Δευτέρα, Δεκεμβρίου 16, 2019

Η κυρία Νταλογουέη, Βιρτζίνια Γουλφ


Αφού η όλη υπόθεση δεν είναι παρά ένα κακόγουστο αστείο,
ας παίξει τουλάχιστον ο καθένας μας σωστά τον ρόλο του.
Βαθύ και ανατρεπτικό είναι το πολυδιάστατο αυτό, μικρό βιβλίο της Βιρτζίνια Γουλφ, παρά τα φαινόμενα: γιατί σε πρώτο πλάνο βλέπουμε την αστική λονδρέζικη κοινωνία του μεσοπολέμου με άπειρες λεπτομέρειες, τόσες που στην αρχή τουλάχιστον δημιουργούν σύγχυση στον αναγνώστη, που μπερδεύεται με τα τόσα ονόματα και τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Άλλωστε, τι ενδιαφέρον μπορεί να έχουν οι έγνοιες και οι σκοτούρες μιας μεγαλοαστής, συζύγου βουλευτή, που απασχολείται οργανώνοντας δεξιώσεις για τη βρετανική αριστοκρατία;  Η ιδέα και μόνο δεν μπορεί παρά να προκαλεί αφόρητη πλήξη. Γιατί απ’ τις πρώτες σελίδες καταλαβαίνουμε ότι το θέμα της «σημερινής» μέρας για την κυρία Νταλογουέη είναι η βραδινή της δεξίωση. Όλο το έργο διαδραματίζεται απ΄ το πρωί μέχρι το βράδυ μιας καλοκαιρινής μέρας του 1923, στο Λονδίνο ( τι όμορφο πρωινό! Δροσερό σαν δώρο για τα μικρά παιδιά στην ακροθαλασσιά).
Όμως ο αναγνώστης ξέρει ότι πρόκειται για τη μοναδική Βιρτζίνια Γουλφ. Κι ότι δεν έχει σημασία το τι αλλά το πώς∙ όχι μόνο το αντικείμενο του βλέμματος (>περιεχόμενο)  αλλά και το βλέμμα το ίδιο. Πάντα ακροβατώντας ανάμεσα στη ζωική χαρά που αντλεί από κάθε τι όμορφο, μικρό ή μεγάλο, και στην αναπόφευκτη θλίψη του φευγαλέου, πάντα ακροβατώντας ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο/φθορά, η Γουλφ δίνει με αριστουργηματικό τρόπο σάρκα και οστά σε ένα συνηθισμένο εικοσιτετράωρο.
Περιφερόμαστε λοιπόν πρωί πρωί μαζί της ακολουθώντας το βλέμμα της και τους στοχασμούς της ηρωίδας -και όχι μόνο- στο Λονδίνο. Ένα Λονδίνο που έχει βγει νικηφόρο μεν απ’ τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο αλλά με πληγές, τόσο όσο αφορά την αποικιακή δύναμη της Μ. Βρετανίας, όσο και το ηθικό όσων πολέμησαν ή έχασαν δικούς τους ανθρώπους. Δεν παύει βέβαια να είναι η μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη[1], μεγαλούπολη μεν της εποχής αλλά που διατηρεί ακόμα την οικειότητα της γειτονιάς, εφόσον η κα Νταλογουέη αναγνωρίζει και χαιρετά πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους καθώς κάνει τον περίπατό της από το Γουεστμίνστερ (μόνιμος κάτοικος πια της περιοχής του Μπάκινχαμ) προς το κέντρο της πόλης. Βλέπουμε να απολαμβάνει τη «στιγμή», σ’ όλη της την πληρότητα, παρόλα τα μουγκρητά, την οχλαγωγία, τις μπάντες, τις παράτες, τους ενοχλητικούς θορύβους. Όχι μόνο τα άλογα και τις ρακέτες του κρίκετ, τις γηραιές κυρίες με τα σκυλάκια και τα κορίτσια με τις μουσελίνες, τις λιμνούλες, τις πάπιες, το γρασίδι και τα πάρκα. Ή την υπόγεια αναστάτωση όλων των Λονδρέζων για να δουν τη βασιλική άμαξα να περνάει, χωρίς να φαίνεται τίποτα μέσα απ το κουρτινάκι (κάτι τόσο ανεπαίσθητο και συγκυριακό, που κανένα όργανο μετρήσεως δε θα μπορούσε να καταγράψει τη δόνηση)! Αλλά και την άλλη όψη της σελήνης.
Γιατί το Λονδίνο δεν είναι βέβαια μόνο η βιτρίνα του. Μαζί με την υπερευαίσθητη ηρωίδα, ανακαλύπτουμε και μεις πτυχές ενός Λονδίνου τραυματισμένου, με καβγάδες για το στέμμα (η επιφανειακή αναστάτωση που προκάλεσε το περαστικό αυτοκίνητο, γρατσούνισε κάτι πολύ βαθιά στις ψυχές), με φτωχολογιά  στα βρόμικα πάρκα (κι όλες αυτές τις αλήτισσες τι θα τις κάνουμε; Σκέφτεται ο Ρίτσαρντ), αλλά κυρίως, με ποικίλους ανθρώπινους τύπους με τους οποίους σχετίζεται η  Κλαρίσα Νταλογουέη, που δεν είναι βέβαια όλοι αριστοκράτες, και που σκιαγραφούνται με σύντομες, χαρακτηριστικές πινελιές.
Πρώτα- πρώτα ένα μωσαϊκό περαστικών, που δεν παίζουν κεντρικό ρόλο στη ζωή και το παρελθόν της Κλαρίσας, αποτελούν το πολύχρωμο ιμπρεσιονιστικό φόντο: η δεσποινίς Πιμ που πουλάει λουλούδια, ο Σέπτιμος Γουώρεν Σμιθ που σταματά την κίνηση έχοντας χάσει επαφή με την πραγματικότητα (με ιστορικό απόπειρας αυτοκτονίας), η Ιταλίδα γυναίκα του,  ο γερο-δικαστής , η γρια Ιρλανδέζα Μόλλυ Πρατ, η 19χρονη Μαίησι Τζόνσον που ήρθε απ’ το Εδιμβούργο για να βρει δουλειά, η γριά κα Ντέμπστερ που ταΐζει τους σκίουρους, ο γιο της που πίνει, ο κακομοιριασμένος κος Μπέντλι (τόσοι τάφοι καλυμμένοι με σημαίες νκηφόρων μαχών, αλλά, σκέφτηκε, ενάντια σ’ εκείνο το πανουκλιασμένο πνεύμα που αναζητά με πάθος την αλήθεια, που εξαιτίας του είμαι κι εγώ έτσι ξεκρέμαστος, χωρίς κανένα στήριγμα) κ.α. Άνθρωποι, άλλοι γνωστοί άλλοι άγνωστοι στην Κλαρίσα,  που αντιδρούν με ποικίλους τρόπους στα «συμβάντα» της καθημερινότητας, όπως είναι το πέρασμα της βασιλικής άμαξας, ή το αεροπλάνο που πρωί πρωί πετά πάνω απ΄ τα κεφάλια τους σχηματίζοντας τα γράμματα ενός διαφημιστικού προϊόντος!
Όμως τα πρόσωπα που σηματοδοτούν τη ζωή της Κλαρίσας τα γνωρίζουμε σε μεγαλύτερο βάθος, καθώς η συγγραφική πένα διεισδύει έντεχνα και χωρίς εκτενείς παρεκβάσεις στο παρελθόν τους. Κι αυτό γίνεται απρόσκοπτα καθώς η ροή της μέρας συνεχίζεται, απλώς ακολουθούμε τον ρου της σκέψης των ηρώων (κυρίως βέβαια της πρωταγωνίστριας), που κινείται μεν στο παρόν, όμως μεταπηδά στο παρελθόν ανακεφαλαιώνοντας κι αναδιευθετώντας κάθε στιγμή το απόσταγμα της ζωής τους. Ένα πρόχειρο, σχεδόν τυχαίο παράδειγμα: όταν η Κλαρίσα επιστρέφει σπίτι, η υπηρέτρια Λούσυ την περιμένει για να της αναγγείλει ότι η Λαίδη Μπράτον κάλεσε τον Ρίτσαρντ, τον σύζυγό της σε γεύμα, χωρίς εκείνην:
«Αλήθεια!» είπε η Κλαρίσσα, και η Λούσυ, ως συνήθως, συμμερίστηκε την απογοήτευσή της (όχι όμως και τη σουβλιά του πόνου)∙ διαισθάνθηκε τη σιωπηρή τους συμμαχία∙ κατάλαβε τον υπαινιγμό∙ σκέφτηκε πως οι αριστοκράτες δεν ξέρουν ν’ αγαπούνμακάρισε τη δική της ανέφελη μελλοντική ζωή.  
Κάποια απ΄τα πρόσωπα αυτά, άλλα σημαντικά για κείνην κι άλλα όχι, σκιαγραφούνται απ την συγγραφέα με πολύ μεγάλη γλαφυρότητα. Ο Χιου Γουάτιμπρεντ, λάτρης της αριστοκρατίας, λακές του συστήματος, πουριτανός που πάντα εμφανίζεται αξιαγάπητος και ευγενής, ενώ τρύπωσε έντεχνα σε μια θεσούλα στην Αυλή∙ η γηραιά λάιδη Μπράτον, το επιστέγασμα της αριστοκρατίας, τυπική αρχόντισσα που έχει όμως πολιτική γνώμη, κι είχε θέσει σκοπό της ζωής της την βοήθεια νεαρών να μεταναστεύσουν στον Καναδά∙ η Μίλλυ Μπρας η γραμματέας της Μπράτον, που η ζωή δεν μπόρεσε να την ξελογιάσει, δεν της είχε χαρίσει μήτε ένα μπιχλιμπιδάκι με την πιο μικρή αξία∙ η αχώνευτη και μίζερη Έλλι Χέντερσον που δεν την κάλεσε η Κλαρίσσα κι όμως πήγε απρόσκλητη στη δεξίωση, και άλλοι πολλοί δευτερεύοντες τύποι. Υπάρχει βέβαια αναφορά και στον άντρα και στην χαριτωμένη κόρη της Κλαρίσσα, αλλά χωρίς να διαδραματίζουν κάποιο ρόλο.
Τα βιβλίο δεν είναι όμως μόνο ηθογραφικό/ψυχογραφικό. Είναι διαποτισμένο με μια εγγλέζικη -θα λέγαμε- λεπτή ειρωνεία  που γίνεται κοινωνικό σχόλιο, ενώ το κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο προχωρά σε πολύ τολμηρό βαθμό όταν ο φακός φωτίζει τον διαταραγμένο Σέπτιμο που ψάχνει το νόημα της ζωής (είναι αυτός που αυτοκτονεί στο τέλος), τον ψυχίατρο σερ Γουίλλιαμ Μπράνσω,  και την ιστορικό-δασκάλα Κίντμαν που προσλαμβάνει ο Ρίτσαρντ και η Κλαρίσσα για την κόρη τους.
Τον Σέπτιμο τον πρωτοσυναντάμε στους δρόμους του Λονδίνου, στην πρωινή βόλτα της Κλαρίσσα. Είναι ο μακαριότερος και ο δυστυχέστερος απ’ όλους τους ανθρώπους. Μια αναδρομή στο παρελθόν μάς κάνει να υποψιαστούμε το γιατί, γιατί ο Σέπτιμος δεν μπορούσε πια να αισθανθεί τίποτα (είναι πιθανό, σκεφτόταν ο Σέπτιμος, είναι πολύ πιθανόν ότι ο κόσμος δεν έχει νόημα). Η διείσδυση μέσα στον ψυχισμό του Σέπτιμου από την πένα της Γουλφ είναι αριστουργηματική. Άλλωστε, δεν μπορεί να μη σκεφτεί κανείς ότι κι η ίδια η συγγραφέας περπάτησε πάνω στα μονοπάτια της απόγνωσης που φτάσαν στην τρέλα και την αυτοκτονία. Κι έρχεται το δεύτερο πρόσωπο, αυτό του γιατρού σερ Γουίλλιαμ Μπράνσω να καταδείξει όλον τον τραγικό παραλογισμό των ψυχιατρικών μεθόδων της εποχής. Η κριτική είναι αμείλικτη και πολύ προχωρημένη, αποκαλυπτική και διαχρονική.
Εξίσου καυστική είναι η παρουσίαση της δίδας Κίλμαν, η μεγάλη αδυναμία της κόρης Ελίζαμπεθ (στην οποία διδάσκει ιδιαίτερο ιστορίας), και που την επηρεάζει σαν εραστής την ερωτευμένη. Θεούσα, φτωχή και κομπλεξική, ανέραστη και μουρτζούφλα, περιφρονεί την αριστοκρατική Κλαρίσσα αλλά απ την άλλη θέλει να της μοιάσει. Φυσικά, εγείρει στην Κλαρίσσα αντίστοιχα συναισθήματα αντιπάθειας που αγγίζουν το μίσος, ένα μίσος «ταξικό»: αυτό μάλιστα, την άγγιζε πραγματικά, το μίσος για την Κίλμαν –αυτή τη φανατική, υποκρίτρια, διεφθαρμένη γυναίκα∙ με όλη της τη δύναμη∙ (…) Τη μισούσε: την αγαπούσε. Εχθρούς χρειαζόμαστε, όχι φίλους. Ναι, μ’ αυτήν τη μεγαλειώδη φράση ολοκληρώνει τις εσωτερικές της σκέψεις η κα Νταλογουέη, συλλαμβάνοντας μια μεγάλη αλήθεια: ότι μέσα απ΄την ετερότητα  προσδιορίζουμε την ταυτότητά μας.   
Τα πρόσωπα όμως με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι κι αυτά που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή της Κλαρίσσας: ο «αποτυχημένος» σοσιαλιστής Πήτερ Γουώλς, που τον έδιωξαν απ’ την Οξφόρδη, γύρισε μόλις απ’ την Ινδία και ψάχνει για δουλειά, και η «κουρελιάρα», πάντα αδέκαρη, αντισυμβατική  Σάλλυ Σέτον. Πρόσωπα αγαπημένα του παρελθόντος, εφόσον ο τυχοδιωκτικός Πήτερ ήταν ο μεγάλος έρωτας της Κλαρίσσα, η οποία όμως εντέλει επέλεξε την ασφάλεια δίπλα στον συντηρητικό Ρίτσαρντ, και η ανατρεπτική, πάμφτωχη, παράτολμη και γοητευτική Σάλλυ, για την οποία κάποτε η Κλαρίσσα είχε συναισθήματα που μοιάζαν με έρωτα -αγαπημένο θέμα της Γουλφ η ερωτική έλξη μεταξύ γυναικών (γιατί η Σάλλυ διέθετε μια τρομακτική ομορφιά, του είδους που θαύμαζε περισσότερο από κάθε άλλην∙ μελαχρινή, μεγάλα μάτια, μ’ ένα χαρακτηριστικό, που επειδή έλειπε απ’ την ίδια, το ζήλευε πάντα στις άλλες: μια άνεση, που της έδινε τη δυνατότητα να λέει οτιδήποτε, να κάνει οτιδήποτε).
Κι οι δυο εμφανίζονται ξαφνικά εκείνη τη μέρα (η Σάλλυ μάλιστα πηγαίνει απρόσκλητη στη δεξίωση) για να ταράξουν τα ήσυχα νερά της ζωής της και να της θυμίσουν ποια είναι η ίδια, η μάλλον ποια δεν είναι.  Γιατί η Κλαρίσα μπορεί να είναι ένας ευαίσθητος δέκτης, και μια να καθηλώνεται απ’ την ομορφιά μια να πνίγεται στο αίσθημα του φευγαλέου, αλλά είναι ένας άνθρωπος μάλλον ψυχρός και άκαμπτος, που επέλεξε συνειδητά τη συμβατικότητα (Ήξερε τι ήταν αυτό που της έλειπε. Όχι η ομορφιά∙ ούτε το μυαλό. Ήταν κάτι πιο βαθύ, που δέσποζε πάνω απ’ όλα∙ εκείνη η πηγή της θερμότητας, που έχει τη δυνατότητα ν’ αναδύεται ως την επιφάνεια δίνοντας ζωή στην ψυχρή επαφή μεταξύ άντρα και γυναίκας ή μεταξύ δυο γυναικών. (…)Μια ψυχρότητα, που ένας θεός ξέρει πώς γεννήθηκε μέσα της).
Τόσο λοιπόν ο Πήτερ, ο «ρομαντικός κουρσάρος», ο τυχοδιώκτης που ερωτεύτηκε μια μικρή Ινδή, που γυρίζει τον κόσμο χωρίς να στεριώσει πουθενά (κόντευε πια να γεράσει και υπέφερε ακόμα –σαν έφηβος, σαν κοριτσόπουλο- απ’ αυτές τις απότομες μεταπτώσεις της διάθεσης∙ καλές μέρες, κακές μέρες, χωρίς κανέναν απολύτως λόγο, τρισευτυχισμένος γιατί αντίκρισε ένα όμορφο προσωπάκι, κατακόρυφη πτώση και μιζέρια στη θέα μιας γριάς κουρελιάρας), όσο και η Σάλλυ (που το μόνο που έκανε στη ζωή της, όπως λέει με περηφάνια, ήταν πέντε γιοι (!)), είναι τα alter ego της ψυχρής και αυστηρής Κλαρίσα. Η ασταθής ζωή και η κυκλοθυμία του Πήτερ Γουώλς έχει απόλυτη συμμετρικότητα με την ασφαλή ζωή και την… κυκλοθυμία της Κλαρίσα. Κάποια στιγμή μάλιστα στο παρελθόν, η Σάλλυ είχε στείλει ένα γράμμα στον Πήτερ, λέγοντάς του να «σώσει» την Κλαρίσα απ’ τα χέρια των Χιου και των Νταλαγουέη κι όλων των άλλων, απ’ τους «τέλειους τζέντλεμεν» που «στραγγάλιζαν την ψυχή της, ενθαρρύνοντάς την στο ρόλο της κοσμικής κυρίας. Και βέβαια, βαθιά μέσα του και ο Πήτερ αναγνωρίζει ότι όλος αυτός ο κόσμος με τις δούκισσες και τις «προϊστορικές γριες κοντέσσες» απέχουν παρασάγγες από την «αληθινή ζωή».
Μέσα απ’ το πρίσμα των δύο τόσο διαφορετικών αυτών προσώπων γνωρίζουμε καλύτερα την Κλαρίσα. Σαν να αποτελούν οι τρεις τους τις κορφές ενός τριγώνου, μιας μονάδας αδιαίρετης. Γιατί, μπορεί να παρουσιάζεται ο Γουώλς πάλι ερωτευμένος με κάποιαν άλλη, μπορεί να βλέπει την ακαμψία της Κλαρίσα (πάντα ολόισια σαν βέλος), να τη νιώθει εγκλωβισμένη στο γάμο με τον Ρίτσαρντ  και να κατακρίνει τη μανία της για την κοσμική ζωή, αλλά αναγνωρίζει σ’ αυτήν μια «σπάνια θηλυκότητα», ένα «μυαλό ξουράφι», ήταν προικισμένη μ’ εκείνο το εκπληκτικό χάρισμα, το γυναικείο ταλέντο, να φτιάχνει έναν κόσμο δικό της όπου κι αν βρισκόταν. Στα μάτια του Πήτερ η Κλαρίσα χαίρεται τη ζωή, ζει κι απολαμβάνει το κάθε τι.  Όπως λέει κι η συγγραφέας  βαστούσε το παλιό της χάρισμα να είναι, να υπάρχει, να συνοψίζει τη ζωή γύρω της σε μια μόνο στιγμή.
Κι όμως, όταν συναντιούνται στη δεξίωση κι εκείνη με ανυπόκριτη φυσικότητα παίζει τον αγαπημένο της ρόλο -τον ρόλο της οικοδέσποινας, με την άκρη του ματιού της νιώθει το κριτικό βλέμμα του Πήτερ (Μα γιατί τα έκανε όλ’ αυτά τα πράγματα; Γύρευε τα μεγαλεία και στο τέλος έστεκε σα βρεγμένη γάτα μπροστά στη φωτιά! Ε, και λοιπόν; Μακάρι να γινόταν στάχτη! Να χαθεί μέσα στις φλόγες! (…) Ήταν στ’ αλήθεια άνω ποταμών, που και μόνο η παρουσία του Πήτερ, εκεί, σε μια γωνιά, την έκανε να νιώθει έτσι. Την έβαζε απέναντι στον εαυτό της).
Αν οι άλλοι είναι ο καθρέφτης μας (ιδιαίτερα όσοι μας αγαπούν), κι εμείς με τη σειρά μας είμαστε ο καθρέφτης των αγαπημένων μας. Άλλωστε κι η ίδια η συγγραφέας λέει «αν ήθελε κανείς να καταλάβει εκείνην ή οποιοδήποτε άλλο πλάσμα, έπρεπε να ψάξει για τους ανθρώπους που τη συμπληρώνουν». Έτσι, μπορεί οι επιλογές ζωής της Κλαρίσας και του Πήτερ να είναι τελείως διαφορετικές, όμως μέσα στο βλέμμα του Πήτερ –και γενικότερα, στον ψυχισμό του- αναγνωρίζουμε την Κλαρίσα (στην καρδιά του φούντωσαν και τον κέρδισαν ολοκληρωτικά τρία αισθήματα∙ βαθιά κατανόηση∙ μια απέραντη αγάπη για τους ανθρώπους, και τέλος, σαν φυσική απόρροια των προηγουμένων, ένα αίσθημα απύθμενης, εξαίσιας αγαλλίασης και χαράς∙ λες και στο εσωτερικό του εγκεφάλου του ένα ξένο χέρι τραβούσε χορδές, άνοιγε παραθυράκια, κι εκείνος, μόλο που δεν του έπεφτε λόγος για όλα αυτά, έστεκε στην αφετηρία αμέτρητων λεωφόρων έχοντας τη δυνατότητα να διαλέξει σε ποιαν απ’ όλες θα πορευτεί).
Η έκπληξη, η ομορφιά, η ευαισθησία μέχρι δακρύων κάνει τον Πήτερ να αναζητά την ελευθερία της μοναξιάς (σου έκοβαν την ανάσα μερικές στιγμές όπως αυτή που έζησε δίπλα στο γραμματοκιβώτιο, απέναντι απ’ το Βρετανικό μουσείο∙ μια στιγμή που όλα τα πράγματα βρίσκουν τη συνοχή τους∙ το ασθενοφόρο∙ η ζωή και ο θάνατος). Όμως και η Κλαρίσα, μπορεί να διατηρούσε μέσα στον κυκεώνα την αταραξία της, όμως διακατεχόταν σχεδόν όλες τις στιγμές απ’ την απειλή του φευγαλέου, της φθοράς, του θανάτου: Καθώς αποχαιρετούσε τον ευτραφή κύριο με τις χρυσαφιές δαντελίτσες, (…) ολόκληρο το είναι της απέπνεε μοναδική αξιοπρέπεια και καλοσύνη σαν να ευχόταν απ’ τα βάθη της καρδιάς της ευτυχία για όλον τον κόσμο, ενώ εκείνη είχε φτάσει πια στο περιθώριο, στο χείλος των πραγμάτων, και ζητούσε πια να αποσυρθεί.
Μα έτσι κι αλλιώς, είναι αλλού. Την ώρα της δεξίωσης, όταν όλος ο κόσμος είναι εκεί – επίσημοι, βουλευτές, ο πρωθυπουργός, φίλοι και πηγαινοέρχεται και φλυαρεί, εκείνη προσηλώνεται στο σκοτεινό παράθυρο του απέναντι σπιτιού όπου η γρια κυρία  ετοιμαζόταν να πάει για ύπνο, όπως κάθε βράδυ. Έχει μόλις μαθευτεί η είδηση της αυτοκτονίας  του Σέπτιμου. Ένας άγνωστος για κείνην νεαρός έδωσε τέλος στη ζωή του, κι εκείνη βυθίζεται στις σκέψεις:
Υπάρχει κάτι στη ζωή της, όντως σημαντικόκάτι που το κουκουλώνει με άσκοπες φλυαρίες, το αγνοεί, το επισκιάζει, το καταρρακώνει καθημερινά μέσα στο ψέμα και τη φλυαρία. Αυτό το κάτι εκείνος (ο Σέπτιμος) το κράτησε ακέραιο. Ο θάνατος ήταν μια πρόκληση. Ο θάνατος ήταν μια απόπειρα επικοινωνίας. Οι άνθρωποι αισθάνονται ανήμποροι ν’ αδράξουν αυτόν τον μυστικό πυρήνα∙ πλησιάζονται, κι όμως αυτό τους δημιουργεί απόσταση∙ οι εκστατικές στιγμές ξεθυμαίνουν∙ τους τρώει η μοναξιά.
Ενώ ο θάνατος είναι σαν τρυφερό αγκάλιασμα.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 10, 2019

Η θεραπεία των αναμνήσεων, Χρήστου Αστερίου


Τόσα άγνωστα πρόσωπα απέναντι και ποτέ το δικό σου να τρανταχτεί από βροντερά γέλια.
Τόσα ενθαρρυντικά βλέμματα και ποτέ το δικό σου να δώσει την πολυπόθητη έγκριση μ’ ένα κλείσιμο του ματιού.
Σταθερά άφαντος, δεν θέλησες να συμμετάσχεις έστω μια στιγμή στο καρναβαλικό γλέντι της θλιβερής μας ύπαρξης, που σαν αόρατο χέρι μας σώζει από την ακαμψία.
Γιατί το χιούμορ είναι η δύναμη που μας γλιτώνει από καταστάσεις σαν αυτή που βρίσκεσαι τώρα εσύ, έτοιμος να υποκύψεις στην απόλυτη σιωπή, στο μοιραίο, στην ακινησία.  
(από την επιστολή του ήρωα στον νεκρό πατέρα)
Ευχάριστη έκπληξη ήταν για μένα το βιβλίο αυτό, που διάλεξα σχεδόν στα τυφλά, εφόσον ο συγγραφέας μού ήταν τελείως άγνωστος. Βαθύ, διεισδυτικό και έξυπνο, και μέσα στα προσωπικά γούστα μου, εφόσον έχω ιδιαίτερη αδυναμία στα μυθιστορήματα όπου ο πρωταγωνιστής/στρια είναι συγγραφέας -και μάλιστα όταν αφηγείται σε… α΄ ενικό. Γιατί οι «συγγραφείς» -πρωταγωνιστές, κατά κανόνα πάντα, έχουν μεγάλη ανεκτικότητα και ευαισθησία στα ανθρώπινα πάθη, παρατηρούν με δέος την ανθρώπινη ψυχή χωρίς ηθικολογίες, και κρατούν ταυτόχρονα την απαραίτητη απόσταση εφόσον επεξεργάζονται νοητικά ό, τι συμβαίνει, ακόμα κι όταν συμβαίνει στους ίδιους.
Ο αφηγητής/συγγραφέας λοιπόν Μάικ Μπουζιάνης (Αμερικανός πολίτης με ελληνική καταγωγή από πατέρα και ιρλανδική από μητέρα) είναι μια ιδιαίτερη προσωπικότητα, κι αυτό το αντιλαμβανόμαστε από τις τρεις πρώτες σειρές: Τον Οκτώβριο του 2015 έχασα τον έλεγχο κατά τη διάρκεια μιας εκδήλωσης  (…) η εξέλιξη της βραδιάς επιβεβαίωσε τους  χειρότερους φόβους μου, αφού λίγα λεπτά πριν απ’ τη λήξη της κατέρρευσα φαρδύς πλατύς μπροστά στο κοινό. Η εικόνα του τρωτού, ευάλωτου στο ποτό «φευγάτου» συγγραφέα που ταλανίζεται από βαθιά θλίψη, ενώ παράλληλα είναι δημοφιλής ως κωμικός στον κόσμο των γραμμάτων, δεν μπορεί παρά να είναι ελκυστική. Αργότερα μαθαίνουμε ότι πάσχει παιδιόθεν από «περιστασιακή βραδυγλωσσία», πάθηση που τον έχει φέρει δεκάδες φορές σε αμηχανία. Ζει μόνος στη Νέα Υόρκη, υποφέροντας  από τον πρόσφατο χωρισμό με τη γυναίκα του κι από την απουσία της μοναδικής του κόρης, και προσπαθώντας να ξαναβρεί τον δημιουργικό του εαυτό.  Ωστόσο, έχει ως διέξοδο το ποτό σε βαθμό απαγορευτικό.
Το επεισόδιο της κατάρρευσης  στη διάρκεια της εκδήλωσης προς τιμήν του (στην οποία σημειωτέον δεν ήθελε καθόλου να πάει) είναι κεντρικό, γιατί υπήρξε η αφορμή για σοβαρή αποτοξίνωση σε κλινική απεξάρτησης, και μετά για πρόσληψή του ως καθηγητή στο πανεπιστήμιο, για να διδάξει το σεμινάριο (με τίτλο «Η περιπέτεια του χιούμορ. Πώς να είστε αστείοι και πώς να γράφετε αστεία κείμενα»). Μετά απ’ αυτό η ζωή του αλλάζει άρδην, γιατί αποκτάει ξαφνικά νόημα. Η σημασία του κομβικού αυτού περιστατικού  επισημαίνεται και στον τίτλο της πρώτης από τις δυο ενότητες: «Χρονικό μιας πτώσης». Είναι βέβαια in medias res, εφόσον ακολουθούν  πολλές αναδρομές και στα πρόσφατα περασμένα χρόνια αλλά και στα παιδικά στη δεύτερη ενότητα («Σημειώσεις για τη ζωή μου»), ενώ στο τρίτο μέρος («Η θεραπεία των αναμνήσεων»), βλέπουμε την απροσδόκητη εξέλιξη στη διαταραγμένη σχέση με τον πατέρα του, μετά το θάνατο του τελευταίου. Κατά τη γνώμη μου, αυτή είναι και η σημαντικότερη ενότητα, σε περιεχόμενο και ευρηματικότητα.
Σε τόνο εξομολογητικό και χαμηλόφωνο, ο Μάικ Μπουζιάνης μάς μεταφέρει τον κόσμο του εργένη πενηντάρη, με γαργαλιστικές αυτοσαρκαστικές εικόνες (π.χ. μπαίνοντας στο μπάνιο: μια φευγαλέα ματιά στον καθρέφτη επιβεβαίωνε πως όλα ήταν υπό έλεγχο. Προσπέρασα μια παλιά ουλή στην κοιλιακή χώρα, ένα παροδικό μελάνιασμα στη γάμπα κι άναψα πράσινο φως). Η έμφυτη φαντασία του διανθίζει τις ώρες της μοναξιάς με φανταστικά, κωμικά κατά βάση σενάρια, όπως την υποθετική «τελευταία στιχομυθία» με την πρώην σύντροφο και μητέρα της κόρης τους, Λώρα, όπου θα της ανακοίνωνε την «τραγική κατάσταση της υγείας του». Γιατί ο Μπουζιάνης δεν είναι μόνο πότης σε βαθμό αλκοολισμού, αλλά πέρα από το χρόνιο τραύλισμα πάσχει και από ανεξήγητους πόνους.
Η λύση ωστόσο που του πρόσφερε στο πιάτο ένας φίλος, η ακαδημαϊκή απασχόληση, αλλάζει σταδιακά το εσωτερικό τοπίο. Όχι, δεν έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση παρακμιακή, όπως θα περίμενε ο αναγνώστης.  Αντίθετα, ο ήρωας επιδίδεται με ζήλο στο καινούριο του επάγγελμα όπου αντλεί από τα αποθέματα γνώσεων κι απ το πηγαίο του χιούμορ αγάπη και όρεξη για ζωή, μεταφέροντας στους φοιτητές την αντίστοιχη διάθεση. Έτσι, μέσα σ’ ένα κλίμα αναγέννησης και ευφορίας, χωρίς να το επιδιώκει (αντίθετα έκανε κάθε τι γα να το αποτρέψει) ερωτεύεται και τον ερωτεύεται μια κατά πολύ νεότερη απ’ αυτόν φοιτήτριά του, η Αντιγόνη, πανέμορφη και πανέξυπνη. Και θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για το γαργαλιστικό κλισέ στα campus novel -καθηγητής ερωτεύεται μαθήτρια και τούμπαλιν, βγαλμένο απευθείας απ’ τη ζωή-, αλλά η πρωτοτυπία εδώ είναι διπλή: πρώτα πρώτα παρακολουθούμε τις γνήσιες και συνειδητές αντιστάσεις του μεσήλικου ήρωα, τις προσπάθειες να μην ενδώσει σ’ έναν πειρασμό όπου υπήρχαν  λίγες πιθανότητες μη διάψευσης (κατάφερνα να κρατάω ισορροπίες ανάμεσα στην παρόρμηση και την εγκράτεια, όχι μόνο σε ό, τι αφορά το αλκοόλ, αλλά και σε ό, τι είχε να κάνει με τα ζητήματα της σάρκας/ήταν το βλέμμα της ερωτευμένης γυναίκας που ερχόταν χωρίς λόγο στο γραφείο για να με ρωτήσει απίθανες λεπτομέρειες για το ένα ή το άλλο θέμα. Είχα χρόνια να βγω ραντεβού με μια τόσο νεαρή κοπέλα, ωστόσο, η αφλογιστία μου δεν σήμαινε πως ήμουν ανίκανος να καταλάβω πού οδηγούσε όλο αυτό). Προσπάθειες που προκαλούν θυμηδία αλλά και συμ-πάθεια. Ακόμα όμως κι όταν επέρχεται πια η σαρκική επαφή, προσπαθεί να μην εμπλακεί συναισθηματικά:
Απόλαυσα το αναπάντεχο δώρο της ομορφιάς της, ενώ την ίδια στιγμή βασανιζόμουν να καταλάβω τι θα μπορούσε να βλέπει σε μένα μια τέτοια γυναίκα. Αρκετές φορές έφτασα στο σημείο να τη ρωτήσω ευθέως, να της ζητήσω μια εξήγηση για την αφύσικη σχέση που ξεκίνησε μ’ ένα φιλί (…) Από την άλλη, η πιθανότητα ενός ακόμα ναυαγίου πριν καλά καλά ξεπεράσω τη Λώρα με πίεζε να ξεκαθαρίσω τα πράγματα. Έπρεπε να προφυλαχθώ συναισθηματικά μέχρι να φτάσει η ώρα που θα ανοίγαμε τα χαρτιά μας ο ένας στον άλλο. Σε διαφορετική περίπτωση, το αναμενόμενο τέλος της ιστορίας θα με άφηνε κανονικό κουρέλι και σε χειρότερη κατάσταση απ’ ό, τι πριν.
Όμως, η επικοινωνία με την Αντιγόνη Καρλάτος αποδεικνύεται ουσιαστική και αδιατάρακτη μέχρι τέλους  κι αυτή είναι η δεύτερη πρωτοτυπία. Γιατί το βιβλίο, από τη μια μάς θυμίζει τα αγγλικά ή αμερικάνικα κάμπους νόβελ (Ντέηβιν Λοτζ, Φίλιπ Ροθ κλπ), όχι μόνο γιατί έχουμε λεπτομέρειες από τον κόσμο των πανεπιστημίων, βιβλιοθηκών, εκδόσεων κλπ αλλά γιατί ο εξομολογούμενος ήρωας δεν μιλά άμεσα για τον συναισθηματικό του κόσμο και αναλυτικά, αλλά έμμεσα, καθώς ξεδιπλώνει τα γεγονότα και τις σχέσεις του με διάφορα πρόσωπα∙ πάντα με τρόπο ανάλαφρο και  γλυκόπικρο. Από την άλλη όμως δεν έχει το φλεγματικό χιούμορ και την ψυχρότητα των παραπάνω, ούτε την προδικασμένη έκβαση του ευφυούς αλλά άτυχου καθηγητή (στυλ Γούντυ Άλλεν) που καταλήγει να είναι θύμα των συναισθηματικών εντάσεων των άλλων.  
Η σχέση εξελίσσεται πολύ «θετικότερα απ’ ότι μπορούσε ποτέ να ελπίσει».  Η συμπληρωματικότητα ανάμεσα στη νεανική φρεσκάδα και την εμπειρία ενός «πετυχημένου» μεσήλικα αποδίδεται με πολύ εσωτερικό τρόπο και πείθει για την αυθεντικότητά της. Δημιουργούν μαζί, επιδίδονται σε «ασκήσεις ύφους»  (αλλιώς: λεκτικό πινγκ πονγκ) και, κυρίως θέλουν να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον σε βάθος (ήθελε να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα για μένα κι εγώ γι αυτή. Κάναμε σαν πρωτόβγαλτοι που χαίρονταν με το παραμικρό. Της εκμυστηρεύτηκα μυστικά και φοβίες μου, ακόμα κι όσα είχαν συμβεί με τη Λώρα, κάτι που λίγους μήνες νωρίτερα φάνταζε απίθανο).  Κι αυτό το άνοιγμα ψυχής, διακριτικό στοιχείο της ερωτικής βαθιάς σχέσης, δίνει και τη δύναμη στον ήρωα να κάνει μια γενναία βουτιά στο παρελθόν, στη σχέση του με τον πατέρα του.
 Αυτή την εσωτερική «περιπέτεια»  τη βλέπουμε στο β΄και γ΄μέρος. Το δεύτερο μέρος μάλιστα δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο του μυθιστορηματικού συγγραφέα, που μέσα σ’ ένα κλίμα ευφορίας άρχισε πάλι να γράφει.
«Σημειώσεις για τη ζωή μου»
Γεννιέται στην Κολούμπια του 1958 και μεγαλώνει χωρίς τρανταχτά γεγονότα, έχοντας ως διέξοδο στη βραδυγλωσσία του τις μιμήσεις, το χιούμορ, τη σταντ απ κόμεντι και τις «συναρπαστικές ανατροπές» στις αφηγήσεις του σαγηνευτικού Ιρλανδού παππού (άκουγα αποσβολωμένος όσα εξιστορούσε ο παππούς, καθισμένος στην κόγχη του παιδικού μου κρεβατιού. Με αφορούσαν προσωπικά, δεν ήταν μόνο λεπτομέρειες ιστορικής σημασίας). Ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος περιγράφει την αμηχανία και τα συναισθήματα γενικά του παιδιού που κολλάει η γλώσσα του και μένει αβοήθητος χωρίς να μπορεί να αρθρώσει κουβέντα (στο σχολείο, στα κορίτσια, στον πατέρα), είναι συναρπαστικός και δεν κρύβει αισθήματα αυτολύπησης, εφόσον από πολύ μικρή ηλικία έχει βρει τον τρόπο να καλύπτει το χαμένο έδαφος: το χιούμορ, τις αστείες ιστορίες στις οποίες είναι ασυναγώνιστος. Σπαρταριστά επεισόδια (όπως ότι είδε τους γονείς του να κάνουν σεξ, ή η γροθιά στη μύτη στο σχολείο) διαδέχονται το ένα το άλλο και χτίζουν μια προσωπικότητα αυτοδύναμη, με αυτοπεποίθηση και καλλιτεχνικές ανησυχίες. Οπωσδήποτε χτίζει έναν χαρακτήρα αντισυμβατικό, σε σχέση με τον αδερφό του Αντρέι που είναι το «καλό παιδί της οικογένειας», ενώ ο μεν πατέρας είναι παρών-απών και η μάνα όταν οι καταστάσεις δυσκόλευαν απέφευγε να πάρει θέση κι αποσυρόταν αμίλητη στον εαυτό της πιστεύοντας ότι τα πράγματα με κάποιο τρόπο θα διορθώνονταν» (πολύ εύκολα μπορούσε κάποιος να την κατηγορήσει για ψυχρότητα, αν δεν είχε την υπομονή να την ψυχολογήσει, να καταλάβει το κρυβόταν πίσω από την κρούστα της φαινομενικής της απάθειας και ποιες καταστάσεις την είχαν διαμορφώσει με τα χρόνια).
Η σύγκρουση με τον πατέρα δεν έχει προϊστορία, γιατί ο πατέρας δεν είναι αυταρχικός ή θυμώδης. Τον περισσότερο καιρό απουσιάζει ή αδιαφορεί. Απλώς ο γιος διαψεύδει τις προσδοκίες του, που είναι οι σπουδές στο πανεπιστήμιο (μετρημένος στα λόγια και συνήθως απών από τη ζωή μου, δεν μου είχε δώσει να καταλάβω τι περίμενε από μένα). Ο δεκαοκτάχρονος Μάικ δεν ξέρει τι θέλει να κάνει στη ζωή του, αλλά σιγά σιγά τον κερδίζει η λογοτεχνία. Η κρίση με τον πατέρα είναι έντονη (ανάμεσά μας ξέσπασε ένας πόλεμος χαρακωμάτων) αλλά πολύ σύντομη, γιατί γρήγορα ο ήρωάς μας αποφασίζει να φύγει απ’ το σπίτι και να μην ξαναγυρίσει ΠΟΤΕ.
«Η θεραπεία των αναμνήσεων»
Το μέρος αυτό του βιβλίου δεν είναι απλώς συναρπαστικό ή ενδιαφέρον, είναι αποκαλυπτικό. Γιατί, ενώ ο γιος έχει κόψει κάθε ομφάλιο λώρο, κάθε νήμα που τον συνδέει με τον πατέρα και με το παρελθόν (αρνούμενος για χρόνια ΚΑΘΕ επαφή, ακόμα κι όταν ο πατέρας παθαίνει απανωτές ανακοπές και κάποια δύσκολη επέμβαση εξανεμίζει τις πιθανότητες επανασύνδεσης), η ζωή τον προκαλεί σε τέτοιο βαθμό που όχι μόνο γνωρίζει σε βάθος τον πατέρα αλλά και τον εαυτό του. Αυτό το εσωτερικό ταξίδι είναι συγκλονιστικό, γιατί  αγγίζει το βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης που, μέσα απ το φάσμα του θανάτου, προσπαθεί να φτάσει τα όρια της γνώσης για τον κόσμο. Κι όλες οι βαθύτερες δομές  της ανθρώπινης ύπαρξης αποκτούν υπόσταση, αποκτούν σάρκα και οστά: μνήμη, θλίψη, ενοχή, αγάπη, μοναξιά, τραγωδία της ζωής έναντι του θανάτου.
Ο ημιθανής πατέρας συνέρχεται χωρίς να συναντήσει τον άπιστο γιο, μεταμορφώνεται πάλι σε «κραταιό πατριάρχη» εξανεμίζοντας κάθε πιθανότητα συνάντησης. Όταν όμως καταρρέει πάλι, στέλνει επίμονα μηνύματα στον Μάικ να τον επισκεφτεί. Η επανασύνδεση των δύο είναι συνταρακτικά αμήχανη, αλλά μέσα απ το γλαφυρό γράψιμο του -πραγματικού- συγγραφέα Αστερίου, βιώνουμε τις αβάσταχτες λεπτομέρειες της αργής φθοράς, του σταδιακού αποχαιρετισμού του ανθρώπου που έχει χάσει κάθε ελπίδα για ζωή και του ανθρώπου που συμπαραστέκεται αδύναμος να βοηθήσει με άλλον τρόπο παρά να είναι δίπλα του. Βλέπουμε το πριν και το μετά του ύστατου αποχαιρετισμού, όπου κανένας όμως απ τους δυο δεν κάνει βήμα να ξεπεράσει τον απαγορευμένο "τοίχο". 
Μεσολαβεί μια μεγάλη επιστολή του Μάικ, επιστολή χωρίς παραλήπτη, που απευθύνεται στον νεκρό πλέον πατέρα… Θα ήθελα να την παραθέσω όλη, για να τη θυμάμαι ολόκληρη, δεν έχει βέβαια νόημα. Είναι μια εξομολόγηση από καρδιάς, που σκιαγραφεί όλη τη συναισθηματική πορεία ανάμεσα στους δυο, με κορφές την έλλειψη σωματικής και συναισθηματικής εμπλοκής, την ομοιότητα ότι στο θέμα της πατρότητας απέτυχαν κι οι δυο, αλλά αυτό που θα αντιγράψω είναι αυτό που κατά τη γνώμη μου αποτελεί και την κορύφωση:
Δεν είμαι παρορμητικός πια, κλαίω και γελάω με δυσκολία. Μπορώ να συγχωρήσω ευκολότερα, αν και αρκετοί υποστηρίζουν πως αυτό συμβαίνει, επειδή απλώς έχω αρχίσει να ξεχνώ πρόσωπα και καταστάσεις. Σε κάθε περίπτωση νομίζω πως σε έχω ήδη συγχωρέσει. Δεν είναι μόνο ότι βρίσκω ανόητη μια τόσο παλιά ιστορία ούτε επειδή έχω αποδεχτεί τα δικά μου λάθη σ’ αυτήν την υπόθεση. Απλώς κατάλαβα ότι όντως δεν είχες ιδέα τι περιμέναμε από σένα. Δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για να παίξεις τον ρόλο του πατέρα. Δεν είχες λύσεις ούτε για τη δυσλεξία μου ούτε για τις κρίσεις υποχονδρίας ούτε σου πέρασε ποτέ απ΄ το μυαλό πως θα μπορούσες να τις έχεις προκαλέσει εσύ ο ίδιος.  
Και παρακάτω:
Κανείς δεν θα πίστευε πόσες φορές σε φαντάστηκα να ξεκαρδίζεσαι με κάποιο απ’ τα καλύτερά μου νούμερα. Οι άντρες αποζητάμε πάντοτε εκείνη τη μία και μοναδική πατρική ψήφο εμπιστοσύνης, ακόμα κι αν απολαμβάνουμε καθολική αναγνώριση.
Οι απανωτές εκπλήξεις όμως και οι ανατροπές ακολουθούν την κηδεία: ένα δέμα με μηνύματα απροσδόκητα που είχε ετοιμάσει ο πατέρας για τον «άσωτο υιό», κι ένας φίλος του πατέρα από το παρελθόν αποτελούν την αρχή του νήματος για νέες αποκαλύψεις. Ο ήρωάς μας πέφτει με τα μούτρα στην έρευνα ενός μυστηρίου με σχεδόν αστυνομική πλοκή, στην οποία έχει πολύτιμη βοηθό και την πανέξυπνη Αντιγόνη. Σ’ αυτό το μέρος του βιβλίου έχουμε την ευκαιρία να δούμε πολλές πλευρές της τότε κοινωνικής πραγματικότητας στν καλλιτεχνικό χώρο, εφόσον στην έρευνα εμπλέκονται μουσικοί και ηθοποιοί, που όπως αποδεικνύεται είχαν σχέση με τον Νίκο Μπουζιάνη. Η υποθετική επιστολή στον ανύπαρκτο πια πατέρα συνεχίζεται: ο θάνατός σου έφερε στην επιφάνεια όσα έκρυβα κάτω απ’ το χαλί, πιστεύοντας πως δεν με αφορούν ή πως τα είχα ξεπεράσει.
Η «θεραπεία των αναμνήσεων» δεν είναι, όπως θα πιστεύει αρχικά κάθε αναγνώστης, η βουτιά στο παρελθόν και η εξήγηση μιας συμπεριφοράς με βάση τα βιώματα. Πρόκειται για μια «τεχνική» που μάλλον θυμίζει τον συνειρμό του πειράματος Παβλόφ, σύμφωνα με την οποία όταν δώσεις ένα κατάλληλο ερέθισμα στον ανοϊκό, εκείνος ανασύρει από το βάθος του υποσυνείδητου εικόνες και μνήμες ακατάστατες. Αφορά τον τελευταίο κρίκο της έρευνας στην οποία επιδόθηκε με ζήλο ο ήρωάς μας, τον Ματ Φρατέλο, που ενώ κατέχει πολύτιμες πληροφορίες για τον πατέρα, πάσχει από άνοια.  Μήνες επέμενε ο Μάικ να επισκέπτεται τον Φρατέλο, περιμένοντας κάποια έκλαμψη. Μάταια.
Μα δεν είχε σημασία.
Ο ήρωάς μας γνωρίζει, καιρό μετά την τελευταία του πνοή του Νίκου Μπουζιάνη, έναν άλλον πατέρα, ή μάλλον γνωρίζει επιτέλους τον πατέρα του (ποιος θα το πίστευε ότι θα με νικούσες στο δικό μου γήπεδο;), και για να το εκφράσω καλύτερα, γνωρίζει καλύτερα τον εαυτό του:
Εκτός από μένα κανείς δεν θα καταλάβαινε καλύτερα τι πέρασες. Μπορεί να προέκρινες τον Αντρέα για συνεχιστή του μαγαζιού, μα μόνο εγώ θα μπορούσα να μπω στα δικά σου παπούτσια. Η στάση σου απέναντί μου είχε να κάνει, όπως το καταλαβαίνω τώρα με την καλλιτεχνική μου φύση και την επιθυμία που εξέφρασα να πάρω έναν δρόμο διαφορετικό. Στον νεαρό γελωτοποιό που έλεγε ανέκδοτα τραυλίζοντας, έβλεπες να βλασταίνει ο σπόρος του άλλου σου εαυτού και τρόμαξες. Η σπασμωδική προσπάθεια να με αποτρέψεις δεν έκρυβε κανένα μίσος∙ ήταν περισσότερο μια άγαρμπη κίνηση πανικού.
Χριστίνα Παπαγγελή

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 02, 2019

ρηχό νερό, σκιές, Άκη Παπαντώνη


το νερό, ακόμα και το πιο ρηχό,
πάντα βρίσκει τον δρόμο προς τη θάλασσα

Πρωτότυπο και βαθιά ποιητικό, αν και κάπως δύσβατο για τον αναγνώστη στην πρώτη ανάγνωση, το μικρό σε έκταση βιβλίο του Παπαντώνη μάς οδηγεί στον συναισθηματικό κόσμο όσων έζησαν από κοντά την καταστροφή στο Τσέρνομπιλ, εφόσον οι  ήρωες κατοικούσαν στις παρυφές της βιομηχανικής αυτής περιοχής, στο Πρίπιατ[1], και πιο συγκεκριμένα στο μπλοκ της οδού Εντουζιάστιφ.
 Με κεντρικό άξονα την 26η Απριλίου 1986, την ημερομηνία δηλαδή έκρηξης του Τσέρνομπιλ, έχουμε τέσσερις ενότητες (25,26,27 και 28 Απριλίου 1986), που σε καθεμιά της παρακολουθούμε αντιστικτικά (σε 6 κεφάλαια ανά ενότητα) στοιχεία διάσπαρτα της καθημερινότητας και της ψυχολογίας των προσώπων του μυθιστορήματος. Είναι ευρηματική η δομή και εξυπηρετεί τον στόχο του συγγραφέα, που δεν είναι η ολοκληρωμένη απόδοση του ιστορικού γεγονότος και των ασύλληπτων  συνεπειών - κοινωνικοπολιτικών και περιβαλλοντικών-, όσο να εστιάσει στην ατομική πρόσληψη μιας μοναδικής ιστορικής συγκυρίας, που δεν αφορά μόνο την καταστροφή και εκκένωση της πόλης, αλλά και την καθημερινότητα σε μια πόλη που χτίστηκε για να εξυπηρετήσει ένα σταθμό πυρηνικής ενέργειας, αυτόν του Τσέρνομπιλ. Μικρά διαμερίσματα, φτωχογειτονιές, αυτοκίνητα Λάντα, ποδήλατα με σκουριασμένα πετάλια σε χωματόδρομους, μπρελόκ με το ανάγλυφο του Στάλιν και του Λένιν, άνθρωποι που κάνουν κρυφά το σταυρό τους, δίνουν πινελιές ενός ολόκληρου κόσμου μέσα στο σοβιετικό καθεστώς της περιοχής, που σήμερα ανήκει στην Ουκρανία, 100 χιλιόμετρα από το Κίεβο.
Δεν είναι εύκολο στον αναγνώστη να ξεκαθαρίσει τις συγγενικές σχέσεις, ή τις φιλικές, ακόμη και ποιος κάθε φορά «μιλάει», κι αυτός είναι ο λόγος που χαρακτήρισα το βιβλίο κάπως δύσβατο. Σε κάθε κεφάλαιο αλλάζει το πρόσωπο, χωρίς εξωτερικό στοιχείο. Ομολογώ ότι κρατούσα σημειώσεις για να συγκρατήσω τις σχέσεις μεταξύ των προσώπων, πράγμα που είναι καθοριστικής σημασίας, εφόσον σχηματίζεται ένα κοινωνικό πλέγμα. Η σύγχυση αυτή αντισταθμίζεται από το ποιητικό, κάπως ιμπρεσιονιστικό ύφος που ξεφεύγει απ' τον γειωμένο ρεαλισμό και υπαγορεύει τέτοιου είδους αφαιρέσεις.
 Βλέπουμε λοιπόν τρεις γενιές, και τέσσερις οικογένειες, των οποίων τα εγγόνια είναι η Σβέτα και ο Πιοτρ (έφηβοι), και τα αγόρια Βάνια, Βιτάλι, Πέτια, Μαξ (9-12 χρονών) που έχουν φιλικές σχέσεις και παίζουν μαζί στη γειτονιά. Υπάρχει βέβαια και η μεσαία γενιά των ενηλίκων, αλλά στη γενιά των παππούδων όμως γίνονται οι περισσότερες αναφορές, που αγγίζουν με σκληρό τρόπο τη συλλογική μνήμη του Α΄Παγκοσμίου πολέμου, ενώ η μνήμη αυτή μεταγγίζεται και στους απόγονους: ο πανταχού παρών λοχαγός Αντρέι, ο άνθρωπος τον οποίο δεν κατάφερνε να βγάλει απ’ το μυαλό της ούτε τώρα, καθώς έκανε πετάλι, λες και φορούσε διαρκώς τις ξεπατωμένες μπότες του –θέλει πολλή δύναμη για να τον ξεριζώσεις απ’ την πρώτη γραμμή της μνήμης σου.
Το παρελθόν διεισδύει μέσα από το παραλήρημα του παππού του Μαξ∙ μέσα από γράμματα ή ποιήματα που φυλάει η γιαγιά Ρεγγίνα στον κόρφο της (την ιστορία δεν την γράφουν οι μάρτυρες και οι πεσόντες, Ρεγγίνα. Τη γράφουν εκείνοι που το’ βαλαν στα πόδια, οι αόρατοι, εκείνοι που δεν τους πρόσεξε ποτέ κανείς. Τη γράφουν όσοι επέζησαν για να τη διηγηθούν/ποτέ δεν υπάρχει αρκετό σκοτάδι για να ξεφορτωθούμε το παρελθόν) μέσα από τις ερωτικές επιστολές που έστελνε ο Ντμίτρι (πατέρα του Βιτάλι) στην ερωμένη του Ιρίνα. Μέσα από φωτογραφίες (στη φωτογραφία που ο λοχαγός Αντρέι μάθαινε στον Πιοτρ πώς να ψαρεύει η Σβέτα έβλεπε ένα παιδί που τουμάθαιναν πώς να σκοτώνει∙ στον χορό του Πιοτρ με τη μητέρα της έβλεπε έναν έφηβο που βιαζόταν να δει πώς είναι μια γυναίκα γυμνή∙ στη φωτογραφία του μασκαρεμένου Πιοτρ έβλεπε ολόγυμνο τον πραγματικό του εαυτό), και μέσα από αναμνήσεις/αφηγήσεις ή από απομεινάρια μιας εποχής, όπως το ΖΙΛ-4104[2] που παραχώρησε το Κόμμα τιμητικά στον λοχαγό Αντρέι («ναπολοβίνου»), το καλογυαλισμένο περίστροφο του παππού κ.α.
Έτσι, θα συμφωνήσω με τον Χρίστο Κυθρεώτη, που στην παρουσίαση του βιβλίου στην Καθημερινή, στο άρθρο «Ασκήσεις μνήμης»  γράφει τα εξής:
Βασικός καμβάς μέσα στον οποίον πλέκει ο συγγραφέας τα νήματα του μυθιστορήματος είναι το θέμα της μνήμης, συλλογικής και ατομικής. Η προβληματική της συλλογικής μνήμης προετοιμάζεται ήδη με έναν οιονεί εξωκειμενικό τρόπο, δεδομένου ότι το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνόμπιλ αποτελεί μια κομβική στιγμή της, ειδικά για ανθρώπους της ηλικιακής γενιάς του συγγραφέα. Μέσα στο ίδιο το κείμενο, πάντως, ως μεγάλο φάντασμα της συλλογικής μνήμης προβάλλει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, που ρίχνει τη σκιά του στις ζωές των ηρώων του δεκάδες χρόνια μετά τη λήξη του, φωτίζοντας αυτό που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον Παπαντώνη: την τομή της συλλογικής μνήμης με την ατομική, τον τρόπος με τον οποίον η μεγάλη Ιστορία διαμορφώνει, παραβιάζει και ενίοτε κακοποιεί τη μικρή. Από τη συνάντηση των δύο παράγεται ένα αποτέλεσμα – κάποια πράγματα τα καταπίνει η συλλογική μνήμη, εντάσσοντάς τα στο μεγάλο, ομοιόμορφο αφήγημά της, και κάποια άλλα τα διασώζει η ατομική μνήμη, περιφρουρώντας τα έστω και ως χαλάσματα. Είναι αυτή η δεύτερη πλευρά που απασχολεί κατά βάση τον συγγραφέα: μετάλλια τιμής, φωτογραφίες, σπαράγματα ημερολογίων, φάρμακα των οποίων η ημερομηνία λήξης έχει παρέλθει εδώ και δεκαετίες, όλα αυτά μαζί συνθέτουν ένα σπαρακτικό παζλ, θυμίζοντας στον αναγνώστη πως πίσω από τη μεγάλη Ιστορία υπάρχουν πάντα οι μικρές ιστορίες, ένας πυρήνας ατομικής μνήμης που αντιστέκεται στην ομογενοποίηση, την ισοπέδωση και τη λήθη.
Η ενότητα «26 Απριλίου 1986» βρει το Πρίπιατ ερημωμένο. Οι μαρτυρίες λιγοστεύουν ή μάλλον γίνονται πιο αποσταγματικές, οι εσωτερικοί μονόλογοι πιο σημαδιακοί, κι ίσως ίσως πιο διαχρονικοί. Δεν έχουμε καμιά άμεση (πρωτοπρόσωπη) αναφορά στην καταστροφή αυτή καθαυτή, έχουμε όμως εκ βαθέων καταθέσεις ψυχής, όπως γίνεται συνήθως στις οριακές καταστάσεις: Ο Ντμίτρι, π.χ., γράφει και σβήνει επιστολές στην Ιρίνα (πες μου αλήθεια τι είναι αυτό που μας κάνει έρμαια στις προσταγές του έρωτα/ που μας κάνει να υποκύπτουμε στη βίαιη αμνησία που μας επιβάλλει ο έρωτας; (…) ποιες ερωτήσεις να κάνουμε και ποιες απαντήσεις να δώσουμε; Και σε ποιον;), ενώ κλείνει με σπαρακτικό τρόπο την επικοινωνία :
…συγνώμη για τα γράμματα των δύο τελευταίων ετών, πες πως δεν γράφτηκαν ποτέ, πες πως με κάποιον παράδοξο και ανεξιχνίαστο τρόπο χάθηκαν καθ’ οδόν για το γραμματοκιβώτιό σου, δεν έχει πια σημασία γιατί τα έγραψα, τι ήλπιζα να πετύχω ή αν τα διάβασες ποτέ, ξέχασέ τα και θα ξεχάσω κι εγώ αυτό εδώ, το τελευταίο γράμμα, εξάλλου, στα μάτια σου δεν είμαι παρά ένας δειλός, ένας άντρας με τα χείλη ραμμένα και, ακριβώς όπως ο παππούς σου κατά τη διάρκεια του πολέμου, όλα όσα κάνω είναι απλώς μια άσκηση αφωνίας (οριστικά δικός σου, με ή χωρίς φωνή,  Ντμίτρι)
Καθηλώνει η «μητρική γραμμή του Μαξίμ»,  η «γραμμή μαυροφορεμένων γυναικών που διαρκώς πενθούσαν για κάτι»: φαντάζομαι όλες αυτές τις γιαγιάδες, προγιαγιάδες, τις θείες, τις ανιψιές και τις ξαδέρφες να θηλάζουν το απόσταγμα της απώλειας από το ίδιο στήθος, να ράβονται όλες μαζί -όλες τους μια κοψιά- στην ίδια υπεραιωνόβια μοδίστρα. Γυναίκες «σκυφτές, παντρεμένες με άντρες που κρύβονται πίσω απ’ τους εαυτούς τους, απόμακρους και αμίλητους, που δεν έκαναν παρά μόνο απανωτά λάθη». Είναι η Λίλι, η μητέρα του Μαξ, που συγκλονίζουν τα στερνά της λόγια τη μέρα της καταστροφής: από πού κρατά λοιπόν η σκούφια μου εμένα; Από το ατελείωτο πένθος και το κατά συρροή λάθος; Είμαι Πόντια ή Εβραία; ΛΙθουανή ή από λάθος Ουκρανορωσίδα με τη βία; Αλλά τι σημασία έχουν τελικά όλα αυτά; Είμαι μητέρα χωρίς αριθμό διαβατηρίου, σύζυγος χωρίς όνομα, σκιά διάφανη, κορμί που δεν είναι αδιάβροχο∙ είμαι πορεία πρόχειρα σχεδιασμένη σε χαρτοπετσέτα, είμαι το χωνευτήρι των ονείρων και των τριών μας, κι έτσι από απόψε, μπροστά στο ορθάνοιχτο πια στόμα της Αποκάλυψης, θα παραμείνουν αδιήγητες οι ιστορίες μας, οι ιστορίες της πατρικής μας και της μητρικής μας γραμμής, μουγγές οι ιστορίες τόσων αποστραμμένων προσώπων.
Η Ρεγγίνα πεθαίνει (ήταν εκεί και δεν ήταν εκεί –όπου κι αν ήταν αυτό το εκεί: εκεί που δεν υπήρχαν φωνές, ο Βάνια δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει το ποτάμι, κάποιοι φεύγουν, κάποιοι μένουν.

Η 27η και 28η Απριλίου είναι δυο σύντομες ενότητες με μικρά, κατακερματισμένα κεφάλαια, όπου ο λόγος γίνεται ασθμαίνων, εφιαλτικός, καθώς η ζωή έχει τραυματιστεί, αγγίζει τα όρια της φυγής, ή του θανάτου: ο Βιτάλι δεν τον άκουγε, γιατί τώρα είχε χάσει τη φωνή του και ο πατέρας του, ανοιγόκλεινε το στόμα, μα δεν ακουγόταν∙ τεντώθηκε να τον αγγίξει και τρομαγμένος ξύπνησε∙ η μητέρα του τού κρατούσε το ένα χέρι και η γιαγιά του το άλλο μες στις παλάμες της –ανοιγόκλειναν κι οι δυο τα στόματά τους, χωρίς όμως να ακούγονται.
Χριστίνα Παπαγγελή



[1]  Ιδρύθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 1970, όπου αποτέλεσε την ένατη πυρηνική πόλη (ένα είδος κλειστής πόλης) στη Σοβιετική Ένωση, ώστε να εξυπηρετήσει τον κοντινό σταθμό πυρηνικής ενέργειας του Τσερνόμπιλ. Ανακηρύχθηκε επίσημα ως πόλη το 1979 και είχε αναπτυχθεί σε πληθυσμό των 49.360 μέχρι τη στιγμή που εκκενώθηκε, το απόγευμα της 27ης Απριλίου 1986, την επομένης μέρας της καταστροφής του.  Η πρόσβαση στο Πρίπιατ, σε αντίθεση με τις πόλεις στρατιωτικής σημασίας, δεν περιορίστηκε πριν από την καταστροφή, καθώς οι πυρηνικοί σταθμοί ηλεκτρικής ενέργειας θεωρήθηκαν από τη Σοβιετική Ένωση ως ασφαλέστεροι από άλλους τύπους σταθμών ηλεκτροπαραγωγής. Οι πυρηνικοί σταθμοί παραγωγής ενέργειας παρουσιάστηκαν ως επίτευγμα της σοβιετικής τεχνολογίας, όπου η πυρηνική ενέργεια χρησιμοποιήθηκε για ειρηνικά έργα. Το σύνθημα "ειρηνικό άτομο" (Ρωσικά: мирный атом), ήταν δημοφιλές εκείνη την εποχή. Το αρχικό σχέδιο περιελάμβανε την κατασκευή του εργοστάσιο μόνο 25 χιλιόμετρα (16 μίλια) από το Κίεβο, αλλά η Ουκρανική Ακαδημία Επιστημών, μεταξύ άλλων φορέων, εξέφρασε ανησυχία για το γεγονός ότι ήταν πολύ κοντά στην πόλη.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 25, 2019

Άνθρωποι του δάσους, Άννυ Πρου


Οι «άνθρωποι του δάσους» (“Barkskins”), ογκώδες βιβλίο δυναστειών, καλύπτει  την εποχή που η «Νέα Γαλλία» ήταν μια απέραντη, δασώδης, παρθένα έκταση -στις παρυφές της οποίας συμβίωναν πολλές φυλές αυτοχθόνων-, δηλαδή την περίοδο από τα τέλη του 17ου αιώνα, και φτάνει μέχρι και τον 21ο   (για την ακρίβεια μέχρι το 2013). Όμως  κεντρικό θέμα δεν είναι τόσο  οι οικογενειακές σχέσεις όσο η εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου του Καναδά, και η συρρίκνωση/εξαφάνιση των ινδιάνικων φύλων. Με άξονα  την εξέλιξη δυο οικογενειών και την προσαρμογή τους στις εκάστοτε συνθήκες, η συγγραφέας ουσιαστικά μας οδηγεί βαθιά μέσα στην ιστορία του Καναδά, στις συγκρούσεις των διαφορετικών πολιτισμών (ντόπιων αλλά και ευρωπαϊκών), και σε διλήμματα που εξακολουθούν να είναι επίκαιρα ως τις μέρες μας. «Επικό οικολογικό μυθιστόρημα» ονομάζει το βιβλίο ο Μιχάλης Μοδινός (που κι ο ίδιος έχει ασχοληθεί με ανάλογα θέματα στην Αφρική)∙ και είναι εύστοχος ο χαρακτηρισμός, εφόσον το κύριο βάρος είναι η καταστροφή του δάσους απ’ την ακόρεστη αλαζονεία των λευκών, που πιστεύουν ότι η γη είναι ανεξάντλητη, αλλά και η συντριπτική συρρίκνωση του ινδιάνικου στοιχείου, με αποτέλεσμα την εξαφάνιση σημαντικών πολιτισμών.
Άπειρα ονόματα και σχέσεις  συμπλέκονται σχηματίζοντας ένα πολυδιάστατο παζλ, και καταδεικνύοντας την ματαιοδοξία των ανθρώπων που ενώ νομίζουν ότι το πέρασμά τους απ’ τη ζωή είναι μοναδικό και αιώνιο, αφήνουν μόλις ένα χνάρι που στην καλύτερη περίπτωση είναι κάποιοι απόγονοι, που κι αυτοί με τη σειρά τους  πασχίζουν με φιλοδοξίες και προσδοκίες για ένα μέλλον που καταλήγει επισφαλές. Έτσι, η δομή του βιβλίου που είναι χωρισμένο σε κεφάλαια κατά χρονικές περιόδους αλλά και με βάση κάθε φορά μια από τις δυο οικογένειες -κατά γενιές πηγαίνοντας από παιδιά σε εγγόνια, ανίψια, δισέγγονα κλπ-, συντελεί στο να αφήσει αυτή τη γεύση του φευγαλέου, του μάταιου, αλλά και του ακόρεστου. Δεν προλαβαίνει ο αναγνώστης να «ταυτιστεί» παρά για λίγες σελίδες με κάποιους από τους εκάστοτε πρωταγωνιστές που είναι πιο ενδιαφέροντες, ή πιο συμπαθητικοί, πιο συναισθηματικοί, πιο ανθρώπινοι. Έτσι δεν θα βρει ο αναγνώστης ενδιαφέρον τόσο σε συναισθηματικό επίπεδο, όσο σε ιστορικό, περιβαλλοντικό, και  -γιατί όχι;-γεωγραφικό ή μάλλον ανθρωπογεωγραφικό.
Οι περισσότεροι κατιόντες ήρωες, ποτισμένοι από τη φιλοδοξία των προγόνων, συνεχίζουν το έργο της καθυπόταξης του φυσικού πλούτου, μεθούν από την αφθονία της ξυλείας και των παρθένων δασών βάζοντας τον εαυτό τους στο κέντρο του σύμπαντος. Όμως κι αυτούς το πέρασμα του χρόνου τούς προβάλλει τρωτούς και αδύναμους. Πολλές φορές η φύση εκδικείται κι έχουμε τραγικούς και πρώιμους θανάτους.

Οι θεμελιωτές των δύο δυναστειών είναι δυο Γάλλοι μετανάστες, ο Ρενέ Σελ και ο Σαρλ Ντυκέ που έφτασαν μαζί ως “engagés”στη Νέα Γαλλία, δηλαδή ως υπηρέτες  με συμβόλαιο από την πατρίδα τους, και συμπορεύονται για ένα πολύ μικρό διάστημα στην υπηρεσία του Κλοντ Τρεπανί. Φτωχός κι αμόρφωτος ο Σελ, προερχόμενος από φτωχογειτονιές του Παρισιού ο Ντυκέ, είναι στο έλεος του νέου αφέντη. Παρακολουθούμε με ενδιαφέρον την προσπάθειά τους να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες της διαφορετικής ηπείρου  (κρύο, ατέλειωτο δάσος, σκοτάδι, έντομα, τις αρρώστιες, βότανα, Ινδιάνοι, παγωμένος ποταμός κλπ), κυρίως όμως στη σκαιά συμπεριφορά του Τρεπανί που τους φέρεται σα να είναι σκυλιά. Έτσι, λίγες είναι οι μέρες που οι δυο πρωταγωνιστές συνυπάρχουν, γιατί ο Σαρλ Ντυκέ εξαφανίζεται (για να τον βρούμε ως αναγνώστες στο επόμενο κεφάλαιο), όχι μόνο λόγω του κυνισμού του αφεντικού, αλλά γιατί αντιλήφθηκε γρήγορα ότι ο Τρεπανί θα γίνει κάτι σαν φεουδάρχης που δεν πρόκειται να τους παραχωρήσει γη (όπως έγραφε το συμβόλαιο) αλλά θα τους έχει σαν δουλοπάροικους.   
Γρήγορα ο Σελ αντιλαμβάνεται ότι η νέα του δουλειά είναι να κόβει δέντρα. Για την ακρίβεια, ότι ο στόχος όλων αυτών αποίκων είναι να αποψιλώσουν όσο μεγαλύτερη έκταση δάσους μπορούν, προμηθεύοντας με ξυλεία τις ευρωπαϊκές αγορές, για την οποία ξυλεία οι ανάγκες γίνονται όλο και μεγαλύτερες στον «παλιό κόσμο».  Έτσι, παρακολουθούμε την εξέλιξη αυτών των δυο τυχοδιωκτών: ο μεν Ρενέ Σελ επιδίδεται στην κοπή δέντρων και κάποια στιγμή ανεξαρτητοποιείται, ενώ παντρεύεται  σχεδόν αναγκαστικά την Ινδιάνα φυλής Μικμάκ, τη Μαρί (η γαλανομάτα fille du roi των ονείρων του εξαφανίστηκε. Ένιωσε ξανά τον εαυτό του να παρασύρεται μέσα στο ορμητικό ρεύμα των γεγονότων από το οποίο ήταν ανίσχυρος να ξεφύγει) κι έτσι η μια οικογένεια της οποίας την εξέλιξη παρακολουθούμε έχει έντονο το ινδιάνικο στοιχείο. Ο Σαρλ Ντυκέ απ’ την άλλη, αφού διασώζεται σαν από θαύμα, κυνηγάει την τύχη του αρχικά στο γουνεμπόριο (εδώ έχουμε ευκαιρία να δούμε πόσο τυχοδιωκτικά διακινούνταν το εμπόριο της εποχής, με πρωτοπόρους τους Ολλανδούς και ταξίδια ρίσκου μέχρι την Κίνα), για να αντιληφθεί όμως γρήγορα μετά από αρκετές περιπέτειες ότι το συμφέρον βρίσκεται στην εκμετάλλευση της ξυλείας. Πιο ψυχρός υπολογιστής, υιοθετεί τρεις γιους για να έχει διαδοχή στην εταιρεία (που λέγεται από ένα σημείο Τσαρλς Ντιουκ και Υιοί, και αλλάζει ονόματα στο διάβα των χρόνων), ενώ έχει και δικά του παιδιά των οποίων ένα παρακλάδι συγγενεύει με τους Σελ (ένας από τους γνήσιους γιους παντρεύεται ιθαγενή και η κόρη τους παντρεύεται Σελ) αλλά ποτέ δεν το ανακαλύπτουν! Χειριστές νεροπρίονων, εκτιμητές του όγκου της ξυλείας που υπάρχει σε μια περιοχή, συνεργεία παντός είδους, έμπειροι ξυλοκόποι, εργολάβοι και επιθεωρητές/επιστάτες γης,  επιστρατεύονται δημιουργώντας τεράστιες μονάδες εκμετάλλευσης, ενώ συμπληρωματικές επιχειρήσεις υποβοηθούν την κεντρική επιχείρηση.
Τα οικογενειακά δέντρα είναι τόσο μπλεγμένα που  θεωρήθηκε σκόπιμο να παρατεθούν για τον αναγνώστη στις πίσω σελίδες του βιβλίου. Είναι πολυπληθείς οι σχέσεις, οι καταστάσεις, και τα συμφέροντα αλληλοκρουόμενα. Ξεχωρίζουν κάποιες ισχυρές προσωπικότητες, και μάλιστα κάποιες απ’ αυτές είναι γυναίκες: είναι η Μπέατριξ (που ανήκει και στις δυο οικογένειες, εφόσον είναι απόγονος των Σελ και παντρεύεται Ντυκέ 324),η Πόουζι των Ντιούκ και η κόρη της Λαβίνια, που αναδεικνύεται σε μεγάλη επιχειρηματία, με ακόρεστη φιλοδοξία και προσαρμοστικότητα στις εκάστοτε νέες συνθήκες.  Η τελευταία μάλιστα μπλέκει και σε ρομαντικό ειδύλλιο με τον σκεπτικιστή (όσο αφορά την καταστροφή των δασών) Ντίκερ, που κι αυτός είναι μια προσωπικότητα ξεχωριστή. Ιδιαίτερη είναι και η Σαπατίσια της εποχής μας πια, που αποσύρθηκε στις ερημιές αφού μελέτησε τα οικοσυστήματα και γύρισε όλον τον κόσμο.
Όμως οι πραγματικοί πρωταγωνιστές είναι τα… πραγματικά δέντρα, του απέραντου, μοναδικού και ανεπανάληπτου δάσους. Πονάει η ψυχή του αναγνώστη όταν βλέπει με μυθιστορηματική λεπτομέρεια πόσο άπληστος για ενέργεια/πλούτο/κέρδος ήταν ανέκαθεν ο άνθρωπος, με πόση άγνοια και αποκοτιά καταπατά τη φύση και τους ανθρώπους που σέβονται τη φύση, και με πόσο εγωισμό την ισοπεδώνει χωρίς έλεος (για μια στιγμή τρόμαξε∙ αν ολόκληρα χιλιόμετρα δάσους μπορούσαν να αφαιρεθούν τόσο γρήγορα από μερικούς άντρες με τσεκούρια, μήπως τότε το δάσος ήταν τόσο ευάλωτο όσο και οι κάστορες;). Καλλιεργεί ανταγωνιστικές σχέσεις με όσους καταπατούν, όπως κι αυτός, τις εκτάσεις που εποφθαλμιά, και κηρύσσει πόλεμο με όποιον στέκεται εμπόδιο. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Ντυκέ:
Μετά απ’ όλες τις αδικίες που είχε υπομείνει, μετά απ’ όλα όσα είχε κάνει, που πέρασε στο Νέο Κόσμο, που δραπέτευσε από τον Τρεπανί, που έμαθε τη σκληρή δουλειά, του voyageur, ανακάλυψε τον τρόπο να χρησιμοποιεί το δάσος για να πλουτίσει, που έμαθε να διαβάζει και να γράφει και να μετράει, που ταξίδεψε στην Κίνα, μετά απ’ όλες τις εμπορικές διασυνδέσεις που είχε δημιουργήσει, είχαν έρθει αυτά τα αποβράσματα του Μέιν για να κλέψουν τη δική του ξυλεία.  
Οι άνθρωποι του βασιλιά στη Νέα Γη, που είναι ανεξέλεγκτη για τη γηραιά ήπειρο, "κλέβουν το Στέμμα" εκχωρώντας κομμάτια γης σε άλλους, ενώ εξασφαλίζουν τα καλύτερα φιλέτα για τον εαυτό τους. Στην καλύτερη περίπτωση κάποιοι απ’ τους ιδιοκτήτες εταιρειών, πριονιστηρίων κλπ φροντίζουν για μερική (;;!!) αναδάσωση, που ποτέ όμως δεν μπορεί να υποκαταστήσει τα αιωνόβια δέντρα που εξαφανίστηκαν ανεπιστρεπτί. Οι επιχειρήσεις εξαπλώνονται και στον τομέα της κατασκευής τσεκουριών, η δε απληστία οδηγεί κάποιους μέχρι την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία (Εταιρεία Νέας Ζηλανδίας) με συστηματικό εποικισμό (ιεραπόστολους κλπ), όπου η επαφή με τους ανθρωποφάγους Μαορί ήταν πρόκληση. Η ομορφιά του καινούριου κόσμου με τα παρθένα δάση, τα έντονα χρώματα και τα μεθυστικά αρώματα αντισταθμίζεται από τους άγνωστους, «αρχαίους» κινδύνους. Εκεί όμως υπάρχει και ο παράδεισος της ξυλείας, τεράστιες εκτάσεις με τα περίφημα, απίστευτα  δέντρα «κάουρι»,  των οποίων ο κορμός μπορούσε να έχει την περιφέρεια μιας μεγάλης χριστιανικής εκκλησίας (τώρα βέβαια έχουν εξαφανιστεί αυτού του μεγέθους τα κάουρι)!!
Βέβαια, υπάρχουν κι αυτοί που πενθούν για την απώλεια του δάσους κι όλης της ποικιλότητας ζωής φυτικής και ζωικής που σημαίνει το δάσος, και είναι φυσικά οι ινδιάνοι. Η πρώτη φωνή που ακούμε, φωνή που θρηνεί για την απώλεια των πυκνών σημείων στο δάσος όπου φύτρωναν ορισμένα φυτά αλλά δεν φυτρώνουν πια λόγω της δραστηριότητας των αποίκων και που αντιστέκεται σ’ αυτήν την αλόγιστη αποψίλωση, είναι της Μαρί, της γυναίκα του Ρενέ Σελ: το δάσος ήταν μια ζωντανή οντότητα, ζωτικής σημασίας όσο και οι υδάτινοι δρόμοι, γεμάτο με δώρα, φάρμακα, τροφή, καταφύγιο, υλικά γα εργαλεία. Έπρεπε να ζεις μαζί του αρμονικά, νιώθοντας ευγνωμοσύνη. Γυναικεία λόγια, κατά τον Ρενέ. Όμως, σύμφωνα με την παράδοση των Ινδιάνων, οι γυναίκες είναι σημαντικές, αυτές έπαιρναν τις μεγάλες αποφάσεις.
Βλέπουμε λοιπόν αυτούς τους λαούς να εκτοπίζονται από Γάλλους και Άγγλους που προελαύνουν με τον αέρα του κατακτητή. Οι Γάλλοι μάλιστα χρησιμοποιούν τους Ινδιάνους σαν στρατιώτες που πολεμάν για λογαριασμό τους, ή για την προστασία τους, εκμεταλλεύονται σεξουαλικά τις γυναίκες τους, τους δίνουν δώρα, τους εξαγοράζουν, τους εξαπατούν (Ζοζέπ: δεν καταλαβαίνουν ότι είμαστε σύμμαχοι του Γάλλου βασιλιά, αλλά όχι υποτελείς του), όπως ακριβώς και οι Ισπανοί, Βέλγοι Ολλανδοί κλπ σε Κεντρική, Νότια Αμερική, και Αφρική. Βλέπουμε και τον ανταγωνισμό Γάλλων και Άγγλων για τη Νέα Γη, όπου οι πρώτοι παρουσιάζονται πιο ανθρώπινοι (παντρεύονται και κάποιες Μικμάκ), ενώ οι Άγγλοι νομίζουν πως όλα είναι ιδιοκτησία τους).
Καθώς διερχόμαστε τις γενιές, παρακολουθούμε τις τραγικά συγκινητικές προσπάθειες των Ινδιάνων (που βέβαια έρχονται σε επιμειξίες με τους «εισβολείς») να μη χάσουν στοιχεία του πολιτισμού τους, ενώ παράλληλα αναγκάζονται να μάθουν τη γλώσσα των ευρωπαίων, τη γραφή κλπ. Κάποιοι, όπως ο Τεοντίστ,  πολεμούν κι εναντίον των Άγγλων (όταν οι Άγγλοι κήρυξαν το Χάλιφαξ αγγλικό οικισμό, το 1749). Δυσκολεύονται όμως να διατηρήσουν τον τρόπο ζωής τους ∙ να βρουν αχιβάδες που υπήρχαν άλλοτε κάτω απ’ τα παχιά φυλλώματα και τα έτρωγαν τα γουρούνια∙ βότανα που ήταν πολύ κοινά –μολόχα, τσουκνίδα, ζοχός, λάπαθο κ.α.- τώρα γίνονται σπάνια, κι έτσι δεν έχουν άλλη λύση επιβίωσης από το  να υιοθετήσουν τους τρόπους των Ευρωπαίων. Το κυνήγι των ζώων σπανίζει, κι έτσι οι κυνηγοί τώρα πια λείπουν ώρες από τα σπίτια τους. Κάποια στιγμή συνειδητοποιούν ότι είναι δυο διαφορετικοί κόσμοι, και πρέπει με συνειδητές προσπάθειες να κρατούν τον «κόσμο τους ως Μικμάκ», ενώ παράλληλα τους λείπει η τροφή κι η στέγη.  Όσο περνούν τα χρόνια αντιμετωπίζουν και μεγαλύτερη εχθρότητα (ιδιαίτερα από τους Άγγλους) και οι ίδιοι βρίσκονται σε απόγνωση: Ήταν μαρτύριο να βλέπει τους ανθρώπους της φυλής του πεινασμένους να τρέχουν πίσω απ’ τους Εγγλέζους ζητώντας δουλειά ή φαγητό). Το χειρότερο όμως είναι ότι, όσο περνούν τα χρόνια, χάνουν την ικανότητα να νιώθουν πώς να καταλαβαίνουν και να αποκρυπτογραφούν π.χ. τα ίχνη των ζώων, τα εποχικά σημάδια των φυτών και των δέντρων, τις οσμές των αρκούδων, κλπ κλπ. Ο ρόλος των Ινδιάνων πια σιγά σιγά ξεπέφτει σε οδηγούς των λευκών στο κυνήγι, στο ψάρεμα (οι λευκοί δεν καταλαβαίνουν ότι αυτή ήταν η δουλειά μας. Γι αυτούς το κυνήγι και το ψάρεμα είναι παιχνίδι μόνο. Νομίζουν ότι είμαστε τεμπέληδες γιατί μόνο «παίζουμε»).
Απ’ την άλλη, η δυτική/χριστιανική αντίληψη θεωρεί τους Ινδιάνους «πρόβλημα», γιατί δεν χρησιμοποιούν σωστά τη γη, απλώς περιφέρονται και κυνηγούν. Για τους Ευρωπαίους, είναι φυσιολογική και χριστιανική η αλλοτριωμένη αντίληψη:  «Όπως μας λέει η Αγία Γραφή, είναι καθήκον μας να χρησιμοποιούμε τη γη. Και υπάρχει τόση γη εδώ, που μπορείς να κάνεις οτιδήποτε θέλεις. Οι Ινδιάνοι δεν μπορούν να καταλάβουν ότι η σωστή χρήση είναι να αποψιλώσεις, να οργώσεις, να φυτέψεις και να συγκομίσεις, να βάλεις ζώα να βοσκήσουν, να ανοίξεις ορυχεία και να παραγάγεις ξυλεία. Με λίγα λόγια είναι απολίτιστοι. Και αντίχριστοι». Υπάρχει βέβαια και ο αντίλογος του Μπερνάρ, που τον κρατά όμως για τον εαυτό του: «και γιατί δε θεωρούσε χρήση της γης το κυνήγι και τη συλλογή καρπών;»
Οι απόγονοι του Σελ, που έχουν έντονο το ινδιάνικο στοιχείο, έχουν περισσότερο ενδιαφέρον γιατί ζουν στο μεταίχμιο των δυο κόσμων: (Δεν ανήκω εδώ. Δεν ανήκω στο Μικμάκι –Νέα Σκωτία το λένε τώρα. Είμαι κάτι ξέχωρο απ’ όλους, Άγγλους, Μικμάκ, Γάλλους, Αμερικανούς. Δεν έχω θέση πουθενά. Πολλοί Μικμάκ στο χωριό προσποιούνται ότι όλα είναι εντάξει, αλλά τα ζώα σπανίζουν, και κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ο σωστός τρόπος να ζει). Μερικούς μάλιστα τους προορίζουν και για επιχειρηματίες.
Οι αιώνες περνούν και η τεχνολογία προχωράει. Οι τεράστιοι κορμοί δεν μεταφέρονται πια με το ρεύμα των ποταμών, αλλά δημιουργούνται οι σιδηρόδρομοι, με όλες τις απαραίτητες διεργασίες που σημαίνει αυτό (κι άλλη αποψίλωση, ρευστοποίηση μεταλλευμάτων=> απίστευτος αριθμός δέντρων , πυρκαγιές ελεγχόμενες και ανεξέλεγκτες .  Φτάνοντας στον 20ο αιώνα, κάποιοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι  η φύση είναι πεπερασμένη, κι ότι η εκμετάλλευσή της προϋποθέτει μια πολιτική συντήρησης. Ήδη ο Ρούσβελτ ενσωματώνει αυτήν την πολιτική σε θεσμούς και νόμους (δασοπονική Υπηρεσία, κρατική κατάσχεση δασικών εκτάσεων, κρατικός έλεγχος). Όμως η πρώτη πραγματικά συνειδητή «οικολογικά ευαίσθητη»  φωνή στο βιβλίο, που νοιάζεται όχι για τον άνθρωπο-εκμεταλλευτή αλλά για το ίδιο το δάσος είναι του Τσάρλι, του «αποτυχημένου» γιου του Ντίρερ:
-Είδα πάρα πολλές φυτείες πεύκων σε τακτοποιημένες σειρές. Αλλά δεν τα θεωρώ δάση.
-Μάλιστα. Για σένα δηλαδή τι είναι δάσος;
ίμαι σίγουρος ότι οι άγριες φυσικές δασικές εκτάσεις είναι τα μόνο πραγματικά δάση. Ολόκληρη η ατμόσφαιρα-το περιβάλλον, ο αέρας, οι μπλεγμένες μεταξύ τους ρίζες, οι ταπεινές φτέρες και οι λειχήνες, τα έντομα και οι αρρώστιες, το χώμα, το νερό, ο καιρός. Όλα αυτά τα κομμάτια φαίνονται πως πλέκονται μαζί και σχηματίζουν μια μεγάλη άγρια ορχήστρα. ΄
Ένα δάσος που ζει για τον εαυτό του και όχι προς όφελος της ανθρωπότητας. 
Καθώς προχωράμε στο τέλος του 20ου αιώνα και στις αρχές του 21ου, βρίσκουμε τους απόγονους των δυο δυναστειών Κόνραντ, Ζαν και Φίλιξ πιο ευαισθητοποιημένους  να σπουδάζουν, να ερευνούν τα οικοσυστήματα και ιαματικά φυτά των Μικμάκ, να προσχωρούν στον ακτιβισμό, («οικοβλαμμένους», του αποκαλεί κάποιος!). Οι δυο τελευταίοι μάλιστα επισκέπτονται την Σαπατίσια Σελ, θεία τους επιστήμονα που έχει αποσυρθεί στην ερημιά, για να τη ρωτήσουν για τα βότανα των Μικμάκ: αν ξέρουμε ότι ένα συγκεκριμένο φυτό γιατρεύει τον πόνο ή τη φαγούρα, γιατί δεν μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε πια;
Θα τελειώσω την «ανάγνωση» αυτού του βιβλίου με τη μεγαλειώδη απάντηση της Σαπατίσια, που νομίζω ότι είναι και απόσταγμα σοφίας όλης της μυθιστορηματικής πλοκής:
-Για όνομα του θεού, ήρθατε μέχρι εδώ για να με ρωτήσετε αυτό;(…)Ίσως νομίζετε ότι έχω την απάντηση. Δεν την έχω.(…) Εκείνα τα φυτά περιτριγυρίζονταν από δυνατά και υγιή δέντρα, δέντρα που δεν υπάρχουν πια, δέντρα που αντικαταστάθηκαν από άλλα, αδύναμα κι αρρωστημένα. Δε γνωρίζουμε τίποτα για τη συμβιωτική σχέση που είχαν αναπτύξει εκείνα τα φυτά με τα δέντρα και τους θάμνους της εποχής τους.
Το δάσος είναι η αρχή και πιθανώς το τέλος.

Υγ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η παρουσίαση της Μάρω Βασιλειάδου, στο άρθρο  "Η ευαίσθητη επιδερμίδα των δέντρων"
Χριστίνα Παπαγγελή


Σάββατο, Νοεμβρίου 02, 2019

Κόμπο τον κόμπο, Δήμητρα Λουκά


Πρόκειται για 22 σπαραχτικές αφηγήσεις  από την περιοχή της Πρέβεζας, στα σκληρά μεσοπολεμικά χρόνια οι περισσότερες, μέχρι και τον εμφύλιο. Με έντονο το στοιχείο της προφορικότητας, όχι μόνο γιατί έχουμε αυτούσιο -υποθέτω- το ιδίωμα της περιοχής, αλλά και γιατί η δομή της αφήγησης ακολουθεί τις τεχνικές του προφορικού λόγου: το ενδιαφέρον υψώνεται εξαρχής κάθετο μέσα από ένα κεντρικό συναίσθημα (π.χ. αφού επιμένεις να με ρωτάς για τον πατέρα μ’, θα σου πω ότι περήφανος δεν είμαι/τι τα θέλεις μωρέ παιδάκι μ’ και τα σκαλίζεις τώρα; Ήταν άτυχος ο αδερφός μ’, και κάθε φορά που τον θυμιέμαι μου λιγώνεται η καρδιά/στην κηδεία του άντρα της του Θωμά, η Φρόσω έμοιαζε σα να θέλει κι εκείνη να πεθάνει) που ξεδιπλώνεται από τις πρώτες πρώτες αράδες προς τον κεντρικό πυρήνα της αφήγησης. Συνήθως υπάρχει ένα β΄ενικό («παπά μ΄», «Θοδωρούλα μ’», «παιδάκι μ’», «Διονυσούλα μ’»), ένα πρόσωπο στο οποίο εξομολογείται ο εκάστοτε αφηγητής/τρια. Κυρίως όμως, όπως ακριβώς και στον προφορικό λαϊκό λόγο, δεν υπάρχει παραστατικότητα θεατρική, ανάλυση ή αναστοχασμός αλλά γεγονότα που πολλές φορές μάλιστα απλώνονται σε μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ τα συναισθήματα αποδίδονται λιτά και σύντομα, όμως με δυνατές μεταφορές (έλεγα ότι η σιωπή θα ημερέψει σιγάσιγά τον πόνο, αλλά εκείνη τον θέριεψε σαν τον ασπάλαθρα την άνοιξη κι όλο μ’ αγκυλώνει την καρδιά). «Κόμπο τον κόμπο» αφηγείται κάθε φορά το πρόσωπο-πρωταγωνιστής, που τον πνίγουν ο πόνος και οι αναμνήσεις, και νομίζω ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει πιο εύστοχος τίτλος: από κόμπο σε κόμπο προχωρά στέκεται η μνήμη, η αφήγηση, η ματιά, η ψυχή. Η αφήγηση επομένως γίνεται πολλές φορές συνοπτική σε χρόνο όπως ακριβώς λειτουργεί η ανάμνηση, με ελάχιστους διαλόγους, ενώ σταλάζουν στον αναγνώστη εικόνες ανεξίτηλες, εικόνες  που μέσα απ την διάφανη σκληρότητά τους υποδηλώνουν κάθε φορά το απύθμενο  βάθος μιας ανώνυμης -πάντα όμως προσωπικής- τραγωδίας.  Απ΄αυτές τις αμέτρητες, που σκηνοθετεί η σκληρή ζωή της ελληνικής επαρχίας, ιδιαίτερα  στα «πέτρινα χρόνια». Κι όταν πρόκειται για μια περιοχή με ιδιαίτερη ιστορία όπως η περιοχή της Πρέβεζας, όπου δεσπόζουν τα Τζουμέρκα με την ιστορική παράδοση στην κλεφτουριά, σχετικά κοντά στα σύνορα με την Αλβανία, με μειονότητες όπως οι Τσάμηδες και με φουντωμένα τα πάθη του εμφυλίου στα ηπειρωτικά βουνά, οι μαρτυρίες είναι καυτή λάβα.
Κάθε διήγημα λοιπόν, ακόμα κι αυτά που εκτείνονται σε 2-3 σελίδες, σηματοδοτεί κι από μια τραγωδία, αγγίζοντας από τη μια τα περιθώρια της επίσημης ιστορίας, κι απ την άλλη το βάθος της ανθρώπινης ζωής στην υπαρξιακή μοναξιά της. Και οι συνθήκες είναι μοναδικές κι ανεπανάληπτες:
·         Η κόρη που περιμένει την επίσκεψη της μάνας, η οποία  τους είχε εγκαταλείψει μαζί με τον αδερφό, όταν ήταν πολύ μικρά για να κάνει μεγάλη ζωή με άντρα σταφιδέμπορο απ’ την Πάτρα. Κι όταν έρχεται σαν την άνοιξη, είναι «η ομορφιά της καλύτερη κι απ’ το λουλούδι τα’ άσπρο», μα έμεινε τρία βράδια και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Η ζωή προχωρά «κόμπο τον κόμπο» για να καταλήξει στην έσχατη γνώση (τότε κατάλαβα που ο άνθρωπος άμα αλέθεται με τούτο και με κείνο, θέλει δε θέλει, λησμονάει τους πεθαμένους, λησμονάει και τους ζωντανούς που, χει χρόνια πολλά να τους δει, γιατί και κείνοι πεθαμένοι λογαριάζονται μέσα τ’. Έτσι, τη συχώρεσα τη μάνα μ’, και με τη συχώρεση τη δική της γίνηκε το κλάμα μ’ τραγούδι, και από τότες πορεύτκα στη ζωή αχόλευτη ως τα σήμερα)
·         Το μακελειό στο σπιτικό του Ραχάμ του εβραίου στη διάρκεια του πολέμου , που «ψυχή σαν αυτού δεν ηύρε» (τη νίλα που είδαμε στο αραγώι την έχω αγκίδα στην καρδιά να με τρυπάει ως τα σήμερα)
·         Το κρίμα του πατέρα που ο γιος του βρήκε παράδες και μας το κρατάει κρυφό, και  κείνος καλύπτει το φονικό με την πρόφαση ότι ο γιος ατίμαζε την αδερφή (ήρθα να σε βρω και να στα πω παπά μ’, γιατί οι αράχνες μου δαγκάνουν τώρα το κορμί και να τις ξεπαστρέψω δεν μπορώ)
·         Το φευγιό μέσα στη νύχτα απ’ τους «αμίτες» (ΕΑΜίτες) της μάνας με τα παιδιά και τα μωρά στην αγκαλιά και τη μηχανή SINGER (βάλε σημάδι, κοπέλα μ’, να τη βρούμε πάλε όταν περάσει ο χαλασμός)
·         Η νύφη που την είχαν σαν δούλα και δεν την άφησαν ούτε το παιδί της να μεγαλώσει
·         Οι Τουρκαλβανοί/Τσάμηδες[1] που δέχτηκαν στην περιοχή της Πρέβεζας τα κύματα των προσφύγων του ’22 (οι Τσάμηδες δεν περιλήφθηκαν στην ανταλλαγή πληθυσμών), αλλά ζούσαν πάντα με φόβο γιατί ήταν μουσουλμάνοι και δεν τους ήθελαν ούτε στην Τουρκία (ο φόβος κερί αναμμένο έκαιε μέρα νύχτα απάνου στο σοφρά). Η αφηγήτρια είναι Τσάμισα  και μιλά στο δάσκαλο του χωριού (Σπαθαραίους) για το «κακό το μεγάλο» (όποιος σέρνει το χορό , δάσκαλε, θέλει και κάποιον να του κρατά τα ίσια, κνένας δε χορεύει μοναχός τ’): με αφορμή διακόσια πρόβατα γίνεται μεγάλο φονικό Τσάμηδων (δε ρίχνω το βάρος όλο στους χριστιανούς/έκαμαν κι οι δικοί μας πολλά/εκεί απάνου απ΄το κορμί μ’ το σακατεμένο, ορκίστκα να κρατήσω το παιδί).
·         Ο αψίθυμος Σπύρος, που από πληγωμένο φιλότιμο σκότωσε άνθρωπο και κρύφτηκε για ένα χρόνο στα βουνά γίνεται αφορμή για νέο φονικό απ’τον αφηγητή, όταν μαθαίνει ότι τον ξεγέλασε αυτός που τον φυγάδευσε απ’ την Πάργα (αλλά τι τα θέλεις, Μήτσο μ’, τα πλούτη έρχονται και φεύγουν σαν τα περατάρικα τα πουλιά)
Δεν είναι φυσικά σκόπιμο να αναφερθώ και στις 22 τραγωδίες της συλλογής, αν και όλες ανεξαιρέτως έχουν κάτι μοναδικό και ιδιαίτερο. Το  πρόχειρο δείγμα παραπάνω δείχνει  τον σπαραγμό ψυχής που κρύβεται πίσω απ’ αυτές τις ανώνυμες εξιστορήσεις, όπου κοινός τόπος είναι οι στερήσεις, η σκληρή αγροτική ζωή, το αναποδογύρισμα της μοίρας με εύκολη λύση το φονικό, το φευγιό, η εκδίκηση, ο ολοφυρμός των γυναικών (το φευγιό δε σβήνει το μνημονικό, μόνο ο Χάρος το ξεριζώνει). Κι ο θάνατος, φυσικός σαν κεραυνός, βιώνεται με διαφορετικό τρόπο σ’ αυτό το πλαίσιο: συγκλονιστικό το διήγημα «Πηγαδούσες» όπου μιλά η κόρη που έπεσε στο πηγάδι και την πήραν οι πηγαδούσες, εκειές οι έρμες που γλυκαίνουν τις κοπέλες με τη φωνή τους και τις παίρνουν στον κόσμο τον άλλο, αλλά και οι συμβουλές της αφηγήτριας για να γυρίσει ο αποθαμένος στο «Ο γυρισμός» (Σώπα, με το μοιρολόι δεν έρχεται πίσω/Τίποτα δε γένεται αν δεν προσεύχεται πρώτα η ψυχή και μετά το στόμα. Όταν ακούω ελαφρά τα πατήματά τα’ στις πλάκες της αυλής, σκώνομαι και του ανοίγω σιγανά την πόρτα. Το καντήλι σβήνει, οι άγιοι σφαλίζουν τα μάτια (…) τα ματάκια τ’ θολά, τα χείλια τ’ μπλάβα, τα μαλλάκια τ’ άσπρα τούφες τούφες και λιγοστά. Το κουστούμι τ’ έχει πάρει να πρασινίζει και να ξεφτίζει τόπους τόπους. Δε γίνεται να στ’ αλλάξω, σταυραϊτέ μ’ του λέω).
Ξεχωριστό είναι το σχετικά εκτεταμένο τελευταίο διήγημα, «Η εξαφάνιση της κεφαλής του Λάμπρου Γκαμέρα», ο οποίος εμφανίζεται ως ιστορικό πρόσωπο, ληστής που σκοτώθηκε στην Κρυοπηγή των Τζουμέρκων μετά από συμπλοκή με τη χωροφυλακή το 1931. Η υπόθεση  ξεφεύγει από το ιστορικό ενδιαφέρον κι αποκτά αστυνομική πλοκή με στοιχεία μεταφυσικής, εφόσον η κεφαλή και το μαχαίρι του Γκαμέρα έχουν εξαφανιστεί μυστηριωδώς απ΄ τη θέση τους στο Ιατροδικαστικό Τμήμα. Με θαυμαστό τρόπο ξεδιπλώνεται η τραγική ιστορία του ήρωα από την κόρη του, προς τον αφηγητή/ερευνητή του μυστηρίου:
-Μη με τηράς έτσι, σου’ πα απ’ την αρχή ότι, αν δεν πιστεύεις σαν το παιδί τα’ απονήρευτο ετούτα που σου λέω, να φύγεις.
Δεν ήθελα να τη θυμώσω. Της εξήγησα ότι
άλλο πράγμα είναι η έκπληξη κι άλλο η πίστη σ’ όσα ακούω.

Το θηλυκό στοιχείο
Όπως είδαμε και στα διηγήματα που προαναφέρθηκαν, σ’ αυτόν τον κόσμο της σκληρής ζωής και του θανάτου, η γυναίκα αγκαλιάζει τον πόνο με απαντοχή, θρηνεί σιωπηλά και καρτερικά (εξαιρετικό και το «Σαρκό» όπου η «θειά» αντιμετωπίζει την αρρώστια «σαν έτοιμη από καιρό»: Όσο να’ ρθεις πάλι, μπορεί να την έχω χάσει τη λαλιά μ’ Σοφούλα μ’. Ε, τότες θα πούμε κι εκειά που δε λέγονται). Γιατί ακόμα πιο τραγική είναι η θέση της γυναίκας στην κοινωνία αυτή, που είναι φτιαγμένη στα μέτρα των αντρών. Μια κοινωνία όπου τη στέρφα γυναίκα την επιστρέφουν στο πατρικό της, όπου ο πατέρας γκαστρώνει την κόρη του εν γνώσει της μάνας και η λύση βέβαια είναι να τη δώσουν σε σακάτη άνδρα, όπου ο σύζυγος νομιμοποιεί στη διαθήκη το παιδί που έκανε με την οικιακή βοηθό, όπου ο αδερφός («αλλάδελφος» για την ακρίβεια) προσπαθεί να «ρίξει» την αδερφή στα κληρονομικά («Στον τάφο τ’ να χορέψω» είναι ο καταπληκτικός τίτλος), όπου η γιαγιά πενθεί όλη της τη ζωή το θάνατο του πρώτου της παιδιού.
Κι η μάνα, που το παιδί  της γεννήθηκε παράλυτο, «ξεψυχάει για να το βλέπει να βαριοκοιμάται και να γέρνει το κεφαλάκι τ’ αδέξια σαν το λουλούδι το μαραμένο», του μιλάει και του τραγουδάει, και δίνει τη νύχτα όσα δίνει στα άλλα δυο τη μέρα, κι ενώ ο «πόνος τ’ της πλακώνει την καρδιά», φτάνει στη μεγαλύτερη σοφία που μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη καρδιά:
Μη βαρυγκομάς, καρδούλα μ’, έλεγα από μέσα μ’, πουλί του θεού είναι κι αυτό, θέλει να κουρνιάσει στη φωλιά της μάνας τ’.
 Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Τσάμηδες(από την Wikipedia): Με την ενσωμάτωση της Ηπείρου στο ελληνικό κράτος το 1913, η Ελλάδα αναγνώρισε την ύπαρξη μουσουλμάνων Τσάμηδων στη Θεσπρωτία, στην Πρέβεζα και στα Ιωάννινα. Το αλβανικό κράτος έκανε λόγο για ύπαρξη επίσης χριστιανών Τσάμηδων και διεκδικούσε εδάφη από την Ελλάδα, τα οποία αποκαλούσε Çamëria (Τσαμουριά στα ελληνικά). Στο διάστημα της κατοχής της Ελλάδας από τον Άξονα, το 1941 με 1944, ένα μέρος των Τσάμηδων συνεργάστηκε με τις δυνάμεις κατοχής και διέπραξαν εγκλήματα σε βάρος Ελλήνων στη Θεσπρωτία. Η Ιταλία, η οποία αναγνώριζε χριστιανούς Τσάμηδες και πλειοψηφία των Αλβανών στη Θεσπρωτία, εισηγήθηκε στον Άξονα να δοθούν κομμάτια της Ηπείρου στην Αλβανία, το σχέδιο όμως απορρίφθηκε από τη Γερμανία. Με την αποχώρηση των Ναζί από την Ελλάδα, ο ελληνικός στρατός εκδίωξε το μεγαλύτερο μέρος΄των μουσουλμάνων Τσάμηδων.