει στα πόδια, βρέθηκε νεκρός (έπρεπε να την είχε κοπανήσει μαζί με όλους μας, εννοώ να είχε οπισθοχωρήσει- ο Γουίλι έβραζε από το θυμό του. Ο λοχαγός Πέισλι είχε κάνει την επιλογή του, κι αυτοί είχαν κάνει τη δική τους. Στην ουσία, το ζήτημα ήταν ιερό).
Εξίσου μοναδική είναι η περιγραφή της σκηνής όπου ένας στρατιώτης τραγουδά μια μπαλάντα (…μοναχική, τρυφερή και ματωμένη. Μιλούσε για έναν στρατιώτη, ένα κορίτσι κι έναν θάνατο.(…) Ο άντρας τελείωσε το τραγούδι και μια διαφορετική σιωπή απλώθηκε, η σιωπή ανθρώπων που έβλεπαν στο μυαλό τους εικόνες κι έκαναν σκέψεις από τα περασμένα).
Αλλά και σκηνές «καθημερινές», χωρίς φόρτιση συναισθηματική, χρωματίζονται μ’ έναν τρόπο ιδιαίτερο:
Ήταν αρρωστημένα απολαυστικό να βλέπεις τους κούληδες να πελεκούν και να σκάβουν σα να αγνοούν τον κίνδυνο. Τι άλλο μπορούσαν να κάνουν; Οι βόμβες έπεφταν ανάμεσά τους, κάθε τόσο ακούγονταν μακρινές κραυγές, οι σειρές των σκαφτιάδων για μια στιγμή πύκνωναν, κι ύστερα συνέχιζαν κανονικά τη δουλειά τους. Αυτοί κι αν ήταν ήρωες, οι γαμημένοι, σκέφτηκε ο Γουίλι. Ήταν η απεικόνιση του πιο ακατανόητου θάρρους, της πιο γκροτέσκας αδιαφορίας.

Αυτό το κενό, η έλλειψη νοήματος σ’ όλα αυτά που βλέπει να συμβαίνουν γύρω του ο Γουίλι, φαίνεται να δικαιώνει εκ των υστέρων το μυστήριο, τον παραλογισμό της ηρωικής παράδοσης του Τζέσε (συλλογιζόταν ότι ο Τζέσε είχε περάσει στο λαιμό του μια θηλιά που την είχε φτιάξει μόνος του· το ήξερε κι ο ίδιος. Είχε στήσει παγίδα στον εαυτό του, μέσα στο δάσος της καρδιάς. Ήταν ο ίδιος δόλωμα, ο λαγός κι ο κυνηγός – όλα μαζί).

Κι όμως, ήξερε πια ότι δεν είχε πατρίδα. Το ήξερε καλά. Τα λόγια του Τζέσε είχαν φτάσει στο μεδούλι του και τώρα τα καταλάβαινε. Κανένα είδος Ιρλανδίας δεν υπήρχε πια, δεν ήξερε καν ποια Ιρλανδία είχε αφήσει πίσω του. Μπορεί να το λιθοβολούσαν όταν επέστρεφε, ή να του έκαιγαν το ίδιο του το σπίτι, ή να τον τουφέκιζαν, ή να τον ανάγκαζαν να κοιμάται κάτω από τις γέφυρες του Δουβλίνου και να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του εξαθλιωμένος και άστεγος.

(…) Τόσο μακριά, τόσο μακριά είχαν πάει που είχαν φτάσει στην άκρη του γνωστού κόσμου και είχαν κατρακυλήσει σε βασίλεια άλλα, στις σφαίρες που εξουσιάζουν οι καταρράκτες, η βροντή και η αντάρα τους. Ο δρόμος που είχαν πάρει δεν είχε επιστροφή...


Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Τα αθώα φανταράκια της ελληνικής δύναμης της ΕΛΔΥΚ, (που είχε συσταθεί ήδη από την ανεξαρτητοποίηση της Κύπρου το 1959, αντίστοιχα με την ΤΟΥΡΔΥΚ) και που η ιστορία τούς αγνόησε, ταυτίζοντάς τους με τις χουντικές δυνάμεις που ανέτρεψαν το Μακάριο, θέμα με το οποίο καταπιάνεται ο Βασίλης Γκουρογιάννης στο Κόκκινο στην πράσινη γραμμή

Κυριακή, Ιουνίου 06, 2010

Σβησμένες ψυχές (The Wasted vigil), Ναντίμ Ασλάμ

Τίποτα, τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και ιερό
από ένα σώμα που βασανίζεται
Ηλίας Βενέζης
Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό του αξιόλογου Πακιστανού συγγραφέα Ναντίμ Ασλάμ με τον αγγλικό (του πρωτότυπου;) τίτλο The Wasted vigil)[1], βιβλίο που καταγράφει μυθιστορηματικά όλες τις διαπλεκόμενες σχέσεις στο πολύπαθο Αφγανιστάν του 2004 – ένα παρελθόν με Άγγλους, Σοβιετικούς, Αμερικάνους/Μουτζαχεντίν, Ταλιμπάν, και με κύριο πρωταγωνιστή τη βία-, δε μπόρεσα να μην αναζητήσω για άλλη μια φορά τα λόγια του Ηλία Βενέζη από τον πρόλογό του στη δεύτερη έκδοση του «Το νούμερο 31328»:

Όταν καίγεται, έτσι που καίγεται εδώ με πυρωμένο σίδερο η σάρκα, όλα τα’ άλλα σωπαίνουν. Έχουν να λένε πως κανένας πόνος δε μπορεί να είναι ισοδύναμος με τον ηθικό πόνο. Αυτά τα λένε οι σοφοί και τα βιβλία. Όμως, αν βγεις στα τρίστρατα και ρωτήσεις τους μάρτυρες, αυτούς που τα κορμιά τους βασανίστηκαν ενώ πάνω τους σαλάγιζε ο θάνατος –και είναι τόσο εύκολο να τους βρεις, η εποχή μας φρόντισε και γέμισε τον κόσμο- αν τους ρωτήσεις, θα μάθεις πως τίποτα, τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται.

Γύρω από το βασικό πρόσωπο του Άγγλου μόνιμου κάτοικου του Αφγανιστάν Μάρκους, κινούνται μια Ρωσίδα που ψάχνει τα ίχνη του αδερφού της (ο οποίος είχε συμμετάσχει στη Σοβιετική εισβολή), δυο Αμερικανοί (ένας της CIA, ο άλλος στέλεχος των ειδικών αμερικανικών δυνάμεων που επιδόθηκαν στο κυνήγι της Αλ Κάιντα μετά την 11η Σεπτεμβρίου), μια Αφγανή δασκάλα, ένας νεαρός φονταμενταλιστής/βομβιστής. Όλοι αυτοί έχουν ένα παρελθόν που πονάει αφού ο καθένας βίωσε από τη δική του οπτική γωνία τις έντονες ιστορικές στιγμές των τελευταίων δεκαετιών στο Αφγανιστάν: το σοβιετοαφγανικό πόλεμο (1979-1989), που ξέσπασε σχεδόν ταυτόχρονα με τον Ιρανοϊρακινό κι έφερε και τους αμερικανούς στο προσκήνιο -οι οποίοι υποστηρίζονταν από τους Μουτζαχεντίν, το καθεστώς των Ταλιμπάν που οδήγησε σε εμφύλιες διαμάχες, ενώ μετά το 2001 ανοίγουν πάλι οι πληγές με την ανοιχτή επέμβαση των Αμερικάνων και των συμμάχων τους στον «αγώνα κατά της τρομοκρατίας» της Αλ Κάιντα. Επιχειρήσεις αυτοκτονίας και διακίνηση ναρκωτικών οι βασικές δραστηριότητες. Και μια εμπόλεμη κατάσταση που διαφέρει από τους πολέμους όπως τους γνωρίζουμε μέχρι τα μέσα του 20ου αι[2].
Αυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι ήρωες του Ναντίμ Ασλάμ. Όμως ο συγγραφέας δεν κάνει ιστορία, ούτε κοινωνιολογία. Το ύφος του είναι ποιητικο/λυρικό και ταυτόχρονα μεστό, και θα συμφωνήσω με την anagnostria στο ότι
Η γραφή του Πακιστανού συγγραφέα Ναντίμ Ασλάμ έχει κάτι από τη διάσπαση και τον κατακερματισμό της ίδιας της χώρας. Χαρακτήρες που εκπροσωπούν τάξεις και νοοτροπίες, πολύ χαλαρά συνδεδεμένοι μεταξύ τους, γεγονότα που θίγονται σε μια σελίδα για να ολοκληρωθούν πολλές σελίδες μετά, επεισόδια που σαν σε ομόκεντρους κύκλους αναφέρονται ξανά και ξανά, με καινούριες λεπτομέρειες να προστίθενται σε κάθε αναφορά, σηματοδοτούν την τεχνική του συγγραφέα, διασαφηνίζοντας ότι τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι περισσότερο αρετές παρά ελαττώματα.
Έτσι, συντίθεται ένα παζλ σχτικά με το παρελθόν, που συμπληρώνεται σιγά σιγά από τον αναγνώστη: Η μορφή του Μάρκους υψώνεται καρτερική και τραγική, εφόσον έχει βαφτιστεί μωαμεθανός για να μπορέσει να παντρεφτεί την Κατρίνα, την οποία σκότωσαν οι Ταλιμπάν μετά από απίστευτα βασανιστήρια, την κόρη του βίασε κατ’ επανάληψη και σκότωσε ο ρώσος αδερφός της Λάρα κατά τη σοβιετική εισβολή (φυσικά δεν το γνωρίζει αυτό η Λάρα, η οποία ψάχνει τα ίχνη του και μαθαίνει προς το τελος του βιβλίο για το φρικτό του θάνατο) ενώ αγνοείται και το νεογέννητο –τότε- παιδί της.
Σελ. 93:
"Κόρη, γυναίκα, εγγονός, θα έλεγε κανείς πως αυτό το μέρος μού έκλεψε ό, τι είχα και δεν είχα. Εύκολα θα με πέρναγες για κανέναν απ’ αυτούς τους δύσμοιρους λευκούς για τους οποίους ακούμε συνέχεια, που έτρεφαν τρυφερά συναισθήματα για τις άλλες φυλές και τους πολιτισμούς του κόσμου, που άφησαν την πατρίδα τους στη Δύση για να κάνουν σπίτι και οικογένεια στην Ανατολή κι που, τελικά, όλα γκρεμίζονται και αυτοί πληρώνουν για το ανόητο λάθος τους".

Τα πρόσωπα μπλέκονται ίσως κατά αναληθοφανή τρόπο (αν και θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς ότι δεν είναι τυχαία η άφιξη της Λάρα και του Ντέιβιντ στο σπίτι του), εφόσον αποκαλύπτεται ότι ο Αμερικάνος Ντέιβιντ και γνώριζε τον αδελφό τής Λάρα και ήταν ερωτευμένος με τη Ζαμίν, την κόρη του Μάρκους. Τις σκηνές βίας που διαπράχτηκαν απ’ όλες τις πλευρές (θάνατος με αφαίμαξη. Έτσι σκότωνε ο σοβιετικός στρατός τους κρατούμενους όταν υπήρχε ανάγκη μεταγγίσεων για τους πληγωμένους στρατιώτες) διαδέχονται πινελιές συναισθηματισμού και λυρισμού (τα πάντα, τα πάντα τη θυμίζουν. Η ροδιά τα πρώτα άνθη πέταξε, τραγουδούσε μια γυναίκα στο ραδιόφωνο που έπαιζε κάτω στο παζάρι κι, ενώ οι αναστεναγμοί της Ζαμίν χάιδευαν τα αυτιά του, η τραγουδίστρια πρόσθετε: στον πηγεμό για τον αγαπημένο, ζεις πεθαίνοντας κάθε λεπτό). Η αγριότητα και η φρίκη συγκλονίζουν αλλά δίνουν και πιο έντονο χρώμα στις στιγμές συναισθηματικής απογύμνωσης και ανθρωπιάς.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] « The Wasted vigil», δηλαδή «Η χαμένη αγρύπνια» είναι ο τίτλος του βιβλίου-, κι αναρωτιέμαι γιατί πολλοί ελληνικοί τίτλοι απέχουν τόσο από τον πρωτότυπο, και μάλιστα «επί το μλοδραματικότερον». Επίσης, είναι εύλογη η απορία αν γράφτηκε στα αγγλικά, όπως δηλώνεται έμμεσα ("τίτλος πρωτότυπου")[2]Πριν τον Ιρακινό πόλεμο, ούτε η λέξη «ειρήνη» ούτε η λέξη «πόλεμος» μπορούσε να περιγράψει σωστά την κατάσταση στο Ιράκ και την υπόλοιπη περιοχή μετά την επίσημη λήξη τού πολέμου του Κόλπου- η χώρα εξακολουθούσε να βομβαρδίζεται σχεδόν καθημερινά από ξένες δυνάμεις (Eric Hobsbawm, Πόλεμος και ειρήνη στον 20ο αι.)