Ο συγγραφέας χτίζει με εικόνες και με σκηνές όλη την ατμόσφαιρα της εποχής, δίνοντας κινηματογραφική διάσταση στα σχεδόν ασήμαντα, καθημερινά περιστατικά που συνθέτουν σε μια συνολική εικόνα την ψυχοσύνθεση του πρωταγωνιστή, Νίκου Νικολαΐδη: μικρά περιστατικά/σκηνές, πολυσήμαντα κι ενδεικτικά του «δρόμου» που ακολούθησε η συναισθηματική πορεία του ήρωα. Έτσι, έχουμε διάστικτα μικροεπεισόδια, μέσα από τα οποία γνωρίζουμε τα τρία-τέσσερα βασικά πρόσωπα, τα πρόσωπα που αποτελούν τον πυρήνα του κόσμου του.
Ο ήρωας, που είναι και αφηγητής, αναθυμάται σε πρωτοπρόσωπο στοχαστικό τόνο τα γεγονότα που τον σημάδεψαν, ξεκινώντας από την κηδεία της μάνας του το 1976 στην Αθήνα (από την κηδεία της μάνας μου θυμάμαι ελάχιστα πράγματα, είναι η πρώτη πρώτη φράση του βιβλίου). Ακολουθώντας τα άλματα και τα παιχνίδια της μνήμης, μεταπηδά είτε στις καλοκαιρινές διακοπές στο Αιγαίο, το 1977 -όταν ο ίδιος και οι φίλοι/ες του ήταν πρωτοετείς φοιτητές/τριες της Νομικής- είτε στην Οξφόρδη, είτε πάλι στην Αθήνα όπου τον βλέπουμε να σπουδάζει, να δουλεύει, να παντρεύεται, να χωρίζει.
Το ταξίδι της ξένοιαστης φοιτητοπαρέας (Σοφία, Νίκος, Λίνα, Μάρκος, Αντώνης, οι Ολλανδοί Σάρα και Τάις) στη Σέριφο πρώτα για ένα τετραήμερο (εκείνες οι μέρες ήταν από τις ομορφότερες στη ζωή μου. Ή έτσι νόμιζα όταν τις ζούσα), και στη συνέχεια στη Σίφνο, ήταν σημαδιακό για τον Νίκο. Η απόλυτη απόλαυση και ελευθερία στο αιγαιοπελαγίτικο φως, με ανοιχτές όλες τις προοπτικές που κρατάει η νιότη, περιγράφεται πειστικά από τον συγγραφέα με βιωματική λεπτομέρεια, δηλαδή με συγκεκριμένες εικόνες, λιτές και περιεκτικές. Στη Σέριφο γιγαντώνεται ο έρωτας με τη Σοφία, και στη Σίφνο τους περιμένει το δεύτερο -κατά τη γνώμη μου- κεντρικό πρόσωπο, ο μυστηριώδης Αλέξανδρος, αδερφός της Σοφίας και τελειόφοιτος της Οξφόρδης. Αντιπαθητικός σε όλη την παρέα (προκλητικός, αντικομφορμιστής, μοναχικός, σνομπ)... παρόλ’ αυτά ο Νίκος συνδέεται ουσιαστικά και στενά μαζί του, και η διαλεκτική ανάμεσά τους (βλ. διαλόγους π.χ. για τον «Θίασο» του Αγγελόπουλου, την τραγωδία, το χιούμορ) του ανοίγει νέους ορίζοντες.
Παρόλο που το μυθιστόρημα είναι σύντομο -στα όρια της νουβέλας-, και η χρονική περίοδος που διατρέχουμε μεγάλη, η αφήγηση διατηρεί μια παραστατική ζωντάνια, χάρη στην αντιστικτική αυτή μέθοδο των μικρών, χαρακτηριστικών στιγμιότυπων. Τα συναισθήματα δεν κατονομάζονται, συνήθως, αλλά δίνονται υπαινικτικά, επαγωγικά μέσα από αυτά τα στιγμιότυπα. Θα απολαύσουμε καίριους διαλόγους και τρυφερές στιγμές από τη ζωή του Νίκου και της Σοφίας στο κέντρο της Αθήνας, εικόνες με τον… Κύρκο (τον γάτο), αγωνίες εγκυμοσύνης, επαγγελματικές αγωνίες, τον χωρισμό τους, ταξίδια στην Οξφόρδη όπου ο Νίκος θα γνωρίσει και την μεσήλικη φίλη του Αλέξανδρου, τη μοναδική «κωλοπετσωμένη» Αβροκόμη Πόουλ από τα… Λεβέτσοβα της Λακωνίας («ήταν αναμφισβήτητα μια πολύ σαχλή γυναίκα»), που θα παίξει σημαντικό ρόλο στη συνέχεια. Θα γνωρίσουμε και τη μητέρα του Αλέξανδρου και της Σοφίας, την Τέτη (τι ενδιαφέρουσα που ήταν η Τέτη! Από κάπου είχε πάρει και ο Αλέξανδρος) καθώς και τη γραφική αλλά αυθεντική φίλη της τη Νινή.
Το τραγικό συμβάν που δεσπόζει στις τελευταίες σελίδες αλλά και στη ζωή του Νίκου, θα γίνει αφορμή για να αποκαλυφθούν μυστικά ανομολόγητα.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Κρατικό βραβείο διηγήματος 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου