Γεννήθηκα σε μια κωμόπολη του Ιράκ, στα σύνορα με την Τουρκία. Ο πατέρας μου ήταν ζωέμπορος και με πήρε μια μέρα να πάμε σ΄ένα χωριό ν’ αγοράσουμε κατσίκια. Όσο λείπαμε, ο Σαντάμ έριξε χημικά στην κωμόπολή μας. Όλοι σκοτώθηκαν. Μάθαμε τι είχε γίνει και γυρίσαμε αμέσως. Η μάνα μου και τα πέντε αδέρφια μου είχαν πεθάνει. Ο πατέρας μου τρελάθηκε και αυτοκτόνησε. Έμεινα ορφανός στα δεκάξι μου.
Γιασάρ Φ.,
Κούρδος από το Ιράκ
Δεκαοχτώ λιγοσέλιδες ιστορίες
μεταναστών στην Ελλάδα, σε πρωτοπρόσωπη συνήθως καταγραφή –συμπυκνωμένες
τραγωδίες που καθεμιά τους θα μπορούσε να είναι ολόκληρο μυθιστόρημα ή συνοπτικό
σενάριο για κινηματογραφικό έργο, όπως βλέπουμε στις παραπάνω πέντε σειρές.
Γιατί τα απλά σύντομα αυτά βιογραφικά διατρέχουν ζωές ανθρώπων που έζησαν στις πιο
δύσκολες συνθήκες που μπορεί να ζήσει κανείς: πόλεμο, απώλεια, φτώχεια,
προσφυγιά.
Είναι αληθινές ιστορίες από
τις χιλιάδες που κουβαλάνε άνθρωποι που ζουν ανάμεσά μας∙ πολλοί απ’ αυτούς
ενταγμένοι πια, πολλοί ακόμα στο περιθώριο, ξεχασμένοι κι απομονωμένοι. Λίγο
πολύ γνωστές καταστάσεις αλλά δεν μπορεί
κανείς παρά να αισθανθεί συμ-πάθεια, και θαυμασμό για τις περισσότερες
περιπτώσεις ανθρώπων που με απίστευτη καρτερία, σκληρή δουλειά, υπομονή και
θέληση κατάφεραν ν’ αφήσουν πίσω τους ένα παρελθόν οδυνηρό, και να ξεκινήσουν
ξανά και ξανά καινούρια ζωή σε συνθήκες δύσκολες ως απάνθρωπες, λαμβάνοντας
υπόψη και τον ρατσισμό που φούντωσε στην Ελλάδα απέναντι σε Αλβανούς,
Πακιστανούς, Αφγανούς μετά τη δεκαετία του ’90. Έτσι, γεννιέται στον αναγνώστη
κι ένα είδος αγανάκτησης για τους «βολεμένους», όσους αντιμετώπισαν κι
αντιμετωπίζουν με άκρως ρατσιστική συμπεριφορά
είτε τους οικονομικούς μετανάστες (που σίγουρα δεν αφήνουν τον παράδεισο
πίσω τους) είτε τους πρόσφυγες σήμερα (το βιβλίο δεν έχει τέτοιες περιπτώσεις,
που αποτελούν σίγουρα άλλη μεγάλη κατηγορία). Δεν έλειψαν βέβαια (όπως δεν
λείπουν και τώρα) και οι περιπτώσεις όπου Έλληνες φέρθηκαν με μεγαλειώδη
ανθρωπιά.
Οι περισσότερες ιστορίες
είναι Αλβανών∙ μιλάει η Αρντιάνα που έφυγε κρυφά απ’ το σπίτι της γιατί την
αρραβώνιασαν χωρίς να το θέλει (μετρούσα
ήδη δέκα χρόνια στην Ελλάδα και η προηγούμενη ζωή μου έμοιαζε με σενάριο που το
είχε γράψει τρίτος και εγώ το διάβαζα σα να αφορούσε κάποιον άλλο. Δεν είχαν
νοιαστεί καθόλου οι δικοί μου τι να είχα απογίνει τόσα χρόνια)∙ ο Ζαμφίρε
που μιλάει για το κακορίζικο «Λελέκι», που δεν πρόλαβε καν να περάσει στη γη
της επαγγελίας∙ η Μανιόλα Κ. που περιγράφει τις τρομερές δυσκολίες να
μεγαλώσει τρία παιδιά εφόσον ο άντρας της την εκμεταλλευόταν, την απατούσε και
την εγκατέλειψε χωρίς άδεια παραμονής και χωρίς χαρτιά∙ οΤζελάλ που αφηγείται
τη γνωριμία του με το «καρφί», με τον Αρντιάν, που του προσδιόρισαν τη
ζωή αναγορεύοντάς τον σε ρουφιάνο∙ ο Πελλούμπ που είναι και ομοφυλόφιλος∙ η
δεκατετράχρονη Χάνκο, που αναλαμβάνει από τις συγκυρίες όλη την πενταμελή
οικογένεια προκειμένου να σπουδάσει ο μεγάλος αδερφός, και καταφέρνει μεσα στις δύσκολες συνθήκες να πάει στο σχολείο (αν
αισθάνομαι άσχημα, που θυσίασα τα όνειρά μου; Όχι, τα αδέρφια μου έχουν
προχωρήσει στη ζωή τους κι αυτό με γεμίζει ανείπωτη χαρά)∙ ο Μαρτίνο που
ήρθε πολύ μικρός με την οικογένεια παράνομα το 1995 και ζει με την αδερφούλα
του τη βία των αστυνομικών που έχουν συλλάβει τους γονείς∙ η Ματίλντα με δυο
παιδιά που καταφέρνει να μπει σε λογιστήριο, αλλά στα πενήντα της απολύεται και
ταυτόχρονα ανακαλύπτει ότι ο άντρας της έχει παράλληλη οικογένεια∙ ο Γκεζίμ που
κλασικά τον εκμεταλλεύονται μαζί με άλλους συμπατριώτες του να μαζέψουν ελιές,
και τους καρφώνουν απλήρωτους για να
τους απελάσουν, ενώ μετά από 25 χρόνια περιπέτειες ακόμα δεν έχει ελληνική
ταυτότητα (νιώθω ότι ένα κομμάτι της
Ελλάδας με τιμωρεί, κι ας τίμησα με τη δουλειά μου αυτή τη χώρα, κι ας τη έκανα
δεύτερη πατρίδα μου. Μετά κοιτάζω τη γυναίκα μου και τους δυο γιους μου και η
καρδιά μου πλημμυρίζει χαρά. Και θυμάμαι ότι δεν είναι τα χαρτιά που σε δένουν
μ’ έναν τόπο, αλλά οι άνθρωποι) ∙ ο Φεστίμ που ήταν ο πρώτος μαθητής αλλά
αντιμετώπιζε καθημερινά τον ρατσισμό των συμμαθητών και των καθηγητών του.
Όμως, έχουμε και ανάλογες
μαρτυρίες μεταναστών από Πακιστάν, Ιράκ (Κούρδου), Γεωργία, Αφγανιστάν,
Ουκρανία, μέχρι και… Αγγλία. Ο Πακιστανός Ιμράν, σήμερα 25 χρονών, έφτασε στην
Ελλάδα όταν ήταν 6 και καθώς έβλεπε τα αδέρφια του να φεύγουν ένας ένας για το
Πακιστάν κάτω από την «πατρική εντολή» να παντρευτούν ένα άτομο που δεν το
γνώριζαν, καταφέρνει να δώσει πανελλήνιες, να περάσει σε κάποιο ΤΕΙ και να
βρει δουλειά (ήμουν τυχερός που βρήκα τη
δύναμη να κάνω αυτό που θέλω εγώ). Η οδύσσεια του Αχμάντ από το Αφγανιστάν,
όπως και του Καμπίρ που ήταν εξαιρετικός μαθητής κι είχε το όνειρο να γίνει
γιατρός, έχει να κάνει με τον ακραίο ρατσισμό απέναντι ειδικά στους Αφγανούς (Αφγανέ βρομιάρη λαθροετανάστη). Η Μζία
από την Γεωργία ήρθε στην Ελλάδα 44 χρονών αφήνοντας πίσω της δυο ανήλικα παιδιά
κι αντιμετώπισε βρισιές και απαγορεύσεις καθώς φρόντιζε κατάκοιτους, πάντα με τον
φόβο της παρανομίας εφόσον δεν είχε χαρτιά. Συγκλονίζει η αφήγηση της Μαρίας
Κχ. Από το Κίεβο, που δούλεψε μια ολόκληρη ζωή στην Ελλάδα αφήνοντας τον δεκάχρονο γιο της
Όλεγκ πίσω, στέλνοντας όλες της τις οικονομίες για να στεριώσει ο μεγάλος πια
Όλεγκ την επιχείρησή του, για να μάθει μετά από χρόνια ότι ο μονάκριβός της
σκοτώθηκε από τροχαίο…
Τέλος, μοναδική είναι και η
ιστορία του Μιχάλη Κ., Αιθίοπα «αγνώστου πατρός» αλλά ελληνικής καταγωγής (όπως
δηλώνει και το όνομα), που αντιμετωπίζει τον απίστευτο ρατσισμό που αντιμετωπίζουν
«διπλά» οι έγχρωμοι.
Είναι αυτονόητο ότι τα κύματα
των μεταναστών/προσφύγων που κατακλύζουν όχι μόνο τη χώρα μας αλλά έχουν γίνει
χρόνιο σύμπτωμα της σύγχρονης παθογένειας, κουβαλάνε μαζί τους χιλιάδες
ιστορίες, χιλιάδες μικρές ή μάλλον μεγάλες τραγωδίες. Άνθρωποι που χάθηκαν,
άνθρωποι που λύγισαν, άνθρωποι που πάλεψαν με απίστευτες δυνάμεις για να έχουν
τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια και να ορίσουν τον εαυτό τους, και άνθρωποι που
μεγαλούργησαν από ανθρωπιά και αγάπη. Αξίζει ένα μπράβο στον συγγραφέα, που ως
δικηγόρος ήρθε σε άμεση επαφή με πολλές περιπτώσεις μεταναστών, και ανέδειξε
έστω μέσα από αυτό το ελάχιστο δείγμα την κοινωνική αυτή πληγή, που την προσπερνάμε
και δεν δίνουμε σημασία. Γιατί, την πιο μεγάλη σημασία την διατυπώνει ο
Φώτης-Φεστίμ από την Αλβανία, που δεν βρίσκεται τυχαία και στο τέλος του βιβλίου:
Ακόμα έχω μέσα μου πίκρα για όσα συνέβησαν στα
μαθητικά μου χρόνια. Όχι τόσο για τους ρατσιστές. Απ’ αυτούς δε έχω να περιμένω
τίποτα διαφορετικό. Το πρόβλημα το έχω
με όλους τους υπόλοιπους. Αυτούς που αδιαφορούν και σωπαίνουν για όσα
τραβάνε οι μετανάστες και τα παιδιά τους στην Ελλάδα και με όσους κατέχουν
θέσεις εξουσίας και δεν κόβουν τον βήχα των ρατσιστών, για λόγους σκοπιμότητας. Αν
κάποιοι σήκωναν το ανάστημά τους απέναντι στον ρατσισμό, η Ελλάδα θα ήταν μια
πολύ καλύτερη χώρα.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου