Είχα θελήσει να φύγω από την παιδική μου ηλικία,
είχα θελήσει να δραπετεύσω από τον γκρίζο ουρανό του Βορρά,
και την καταδικασμένη ζωή των παιδικών μου φίλων,
που η κοινωνία τους είχε στερήσει τα πάντα.
Ένα ακόμα αυτοβιογραφικό κείμενο του καταξιωμένου και αγαπημένου νεαρού συγγραφέα, που τίμησε με την πληθωρική του παρουσία και τον περιεκτικό του λόγο το αντιρατσιστικό φεστιβάλ του 2024, και του οποίου το συγκεκριμένο έργο («Αλλαγή: Μέθοδος») ανέβηκε φέτος τον χειμώνα στο θέατρο (σκηνοθεσία: Άγγελος Χατζάς)[1]. Ο Εντουάρ Λουί, που ξεκίνησε ως Εντύ Μπεγκέλ από μια πολύ φτωχή και άξεστη οικογένεια της Β. Γαλλίας («Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ»), κατέθεσε με εξομολογητικό τρόπο στα περισσότερα βιβλία του (πλην των δοκιμιακών) την εμπειρία του, την δική του αρχικά και των γονιών του («Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας», «Η Μονίκ δραπετεύει», «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου») στον αγώνα προς την ελευθερία, την απελευθέρωση δηλαδή εκείνου και της μητέρας του από τα δεσμά της κοινωνικής τους τάξης. Ο Εντύ Μπελγκέλ κατάφερε να ξεφύγει από τις ταπεινώσεις της φτώχειας, της αμορφωσιάς αλλά κυρίως από την κοινωνική κατακραυγή (επειδή -από μικρός φαινόταν ότι -ήταν ομοφυλόφιλος), μπαίνοντας στο Λύκειο της Αμιέν. Ήταν ο μόνος από την γενέτειρά του που κατάφερε να ανέβει σχολική βαθμίδα κι αυτή η επιτυχία είναι αξιοθαύμαστη, για όσους τον παρακολουθήσαμε από κοντά (βλ. πρώτο βιβλίο) όχι μόνο γιατί το μορφωτικό κεφάλαιο της οικογένειας ήταν μηδενικό, αλλά γιατί προϋπέθετε ισχυρή θέληση, ψυχικό σθένος, επιμονή και αγωνιστικό πνεύμα.
Αυτό όμως δεν ήταν όμως παρά το «πρώτο σκαλί». Ο Εντύ απαλλάσσεται φαινομενικά από τα φαντάσματα του παρελθόντος (εν μέρει βέβαια), από τον απορριπτικό πατέρα κι απ’ τους εφιαλτικούς συμμαθητές του, αλλά στη μεγάλη πόλη είναι σαν τη μύγα μεσ’ στο γάλα. Όπως γράφει στην πρώτη πρώτη σελίδα ο εικοσιεξάχρονος πια Εντουάρ, το παρελθόν πάντα τον κυνηγάει – οι συμπεριφορές, η προφορά στη γλώσσα, οι μνήμες, οι συνήθειες, οι στρεβλές ιδεολογίες, η άγνοια, οι αναμνήσεις. Ό, τι κάνει από δω και πέρα ο ενήλικος Εντουάρ είναι «για να σωθεί», για να βρει ή -όπως ο ίδιος διατυπώνει- να επανεπινοήσει τον εαυτό του, να χτίσει την ταυτότητά του, την προσωπικότητά του. Για να επιβιώσει από το εφιαλτικό του παρελθόν όπου μέλη της οικογένειάς του είναι φυλακισμένοι, αλκοολικοί ή ρατσιστές, και οπωσδήποτε φτάνει σε αποκρουστικές ακρότητες, τις οποίες όμως παραδέχεται και εκθέτει στον δημόσιο λόγο.
Έτσι, μας αιφνιδιάζει δυσάρεστα το «ξεπούλημα» που ομολογεί στον «δεύτερο πρόλογο» του βιβλίου, όπου περιγράφει με λεπτομέρειες τον αγοραίο έρωτα που χάρισε (ή τουλάχιστον προσπάθησε) σ’ έναν σιχαμερό τύπο που γνώρισε σε σχετικό σάιτ, προκειμένου να εξοικονομήσει χρήματα για… τον οδοντίατρο. Το περιστατικό είναι κωμικοτραγικό, και όπως ομολογεί κι ο ίδιος ο Εντουάρ «δεν ήταν και τόσο σοβαρό/δε ήταν παρά μια δυσάρεστη στιγμή που μπορεί κανείς να τη ζήσει σε οποιαδήποτε κατάσταση». Κι όμως, φαίνεται ότι ήταν τόσο κομβικό που έκανε τον ήρωά μας, πρώτα πρώτα να κλάψει «για όλες εκείνες τις φορές που δεν το είχε κάνει, που είχε συγκρατηθεί», κυρίως όμως γιατί τον έσπρωξε στο να συνειδητοποιήσει πόσο μακρινή ήταν αυτή η σκηνή από το παιδί που είχε υπάρξει (υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως μια μέρα θα διηγηθώ όλα όσα με οδήγησαν ως αυτή τη σκηνή και όλα όσα συνέβησαν μετά). Έτσι, καταλαβαίνουμε ότι το κίνητρο για να γραφτεί αυτό το βιβλίο είναι να εξομολογηθεί όλες τις προσπάθειες, μέσα στις οποίες περιλαμβάνονται και ντροπιαστικές καταστάσεις, ψέματα, προδοσίες, αδυναμίες και πισωγυρίσματα, με σκοπό να «ξεφύγει, να σωθεί»: ήθελα να πετύχω για να εκδικηθώ. Ήθελε δηλαδή να πάρει τη ρεβάνς απέναντι σε όσους τον υποτιμούσαν, τον πρόσβαλλαν και τον περιφρονούσαν (με προσβάλατε, αλλά σήμερα είμαι πιο ισχυρός από σας/θα υποφέρετε που δεν με αγαπήσατε). Άλλωστε, ακόμα και στο περιβάλλον του χωριού, κάνει τα αδύνατα δυνατά για να επιπλεύσει· γράφεται σε ομάδες και εργαστήρια, «για να ξεχωρίσει» όπως λέει (ένιωθα αυτό το απροσδιόριστο συναίσθημα πως σε ένα από αυτά τα εργαστήρια θα μπορούσα να βρω μια κλίση ή να ανακαλύψω ένα ταλέντο που θα μου επέτρεπε να φύγω, να ζήσω μια άλλη ζωή, να γίνω πλούσιος και ισχυρός). Η επιβράβευσή του από τη δασκάλα του αλλά και από τους θεατές, όταν έγραψε ένα θεατρικό, τον έκανε να νιώθει ότι τον αγαπούν.
Στους ανθρώπους που τον πρόσβαλλαν και τον ταπείνωναν ήταν βέβαια μέσα και ο πατέρας, ο άξεστος, αυταρχικός, και τρομερά σεξιστής πατέρας… που αποκαλούσε τον Εντύ «αδερφή», σαφώς υποτιμητικά (αυτή η λέξη με ακολουθούσε παντού). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που το πρώτο μέρος του βιβλίου απευθύνεται σε β΄ενικό στον πατέρα του («Φανταστικοί μονόλογοι») αν και επιγράφεται «Έλενα». Γιατί η Έλενα, μια συμμαθήτριά του στην Αμιέν, ήταν η γνωριμία που λειτούργησε ως σημείο αναφοράς για τη μεταμόρφωση του Εντύ. Όλη η σχολική ζωή στο Λύκειο είναι συνδεδεμένη με την Έλενα, άλλωστε ο Εντύ έκανε παρέα κυρίως με κορίτσια στην παιδική ηλικία. Οι αγορίστικες παρέες δεν τον ήθελαν, ωστόσο στην Αμιέν καταφέρνει να έχει κι ένα αγόρι φίλο, τον Ρομαίν.
Ο κόσμος της Έλενας είναι ριζικά διαφορετικός απ’ ό, τι μέχρι τώρα ήξερε ο Εντουάρ: σπίτι αστικό, χιλιάδες βιβλία άγνωστων συγγραφέων, πίνακες ζωγραφικής, άλλες εξευγενισμένες συνήθειες, άλλη κουλτούρα. Όλα αυτά τον απομακρύνουν απ’ τον κόσμο της παιδικής ηλικίας, αλλά παράλληλα διευρύνουν το κοινωνικό χάσμα (σε κατηγορούσα επειδή δεν μπορούσα να σου διηγηθώ αυτά που ένιωσα μπαίνοντας για πρώτη φορά στο σπίτι της Έλενας). Νιώθει έως και αποστροφή για τους γονείς του, υιοθετεί τους τρόπους της οικογένειας της Έλενας, μιμείται την προφορά, μαθαίνει πώς να κρατάει το… μαχαίρι και το πιρούνι, ακόμα και να… γελάει πιο εξευγενισμένα κάνοντας πρόβες στον καθρέφτη, τέλος με την προτροπή της Νάντια, της μητέρας της Έλενας, αλλάζει το όνομά του! Ντρέπεται για την οικογένειά του και υπερβάλλει στην περιγραφή, τους παρουσιάζει μίζερους και αλκοολικούς (αν κατάφερνα να ανήκω στον κόσμο της, θα σωζόμουν από την παιδική μου ηλικία -μπορείς άραγε να με συγχωρέσεις;)
Συγγνώμη
Οι τραυματικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, η κοινωνική απομόνωση εξαιτίας της φτώχειας -αλλά κυρίως εξαιτίας της διαφορετικότητάς του-, δικαιολογούν αυτήν την άκαρδη στάση απέναντι στους ανθρώπους που με τον τρόπο τους τον αγάπησαν, ουσιαστικά καθώς ενηλικιώνεται όμως ο Εντουάρ αναδιπλώνεται. Είναι συγκινητικό αυτό το υποκεφάλαιο που επιγράφεται «Συγγνώμη», σαν εκτεταμένη αίτηση συγχώρεσης από τους γονείς, τους οποίους πρόδωσε, απαρνήθηκε, και όχι μια αλλά πολλές φορές (θα δούμε αργότερα ότι ζητούσε από κάποιον «μέντορα» να τον υιοθετήσει, αλλά κι ότι κι άλλες φιγούρες λειτούργησαν ως πατρικό πρότυπο).
Καταλαβαίνει λοιπόν τις υπερβολές του, αλλά η ανάγκη να «προχωρήσει», να ξεχωρίσει, να μεταμορφωθεί και να πετύχει όσα κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί, είναι ακατανίκητη. Στην αρχή δυσκολεύεται στο Λύκειο, έχει μέτριους βαθμούς, όμως τη δεύτερη χρονιά που επιλέγει ως μαθήματα θέατρο, λογοτεχνία, ξένες γλώσσες και ιστορία, με πολύ διάβασμα και πείσμα πάντα, τα πράγματα βελτιώνονται. Όμως ο Εντύ/Εντουάρ βαδίζει πάνω στον δρόμο της φιλοδοξίας, του αριβισμού. Δεν αρκείται στο ότι πέρασε εντέλει στο Πανεπιστήμιο στο τμήμα της Ιστορίας, θέλει να πάει στην Οξφόρδη (θέλω να υπάρχω, και υπάρχω σημαίνει να ξεχωρίζω). Ακόμα και η έντονη πολιτικοποίησή του αυτή την εποχή ενδόμυχα κρύβει την ανάγκη να διαφοροποιηθεί από τον συντηρητισμό του χωριού του, κυρίως όμως να ξεχωρίσει. Εντάσσεται στην άκρα αριστερά (ενώ η κυρίαρχη ιδεολογία στο χωρίο και την οικογένεια είναι η άκρα ομοφοβική και ρατσιστική δεξιά), εκφωνεί λόγους και εκφράζει ηγετικές τάσεις (απεχθανόσουν την πολιτική μου στράτευση στην αριστερά, καθώς ερχόταν σε αντίθεση με τη θεώρησή σου του κόσμου), σοκάρει τον πατέρα του όταν βγαίνοντας στην τηλεόραση μιλά υπέρ των μεταναστών.
Η πορεία του Εντύ/Εντουάρ προς τη μεταμόρφωση συνεχίζεται σταθερά («Είχα γίνει ένας άλλος»). Αραιώνει τις επισκέψεις στους γονείς γιατί νιώθει ότι εμποδίζουν τις αλλαγές του, πιάνει δουλειά στο θέατρο στην «Εστία Πολιτισμού» (ταξιθέτης), κι ενθουσιάζεται που έχει στενή επαφή με την τέχνη και τους καλλιτέχνες. Δεν νιώθει πια παρακατιανός και φτωχός (με κολάκευε η φτώχεια μου, ήμουν διανοούμενος, μποέμ). Έρχεται όμως η στιγμή που δεν τον ικανοποιεί πια η Αμιέν και η ζωή δίπλα στην Έλενα. Κομβικό σημείο αποτελεί η διάλεξη του φιλοσόφου Ντιντιέ Εριμπόν που παρακολούθησε, ο οποίος τον συγκίνησε γιατί είχε παράλληλη πορεία με τον Εντύ (θα ήθελα να γίνω σαν κι αυτόν, θα ήθελα να είμαι αυτός). Κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τον γνωρίσει, τα καταφέρνει και γίνονται φίλοι. Ο Εντουάρ δεν είναι πια ο ίδιος. Θέλει να πάει στο Παρίσι (η ρεβάνς μου ήταν ακόμα στην αρχή/για μένα το διακύβευμα ήταν η αλλαγή και η απελεθέρωση, όχι τα βιβλία ή το λογοτεχνικό ταλέντο), να σπουδάσει φιλοσοφία, να γράψει βιβλία, να διαβάσει, να γίνει διανοούμενος.
Έτσι, θα αφήσει για άλλη μια φορά πίσω του πρόσωπα που τον αγαπούν, συγκεκριμένα την Έλενα, με την οποία είχαν δώσει εφηβικές υποσχέσεις αιώνιας αγάπης. Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η εσωτερική σύγκρουση καθώς απομακρύνεται συναισθηματικά από την Έλενα (η μαμά της ισχυρίζεται ότι τους «χρησιμοποίησε»), οι ενοχές του ανακυκλώνονται, προσπαθεί συνέχεια να συνειδητοποιήσει τι ένιωθε… ήταν αγάπη;;;
Ωστόσο, αναδείχθηκε κι άλλο ένα μείζον θέμα, η ομοφυλοφιλία (η έλξη για τα άλλα αγόρια και για τους άντρες ήταν πάντα ξεκάθαρη για μένα). Τέσσερα χρόνια στην Αμιέν κράτησε μυστικό εφτασφράγιστο τους κρυφούς του πόθους, μάλιστα σε συγκεκριμένες φάσεις αντιδρούσε σχεδόν ομοφοβικά, ωστόσο μέσω ίντερνετ αρχικά και στη συνέχεια δια ζώσης σε γκέι μπαρ κλπ έσπασε το φράγμα του οικογενειακού ταμπού (κάνοντας έρωτα με έναν άντρα απέρριπτα όλες τα αξίες του περιβάλλοντός μου, γινόμουν αστός). Άλλο ένα παράθυρο λοιπόν ανοίγεται στον Εντουάρ, καθώς γνωρίζει ένα σωρό άντρες από διαφορετικούς κόσμους (ο φιλόσοφος Ζυλ Ντελέζ λέει κάπου πως ένα τοπίο ερωτευόμαστε κάθε φορά που γνωρίζουμε κάποιον ένα τοπίο με τα δικά του χαρακτηριστικά, τη δική του γεωγραφία, τις δικές του ιδιαιτερότητες).
Μετάβαση
Πρέπει να αλλάξω
Μετά τη γνωριμία με τον Ντιντιέ, το σαράκι της μεταμόρφωσης ξανακυριεύει τον ήρωά μας. Θέλει να φύγει για το Παρίσι, διαβάζει ακατάπαυστα, κάνει απογοητευτικές προσπάθειες να γράψει για να νικήσει τις ιστορίες του παρελθόντος. Είναι αστείρευτη η πηγή των οδυνηρών αναμνήσεων, κι ο αναγνώστης επανέρχεται στο πνεύμα του πρώτου βιβλίου [2], σαν να θέλει να εξευμενίσει τις τύψεις του για το ότι προδίδει την Έλενα και την Αμιέν (μήπως είχα γίνει ένας απεχθής άνθρωπος;). Στα ταξίδια στο Παρίσι τα σαββατοκύριακα νιώθει πως μπαίνει σε μια ολότελα καινούργια ζωή, που απέχει από της Αμιέν όσο απείχε η ζωή στο χωριό από τη μικρή πόλη. Σύντομα θα νιώθει ελεύθερος, μποέμ· συναναστρέφεται ανθρώπους που ποτέ δεν φανταζόταν, πηγαίνει σε κουλτουριάρικα μπαρ, περπατάει με τις ώρες και κυρίως ξενοκοιμάται σε διαφορετικά σπίτια με διαφορετικούς άντρες, κάθε Σαββατοκύριακο. Η νέα του φιλοδοξία είναι ένα άπιαστο όνειρο ακόμα και για την Έλενα, η Εκόλ Νορμάλ, μια Σχολή όπου μόνο παιδιά από πολύ πλούσιες αστικές οικογένειες καταφέρνουν να μπουν. Επηρεάζεται φυσικά από τον Ντιντιέ, τον οποίο μιμείται σε όλα τα επίπεδα, μέχρι και στο πώς παραγγέλνει τον καφέ! Γνωρίζει βέβαια και άλλους άντρες, κάποιοι γίνονται και πιο σταθεροί εραστές, διαβάζει με πάθος, και… τα καταφέρνει.
Παρίσι
Ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι από γνωριμίες, φιλοδοξίες, εμπειρίες μεγαλοαστικής ζωής αλλά και απογοητεύσεις είναι από δω και πέρα η πορεία του Εντουάρ, καθώς οδεύει συνέχεια «προς μια άλλη ζωή». Ομολογώ ότι σ’ αυτό το κομμάτι της ζωής του ναι, γίνεται αντιπαθητικός («απεχθής», όπως είπε κι ο ίδιος), σνομπ, αλλά και ξεκάθαρα εκμεταλλεύεται τους ανώτερους κοινωνικά για να επωφεληθεί, πουλώντας έρωτα. Έφτασε στο σημείο να αναρωτιέται αν αγαπά τους άλλους ή αν τους έχει ανάγκη επειδή τον βοηθούν και τονωθούν «στη μεγάλη ζωή», έφτασε στο σημείο να κοιμάται για τα λεφτά με όποιον να’ ναι, ώσπου αηδιασμένος βρήκε δουλειά σ’ ένα βιβλιοπωλείο. Κατάφερε να μπει στην Εκόλ Νορμάλ αλλά δεν καταλαβαίνει πολλά, «νιώθει αδέξιος, αφελής» (ξαναγίνομαι το αγόρι που ήμουν όλα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, χωρίς αναφορές, χωρίς γνώσεις, χωρίς παρελθόν από το οποίο θα μπορούσα να αντλήσω κάτι). Θέλει να σβήσει κάθε ίχνος του Εντύ, φτιάχνει τα δόντια, αλλάζει και το επώνυμό του. Φτάνει σε ακραία σημεία κραιπάλης αλλά και οι νυχτερινές γνωριμίες, καθώς βρίσκεται πάλι σε μια πόλη χωρίς λεφτά, δεν είναι παρά ένα κυνηγητό της κοινωνικής ανόδου.
Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να μην εκτιμήσει την ειλικρίνεια, την παρρησία με την οποία παραδέχεται όχι μόνο τα σφάλματα και τις αμφιβολίες, τα ψέματα και τους απονενοημένους τρόπους να «πετύχει» μεγαλεπήβολους στόχους, αλλά βλέπουμε ότι καθώς εισχωρεί όλο και πιο βαθιά στον ψεύτικο μεγαλοαστικό κόσμο, μέσω του Φιλίπ -και όχι μόνο- (ο Φιλίπ μού σύστηνε τον κόσμο του στον οποίο συνυπήρχαν η γαλλική μεγαλοαστική τάξη και η αριστοκρατία), διαμορφώνει και τα κριτήρια που τον κάνουν μια μέρα να απαρνηθεί αυτόν τον τρόπο ζωής και να τον αντικρίσει με κριτική ματιά. Ένα σχετικά ασήμαντο επεισόδιο τον διώχνει μακριά, τον φέρνει στον πυρήνα του εαυτού του. Εκεί όπου το παρελθόν δεν είναι ξένο, είναι ένα κομμάτι της αλήθειας, της προσωπικής του αλήθειας.
Είναι η ώρα της ωρίμανσης, είναι η ώρα της συγγραφής, η ώρα κατά την οποία ο Εντουάρ βρήκε την ταυτότητά του, βρήκε το σθένος να παραδεχτεί όλο το ψέμα μέσα από το οποίο αναγκάστηκε να περάσει, για να ξεκινήσει τον προσωπικό του δρόμο.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1]https://www.theatermag.gr/2025/04/22/eva-fraktopoulou-to-allagi-methodos-einai-ena-ergo-polypsimantiko/ [2] «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου