Τρίτη, Μαΐου 16, 2023

Το αθώο, Βασιλική Ηλιοπούλου

     Σκέφτηκε πως μπορεί η μάνα, που στην αρχή προσπαθούσε ν ακούσει και να δει ένα σημάδι ζωής από την Ειρήνη, όσο περνούσε ο καιρός, να έψαχνε ένα σημάδι που θα βεβαίωνε τον θάνατό της,
έτσι ώστε να μπει ένα τέλος στα ερωτήματα και το ψάξιμο,
και όλο αυτό να τελειώσει, να κλείσει και να κουμπώσει.     

     Πρόκειται για ένα πολύ διαφορετικό βιβλίο, ένα ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα που εισχωρεί στον ιδιαίτερο ψυχισμό της ηρωίδας, της 20χρονης Εύας/Ευαγγελίας, και στις μυστηριώδεις συνθήκες μέσα στις οποίες εξελίχθηκε αυτή η αποκλίνουσα (η ίδια αυτοπροσδιορίζεται ως άτομο πι-γιώτα, δηλαδή με περιορισμένες ικανότητες), αλλά «αυθεντική» προσωπικότητα.
     Μαθαίνουμε από τις πρώτες σελίδες ότι η Εύα, μετά από την οικογενειακή τραγωδία της εξαφάνισης της μικρότερης αδερφής της και της αυτοκτονίας της μητέρας της, μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο από έξι χρονών, μακριά από το χωριό στο οποίο γεννήθηκε. Καθώς είχε χαθεί κι ο πατέρας στην θάλασσα, η Εύα ήταν τελείως μόνη στον κόσμο αν εξαιρέσουμε την πάντα θυμωμένη γιαγιά Ρηνακιώ (στεγνή σαν τη μυγδαλιά που φύτρωνε στο πετραδιασμένο χώμα της αυλής της, σκέφτηκε). Την έκλεισαν λοιπόν σε ίδρυμα στην Αθήνα, όπου υιοθετεί την καρτερικότητα του έγκλειστου παιδιού (είχε μάλιστα τον αριθμό 77!). Την παντρεύτηκε νεαρή και άβγαλτη κοπέλα ο λογιστής του ιδρύματος, κάποιος χωριανός κατά πολύ μεγαλύτερός της, ο Χρύσανθος Μορρές, ο οποίος έζησε μαζί της τρία χρόνια σχεδόν σαν κηδεμόνας, με αρχές αυστηρής θρησκευτικής ηθικής (της μιλούσε χαμηλόφωνα και βιαστικά και χωρίς να την κοιτάζει, για την αρετή, για την αμαρτία και τα επακόλουθά της, για την τιμωρία/ η Εύα τον ακούει αναλογιζόμενη, χωρίς όμως να νιώθει την παραμικρή ενοχή, μια και ξέρει πως έτσι έχει γεννηθεί και άρα τίποτα δεν είναι στο χέρι της να αλλάξει –τις δικές της τρομερές και ανομολόγητες αμαρτίες, το σκοτάδι όπου την οδηγεί ο δαίμονα του κορμιού της).
     Στο μυθιστορηματικό «τώρα», ο Χρύσανθος έχει πεθάνει κι η Εύα αποφασίζει να τον πάει στο χωριό για την κηδεία, όπου θα βρεθεί αντιμέτωπη με το τραγικό παρελθόν. Το βιβλίο είναι σε τριτοπρόσωπη γραφή αλλά παρακολουθούμε τόσο στενά την διαφορετική, σχεδόν διαταραγμένη σκέψη της Εύας, που είναι σα να έχουμε εσωτερική εστίαση. Παρακολουθούμε τους παιδικούς συνειρμούς, τις αναμνήσεις/εικόνες που κουβαλά από την τρυφερή ηλικία αλλά και τις αυθόρμητες διασυνδέσεις που οδηγούν την ηρωίδα σε λογικά συμπεράσματα, καθώς πορεύεται αβοήθητη σ’έναν κόσμο που την εξοβέλισε. Βλέπουμε την απλή ζωική ενσυναίσθηση που την ωθεί στη δράση, και, κυρίως, την εμμονική της ανάγκη να εξιχνιάσει αυτό που την καίει πιο πολύ απ’ όλα: να βρει ποιοι εξαφάνισαν την μικρή της αδερφή, πώς χάθηκε η μάνα, τι λογής είναι η κοινωνία που κουκούλωσε αυτά τα σκοτεινά συμβάντα. Καθώς είναι ανεπιτήδευτη κι ατόφια, η έλλειψη εμπειρίας και πονηριάς γίνεται η εσωτερική της δύναμη με την οποία αψηφά τα εμπόδια που της βάζουν οι χωριανοί.
     Έτσι λοιπόν, πέρα από το «αστυνομικού τύπου» ενδιαφέρον που κάνει το βιβλίο συναρπαστικό (τι ακριβώς έγινε και πώς θα το αποκαλύψει η ηρωίδα), ακόμα πιο ελκυστική γίνεται η ψυχογράφηση της Εύας, που φαίνεται ότι μέσα στην αθωότητά της διαθέτει μια σπάνια σοφία (μου θύμισε λίγο τον «Καλό στρατιώτη Σβέικ»). Έχει μάθει να είναι σιωπηλή, να μη φαίνεται και να μην ακούγεται (Μέρα με τη μέρα όλα γύρω, το ένα μετά το άλλο, παγώνουν και πετρώνουν, και η Εύα κρατά την αναπνοή της). Επεξεργάζεται τις εικόνες που της έρχονται σιγά σιγά στη μνήμη, αφήνει την διαίσθηση να την καθοδηγεί, είναι ανοιχτή στις επώδυνες εικόνες οι λεπτομέρειες των οποίων την οδηγούν στη σύνθεση του παζλ. («Ο πόνος είναι συνεργός στην πορεία προς τη σωτηρία της ψυχής. Ο πόνος σε βοηθάει να θυμάσαι» της έλεγε ο Χρύσανθος. Να θυμηθώ ότι πρέπει να θυμάμαι, σημείωσε στο μυαλό της η Εύα).
     Μοναδική της διέξοδος, οι τηλεφωνικές συνομιλίες με την «Σίβυλλα» -ένα μέντιουμ στο οποίο εμπιστεύεται όλες τις ανησυχίες της (ο αναγνώστης βλέπει τον ψυχισμό της Εύας μέσα από απολαυστικούς διαλόγους), οι φωτογραφίες με το κινητό και σύντομες σημειώσεις στο ημερολόγιό της. Η Εύα έχει και μια ιδιαίτερη σχέση με τη φύση, η παρατήρηση της οποίας την καθοδηγεί σ’ ένα είδος διαλογισμού (π.χ. η Εύα έγειρε πάνω απ’ την κουπαστή και ανέπνευσε βαθιά ξανά και ξανά μέχρι που ένιωσε τη θάλασσα μέσα της να ξεχειλίζει και τα μάτια της να υγραίνονται/έμεινε ακίνητη κι έζησε λεπτό προς λεπτό τη διάλυση του κορμιού της, την αργή και ηδονική διάσπασή του σε μικρά, μικρούτσικα διάπυρα μόρια που αιωρούνταν κι ανέβαιναν κι ανέβαιναν).
     Ενδεικτικό στοιχείο του ψυχισμού της Εύας είναι επίσης και η αγάπη στη γλώσσα και οι παρατηρήσεις της όσο αφορά την ακρίβεια των λέξεων –δείχνει άτομο που μπορεί μεν να έχει περιορισμένες ικανότητες αλλά καλλιεργεί την συνείδησή της, έστω και… ασυνείδητα. Επίσης, μια ακόμα εμμονή, η εμμονή στο «τελείωμα» (η Εύα πίστευε ότι είναι πολύ σημαντικό να μην αφήνει κανείς τις δουλειές του μισές, και κυρίως να προσέχει το τελείωμα, που πρέπει να είναι πραγματικό και ολοφάνερο τελείωμα), είναι ίσως αυτή που θα την σπρώξει δίπλα στην αλήθεια.
     Στο νησί η Εύα γίνεται «το Βαγγελιό της Ρούσας», η κόρη της κοκκινομάλλας ξένης που έμεινε χήρα κι όταν έχασε το μικρό της κορίτσι κρεμάστηκε στο πλυσταριό. Άλλωστε της μοιάζει πολύ. Επιστρέφει με δέος στο ερειπωμένο σπίτι, ψάχνει ίχνη της τρομακτικής αλήθειας στο πλυσταριό όπου είδε τελευταία φορά τη μάνα της. Αντικρίζει όλη την κοινωνία που άφησε πίσω της έξι χρονών παιδί, που την υποδέχεται αναγκαστικά (λόγω της κηδείας του άντρα της), αλλά με επιφύλαξη που φτάνει στην καχυποψία: ο νάνος Αρρίκος, δεξί χέρι του δήμαρχου, ο παπα- Νικόλας, ο λιμενάρχης, ο διάκος, ο δήμαρχος, η δασκάλα, ο καφετζής. Απ’ όλους ξεχωρίζει ο ιδιόρρυθμος Θεόφιλος Κορρές (ένα από τα πιο τραγικά πρόσωπα του βιβλίου), ο αδερφός του συγχωρεμένου, «σημαδιακός κι αταίριαστος» κι αυτός, που συμπαραστέκεται στην Εύα καθώς όχι μόνο την φιλοξενεί στο χαμόσπιτό του, αλλά την βοηθά να προσανατολιστεί στις λοβιτούρες των κακεντρεχών χωριανών. 
     Γιατί ο μεν δήμαρχος, που φιλοδοξεί να φτιάξει πανδοχείο με διακόσια δωμάτια, προσβλέπει στην περιουσία/κληρονομιά της Εύας, οι δε συνομήλικοί της Ουρανία, Ρήγας (τα παιδιά του δήμαρχου) και Βιολέτα, ήταν τα τρία από τα τέσσερα παιδιά που έπαιζαν μαζί με τις δύο αδερφές όταν η μικρή Ειρήνη εξαφανίστηκε (η Ειρήνη περπατούσε ανάμεσα στα παιδιά, με την εμπιστοσύνη και το αδέξιο βήμα του καθυστερημένου παιδιού. Φορούσε το κόκκινο μπουφάν της). Η κρυψίνοια και η ένοχη σιωπή τους μετά από τόσα χρόνια απέναντι στις ευθείες ερωτήσεις της Εύας («Εσύ ξέρεις πού πήγανε την Ειρήνη;», «Πού έχασα την αδερφή μου;», «Άκουσες τίποτα για την αδερφή μου την Ειρήνη;», «Πού την πήγατε την Ειρήνη;») φανερώνει ότι όχι μόνο γνωρίζουν την αλήθεια αλλά αλλά εμπλέκονται άμεσα.
     Το τέταρτο παιδί ήταν ο Αχιλλέας Αντζάς, που έχει φύγει από τη ζωή (αυτοκτόνησε) αλλά μάλλον ήταν το πιο ενδιαφέρον άτομο. Ζωγράφος και φίλος του Θεόφιλου, κατέστρεψε όλα του τα έργα εκτός από ένα που κράτησε ο Θεόφιλος στο εργαστήριό του, έναν σκοτεινό πίνακα που δείχνει ένα πυκνό δάσος με πολλά δέντρα, και πέντε φιγούρες, πέντε μικρούς ανθρώπους (θα μπορούσε να είναι παιδιά που τα έβλεπε κανείς να περπατούν, το ένα κοντά στο άλλο) να απομακρύνονται βαδίζοντας προς το βάθος. Άλλωστε η μάνα του Αχιλλέα, το Στασό, είναι η μόνη μαζί με τον Θεόφιλο που συμπεριφέρεται φιλικά και εγκάρδια στην Εύα.
     Δύο-τρεις σκηνές λειτουργούν ως ιντερμέτζο στην συμπυκνωμένη τραγωδία που ξετυλίγεται στον αναγνώστη: οι σαλεμένοι που καθαρίζουν την εκκλησία, η γιορτή για το μέλι (αν και τα πέντε παιδιά της δασκάλας Βιολέτας που χάνονται μετά το τραγούδι τους στην γιορτή των παραγωγών μελιού εντείνουν την ατμόσφαιρα μυστηρίου) και τα αρραβωνιάσματα των Ρώσων διασκορπίζουν την ζοφερή αίσθηση που αποπνέει το βιβλίο.
     Η Εύα καταφέρνει να φτάσει στην λύση του μυστηρίου της εξαφάνισης, να δει κατάματα την αλήθεια με κάθε λεπτομέρεια και να δώσει το ποθητό «τέλος», σύμφωνα με τον ψυχισμό της («να μπει ένα τέλος στα ερωτήματα και το ψάξιμο, και όλο αυτό να τελειώσει, να κλείσει και να κουμπώσει»), ενώ το τέλος αυτό για τον αναγνώστη είναι τελείως απροσδόκητο.
Χριστίνα Παπαγγελή 



Παρασκευή, Μαΐου 05, 2023

Το εξιλαστήριο θαύμα, Έλενα Μαρούτσου

     Ένα βιβλίο χειμαρρώδες, ένα οικογενειακό «επεισόδιο» που εξελίσσεται σαν ταξίδι, μιας και τα πρόσωπα-πρωταγωνιστές δοκιμάζονται, ωριμάζουν και αναπροσδιορίζονται συνεχώς μέχρι να φτάσουν σ’ ένα πιο βαθύ επίπεδο αυτογνωσίας, να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους, -αν αυτός ο ευγενής προορισμός μπορεί να θεωρηθεί ταξίδι ζωής. Αφορμή γίνεται η έλευση στην οικογενειακή εστία ενός νεαρού Σομαλού, ενός 15χρονου «ασυνόδευτου» πρόσφυγα, του οποίου η παρουσία ταράζει τα «ήσυχα» νερά της καθημερινής ρουτίνας. Η αίσθηση του ταξιδιού επισημαίνεται και με τους τίτλους των κεφαλαίων, που στο πρώτο μέρος («Οι αποσκευές») περιλαμβάνουν και μια… βαλίτσα (π.χ. «Μια βαλίτσα ανάμεσα σε πατέρα και γιο», «Η βαλίτσα με την φλογοβόλο καρδιά», ενώ στο δεύτερο μέρος («Το ταξίδι») οι τίτλοι, άσχετοι με την ταξιδιωτική ορολογία, υπογραμμίζουν την εσωτερική εξέλιξη των ηρώων.
     Η σημειολογία της βαλίτσας, που φαίνεται αρχικά εξεζητημένη (ή, αντίθετα, όπως είπε φίλη αναγνώστρια, «κλισέ»), μας κάνει ως αναγνώστες να αναρωτηθούμε τον ρόλο αυτού του ταπεινού αντικειμένου στην δική μας, προσωπική μας ζωή. Πέρα όμως απ’ αυτό, υποδηλώνει και τα «σκεύη» που επιλέγει καθένας να κουβαλάει μαζί του, όταν ξεκινά και διαγράφει την δική του, εξελικτική πορεία. Σκεύη/μνήμες που επιλέξαμε ή επέλεξαν οι άλλοι για μας: το παρελθόν, οι πληγές και οι περηφάνιες μας, τα ταλέντα, οι επιθυμίες και οι φόβοι μας· το «αφήγημά» μας ή ό, τι πάντων τέλος κρίναμε αναγκαίο να έχουμε μαζί μας για να συνεχίσουμε, και ό, τι μας καλεί να αναμετρηθούμε μαζί του. Με απίστευτα έντεχνο τρόπο η συγγραφέας συνυφαίνει με το «παρόν» μια τέτοια παρακαταθήκη παρελθόντος για τον κάθε ήρωα, που μας βοηθά να τον γνωρίσουμε καλύτερα. Και κάθε κεφάλαιο τελειώνει με μια … βαλίτσα, ένα σακίδιο κλπ, που συνδέεται αβίαστα με την ανάλογη, σημαδιακή/σημαντική κατάσταση.
     Έτσι, στο πρώτο μέρος η συγγραφέας μάς παρουσιάζει κατά κάποιον τρόπο τους έξι βασικούς ήρωες (το ζευγάρι, Νίκο και Ραχήλ, τα δυο τους κορίτσια Κάλλια και Σκεύη, τον φιλοξενούμενό τους, τον Μουσά και την ψυχολόγο που παρακολούθησε την αναδοχή), μαζί με το παρελθόν τους, τις μνήμες τους, την προσωπική τους ιστορία. Δεν είναι μια συνηθισμένη οικογένεια, κι αυτό υπονοείται κι από την απόφασή τους να φιλοξενήσουν τον Μουσά ως «ανάδοχη οικογένεια» για απεριόριστο χρόνο, μέχρις ότου ο μικρός Σομαλός πετύχει την επανένωσή του με την οικογένειά του στην Γερμανία (επομένως βρισκόμαστε μετά το 2015, μετά δηλαδή την μαζική άφιξη των κυμάτων των προσφύγων λόγω του πολέμου της Συρίας). Ο αναγνώστης που είναι σχεδόν συνομήλικος με τους γονείς, περίπου 50άρηδες στα 2015, θα αναγνωρίσει την προοδευτικότητα που γεννήθηκε στην γενιά των φοιτητών της μεταπολίτευσης: την αντιπάθεια στις μικροαστικές ιδέες, στα ταμπού των προηγούμενων γενεών, στην κτητικότητα του γάμου. Ακόμα, τις αντιλήψεις υπέρ της χειραφέτησης των γυναικών, την ανεκτικότητα στις σεξουαλικές ορμές, την ελεύθερη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, την υπεράσπιση ιδεών όπως η ισότητα, η ελευθερία, ο αντιρατσισμός κλπ. Στις οικογενειακές σχέσεις λοιπόν θα συναντήσουμε καταστάσεις μη συμβατικές, ωστόσο αυτός ο «εναλλακτικός τρόπος ζωής» θα δοκιμαστεί σκληρά, καθώς ο Μουσά, σαν πέτρα που πέφτει με ορμή στα νερά μιας ήρεμης λίμνης, θα δράσει καταλυτικά ανατρέποντας βεβαιότητες και συνήθειες.
Οι αποσκευές 
(της Ραχήλ, του Νίκου, της Φαίδρας, της Κάλλιας και της Σκεύης)
     Κεντρική ηρωίδα είναι η Ραχήλ, η μάνα, εβραϊκής καταγωγής και αστικής ανατροφής, με τόσο πλούσιο ερωτικό παρελθόν που το… νούμερο των βραχύβιων ερωτικών σχέσεων (ήταν άραγε οι άντρες που έβρισκε ακατάλληλοι ή μήπως η ίδια είχε αρχίσει να πάσχει από κάποια εσωτερική σκλήρυνση;) της δημιούργησε απροσδόκητους μπελάδες με τον παθιασμένο νεανικό της έρωτα, με τον οποίο έζησε ένα απίστευτο το ρομαντικό love story, τον Ρίχαρντ! Ήταν η χαρακτηριστική νεαρή της εποχής με απεριόριστη αγάπη στα ταξίδια όπως εκείνη τα είχε γνωρίσει, ανέμελα, ελεύθερα, χωρίς πολλά μπαγκάζια και προγραμματισμό, που γύρισε ως φοιτήτρια όλη την Ευρώπη με μια βαλίτσα στο χέρι. Λίγο αφηρημένη, «στον κόσμο της» (ανέτρεχε στα παλιά, ιδιαίτερα όταν η πραγματικότητα την ζόριζε, κι έπιανε το νήμα από κει που είχε κοπεί. Επρόκειτο για ένα αόρατο φανταστικό νήμα, όμως η Ραχήλ έπλεκε με αυτό ολόκληρες φορεσιές, που τις φορούσε εναλλάξ με τις πραγματικές, σα να ζούσε διπλή ζωή), μεταφράστρια γαλλικής λογοτεχνίας με αγάπη στο διάβασμα και στις τέχνες, με τάσεις συγγραφής, πιο αντισυμβατική και ρομαντική από τον Νίκο (η Σκεύη λέει για τη μητέρα της ότι την περιβάλει ένα λουλουδάτο πέπλο αισιοδοξίας). Άλλωστε εκείνη είχε την ιδέα να γίνουν ανάδοχη οικογένεια στον Μουσά, επηρεασμένη από μια μετάφραση που είχε κάνει της μαρτυρίας ενός νεαρού Αφγανού πρόσφυγα.
     Η Ραχήλ και ο Νίκος αποφάσισαν να κάνουν οικογένεια χωρίς να υπάρχει μεγάλος έρωτας. Ο Νίκος, λαϊκής καταγωγής, αριστερός, ιδεολόγος αλλά και αθεράπευτα ορθολογιστής, ήξερε την Ραχήλ από την εποχή του μεγάλου έρωτά της με τον Ρίχαρντ, προσπαθούσε μάλιστα τότε να την προσγειώσει (ο ορθολογισμός λέει να μην εμπιστευόμαστε τις παρορμήσεις της καρδιάς/η αγάπη δεν είναι ένα στρώμα με πούπουλα. Η αγάπη είναι τοίχος. Και χτίζεται σιγά σιγά) και να την παρηγορήσει, όταν εκείνη χώρισε με τραυματικό τρόπο με τον Ρίτσαρντ. Είναι ο πρωταγωνιστής με τις μεγαλύτερες και πιο άλυτες αντιφάσεις. Ο ορθολογισμός του τού προσδίδει νηφαλιότητα και ρεαλισμό, αποστρέφεται τις σχέσεις ιδιοκτησίας στον γάμο, δεν πιστεύει στην αιώνια αγάπη και πίστη, και υποστηρίζει με πάθος της εξωγαμιαίες σχέσεις, που βέβαια διατηρεί… κρυφές (πίστευε ότι κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα σ’ έναν εσωτερικό μυστικό κήπο). Ωστόσο όλος ο συντηρητισμός του, (που φτάνει στα όρια της «καφρίλας») φαίνεται στις σχέσεις του με τις ερωμένες του.
     Ορφανός από μητέρα (οικογένεια παππούδων ανταρτών ξεκληρισμένη από τους δεξιούς), μεγαλωμένος εσωτερικός στην Πρότυπο Σχολή των Αναβρύτων[1] νιώθει αρχικά εξόριστος, μακριά από την οικογενειακή εστία, όπως ακριβώς κι ο δικός του πατέρας που ήταν οικότροφος στις Βασιλικές Τεχνικές Σχολές της Λέρου. Παππούς αριστερός, αλλά πατέρας βασιλικός, και το σοκ του μικρού Νίκου όταν ο πατέρας του τον οδήγησε στη Σχολή ήταν μεγάλο (αγωνία και απόγνωση της εγκατάλειψης που επρόκειτο να νιώσει όταν θα έβλεπε τον πατέρα του να απομακρύνεται πατώντας γκάζι, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει τον γιο του που περίμενε για ένα νεύμα, ένα γύρισμα του κεφαλιού, μόνος με τη βαλίτσα του μπροστά στην είσοδο του σχολείου). Η αντίδραση του μικρού Νικόλα στον πατέρα του στο πρώτο επισκεπτήριο έγινε δεκτή με ένα…. χαστούκι (να μη βάζεις στο στόμα σου τις Σχολές, αυτές με έκαναν άνθρωπο. Τι ήξερα τότε στο βουνό; Τίποτα. Μόνο να μεταφέρω τα όπλα στους αντάρτες με ένα γαϊδούρι. (…) Εμένα με πήρανε μετά τον σκοτωμό του πατέρα. Τη μάνα μου ούτε που την ξανάδα. Πού κοτάγαμε εμείς να παραπονεθούμε; Άσε λοιπόν τα κλάψες και κοίτα να προκόψεις).
     Έτσι λοιπόν ο Νίκος ένιωθε «εξόριστος» στα Ανάβρυτα, με ιδιαίτερες ευαισθησίες ίσως στις καταστάσεις ιδρυματοποίησης ή εγκλεισμού. Δεν είναι τυχαίο ίσως που αργότερα, πτυχιούχος πια της αρχιτεκτονικής, διάλεξε τον τόπο εγκλεισμού του πατέρα του, το Λακκί της Λέρου για την διπλωματική του (πάνω στη ρασιοναλιστική αρχιτεκτονική στα Δωδεκάνησα, που αναπτύχθηκε επί Ιταλικής κατοχής). Εκεί, όταν έφυγαν οι Ιταλοί, στεγάστηκαν με τη σειρά οι Βασιλικές Τεχνικές Σχολές, η «αποικία Ψυχοπαθών» (το ψυχιατρείο), τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των εξόριστων της Χούντας και το Κέντρο Υποδοχής των Προσφύγων, το Hot Spot, όπως είθισται να λέγεται, η Καυτή Κηλίδα, τόσο ταιριαστή ονομασία για το νησί, το «κηλιδωμένο» από κάθε λογής εγκλεισμό (πώς μια πόλη που σχεδιάστηκε με τις αρχές του ορθολογισμού κατέληξε να στεγάζει την πιο ακραία μορφή ανορθολογισμού).
     Εκεί λοιπόν, το 1989, θα γνωρίσει και την Φαίδρα, που θα παίξει σοβαρό συμπρωταγωνιστικό ρόλο και στην μετέπειτα ζωή της οικογένειας. Η Φαίδρα είναι μια έξυπνη κοπέλα, που έκανε τότε το διδακτορικό της στον εγκλεισμό και στην ιδρυματοποίηση των ψυχικά νοσούντων. Η σχέση των δύο νέων βασίζεται στο χιούμορ και την έμπνευση, αλλά λήγει απότομα, όταν η Φαίδρα αποφασίζει να μιλήσει για το… επώδυνο ερωτικό της παρελθόν (ο Νίκος άρχισε να δυσανασχετεί. Δεν καταλάβαινε γιατί οι κοπέλες ήθελαν να μοιράζονται τις τραυματικές εμπειρίες από τον πρώτο τους έρωτα). Ο ομαδικός βιασμός που του αφηγήθηκε από το αγόρι της και τους φίλους του, αφύπνισε το ανεξέλεγκτο ένστικτο μέσα του: ήταν δυο ξένοι που δεν είχαν έρθει τόσο κοντά ακόμη ώστε ο Νίκος να τη συμπονέσει, η Φαίδρα είχε παραβιάσει τον χρόνο της εξοικείωσης, είχε τρέξει με χίλια καταπάνω του και τώρα είχε συντριβεί κάτω από τη γενετήσια ορμή, είχε νικήσει ο ανδρικός πόθος
     Όταν η Φαίδρα επανεμφανίζεται στην ζωή του Νίκου ως ψυχολόγος του Μουσά (τώρα πια δουλεύει στην Ανάδραση, ΜΚΟ υποδοχής προσφύγων), εκείνος προσποιείται ότι δεν την γνώρισε ποτέ (πόσες Φαίδρες να είχε γνωρίσει συναντήσει στη ζωή του; Τόσο δύσκολο ήταν να την ανασύρει από τη μνήμη του; Τόσο μικρό ρόλο έπαιξε στη ζωή του;) κι η Φαίδρα αποδέχεται αβίαστα αυτό το «παιχνίδι», προκειμένου να συνεχίσει να βλέπει τον άνδρα αυτόν -που εξακολουθεί να θεωρεί γοητευτικό. Ένας λόγος παραπάνω, ότι αν ομολογούσε ότι γνωρίζονταν, θα ανέθεταν την περίπτωση του Μουσά σε άλλον ψυχολόγο.
     Με την Ραχήλ δεν τον συνδέει κεραυνοβόλος έρωτας, αλλά την εκτιμάει, την αγαπάει, την θαυμάζει. Είναι φροντιστικός και περιποιητικός μαζί της (ήθελε να τη δει να επανέρχεται στην εικόνα της αθλήτριας με τους μεγάλους διασκελισμούς που δεν ενδιαφερόταν για τη νίκη και την γνώμη των πολλών/θαύμαζε την πληθωρική ερωτική ζωή της/κατά τη γνώμη του διέπρεπε στην τέχνη της αυτοδιάθεσης/έβρισκε την ανδρική της πλευρά θελκτική). Αντίστοιχα η Ραχήλ ένιωθε πρώτη φορά ασφαλής και έπρεπε να ομολογήσει ότι δεν θα άντεχε άλλον ερωτικό σεισμό να ταράξει τη ζωή της. Ο γάμος τους ήταν προϊόν λογικής και προγραμματισμού εκατέρωθεν, με στόχο την τεκνοποιία, κι όταν η ερωτική ζωή άρχισε να εξασθενεί, το θεώρησαν κι οι δυο φυσιολογικό να απομακρυνθούν, να επικοινωνούν σαν αδέρφια, να κοιμούνται χωριστά (τα σώματά τους, απαγκιστρωμένα από την επιθυμία, επιζητούσαν εδώ και χρόνια την ανεξαρτησία τους). Ο δε Νίκος, χωρίς καμία αναστολή, άρχισε να έχει ερωμένες χωρίς βέβαια να δένεται μαζί τους (πίστευε ότι το εξωγαμιαίο σεξ ήταν μια συμφωνία αρκετά σαφής).
     Στην ενότητα αυτή γνωρίζουμε και τις δυο κόρες της οικογένειας, την Κάλλια και την Σκεύη, 17 και 13 χρονών αντίστοιχα, μια διαφορά που σ’αυτές τις ηλικίες είναι πολύ εμφανής. Η Κάλλια θέλει να γίνει αρχιτέκτονας σαν τον πατέρα της και κάνει φροντιστήριο στο σχέδιο έχει και φίλο, τον Δημήτρη,. Ο Νίκος, όμως παρόλο που την αγαπάει κι όταν ήταν μικρή έπαιζε μαζί της (αλλά… βαριόταν), θα ήθελε το δεύτερο παιδί να είναι αγόρι. Η Σκεύη, θες από σύμπτωση θες από διαίσθηση, είχε πολλά στοιχεία από αγόρι. Θαρραλέα και υπερκινητική, σκανταλιάρα και επιρρεπής σε ατυχήματα (…) είχε πάρει το χιούμορ του μπαμπά της, έτσι καμάρωνε τουλάχιστον εκείνος, που ενώ δεν έπαψε να λατρεύει την πρώτη του κόρη, σ’αυτό το αλητάκι είχε ξεχωριστή αδυναμία. Η ατίθαση έφηβη ειρωνεύεται την καταθλιπτική γιαγιά της που της έδωσε το όνομα, αποκαλώντας την Μεγάλη Παρασκευή, έτσι η ίδια έδωσε στον εαυτό της το υποκοριστικό Σκεύη!
     Αυτή είναι η οικογενειακή κατάσταση όταν προτείνει η Ραχήλ να υποδεχτούν τον Μουσά, με την χαλαρή συγκατάθεση του Νίκου, που δέχεται, παρόλο που κοροϊδεύει την «πολιτικά ορθή» οικογένεια (έλεγε ότι οι άνθρωποι στη Δύση είναι ενοχικοί. Έχουν εξασφαλίσει ευμάρεια εις βάρος των χωρών του Τρίτου Κόσμου και θέλουν να επανορθώσουν με φιλανθρωπίες σε φτωχούς και πρόσφυγες. Και τι μ’ αυτό, αναρωτιόταν εκείνη. Γιατί είναι κακό να έχει κανείς ενοχές; Οι ενοχές μπορεί να είναι χρήσιμες. Οι τύψεις μπορούν να γίνουν μοχλός για κάποιου είδους επανόρθωση).
Το ταξίδι
     Η δεύτερη ενότητα, «Το ταξίδι», , ξεκινά με την έλευση στην οικογενειακή εστία του μεγάλου ταξιδιώτη, του «Άπολι» και Άστεγου, του Άλλου, του Ξένου, του Μουσά (=θαυματουργός). Και τότε αρχίζουν να επέρχονται αργά και σταδιακά οι αλλαγές στον εσωτερικό κόσμο του κάθε ήρωα. Ο Μουσά εμφανίζεται έχοντας στην πλάτη του, εκτός από μια μεγάλη σακούλα σκουπιδιών δεμένη με σπάγγο, μια τραγική οικογενειακή ιστορία, κατευθείαν απ’ την καρδιά του εμφύλιου πολέμου στη χώρα του. Είναι ήρεμος χαρακτήρας, σιωπηλός, δεν φέρνει αναστάτωση λόγω των πράξεων ή των αντιδράσεών του, δρα αθόρυβα, σαν καταλύτης. Μιλάει ελάχιστα ελληνικά αλλά μαθαίνει με προθυμία, προσφέρεται να πλύνει τα πιάτα, και είναι καταπληκτικός στο σχέδιο, προκαλώντας κύματα θαυμασμού στην Κάλλια.
     Παρακολουθούμε τα βήματα προσαρμογής και τις διαφορετικές στάσεις που ακολουθεί κάθε μέλος της οικογένειας: η Ραχήλ, νιώθοντας ίσως ενοχές γιατί θεωρούσε υπεύθυνο τον εαυτό της που έχασε έγκυος το πρώτο τους παιδί (αγόρι κιόλας), προσπαθεί να κάνει τον Μουσά να νιώσει ως μέλος της οικογένειας (π.χ. όχι ένας φιλοξενούμενος που δεν τον αφήνουν να πλένει τα πιάτα, αλλά ένα από τα παιδιά της που φιλοτιμούνταν να τη βοηθήσει, ένας γιος ίσως που γύριζε από πολύχρονο ταξίδι και τώρα ήθελε να αναπληρώσει προσφέροντας βοήθεια στους δικούς του). Ο Νίκος, καθόλου «επιρρεπής στις ενοχές», με την υποσυνείδητη επιθυμία να έχει έναν γιο (με τον Μουσά στο σπίτι, είχαν περάσει κι απ’ τον δικό του νου όσα θα μπορούσε να έχει μοιραστεί με έναν υποθετικό γιο, όμως σε καμιά περίπτωση δεν έβλεπε –ούτε κατά διάνοια- το ξένο αγόρι σαν γιο του), είναι θετικός τουλάχιστον στην αρχή: καπνίζει με τον Μουσά μέσα στη νύχτα, τον στηρίζει και αρχίζει να νιώθει ότι η διαλυμένη τους οικογένεια επανενώνεται γύρω από μια εστία. Αλλά και η σχέση του ζευγαριού σιγά σιγά βελτιώνεται. Τα ζητήματα, γραφειοκρατικά, πρακτικά ή παιδαγωγικά που αφορούν τον Μουσά τους κρατούν σε συνεχή εγρήγορση και επικοινωνία, τρώνε όλοι μαζί, κουβεντιάζουν περισσότερο για να νιώσει όμορφα ο ξένος κλπ κλπ (ήταν και πάλι με τεντωμένες τις κεραίες τους, τις αισθήσεις οξυμμένες, λες και είχαν ξυπνήσει από λήθαργο).
     Η συγγραφέας καταφεύγει σ’ ένα ευφυές τέχνασμα για να μεταφέρει τον λεπτοφυή εσωτερικό κόσμο των δύο εφήβων κοριτσιών στον αναγνώστη. Η μεν Κάλλια στέλνει γράμματα στην ξαδέρφη της την Δανάη που βρίσκεται στα Γιάννενα, ενώ η Σκεύη, με την άφιξη του Μουσά, ξεκινά να γράφει ημερολόγιο. Η Κάλλια, με αφορμή και τα μαθήματα σχεδίου που κάνει μαζί με τον Μουσά αποκτά ένα ιδιαίτερο δέσιμο μαζί του. Τον βρίσκει όμορφο (Σίγουρα θα θες να μάθεις αν είναι όμορφος. Λοιπόν, δεν μπορώ να πω… υπάρχουν στιγμές που όταν τον κοιτάζω θαμπώνομαι, όχι όμως από την ομορφιά, μα από το μυστήριο που κουβαλάει). Τον βρίσκει ενδιαφέροντα, η ίδια προτείνει να παρακολουθούν μαζί μαθήματα, παραμελεί τον Δημήτρη και, όπως παρατηρεί και η Ραχήλ, τώρα είχε αφοσιωθεί στη μελέτη όχι μόνο με αυτοπειθαρχία, αλλά και με ενθουσιασμό/δεν έκανε πια κοπάνες, έγινε πιο επιμελής .
     Η μόνη που είναι εξαρχής αρνητική, εντελώς συνειδητά, είναι η 13χρονη Σκεύη (η απόφαση πάρθηκε ερήμην μου), που με την άφιξη του Μουσά ξεκίνησε να γράφει ημερολόγιο γιατί, όπως λέει, «η μητέρα μου λέει ότι αυτό που θα ζήσουμε στο σπίτι είναι μια εμπειρία σημαντική, κάτι ου θα θέλουμε να θυμόμαστε». Η Σκεύη είναι ένα ατίθασο μεν , αλλά ξεχωριστό κορίτσι που της αρέσει να γράφει (το λέει κι η αγαπημένη της φιλόλογος η Θαμνίδου), της αρέσει η ποίηση, αγαπά τη γλώσσα και ψάχνει τις λέξεις ίσως επηρεασμένη από τη μητέρα της την μεταφράστρια. Με την κα Θαμνίδου και τις/τους συμμαθήτριές/ές της μέσα στους οποίες ανήκει και η ξεχωριστή επίσης Αυγή, έχουν φτιάξει την «Λέσχη των Χαμένων Ποιητριών» («εγώ το πρότεινα γιατί δεν μου αρέσει να παραγκωνίζονται οι γυναίκες»). Δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει λοιπόν που η Σκεύη, παρά τα 13 της χρόνια, δείχνει μια εξαιρετική ευαισθησία για τη γλώσσα, ενώ παρατηρεί με ιδιαίτερη οξύτητα τους ανθρώπους γύρω της. Περιγράφει τη νέα κατάσταση με καυστικότητα, με επίθετα γεμάτα σαρκασμό, ειρωνεύεται την αδερφή της που «επιδεικνύει τον μαύρο τους πρόσφυγα» (Δεν είναι πολύ εξωτικός; Δεν είναι μυστηριώδης;/μα γιατί όλοι συμπαθούν τους σιωπηλούς; Γιατί φαντάζονται ότι η σιωπή κρύβει στοχαστικότητα, βάθος, ωριμότητα. Καμιά φορά όμως, η σιωπή δεν κρύβει τίποτα. Είναι σαν μια λίμνη, που απλώς καθρεφτίζει το είδωλο όσων σκύβουν πάνω της).
     Η βαθύτερη γνωριμία του δασκάλου του σχεδίου, Χάρη Αντωνιάδη, με την Ραχήλ, δίνει ώθηση στην ταχύτερη μετεξέλιξη όλων των πρωταγωνιστών, κυρίως βέβαια της Ραχήλ και του Νίκου. Οι συνθήκες (η συνωμοσία του σύμπαντος) συντελούν στο να γνωριστούν σε μια έκθεση ζωγραφικής προσφύγων με θέμα την…. βαλίτσα, να ανταλλάξουν έξυπνες και γαργαλιστικές ατάκες γεμάτες υποσχέσεις, και να βρεθούν οι δυο τους σχεδόν τυχαία, απομονωμένοι στην Βωβούσα του ν. Ιωαννίνων για δυο τρεις μέρες. Η Ραχήλ βρίσκεται κοντά στην εμμηνόπαυση (και η εμμηνόπαυση είναι ένας εκτοπισμός, μια γυναίκα που γερνάει είναι ι αυτή διωγμένη από την χώρα της νεότητας, χωρίς μάλιστα τη δυνατότητα της προσφυγής σε άλλη γη, χωρίς την υπόσχεση, ή έστω την ελπίδα, να βρει καταφύγιο σ΄έναν καλύτερο τόπο, αφού μια γυναίκα που γερνάει, γερνάει παντού), είναι γεμάτη ζωντάνια και φαντασία, επινοεί ιστορίες και επικοινωνεί με τον καλλιτέχνη σε όλα τα επίπεδα.
     Είναι η περίοδος που ο Νίκος έχει αρχίσει να βλέπει την Ραχήλ με μεγαλύτερο ενδιαφέρον (άρχισε να γίνεται και πάλι απρόβλεπτη, ενδιαφέρουσα/αν μάλιστα ξυπνούσε και πάλι η ερωτική επιθυμία, αν έμπαινε κι αυτή η νωθρή και δυσκίνητη μπίλια στην τρύπα, τότε θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για θαύμα). Έχει λοιπόν σχεδόν αποφασίσει να τερματίσει τις εξωσυζυγικές σχέσεις (την τελευταία μάλιστα ερωμένη, που φαίνεται να είχε δεθεί συναισθηματικά μαζί του, με πολύ τραυματικό και χυδαίο τρόπο), ενώ ταυτόχρονα η Ραχήλ παραδίδεται σ΄έναν αισθησιακό έρωτα με τον Χάρη, παραμυθένιο, ρομαντικό όπως πάντοτε επιθυμούσε, όπου το αφήγημα της ζωής της, αυτό με τους πολλούς εραστές, ξαναγράφεται (το ξήλωμα της θηλιάς και το ξαναπλέξιμο του νήματος δεν είχε να κάνει τόσο με την ίδια ως αφηγήτρια και τον τρόπο που διηγιόταν ξανά τη ζωή της, όσο με αυτόν που την άκουγε. Η πρόσληψη της ιστορίας ήταν διαφορετική).
     Ο έρωτας της Ραχήλ όχι μόνο δεν την γεμίζει ενοχές, όχι μόνο νιώθει ότι δεν απειλεί την οικογένειά της αλλά θα μπορούσε και να τη φωτίσει. Προσπαθώντας να καταλάβει ποιο ήταν αυτό το γεγονός που κατάφερε ένα τέτοιο πλήγμα στην οικογενειακή της πανοπλία ώστε να τρυπώσει και να την κατακλύσει το νέο αυτό αίσθημα για έναν άνθρωπο μέχρι πρό τινος ξένο, κατέληγε με βεβαιότητα πως ήταν η αναδοχή του μικρού πρόσφυγα. (…) Δίνοντάς του χώρο μέσα στο σπίτι, έδωσαν χώρο σε μια άλλη δυνατότητα ζωής, πέρα απ’ αυτήν που είχαν συνηθίσει.
     Πέρα όμως από την ενέργεια, την φαντασία και τη δημιουργικότητα που αντλεί η Ραχήλ από τον νέο της έρωτα (και την παρουσία του Μουσά), έχει αλλάξει η συνείδησή της, έχει διευρυνθεί ο ορίζοντας των αντιλήψεών της. Πολέμια μια ζωή της «μικροαστικής νοοτροπίας» (μήπως γι’ αυτό βάλθηκε να φιλοξενήσει ένα αγόρι από τη Σομαλία; Προσπαθούσε να θρυμματίσει το κέλυφος της αστικής φωλιάς της με την αιχμή ενός πρόσφυγα;),συνειδητοποιεί ότι ίσως ο Μουσά είχε έρθει για να καταλάβει ότι η μικροαστική ζωή της ήταν μια χαρά, ήταν μια ζωή που πολλοί σαν τον Μουσά είχαν θαλασσοπνιγεί για να την αποκτήσουν, αρκεί βέβαια να στερέωνε τα δυο της πόδια πάνω της, να έκλεινε τους λογαριασμούς της με το παρελθόν.
     Ο Νίκος απ’ την άλλη, απεγκλωβισμένος από τις ερωμένες, μόνος στο σπίτι με τον Μουσά και την Σκεύη (οι υπόλοιποι είναι στα Γιάννενα), περνά μια δύσκολη φάση με την μάνα του που αναγκάζεται λόγω συνθηκών (δηλ. λόγω Μουσά) να την βάλει σε γηροκομείο. Μια μάνα «σκληρό καρύδι και αγύριστο κεφάλι», που ο Νίκος την κατανοούσε για τη σκληρότητά τη όταν ήταν νέα και για το πείσμα της, τώρα που είχε γεράσει (πώς αλλιώς θα είχε επιβιώσει, μόνη της από μικρή, σταλμένη σε ξένο τόπο, στη Λέρο;) Η συγγραφέας έχει μια ακόμη ευκαιρία εδώ να αναφερθεί στην ιδρυματοποίηση, των ηλικιωμένων αυτήν την φορά, και στην τραγωδία που ζουν κάποιοι υπέργηροι γονείς, που αντανακλά βέβαια και στα παιδιά τους.
     Η Ραχήλ ανακοινώνει στον Νίκο απλά και σταράτα, όχι απλώς ότι έχει σχέση με κάποιον, αλλά ότι είναι ερωτευμένη (και το πλέον αδιανόητο: τον ρώτησε αν θέλει να τον συζητήσουν/αν το συζητούσαν αυτό το ακατονόμαστο πράγμα θα αποκτούσε πραγματικές διαστάσεις). Οι πεποιθήσεις του Νίκου ότι μια τέτοια εκδοχή παλιότερα, όχι μόνο δεν θα τον πείραζε αλλά θα τον ανακούφιζε κιόλας, καθώς θα δημιουργούσε μια ισότιμη σχέση μεταξύ τους, ότι -εφόσον έχουν χάσει κάθε ερωτική επαφή μεταξύ τους- μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν δίκαιη και φυσικά αναμενόμενη, κλονίζεται. Γιατί η γυναίκα του δεν έχει απλά μια παράλληλη σχέση, ήταν ερωτευμένη και αυτός ο έρωτας προφανώς δεν βολευόταν στο σκοτάδι των κρυφών συναντήσεων, μα διεκδικούσε μια θέση στο φως.
     Μέσα στα αλλεπάλληλα γεγονότα λοιπόν, βλέπουμε και τη μεταμόρφωση του Νίκου, από απαθές ορθολογιστικό ον σε πρόσωπο που δοκιμάζει για πρώτη φορά συναισθήματα όπως η ζήλεια, και οι ενοχές (εκείνος που κορόιδευε την κτητικότητα, που την θεωρούσε ζιζάνιο που κατατρώει την αγάπη). Στρέφει επιτέλους την προσοχή του και στην Φαίδρα (τον κυρίευσε ξάφνου η μελαγχολική υποψία ότι δεν τον είχε αναγνωρίσει. Ότι δεν έπαιζε το παιχνίδι του, υποδυόμενη τον ρόλο που αυτός της επιφύλαξε, αλλά πως πράγματι η Φαίδρα τον είχε ξεχάσει), την «βλέπει» για πρώτη φορά για να αντικρύσει μια γυναίκα δυναμική, χειραφετημένη, με όραμα, που ξέρει τι θέλει (είχε προχωρήσει στη ζωή της πιο δυνατή από ποτέ, είχε προχωρήσει σβήνοντας πίσω της τα χνάρια, όπως κάνουν όχι τα θηράματα αλλά οι κυνηγοί) φτάνει μάλιστα στο σημείο να ζητήσει μια -αδέξια- συγνώμη.
     Η ανατροπή θα έρθει από την Σκεύη, που μέσα από τα εφηβικά της μάτια καυτηριάζει τον κόσμο των μεγάλων, καυτηριάζει την ψυχρή σχέση των γονιών της (υπήρξαν άραγε ποτέ ερωτευμένοι;) κι όλες τις αλλαγές που πιάνουν οι ευαίσθητες κεραίες της με επίκεντρο τον Μουσά. Στο απολαυστικό ημερολόγιό της μας περιγράφει την βαθιά φιλία -που έχει και ίχνη ερωτισμού- που τη συνδέει με την «υπέροχη φίλη» της, την Αυγή, με χιούμορ, λογοπαίγνια και ύφος σκανταλιάρικο (η Αυγή είναι ο δικός μου εξόριστος), όπως ταιριάζει σε κορίτσι της ηλικίας της. Και φυσικά νιώθει μια άλφα ζήλεια και θυμό προς τον Μουσά, ο οποίος παίρνει ως δώρο κινητό (!), ενώ εκείνης της κάνουν φουστάνι, που τραβάει τα βλέμματα της Κάλλιας, που εξαιτίας του εξορίζουν τον γάτο από το σπίτι κλπ κλπ. Επειδή είναι ένα έξυπνο κορίτσι μετατοπίζει την προσωπική της αντιπάθεια και σε ευρύτερο, πολιτισμικό επίπεδο (Όχι. Καμία κατανόηση. Ούτε αυτός μπορεί άλλωστε να μας κατανοήσει. Η κατανόηση θα απαιτούσε κοινή γλώσσα. Κοινά ήθη. (…) Εμείς μιλάμε Ντόροθυ Πάρκερ και Σάρα Κέιν κι αυτοί μιλούν τη νοηματική της έμφυλης βίας).
     Το αποκορύφωμα έρχεται όταν στα γενέθλια του Μουσά, έχουν καλέσει τον «φίλο» του, Ομάρ, («Γομάρ» κατά την Σκεύη), ο οποίος υπερασπίζεται την κλειτοριδεκτομή (αν υποψιαστώ ότι η αδερφή μου έχει ερωτευτεί τον Μουσά, τον καρδιακό φίλο του λάτρη των πετσοκομμένων γυναικών, θα παραβώ τις αρχές μου και θα πηδήσω από το μπαλκόνι)!
     Η Σκεύη αντιδρά αδίστακτα και άμεσα, προκαλώντας μια τεράστια ανατροπή που φέρνει το ποθητό αποτέλεσμα, την εξαφάνιση του Μουσά.
 Μουσά, ο θαυματουργός
     Στη Λέσχη ανάγνωσης Δράμας, όπου συζητήσαμε το βιβλίο, αρκετές αναγνώστριες είπαν ότι παρόλο το ενδιαφέρον που βρήκαν στο βιβλίο, δεν μπόρεσαν να ταυτιστούν συγκινησιακά με κανέναν ήρωα. Προσωπικά, πολλά στοιχεία σκόρπια και θραυσματικά με άγγιξαν βαθύτερα (όχι μια προσωπικότητα εξ ολοκλήρου), αλλά το πρόσωπο που μου χάρισε την πιο βαθιά συγκίνηση ήταν του Μουσά. Του άγνωστου, σύγχρονου Homo sacer[2], που διώκεται στις μέρες μας, και που δεν πρόκειται ως κοινωνία ούτε να τον κατανοήσουμε, ούτε να τον βοηθήσουμε, ούτε να τον αποδεχτούμε βαθιά και ουσιαστικά.
     Ο ήρωας για τον οποίον γνωρίζουμε λιγότερα, είναι αυτός, ο Μουσά, ο ξένος, η σφαίρα που είχε διαπεράσει τον λεπτό τους τοίχο και είχε εισβάλει το φως, όπως λέει η Ραχήλ. Η συγγραφέας δεν μας κοινωνεί τις εσωτερικές του σκέψεις, όπως κάνει με τις δυο έφηβες κοπέλες. Γνωρίζουμε γι’ αυτόν ότι είναι ήσυχος, επιμελής, ταλαντούχος στο σχέδιο, και θέλει να γνωρίσει την χριστιανική θρησκεία, μάλιστα να βαφτιστεί χριστιανός. Είναι μυστηριώδης και σκοτεινός, εξαφανίζεται και ξανάρχεται, δεν φαίνεται να επικοινωνεί με τους δικούς του στην Γερμανία, ούτε είναι πολύ φιλικές οι σχέσεις του με τον Ομάρ. Η οικογένεια, όπως κι εμείς, υποψιάζονται και στο τέλος αποκαλύπτουν ότι ο φιλοξενούμενός τους έχει ψεύτικα χαρτιά, ψεύτικα ονόματα, ψεύτικο σπίτι τον περίμενε στην Γερμανία. Η Ραχήλ φυσικά και δεν πτοείται (ας είναι από τα βάθη της ζούγκλας, ας είναι ζουλού, δεν με νοιάζει. Εγώ τον γνώρισα. Τον ίδιο! όχι τα στοιχεία της ταυτότητάς του/ η ζωή δεν προχωράει βάσει σχεδίου, Νίκο. Η ζωή έχει ανατροπές. Έχει επιλογές. Τώρα μας προσφέρεται η επιλογή να κρατήσουμε στη ζωή μας τον Μουσά).
     Ο Μουσά ωστόσο, με την παρέμβαση της μικρής Σκεύης, θα παραμείνει ξένος, απροσπέλαστος, άπολις. Θα φύγει, θα εξαφανιστεί, αίροντας στην πλάτη του, τις αμαρτίες της επαπειλούμενης διάλυσης της οικογένειας, αφού έχει συντελέσει στη μεταμόρφωση των μελών της. Ξεκίνησε από την πατρίδα του με ένα κόκκινο σακκίδιο, έφτασε στην Αθήνα με μια σακκούλα σκουπιδιών και η οικογένεια, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες, θα τον «ξεβράσει» ξανά στο άγνωστο, μόνο με  μια βαλίτσα ή σε μια βαλίτσα (Σκεύη: αντί για την δική μου πτώση και συντριβή, πρόσφερα στον γκρεμό τον άλλο, τον ξένο).
     Στην άσκηση που τους έβαλε κάποτε ο δάσκαλος του σχεδίου, να σκεφτούν πάνω στην έννοια της βαλίτσας και να ζωγραφίσουν βαλίτσες μέσα σε οποιοδήποτε περιβάλλον φανταστούν, ο Μουσά ζωγράφισε μια θάλασσα γεμάτη βαλίτσες, άλλες όρθιες, άλλες μισοβυθισμένες στο νερό, άλλες ξαπλωτές σαν σχεδίες, μα όλες κλειστές, μαύρες, μακρόστενες. Μόνο μία ήταν ανοιχτή. Από μέσα της είχαν ξεχυθεί κι επέπλεαν στο νερό, θυμίζοντας αφρούς κάτασπρα κόκαλα. Ο δάσκαλος, συγκλονισμένος, άρχισε να εξηγεί το συμβολικό νόημα της ζωγραφιάς. Όμως η Κάλλια, που τα περιγράφει όλα αυτά στο γράμμα προς την ξαδέρφη της, γράφει σε υστερόγραφο:
     Ο Μουσά μού εξήγησε τσάτρα πάτρα το νόημα της ζωγραφιάς του. Δεν ήταν συμβολικό. Ένας από τους πρόσφυγες που ήταν στην ίδια βάρκα με κείνον, κουβαλούσε μέσα στη βαλίτσα του τα κόκαλα της μητέρας του. Τα είχε ξεθάψει πριν ξεκινήσουν το ταξίδι. Όταν ανατράπηκε η βάρκα, η βαλίτσα άνοιξε και τα κόκαλα χύθηκαν στη θάλασσα. Είπε πως είδε ψάρια να τα τσιμπολογούν.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] https://dasosygrou.gr/%CF%83%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%AE-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B2%CF%81%CF%8D%CF%84%CF%89%CE%BD/
[2] Homo sacer, Giorgio Agamben: Για τον Αγκάμπεν η «γυμνή ζωή» και η «κατάσταση εξαίρεσης» αποτελούν δύο βασικά στοιχεία του τρόπου με τον οποίο συγκροτείται και αναπαράγεται η κυριαρχική αντίληψη της εξουσίας. Και η μορφή του «ιερού ανθρώπου» γίνεται όχι μόνο το θεμέλιο της γυμνής ζωής της ανθρωπότητας αλλά και το αντικείμενο της βιοεξουσίας κατά τη νεωτερική εποχή.