Πέμπτη, Ιανουαρίου 30, 2025

Το αδελφομοίρι και άλλες ιστορίες, Αντώνης Πάσχος

     Μεγάλη έκπληξη ήταν για μένα το βιβλίο αυτό, η συλλογή διηγημάτων του νεαρού Σερραίου συγγραφέα, που καταπιάστηκε με ένα δύσκολο εγχείρημα, και μάλιστα με πολλή επιτυχία: να αποδώσει τις ιδιαιτερότητες στην τοπική ιστορία της περιοχής Δράμας- Σερρών κατά την Γ΄ Βουλγαρική κατοχή (1941-1944), τη ρευστότητα στις σχέσεις των δύο λαών (όταν ιδιαίτερα υπήρχαν αναμείξεις, π.χ. πατέρας Βούλγαρος, μητέρα Ελληνίδα, παππούς Σλάβος κλπ), και τις κοινωνικές ομάδες που τις διακρίνουν όχι μόνο η γλώσσα-θρησκεία-εξουσία αλλά και οι πολιτικές πεποιθήσεις (δεξιοί-αριστεροί), κι όλα αυτά στην περίοδο του Β΄ παγκοσμίου πολέμου/κατοχής και, στη συνέχεια, την περίοδο του εμφυλίου. Κυρίως όμως, αναδεικνύεται η ρευστότητα της ταυτότητας που χαρακτηρίζει τους κατοίκους των μεθορίων περιοχών (στην περίπτωσή μας: βουλγαρική; ελληνική; βουλγαρογραμμένου; αριστερή; δεξιά; προδότη; δωσίλογου; Εξαρχική;).
     Αυτήν την αδιευκρίνιστη ταυτότητα επισημαίνει πολύ εύστοχα η κριτική του Γιώργου Περαντωνάκη, «Στη μεθόριο των ρευστών συνόρων»[1]: «Το εκπληκτικό που κάνει ο Αντώνης Πάσχος στο τρίτο του βιβλίο είναι ότι αφήνει σκόπιμα ρευστά τα όρια, εκεί στα σύνορα με τη Βουλγαρία, τόσο τα γεωγραφικά και τα εθνοτικά όσο και τα αφηγηματικά, ώστε να αναδείξει τη διατρητότητα των ανθρώπινων ορίων.
     Γενικότερα, η λογοτεχνία της μεθορίου είναι συχνά, συχνότατα, πολύ ενδιαφέρουσα, γιατί συνυφαίνει νήματα και χρώματα σε ένα δημιουργικό, συγκρουσιακό ή ωσμωτικό, αμάλγαμα. Η γραφή που ξεκινά ή που αναφέρεται στα σύνορα, γεωγραφικά ή πολιτισμικά (από την Κρητική Αναγέννηση με τη συνάντηση Ελλήνων και Βενετών και τα Ιόνια νησιά με την ελληνοϊταλική σύγκλιση, έως την Αλεξάνδρεια του Κ. Καβάφη ή την ελληνοτουρκική συμβίωση στη βαλκανική επικράτεια) προσελκύει την προσοχή για τους διαχωρισμούς και τις συγκλίσεις που επιχειρεί.
     (…) Ο Αντώνης Πάσχος ναι μεν αναδεικνύει τη βιαιότητα και τη στυγνή πολιτική τού κατακτητή, με τις θανατώσεις, τις επιτάξεις σπιτιών και την υποχρέωση λ.χ. να μπαίνει πάντα ένας Βούλγαρος συνεταίρος σε κάθε ελληνική επιχείρηση, αλλά περισσότερο τον ενδιαφέρει να προβάλει τη ρευστότητα των ανθρώπινων και διεθνικών σχέσεων».
     Ο χρόνος και ο τόπος
     Με την κατάκτηση της Ελλάδας από τον Άξονα, όπως γνωρίζουμε, η Ελλάδα χωρίστηκε σε «ζώνες κατοχής» («τριπλή κατοχή»: Ιταλική, Γερμανική, Βουλγαρική). Στη Bουλγαρία παραχωρήθηκε -αρχικά- μια ζώνη ανάμεσα στο Στρυμόνα και το Nέστο στην Ανατολική Μακεδονία (που αργότερα επεκτάθηκε ως την Αλεξανδρούπολη, καθώς και τα νησιά Θάσος και Σαμοθράκη, ενώ αργότερα τους παραχωρείται και η Χαλκιδική). Είναι η τρίτη φορά που η περιοχή αυτή κατακτιέται από τους Βούλγαρους, έχουν προηγηθεί δύο σκληρές περίοδοι που δοκίμασαν τις σχέσεις των δύο λαών (Α΄ Βουλγαρική κατοχή 1912-3, και Β΄ Βουλγαρική κατοχή 1916-8), γιατί οι Βούλγαροι, την εποχή σχηματισμού των εθνικών κρατών, ακόμα και πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους, διεκδικούσαν τις περιοχές αυτές, που θα τους εξασφάλιζαν τη διέξοδο στο Αιγαίο. Δεν είναι τυχαίο ότι την περιοχή την ονόμαζαν οι ίδιοι οι Βούλγαροι «Μπελομόριε», που σημαίνει «Λευκή θάλασσα» [2]. Ήταν όμως και εύφορα τα συγκεκριμένα εδάφη (Στάρια σπέρνεις στο Μπελομόριε, λίρες θερίζεις. Χρυσός κάμπος. Τα σύκα τρανά σαν πεπόνια. Η σταρόψιχα τσάγαλο. Γογγύλι κοτρώνα κλπ κλπ, αφηγείται ο Βούλγαρος ήρωας στο διήγημα «Η ουρά του διαόλου»).
     Υπάρχει λοιπόν ιστορικό προηγούμενο και προφανώς συσσωρευμένο μίσος εκατέρωθεν, ανάμεσα στους δυο λαούς. Από το Ι.Μ.Ε διαβάζουμε συνοπτικά για τη βουλγαρική κατοχή: «Στη ζώνη της βουλγαρικής κατοχής, την κατάσταση επιδείνωσαν οι μεθοδικές προσπάθειες αφελληνισμού που επιχείρησαν οι Βούλγαροι, με την καταδίωξη του ελληνικού πληθυσμού (φόνοι, διώξεις κληρικών και δασκάλων, μεταγωγή ανηλίκων στη Βουλγαρία σε καταναγκαστικά έργα, επαχθέστατη φορολογία) και την εγκατάσταση Βουλγάρων εποίκων. Από τα κορυφαία δείγματα της βουλγαρικής θηριωδίας υπήρξαν τα γεγονότα της Δράμας, η ομαδική εκτέλεση από τους Βουλγάρους 3000 πατριωτών στο Δοξάτο και τα άλλα χωριά, προς καταστολή της αυθόρμητης εξέγερσης και κατάλυσης των βουλγαρικών αρχών κατοχής, στις 28 και 29 Σεπτεμβρίου του 1941. Γενικά, η αντίδραση των Μακεδόνων και των Θρακών στην καταπίεση και τον εκβουλγαρισμό απαντήθηκε με ωμότητες που ανησύχησαν ακόμα και τη γερμανική διοίκηση».
     Μέσα στα διηγήματα αυτά βλέπουμε πλευρές αυτής της καταπίεσης, όπως τον εξαναγκασμό σε εκβουλγαρισμό, οικογένειες «βουλγαρογραμμένων» (συνήθως των «παραλήδων», των οποίων επιτάσσαν τα σπίτια), οι οποίες παρέμεναν δαχτυλοδειχτούμενες και στιγματισμένες χρόνια μετά την απελευθέρωση. Επίσης, από τελείως διαφορετικές οπτικές γωνίες αναφέρονται τα «ντράβαλα της Δράμας», η εξέγερση δηλαδή της 28ης και 28ης Σεπτεμβρίου 1941 (σκώσαν μπαϊράκι οι κατσαπλιάδες, κατεβήκαν και στο Τζαραβλίκι, ανεμίζαν κόκκινα λάβαρα/την επανάσταση κάποιος την μάτιασε , φαίνεται, και ως το λιόβγαλμα τούς είχαν μαγκώσει όλους στη Δράμα και πιάσαν να καθαρίζουν τα χωριά).
     Μέσα στην περίοδο της κατοχής, πριν ακόμα τελειώσει ο πόλεμος, αλλάζει και το καθεστώς της Βουλγαρίας που σύντομα προσχώρησε στο ανατολικό μπλοκ (Το Βουλγαρικό αντιστασιακό κίνημα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου καθαίρεσε την κυβέρνηση του Βασίλειου της Βουλγαρίας με το Βουλγαρικό πραξικόπημα του 1944, που έθεσε τέρμα στη συμμαχία της χώρας με τις δυνάμεις του Άξονα και οδήγησε στην εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας το 1946)[3], οπότε την περίοδο που ακολουθεί, δηλαδή του εμφυλίου, σε πολλές περιπτώσεις οι Έλληνες αντάρτες συνεργάζονται με τους Βούλγαρους «κόκκινους» ενάντια στους εξαρχικούς εθνικιστές, δηλαδή ενάντια στον καπιταλισμό ((...) προφτάσαν οι Βούλγαροι και τα γύρισαν. Οχτροί νυχτώσαν, ξημέρωσαν φίλοι. Μ’ ένα κόκκινο δεσίδι στο μπράτσο γίναν κομμουνιστές (…) Αυτούς που μας ξυλοφορτώναν ψες, τους κάναμε συντρόφους. Γίναν κι αυτοί Μέτωπο, Πατριωτικό το βαφτίσαν /το Κόμμα λέει. Ποιο Κόμμα, μπρε, από πότε χάφτετε τα βουλγαρικά κατεργαριλίκια;).   
     Την ατμόσφαιρα λοιπόν αυτή, στις κατεχόμενες από τους Βούλγαρους περιοχές (που τώρα ανήκουν στην Ελλάδα), αλλά και την περίοδο που ακολούθησε τον πόλεμο, την περίοδο του εμφυλίου, απέδωσε με μυθιστορηματικό, βιωματικό τρόπο ο Αντώνης Πάσχος, εξιστορώντας απίθανες ιστορίες που αφορούν το πώς βίωσαν τα ακραία αυτά ιστορικά γεγονότα απλοί καθημερινοί άνθρωποι. Η δράση εστιάζεται κυρίως σε ένα χωριό του Παγγαίου, το Τζαραβλίκι (ίσως πρόκειται για το χωριό Δραβήσκος που μέχρι το 1926 ονομαζόταν Ζδράβικ), ενώ κάποιες ιστορίες ηρώων του τις ολοκληρώνει την περίοδο της χούντας, δείχνοντας σύντομα πώς καταλήγει ο βίος τους.
     Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής υποβοηθώντας τον αναγνώστη με ένα -μάλλον ελλιπές- γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου, ωστόσο η χρήση της ντοπιολαλιάς, μιας γλώσσας προφορικής όχι μόνο στους διαλόγους αλλά και στην αφήγηση (σαν ν’ ακούμε τους παππούδες/γιαγιάδες στο καφενείο να ανιστορούνται, χωρίς αισθηματολογίες και αναλύσεις, τα γεγονότα, αποστασιοποιημένα αλλά φιλτραρισμένα με συναίσθημα), η χρήση λοιπόν της τοπικής διαλέκτου, κι ας μην είναι ίσως ακριβής -όπως ειπώθηκε από κάποιους- μάς μεταφέρει ακόμα πιο έντονα στον τόπο και στον χρόνο.
     Πρόκειται για οκτώ διηγήματα, αυτόνομα, με αρχή-μέση-τέλος όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης σύμφωνα με τη θεωρία του «Περί τραγωδίας» (και τώρα που το σκέφτομαι, τα περισσότερα αποτελούν μια μικρή τραγωδία, με όλα τα χαρακτηριστικά της στοιχεία), με διαφορετική εστίαση ή διαφορετικό αφηγητή το καθένα, όπου βέβαια κάποιους ήρωες τους συναντάμε ξανά και ξανά, από άλλη οπτική γωνία κι έτσι κάπως οι ιστορίες εφάπτονται, σαν κομμάτια ενός παζλ. Και παρόλη τη σκληρότητα και την απίστευτη βία που μοιραία συνοδεύουν τον πόλεμο, ο συγγραφέας αφήνει χαραμάδες ανθρωπιάς και ψυχικού μεγαλείου, σε πολλές από τις περιπτώσεις, υπενθυμίζοντας ότι η ανθρώπινη φύση είναι ανεξιχνίαστη και αντιφατική.
     Στον ανεπανάληπτο αυτόν τόπο και στον ανεπανάληπτο χρόνο, λοιπόν.
     Κάθε πρόσωπο μια τραγική ιστορία
     Είναι πολλοί οι ήρωες που συνυφαίνουν το δίχτυ σχέσεων της κοινότητας, και ο καθένας τους έχει έναν πολύ ξεχωριστό «ρόλο», όπως συμβαίνει στις κρίσιμες, οριακές ιστορικές συγκυρίες:
     Ο Βαγγέλης , ο αφηγητής του πρώτου διηγήματος, έχει καφενείο-μπακάλικο αλλά εξαναγκάστηκε από τους κατακτητές να συνεταιριστεί με τον Νάνο («ο εξαρχικός που με ζαλώσαν με το στανιό για συνεταίρο/ο κερατάς δε χόρτασε που στον καφενέ γράψαμε πινακίδα καινούρια, βουλγαρική. Δε χόρτασε που κρέμασε ζωγραφιά με του Μπόρις τη μούρη. Ξαναβάφτισε και τον σκύλο Παναγιότ»)· ο θρυλικός καπετάν -Γκόγκας (παρατσούκλι- Δαγκλής το όνομά του), αριστερός, αντάρτης που στην αφήγησή του δεν διστάζει να πει ότι έφαγε πολλούς Βούλγαρους, «και δεξιούς κι αριστερούς κι έναν Εγγλέζο που νόμισε του κάνω χάρη»· ο «δασκαλάκος απ’ την Σμύρνη», λιανός και στούμπος, με κάτι παρμάκια (δάχτυλα) πίτσικα, για τα κλαρίνα όχι για τα ντουφέκια, που δείχνει δειλός αλλά βαστάει η καρδιά του και κρύβει ένα μεγάλο μυστικό στα ημερολόγιά του (γι’ αυτό χιμούσε στον οχτρό, μπας και ποθάνει. Κι όσο δεν πόθαινε, τόσο χιμούσε)· ο φασίστας Τσαλαντώνης με την κομπανία του που έστησε παγίδα στον Γκόγκα και τα παλληκάρια του (τάχαμου τσιμπούσι για συμφιλίωση) κι όπου σκότωσαν τον Θανασάκη, ένα από τα πρωτοπαλλήκαρα, όταν αρνήθηκε τα «προσκύνημα» βρίζοντας κατάμουτρα τα φασισταριά· ο Θανασάκης, αριστερός, αδερφός του φασίστα Φάνη και της κακοποιημένης Λεμονιάς, που πρωταγωνιστούν στο σπαρακτικό διήγημα «Λιμόνοβα»· ο σταλινικός Βούλγαρος, Αλεξέι, έμπορας, που είναι ερωτευμένος με την κόρη του κυρ- Θωμάρα και τυγχάνει γιος του εθνικιστή κοινοτάρχη Τοντόρκοβ· ο κυρ-Θωμάρας, οδοντογιατρός, το «στριμμένο άντερο» κατά τον Γκόγκα, ένας από τους άρχοντες του χωριού, το σπίτι του οποίου επιτάξαν οι Βούλγαροι και αφού του σκοτώσαν γυναίκα και παιδί, συζεί με την υπηρέτριά του, τη Γιάννα· ο Τοντόρκοβ, ο νέος βούλγαρος κοινοτάρχης, που κάνει κοινότητα το αρχοντικό του Θωμάρα, υποτάσσει όποιο θηλυκό του γυαλίσει (το’ τσαζε το φουστάνι ο Βούλγαρος), και ταπεινώνει τον κυρ- Θωμάρα ο οποίος υφίσταται με αξιοθαύμαστο θάρρος τον βασανισμό, για να τον ανταποδώσει στα ίσα κάποια χρόνια αργότερα, όταν ο Τοντόρκοβ προστρέχει κοντά του για βοήθεια, μετά τα «ντράβαλα στη Δράμα»· ο γοργοπόδαρος Κουτσοδημήτρης που τον σακάτεψε το γινάτι του αδερφού του του Κωστή, δεξιός ο ένας αντάρτης ο άλλος, ο Κουτσοδημήτρης ο μεγάλος κι ο καλός, ο Κωστής ο μικρός κι ο κακός, και που γίναν «κούπου κουβάρι» για το αδελφομοίρι, τη μοιρασιά της κληρονομιάς. Εδώ παρακολουθούμε μια ιστορία αντιπαλότητας και συμφιλίωσης να εναλλάσσονται μέχρι τον εμφύλιο (βασικά μέχρι τη χούντα), για ένα κομμάτι γης, ενώ τη γυναίκα του Κουτσοδημήτρη (μικροπαντρεύτηκε μια ξεβράκωτη/ήταν όμορφη τουλάχιστον), που την ποθούσε όλο το χωριό, του την σκότωσε ο Τοντόρκοβ (ζαμακώνει τη λάμα του ντουφεκιού στη βούζα της κόνας) γιατί ήταν η μόνη που δεν του καθότανε. Η Μαρίκα, η κουνιάδα του Κουτσοδημήτρη, που τον βοηθά να μεγαλώσει το βυζανιάρικο.
     Η άτυχη Θαλείτσα, ελληνοπούλα («γκρίτσκα», ξανθά μαλλιά μπιχλιασμένα, μπλεγμένα βατσινιά. Μα είχε κάτι μάτια καταγάλανα· βότσαλα που γυαλοκοπούσαν), που την ερωτεύεται ο Βούλγαρος αφηγητής, ο αριστερός Νικολάι (με μισο-Γκρούτσκο παππού) στο «Η ουρά του διαόλου». Ο Νικολάι είναι ένας πιτσιρικάς του οποίου η οικογένεια ξεριζώθηκε από το χωριό στη Βουλγαρία λόγω βαριάς φορολογίας και ήρθαν στο Μπελομόριε. Στο σχολείο πηγαίνουν μόνο βουλγαρόπαιδα, με εξαίρεση τη Θαλείτσα, ορφανή που κανένας δεν την ήθελε γιατί ήταν «βουλγαροσποριά» (εξαρχικού με ελληνίδα μάνα, πεθαμένη). Ο πατέρας («μπάρμπας») του Νικολάι, δάσκαλος και καλλιεργημένος, που σκάλιζε σε ξύλο κι έστεργε να σκαλίσει το λιοντάρι της Αμφίπολης, κι έκανε όλα τα χατίρια στους Γκρούτσκους, κι όταν βιάζουν -πρώτος πρώτος ο θείος της- τη Θαλείτσα, δέχεται να τη σώσει, να μην την κλείσουν στο ορφανοτροφείο. Ωστόσο, με το τέλος του πολέμου, οι «Κόκκινοι Βούλγαροι» στέλνουν (τον πατέρα του Νικολάι), ως «συνεργάτη των φασιστών του Μπόρις» στην εξορία, διώχνουν τους Βούλγαρους εποίκους, ενώ στη Βουλγαρία τον δικάζουν ως φασίστα (ήταν τα κρίματα του μπάρμπα μου τρανά στο Μπελομόριε) και τον έστειλαν να σπάζει κοτρώνια στα βουνά…
     Ο Σπύρος, του οποίου ο πατέρας, μπακάλης, έγινε σπιούνος των Βουλγάρων (τάχαμου δεν βουλγαρογράφτηκε κιόλας, χρυσές δουλειές τον αφήναν να κάνει, αφηγείται η Γιάννα του προηγούμενου διηγήματος), μικρό παιδί με την τσακαλοπαρέα του βασανίζουν, ταπεινώνουν και απαξιώνουν με αισχρή φαντασία τον Βούλγαρο Παρασκευά (ή Παρασκευού) που ήταν «κουσουρλίδικος»- είχε «κουνήματα αγναίκεια». Όταν έρχονται πια οι Βούλγαροι, η Παρασκευού γίνεται Παράσκεβ, οι πατεράδες τους (Μπεκιάρης/Μπεκιάροφ ο Έλληνας και Μίνκοφ ο Βούλγαρος) συνεταιρίζονται ενώ οι δυο άσπονδοι φίλοι, έφηβοι πια, πιάνουν το ερωτικό παιχνίδι, παρόλο που αντικείμενο του πόθου του Σπύρου ήταν η Θαλείτσα. Ο θείος Μίλτος, που πιάνει τα δυο αγόρια «στα πράσα» δεν τους μαρτυρά, αλλά αργότερα ο ίδιος ο Σπύρος τον καρφώνει ως αντάρτη στους Βούλγαρους μετά την εξέγερση στη Δράμα (δεν ξέρω άμα τον τσακώσαν επειδή τον ξαγόρεψα εγώ. Μήτε το μετάνιωσα).
     Τελευταίο διήγημα της συλλογής το «Врколак» (= βρυκόλακας), με ήρωες τον Ελληνα αφηγητή, την αδερφή του, τον Βούλγαρο αξιωματικό Ίβο (πρίγκηψ!) και τον μπράτιμό του, τον «βαρκολάκ», ένα αφήγημα όπου απογειώνεται η κοινή μυθική συνείδηση όπως έχει διαμορφωθεί στην κοινή συμβίωση, και όπου οι πρωταγωνιστές αποδέχονται την ύπαρξη… βρυκολάκων. Δεν είναι άλλο παρά η αμοιβαία ανάγκη για αίμα -για εκδίκηση, για το αίμα όλων των αδικοχαμένων, κι από τις δυο μεριές. Γιατί απορούμε με την αφέλεια και του Ίβο, αλλά και του αφηγητή, που αποδίδουν μαγικές ιδιότητες στο δαχτυλίδι. Όσο κι αν αντιστέκεται στις προκαταλήψεις ο -βουλγαρογραμμένος- αφηγητής (το κρικούδι είχε μαγγανεία τρανή, σε φυλούσε από κακό και αρρωστικό, όμως έτσι και το φορούσες γεμισοφεγγαριά κι έτρωγες κρέας ποθαμένου ψοφούσες, πάει βρικολάκιαζες. Όλα τ’ άλλα, για αιματορουφηξιές ήταν παραμύθια τούμπανα, έτσι μ’ είπε ο Ίβο, λες και το δικό του στόρημα έμοιαζε αληθινό), από τη μια φοβάται κι αυτός τον βαρκολάκ, από την άλλη η συμβίωση με τον Ίβο τον βολεύει, ενώ η σύγχυση θολώνει την κρίση του (ονειρευόμουν συχνά τους αντάρτες, λαχταρούσα να πα να τους βρω, αλλά πρώτον, δεν ήξερα πού να αφήσω την αδερφή μου και δεύτερον, ήμουν βουλγαρογραμμένος). Καθώς η Ιστορία προχωρά, ο ήρωας-αφηγητής, πανικόβλητος, γίνεται αθέλητος μάρτυρας ενός ατέλειωτου μακελειού, όπου κρυμμένος στο υπόγειο ακούει τους βούλγαρους να σφαγιάζονται, ενώ η ανάμνηση της «Μαύρης Πέμπτης» όπου μπήκαν στο σπίτι με τη βία οι Βούλγαροι, έδιωξαν τον πατέρα και βιάσανε μάνα κι αδελφή και στη συνέχεια σκότωσαν τη μάνα, επιστρέφει απρόσκλητη κι επίμονη. Αυτή είναι η τραγωδία, τραγωδία αίματος κοινή σε τόσες ανθρώπινες ψυχές, που είναι βαθιά χαραγμένη μέσα στον ήρωα, και αποτελεί πηγή κάθε προκατάληψης, κάθε δειλίας αλλά και συγχώρεσης για την προδοτική του απόφαση να βουλγαρογραφτεί (Έμνησκα να θωρώ χέρια, ποδάρια, σπλάχνα και κεφάλια με γκριμάτσες φοβερές. Φρίκη, μα όχι σα να βλέπεις τη μάνα σου ποθαμένη).
     Λιμόνοβα, Λεμονιά ή Νίκη
     Αυτά είναι πάνω κάτω τα κύρια πρόσωπα που χαρακτηρίζουν την κοινωνία στο Τζαραβλίκι, την περίοδο εκείνη, αλλά άφησα για το τέλος το απίστευτο διήγημα «Λιμόνοβα», που ξεφεύγει κατά τη γνώμη μου και ως προς το περιεχόμενο, και ως προς τη λογοτεχνική απόδοση, τη δομή και τον παλμό της γραφής. Η άναρχη δομή που θυμίζει Καμπρέ, με τους αφηγητές, νεκρούς ή ζωντανούς, να εναλλάσσονται ακόμα και στην ίδια παράγραφο -μην πω στην ίδια φράση-, στρέφοντας με ρυθμό ζαλιστικό τον προβολέα από τον έναν στον άλλον, δηλαδή από την μια «αλήθεια» στην άλλη, δίνουν την αίσθηση ότι η αντικειμενική αλήθεια είναι κάτι άπιαστο, ίσως μια κατασκευή ανθρώπινη, και σίγουρα προσδιορισμένη από τον χώρο, τον χρόνο και την συναισθηματική κατάσταση του υποκειμένου.
     Η Λιμόνοβα/ Λεμονιά, ελληνίδα βαφτισμένη Νίκη αλλά με το παρατσούκλι Λιμόνοβα, δηλαδή Λεμονιά στα βουλγάρικα, βρέθηκε θαμμένη ζωντανή και έγκυος, κάτω από μια λεμονιά (εξ ου και το προσωνύμι),μόνο με το κεφάλι έξω απ’ το χώμα. Πώς βρέθηκε θαμμένη εκεί και γιατί; Την έσωσε ο Βούλγαρος Πένκο ή την διέφθειρε και την εκμεταλλεύτηκε, ταπεινώνοντάς την όλο και περισσότερο; Γιατί επέστρεψε στο πατρικό της παρόλο που φοβόταν ότι θα τη σφάξουν; Ποιο ρόλο έπαιζε ο αδελφός της ο αριστερός Θανασάκης (παλληκάρι του καπετάν-Γκόγκα, τον σκότωσε ο Τοντόρκοβ όπως ειπώθηκε παραπάνω), και ποιον ο αδερφός της ο Φάνης, ο δεξιός (το καμάρι της φαμίλιας, που τον έστειλαν ντουρντουβάκι στον Προμαχώνα), και, κυρίως ποιο ρόλο έπαιξε η μάνα τους (άσε τον Θανασάκη μου και πάρε την πουτάνα); πώς βίωσε η οικογένεια τα «ντράβαλα στη Δράμα» και πώς την παγίδα του Τσαλαντώνη; Είναι αλήθεια ότι η Νίκη «ξεπάστρεψε» τη μάνα της; Συγχώρεσε τον Φάνη, ή τον «μιζαβιρλίκωσε» (πρόδωσε); Όλες οι απαντήσεις στον καθηλωτικό, τελευταίο μονόλογο της Νίκης/Λιμόνοβα, όπου αναρωτιέται κανείς τι είναι ικανός ο άνθρωπος να κάνει στον άλλον άνθρωπο, κι ας είναι και αδερφός του, και τι είναι ικανός να αντέξει…
     Και… όπως λέει και η ίδια:
Κι έτσι τέλεψε το στόρημα τούτο,
που μονάχα οι ποθαμένοι το θυμούνται,
κι αυτινοί δε λένε πάντα την αλήθεια
κι άρα γιατί να την πω κι εγώ;

Χριστίνα Παπαγγελή 

[1] https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/18452-to-adelfomoiri-kai-alles-istories-tou-antoni-pasxou-kritiki-sti-methorio-ton-refston-synoron
[2] Το βουλγαρικό κράτος ονόμασε την κατεχόμενη περιοχή «Μπελομόριε» («Αιγαΐδα») και ξεκίνησε την αναθεώρηση της πραγματικότητας της περιοχής με την αντικατάσταση των ελληνικών πολιτικών και αστυνομικών υπηρεσιών με αντίστοιχες βουλγαρικές και την αναθεώρηση του πολιτικού χάρτη (χάραξη νέων επαρχιών κι ενσωμάτωση άλλων σε υπάρχουσες βουλγαρικές). Κύριο όργανο στην προσπάθεια αυτή υπήρξαν και οι διάφοροι βουλγαρικοί πατριωτικοί και αθλητικοί σύλλογοι και οι κατά τόπους βουλγαρικές εφημερίδες. Έγιναν προσπάθειες υπαγωγής του πληθυσμού στο βουλγαρικό εκπαιδευτικό σύστημα οι οποίες ωστόσο δεν είχαν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, παράλληλα με απαγόρευση χρήσης της ελληνικής γλώσσας και επιβολής χρήσης της βουλγαρικής στη δημόσια ζωή. Επίσης η ελληνική εκκλησιαστική δομή αναιρέθηκε για να ενταχθούν οι εκκλησίες στη βουλγαρική εξαρχία (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B3%CE%B1%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%87%CE%AE_%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD_%CE%B5%CE%B4%CE%B1%CF%86%CF%8E%CE%BD_(1941-44).
[3] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%AE_%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%92%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B3%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1%CF%82).

Δεν υπάρχουν σχόλια: