Ζούσα μέσα στην έξαψη της επείγουσας αλλαγής
που χρειαζόταν ο κόσμος
Εξαιρετικό όπως και τα άλλα
δυο βιβλία που έχω διαβάσει του ίδιου συγγραφέα (Confiteor, Οι φωνές του ποταμού Παμάνο), και ενώ είναι
διαφορετικό στη σύλληψη και στην πλοκή, βρίσκει κανείς όμως κι εδώ τα πιο αγαπημένα
χαρακτηριστικά του: συναίσθημα, τέχνη, μυστήριο, μοιραία μυστικά, πολιτικά πάθη,
έρωτα. Και πίσω απ’ όλα τα γεγονότα, μεγάλα και μικρά, κλείνει το μάτι η
Ιστορία με γιώτα κεφαλαίο, που προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό την πορεία των
προσώπων.
Η πρώτη φράση του βιβλίου
είναι ένα μικρό δείγμα της γοητείας που ασκεί το γράψιμο του Καμπρέ: Έπειτα
από πάρα πολύ καιρό, καθισμένος μπροστά στα μαύρα μάτια και την τέλεια
επιδερμίδα της Ζούλια, αναρωτήθηκα πότε
ακριβώς άρχισε να ραγίζει η ζωή μου. Όλη η πρώτη σελίδα λοιπόν τραβάει
τον αναγνώστη από το μανίκι για να ρουφήξει μια συναρπαστική αφήγηση, του Μικέλ
Ζενζάνα, που σ’ αυτήν τη φάση της ζωής του -το μυθιστορηματικό «παρόν»- επεξεργάζεται
από απόσταση τις αναμνήσεις του, αναπολεί, αμφισβητεί, προσπαθεί να δει μέσα
απ’ τη ραγισμένη του ζωή τις «στιγμές-σταθμούς»∙ που «έχει συνέλθει από το
πολιτικό του αποπροσανατολισμό», που είδε κάποια βροχερή Παρασκευή τον πατέρα
του να ανοίγει την πόρτα και να εξαφανίζεται, με τις παντόφλες και χωρίς
σακάκι...
Όλο το βιβλίο είναι η αφήγηση
-αλλά και οι σκέψεις που συνοδεύουν την αφήγηση- του Μικέλ στην συνάδελφό του
Ζούλια, που τον προσκάλεσε σε δείπνο γιατί «μόνο εκείνος μπορούσε να τη
βοηθήσει». Έτσι , με τον γνώριμο πια τρόπο του ο Καμπρέ μας πηγαινοφέρνει με
άνεση από το παρόν του εστιατορίου στο επώδυνο παρελθόν, αλλά και στους
λαβυρίνθους μιας δαιδαλώδους οικογενειακής ιστορίας, που ταυτόχρονα καθρεφτίζει
και όλη την ισπανική ιστορία της εποχής του Φράνκο.
Η αφορμή της συνάντησης στο
υπερπολυτελές εστιατόριο είναι ο θάνατος από ατύχημα του βουλευτή Μπολός,
παιδικού φίλου του Μικέλ. Η Ζούλια, συνάδελφος του Μικέλ στο περιοδικό Revista, ζητάει
πληροφορίες για να συντάξει «αφιέρωμα ως φόρο τιμής» στον Μπολός, ο
αναγνώστης νιώθει όμως απ΄ την αρχή ότι
είναι άλλα τα βαθύτερα κίνητρά της. Έτσι πάντως ξεκινάει ένα γαϊτανάκι
αναμνήσεων του Μικέλ (μιλώντας για τον
Μπολός θα μιλήσω για μένα) που γίνονται και αφήγηση (ενώ παράλληλα
μπερδεύεται και ο εσωτερικός μονόλογος), μια αφήγηση οπωσδήποτε όχι γραμμική
που πετάει κάθε τόσο πινελιές μυστηρίου, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι
καπρίτσιο του συγγραφέα για να μπερδέψει τον αναγνώστη. Παρόλη την ξέχειλη
αυτοαναφορικότητα, τα χρονικά πισωγυρίσματα και τις παρενθέσεις, την εναλλαγή
γ΄ ενικού και α΄ ενικού στην ίδια ακόμη φράση (γνώριμο αυτό και στα άλλα βιβλία),
η ροή του λόγου είναι αβίαστη και απρόσκοπτη,
κάθε τι κατά το «εικός και αναγκαίο».
Ένα στοιχείο ακόμα
χαρακτηριστικό της γραφής, που δεν το έχουμε συναντήσει σε άλλα βιβλία του
Καμπρέ, είναι οι επιθετικοί προσδιορισμοί που μπαίνουν δίπλα στα ονόματα σαν
«επώνυμα», ανάλογα με τα βιώματα των
ηρώων στο εκάστοτε σημείο της αφήγησης. Ένα τερτίπι που υπαγορεύει η μνήμη, ή ο
προφορικός λόγος, μας δίνει ας πούμε σχεδόν σαν σταθερό χαρακτηριστικό τον θείο
Μαουρίσι ως Μαουρίσι Δίχως Πατρίδα, ή Μαουρίσι ο Εκδιωγμένος, Μαουρίσι ο
Ανήθικος, ενώ για τον Μικέλ: Ζενζάνα ο Απελευθερωμένος ή Μικέλ ο Ρομπέν των
Δασών, ο Κατηχούμενος, ο Απόστολος των Εθνών ή Απόστολος της Ορθοδοξίας, ο
Ονειροπόλος, ο Αποπροσανατολισμένος ή Μικελσιγκμουντφρόυντ, Μικέλ Ζενζάνα ο
Πολεμιστής που Αναπαύεται. Και οι υπόλοιποι όμως χαίρουν προσδιορισμών, Αντόν Ζενζάνα ο Προδότης, Πέρε ο Φυγάς,
Καρλότα η Αγαπημένη κ.α. Αυτές οι πινελιές δίνουν μιαν αίσθηση
αποστασιοποίησης, μιας τεχνητής απόστασης που παίρνουν οι αφηγητές καθώς
αναπολούν τη ζωή τους ή μάλλον μια αίσθηση «ρόλου» - είναι τέλος ένα στοιχείο
που προσδίδει γλυκόπικρο χιούμορ κι ανάλαφρο ύφος, ενώ οι καταστάσεις που
περιγράφονται είναι κατά κανόνα ζοφερές.
Τα μυστήρια και τα
ανομολόγητα μυστικά είναι αλλεπάλληλα, και φυσικά δεν αποκαλύπτονται αμέσως
στον αναγνώστη. Απ’ τις πρώτες σελίδες ας πούμε γνωρίζουμε μόνο ότι ο χώρος του
υπερπολυτελούς εστιατορίου είναι πολύ γνώριμος στον Μικέλ∙ ότι γνωρίζει πολλά
περισσότερα για τον θάνατο του Μπολός (ένιωθα
τύψεις για τη δειλία μου, επειδή εγώ ήξερα, εγώ ξέρω το κακό που σκότωσε τον
Μπολός)∙ ότι τη μέρα της δολοφονίας αλλά και της κηδείας δέχτηκε κι ο ίδιος
απειλητικά τηλεφωνήματα. Αλλά πέρα απ’
όλ’ αυτά, μικρά και μεγάλα μυστήρια προοικονομούνται συνέχεια, όπως το «μαύρο
τετράδιο της θείας Πιλάρ» που περιέχει ένα τρομερό, όπως υπαινίσσεται ο θείος
Μαουρίσι, μυστικό∙ η ένταξη του Μικέλ στο PSUC (σοσιαλιστικό
κόμμα) και η είσοδος στην παρανομία είναι από μόνη της μια κρυφή πτυχή με πολλές
προεκτάσεις, συνωμοσίες, προδοσίες και οδυνηρές μνήμες∙ το παίξιμο της έπαυλης
των Ζενζάνα στα χαρτιά (ένα τέτοιο σπίτι
είναι ανεκτίμητο. Γι’ αυτό το έπαιξα/ήθελα να κάνω κακό σε κείνους που με
περιφρονούσαν τόσο, έκείνους που στάθηκαν ικανοί να περιφρονήσουντην αγάπη μου/»για
να δω πώς θα νιώσω», είπα ψέματα )∙ κρυφοί έρωτες, κρυφή ομοφυλοφιλία, οικογενειακοί
εκβιασμοί, ξαφνικές εξαφανίσεις, κρυφά και φανερά μίση μέσα στην ίδια την
οικογένεια, που εκδηλώνονται μέχρι και με κρυφές δολοφονίες (ποιος σκότωσε τον Μικέλ σου, θείε;), ή
αιφνίδιες αποκαλύψεις που φέρνουν την τρέλα ή τον θάνατο.
Όλη αυτή η σκοτεινή
ατμόσφαιρα, που θυμίζει λίγο γοτθικού (gothic) τύπου εξιστορήσεις, διασκεδάζεται με την αφήγηση του
κεντρικού ήρωα, που εστιάζει όχι τόσο στα γεγονότα αλλά στα συναισθήματα που
προκαλούν αυτά και που όλα σχηματίζουν ένα «Νήμα», μια πορεία στην αυτογνωσία.
Έτσι, ακόμα και οι πιο τραγικές ή δύσκολες καταστάσεις γίνονται αφορμή για αυτοσαρκασμό,
για αναστοχασμό και αναπροσδιορισμό, καθώς ο ήρωας βάζει τα γεγονότα σε μια
σειρά για να τα αφηγηθεί στη Ζούλια (ήταν
αδύνατον να καταλάβει ότι ζούσα μέσα στην αναποφασιστικότητα, ότι την περνούσα
είκοσι χρόνια αλλά ήμουν απίστευτα πιο γέρος, αφού η νοσταλγία και οι τύψεις
ήταν ικανές να μου επιτεθούν και να με πληγώσουν και επειδή η σκέψη του θανάτου
είχε επικαλύψει το μυαλό μου με μια λεπτή πατίνα).
Πολλές φορές όμως αφηγητής
είναι ο αιρετικός θείος Μουρίσι, που ο ίδιος αυτοαποκαλείται «Μνήμη της
Οικογένειας», και παραθέτει την δική του προσωπική ιστορία, στενά συνυφασμένη με
την ιστορία της οικογένειας.
Ο φόβος δεν είναι αντιεπαναστατικός
Η Βαρκελώνη, αυτή την εποχή, ήταν μια πόλη ασπρόμαυρη,
μελαγχολική,
σβησμένη από το ανελέητο χέρι του δικτάτορα, και,
παρά τις ομορφιές της που δεν κρύβονταν,
ήταν μια πόλη με λυπημένο βλέμμα.
«Αγνωστικιστή και στείρο»,
λάτρη τη μουσικής, της ποίησης ή της τέχνης γενικότερα αλλά ανίκανο να
δημιουργήσει, και ακραία αναποφάσιστο θεωρεί στο μυθιστορηματικό παρόν τον
εαυτό του ο Μικέλ (άλλαξα κατεύθυνση και
μπήκα στη φιλολογία, όπου ξετρελάθηκα όχι με τις ρηματικές κλίσεις ή την
αρχιτεκτονική των βασιλικών, αλλά με τις συνελεύσεις, τον Μάη του εξήντα οκτώ
και διάφορα άλλα πράγματα, και παράτησα τις σπουδές μου στη μέση διότι η
επανάσταση ήταν πιο επείγουσα και η Μπέρτα πολύ ωραία). Κι όμως στη ζωή του
έχει πάρει γενναίες αποφάσεις, ίσως ασυνείδητα ή μέσα από έναν ανεξέλεγκτο
παρορμητισμό που τώρα, στα 37 του χρόνια τον προβληματίζει ακόμα. Στη σχολή των ιησουιτών,
όπου γνωρίζει και τους καρδιακούς του φίλους Μπολός και Ροβίρα, θέλει να γίνει… ιερέας, του περνά γρήγορα και περνά
στη θετική κατεύθυνση αλλά αντί για τη Βιομηχανική Σχολή όπου τον προόριζε ο
πατέρας μετά από έναν «ωκεανό από αμφιβολίες» γράφεται στη Φιλολογία (έφτασα στο εκπληκτικό συμπέρασμα ότι,
βασικά, δεν θέλω να κάνω τίποτα στη ζωή μου), ενώ αργότερα, δεν ακολουθεί
την οικογενειακή παράδοση να ασχοληθεί με το εργοστάσιο του πατέρα. Μέσα στις
γενναίες αποφάσεις είναι και η ένταξή του στην αντίσταση κατά του Φράνκο, η
είσοδός του στην παρανομία ενώ ο παππούς της οικογένειας είναι φρανκικός (αν κι
έχει χάσει γυναίκα και κόρη απ τα στρατεύματα του Φράνκο), καθώς ακολουθεί σα
μαγεμένος την αφοσιωμένη μέχρι τα μπούνια Μπέρτα και το κόκκινο παλτό της (είμαι ικανός να χάσω το μυαλό μου μ’ ένα
φευγαλέο κομμάτι ύφασμα). Η ένταξη εκείνου και του Μπολός στον αγώνα είναι
και η βαθύτερη αιτία που φεύγει «οριστικά» απ’ το σπίτι.
Έτσι κι αλλιώς, το
Πανεπιστήμιο γίνεται προπύργιο του αντιφρανκισμού. Η «στρατολόγηση» και όλη η θητεία του Μικέλ («του
Κατηχούμενου») στον παράνομο αγώνα περιγράφεται με σαρκαστικό ως αυτοσαρκαστικό
ύφος, θυμίζει απίστευτα τις αγκυλώσεις των αντίστοιχων κινημάτων, παράνομων και
μη, αριστερών κι εξωκοινοβουλευτικών στην Ελλάδα (και αλλού) και αποτελεί έναν
από τους πιο ενδιαφέροντες και δελεαστικούς άξονες του βιβλίου. Είναι
παρακμιακή η συνήθεια να θέλεις να ακούσεις ένα κοντσέρτο, είναι ελάχιστα
επαναστατική η επανασύνδεση με τους πρώην συντρόφους, μόνο η αλήθεια είναι
επαναστατική κλπ κλπ. Η σχέση με την στρατευμένη Μπέρτα απλώνεται σε σπαραξικάρδια επεισόδια (ήταν ταπεινωτικό, αλλά τούτη η γυναίκα δεν
φοβόταν ποτέ), ενώ ο παρορμητικός μας ήρωας φτάνει μέχρι του σημείου να ντρέπεται
για την έπαυλη όπου ζούσε, για την αριστοκρατική του καταγωγή, κι ο φίλος του
Μπολός είχε βάλει στο μάτι μια κοπέλα που
του έφερνε ζάλη επειδή δήλωνε δημοσίως ότι ήταν μικροαστικό να μην κάνεις έρωτα
ελεύθερα. Το να συμμετέχει σε διαδηλώσεις απλώς για ν’ ακούσεις τη σειρήνα της αστυνομίας και να το βάλεις στα
πόδια, με το πανό πεσμένο στο έδαφος και την καρδιά γεμάτη αυταπάτες ήταν πια κάτι καθημερινό και τετριμμένο. Μυείται
στα «μυστικά» της πρόσφατης ιστορίας (Μαρξ, Ένγκελς, Ρόζα, Τρότσκι κλπ), και
μπαίνοντας πια στο PSUC
(Σοσιαλιστικό Κόμμα) συμμορφώνεται στην πειθαρχία της παρανομίας (διαφύλαξη
μυστικών, μέτρα ασφαλείας, κώδικες, προσωνύμια, και… «εκείνο το πράγμα, η αυτοκριτική».
Βέβαια, η συνήθης αναποφασιστικότητα συχνά του χτυπάει την πόρτα: τελικά, για ποιον λόγο μπλέχτηκα στον
πολιτικό αγώνα; Γιατί δεν κοίταζα να ζήσω όπως όλος ο κόσμος; Γιατί πριν δυο
χρόνια κόντεψα να φύγω για να προσηλυτίσω Σενεγαλέζους και τώρα προσηλυτίζω
αστούς;
Απαλλαγμένοι από τον στρατό (στις αρχές της δεκαετίας του ’70, στο
ισπανικό Κράτος, τα στατιστικά στοιχεία έδειχναν μια ραγδαία αύξηση του αριθμού
των επιληπτικών κρίσεων στον ανδρικό πληθυσμό μεταξύ δεκαεννιά και
εικοσιτεσσάρων ετών) φεύγουν εντέλει από το PSUC, αντιμετωπίζουν μαζί με τον Μπολός τον κατακερματισμό
των αντιστασιακών ομάδων (έλαμπε ξαφνικά
το φως και βλέπαμε τον Νέο Δρόμο, τη Νέα Αλήθεια και τη Νέα Ζωή), μπαίνουν
στο Κόμμα ξεκινώντας την αληθινή παράνομη
ζωή (Φεύγω απ΄το σπίτι, μαμά. Για
λόγους ασφαλείας). Ο Σιμό ο
Προγεγραμμένος είναι ο Μικέλ και ο Φράνκλιν είναι ο Μπολός. Στάλθηκαν να
δουλέψουν σε εργοστάσιο ηλεκτρικών εξαρτημάτων ώστε να σχηματίσουν μια ιδέα, εκείνοι που κατάγονταν από αστικές οικογένειες,
για το τι ήταν και πώς ζούσε η εργατική τάξη (…) για ν’ αρχίσουν να ξεπληρώνουν
την αμαρτία να μην έχουν γεννηθεί στους κόλπους της (συνήθης τακτική των
κομμουνιστικών κομμάτων, βλ. «Αυτός που
ήρθε απ’ έξω, Ρομπέρ Λινάρ»).
Η εκ νέου στρατολόγηση των δυο φίλων
περιγράφεται με καυτή σάτιρα (αυτά τα
χρόνια τα έζησα ωθούμενος από την εσωτερική δύναμη που στηρίζει τους ήρωες) ενώ ο Μικέλ/Σιμό, με την απόσταση που
υπαγορεύει η αφήγηση, παραδέχεται ότι βιάζονται να περάσουν όλα τα στάδια , να
γίνει η επανάσταση και να γυρίσουν όλοι σπίτια τους (κατά βάθος πέθαινα για μικροαστικές σκέψεις και ένας θεός ξέρει πόσο μου
στοίχιζε να συγκεντρωθώ και να αντικρίσω την πραγματικότητα, η οποία είναι
πάντα πιο ανιαρή και πιο βραδυκίνητη από το όνειρο). Παρόλ’ αυτά, ο Μικέλ Ζενζάνα ο Αιώνιος Μαθητευόμενος, επιλέχτηκε για μια
«εντατική εκπαίδευση» στη Βηρυτό όπου «συστήθηκε με το φόβο», μια «τρομερή κι
ατέρμονη» στιγμή στο Κουρνάτ αλ- Σάουντα (εξίμισι
δευτερόλεπτα μπορούν να παγώσουν το χαμόγελο στα χείλη σου και, έπειτα από
εικοσιπέντε χρόνια, έχεις ακόμα το σημάδι των εξίμισι δευτερολέπτων). Στην
αποδοκιμασία του Γαλανομάτη (αρχηγού του πυρήνα) έδωσε την απίθανη απάντηση «Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να μη φοβόμαστε».
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου
(«Alegretto»), η κατάσταση γίνεται όλο και πιο κρίσιμη. Προδοσία,
διάλυση, και η «σκληρή κριτική στον αυχένα
ενός συντρόφου» παγιδεύει τους δυο φίλους (κι ας είναι «αντιεπαναστατική» η
ιδιαίτερη φιλία) σε ένα από τα μεγάλα μυστικά του βιβλίου. Τους επέλεξαν για ν΄ αποδώσουν δικαιοσύνη, κι ένα τραγικό επεισόδιο
όπου δεν λείπουν και κωμικά στοιχεία γίνεται το βίωμα που θα ακολουθεί τον ήρωά
μας (Σιμό, ο Απόστολος των Εθνών) σ’ όλη
του τη ζωή με συναισθήματα ανάμεικτα, ενοχής κι απενοχοποίησης.
Και μετά τον θάνατο του
Φράνκο, που το Κόμμα συγχωνεύεται με το PSUC (αυτούς που πριν λίγους μήνες τους έλεγαν ρεβιζιονιστές)
τους επέλεξαν για την επιχείρηση Έκουους…: κι εγώ,
που επιθυμούσα μόνο να σταματήσω και ν’ αφήσω τον πόλεμο, να γυρίσω στο σπίτι
και να μπω σε έναν σύλλογο παλαιμάχων, να καθίσω σε μια κουνιστή πολυθρόνα
αναπολώντας τους μικρούς μου αγώνες, απάντησα πως εντασσόμουν στην επιχείρηση
Έκουους και, στο βάθος της καρδιάς μου, σκεφτόμουν μοιάζεις με την Αντιγόνη, ή μάλλον με τον Οιδίποδα, ανίκανος να
εναντιωθείς στη μοίρα σου ως επαναστάτη.
Ευτυχώς για τον Μικέλ, δεν ήταν άλλη η επιχείρηση Έκουους από το τέλος
της παράνομης δράσης, και η ένταξη στην
κοινωνία εκείνων που δεν είχαν πάψει να γελούν, να κάνουν έρωτα, ν πηγαίνουν
βόλτες (…) χωρίς να ανησυχούν για κάποιον υποθετικό διώκτη. Η επιστροφή το
σπίτι και η προσαρμογή σε νέους ρυθμούς δεν είναι κι αυτή εύκολη (χαίρομαι απίστευτα που είσαι εδώ, σώος και
αβλαβής∙ σε σκεφτόμουν μαμά, αλλά δεν έπρεπε να με εμποδίσει αυτό, θα ήταν
αντιεπαναστατικό∙ το καταλαβαίνω, ή μάλλον δεν το καταλαβαίνω αλλά το δέχομαι).
που έζησα με την καρδιά
να έχει σπαράξει από τόσους θανάτους και τόσο πόνο,
και που κατέληξα να
τρελαθώ διότι το μυαλό μου αδυνατεί ν’ αντέξει τόσους καημούς μαζί.
Ο άλλος μεγάλος πρωταγωνιστής του βιβλίου, που μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις παίρνει και το νήμα της αφήγησης, είναι ο θείος Μαουρίσι (ο Χωρίς Πατρίδα, η Μνήμη της Οικογένειας, ο Χρονικογράφος, ο Εκδιωγμένος, ο Τρελός για δέσιμο κλπ κλπ). Ο αιρετικός θείος που είναι ομοφυλόφιλος, που έχει μαλώσει αμετάκλητα με τον παππού του Μικέλ (θετό του πατέρα), που έχει αδυναμία στον Μικέλ και του εξιστορεί όλα τα απίθανα μυστικά. Που τις τελευταίες μέρες της ζωής του τις πέρασε στο φρενοκομείο, αν και είχε σώας τας φρένας (είχε περάσει πάρα πολλές βαρετές βραδιές και ο χρόνος στο φρενοκομείο είχε οξύνει την ευφυΐα του).
Ο Μαουρίσι παραθέτει όλες τις
λεπτομέρειες του καν Ζενζάνα, του οίκου των Ζενζάνα (που είχε τόσα μυστικά που για κάθε γενιά είχε χυθεί κι ένα διαφορετικό
δάκρυ), από πάππου προς πάππου, με λεπτομέρειες χαρακτηριστικές (ως και
γενεαλογικό δέντρο παρατίθεται στις σελίδες του βιβλίου), που, όπως ειπώθηκε
και στην αρχή διατρέχουν το πνεύμα και την Ιστορία της ισπανικής κουλτούρας.
Είναι αναμφισβήτητα τραγική φιγούρα και η αδυναμία του στον ανιψιό του τον ωθεί
να του κάνει μακροσκελείς εκμυστηρεύσεις, εκθέτοντας όλο τον εαυτό με το φως
και τα σκοτάδια του, ενώ από την αρχή του βιβλίου κάνει υπαινιγμούς για ένα
τεράστιο μυστικό (αν σου διηγηθώ τα πάντα ίσως και να πάψεις να μ’ αγαπάς). Ο
άνθρωπος που μιλάει βουρκωμένος για τους γονείς που δεν γνώρισε, που μίσησε τον άνθρωπο που τον μεγάλωσε κι
έκοψε κάθε δεσμό με τον πρώην φίλο του (και πατέρα του Πέρε), τον οποίο όμως εντέλει
βοήθησε στο να «εξαφανιστεί μυστηριωδώς». Που αγάπησε, προδόθηκε η αγάπη του,
έπεσε θύμα εκβιασμών. Είναι αυτός που μυεί τον Μικέλ στις ομορφιές και τις
παγίδες της τέχνης, της μουσικής, της ποίησης.
Η «ιστορία της γιαγιάς Πιλάρ»
(Πιλάρ η Σιωπηλή, Πιλάρ η Φυγάς) ήταν και η αιτία της διαταραχής του θείου
Μαουρίσι, όπως εξομολογείται ο ίδιος (του
πέρασε απ’ το μυαλό ότι ίσως η τρέλα του να ήταν αληθινή). Στο γράμμα που
άφησε στον Μικέλ πριν πεθάνει ( (πέθανε μόνος του στο ίδρυμα του
Μπελιεσγκουάρντ), εκθέτει τις Απογοητεύσεις του (έχω Έξι Απογοητεύσεις, με τον ίδιο τρόπο που ο Ντβόρζακ έχει Εννιά
Συμφωνίες, όπως ο Μπετόβεν, και ο Μάλερ έχει δέκα και ο Μέντελσον πέντε). Ο
θείος είναι ποιητής, κι ακόμα και τις οδύνες της ζωής του τις αραδιάζει σαν
μυθιστόρημα (η μοίρα με το στριγγό της
γέλιο/η μοίρα με το ερμαφρόδιτο γέλιο της τσιριχτό και ιδιότροπο μας γέμιζε
λύπη), κι όμως αυτή η τρέλα του είναι που μύησε τόσο βαθιά τον Μικέλ στην
τέχνη της Ζωής, και κείνος το νιώθει αυτό, όπως κι ο συγγραφέας μας κάνει να το
αισθανθούμε βαθιά. Το πάθος, το «dur desir de durer» (η
σκληρή επιθυμία της διάρκειας) είναι το βαθύτερο κίνητρο όλων των σχεδόν
αλλοπρόσαλλων κινήσεών του. Τα τελευταία του λόγια είναι μια αβυσσαλέα
εξομολόγηση γεμάτη αλήθειες κι αντιφάσεις, ή μάλλον «αληθινές αντιφάσεις», για
να ανατρέψει τα πάντα με μια τελευταία εξομολόγηση αποδεικνύοντας ότι η αλήθεια των καλλιτεχνών είναι στον κόσμο που επινοούν: (…) δεν
δίστασε καθόλου να δώσει μεγαλύτερη σημασία στις λέξεις ενός χαρτιού, οι οποίες ήταν απλώς παραμύθι αλλά
αποτελούσαν μια μεγάλη λογοτεχνική αλήθεια, παρά στην πραγματικότητα την
οποία είχε ζήσει τόσα χρόνια.
Έτσι, το «Βιολογικό δέντρο»
επιστρέφει στη θέση του «Αληθινά Έγκυρου, γεννημένου απ’ τη Λογοτεχνία»…
Ο πόνος της καρδιάς
Γέλασε αθόρυβα, όπως ξέρουν να κάνουν ελάχιστοι άνθρωποι.
Από αυτήν τη στιγμή, κατάλαβα ότι θα μπορούσα να τον αγαπήσω
Έρωτες μοιραίοι, έρωτες ανέφικτοι και αθεράπευτοι,
έρωτες μοναδικοί κι αναντικατάστατοι, με όλες τις αποχρώσεις. Το συναισθηματικό
γράψιμο του Καμπρέ δεν μπορεί παρά να ζωγραφίζει όταν εκφράζει τις διακυμάνσεις
του ερωτικού σκιρτήματος, τα πάθη και τις εξάρσεις της καρδιάς που έχει
ερωτευτεί. Περιγράφονται έρωτες
θρυλικοί, όπως των δυο πραγματικών γονιών του Μαουρίσι (ζούσαν κι οι δυο, πράγματι, μέσα σ’ ένα είδος ανεπανάληπτου θαύματος, εύθραυστου σαν σαπουνόφουσκα)
ενώ ο πατέρας του Μαουρίσι πεθαίνει από έρωτα, για την ακρίβεια είχε
το θάρρος να επιδείξει δειλία την ύστατη στιγμή και να αποφασίσει να πεθάνει
από έρωτα. Αυτός ο έρωτας όμως, όπως και ο παράνομος
έρωτας της γιαγιάς Πιλάρ, περιγράφονται πιο έμμεσα.
Οι άμεσοι κεντρικοί
ήρωες/αφηγητές, και ο Μικέλ και ο Μαουρίσι, είναι τρελοί, τρελοί κι
ακαταλόγιστοι όταν ερωτεύονται. Και συνήθως ερωτεύονται τα… λάθος πρόσωπα (ο καημένος ο Μπολός, που είχε ερωτευτεί ένα
σύννεφο, όπως εγώ), παραδίδοντας τον εαυτό τους μαζοχιστικά στην βάσανο
του πάθους αυτού, που σε ανεβοκατεβάζει από την άβυσσο στα
ουράνια.
Το «φευγαλέο κομμάτι κόκκινου
υφάσματος» από το παλτό της Μπέρτας ήταν η αφορμή/αιτία που βρέθηκε ο Μικέλ
στον παράνομο αντιστασιακό αγώνα. Τα επεισόδια με την Μπέρτα θυμίζουν κάτι από
Γούντι Άλλεν καθώς ο ήρωάς μας, εγκλωβισμένος στις επιταγές του αγωνιστικού
πνεύματος δεν αποτολμά ποτέ να εκφράσει το αίσθημά του (αναγκάστηκε να ξεροκαταπιεί και να πει στην καρδιά του να σταματήσει να
κάνει μπουμ, κρακ, πουφ/είναι αντεπαναστατικό σφάλμα να παραμελείς τη δουλειά
του αγωνιστή για καθαρά προσωπικούς και ιδιωτικούς λόγους/ήταν προσηλωμένη στον
απτό της στόχο, σαν να ήταν ανίκανη να ερωτευτεί ή να σκεφτεί πως ήταν δυνατόν
να την ερωτευτεί κάποιος).
Παρακολουθούμε τον ώριμο Μικέλ να παντρεύεται την Ζέμμα, χωρίζουν όμως
γρήγορα με αμοιβαία σχεδόν βούληση. Νιώθει μετέωρος (ο θάνατος μιας αγάπης, όσο αναμενόμενος και επιθυμητός κι αν είναι,
αφήνει ένα ακατανόητο κενό που μοιάζει με ακρωτηριασμό) και έκπληκτος που
αυτός ο χωρισμός του προκαλεί πόνο (ο
κόσμος ήταν ένας απέραντος ωκεανός μέσα στον οποίο ο Μικέλ ήταν ο ναυαγός του
έρωτα) αλλά δεν είναι αυτός ο
μοιραίος, αθεράπευτος έρωτας της ζωής του, η
ιστορία που θα τον σημάδευε για όλη του τη ζωή και η οποία δεν είχε ξεμυτίσει
καν ακόμα, διότι αυτός δεν ήξερε ούτε την ύπαρξη της Τερέζα ούτε του βιολιού
της.
Η περιγραφή της Τερέζα μέσα
απ΄ τα μάτια του Μικέλ θυμίζει το «Άσμα Ασμάτων»… Την ερωτεύεται μέσα σε
55δευτερόλεπτα… Στις πρώτες επαφές, με πρόσχημα συνέντευξη της σπουδαίας
βιολίστριας για το Revista, ο ήρωάς μας είναι
αξιοθρήνητος… Μηχανεύεται όλα τα κόλπα, ζηλεύει, επεμβαίνει, γίνεται
αδιάκριτος, γίνεται ενοχλητικός, γίνεται γενναιόψυχος. Καίριες παρατηρήσεις και
διάλογοι για την μουσική και την τέχνη (μου
έδειξε ότι σημαντικότερο για έναν μουσικό δεν είναι η μουσική/ οι άνθρωποι
έχουν λανθασμένες εικόνες για τους καλλιτέχνες/καλλιτέχνης είναι και ο ακροατής)
εναλλάσσονται με σκηνές πάθους και ζήλειας, και, καθώς ωριμάζει ο Μικέλ μέσα
από τις οδύνες του έρωτα, συνειδητοποιεί ότι ο κριτικός είναι λόγιος ή και σοφός, όμως δεν είναι δημιουργός (έχασα την πίστη στη λογική και έχω μόνο το
συναίσθημα, και νιώθω στείρος-δεν είσαι
ευνούχος Μικέλ/όταν κοιτάζει πίσω του, ο κριτικός
βλέπει τη σκιά ενός ευνούχου).
O Κύριος
γελά με τις αμαρτίες του έρωτα
Ο έρωτας με την Τερέζα είναι τραχύς,
ένα μαγευτικό ταξίδι σε τόπους τόσο δύσβατους όσο και μαγευτικούς. Ο Μικέλ
χάνει τον εαυτό του, βρίσκει τον εαυτό του, ψηλώνει και συρρικνώνεται, λιώνει
από ευτυχία, ολισθαίνει, περνά όλα τα στάδια του πόνου, γκρεμίζεται στα
βάραθρα.
Η ανατροπή του τέλους δεν αναιρεί την «συμπαντική αιωνιότητα» που χώρεσε μέσα σε δυο δευτερόλεπτα (μια αιωνιότητα ελάχιστων δευτερολέπτων που με σημάδευσε για όλη μου τη ζωή), εφόσον είναι πια ξεκάθαρο για τον «διπλά ευνουχισμένο» Μικέλ ότι
αυτό που δίνει λόγο ύπαρξης στους ανθρώπους είναι ο έρωτας, και ότι le dur désir de durer[1] μπορεί να λυθεί με τον έρωτα που σε διαιωνίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου