Δευτέρα, Αυγούστου 17, 2009

Άρθουρ & Τζορτζ, Τζούλιαν Μπαρνς

Ένα πραγματικό επεισόδιο -αστυνομικού ενδιαφέροντος- από τη ζωή του σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, του γνωστού συγγραφέα του Σέρλοκ Χολμς, είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου αυτού· παράλληλα, όμως, μας δίνεται με γλαφυρό τρόπο και η πολυτάραχη ζωή του.

Ο άλλος πρωταγωνιστής είναι ο Τζορτζ Έιντλτζι· μιγάς ινδικής καταγωγής και βρετανικής υπηκοότητας, δικηγόρος στο επάγγελμα, κατηγορήθηκε άδικα για τις σφαγές μεγάλων ζώων (βοοειδών, αλόγων) που σημειώθηκαν στο Στάρφοντσιρ (θηριωδίες που έμειναν γνωστές ως «οι θηριωδίες του Γκρέιτ Γουέρλι») στα τέλη του 19ου αι. και τάραξαν τη βρετανική κοινωνία και τον τύπο. Ο Τζορτζ τελικά καταδικάστηκε σε επταετή φυλάκιση, αλλά αποφυλακίστηκε με εγγύηση αφού εξέτισε τα τρία χρόνια της ποινής, - έχοντας όμως χάσει το κύρος, του, την αξιοπρέπειά του και την επαγγελματική του καριέρα. Σ΄ αυτό το χρονικό σημείο είναι που οι δυο βιογραφίες συναντιούνται: ο Άρθουρ, έχοντας πειστεί για δικούς του λόγους για την αθωότητα του Τζορτζ, κάνει τα αδύνατα δυνατά να αποκαταστήσει το δίκαιο.

Ο συγγραφέας δίνει τα βιογραφικά στοιχεία των δυο συμπρωταγωνιστών από την πρώτη κιόλας παιδική ηλικία, εναλλάξ: σύντομα μικρά κεφάλαια που επιγράφονται «Άρθουρ» ή «Τζορτζ» αντίστοιχα, μας δίνουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη ζωή του δημιουργού του Σέρλοκ αλλά και για τη ζωή του γιου ενός μετανάστη/έγχρωμου κληρικού, που προσπαθεί να επιπλεύσει σε μια κοινωνία ρατσιστική. Τα στοιχεία της παιδικής ηλικίας δίνονται σε αποστασιοποιημένο ύφος (αίσθηση που δίνεται από το γ’ ενικό), αλλά είναι επαρκή για να καταλάβουμε και ίσως να ερμηνεύσουμε στοιχεία των δυο προσωπικοτήτων.

Δεν είναι όμως μόνο οι πληροφορίες που προκαλούν το ενδιαφέρον στις πρώτες σελίδες. Μπαίνουμε σιγά σιγά στη διαφορετική ψυχολογία δύο αντιδιαμετρικών χαρακτήρων: ο Άρθουρ, έχοντας μια πολύ δυναμική μητέρα (ενώ ο πατέρας του είναι στο περιθώριο, καλλιτέχνης μεν, αλλά αλκοολικός, επιληπτικός/θα μπορούσες να είσαι ο ίδιος άνθρωπος, ή σε μεγάλο βαθμό ίδιος, αν είχες διαφορετικό πατέρα; Εάν όχι, αυτό συνεπάγεται ότι ούτε οι αδερφές του θα ήταν οι ίδιοι άνθρωποι, ιδίως η Λότι, που την αγαπούσε περισσότερο απ’ όλες), «γίνεται» Άγγλος μετά από επταετή φοίτηση σε σχολή ιησουιτών. Φιλόδοξος, έξυπνος, εκπαιδεύτηκε, εκείνα τα τόσο εύπλαστα χρόνια, στη σχολή του ιατρικού υλισμού. Παντρεύεται τη γλυκιά και τρυφερή Τούι, η οποία όμως αρρωσταίνει από φυματίωση κι η απειλή του επικείμενου θανάτου σκιάζει την οικογένειά του (την αγάπησε όσο καλύτερα μπορεί ν’ αγαπήσει ένας άντρας δεδομένου ότι δεν την αγαπούσε). Παρακολουθούμε από κοντά τον παθιασμένο έρωτα του Άρθουρ με την Τζιν, που παραμένει αμοιβαίος και πλατωνικός μέχρι το θάνατο της Τούι (ένα κομμάτι του εαυτού του έχει παγώσει το χρόνο στη μέρα και στο έτος της γνωριμίας του με την Τζιν- στη μέρα που η καρδιά του γέμισε κυριολεκτικά ζωή), και δημιουργεί διάφορα συναισθήματα ενοχής ή οργής απέναντι στις συμβάσεις (χαρακτηριστικός ο διάλογος ανάμεσα στον Άρθουρ και τον γαμπρό του, σελ 282, για το αν η μοιχεία είναι ηθικά επιλήψιμη όταν είναι …πλατωνική). Ο ανήσυχος χαρακτήρας του Άρθουρ (σε κάθε καμπή της ζωής του αναζητούσε πάντα μια νέα πρόκληση –έναν νέο σκοπό, μια νέα εκστρατεία) τον στρέφει στη συγγραφή αλλά και στον πνευματισμό ( το βιβλίο περιγράφει αρκετά αναλυτικά αυτή την απροσδόκητη πτυχή της ιδιοσυγκρασίας του). Αφού πια είναι καταξιωμένος συγγραφέας, σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής του δίνει όλο του τον εαυτό για ν’ αποδείξει την αθωότητα του Τζορτζ.

Αντίστοιχα, παρακολουθούμε πάλι από κοντά τα βήματα του σιωπηλού και καρτερικού Τζορτζ, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στο σχολείο, τις οικογενειακές ιδιορρυθμίες, τη σταδιοδρομία του ως δικηγόρου. Η ηρεμία διαταράσσεται όταν η οικογένεια γίνεται αποδέκτης ανώνυμων επιστολών με προσβλητικό, χυδαίο ή απειλητικό περιεχόμενο (πρόκειται για πραγματικές επιστολές όπως επισημαίνει ο συγγραφέας στο τέλος). Μαθαίνουμε δηλαδή έμμεσα ότι υπάρχει μίσος που στρέφεται αναίτια και άδικα στον «διαφορετικό» και ιδιόρρυθμο Τζορτζ. Η αντίδραση του Τζορτζ σ’ αυτές τις επιθέσεις συνάδει με τον ινδικής κουλτούρας χαρακτήρα του: αξιοπρέπεια και σιωπή.

Το αστυνομικό μυστήριο ξεκινά από τη σελίδα 121. Το μέγεθος του παραλογισμού του εγκλήματος καθώς και το ατράνταχτο άλλοθι του Τζορτζ κρατούν τον αναγνώστη σε περιέργεια, για το πώς θα εξελιχθεί η υπόθεση, πώς θα καταλήξει ο κατηγορούμενος στην καταδίκη, αν θα γίνει ένσταση και θα αθωωθεί. Βλέπουμε με φρίκη πώς στοιχειοθετείται η κατηγορία, πώς διεξάγεται η δίκη και οδηγείται ο Τζορτζ στη φυλακή, διατηρώντας πάντα την αγέρωχα αξιοπρεπή και επαγγελματική του στάση.

Ώσπου μια κρίση στην προσωπική ζωή του, στρέφει τον Άρθουρ σαν από αντίδραση στην υπόθεση του Τζορτζ, ο οποίος είχε ήδη εκτίσει τα τρία χρόνια της ποινής κι έχει αποφυλακιστεί με εγγύηση. Η μεθοδική έρευνα, οι γνωριμίες του αλλά και η επιμονή του συγγραφέα του Σέρλοκ σύντομα έχουν αποτελέσματα. Σαν τον ήρωά του, κρατά σχολαστικές σημειώσεις, και καταφέρνει όχι μόνο να στηρίξει με αδιάσειστα στοιχεία την αθωότητα του Τζορτζ, αλλά με ανέλπιστο τρόπο να βρει και τον ένοχο. Έτσι, βάζει ως στόχο όχι μόνο να αποκαταστήσει νομικά το δίκαιο (πράγμα απίθανο) αλλά τουλάχιστον να ταράξει την κοινή γνώμη αποκαλύπτοντας την αδικία και κάνοντάς την ευρέως γνωστή, γνωστοποιώντας τα νέα στοιχεία σ’ όλες τις εφημερίδες.

Φυσικά έρχεται σε σύγκρουση με τον αστυνόμο Άνσον που είχε αναλάβει την υπόθεση (πολύ περιεκτικός ο διάλογος μεταξύ τους), και εκμεταλλευόμενος τη δημοτικότητά του, στέλνει τα στοιχεία στο Υπουργείο Εσωτερικών προκειμένου να γίνει αναθεώρηση της υπόθεσης από τα δυο Κοινοβούλια και να εκδοθεί η τελική απόφανση της βρετανικής κυβέρνησης.

Μας επιφυλάσσονται όμως πολλές ακόμα ανατροπές. Πρώτα πρώτα, μας αιφνιδιάζει η επιφυλακτική στάση του Τζορτζ απέναντι στον ενθουσιασμό του Άρθουρ: ο Τζορτζ ακολουθεί απρόθυμα τις ενέργειες του Άρθουρ και νιώθει τύψεις για την αγένειά του. (σελ 478: Ο Τζορτζ ντρεπόταν για τον εαυτό του. Έπρεπε να του γράψει και να ζητήσει συγνώμη. Κι όμως… κι όμως… θα ήταν ανειλικρίνεια να πει κάτι παραπάνω απ’ ό, τι είχε ήδη πει. Ή, μάλλον, αν είχε πει περισσότερα, θα είχε υποχρεωθεί να φανεί ειλικρινής). Μας εξηγεί, με την τετράγωνη δικηγορίστικη λογική του, γιατί νομίζει ότι ο «σωτήρας» του σφάλλει, σε ποια δηλαδή μεθοδολογικά αλλά και λογικά σφάλματα τον έχει οδηγήσει ο ενθουσιασμός του.

Σύμφωνα με τον Τζορτζ, λοιπόν, νομικά η απόδειξη της αθωότητας του βασίζεται σε ενδείξεις, όχι αποδείξεις. Το ένστικτο του Άρθουρ μπορεί να τον οδήγησε στο σωστό δρόμο, αλλά από νομική άποψη τα στοιχεία δεν ήταν περισσότερο βάσιμα από τα στοιχεία που αποδείκνυαν την κατηγορία σε βάρος του. Κυρίως όμως, το μόνο αποδεικτικό στοιχείο που είχε στα χέρια του ο Άρθουρ, το κατέστρεψε ο ίδιος από αδεξιότητα, απειρία. Μια γκάφα ανεπίτρεπτη για … «ντέτεκτιβ»! (Για όλα, κατέληξε ο Τζορτζ, έφταιγε ο Σέρλοκ Χολμς. Ο σερ Άρθουρ είχε επηρεαστεί υπερβολικά πολύ από το ίδιο του το δημιούργημα (…). Ο Χολμς δεν είχε ποτέ αναγκαστεί να σταθεί στο εδώλιο των μαρτύρων και να υποστεί την κονιορτοποίηση των υποθέσεων, των διαισθήσεων και των άψογων θεωριών του μέσα σε λίγες ώρες από τον κύριο Ντίστερναλ (εισαγγελέας). Ο σερ είχε, μες στο ζήλο του, καταστρέψει τα νομικά στοιχεία εις βάρος του Σταρπ (του πραγματικού ένοχου) – και για όλα έφταιγε ο Σέρλοκ Χολμς.

Δε μπορούμε, παρόλ’ αυτά, να μη θαυμάσουμε την αντισυμβατικότητα του Άρθουρ που έχει το θάρρος να τα βάλει με τη δυσκαμψία του νομικού συστήματος της Βρετανίας, όταν επιτέλους δημοσιεύτηκε η αναφορά της επιτροπής Γκλαντστόουν (το ανώτατο όργανο):

(μιλά ο Άρθουρ στην Τζιν, σελ 486,488):

- Δόθηκε η σπουδαία βρετανική λύση για τα πάντα. Κάτι τρομερό έχει συμβεί αλλά κανένας δεν έσφαλε. Είπαν ότι ο Τζορτζ ήταν αθώος, αλλά κανείς δεν ευθύνεται για το γεγονός ότι «απόλαυσε» τριετή κάθειρξη μετά καταναγκαστικών έργων. Οι ατέλειες υπεδείχθησαν επανειλημμένως στο Υπουργείο Εσωτερικών και το Υπουργείο Εσωτερικών επανειλημμένως αρνήθηκε να επανεξετάσει την υπόθεση. Κανένας δεν έσφαλε. Ζήτω. Ζήτω.!

και

-Το συγκεκριμένο Υπουργείο Εξωτερικών, η συγκεκριμένη κυβέρνηση, η συγκεκριμένη χώρα, η Αγγλία μας, ανακάλυψαν μια νέα νομική έννοια. Τον παλιό καιρό ήσουν ή αθώος ή ένοχος. Αν δεν ήσουν αθώος ήσουν ένοχος και αν δεν ήσουν ένοχος ήσουν αθώος. Από σήμερα διαθέτουμε μια νέα έννοια στο αγγλικό δίκαιο: ένοχος και αθώος. Ο Τζορτζ Έιντλτζι είναι πρωτοπόρος από την άποψη αυτή. Ο μόνος άνθρωπος στον οποίο απενεμήθη χάρη για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε, και συγχρόνως πληροφορήθηκε ότι δικαίως εξέτισε ποινή τριετούς καθείρξεως μετά καταναγκαστικών έργων.

-Συνεπώς πρόκειται περί συμβιβασμού;

-Περί συμβιβασμού! Όχι, περί υποκρισίας. Είναι το δυνατό σημείο της χώρας αυτής. Οι γραφειοκράτες και ι πολιτικοί σπατάλησαν αιώνες τελειοποιώντας την. Ονομάζεται Κυβερνητική Αναφορά.

Πρόκειται για ένα έξυπνο βιβλίο, που πέρα από την έξυπνη αστυνομική υπόθεση (ιδιαίτερης σημασίας το ότι πρόκειται για πραγματική ιστορία, όλα τα στοιχεία ουσιαστικά είναι ντοκουμέντα) έχει κοινωνικό και ψυχογραφικό ενδιαφέρον. Οι ερωτικές σχέσεις, οι πνευματιστικές ανησυχίες του Άρθουρ, οι δυσκολίες του Τζορτζ όσο άφορά τις κοινωνικές σχέσεις, τα προβλήματα του νομικού συστήματος στην Αγγλία (και όχι μόνο) είναι κάποιοι από τους άξονες που «επενδύουν» τη βασική πλοκή.

Χριστίνα Παπαγγελή

Τετάρτη, Αυγούστου 12, 2009

Υπόθεση Τουλάγεφ, Βικτόρ Σερζ

Ένα μυθιστόρημα πολυδιάστατο και πολύ διεισδυτικό, με σκηνικό τις μεγάλες δίκες της Μόσχας κατά την περίοδο των μεγάλων εκκαθαρίσεων του Στάλιν· εφάμιλλο, κατά τη γνώμη μου, του «Το μηδέν και το άπειρο». Διαβάζοντάς το, ο αναγνώστης που έχει διαβάσει και το βιβλίο του Άρθουρ Καίστλερ, δε μπορεί να μην ανακαλέσει το δράμα της ανάκρισης του Ρουμπάσοφ, του «μπολσεβίκου» της παλιάς φρουράς, που παλεύει με τη συνείδησή του και στο τέλος αναγκάζεται να συνθηκολογήσει και να ομολογήσει εγκλήματα που δεν έκανε, στο όνομα του Κόμματος. Το μυθιστόρημα του Σερζ είναι πολυφωνικό (σε αντίθεση με του Καίστλερ που εστιάζει σ’ ένα –δυο χαρακτήρες), εφόσον υπάρχουν πολλοί κεντρικοί ήρωες, πιο ανάγλυφοι, αλλά και η περιγραφή της σοβιετικής κοινωνίας την εποχή εκείνη είναι πιο ολοκληρωμένη: στα δέκα κεφάλαια στα οποία είναι χωρισμένο το βιβλίο («αλληλοσυμπληρούμενους πίνακες» όπως τα αποκάλεσε ο ίδιος ο Σερζ), μεταφερόμαστε σε διάφορες περιοχές της σοβιετικής ένωσης, από τις πιο απομακρυσμένες επαρχίες μέχρι τα Γραφεία του Γενικού Γραμματέα (Στάλιν). Η μυθιστορηματική δράση σε κάποια κεφάλαια μάλιστα, επεκτείνεται και εκτός Σοβιετικής ένωσης, στην Ισπανία και στο Παρίσι.

Δεν είναι σκόπιμη βέβαια μια σύγκριση με το «Μηδέν και το άπειρο», κι αν έγινε αυτή η αναφορά είναι για να δοθεί η οπτική γωνία του –τροτσκιστή, κυνηγημένου και αυτοεξόριστου- συγγραφέα[1], ο οποίος περιγράφει εκ των έσω, φωτίζοντας από πολλές πλευρές, μια πολύ σκοτεινή και τραγική πτυχή της παγκόσμιας ιστορίας. Άλλωστε, πολύ καλή αντιπαράθεση των δυο βιβλίων επιχειρεί ο Richard Greeman στο επίμετρο που βρίσκεται προς το τέλος του βιβλίου, περιλαμβάνοντας σύντομα και απόψεις άλλων κριτικών[2].

Η "υπόθεση Τουλάγεφ» είναι η δολοφονία ενός ανώτατου στελέχους του Κόμματος, του Τουλάγεφ, και η προσπάθεια του κρατικού μηχανισμού να ανιχνεύσει και να αποδώσει ευθύνες. Εμείς μαθαίνουμε, από το πρώτο κεφάλαιο-«πίνακα», ότι τον σκότωσε αυθόρμητα, σχεδόν τυχαία, ένας ασήμαντος εργάτης- χωρίς εξουσία αλλά νέος, υγιής και δραστήριο μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας, ο Κόστια, πνιγμένος από το αίσθημα δικαίου. Κρατούσε κατά σύμπτωση το όπλο που του είχε δώσει ο γείτονάς του Ρομάσκιν (αντιδιαμετρικός χαρακτήρας), τον … είδε τυχαία στο δρόμο και τον πυροβόλησε (Τι έκανα; Γιατί; Είναι αδιανόητο… Ενέργησα χωρίς να σκεφτώ… Χωρίς να σκεφτώ, σαν άνθρωπος της δράσης…» Σπαράγματα και ράκη ιδεών συγκρούονταν στο κεφάλι του, σαν ριπές χιονιού).

Αυτό αποτελεί και το θέμα του πρώτου κεφαλαίου, που τίθεται σαν «προοίμιο», και αποτελεί τη βάση όσων αντιδράσεων ακολουθούν, σα χιονοστιβάδα. Όπως επισημαίνει και ο Greeman στο επίμετρο, η αυτοτέλεια του κεφαλαίου το κάνει αυτόνομο σα διήγημα, εφόσον διαγράφεται η αντίθεση των χαρακτήρων αλλά μας δίνεται ανάγλυφα και η κοινωνική κατάσταση στις παρυφές της σοβιετικής κοινωνίας.

Η «τυχαία» αυτή δολοφονία ταράζει τα νερά του κρατικού μηχανισμού και αρχίζουν οι συλλήψεις και οι μυστικές ανακρίσεις. Σε κάθε κεφάλαιο (τουλάχιστον στην αρχή) εστιάζει ο συγγραφέας σε ένα διαφορετικό «κεντρικό» χαρακτήρα, που κρατά και διαφορετική στάση απέναντι στη σκληρότητα, τη μονολιθικότητα της γραμμής του κόμματος. Οι περισσότεροι, άλλωστε, είναι «φορείς» του νέου πνεύματος, με κορυφαίο τον Μακέγεφ (μαύρη συμφορά σ’ όποιο μέλος του κόμματος είχε κληθεί για έλεγχο από κάποια επιτροπή και ο φάκελός του έπεφτε, εκείνη την ώρα, στα χέρια του Μακέγεφ! ).

Η ουσία είναι ότι το κράτος του Στάλιν βρίσκει ευκαιρία να «ξηλώσει» στελέχη της παλιάς φρουράς. Έτσι, βλέπουμε ότι ενοχοποιούνται κι εκτελούνται – ως το τέλος του βιβλίου -τρία ανώτατα στελέχη, (ο Ανώτατος Επίτροπος Έρχοφ, η περίπτωση του οποίου θυμίζει τον Ρουμπάσοφ του Καίστλερ), ο Ρουμπλιόφ (παλιό στέλεχος) και ο Κοντράτιεφ (απεσταλμένος της Κεντρικής Επιτροπής στην Ισπανία/ βλέπουμε επομένως έμμεσα το ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης στον εμφύλιο της Ισπανίας)). Και οι τρεις πιέζονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε ομολογούν την ενοχή τους. Το τέταρτο υποψήφιο θύμα, ο ήδη εξόριστος Ρύζικ, που τον επέλεξαν σκόπιμα γιατί ήξεραν ότι δε θα παραδεχτεί την ενοχή του και έπρεπε να φανεί ότι οι δίκες είναι ..αμερόληπτες), πέθανε από απεργία πείνας. Οι αυτόνομες ιστορίες των πρώτων κεφαλαίων σε κάποια στιγμή συναντιούνται και οι ήρωες διασταυρώνονται.

Η διαπλοκή των διαφορετικών χαρακτήρων (των σκληροπυρηνικών, των ανακριτών που λειτουργούν ως φερέφωνα, του γλοιώδους, υποκριτή, του ασυμβίβαστου, του ιδεολόγου, του εισαγγελέα, του Γενικού Γραμματέα) είναι κατά τη γνώμη μου αριστουργηματική, και η χαλαρή αυτή δομή που περιέγραψα πιο πάνω υποβοηθά στην ανάδειξη από πολλές οπτικές γωνίες, του τρόπου σκέψης και λειτουργίας, των αντιθέσεων και των τριβών διαφορετικών κοινωνικών τάσεων. Ο Κόστια, ο Ρουμπλιόφ, ο Στερν, ο Κοντράτιεφ, είναι οι ήρωες που «αντιστέκονται» στην ισοπέδωση ή, τέλος πάντων, στέκονται κριτικά. Ο Greeman θεωρεί ότι υπάρχει μια κάποια αντιστοιχία με υπαρκτά πρόσωπα (με τον Γιάκοντα/πρωτοπαλίκαρο του Στάλιν, τον Μπουχάριν, τον τροτσκιστή Κουρτ Λαντάου, τον Αντόνοβ Οσέενκο αντίστοιχα). Αλλά και ο Τουλάγεφ μπορεί να ταυτιστεί με τον Αντρέι Κίροφ. Αναρωτιέται κανείς αν ο γλοιώδης Ποπόφ (δική του δουλειά ήταν να στοιχειοθετεί τις μομφές, να μοιράζει τις προειδοποιήσεις, να προετοιμάζει τις αγορεύσεις, να σχεδιάζει τις εκτελέσεις, να προτείνει τις αμοιβές των εκτελεστών) είναι ο Ποπόφ του γνωστού σε μας αντάρτικου τραγουδιού.

Ο χαρακτήρας πάντως ο πιο ακέραιος, που φαίνεται να κατανοεί την ιστορική συγκυρία και να την «υπερβαίνει», είναι ο Ρύζικ. Αντίθετα, ευθυγραμμισμένος με τη σταλινική πολιτική είναι ο Μακέγεφ (μόλις τελείωνε την επίπληξη, ανασήκωνε το κεφάλι σα δυσαρεστημένο σαρκοβόρο, κοιτάζοντας το κενό, προσποιούνταν ότι δε βλέπει κανέναν/ άλλος ένας τέλειος θερμιδωριανός, άλλος ένας καρεκλοκένταυρος που ξέρει απ’ έξω τις τετρακόσιες φράσεις της τρέχουσας ιδεολογίας χάρη στις οποίες δε σκέφτεσαι, δεν βλέπεις, δε νιώθεις- δε θυμάσαι καν, ούτε νιώθεις την παραμικρή τύψη όταν κάνεις τις μεγαλύτερες βρομιές). Ο Μακέγεφ έρχεται σε αντίθεση με τον Κασπάροφ (δείγμα διαλεκτικής ο διάλογος μεταξύ τους, στις σελίδες 144-147, σχετικά με το ρόλο του Κόμματος). Ένα πιστό σκυλί του κόμματος, ο Μακέγεφ, αλλά αρνούμενος κάποια στιγμή να εκτελέσει κάποια απόφαση, συλλαμβάνεται κι αυτός.

Η υπόθεση εξελίσσεται με αντιθέσεις και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις που εκφράζονται με πολύ καίριους διαλόγους. Το εσωτερικό δίλημμα που βασανίζει τους ήρωες, άλλους λίγο άλλους πολύ, αφορά την πίστη στο αρχικό όραμα, που έγινε σιγά σιγά πίστη στο Κόμμα και στη συνέχεια πίστη στον Αρχηγό. Η πίστη αυτή έρχεται σε μοιραία σύγκρουση με τις επιταγές της ατομικής συνείδησης και καθένας τραβά αλλού τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο «σύνολο» και στο «πρόσωπο».

Σελ. 141:

Εκείνη την περίοδο το Κόμμα γύριζε σελίδα. Τέρμα οι ήρωες, χρειάζονταν πια σωστοί διαχειριστές, άνθρωποι πρακτικοί, και καθόλου ρομαντικοί. Τέρμα οι ριψοκίνδυνες παραφορές της διεθνούς, παγκόσμιας και τα λοιπά επανάστασης, ας σκεφτούμε τον εαυτό μας, ας οικοδομήσουμε το σοσιαλισμό στη χώρα μας, για μας.

Σελ. 143:

- Σ΄αυτόν εδώ τον τόπο, φίλε μου, όλα έχουν αποφασιστεί αμετάκλητα. Τη γραμμή του Κόμματος, αυτήν βλέπω και τίποτ’ άλλο. Ένα νέο κόμμα, με ανοσία στον πανικό, γεμάτο εμπιστοσύνη

Σελ. 96:

(Ρουμπλιοφ) Δεν είναι δειλοί. Είναι πιστοί, καταλαβαίνεις, είναι ακόμα πιστοί στο Κόμμα, και δε υπάρχει πια Κόμμα, έχουν μείνει μόνο ιεροεξεταστές, δήμιοι, καθάρματα… εξακολουθούν να πιστεύουν ότι υπηρετούν τον σοσιαλισμό. (…) Σκέφτονται ότι θα είναι προτιμότερο να πεθάνουν ατιμασμένοι, δολοφονημένοι από τον Αρχηγό, παρά να τον καταγγείλουν στη διεθνή μπουρζουαζία…

Σελ. 116:

(Ρουμπλιοφ) Το Κόμμα μας δεν μπορεί να έχει αντιπολίτευση: είναι μονολιθικό, διότι συνδυάζουμε τη σκέψη με τη δράση, ώστε να επιτυγχάνουμε την πλήρη αποτελεσματικότητα. Προτιμούμε, αντί να έχουν κάποιοι από μας δίκιο και κάποιοι άδικο, να κάνουμε λάθος όλοι μαζί, ενωμένοι, γιατί έτσι είμαστε ισχυρότεροι για το προλεταριάτο. Και ήταν παλιό λάθος του αστικού ατομικισμού η αναζήτηση της αλήθειας για μια συνείδηση, τη συνείδησή μου, αυτή που ανήκει σε ΜΕΝΑ. Σκασίλα μας για το εγώ, σκασίλα μου για την αλήθεια, φτάνει να είναι δυνατό το Κόμμα!.

Διάλογος πολύ ουσιαστικός και περιεκτικός είναι ο διάλογος ανάμεσα στον Έρχοφ και τον Ριτσιόττι:

-(Ριτσιόττι) Ομολόγησε, αδελφέ. Ό,τι να’ ναι, ό, τι σου ζητήσουνε. Πρώτα απ’ όλα θα κοιμηθείς, έπειτα θα έχεις μια πολύ μικρή πιθανότητα. (…) Καταλαβαίνεις πολύ καλά ότι δεν μπορούν πια ν’ αφήσουν κανένα παλιό, πουθενά… Δεν θα αποφασίσουμε εμείς αν το Πολιτικό Γραφείο κάνει λάθος ή όχι …(…) Δέξου τουλάχιστον ότι το κόμμα δεν μπορεί να παραδεχτεί την αδυναμία του μπροστά σ’ έναν πυροβολισμό που ήρθε Κύριος είδε από πού, από τα βάθη ίσως της λαϊκής ψυχής(…) Είμαστε φτιαγμένοι για να υπηρετούμε αυτό το καθεστώς, αυτό έχουμε μόνο, είμαστε τα τέκνα του. (…) Κανείς δεν πρέπει, δεν μπορεί να αντισταθεί στο Κόμμα χωρίς να περάσει στο εχθρικό στρατόπεδο.

Αντίστοιχα κορυφαίος από άποψη διαλεκτικής (και μάλιστα τοποθετημένος σε μια κορύφωση των τριών «δραμάτων», ο διάλογος του «Αρχηγού» με τον Κοντράτιεφ. Αντιγράφω την αρχή, που προοιωνίζει και δυναμικά τη συνέχεια:

Ο αρχηγός ρώτησε ήρεμα:

-Τι έγινε λοιπόν, κι εσύ προδότης;

Ήσυχα, βαθιά γαλήνιος και σίγουρος, ο Κοντράτιεφ απάντησε:

-Δεν είμαι προδότης, ούτε εγώ.

Κάθε συλλαβή της τρομερής αυτής φράσης ξεκολλούσε σα κομμάτι πάγου μέσα σε πολική λευκότητα. Αδύνατον να πάρει κανείς πίσω τέτοιες κουβέντες. Μερικά δευτερόλεπτα ακόμα και όλα θα τέλειωναν. Κάτι τέτοιοες κουβέντες, μέσα εδώ, τις πληρώνει κανείς με την επί τόπου εξόντωσή του, ακαριαία, ο Κοντράτιεφ ολοκλήρωσε την κουβέντα του με σταθερότητα:

-Και το ξέρεις πάρα πολύ καλά.

Δεν θα φώναζε, δεν θα έδινε διαταγές με φωνή μαινόμενη τόσο, που θα κατέληγε ξέπνοη; Τα κρεμασμένα χέρια του Αρχηγού διέγραψαν πολλές μικρές κινήσεις χωρίς συνοχή κλπ. κλπ.

Τα μικρά δράματα των τριών βασικών θυμάτων αλλά κι άλλων δευτερευόντων χαρακτήρων οδηγούν, όπως και στη περίπτωση του Ρουμπάσοφ, στην ηθελημένη αποδοχή της ενοχής για να μην «εκτεθεί» το Κόμμα. Ο συγγραφέας με μεγάλη μαστοριά, με δραματικότητα και διεισδυτικότητα δίνει βήμα βήμα αυτή τη σταδιακή μεταστροφή, που διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση, ενώ οι ιστορίες αλληλοπλέκονται με μεγάλη ρεαλιστικότητα. Δίπλα σ’ όλους αυτούς τους βασικούς ήρωες διαγράφονται και γυναικείοι χαρακτήρες, με κορυφαία την Ξένια, την κόρη του Ποπόφ, η οποία βρίσκεται στο Παρίσι και συγκλονίζεται από την είδηση της επικείμενης εκτέλεσης του Ρουμπλιόφ και των υπόλοιπων, κάνει δε τα αδύνατα δυνατά για να αποτρέψει τον παραλογισμό με το ανάλογο, βέβαια, κόστος.

Οι συλλήψεις, οι εξορίες, οι δίκες, οι εκκαθαρίσεις όχι μόνο στο σοβιετικό κράτος αλλά και σ’ άλλα κράτη του αντολικού μπλοκ (περί τα 250 στρατόπεδα συγκέντρωσης π.χ. καταγράφει ο Τοντόροφ στο βιβλίο «Ο εκπατρισμένος») είναι πλέον γνωστά και τεκμηριωμένα. Δεν είναι η «ιστορική αλήθεια» αυτό που συγκινεί σ’ αυτό το βιβλίο, ούτε η αντίσταση, ακόμη και των πιο στενών συνεργατών του Στάλιν στην άτεγκτη πολιτική του. Είναι ότι ο Σερζ καταφέρνει να πιάσει, να συλλάβει το αδιόρατο, το ανθρώπινο, και ως εκ τούτου να δώσει μια όχι μόνο μια ιδεολογική τοποθέτηση απέναντι σ΄ αυτά τα θέματα που ταλάνισαν γενιές και γενιές, αλλά μια τραγική και ανθρώπινη διάσταση.

Όπως γράφει τελειώνοντας το επίμετρό του ο Richard Greeman, «ο Σερζ παρουσιάζει τους συλλογικούς ήρωές του τη στιγμή της «καταστροφικής» αυτοσυνειδησίας». Και αλλού: «Ο ανθρωπισμός και ο συμπαντικός λυρισμός του Σερζ δημιουργούν το πλαίσιο για μια τραγική αντίληψη της μοίρας του σύγχρονου προλεταριάτου». Στο ερώτημα που τίθεται στο τέλος, αν η θεώρηση του Σερζ «είναι πραγματικά τραγική», συμφωνώ με την άποψη ότι ο Σερζ καταφέρνει να περιγράψει τόσο καίρια την «πικρή ειρωνεία της σύγκρουσης ανάμεσα στις βαθιές κοινωνικές επιδιώξεις των λαών και στους περιορισμούς που επιβάλλει η ιστορική στιγμή», που την υπερβαίνει. Το έργο του δηλαδή δε χαρακτηρίζεται από μια τοποθέτηση ιδεολογική απέναντι στην ιστορική συγκυρία, όσο από μια προσπάθεια κατανόησης.

[1] Έχουν μεγάλο ενδιαφέρον τα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα, αλλά ιδιαίτερα οι συνθήκες συγγραφής του βιβλίου (σε μαύρη λίστα του Στάλιν αλλά και του Χίτλερ, ανασφαλής πρόσφυγας χωρίς πατρίδα, χωρίς χρήματα μετακινούμενος από το ένα καταφύγιο στο άλλο/ τέλος το ολοκλήρωσε στη Μαρτινίκα και στο Μεξικό)
[2] Πολύ διαφωτιστική και κριτική η ματιά της anagnostria εδώ
, η οποία με τη σειρά της παραπέμπει σε παρουσιάσεις άλλων.

Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Αυγούστου 09, 2009

1315 λέξεις για το Αρχαιολατρία και Γλώσσα του Βασίλη Αργυρόπουλου

Ο Βασίλης Αργυρόπουλος έχει βασικό σκοπό την αναίρεση των ψευδοεπιστημονικών απόψεων που προέρχονται από τον μυωπικό ελληνοκεντρικό χώρο της ακροδεξιάς πολιτικής.
Στο βιβλίο ταξινομείται η ύλη σε πέντε μέρη, δύο βασικά: την ετυμολογία και την ορθογραφία και τρία που συνιστούν προεκτάσεις: την κοινή ινδοευρωπαϊκή προέλευση γλωσσών στην οποία εντάσσεται και η ελληνική, την φοινικική προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου και την προφορά της αρχαίας ελληνικής.

Ο στόχος μοιάζει εύκολος από επιστημονική οπτική. Ίσως για αυτό το λόγο δεν έχουμε μέχρι τώρα συγκεκριμένες, λεπτομερείς και σχολαστικά τεκμηριωμένες αναιρέσεις για την γλωσσολογίζουσα ιδεολογία του ελληνοκεντρισμού. Αλλά, όπως επισημαίνει και ο Νίκος Σαραντάκος, στον οποίο γίνεται αναφορά αρκετά συχνά στο βιβλίο, το πρόβλημα είναι ότι χρειάζεται πολύ δουλειά και χρόνος για να αντιπαρατεθείς επιστημονικά με απόψεις που βγάζει ο καθένας «από την κοιλιά του στο πι και φι» (143). Ίσως πάλι, όπως σχολιάζει ο Αλέξανδρος Φατσής είναι τουλάχιστον αφέλεια να συζητά ένας γλωσσολόγος με αρχαιολάτρες (278) ή ματαιοπονεί κάποιος που κρίνει λογικά απόψεις που δεν έχουν στοιχεία συνοχής και συζητά με φορείς μιας ασυνάρτητης (και) γλωσσικής ιδεολογίας που επιστρατεύει βαθιοριζωμένες προλήψεις (H. Pernot 188).

Ο βασικός μύθος που πλέκεται και αναπαράγεται με ποικίλα δημοσιεύματα είναι σχετικός με την αιτιακή σχέση σημαίνοντος και σημαινόμενου της ελληνικής γλώσσας, χαρακτηριστικό που είναι μοναδικό και δεν υπάρχει σε άλλες γλώσσες. Ο συγγραφέας αναιρεί την παραπάνω άποψη με αναφορές κυρίως στο Σοσίρ (Saussure), που όριζε την εσωτερική σχέση σημάνσεως ως καθαρά συμβατική (44, 61, 76, κ.α) και επιμένει στη διάκριση της σχέσης σημαίνοντος – σημαινόμενου από τη σχέση λέξης – πράγματος (95, κ.α.) και καθόριζε ότι οι φωνολογικές μεταβολές μιας γλώσσας υπακούν σε συγκεκριμένους φωνολογικούς νόμους. Η κριτική αντιπαράθεση με αρχαιολατρικές ελληνοκεντρικές απόψεις γίνεται με συγκεκριμένο σχολιασμό λέξεων όπως είναι οι ηχομιμητικές (56-60), οι: αδελφός (61-63), πλους, αλς (66-73) και άλλες, με την παρουσίαση των απόψεων του Σοσίρ (79-103), με λογικά επιχειρήματα «αν ο δεσμός ανάμεσα στο περιεχόμενο και στην έκφραση μιας λέξης ήταν αιτιακής φύσεως, δε θα παρατηρούνταν διαφορές ανάμεσα στις φυσικές γλώσσες που μιλούν οι άνθρωποι ανά τον κόσμο», (92) με συνεισφορά κριτικής από συναδέλφους του (Δ. Μιχελιουδάκης) που αλλάζοντας τους όρους απευθύνει γλωσσολογικά ερωτήματα για τη θεωρία, ορολογία και μεθοδολογία των «αρχαιολατρών» (96) και (Π. Σταυρόπουλος) που αποδεικνύει το παράλογο και άτοπο των ελληνοκεντρικών απόψεων (108-109). Σε αυτό τον παραλογισμό της ελληνοκεντρικής αρχαιολατρίας που διαχέει αστήρικτες ιδέες για τη γλώσσα εμπλέκονται ακόμα και ο Ευριπίδης Στυλιανίδης, ως υπουργός Παιδείας, που αναπαρήγαγε τις «ίδιες εθνικιστικές ασυναρτησίες … περί υπολογιστών προχωρημένης τεχνολογίας, οι οποίοι δέχονται ως ‘‘νοηματική’’ γλώσσα μόνον την ελληνική…» (112-113), ο Χρήστος Σαρτζετάκης που γράφει για «τη μόνη εις τον κόσμο νοηματική και όχι απλώς συμβατική ελληνική μας γλώσσα» (115-116). Νομίζω ότι δε χρειάζεται να είναι κανείς γλωσσολόγος ή κάτι συναφές με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές για να καταλάβει την ασάφεια αυτών των κειμένων σύμφωνα με τα οποία οι υπολογιστές μπορούν να καταλάβουν μόνο τα αρχαία ελληνικά κ.τ.λ., κ.τ.λ. Στα πλαίσια του πρώτου μέρους εντάσσεται και η κριτική της εμπειρικής ετυμολόγησης που ανάγει στην ελληνική ακόμα και λέξεις που είναι δάνεια, η κριτική της ανακάλυψης ελληνικών λέξεων σε κάθε γλώσσα και της αντίληψης ότι «τα αγγλικά είναι ελληνική διάλεκτος», δηλαδή της εθνοκεντρικής αντίληψης ότι η ελληνική είναι μητέρα όλων των γλωσσών. Σε αυτά τα σημεία διαφαίνεται πεντακάθαρα η διαπλοκή ετυμολογίας (ή παρετυμολογίας) και ιδεολογίας.

Η ελληνοκεντρική ιδεολογία παρεισφρέει και στα ορθογραφικά ζητήματα, εφόσον η παρετυμολογία υπηρετεί πολλές φορές τις επιταγές για την ορθογράφηση των λέξεων. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου ξεκινά με τη διευκρίνιση βασικών εννοιών, όπως γραφή, ορθογραφία, γράφημα, φωνητική, φωνολογική, ιστορική/ ετυμολογική ορθογραφία. Όπως είναι αυτονόητο και επισημαίνεται εύστοχα, γιατί σε τέτοιες αντιπαραθέσεις καταλύεται ακόμα και το αυτονόητο «η ορολογία… αποτελεί έναν τρόπο να μιλάμε την ίδια γλώσσα, όταν αναφερόμαστε σε διάφορα επιστημονικά θέματα» (61). Το ορθογραφικό πρόβλημα δημιουργείται εξαιτίας της γρηγορότερης εξέλιξης της προφοράς σε σχέση με τη γραφή (160), της ατελούς προσαρμογής του αλφαβήτου στην προφορά μιας γλώσσας (160) και της ετυμολογικής προκατάληψης (161). Αυτά σύμφωνα με το Σοσίρ «ο οποίος ήταν αντίθετος με τη λειτουργία της ετυμολογίας των λέξεων ως κριτηρίου για τη γραφή τους» (161). Ακολούθως ο Αργυρόπουλος εξετάζει το ορθογραφικό πρόβλημα της νέας ελληνικής. Νομίζω ότι η αιτία που ωθεί το συγγραφέα να ασχοληθεί ενδελεχώς με τα ορθογραφικά θέματα δηλώνεται καθαρά γιατί «η επιλογή μιας γραφής συχνά εξαρτάται από την ιδεολογία του καθενός… και συχνά για ιδεολογικούς λόγους υποστηρίζεται όχι μια γραφή, αλλά μια ψευδής ετυμολογία» (186). Αναφέρεται σε πολλές λέξεις, όπως καινούριος, φτιάχνω, αλλιώς, ονόματα σε –άκις, αβγό, αφτί, πιλοτή και άλλες και εξετάζει ειδικά την ετυμολογική ορθογραφία. Αυτό που φαίνεται ότι ενοχλεί περισσότερο το συγγραφέα είναι η αντιεπιστημονική δικαιολόγηση ορισμένων επιλογών γραφής με την παρετυμολογία. Αυτό που υποκρύπτεται πίσω από την αναγωγή της ορθογραφίας στην αρχαία ελληνική είναι «η απευθείας σύνδεση της νέας Ελληνικής με την Αρχαία… χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν τα ενδιάμεσα στάδια της Ελληνικής, δηλ. η Αλεξανδρινή (Ελληνιστική) κοινή και η Μεσαιωνική» (203). Έτσι εξετάζει ενδελεχώς τις λέξεις: καλύτερος, αφτί, αβγό, βρόμα, αλλιώς, παλιός, δίκιο, ελιά, ορθοπεδική, ταξίδι, Γουδί. Η στάση του και η οπτική του εμπεριέχονται σε πολλά σημεία του κειμένου, αλλά γίνονται ευδιάκριτα στα Γενικά Σχόλια των σελίδων 252-257. Προτιμά, κατά περίπτωση μια γραφή, χωρίς όμως να γίνεται σαφές αν εφαρμόζει την ίδια αρχή. Μάλλον προσπαθεί να διατηρήσει ουδέτερη οπτική προτάσσοντας την ιδιότητα του ερευνητή γλωσσολόγου. Γράφει: «Οι γρ. παλιός, δίκιο, ελιά δικαιολογούνται ετυμολογικά, υπερτερούν σε χρήση και είναι απλούστερες… Η ορθοπαιδική είναι ετυμολογικά βάσιμη, αλλά λιγότερο συχνή έναντι της ορθοπεδικής, που είναι και απλούστερη γραφή» (254). Στις σελίδες αναφέρονται το ετυμολογικό κριτήριο και το κριτήριο της χρήσης που κάνει συχνότερες κάποιες γραφές ή και μοναδικές, αφού «κανείς δε γράφει σήμερα και αγώρι», (255) όπως θα ήταν (σύμφωνα με το Μπαμπινιώτη) η ετυμολογική γραφή. Ωστόσο, επικαλείται το ένα ή το άλλο κατά περίπτωση. Στη σελίδα 256 γράφει ότι δε θεωρεί αναγκαίο να γραφεί κτήριο (όπως επιβάλλει η ετυμολογία) αφού «υπάρχουν γραφές που βασίζονται στο κριτήριο της παρετυμολογίας». Αυτό είναι ίσως το μοναδικό συγκεκριμένο σημείο του βιβλίου που μου προκαλεί απορία: υπάρχει τέτοιο κριτήριο ή εννοεί το κριτήριο της χρήσης; Στην περίπτωση της ορθοπαιδικής τάσσεται υπέρ της ετυμολογικής, «ίσως επειδή εδώ πρόκειται για επιστημονικό όρο».

Ακολουθούν οι σελίδες όπου ο συγγραφέας αναιρεί την πεποίθηση ότι η ελληνική είναι γλώσσα μοναδική στην οποία βασίστηκαν οι υπόλοιπες γλώσσες. Η ελληνική σαφώς ανήκει μαζί με πολλές άλλες γλώσσες στην ίδια ινδοευρωπαϊκή οικογένεια. Αυτό είναι που δικαιολογεί τις ομοιότητες μεταξύ αυτών των γλωσσών και όχι η εθνοκεντρική άποψη ότι οι υπόλοιπες γλώσσες οφείλουν την ύπαρξή τους στην ελληνική. Επίσης, σχετικά με το αλφάβητο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη φοινικική προέλευση του ελληνικού. Η ιδιαιτερότητά του σε σχέση με το φοινικικό είναι η χρήση γραμμάτων για την απόδοση των φωνηέντων, κάτι που δεν ήταν αναγκαίο στους Φοίνικες. Τέλος, οι σελίδες 337-364 αναφέρονται στην προφορά της αρχαίας ελληνικής και στις αλλαγές που υπήρξαν από την κλασική αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Παράδειγμα, το β πιθανότατα προφερόταν [b] και όχι [v] όπως σήμερα

Ο Βασίλης Αργυρόπουλος δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει τα ίδια λογικά επιχειρήματα στηριζόμενος στις βασικές αρχές της γλωσσολογικής επιστήμης και στη σαφή χρήση των εννοιών της και της κατακτημένης γνώσης. Ανατρέχει συνεχώς στη βιβλιογραφία και τεκμηριώνει πολύπλευρα την κριτική του. Αναφορές γίνονται στο Σοσίρ, στο Μπαμπινιώτη, στο Χριστίδη (που είχε και την επιμέλεια του συλλογικού τόμου Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Από τις αρχές ως την ύστερη αρχαιότητα) και σε άλλους γνωστούς γλωσσολόγους κυρίως, όπως ο Ευάγγελος Πετρούνιας, ο Μ. Σετάτος, ο σπύρος Μοσχονάς, ο Θεόδωρος Μωυσιάδης, αλλά και στο Γιάννη Χάρη, το Νίκο Σαραντάκο, τον Π. Μπουκάλα. Ακόμη βασική τεκμηρίωση έχουμε συνεχώς στα δύο λεξικά – της κοινής νεοελληνικής του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη και στης Ελληνικής Γλώσσας (Μπαμπινιώτη) του Κέντρου Λεξικολογίας.

Έχουμε συχνές αναφορές στο Διαδίκτυο και σε απόψεις που δημοσιεύονται εκεί, όπως επίσης και σε συζητήσεις. Κατά τα άλλα τα κείμενα στα οποία ασκεί κριτική προέρχονται από περιοδικά και βιβλία που έχουν την ιδεολογική ταυτότητα του ακροδεξιού εθνικισμού βασικό χαρακτηριστικό του οποίου είναι η αναγωγή των πάντων στην αρχαία ελληνική γλώσσα και η υποτίμηση κάθε στοιχείου άλλου πολιτισμού.
Πολύ χρήσιμα είναι τα Ευρετήρια στο τέλος του βιβλίου.

Σάββατο, Αυγούστου 08, 2009

675 λέξεις για τη Γραφομηχανή, εισαγωγή στις Σκέψεις του Πασκάλ του Γεράσιμου Βώκου

Το αρχικό κεφάλαιο για την Αριθμομηχανή αποτελεί και την εισαγωγή του βιβλίου, τόσο στο έργο όσο και στο δημιουργικό βίου του Μπλέζ Πασκάλ. Τίθενται τα ζητήματα της περιγραφής και των οδηγιών για τη χρήση και την αναπαραγωγή της μηχανής που επινόησε ο Πασκάλ, ώστε να διευκολύνει τους ανθρώπους στην πραγματοποίηση των αριθμητικών πράξεων. Η δυσκολία να δοθούν γραπτές εξηγήσεις, χωρίς την εποπτεία του αντικειμένου, είναι το χαρακτηριστικό κάθε τέτοιας απόπειρας και αναγκαιότητας. Ο Πασκάλ χρησιμοποιεί το παράδειγμα του ρολογιού, μιας ήδη οικείας μηχανής, για να γίνει περισσότερο κατανοητός. Ωστόσο η αριθμομηχανή του Πασκάλ δεν είχε επιτυχία, γιατί υπήρχε το πρόβλημα της αναπαραγωγής αντιγράφων.
Στο κύριο μέρος του βιβλίου με τον τίτλο Σκέψεις, ο συγγραφέας με λιτό και απέριττο ύφος παρουσιάζει την ιστορία των σημειώσεων του Πασκάλ και των εκδόσεών τους. Κάθε εκδότης ήταν υποχρεωμένος να βγάζει το “δικό του” βιβλίο αναδιατάσσοντας και ταξινομώντας τα αποσπάσματα με βάση το χαρτόδετο/ δερματόδετο Πρωτότυπο και τα δύο Αντίγραφα. Το παράδοξο λοιπόν είναι ότι έχουμε βιβλία που περιέχουν κείμενα του Πασκάλ, αλλά ο ίδιος δεν είναι ο συγγραφέας τους.
Τα προβλήματα είναι πολλά και σημαντικότερα είναι ίσως τα απλούστερα: τι θεωρείται έργο; Θα πρέπει να ενταχθούν σε αυτό ένα σημείωμα, μια υπόμνηση ενός ραντεβού; επανερχόμαστε στο Πρωτότυπο και στα δύο Αντίγραφα, γιατί αυτά αποτελούν την αφετηρία κάθε έκδοσης. Ο Βώκος παρουσιάζει σχολαστικά τα ζητήματα και τα προβλήματα των εκδόσεων και με συνεχείς τεκμηριώσεις.
Στο τρίτο κεφάλαιο με τον τίτλο Γραφομηχανή καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούμε να δεχθούμε κάποια μορφή ως τελική για το βιβλίο που σχεδίαζε να γράψει ο Πασκάλ. Ίσως γιατί είναι σημειώσεις για τη συγγραφεί ενός βιβλίου. Ο συγγραφέας αυτής της Εισαγωγής στις Σκέψεις του Πασκάλ ισχυρίζεται ότι η Πρωτότυπη συλλογή και τα δύο Αντίγραφα λειτουργούν σα μηχανές παραγωγής βιβλίων και καταδείχνουν ότι κάθε βιβλίο είναι μια μηχανή.
Το βιβλίο τελειώνει με δύο Ερμηνείες για τις Σκέψεις του Πασκάλ. Πρώτα αυτή του Leon Brunschvicg, την οποία προφανώς ο Βώκος απορρίπτει. Οι Σκέψεις, σα μηχανή, εμπεριέχουν το μηχανισμό ασφαλείας τους που καθορίζει και την καλή λειτουργία τους και προστατεύει από εσφαλμένους χειρισμούς. Η ταξινόμηση και η ερμηνεία του Leon Brunschvicg οδηγεί στη θλίψη και στην ανία, χαρακτηριστικά που δεν έχει, δεν προκαλεί η ανάγνωση των αποσπασμάτων του Πασκάλ.
Δεύτερη η ερμηνεία του Lucien Goldman. Βασικό μεθοδολογικό εργαλείο της είναι η κατηγορία της ολότητας η οποία βρίσκεται στο κέντρο της διαλεκτικής σκέψης όπως αυτή αναπτύσσεται από το Χέγκελ, το νεαρό Μαρξ και το Λούκατς. Κινητήρια δύναμη αυτής της μεθόδου είναι οι διαλεκτικές σχέσεις ανάμεσα στο όλο και τα μέρη του. Αυτή η προσπάθεια ερμηνείας αντιμετωπίζει τον αποσπασματικό χαρακτήρα των Σκέψεων του Πασκάλ. Η αναζήτηση μιας τάξης στο έργο του φιλοσόφου έρχεται σε αντίθεση με το ίδιο το έργο, γιατί υπονομεύει τη συνοχή του. Ο Πασκάλ είναι ο προπομπός της ενότητας μορφής και περιεχομένου, συνεπώς δε μπορούμε να αναζητούμε ένα πραγματικό πλάνο συγγραφής. Σύμφωνα με τον Lucien Goldman οι Σκέψεις αποτελούν και δεν αποτελούν σύστημα, γιατί η συνοχή τους βρίσκει το νόημά της σε ένα σύστημα σκέψης που δεν έχει εμφανιστεί ακόμα: στη διαλεκτική. Η σκέψη του Πασκάλ είναι ανιστορική και αρνείται το γίγνεσθαι. Αυτό της δίνει το πλεονέκτημα να παρουσιάζει ανάγλυφα τις αντιφάσεις και το μειονέκτημα να παραμένει σε αυτές αγνοώντας τη σύνθεσή τους. Υπάρχει απουσία ιστορικής προοπτικής, η σύνθεση δεν επιτυγχάνεται και έτσι “τριγυρνάμε, μόνοι, και φωτίζουμε όπως μπορεί ο καθένας τη ζωή του και τα κομμάτια της”.
Το βιβλίο - εισαγωγή, που μιλά για τις Σκέψεις του Πασκάλ χωρίς να τις υποκαθιστά, κλείνει με το παρακάτω απόσπασμα:
Αυτοί που κρίνουν ένα βιβλίο χωρίς κανόνα είναι ως προς τους άλλους όπως είναι αυτοί που έχουν ρολόι ως προς τους άλλους. Ο ένας λέει: εδώ και δύο ώρες, ο άλλος λέει: έχουν περάσει μόνο τρία τέταρτα της ώρας. Κοιτάζω το ρολόι μου και λέω στον ένα: νιώθετε ανία, και στον άλλο: ο χρόνος δε σας σημαδεύει, γιατί έχει περάσει μιάμιση ώρα και περιγελώ όσους λένε ότι ο χρόνος σημαδεύει εμένα και ότι τον κρίνω κατά το κέφι μου. Δεν ξέρουν ότι τον κρίνω με το ρολόι μου.

Παρασκευή, Αυγούστου 07, 2009

736 λέξεις για το «γλώσσα, πολιτική, πολιτισμός» του Α.-Φ. Χριστίδη

Είναι τολμηρή "αναμέτρηση" να γράψει κανείς για το συγκεκριμένο βιβλίο, κατ’ ουσία θα έπρεπε να το αντιγράψει όλο αφού.
Η διεισδυτική σκέψη του Χριστίδη ξεκινά από γλωσσικά και γλωσσολογικά θέματα, κρίνει την κοινωνική δομή και την ιστορική συγκυρία και επιστρέφει στη γλώσσα διαγράφοντας σπείρες διαλεκτικής εμβάθυνσης.
Εστιάζω σε δύο «αδιάφορα» σημεία. Στη σελίδα 73 και καθώς συζητά τι θέμα «γλώσσα και παιδεία: 1976-1996» γράφει: «Η κοινωνία συρρικνώνεται βαθμιαία έτσι ώστε να ταυτιστεί με την αγορά και τις δυνάμεις της. Υπέρτατοι κριτές αναδεικνύονται οι έννοιες ‘‘κόστος’’-‘‘κέρδος’’ και ο νέος άνθρωπος που κατασκευάζεται – ή επιχειρείται να κατασκευαστεί –, αποκτά ένα βαθύτατα αντικοινωνικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι δεν αισθάνεται – και δεν οφείλει να αισθάνεται – κανενός είδους υποχρέωση απέναντι στον άλλο». Στη σελίδα 218, στην ομιλία του για την 20η συνάντηση του Τομέα Γλωσσολογίας Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ, λέει: «Σε τέτοιους καιρούς, η φιλία δεν μπορεί παρά να είναι ένα μικρό έστω όπλο αντίστασης στη βάναυση αυτή ιδιοτέλεια που μας περιβάλλει, συντρίβοντας κάθε έννοια συλλογικότητας που δίνει νόημα στην ανθρώπινη ζωή». Και συνεχίζοντας στην επόμενη σελίδα (220) γράφει για τον Μιχάλη Σετάτο και «την απόλυτη αδιαφορία του για τα εξουσιαστικά υπονοήματα της καθηγητικής πρωτοκαθεδρίας της εποχής και την απόλυτη προθυμία του για όποια συλλογική δραστηριότητα του Τομέα».
(Θέλω να σχολιάσω μια σύμπτωση παράξενη. Ο ορθογραφικός έλεγχος του γουόρντ, από όλες τις προηγούμενες, μου κοκκινίζει τις λέξεις: ‘‘Σετάτο’’ και ‘‘συλλογικότητας’’).
Νομίζω ότι τα προηγούμενα αποσπάσματα δείχνουν πολλά. Περιορίζω το νόημά τους στις βασικές προϋποθέσεις τις επιστήμης και του επιστήμονα μέσα στον κοινωνικό χώρο όπου ζει και εργάζεται. Δε συναντάς εύκολα τέτοιες ματιές, όπως του Χριστίδη. Αυτή η βαθιά ανθρώπινη διάσταση της σκέψης του τον έκανε, ίσως, να ασκεί δριμεία κριτική σε κάθε επιστημονικοφανή άποψη που υπηρετεί ιδεολογίες και σκοπιμότητες.
Η απόλυτη υπαγωγή της κοινωνίας στην αγορά συνθλίβει κάθε ορθολογικότητα και σε γλωσσολογικό επίπεδο αντανακλάται είτε ως κίβδηλος κοσμοπολιτισμός, είτε ως εθνικιστική αναδίπλωση. Στην πρώτη περίπτωση απαλλάσσει το γλωσσικά ζητήματα από το πολιτιστικό και εθνικό στοιχείο, στη δεύτερη μυθοποιεί την αρχαιοελληνική καλλιεργώντας μια προσκυνηματική στάση απέναντί της ώστε να πετύχει τον εθνικό φρονηματισμό μέσω της γλώσσας. Και στις δυο περιπτώσεις βρισκόμαστε εκτός ιστορίας και κοινωνικής πραγματικότητας που ορίζουν αυτές τις στάσεις και τροφοδοτούνται στη συνέχεια από αυτές.
Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής γλώσσας συνίσταται στη συνέχεια της αλλά και στις δραστικές αλλαγές που υπέστη όταν έγινε διεθνής γλώσσα, κατά την ελληνιστική εποχή. Εκεί βρίσκονται οι ρίζες της νεοελληνικής και η εμμονή να αναχθεί κάθε στοιχείο της στην κλασική αρχαιότητα υπηρετεί άλλους σκοπούς. Τη συγκρότηση μιας εθνικής – εθνικιστικής γλωσσικής μυθολογίας που θα αξιοποιηθεί και στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ένωσης ως καταγωγικό δικαίωμα σε ένα από τα θεμέλια της ευρωπαϊκής ταυτότητας και ταυτόχρονα τη κατασκευή μιας εθνικής συνείδησης με έρεισμα σε μια συντηρητική ιδεολογία.
Έτσι εξηγούνται οι αβάσιμες, ανιστόρητες και αντιεπιστημονικές κινδυνολογίες σχετικά με τη γλώσσα, οι απόψεις για φθορά και αλλοίωση της από κινδύνους όπως ο δανεισμός, η ‘‘λεξιπενία’’, η γλώσσα των νέων, κ.τ.λ. Και εφόσον η γλώσσα μπορεί να ρυθμιστεί – ή να γίνει συστηματική προσπάθεια ρύθμισης της – από τους θεσμούς, πρέπει να προστρέξουμε στο ‘‘σωστικό του έθνους’’, κατά τη Σκοπετέα, δηλαδή στην κλασική αρχαιότητα.
Πολύ περισσότερο σήμερα, η κριτική ματιά είναι δύσκολη μαζί και αναγκαία. Δύσκολη γιατί έχει να ξεπεράσει εμπόδια όπως η ιδεολογία ως αφετηρία των συντηρητικών στάσεων απέναντι στη γλώσσα και η παραγόμενη ιδεολογία που ανατροφοδοτεί ψευδοεπιστημονικές φλυαρίες. Όπως η υποταγή κάθε δραστηριότητας στη λογική του ‘‘κέρδους’’, και της επιστημονικής. Όπως η παγκοσμιοποιημένη επιβολή με τη μυθοποίηση των Νέων Τεχνολογιών, η κοινωνία της πληροφορίας δεν είναι τίποτα άλλο από την παγκοσμιοποιημένη κοινωνία του εμπορεύματος μέσα στην οποία πρέπει να «τεχνολογικοποιηθεί» και η γλώσσα, να μετατραπεί σε πληροφορία, σε δεδομένο, για να μπορέσει να πουληθεί με τους νέους όρους.
Και αναγκαία, γιατί δεν έχουμε άλλη επιλογή... Αυτή την αναγκαιότητα της κριτικής ματιάς διδάσκει η μελέτη του βιβλίου και τα 11.05 ευρώ της τιμής του μάλλον είναι πολύ λίγα. Αλλά, με τη λογική της αγοράς τόσο κοστολογούνται οι 230 περίπου σελίδες με μαλακό εξώφυλλο. Οι εκδόσεις Πόλις, με τις πολύ καλές επιλογές τους και τη φροντίδα των βιβλίων που έχουν τη σφραγίδα τους αξίζουν πολλές καλές κουβέντες. Και δεν είναι διαφήμιση η δηλωμένη εκτίμηση και εμπιστοσύνη σε έναν εκδοτικό οίκο που με τα βιβλία του υπηρετεί πρωτίστως την κοινωνία και όχι την αγορά.
Νιώθω, περισσότερο από άλλες φορές, ότι είναι αδύνατο να αποτυπωθεί το βιβλίο όπως το ένιωσα, το βίωσα, το διάβασα. Αλλά «χρωστάμε» στον Α.-Φ. Χριστίδη, χρωστάμε να συνεχίσουμε ο καθένας με τον τρόπο του το δρόμο που βάδιζε και ο ίδιος.