Ευχάριστη έκπληξη ήταν για μένα
το -πρώτο- αυτό βιβλίο του αγαπητού παλιού συμφοιτητή και συνάδελφου Αντρέα:
μια συναρπαστική ιστορία αστυνομικού μυστηρίου με πολλά επί μέρους ερωτηματικά,
που κρατάνε σε διαρκή αγωνία τον αναγνώστη. Κι ενώ το κουβάρι μπλέκεται όλο και
περισσότερο μέχρι τα 4/5 περίπου του βιβλίου, και αναρωτιέται ο αναγνώστης για
τη λύση/λύσεις, οι απαντήσεις προκαλούν με τη σειρά τους κι άλλα υποερωτήματα
που διατηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον
μέχρι την τελευταία σελίδα.
Στα λίγα λόγια που ακολουθούν θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω την εντύπωση που μου άφησε, χωρίς να προδώσω το περιεχόμενο, δηλαδή την υπόθεση του μυστηρίου.
Πρόκειται για μια έξυπνη
πλοκή, αρκετά σύνθετη, που αναδεικνύεται όχι τόσο από το στυλ της γραφής (που
είναι απλό, καθημερινό, καθόλου περίτεχνο) αλλά από την ευρηματική δομή
–κάτι που έχει βέβαια πολύ μεγάλη σημασία στα αστυνομικού τύπου μυθιστορήματα.
Η πρώτη σκηνή, ένας άνθρωπος που πέφτει στο κενό (και υποθέτουμε πως
σκοτώνεται) δεν εξηγείται παρά πολύ-πολύ
αργότερα και πρόκειται για το πρόσωπο που ποτέ δεν θα φανταζόταν ο αναγνώστης
(ομολογώ ότι πίστευα για πολλές σελίδες ότι θα… ζωντανέψει, κάτι βέβαια που θα
ήταν «φτηνό τέχνασμα»). Η ενότητα που ακολουθεί (Απρίλιος 1980, μερικούς μήνες νωρίτερα) μάς μεταφέρει σε μια σκηνή
κλοπής με δυσάρεστα επακόλουθα και δε φαίνεται να έχει καμιά απολύτως σχέση με
το πρώτο περιστατικό, ενώ από τη σελίδα 90 και μετά (κεφ. 16, Λίγους μήνες αργότερα) ξεκινά μια
διαφορετική ιστορία, που καμιά σχέση δεν έχει με τα προηγούμενα (άλλοι ήρωες-
πρωταγωνιστές, τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες, άλλο σκηνικό). Δεν ακολουθείται
επομένως η συνηθισμένη δομή (δηλαδή παράλληλες ιστορίες σε χωριστά εναλλάξ
κεφάλαια που σταματούν όταν η πλοκή φτάνει σε αγωνία, αυτό που εγώ ονομάζω
«σαπουνόπερα-στυλ»). Από ένα σημείο και μετά, ο αναγνώστης που έχει απορροφηθεί
από τη δεύτερη ιστορία, αναρωτιέται πώς μπορεί να μπλεχτούν τα δυο, τόσο
διαφορετικής φύσης μυστήρια. Άλλωστε, και ο χώρος δράσης διαφέρει κατά πολύ:
από την Αθήνα της δεκαετίας του ΄80 έχουμε μεταφερθεί στο «Μικρονήσι», ένα
τυπικό μικρό κυκλαδίτικο νησί, όπου ο συμπαθής πρωταγωνιστής τοποθετείται ως
δάσκαλος, αλλά βασικά αναζητά τον πατέρα που τον εγκατέλειψε. Το καλοκαιρινό
νησιώτικο τοπίο, η ζωή στο μοναστήρι του νησιού καθώς και η μικρή ερωτική
ιστορία με τη δασκάλα του νησιού σε κάνουν να ξεχνάς ότι διαβάζεις, αν όχι ένα
τυπικό αστυνομικό μυθιστόρημα, μια ιστορία μυστηρίου/ων. Οι έντονες εικόνες, οι
ιδιαίτερες κοινωνικές σχέσεις στο νησί και τα έντονα συναισθήματα του ήρωα καθώς
αναζητά τις απαντήσεις του οικογενειακού
του δράματος προσφέρουν μια διαφορετικού είδους απόλαυση, ένα διάλειμμα στην
αστυνομικού τύπου υπόθεση.
Μια ιστορία κλοπής που καταλήγει σε έγκλημα,
λοιπόν, συναντιέται με μια ιστορία αναζήτησης ταυτότητας. Κάποιες συμπτώσεις
φαντάζουν υπερβολικές αλλά όχι απίθανες φυσικά (πόσες φορές η πραγματικότητα δεν
ξεπερνάει τη φαντασία;), και οπωσδήποτε δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη πλοκή.
Όταν προσπερνάς τη μέση του βιβλίου λες ότι δεν μπορεί, τώρα θα αρχίσει η
«λύση». Όμως όχι. Πιστεύεις επίσης ότι έχει εξαπατηθεί ο κεντρικός ήρωας στα
συμπεράσματά του, ότι κάπου αλλού βρίσκονται οι απαντήσεις, όχι εκεί που
ψάχνει. Τα βήματα όμως είναι σωστά, δεν υπάρχει το εύκολο τέχνασμα της εξαπάτησης∙
το στοιχείο της τραγικής ειρωνείας (να γνωρίζει ο αναγνώστης αυτό που δεν
γνωρίζει ο ήρωας), που είναι τόσο συνηθισμένο στις ιστορίες μυστηρίου, υπάρχει σε
ελάχιστο βαθμό. Οι αλλεπάλληλοι θάνατοι επαυξάνουν
την περιέργεια ενώ μ’ ένα απίστευτο κρεσέντο στις τελευταίες σελίδες όλες οι επί μέρους υποθέσεις κλειδώνουν σε μια
ικανοποιητική κατάληξη.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου