Τη συναρπαστική βιογραφία του Μίσια Αντρέοβιτς (1890-1954), του οποίου τα πρώτα τριάντα χρόνια παρακολουθήσαμε στο βιβλίο «Μίσια, ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ –ΠΟΛΕΜΟΣ-ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ-ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ»[1], συνεχίζει στο δεύτερο αυτό βιβλίο ο αγαπημένος φίλος και συγγραφέας Μιχάλης Αντρέοβιτς, που αυτή τα φορά εισάγει έντονα το βιωματικό στοιχείο, εφόσον η αφήγηση αφορά τα ύστερα χρόνια του παππού του! Πρόκειται για μια ζωή γεμάτη δοκιμασίες, μεταπτώσεις -«περιπέτειες» με την αρχαία σημασία της λέξης (απότομη μεταβολή της τύχης) αλλά και με τη νέα-, με έντονα συναισθηματικές δοκιμασίες, και με ρευστό ιστορικό υπόβαθρο, εφόσον πρόκειται για περίοδο μεταβατική για όλον τον δυτικό κόσμο.
Όπως υπαινίσσεται και ο υπότιτλος του πρώτου βιβλίου, ο ήρωάς μας, γεννημένος το 1890 στο Χάρκοβο της σημερινής Ουκρανίας -τότε Ρωσίας- , αντρώθηκε σε μια εποχή θυελλώδη για την Ευρώπη (Β’ Παγκόσμιος πόλεμος), τη Ρωσία (Οκτωβριανή επανάστση1917) αλλά και τον κόσμο ολόκληρο, κι αντί να διάγει τον βίο του ως γαιοκτήμονας, ίλαρχος κι εκτροφέας αλόγων όπως υπαγόρευε η κοινωνική του τάξη, πέρασε δια πυρός και σιδήρου χάνοντας όλα τα αγαπημένα του πρόσωπα για να φτάσει 30 χρονών πρόσφυγας στον Πειραιά, στα 1920. Ο συγγραφέας μάς υπενθυμίζει σε αδρές γραμμές αυτά τα μακρινά παιδικά και δύσκολα νεανικά χρόνια, ενώ την περίοδο από το 1920 (στον Πειραιά) μέχρι το αφηγηματικό παρόν που είναι το 1954 (στην περιοχή του Έβρου), η αφήγηση γίνεται πιο παραστατική, πιο μυθιστορηματική σε σύγκριση με το πρώτο βιβλίο, που είχε τον χαρακτήρα μαρτυρίας, από επιφύλαξη και σεβασμό στα πραγματικά αλλά πολύ μακρινά γεγονότα. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι εδώ ο συγγραφέας έχει πια αδιάσειστες μαρτυρίες, όπως αυτές του πατέρα του αλλά και των υπόλοιπων συγγενών…
Βρισκόμαστε λοιπόν στα 1954, στο δέλτα του Έβρου («Μαρίτσα» από την τούρκικη ονομασία Μέριτς), σ’ αυτήν την αμφιλεγόμενη περιοχή όπου ανέκαθεν διασταυρώνονταν λαοί, συνήθειες και πολιτισμοί. Γκιαούραντας, Καρπουζλού, Πόρος, Φερές> Φερελιώτικα, Ύψαλα, Πέπλος, κάποια από τα τοπωνύμια που μοιράζονται ανάμεσα στα ελληνικά και τουρκικά εδάφη τον Έβρο και τα πλούσια σε
ψάρια και φερτές ύλες νερά του (πολύ βοηθητικός ο στοιχειώδης χάρτης της περιοχής). Πολλοί λοιπόν οι ντόπιοι ψαράδες, Έλληνες και Τούρκοι.
Ευρηματικό αλλά και εμβληματικό το «καζακί», που χαρίζει τον τίτλο του και στο βιβλίο, αυτό το ευέλικτο, ντόπιας έμπνευσης ποταμίσιο ψαροκάικο με τη μικρή καρίνα, με το οποίο ο 64χρονος Μίσια εδώ και 19 χρόνια βιοπορίζεται. Τον βλέπουμε, στην πρώτη σκηνή του έργου να ψαρεύει με τον γιο του Αντρέα (τον πατέρα του συγγραφέα), σε μια ήρεμη περίοδο του βίου του, αφού έχουν πια καταλαγιάσει τα έντονα πάθη, ο πόλεμος, ο εμφύλιος, οι εξορίες, οι θάνατοι και η πείνα. Το βιβλίο ξεκινά με μια ήρεμη εικόνα (που θυμίζει Αγγελόπουλο) στις περιοχές των εκβολών του Έβρου, τις οποίες τόσο γλαφυρά μας περιγράφει ο συγγραφέας υποβοηθούμενους από τον χάρτη, χρησιμοποιώντας λέξεις και όρους της ντοπιολαλιάς. Έγινε λοιπόν ψαράς ο ίλαρχος/υπίλαρχος, επίδοξος ιπποκόμος του τσάρου, αφού έμαθε βέβαια πολύ καλά τα ελληνικά, και αφού, σαν σύγχρονος Οδυσσέας, απέκτησε πολλές
εμπειρίες και γνώσεις… Μόνο που την ήρεμη αυτή εικόνα διαταράσσει η σύλληψη των δύο ψαράδων από την τουρκική αστυνομία, με την κατηγορία ότι έκλεψαν τα ζώα ενός τούρκου κτηνοτρόφου!
Είναι ευρηματική η κυκλική δομή που ακολουθεί ο συγγραφέας, εφόσον ο αναγνώστης αφήνει πατέρα και γιο μέσα στην τουρκική φυλακή, για να τους ξανασυναντήσει προς το τέλος του βιβλίου, καθώς δίνεται η λύση στο πρόβλημα που προέκυψε με την τουρκική αστυνομία. Στο ενδιάμεσο όμως βυθιζόμαστε σ’ένα παρελθόν πολυδιάστατο με στιγμές ζοφερές αλλά και γεμάτες χαρά, που αντικατοπτρίζουν μια εποχή όπου ο κόσμος στην περιοχή αυτή ζούσε και αγωνιζόταν σκληρά στο σήμερα χωρίς να ξέρει τι του ξημερώνει την επομένη. Ο αναγνώστης παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα την υποτιθέμενη αφήγηση του πατέρα Μίσια στον γιο του Αντρέα, καθώς οι μέρες εγκλεισμού περνάνε και ο Μίσια, τις ατέλειωτες νύχτες φέρεται να μιλά για το παρελθόν (έμοιαζε σαν μια ανάγκη εξομολόγησης αλλά ταυτόχρονα ήταν και η απαραίτητη «φυγή» από το δυστοπικό παρόν. Παράλληλα του παρείχε τη δύναμη που πηγάζει από την κοινωνική ανάγκη της επικοινωνίας, καθώς ταυτόχρονα γινόταν και ο φράχτης απέναντι στον ιδρυματισμό που θα μπορούσε να τους απειλήσει).
Η πολύπαθη, γεμάτη περιπέτειες και ανατροπές ζωή του Μίσια ξεδιπλώνεται λοιπόν μπροστά μας, ξεπερνώντας κάθε φαντασία καθώς εναλλάσσεται η ελπίδα -ο έρωτας -η προσαρμογή σ’ έναν τόπο, με την απελπισία -τον θάνατο -τον ξεριζωμό. Θα τον δούμε πρώτα πρώτα στον Πειραιά, αμέσως μόλις ξεμπαρκάρει μετά τη Ρωσική Επανάσταση και την καταστροφή της οικογένειάς του (με αποκορύφωμα τον θάνατο της Νατάσας, της πρώτης μεγάλης αγάπης που γνωρίσαμε στο πρώτο βιβλίο), ένα ψυχικό ράκος ανάμεσα σε διαλυμένους ανθρώπους.
Από το ρωσικό νοσοκομείο όπου έμεινε μετέωρος για ενάμιση χρόνο, καταφεύγει σε εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο για πρόσφυγες (ακόμα δεν έχει έρθει το μεγάλο κύμα της μικρασιατικής καταστροφής), έχοντας ως μοναδικό σύνδεσμο με την προηγούμενη ζωή του τον φίλο του Βάνια, ο οποίος όμως έχει τελείως διαφορετικό προσανατολισμό.
Η ένταξή του στον κόκκινο στρατό όσο ήταν στη Ρωσία τον απομονώνει από τους υπόλοιπους εμιγκρέδες και του δημιουργεί και απρόσμενα προβλήματα όταν καλείται η κρατική επιτροπή να αξιοποιήσει τα προσόντα του πάλαι ποτέ ίλαρχου. Με τα πολλά, τοποθετείται ως φροντιστής αλόγων σε ίλη επιλαρχίας, με τον βαθμό του υπίλαρχου. Ο Μίσια θα μείνει στην Αθήνα με τη νέα του ιδιότητα που του επιτρέπει να ζήσει αξιοπρεπώς για ενάμισι χρόνο, αλλά μια ασυνήθιστη ερωτική αποτυχία τον ωθεί να δεχτεί με προθυμία τη μετακίνηση της μονάδας στον Βορρά, συγκεκριμένα στο Διδυμότειχο.
Από το φως στο σκοτάδι
κι απ’ το σκοτάδι στο φωςΕίναι τελικά κάποιες φορές που η πραγματικότητα
Παρακολουθούμε με πολλή αγωνία τις ψυχικές διακυμάνσεις του αγαπημένου μας πια Μίσια, από την ελπίδα και την αισιοδοξία της ζωής στην απελπισία, εφόσον η Σοφούλα πέθανε πολύ νέα από αρρώστια (συχνά «χάνεται», αφαιρείται, ξεχνάει. Λείπει από εκεί που τον περιμένουν, φτάνει ώρες αργότερα ή δεν πάει ποτέ. Μιλάει λιγότερο, κι ένας θυμός ξεπροβάλλει ανάμεσα από τα φρύδια του και δεν χρειάζεται πολύ για να μετατραπεί σε οργή. Άλλοτε πάλι βυθίζεται στον εαυτό του ή χάνεται από «προσώπου γης»). Έχει όμως πια τρία παιδιά ο Μίσια να του δίνουν ζωή, ενώ με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, όταν γίνεται πια 50 χρονών, αποφασίζει να παραιτηθεί από το στράτευμα και να ασχοληθεί επαγγελματικά με το αγαπημένο του χόμπι, το ψάρεμα.
Δεν είναι όμως μόνο ο πολυτάραχος βίος του Μίσια που προσελκύει το ενδιαφέρον. Ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να εγκιβωτίσει, με δεξιοτεχνία, επεισόδια, εμπειρίες, αφηγήσεις αλλά και σύντομες βιογραφίες των υπόλοιπων προσώπων που συναντά στο διάβα του ο ήρωας, με πρωταγωνιστές γνωστούς και συγγενείς. Ιστορίες συναρπαστικές, συγκλονιστικές γιατί ήταν μια εποχή και μια περιοχή, όπου όποια πέτρα και να σήκωνες υπήρχε πόνος, οδύνη, προσφυγιά και στέρηση. Έτσι, αρχής γενομένης από την ιστορία της «κόμισσας», της γυναίκας εξαιτίας της οποίας ο Μίσια έφυγε από την Αθήνα, βλέπουμε απίστευτες διαδρομές στις ζωές των ανθρώπων, στην οικογένεια της Ροδούλας αλλά και της Σοφίας που έμεινε 15 χρονών χήρα!
Εξίσου απίστευτη είναι και η προσωπική πορεία του Πόντιου έμπορα Στάθη (που από Τσεμπερίδης πολιτογραφήθηκε Κακουλίδης για να μην ενταχτεί στη Σοβιετική Ένωση), που ήταν ο προπάππος του συγγραφέα. Από τον Πόντο στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στην Ξάνθη, με την μάνα και την πρώτη του γυναίκα δολοφονημένες από τον φανατισμό των νεότουρκων, κατέληξε στο Γκελεντζίκ της βορειοανατολικής Μαύρης θάλασσας. Στην όμορφη αυτή πόλη της Μαύρης θάλασσας που αργότερα έγινε ονομαστό θέρετρο, θα γνωρίσει την δεύτερη γυναίκα του τη Σοφία, εξ αγχιστείας προγιαγιά του συγγραφέα.
Έχουμε βέβαια και την ιστορία του Αντρέα, του γιου του Μίσια και πατέρα του Μιχάλη Αντρέιεβιτς, γεννηθέντα το 1933, ορφανού από πολύ μικρό παιδί από μητέρα, με πολλές μνήμες από τα προπολεμικά χρόνια και πολύτιμη πηγή για τον συγγραφέα για τη ζωή του Μίσια αλλά και για τις δυσκολίες του βιοπορισμού στον πόλεμο και στον εμφύλιο.
Η ιστορία όμως που κόβει την ανάσα κυριολεκτικά, και σε κάνει να αναρωτιέσαι τι είναι ικανός ο άνθρωπος να αντέξει, είναι η ιστορία της Κατίν από το ιστορικό Καβακλί (προγιαγιά του συγγραφέα από την πλευρά της μητέρας του, Σταυρούλας) και του άντρα της του Παγώνη, ξεχωριστού στην πάλη διακεκριμε΄νουπεχλιβάνη. Η Κατρίν, μετά την άγρια δολοφονία του Παγώνη (1911 εποχή κυριαρχίας των εθνικιστικών ομάδων των νεότουρκων) στα έζησε κυριολεκτικά έναν απίστευτο γολγοθά για να μπορέσει να σώσει τα 7 παιδιά της μέσα στον χειμώνα από τους διωγμούς και την πείνα, Φεβρουάριο του 1913…
Μία από τις εγγονές της Κατίν, την Σταυρούλα, θα γνωρίσει αργότερα ο Αντρέας και θα κλείσει ο κύκλος για να φτάσουμε στο σήμερα…
Είναι γεγονός ότι οι ιστορίες από την προσφυγιά, από τον πόλεμο, από τον εμφύλιο, κι από κάθε ασταθή περίοδο της Ιστορίας με γιώτα κεφαλαίο, είναι ατέλειωτες και σε οδηγούν σε κόσμους διαφορετικούς, τόσο οικείους αλλά και τόσο ξένους με τη δική μας ταχύρρυθμη εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται από άλλου είδους προβλήματα. Συναρπάζει όμως και μόνο η ιδέα ότι με διαφορά μόλις δύο τριών γενεών ο κόσμος είχε τέτοιου είδους έγνοιες και βάσανα, και ακροβατούσε ανάμεσα σε ζωή και θάνατο τόσο απλά, τόσο ακραία.
Οι μηχανισμοί της πολιτικής, της Ιστορίας, της ανθρωπογεωγραφίας είναι πάντα καθοριστικοί στους βίους των ανθρώπων αλλά ακόμα περισσότερο σ’ αυτές τις γενιές που υπέστησαν διαρκείς διώξεις και μετακινήσεις. Η Θράκη, η Ανατολική ιδιαίτερα Θράκη, είναι ένας πολυδιάστατος κόμβος, πέρασμα ανάμεσα σε πλήθος διαφορετικών λαών, με πολλές μικροϊστορίες και ουσιασττικά ανεξερεύνητη από την Ιστορία -με γιώτα κεφαλαίο.
Ο συγγραφέας, πέρα από τα πλούσια λαογραφικά και ανθρωπογεωγραφικά στοιχεία που στηρίζουν την αφήγηση και συμπληρώνουν ως απαραίτητο σκηνικό τις ανθρώπινες εμπειρίες, για να κατανοήσει ο αναγνώστης τα αίτια αλλά και το βάθος των γεγονότων, δεν μπορεί παρά να κάνει ιστορικοπολιτικές παρεκβάσεις (π.χ. για τη συνθήκη της Λωζάνης, για τον βουλγαρικό επεκτατισμό κ.α.) για να μας υπενθυμίσει και τις κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές, που πολλές φορές προσδιορίζουν τις σχέσεις και τη μοίρα των ανθρώπων.
[1] Από την ανάρτηση του βιβλίου «Μίσια», αντιγράφω απόσπασμα σχετικό με την προσπάθεια διάσωσης των προφορικών αφηγήσεων:
Ίσως πρόκειται για μια εξαιρετική περίπτωση. Και στις εξαιρετικές περιπτώσεις -και όχι μόνο- η ανάγκη για διατήρηση της μνήμης είναι επιτακτική· μια ανάγκη που δεν πηγάζει μόνο από περιέργεια και δίψα για γνώση, αλλά από την ανάγκη να προσανατολιστούμε στο παρόν και στο μέλλον. Γιατί το παρελθόν επιζεί στο παρόν, το φωτίζει, του προσδίδει βάθος· οπότε η διατήρηση της μνήμης, της Ιστορίας με γιώτα κεφαλαίο ΜΑΣ ΑΦΟΡΑ όλους, κι όχι μονάχα τους «συγγενείς». Ακόμα, γιατί η ρευστότητα της σύγχρονης εποχής, οι ταχύρρυθμες μεταβολές με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, η περιβαλλοντική κρίση κλπ κλπ, επαναφέρουν το αίσθημα της απειλής, του φόβου. Ο φόβος έχει γίνει πια «δομικό στοιχείο της σύγχρονης κοινωνίας», όπως επισημαίνουν οι ιστορικοί και τα τραύματα του παρελθόντος μάς καλούν όχι μόνο για να πενθήσουμε αλλά για να τα κατανοήσουμε και να μάθουμε απ’ αυτά.
Δεν είναι τυχαίο που τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί τόσο μεγάλη άνθηση της προφορικής ιστορίας και θεμελίωσή της ως θεμιτή πηγή ιστορίας. Αλλά και η «λογοτεχνοποίηση» πλευρών της ιστορίας, όπως κι η αγάπη του κόσμου στα ιστορικά μυθιστορήματα αναδεικνύουν την ανάγκη να αποκτήσει η Ιστορία, -που την μαθαίναμε στο σχολείο σαν μια σειρά ξερών γεγονότων-, συγκινησιακό βάθος, ανθρώπινο και προσωπικό χαρακτήρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου