Δε ζητώ τίποτε άλλο
-να έχω νόημα, ν’ αφήσω μια γρατζουνιά
σ’ αυτήν ή σ’ εκείνη τη συνείδηση.
Μια ανείπωτη συμφορά -μάλλον πραγματική αλλά δεν έχει σημασία- που έπληξε τους κατοίκους της Ορτουέγια (περιοχή της χώρας των Βάσκων) στις 23 του Οκτώβρη του 1980, έδωσε το κίνητρο στον αγαπημένο συγγραφέα να προσπαθήσει να εισχωρήσει σε ανείπωτες πτυχές της ανθρώπινης ψυχής, που δύσκολα περιγράφονται με λόγια: την απώλεια ενός μικρού, εξάχρονου παιδιού. Δεν ήταν βέβαια ένα μόνο το νεκρό παιδί αλλά πενήντα (!) αδιαμόρφωτες ψυχούλες, μαθητές της πρώτης τάξης του δημοτικού, που μαζί με τρεις ενήλικες σκοτώθηκαν ακαριαία μετά την έκρηξη σε σωλήνες προπανίου κάτω από τις τάξεις του δημοτικού σχολείου της περιοχής. Ωστόσο, ο συγγραφέας θα εστιάσει στα πρόσωπα μιας και μόνο οικογένειας, που εμπλέκονται άμεσα σ’ αυτήν την τραγωδία. Συγκεκριμένα, η βασική ηρωίδα είναι η μάνα, η Μαριάχε, και ο πατέρας της, δηλαδή ο παππούς του μικρού παιδιού, του Νούκο, για το οποίο, πέρα από το ότι ήταν πανέμορφο δεν μαθαίνουμε τίποτα περισσότερο (τι όμορφο παιδάκι, με τις αφέλειές του, τα μαλακά μάγουλα και τα δοντάκια που ξεπρόβαλλαν στη μέση του χαμόγελου! Κι όμως, το άθροισμα όλων των χαμογελαστών χαρακτηριστικών συνέθετε μια έκφραση ελαφρά θλιμμένη, σαν ο Νούκο να ήξερε από νωρίς ότι δε θα ζούσε πολύ). Τέλος, είναι και ο σύζυγος της Μαριάχε, (πατέρας του Νούκο), ο Χοσέ Μιγκέλ.
Ο συγγραφέας, με την ψυχογραφική δεινότητα που τον διακρίνει, εξατομικεύει τις ψυχικές διακυμάνσεις του πόνου, της βαθύτερης οδύνης που μπορεί να νιώσει άνθρωπος, δίνοντάς μας πολλά στοιχεία της προσωπικής ζωής των ηρώων. Προχωρά όμως πέρα απ’ αυτό, στο θέμα της ύπαρξης ή της απουσίας του παιδιού στην ψυχοσύνθεση του γονιού, και προς το τέλος του βιβλίου, καθώς έχουν περάσει οι πρώτοι μήνες του πένθους, του πόθου να υπάρχει ένα παιδί. Αγγίζει τα μεταίχμια της μητρότητας, της πατρότητας, της σχέσης του παππού –κι όλα αυτά με την επιφύλαξη ότι ανήκουν στον χώρο του ανείπωτου.
Το κείμενο, ένας από τους πρωταγωνιστές
Για να στηρίξει αυτήν την ιδέα, ότι υπάρχουν ψυχικές καταστάσεις που δεν αντιστοιχούν στα λόγια, μεσολαβούν δέκα μικρά κεφάλαια, με διαφορετική γραμματοσειρά, όπου μιλάει το… ίδιο το κείμενο! Ομολογώ ότι δεν με ενθουσίασε αυτό το -μεταμοντέρνο;- εύρημα! Το «κείμενο», σαν Πρόσωπο, έχει γνώμη, έχει και συναισθήματα, εξεγείρεται απέναντι στην αλήθεια που κρύβεται πίσω από τη μυθοπλασία, εκφράζει την επιδοκιμασία του όταν το ύφος είναι περιεκτικό, διαμαρτύρεται στον συγγραφέα για υπερβολές ή αποκρύψεις (κρίνω ότι ο κίνδυνος να υποπέσω στη συναισθηματική υπερβολή ή σε στομφώδεις εκφράσεις δεν είναι μικρός). Αυτό όμως που διασώζει περισσότερο ο συγγραφέας μ’ αυτόν τον τρόπο είναι οι ενοχές του καλλιτέχνη, όταν αυτός νιώθει ότι «αξιοποίησε» μια τραγωδία που αποτέλεσε πλήγμα για τη ζωή πολλών οικογενειών, πιθανόν για να γνωρίσει τη συγγραφική επιτυχία, όπως θα τον κατηγορούσαν πρώτα πρώτα οι γονείς. Ακόμη, το πρόσωπο /κείμενο, θεωρεί ότι η προσέγγιση τραγωδιών με ρεαλιστικό τρόπο τροφοδοτεί τις νοσηρές τάσεις των πιθανών αναγνωστών. Δεν έχει σημασία επίσης, όπως ισχυρίζεται, πόση δόση πραγματικότητας ή φαντασίας εμπεριέχει. Ωστόσο, εξανίσταται όταν συνειδητοποιεί ότι ο συγγραφέας αρχικά χρησιμοποίησε τα πραγματικά ονόματα (μα δεν αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει μια τέτοια αδιακρισία για τους κατονομαζόμενους;).
Με τον τρόπο των εμβόλιμων κεφαλαίων, στα οποία μιλάει ουσιαστικά ο ίδιος ο συγγραφέας, αποκαλύπτεται μια αυτολογοκρινόμενη εσωτερική φωνή που αμφισβητεί, κρίνει, καθοδηγεί τον αναγνώστη ή προοικονομεί την πλοκή. Άλλοτε είναι σαν να απολογείται στον αναγνώστη, γιατί δεν είναι σε κάποια σημεία π.χ. αναλυτικός, ή απόλυτα πιστός στα γεγονότα, άλλοτε μας εξηγεί σε ποιο βαθμό ο ίδιος ερεύνησε ώστε να γίνουν κατανοητές κάποιες συμπεριφορές. Άλλο μείζον θέμα είναι σε ποιον βαθμό η βασική πληροφοριοδότρια, δηλαδή το πραγματικό πρόσωπο που βρίσκεται πίσω από τη Μαριάχε, νιώθει εκτεθειμένο, ή προδομένο από τη λογοτεχνική μεταφορά της προσωπικής της τραγωδίας, που σημειωτέον, ξεκινά πολύ πριν την απώλεια του παιδιού, κορυφώνεται με τον αιφνίδιο θάνατο του Νούκο αλλά συνεχίζεται και με την τραγική απώλεια του Χοσέ Μιγκέλ.
Θα λέγαμε λοιπόν ότι ο συγγραφέας, μ’ έναν πρωτότυπο τρόπο, εκφραζει απόψεις και προβληματισμούς που θα μπορούσαν να διατυπωθούν σ’ ένα δοκίμιο, σχετικά με τις ηθικές διαστάσεις του να μεταφράσεις στο χαρτί με λόγια, μια τεράστια τραγωδία.
Μαριάχε-Χοσέ
Το σχέδιο της ζωής μου συντρίφτηκε από τη μια μέρα στην άλλη
/εγώ όμως δεν έχω συντριβεί,
εγώ στέκομαι ακόμα όρθια αναπνέοντας
και απολαμβάνοντας με ηρεμία τη συνταξιοδότησή μου
Η Μαριάχε είναι το επίκεντρο της πλοκής, κι όχι μόνο επειδή είναι η τραγική μητέρα, αλλά επειδή είναι το «δοχείο» όπου εκβάλλουν οι προσωπικές τραγωδίες και του Νικάσιο και του Χοσέ, στις οποίες θα αναφερθώ -σύντομα- παρακάτω. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι τα κεφάλαια όπου παρακολουθούμε τη Μαριάχε είναι γραμμένα πρωτοπρόσωπα. Ο συγγραφέας την παρουσιάζει χρόνια μετά (πάνω από εβδομήντα χρονών) να αφηγείται, όταν πια ο κουρνιαχτός όλων των γεγονότων, και όσων ακολούθησαν, έχει κατακάτσει. Αρχικά, βλέπουμε με ρεαλισμό σ’ ένα σύντομο «χρονικό», πώς βίωσε η Μαριάχε τις φοβερές στιγμές, αλλά και τη συναισθηματική αστάθεια που ακολούθησε (δεν θα μπορούσα να διακρίνω το σημαντικό από το ασήμαντο). Όχι, τον πρώτο καιρό δεν μπορεί να ασχοληθεί με τίποτα (με καμία δραστηριότητα, ούτε καν την πιο απλή από τις απλές, γιατί τον χρόνο και τη δύναμή μου θα τις καταλάμβανε εξ ολοκλήρου ο πόνος/μπροστά μου εκτεινόταν μια ολόκληρη μέρα αδράνειας, απόλυτης έλλειψης κινήτρων κατά τη διάρκεια της οποίας κατά διαστήματα θα έβαζα τα κλάματα). Καθώς περνάνε ωστόσο οι μήνες, και καθώς ο διαταραγμένος πατέρας της και ο μελαγχολικός Χοσέ καταλαμβάνουν το πεδίο δράσης της, αρχίζει και ψάχνει διεξόδους (π.χ. να απασχολείται στο κομμωτήριο της φίλης της, της Γκαρμπίνιε).
Αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ο κλυδωνισμός της σχέσης με τον Χοσέ. Ο Χοσέ Μιγκέλ περιγράφεται σαν ένας «αγαθός γίγαντας»· είναι σωματώδης, ήρεμος, στοργικός, αφοσιωμένος σύζυγος, τρυφερός και πολύ καλός πατέρας. Από την άλλη είναι πειθήνιος, ντροπαλός, και αδέξιος, «χωρίς γούστο ή στυλ», σύμφωνα με τη Μαριάχε βαρετός, τον αποκαλεί «βασιλιά της πλήξης». Ωστόσο, η Μαριάχε εκτιμά και την έλλειψη βιασύνης στο σεξ, αλλά και ότι στέκεται δίπλα της προστατευτικά· είναι «απλός σαν κρίκος» όπως θα έλεγε ο Νερούντα, και νιώθει ασφάλεια δίπλα του.
Καθώς η πληγή κρυώνει και μπαίνουν πια σε μια φαινομενική κανονικότητα, έχουν να αντιμετωπίσουν την απουσία του παιδιού, π.χ. να αδειάσουν το δωμάτιό του. Ο Χοσέ ζητά απλά να προσπαθήσουν να κάνουν άλλο παιδί. Οι προσπάθειες αυτές βάζουν το ζευγάρι σε νέα δοκιμασία και ανάγκη μιας νέας ισορροπίας. Η Μαριάχε ξέρει όμως αυτό που δεν ξέρει ο Χοσέ, και η κατάσταση οδηγείται σε μια νέα τραγωδία, που δεν θα συνέβαινε αν δεν είχε σκοτωθεί ο εξάχρονος γιος.
Νικάσιο
Οι συνέπειες του τραγικού δυστυχήματος στον παππού (και νονό) του μικρού Νούκο, είναι ψυχολογημένες αλλά απρόσμενες. Ο Νικάσιο δεν μπορεί να δεχτεί τη νέα πραγματικότητα, εξακολουθεί να συμπεριφέρεται καθημερινά σα να ζει ο εγγονός του: εμφανίζεται το πρωί στο σπίτι για να τον συνοδεύσει στο σχολείο, του μιλάει στο δρόμο και χειρονομεί σα να υπάρχει δίπλα του, ξημεροβραδιάζεται στο νεκροταφείο και, το πιο ανησυχητικό, ανασυνθέτει το δωμάτιο του Νούκο όπως ακριβώς ήταν, στο δικό του σπίτι, υπερβάλλοντας σε εμμονές άσκοπες και κουραστικές.
Έχει ενδιαφέρον πώς ψυχογραφεί ο συγγραφέας τη Μαριάχε αλλά και τον Χοσέ μπροστά σ’ αυτήν την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά.
Καθώς όμως ο Νικάσιο γερνάει, με όλα τα προβλήματα της ηλικίας (πτώση, εγχείρηση, ανημπόρια κλπ), η αποκλίνουσα αυτή συμπεριφορά που φτάνει στα όρια της διανοητικής βλάβης, γίνεται στόχος του κοινωνικού περίγυρου. Ο κόσμος τον περιγελά, φτιάχνει περιπαιχτικά δίστιχα- ο Νικάσιο γίνεται ο «τρελός του χωριού». Ωστόσο, η Μαριάχε είναι πεπεισμένη ότι ο πατέρας της δεν είναι δεν έχει χάσει τα μυαλά του, και ότι ακριβώς για να μην τα χάσει, προσκολλάται με πλήρη επίγνωση των πράξεών του στην παρηγοριά της άρνησης του θανάτου του παιδιού, πράγμα που της Μαριάχε δεν της φαίνεται κακό.
Πένθος
Δεν θα έλεγα ότι είναι από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει του Αραμπούρου (βλ. Η πατρίδα, Τα χρόνια της βραδύτητας, Τα πετροχελίδονα), αλλά καθώς το πένθος είναι ένα θέμα καθολικό, που αφορά κάθε ανθρώπινο ον, και όχι μόνο, ταυτόχρονα όμως ο καθένας το βιώνει με τον δικό του προσωπικό κι εξατομικευμένο τρόπο, βρήκα στοιχεία που ήταν συγκλονιστικά και μοναδικά. Ναι, ουσιαστικά πρωταγωνιστεί το πένθος για το αγαπημένο πρόσωπο, που άλλος απωθεί, άλλος του μιλάει συνέχεια όπως ο Νικάσιο, άλλος γίνεται εγωιστής (το να έχει υποστεί κανείς μια τόσο μεγάλη απώλεια και να είναι συντετριμμένος δε δικαιολογεί τα πάντα)· άλλος πετάει τα πράγματα του νεκρού κι άλλος τα φυλάει σαν φυλαχτό· άλλος κλαίει συνέχεια, άλλος τρώει συνέχεια, άλλος κοιμάται συνέχεια, άλλος λατρεύει τις φωτογραφίες, άλλος προσεύχεται. Άλλος δεν θα αποδεχτεί ποτέ την απώλεια, άλλοι μιλούν για τον νεκρό κι άλλοι σωπαίνουν. Κι όλα αυτά σε χιλιάδες αποχρώσεις όσοι είμαστε οι άνθρωποι και οι συγκεκριμένοι εκλείποντες.
Η Μαριάχε είναι το πρόσωπο του μυθιστορήματος που έχασε μάνα, πατέρα, παιδί και σύζυγο, κι ωστόσο η ζωή, συνεχίζεται γι’ αυτήν την τριαντατριάχρονη γυναίκα, έτσι όπως την παρακολουθούμε μέχρι το τέλος, καθώς το «ερωτικό της ένστικτο», αντίρροπο στο ένστικτο του θανάτου, όπως θα έλεγε ο Χρήστος Μαλεβίτσης [1] «στην ακατάβλητη εμμονή του, δεν περιχωρείται από τίποτα που θα το αναχαίτιζε». Είναι βέβαια τσακισμένη, αλλά:
Δεν μ’ ένοιαζε αν πήγαινα κάπου ή αν δεν πήγαινα πουθενά. Ωστόσο, δεν μπορούσα να σταματήσω γιατί αυτό ακριβώς είναι η ζωή, να κινούμαστε, ν’ αναπνέουμε είτε το θέλουμε είτε όχι, ν’ ανοιγοκλείνουμε τα βλέφαρα χωρίς να το συνειδητοποιούμε και να βαδίζουμε, άντε, μπρος, προς την επόμενη προέκταση της διαδρομής, με την ελπίδα να βρούμε πίσω απ’ τον ορίζοντα έναν λόγο, έναν στόχο, ίσως ένα σημείο άφιξης.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Βλ. «Επιστροφή στο Χάος», Χρήστος Μαλεβίτσης (Ο φεγγαροχτυπημένος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου