Τρίτη, Νοεμβρίου 28, 2017

Ο μπολσεβικικός μύθος, Αλεξάντερ Μπέρκμαν

Συγκλονιστική κι αυτή η μαρτυρία του αναρχικού Ρώσου Αλεξάντερ Μπέρκμαν[1] για τα χρόνια από τον εμφύλιο της Οκτωβριανής επανάστασης (Δεκέμβρη του 1919) μέχρι το αιματοκύλισμα της Κροστάνδης (1921), εφόσον έζησε τα γεγονότα και συμμετείχε σ’ αυτά. Από άποψη ιστορικού ενδιαφέροντος τη βρήκα ισάξια της αντίστοιχης του Βικτόρ Σερζ (Αναμνήσεις ενός επαναστάτη 1 και 2), αν και λιγότερο εκτεταμένη (άλλωστε καλύπτει και πολύ μικρότερη χρονική διάρκεια), αλλά και λιγότερο «λογοτεχνίζουσα», με την έννοια ότι υπάρχει ημερολογιακή καταγραφή και όχι αναστοχασμός πάνω στα γεγονότα. Το ημερολόγιο, απ’ την άλλη έχει την ιδιαιτερότητα ότι καταγράφεις τις στιγμές χωρίς να ξέρεις τι θα επακολουθήσει, έχει λοιπόν άλλου είδους παραστατικότητα/ζωντάνια, και αξία ως μαρτυρία.
Όπως και ο Σερζ, ο Μπέρκμαν προσέγγισε την επανάσταση των Μπολσεβίκων χωρίς να απαρνηθεί την ιδεολογία του αναρχισμού, και υποστήριξε την πολιτική της λενινιστικής κυβέρνησης πιστεύοντας ότι η δικτατορία του προλεταριάτου θα ήταν μια σύντομη περίοδος εδραίωσης του νέου καθεστώτος έναντι της μοναρχίας του Τσάρου. Έτσι, ενώ και οι δυο (Σερζ και Μπέρκμαν), πιστοί στο όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης όπως την αντιλαμβάνονται οι αναρχικοί, διακρίνουν με οξυδέρκεια τα λάθη και τις αντιφάσεις της πολιτική του Λένιν, του Τρότσκι, του Ζηνόβιεφ κλπ, αισιοδοξούν ότι αυτά θα ξεπεραστούν όταν θα παγιωθεί το κομμουνιστικό αταξικό κράτος (ο Σερζ νομίζω ενδίδει κάπως περισσότερο στο πνεύμα του λενινισμού-μπολσεβικισμού). Όμως  αργά ή γρήγορα συνειδητοποιούν ότι δεν πρόκειται απλώς για λάθη, αλλά για εγκλήματα, κι αυτή την οδυνηρή διάψευση παρακολουθούμε εμείς, βήμα βήμα. Μετά δε την άγρια καταστολή της εξέγερσης της Κροστάνδης, η κυβέρνηση («Κρατικός Καπιταλισμός») των Μπολσεβίκων, επειδή δεν έχει ανάγκη πια τους αναρχικούς (που βοηθούσαν στον εμφύλιο), τους ασκεί απροκάλυπτη δίωξη και τους εκτελεί χωρίς δίκη, ενώ πολλοί, ανάμεσά τους και ο Μπέρκμαν, διαφεύγουν στο εξωτερικό.
Το ημερολόγιο του Μπέρκμαν ξεκινά τον Δεκέμβρη του 1919, όταν με άλλους 249 (ανάμεσά τους τρεις γυναίκες) Ρώσους απελαθέντες αναρχικούς και συνδικαλιστές στις ΗΠΑ, επιβαίνει στο θρυλικό μεταγωγικό Buford που από την Αμερική τους μεταφέρει στην επαναστατημένη Ρωσία. Ήδη ο Μπέρκμαν έχει εκτίσει ποινή δύο χρόνων στην Ατλάντα της Τζόρτζια για «αντιμιλιταριστική προπαγάνδα» μέσα σε άθλιες συνθήκες (ναι, στη «χώρα της ελευθερίας»)!
Στη Ρωσία ο εμφύλιος δεν έχει τελειώσει και ο Λευκός Στρατός απειλεί αρκετές περιοχές. Στις δύσκολες συνθήκες του ταξιδιού προστίθεται και η αγωνία μήπως πέσουν πάνω στον στρατηγό του τσαρικού στρατού, τον Ντενίκιν. Όμως ο Μπέρκμαν δεν δίνει μια στεγνή περιγραφή των γεγονότων, αντίθετα στις καταγραφές του υπάρχει διάχυτο το ανθρώπινο, καθημερινό στοιχείο (π.χ. παρά τη μεγάλη αγωνία μας σχετικά με το πού μας πηγαίνουν, πέφτει πολύ γέλιο και πειράγματα στην καμπίνα μας). Έτσι, αποκτάμε μια συνολική εικόνα της τότε ατμόσφαιρας, τις σχέσεις π.χ. με το προλεταριάτο ή τους Σπαρτακιστές της Γερμανίας (οι οποίοι π.χ. στέλνουν συντροφικούς χαιρετισμούς όταν το πλοίο αράζει προσωρινά στο κατεστραμμένο Κίελο) ή τον κίνδυνο σε σχέση με τους Φινλανδούς που τους θεωρούν προαιώνιους εχθρούς κ.α.
Την επιστροφή στη «Σοβιετική γη» ο Μπέρκμαν την ονομάζει «την πιο υπέροχη μέρα της ζωής του». Η θερμή λαϊκή συγκέντρωση που είχε οργανωθεί ήταν συγκλονιστική για τους απελαθέντες εξόριστους, ενώ ο κόσμος ζει ακόμα με την -φρούδα- προσδοκία ότι η επανάσταση του προλεταριάτου έχει εξαπλωθεί σε Αμερική και Ευρώπη.
Στα δυο χρόνια της ημερολογιακής καταγραφής, ο αφηγητής μεταβαίνει στα δυο βασικά αστικά κέντρα, στην Πετρούπολη και  στη συνέχεια στη Μόσχα, αρχικά με την ιδιότητα του διερμηνέα. Στη συνέχεια, με αφορμή διάφορες αποστολές  που αναλαμβάνει (όπως να παραλάβει  Αμερικανούς πολιτικούς εξόριστους που αποδείχτηκε ότι ήταν Ρώσοι αιχμάλωτοι πολέμου, ή να βοηθήσει στην οργάνωση θερινών εγκαταστάσεων -«θερέτρων»- που θα φιλοξενούσαν 50000 εργάτες για ξεκούραση και μεγαλύτερο συσσίτιο), ταξιδεύει και σε διάφορες άλλες πόλεις και χωριά ενώ με την αποστολή να συλλέξει υλικό για το «Μουσείο της Επανάστασης μεταβαίνει και προς το Νότο (Λεττονία, Ουκρανία). Στην παραμονή του στις δυο σπουδαίες πόλεις, αλλά και στην Ουκρανία που είναι ένα καζάνι που βράζει, έχει την ευκαιρία να συναντήσει μεγάλες προσωπικότητες όπως τον Λένιν (τον οποίο σκιαγραφεί σαν πολιτικό αλλά και σαν χαρακτήρα), τον Κροπότκιν (ήταν ήδη περίπου 80, ένα χρόνο μετά πέθανε), τον Ζηνόβιεφ, τον αναρχικό Μαχνό  και άλλα πολύ σημαντικά πρόσωπα και κοινωνικά κινήματα της κρίσιμης αυτής εποχής, για τα οποία μαθαίνουμε και μεις από τα πολύ καίρια και κατατοπιστικά υπομνήματα του μεταφραστή.
Η διάψευση του συλλογικού οράματος ξεκινά από τις εικόνες πείνας και αθλιότητας που αντικρίζει ο Μπέρκμαν, αρχικά στην Πετρούπολη, αλλά και στις άλλες πόλεις και στην ύπαιθρο όπου οι αγρότες, («οπισθοδρομικοί και βαθιά ποτισμένοι με το μικροαστικό πνεύμα της ιδιοκτησίας»), στο όνομα της επίταξης λόγω του αποκλεισμού των συμμάχων χάνουν κάθε περιουσιακό στοιχείο, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να επιβιώσουν. Άπειρα μικρά χαρακτηριστικά καθημερινά επεισόδια συνθέτουν αυτή την εικόνα εξαθλίωσης των μαζών. Κάθε εμπορική ή απλή συναλλαγή απαγορεύεται και τιμωρείται αυστηρά. Η θανατική ποινή, που υποτίθεται καταργήθηκε από την επανάσταση, γρήγορα  επαναφέρεται γιατί, όπως λέει ο Κάρακχιαν, «σε μερικές περιπτώσεις είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε εξαιρέσεις» (γιατί «δεν πρέπει να είμαστε συναισθηματικοί»).  Η βίαιη κρατική καταστολή γίνεται ο εφιάλτης καθενός που δεν υπακούει στις κεντρικές εντολές (η Ρωσία, η Επανάσταση, έμοιαζε να χάθηκε ξαφνικά, και να ξαναβρέθηκα στην Αμερική, ανάμεσα σε εργάτες την ώρα που του χτύπαγε η αστυνομία), εφόσον οι εκτελέσεις γίνονται με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς δίκες ούτε καν αποδείξεις. Τα «αναμορφωτήρια» της Πετρούπολης είναι κανονικές φυλακές, βουτηγμένες στην κακοδιοίκηση και τη διαφθορά, ενώ η γραμμή είναι οι «παιδαγωγοί» να προέρχονται από τους Κομμουνιστές και να ελέγχονται από τους πολιτικούς κομισάριους.
Η Τσεκά (πολιτική αστυνομία από τον Δεκέμβρη του 1917, πρόδρομος της Γκεπεού), η «ψυχή της επανάστασης» όπως λέει ένας Τσεκάς, χρησιμοποιεί απίστευτα βίαιες και ανήθικες μεθόδους για να ασκήσει εξουσία  ενώ, η διαφθορά καλπάζει –οι περισσότεροι από τους Τσεκάδες  λαδώνονται ενώ γρήγορα οι ομάδες των αναρχικών, που εξακολουθούν να δρουν στο Κομμουνιστικό κράτος, συνειδητοποιούν ότι η τρομοκρατία και η συγκέντρωση εξουσίας αποκλειστικά και μόνο στα χέρια του Κομμουνιστικού κόμματος αλλοτρίωσαν τις μάζες, κατέστειλαν την ανάπτυξη της επανάστασης και παρέλυσαν τη δημιουργικότητα. Οι απάνθρωπες κατασταλτικές μέθοδοι είναι ιδιαίτερα σκληρές στην Οδησσό όπου δουλεύουν παλιοί αξιωματικοί της χωροφυλακής και πρώην θανατοποινίτες, που τους χαρίστηκε η ζωή «για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν στον πόλεμο ενάντια στην αντεπανάσταση και την κερδοσκοπία».
Το «πάιεκ», δηλαδή οι μερίδες ψωμιού δίνονται ανάλογα με την κοινωνική θέση (αιφνιδιάζει το γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι διανοούμενοι βρίσκονται στο τελευταίο σκαλί της κοινωνικής ιεραρχίας), ενώ ο Μπέρκμαν μάς δίνει αναρίθμητα επεισόδια ανεκδιήγητης γραφειοκρατίας. Σύνθετα πολιτικά όργανα, πολιτικοί κομισάριοι και κάθε είδους επιτροπή ελέγχουν την παραμικρή πρωτοβουλία που μπορεί να οποιοσδήποτε, σε οποιοδήποτε πόστο. Ο αργοκίνητος γραφειοκρατικός μηχανισμός ευθύνεται για κάθε είδους καταστροφή και αθλιότητα που μπορεί να φτάνει σε θανάτους από πείνα και αρρώστιες, ενώ η λύπηση/οίκτος/ανθρωπιά και κάθε ηθικός δισταγμός θεωρείται «μπουρζουάδικος συναισθηματισμός» (η αδιαφορία τους μου έφερε αηδία. Ο Ρώσος, ο απλός άνθρωπος του λαού, ποτέ δεν στεκόταν χωρίς συμπόνια απέναντι στη φτώχια και τη δυστυχία. Η καρδιά του ήταν πάντα με το μέρος των αδύναμων και των περιφρονημένων). 
Ο Μπέρκμαν παρακολουθεί από κοντά τις πολιτικές διεργασίες, όπως τη συνεδρίαση του Σοβιέτ της Μόσχας (Καμένεφ) όπου η κραυγαλέα μισαλλοδοξία  τον κατέθλιψε, την Τρίτη Διεθνή όπου οι προσδοκίες του ήταν μεγάλες αλλά πάλι η έλλειψη ενθουσιασμού και οι μηχανικές διαδικασίες τον κούρασαν και τον  απογοήτευσαν και, αργότερα, το 9ο Συνέδριο του Κόμματος όπου ο Λένιν και ο Τρότσκι εισηγήθηκαν τη στρατιωτικοποίηση της εργασίας: αντικατάσταση της συνεργατικής μορφής διεύθυνσης των εργοστασίων από τη μονοπρόσωπη διεύθυνση (εδώ έχει ενδιαφέρον ως προσωπική μαρτυρία η λεπτομέρεια η κάθετη επιμονή του Τρότσκι ότι τα συνδικάτα είχαν αποτύχει να διευθύνουν τη βιομηχανία, παρά την αντίδραση των εργατών στον κρατικό συγκεντρωτισμό, που είχε αφαιρέσει από τις εργατικές ενώσεις όλα τα δικαιώματα. Γνωρίζουμε εκ των υστέρων τις συνέπειες αυτής της απόφασης, και ο Μπέρκμαν είχε την ευκαιρία να τις διαπιστώσει ο ίδιος π.χ. στο Κίεβο αργότερα.
Η υποκρισία του συστήματος είναι απροκάλυπτη μπροστά στην Βρετανική (όπου συμμετέχει και ο Μπέρτραντ Ράσελ) και την Ιταλική αποστολή όπου όλα παρουσιάζονται όμορφα αγγελικά πλασμένα (το δίλημμα αν πρέπει να παρουσιάσουν εξιδανικευμένη την εικόνα ή αληθινή δεν φαίνεται να απασχολεί την Επιτροπή Υποδοχής, που δίνουν εντελώς πλαστή εικόνα εξαφανίζουν κάθε ίχνος αδυναμίας).
Η παρουσία των αναρχικών είναι ακόμα απαραίτητη και οι αντιδράσεις τους στις αυθαιρεσίες των Μπολσεβίκων είναι έντονες και -ακόμα- συλλογικές (υπάρχουν βέβαια και ατομικές). Η «Ουνιβερσαλιστική» Λέσχη της οδού Τσβέρσκαγια, συγκεντρώνει ανθρώπους όλων των επαναστατικών τάσεων που κατηγορούν το Μπολσεβικικό Κράτος σαν την πιο ολοκληρωμένη τυραννία, κρίνοντας και κατακρίνοντας τις μεθόδους των Μπολσεβίκων  (η Λέσχη διαλύθηκε μετά την εξέγερση της Κροστάνδης), όπως την κατάργηση της Συντακτικής Συνέλευσης.  Οι αντιδράσεις πολλαπλασιάζονται όταν αρχίζουν και κρατούν αναρχικούς στη φοβερή φυλακή Βουτέρκα (Μόσχα) χωρίς κατηγορία. Ο Μπέρκμαν αρχίζει και βλέπει πια καθαρά ότι οι φυλακές έχουν γεμίσει αντιδρώντες στην κυβέρνηση (οι διώξεις εναντίον των Αριστερών συνεχίζονται κι οι φυλακές έχουν γεμίσει επαναστάτες).
Όταν ο συγγραφέας αρνείται να μεταφράσει στα αγγλικά το βιβλίο του Λένιν «Η παιδική αρρώστια του Αριστερισμού» (αυτό το φυλλάδιο παραποιεί και αμαυρώνει όλα τα ιδανικά μου. Δεν γίνεται να συμφωνήσω να το μεταφράσω χωρίς να προσθέσω μερικά λόγια για να τα υπερασπιστώ»), η στάση του κράτους αλλάζει σταδιακά απέναντί του (έγινα persona non grata/οι φίλοι μου στην αριστερά με λένε Μπολσεβίκο και οι Κομμουνιστές με κοιτάνε με μισό μάτι). Δεν είναι ίσως τυχαίο που σχεδόν αμέσως μετά τον στέλνουν στις νότιες επαρχίες, στην Ουκρανία για να «συλλέξει υλικό για το Μουσείο της επανάστασης» (το οποίο ποτέ δεν αξιοποιήθηκε). Ανάμεσα στους συνεργάτες του είναι και η γνωστή αναρχοκομμουνίστρια  Έμμα Γκόλντμαν[2].
Μπροστά στο καζάνι που κοχλάζει στο Νότο, η ζωή στο Βορρά μοιάζει γαλήνια και ομαλή. Η ιστορία της Ουκρανίας[3], του σιτοβολώνα της Ρωσίας, είναι πολύπαθη (όλο το φάσμα των επαναστατικών και αντεπαναστατικών παθών έχει συνταράξει την Ουκρανία). Χαρακτηριστική των αλλαγών στη διακυβέρνησή της είναι η έκφραση του Μπέρκμαν «καλειδοσκοπικές εναλλαγές κυβερνήσεων»(!).  Είναι γνωστή η λιμοκτονία 6.000.000 λόγω της πολιτικής κολεκτιβοποίησης του  Στάλιν, το 1932-3,δεν ήξερα όμως εγώ τουλάχιστον ότι άλλοι τόσοι περίπου (σύμφωνα με την Wikipedia  5.000.000) πέθαναν στο διάστημα 1921-23 από επιτάξεις και καταλήστευση από Λευκούς αρχικά και Κόκκινους στη συνέχεια, πράγμα που επιβεβαιώνεται και από την μαρτυρία του Μπέρκμαν (δεν δίνει νούμερα, φυσικά).
Ο συγγραφέας παραθέτει άπειρες επώνυμες μικροϊστορίες, απίστευτες, από τον «μακρόχρονο επαναστατικό αγώνα της»: τον πόλεμο κατά των λευκών, το αγροτικό αντάρτικο, από τη δράση του αναρχικού Μαχνό, από τους διωγμούς των Εβραίων (ασκεί πογκρόμ εναντίον τους ΚΑΙ ο Μαχνό). Αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο στον Μαχνό για τον οποίο οι απόψεις των χωρικών/πολιτών ποικίλλουν. Πρόκειται πάντως για ένα κοινωνικό κίνημα, σε αντιπαράθεση με το Κομμουνιστικό Κόμμα που είναι πολιτικό σώμα, γι’ αυτό επικρατεί η άποψη ότι είναι η σπουδαιότερη έκφραση ολόκληρης της επανάστασης. Όπως λέει και ο αναρχικός Γιάσα, το κίνημα του Μαχνό είναι έκφραση των ίδιων των ανθρώπων του μόχθου. Είναι το πρώτο μεγάλο μαζικό κίνημα που παλεύει με τις δικές του δυνάμεις ν’ απελευθερωθεί από κάθε είδους κυβέρνηση και να εγκαθιδρύσει την οικονομική αυτοδιάθεση. Με αυτή την έννοια, είναι απ’ άκρη σε άκρη αναρχικό. Ωστόσο, το κίνημα του Μαχνό ευθύνεται για πολλές βιαιότητες (όπως είπαμε πριν υπήρχε έντονος αντισημιτισμός(!), και γι αυτό το θέμα αφιερώνει πολλές σελίδες ο Μπέρκμαν).
Πολύ συμπαθητική μορφή που αναδεικνύεται απ’ το ημερολόγιο είναι ο «Ιωσήφ ο Εμιγκρές», ένας σύντροφος αναρχικός που με τη γυναίκα του Λέα συντέλεσαν στην ίδρυση της γνωστής αναρχικής ομάδας Ναμπάτ.
Άλλη μια οικτρή διάψευση περιμένει τον Μπέρκμαν στο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στο Χάρκοβο όπου η κατάσταση είναι πανάθλια ενώ στο Κίεβο οι εργαζόμενοι παραπονιούνται για την κατάργηση της εργατικής διαχείρισης και για τις «μοσχοβίτικες μεθόδους». Οι διωγμοί των Εβραίων είναι ακόμα πιο έντονοι εδώ, και ο Μπέρκμαν παραθέτει πολλά επεισόδια που του δημιουργούν απόγνωση.
Το αποκορύφωμα όμως της αποκαρδίωσης είναι η άγρια καταστολή της εξέγερσης της Κροστάνδης (Φεβρουάριος 1921). Όταν πια ο Μπέρκμαν έχει επιστρέψει στο Βορρά, γίνεται μάρτυρας όλης της εξέλιξης και την παρακολουθούμε μέρα μέρα στο ημερολόγιο. Η σπίθα άναψε όταν κατέβηκαν σε απεργία οι εργάτες της βιομηχανίας Τρούμποσνι (είναι απίστευτο το γεγονός ότι ένα σχετικά τόσο ασήμαντο περιστατικό, όσο η απεργία στη βιομηχανία Τ., πρόκειται να οδηγήσει τα πράγματα σε εμφύλιο πόλεμο και αιματοχυσία). Η απεργία παίρνει γρήγορα πολιτική χροιά, μεταλαμπαδεύεται στη Μόσχα, στη Σιβηρία, στην Ουκρανία, στον Καύκασο∙ η ανοικτή συνέλευση στην πλατεία Γιάκαρνε αριθμεί 16.000 ναύτες, άντρες του κόκκινου στρατού και εργάτες! Ο Μπέρκμαν μάς παραθέτει όλο το ψήφισμα της γενικής συνέλευσης των πληρωμάτων της Βαλτικής (με αναλυτικά τα πολιτικά αιτήματα),που είναι συγκλονιστικό, ευθυγραμμισμένο στις αρχές της επανάστασης. Απευθύνει προσωπική επιστολή στον Ζινόβιεφ (πρόεδρος του Σοβιέτ της Μόσχας), αλλά όπως γνωρίζουμε κανένα αίτημα δεν εισακούστηκε, εφόσον στις 17 Μαρτίου 1921 χιλιάδες ναύτες και εργάτες κείτονταν νεκροί στους δρόμους…
Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα (έχει εν τω μεταξύ αρχίσει να εφαρμόζεται και η Νέα Οικονομική Πολιτική), οι αναρχικοί δεν έχουν πια θέση στη Σοβιετική ένωση. Ο συγγραφέας αρνείται, για λόγους αρχής, να υπογράψει την απόφαση της σχετικής Επιτροπής (από κυβερνητικούς και ξένους απεσταλμένους) να απελαθούν οι αναρχικοί, αλλά  μέσα σε ένα βαρύ κλίμα πένθους για αγαπημένα πρόσωπα που εκτελέστηκαν ή πέθαναν από τις κακουχίες, στις 30 Σεπτεμβρίου αποφασίζει να εγκαταλείψει ξανά τη Ρωσία.
Τελειώνοντας το βιβλίο, δεν μπορεί παρά να νιώθεις τη δίνη της εποχής, μια δίνη τόσο διαφορετική από τη δική μας, με τόσο έντονο το επαναστατικό και το πολιτικό στοιχείο (ποιος μπορούσε να μένει αμέτοχος; ποιος μπορούσε να είναι "φιλήσυχος πολίτης";).  Και  η ημερολογιακή καταγραφή του Μπέρκμαν μεταφέρει άμεσα το βιωματικό στοιχείο που λείπει, μοιραία, από ιστορικούς και αναλυτές.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Γεννήθηκε το 1870 στο Βίλνο της σημερινής Λιθουανίας. Το 1888 μεταναστεύει στις ΗΠΑ και εμπλέκεται ως αναρχικός με το εκεί εργατικό κίνημα, που ήδη μετρούσε πολλούς νεκρούς ─μιλάμε για εποχές όπου οι απεργίες αντιμετωπίζονταν με κανόνια. Το 1892 πυροβολεί, χωρίς να σκοτώσει, το διευθυντή ενός εργοστασίου που θεωρήθηκε υπεύθυνος για το θάνατο 11 απεργών από τα πυρά της Πολιτοφυλακής. Κάνει 14 χρόνια φυλακή. Βγαίνοντας, βοηθάει στην ίδρυση του ελευθεριακού «σχολείου Φερέρ», που ιδρύθηκε το 1911 στη Νέα Υόρκη και λειτούργησε μέχρι το 1953. (Πήρε το όνομά του από τον Φρανσίσκο Φερέρ ι Γκουάρντια, αναρχικό δάσκαλο και ιδρυτή του κινήματος «Μοντέρνο Σχολείο» στην Ισπανία.) Το 1914, μαζί με τη συντρόφισσά του Έμμα Γκόλντμαν, ιδρύει μια Αντιπολεμική Λίγκα, το 1917 συλλαμβάνεται και μένει φυλακή ώσπου το Δεκέμβρη του 1919 τον φορτώνουν, μαζί με άλλους 250 στο μεταγωγικό Buford με προορισμό την επαναστατημένη Ρωσία (από την ομιλία του HS, του μεταφραστή Γιάννη Ιωαννίδη, για το "μπολσεβικικό μύθο").
[2]https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%88%CE%BC%CE%BC%CE%B1_%CE%93%CE%BA%CF%8C%CE%BB%CE%BD%CF%84%CE%BC%CE%B1%CE%BD
[3] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F%CF%85%CE%BA%CF%81%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1

Παρασκευή, Νοεμβρίου 24, 2017

Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια, Erri de Luna

Όχι μόνο απ’ την κορφή ενός βουνού,
ακόμα και σ’ ένα μικροσκόπιο διακρίνονται ορίζοντες

   Ένα μικρό βιβλιαράκι –κομψοτέχνημα όπου συμπυκνώνεται η ουσία μιας (αυτο)βιογραφίας,  μας δίνει σε 150 σελίδες πολύ μικρού μεγέθους ο Ναπολιτάνος συγγραφέας, που θεωρείται και πρόδρομος της Φερράντε (υποθέτω λόγω καταγωγής αλλά και θεματολογίας: το συγκεκριμένο βιβλίο έχει χαρακτηριστεί «μυθιστόρημα ενηλικίωσης»).
Ο αφηγητής, σε α΄ενικό, εξήντα χρονών «σήμερα», μας μεταφέρει  στο καλοκαίρι των δέκα του χρόνων στη Νάπολη, στην ηλικία όπου τελειώνει η παιδική ηλικία αλλά τίποτα δεν συμβαίνει, είσαι πάντα στριμωγμένος μέσα στο ίδιο κατσιασμένο κορμάκι του πιτσιρίκου, όπως τα περασμένα καλοκαίρια, ανάστατος από μέσα κι ασάλευτος απόξω/στα δέκα είσαι μέσα σ’ ένα κουκούλι που περιλαμβάνει όλα τα μελλοντικά σου σχήματα. Όμως, με την προφορικότητα μιας εξομολόγησης, το σκληρό αυτό καλοκαίρι όπου ξυπνά ο ενήλικος εαυτός, γίνεται ο πυρήνας απ’ όπου η αφήγηση εξακτινώνεται με σύντομες πινελιές στο πριν και στο μετά (γι’ αυτό και στο οπισθόφυλλο αναφέρονται τρεις γενιές, αποπροσανατολίζοντας τον αναγνώστη –δεν βλέπουμε πουθενά τους πολέμους και τις επαναστάσεις του οπισθοφυλλου που αναπαράγουν μάλιστα όλοι οι εκδοτικοί οίκοι… Υπάρχουν μόνο απλές, σύντομες αναφορές). Έτσι, παρόλο που μαθαίνουμε σχεδιαγραμματικά όλη την βασική πορεία του ήρωα μέχρι τα εξήντα, το καλοκαίρι εκείνο των δέκα χρόνων γίνεται κεντρικό θέμα στην εξιστόρηση, γιατί είναι καθοριστικό και αμετάκλητο.
Ένα ευαίσθητο, μοναχικό παιδί που ντρέπεται γιατί κλαίει πολλές φορές χωρίς «λόγο» (στην ηλικία μου τα παιδιά έχουν πάψει πια να κλαίνε, εγώ αρχίνιζα), που ταυτίζεται με τη μοναξιά της νεαρής μητέρας του, που αποφεύγει τα άλλα παιδιά, αγαπά το ψάρεμα και τη θάλασσα, χαζεύει του ψαράδες, διαβάζει και παρατηρεί την πραγματικότητα με ποιητικό τρόπο. Θέλει να εξαφανίζεται, να είναι αόρατος, από ντροπή για ένα κορμί που δεν το αναγνωρίζει για δικό του (τις νύχτες, γυμνός στο κρεβάτι, μπορούσα να εξαφανίζομαι ολότελα). Κυρίως όμως αναστοχάζεται, ψάχνει να βρει τον εαυτό του, τον κατηγορεί και τον παραδέχεται ταυτόχρονα, μέσα από μια επώδυνη διαδικασία που δεν είναι άλλη από τη διαδικασία της ενηλικίωσης (είχα φανεί λίγος. Δεν ήμουν αυτός που επιζητώ να είμαι. Ρωτάω τον εαυτό μου και τρέμω πως θα τον βρω λειψό).
Μιλάει για το ρήμα «αγαπώ» που του φαίνεται τόσο ψεύτικο (μια λιχουδιά υποχρεωτική, για μένα που δεν μ’ ενδιέφερε η ζαχαροπλαστική). Κι όμως έρχεται από μόνη της η στιγμή που αγγίζει την αγάπη∙ έρχεται μέσα απ’ τη μορφή ενός κοριτσιού, το οποίο με την τόλμη της αθωότητας σπάει το κουκούλι στο οποίο είναι κρυμμένος. Αργά, αργά, σταδιακά, παιδικά, ποιητικά (της οφείλω την απελευθέρωση του ρήματος «αγαπώ», το οποίο στο δικό μου λεξιλόγιο ήταν φυλακισμένο).
Είναι τόσο εκπληκτικές οι στιγμές αυτού του αθώου ερωτισμού, όπως τις μεταφέρει ο συγγραφέας που σίγουρα δεν μπορώ να μιλήσω γι αυτές. Πώς να μιλήσεις για την πρώτη πρώτη αίσθηση του αποκορυφώματος της ερωτικής συνάντησης που είναι το φιλί (μέχρι σήμερα ξέρω πως είναι ο υψηλότερος στόχο στον οποίο φτάνουν τα σώματα. Από κει πάνω, απ’ την κορυφή των φιλιών, μπορείς έπειτα να κατέβει στις παροξυσμικές περιδινήσεις του έρωτα),το φιλί των παιδιών που είναι και παιχνίδι, και αίσθηση και εξερεύνηση;  Και που γεννά τέτοια ομρφιά, που ο αφηγητής δεν μπορεί να κλείσει τα… μάτια (μα καλά, εσύ δεν κλείνεις τα μάτια όταν φιλάς; Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια).
Γρήγορα η μοναχική του συμπεριφορά γίνεται στόχος για τα αλητάκια της Νάπολης. Βρίσκει τρόπο να τους εξαγριώσει και η τιμωρία που τον περιμένει είναι τόσο αναμενόμενη, που την επιδιώκει, πιστεύοντας ότι έτσι θα «μεγαλώσει» (πρέπει να ξεφορτωθώ αυτό το παιδικό κορμί που δε λέει να μεγαλώσει (…) πρέπει να βρω αυτούς τους τρεις και να με καταχερίσουν ώσπου να μου σπάσουν το τσόφλι/στα δέκα μου χρόνια πίστευα στην αλήθεια του ξυλοκοπήματος. Μου φαινόταν χρήσιμο το ανεπανόρθωτο).
Δεν μπόρεσε και δεν θέλησε να εξηγήσει σε κανέναν γιατί βρέθηκε τόσο σμπαραλιασμένος στο πεζοδρόμιο (υπάρχουν εξηγήσεις που είναι χειρότερες απ’ τα γεγονότα). Η επίσπευση της ενηλικίωσης, για την οποία τόσο πάσχισε, ήρθε μέσα από την ωριμότητα με την οποία αντιμετώπισε τους τρεις βασανιστές του, τη μητέρα του, τους καραμπινιέρος, αλλά κυρίως το «κορίτσι» (του οποίου δεν θυμάται καν το όνομα, πενήντα χρόνια μετά). Το πυρηνικό αυτό επεισόδιο αλλάζει όλους τους συσχετισμούς- των τριών αλητόπαιδων μεταξύ τους, του κοριτσιού με όλους, με τη ,ητέρα του που τον βλέπει αλλιώς τώρα. Διαορφώνεται και η σχέση του με τον νόμο, όπως και την «αυτοδικία» στην οποία σοπέυσει η φιλενάδα του (καμιά τιμωρία δεν θα μου συνέφερνε εμένα το κορμί. Έπρεπε να γιατρευτεί από μόνο του, με τις ιστορίες της μαμάς, με το βιβλίο που διάβαζα, όχι με τον καραμπινιέρο, με την κατηγορία και την ιεροτελεστία του Νόμου. Τότε δεν είχα έτοιμα τα λόγια που έχω τώρα, όμως, έτσι ήταν, η δικαιοσύνη δεν σήμαινε τίποτα για μένα).
Καθώς το καλοκαίρι τελειώνει κι έρχονται οι μέρες του αποχαιρετισμού, γέρνει και η αγάπη, η αποκάλυψη της ένωσης της ομορφιάς με το συναίσθημα. Οι δυο φίλοι όμως δεν ανταλλάσσουν διευθύνσεις, τηλέφωνα, έχουν τη σοφία να δέχονται ότι «δεν θα ξαναϊδωθούν, κι αν αυτό συμβεί θα είναι τόσο διαφορετικοί που δεν θ’ αναγνωρίζει ο ένας τον άλλον».  
Γιατί ίσως τα παιδιά να νιώθουν ακομα πιο έντονα από μας, τους έμπειρους, την ακραία αίσθηση του φευγαλέου: 
Σήμερα ξέρω πως εκείνη η αγάπη –νεοσσός περιείχε όλα τα αντίο που θα επακολουθούσαν.


Χριστίνα Παπαγγελή 

Παρασκευή, Νοεμβρίου 03, 2017

Ο θαμμένος γίγαντας, Καζούο Ισιγκούρο

Ο γίγαντας, που κάποτε θάφτηκε κάτω απ’ τη γη,
τώρα αναδεύεται. Σύντομα, όταν αφυπνιστεί,
και αυτό είναι βέβαιο πως θα συμβεί,
οι φιλικοί δεσμοί μας θα αποδειχτούν σαν τους κόμπους
που κάνουν τα κοριτσάκια με μίσχους των λουλουδιών.

Έτυχε να διαβάζω το βιβλίο αυτό όταν δόθηκε το Νόμπελ στον Βρετανοϊάπωνα συγγραφέα  (γνωστό από τα «Απομεινάρια μια μέρας» και το συγκλονιστικό «Μη μ’ αφήσεις ποτέ»), και δεν κρύβω την έκπληξή μου, γιατί  μάλλον με απογοήτευε το συγκεκριμένο βιβλίο καθώς το διάβαζα, αν και έχει φυσικά και δυνατά σημεία. Δεν έχω μελετήσει συνολικά την περίπτωση του Ισιγκούρο για να εκφέρω τεκμηριωμένη γνώμη, αλλά νομίζω ότι αν και «έχει κάτι να πει» ως προς την πλοκή, τη σύλληψη μιας βασικής ιδέας και την ανάπτυξή της, υπάρχει κάτι στη γραφή που με απωθεί, ή ακριβέστερα, που δεν με κερδίζει -σε αντίθεση με άλλους πολλούς συγγραφείς.
Στο συγκεκριμένο βιβλίο όμως ούτε η υπόθεση με τράβηξε ιδιαίτερα, κι έκανα διάφορες διανοητικές προσπάθειες για να δικαιολογήσω τα τέρατα, τα «πλάσματα», τους δαίμονες, τους δράκους, τα αερικά  και τα ξωτικά που παρεμβαίνουν στην αφήγηση (γιατί να μ’ ενδιαφέρουν; Δεν τρελαίνομαι καν για παραμύθια τέτοιου είδους, όπου η πλοκή γίνεται σχεδόν αυθαίρετη, εφόσον κατά βούληση ο συγγραφέας πετά κι ένα τέρας εδώ κι εκεί).
Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι -ευτυχώς- στην περίπτωση αυτού του βιβλίου. Το πλαίσιο που στηρίζει κάπως αυτήν τη μυθοπλασία από την αχαλίνωτη αυθαιρεσία είναι ότι βρισκόμαστε στην Β. Αγγλία της εποχής του Αρθούρου (6ος αιώνας μ.Χ.), εποχής που οι χριστιανοί Βρετανοί προσπαθούν να συμφιλιωθούν με τους πιο «απολίτιστους» παγανιστές Σάξονες  παρόλα τα φρικτά βιώματα σφαγών και λεηλασιών∙ εποχής επίσης που δεν υπήρχαν ήσυχα λιβάδια, περιφραγμένα αγροκτήματα και γαλήνια τοπία, αλλά  τόποι ζοφεροί, επικίνδυνοι, με έλη και λίμνες και την απίστευτη, βρετανική ομίχλη της εποχής του Λοχνές (ένα θρύλο που από τον 6ο αιώνα επιζεί ακόμη).[1] Όπως λέει και ο συγγραφέας, αχαρτογράφητα τοπία, που στερούνταν ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, με σχεδόν πανομοιότυπη θέα. Μπαίνουμε επομένως στην καρδιά, ή μάλλον στις ρίζες της βρετανικής κουλτούρας, την εποχή των θρύλων, θρύλων που σχετίζονται, αφενός με τον Αρθούρο (που προσπάθησε να φέρει ειρήνη σε Σάξονες και Βρετανούς, επιβάλλοντας την με… τη βία) και αφ ετέρου με τους δράκους, δηλαδή την ανασφάλεια που παραμονεύει στο κατά βάση ομιχλώδες τοπίο. Επίσης, κάτι άλλο που μου κράτησε ζωντανό το ενδιαφέρον στην μυθώδη αυτή αφήγηση, ήταν το μοτίβο της χαμένης μνήμης- γιατί η πυκνή ομίχλη που ενέσκηψε στο χωριό των πρωταγωνιστών έσβησε κάθε ανάμνηση του παρελθόντος τους, αφήνοντάς τους μικρά θραύσματα… Η όλη «αγωνία» λοιπόν είναι πώς με τόσο λίγα μέσα και με τόσα τέρατα στο διάβα τους, οι δυο ήρωες θα ξαναβρούν τη μνήμη τους, καθώς και τι θα τους αποκαλυφθεί για το παρελθόν τους, για την ταυτότητά τους. Ακούγεται αρχετυπικό[2], αλλά ίσως είναι η δική μου ανάγνωση αυτή. Άλλωστε, μπορεί να μην είναι λαϊκός ο μύθος αλλά και στα «έντεχνα» παραμύθια «ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας» που λέει κι ο ποιητής.
Στην εσχατιά ενός απέραντου βάλτου, λοιπόν, σ’ ένα περίεργο χωριό με πόρτες χωρίς αψίδες στη σκιά ενός λόφου όπου είναι θαμμένος ο γίγαντας, ζουν ένα ζευγάρι βρετανών, ο Αξλ και η Μπέατρις απομονωμένοι για κάποιον λόγο που πολύ αργότερα υποπτευόμαστε, ενώ τους είναι απαγορευμένο να έχουν φως (κεριά). Φαίνονται πολύ αγαπημένοι και το μόνο που αχνά θυμούνται είναι ότι… έχουν χάσει τη μνήμη τους ενώ αποσπασματικά κατακλύζονται από την ανάμνηση του γιου τους που ίσως τους περιμένει (δεν θυμάμαι το πρόσωπό του, ούτε τη φωνή του, αν και μερικές φορές νομίζω πως μπορώ να τον δω όταν ήταν μικρό παιδί/έχω πολλά συναισθήματα γι’ αυτόν, ακόμα κι αν δεν τον θυμάμαι καθαρά). Από τις πρώτες σελίδες κιόλας καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουν τις προκαταλήψεις που έχουν οι συγχωριανοί τους, είναι κάπως πιο «φωτισμένοι» (πχ. δεν θεωρούν δαιμόνισσα ή λεπρή την ξένη που κατέφυγε στο χωριό τους, ή προτείνουν να σκοτώσουν ένα κουνέλι αναίμακτα). Παρόλη την ηλικία και τα προβλήματα υγείας της Μπέατρις, αποφασίζουν να φύγουν από την «καταραμένη γη» για να βρουν τον γιο τους, χωρίς όμως να έχουν κανένα στοιχείο παρά ότι βρίσκεται σ’ ένα νησί.
Το ταξίδι που αποφασίζει το αγαπημένο ηλικιωμένο ζευγάρι είναι ένα άνοιγμα στο άγνωστο, με απώτερο σκοπό να βρουν όχι μόνο τον γιο τους αλλά την αιτία της χαμένης μνήμης. Η Μπέατρις, ως εκπρόσωπος του θηλυκού στοιχείου, δεν φαίνεται να αποκλίνει απ’ αυτήν την αρχική αποστολή, σε αντίθεση με τον Αξλ που φαίνεται να τον δεσμεύει κάποιο έντονο παρελθόν (που φυσικά δεν το θυμάται). Γρήγορα ανακαλύπτει ότι αιτία της ομίχλης που προκαλεί την αμνησία είναι η παρουσία της δράκαινας Κουερίγκ, που ζει στο λόφο του «θαμμένου γίγαντα». Στην επεισοδιακή τους πορεία, το θαρραλέο ζευγάρι το συναντούν και το συνοδεύουν οι συμπρωταγωνιστές της αφήγησης: ο Σάξονας πολεμιστής Γουίσταν, ένα νεαρό αγόρι 12 χρονών που το δάγκωσε ένας δράκος και το έδιωξαν απ’ το χωριό ονόματι Έντουιν (κι αυτός Σάξονας), και ο γηραλέος ιππότης, ανηψιός του Αρθούρου Γκαουέιν.  Όλοι  αυτοί, με διαφορετικό κίνητρο ο καθένας, ενώνουν τις δυνάμεις τους για  να βρουν τη δράκαινα.
Ο συγγραφέας, μέσα από τα περιπετειώδη περιστατικά του οδοιπορικού, βρίσκει την ευκαιρία να αναδείξει το βαθύ μίσος ανάμεσα σε Σάξονες και Βρετανούς (ριζωμένο στη βία του πολέμου) αλλά και τις πολιτισμικές και θρησκευτικές τους διαφορές καθώς  η παρέα είναι ανάμεικτη, ενώ μας μεταφέρει και σ’ ένα σαξονικό χωριό όπου ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναπαράσταση της μακρινής καθημερινότητας. Βλέπουμε τα πολεμικά μέσα της εποχής (απίθανες οι στρατηγικές και η αρχιτεκτονική των οχυρών), απίθανες δεισιδαιμονίες και προλήψεις, καθώς και τις ειρηνευτικές προσπάθειες κάποιων πιο φωτισμένων. Καθώς απομακρύνονται από την ομίχλη που επιβάλλει τη λήθη, μικρά θραύσματα μνήμης κατακλύζουν σα σκιές τους δυο πρωταγωνιστές, δημιουργώντας  απορίες για το ποιοι είναι στ αλήθεια και ποια είναι τα σφάλματα που τους έφεραν σ’ αυτή τη θέση.   
Έτσι, σιγά σιγά, μέσα από τα λόγια των συνοδοιπόρων τους που φαίνεται να τον αναγνωρίζουν, καταλαβαίνουμε και οι αναγνώστες ότι ο Αξλ ήταν ένα σημαίνον πρόσωπο με πολύ έντονο παρελθόν (ακόμα και τότε είχε το παρουσιαστικό  του σοφού, ο Γουίσταν μάλιστα ομολογεί ότι τον είχε συναντήσει όταν ήταν μικρό παιδί και δεν μπόρεσε να τον ξεχάσει ποτέ. Είχε υπερασπιστεί με πάθος και σοφία την ειρήνη ανάμεσα σε Βρετανούς και Σάξονες («Ιππότη της ειρήνης» τον φώναζαν), όπως θεωρητικά διακήρυξε ο Αρθούρος, αλλά αν και αντέδρασε με σθένος στη λύση που έδινε ο πόλεμος (και σεις βλαστημούσατε κατάμουτρα τον Αρθούρο, ενώ εμείς οι υπόλοιποι στεκόμασταν με το κεφάλι σκυφτό), συμμετείχε στην τελική προδοσία με αποτέλεσμα το αιματοκύλισμα των Σαξόνων (σήμερα οι πράξεις μας με κάνουν κι εμένα ψεύτη και σφαγέα, και η νίκη του Αρθούρου καθόλου δεν με χαροποιεί).  Όλα αυτά βέβαια αποκαλύπτονται σταδιακά και σε μας, όπως ακριβώς επανέρχονται στη συνείδηση του Αξλ καθώς οδεύει προς την συνειδητοποίηση και την εύρεση της μνήμης του.
Το θέμα της ειρηνικής συνύπαρξης εχθρικών πληθυσμών σε μια περιοχή όπου τα πάθη του πολέμου είναι νωπά, είναι διαχρονικό και σπαραχτικό (έχουν δει τον εχθρό να καίει και να μαχαιρώνει, να βιάζει με τη σειρά νεαρά κορίτσια, ξέρουν πως το ίδιο περιμένει και αυτούς/έχω δει μίσος τόσο σκοτεινό και απύθμενο, όσο η θάλασσα, σε πρόσωπα ηλικιωμένων γυναικών και τρυφερών παιδιών), και το εύρημα του Ισιγκούρο να επιβάλλεται η λήθη με την ομίχλη/ανάσα της δράκαινας (την οποία προστατεύουν, όπως μαθαίνουμε εκ των υστέρων οι οπαδοί του Αρθούρου) είναι ευφυές. Όμως σε κάθε τέτοιο μύθο/παραμύθι, υπάρχουν οι άνθρωποι που θέλουν να μάθουν την αλήθεια, με όποιο κόστος, αυτοί που ξεχωρίζουν, οι Οιδίποδες κάθε εποχής∙ και αυτοί επίσης που διψάνε για απόδοση δικαιοσύνης (τι είδους θεός είναι αυτός που θέλει τα λάθη να ξεχνιούνται και να μένουν ατιμώρητα;).  Έτσι, κάθε περιπέτεια και κάθε κατάκτηση της μνήμης εκ μέρους των πρωταγωνιστών αποκτά ένα βαθύτερο νόημα.
Ίδια περίπου είναι και η δοκιμασία της μνήμης, όσο αφορά τη συναισθηματική σχέση των δύο πρωταγωνιστών. Η Μπέατρις θυμάται αχνά ότι «έκανε κάτι άσχημο στον άντρα της», και αναφωνεί: Ας αντικρίσουμε επιτέλους τον δρόμο που έχουμε μαζί διανύσει, συννεφιασμένο ή ηλιόλουστο αλλά υπάρχει ο τρομερός αντίλογος: είστε τόσο σίγουρη, καλή μου κυρία, πως θέλετε να ελευθερωθείτε απ’ αυτή την ομίχλη; Δεν είναι προτιμότερο κάποια πράγματα να μείνουν κρυμμένα απ’ τη δική μας σκέψη;/ τι να φοβηθώ πάτερ; Αυτό που ο Αξλ κι εγώ νιώθουμε σήμερα ο ένας για τον άλλο μάς επιβεβαιώνει πως το μονοπάτι που πήραμε δεν εμπεριέχει κινδύνους για μας, έστω κι αν τώρα η ομίχλη μας το κρύβει. Είναι σαν μια ιστορία με ευτυχισμένο τέλος –ακόμα κι ένα παιδί γνωρίζει πως δεν πρέπει να φοβάται τις ανατροπές και τις μεταβολές που έχουν προηγηθεί. Ο Αξλ κι εγώ θα θυμηθούμε τη ζωή που ζήσαμε μαζί, και, όποια κι αν αυτή, είναι πολύτιμη για μας.
Τέλος, μετά την κάθαρση που φέρνει η επιστροφή της μνήμης, το τελικό ταξίδι προς το νησί όπου τους περιμένει ο γιος, η μεσολάβηση του σοφού βαρκάρη, οι εκατέρωθεν βαθιές και αποκαλυπτικές εξομολογήσεις δεν μπορούν παρά να αποδίδουν ένα εσχατολογικό νόημα στην παντοτινή αγάπη που δένει το ζευγάρι μπροστά στον θάνατο.
Χριστίνα Παπαγγελή




[2] Μου θύμισε λίγο την φιλοσοφική ερμηνεία της επιστροφής του Οδυσσέα στην Ιθάκη, ως ανάδυσης από τον υδάτινο κόσμο του υποσυνείδητου στον λογικό κόσμο του συνειδητού, αφού έχει υπερνικήσει όλα τα «τέρατα» και τους πειρασμούς ανεβαίνοντας «αναβαθμούς» συνείδησης (Χρ. Μαλεβίτσης, Περί του τραγικού)