- Βλέπετε, η αλήθεια του μυθιστορήματος είναι αυτή που μένει,
αυτή που κρατάει την αξία
της.
- Όμως τι γίνεται όταν μου
καταπίνει τη δικιά μου τη ζωή, την πραγματική;
Εγγύηση πια θα μπορούσε να
πει κανείς ότι αποτελούν τα μυθιστορήματα του Ισίδωρου Ζουργού, που, αν και
τόσο διαφορετικά μεταξύ τους είναι τόσο
απολαυστικά και τόσο αξιόλογα. Πατώντας
πάντα σ’ ένα ιστορικό υπόβαθρο που εξιτάρει τον αναγνώστη, ξεφεύγουν απ’ το
τυπικό ιστορικό μυθιστόρημα∙ παρόλο που,
λόγω της πλούσιας βιβλιογραφίας με τις ιστορικές -και όχι μόνο- πηγές, ο
αναγνώστης προετοιμάζεται ότι θα γνωρίσει «από μέσα» κάποια σελίδα της
ιστορίας, είναι σαφές ότι ο συγγραφέας θέλει να εκφράσει κάτι παραπάνω από μια
απλή αναπαράσταση/ξαναζωντάνεμα της περιόδου όπου τοποθετεί τους ήρωές του.
Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή
οι περιγραφές της Θεσσαλονίκης του 1909, των κήπων όπου κατέφυγε ο
εκθρονισμένος σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ, των φτωχογειτονιών της πολυπολιτισμικής
πόλης κλπ. με κούρασαν, αλλά το αποδίδω
στο ότι μόλις είχα τελειώσει την εκπληκτική 1000σέλιδη «Ρεαλιστική τριλογία»
του Machado de Assis, όπου οι περιγραφές είναι
οργανικά δεμένες με την αφήγηση, κατά κάποιο τρόπο αναγκαίες κι όχι απλά
στολίδια για να σχηματίσουμε ένα ζωγραφικό πίνακα. Στον Ζουργό το σκηνικό στήνεται πιο
κλασικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι απαραίτητο και συναρπαστικό.
Ποιο είναι λοιπόν το σκηνικό;
Όπως είπαμε, αρχικά η Θεσσαλονίκη του 1909 (το κομιτάτο του Κεμάλ «Ένωση και
Πρόοδος» έχει πάρει την εξουσία μετά την επανάσταση των Νεότουρκων) όπου βρίσκεται
ο έκπτωτος, γέρος πια Αβδούλ Χαμίτ ο Β΄, η «Σκια του Θεού επί της γης». Είναι φυλακισμένος στην Έπαυλη Αλλατίνι, όπου
κηπουρός είναι εδώ και χρόνια ο πατέρας του εντεκάχρονου Λευτέρη Ζεύγου, του
πρωταγωνιστή. Η πρόσβαση στην κατοικία
όπου διαμένει ο πατισάχ είναι εύκολη για τον Λευτέρη, που εκτός του ότι πουλάει
γαζέτες, βοηθά τον πατέρα του στην κηπουρική. Στην έπαυλη Αλλατίνι θα αποκτήσει και τις καθοριστικές για τη ζωή
του εμπειρίες: τον παθιασμένο έρωτα προς τη μουσουλμάνα Μίρζα (λατρεύει ένα κορίτσι που φύτρωσε τυχαία σ’
έναν κόσμο αλλιώτικο απ’ τον δικό του. Άλλος κόσμος δεν είναι το Κοράνι αλλά ο παράς και η αριστοκρατία, κι
αυτό ο γιος του κηπουρού το ξέρει), την προδοσία από τον πατέρα της τον Αλπερέν
Μπέη, και τέλος τη φιλοδοξία να μπει και να παραμείνει στον κόσμο των πλούσιων
–αυτή η τελευταία είναι που τον οδήγησε να έχει μια πολυτάραχη πορεία.
Η ζωή του Λευτέρη, που
μετέπειτα θα γίνει Ευγένιος Ζιρντό, είναι λοιπόν ο βασικός άξονας του βιβλίου.
Διατρέχουμε μια περίοδο που ξεκινά από το 1909, όσο ο Λευτέρης είναι μικρό
παιδί, και φτάνει μέχρι τη δεκαετία του ’60∙ μια περίοδο που από μόνη της έχει
πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, ενώ ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που
φτάνουν σε μας τα γεγονότα: δεν υπάρχει το καθησυχαστικό και βολικό α’ ενικό,
δεν είναι δηλαδή αφηγητής ο Λευτέρης/Ευγένιος. Αντίθετα, διαμεσολαβεί ένας
νεαρός «συγγραφέας», ο Ορέστης, στον οποίο ο τυφλός πια γέρος Λευτέρης/κ.
Ζιρντό εμπιστεύεται την καταγραφή του βίου του. Έτσι, η κυρίως αφήγηση είναι
στο γ’ ενικό, ενώ κεφάλαιο παρά κεφάλαιο έχουμε τη μεταφορά στο «σήμερα» (δεκαετία
του ‘60), όπου στα «στάσιμα» αυτά συγγραφέας και πρωταγωνιστής αψιμαχούν για τα μυστικά της συγγραφής, για
τις προδοσίες της αλήθειας στις οποίες προσχωρεί κάποιες φορές η γραφή, για το
πώς μια παλλόμενη ζωή γίνεται λογοτεχνία/μύθος. Ίσως αυτό το τέχνασμα έδωσε μια
λύση στον πραγματικό συγγραφέα, δηλαδή στον Ζουργό, να μιλήσει για βιώματα που
δεν έζησε ο ίδιος (όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, η πυρκαγιά στη Θεσσαλονίκη), εφόσον,
όπως αναφέρεται και στο ίδιο το βιβλίο, για
όποιον δεν έχει πολεμήσει είναι δύσκολο να μιλήσει για τον πόλεμο. Διασώζει
έτσι κατά κάποιο τρόπο μιαν αληθοφάνεια. Βασικά, όμως, πρόκειται για ένα -μεταμοντέρνο- εύρημα που
απογειώνει το περιεχόμενο του βιβλίου, γιατί ξεφεύγει από τα γεγονότα και
εστιάζει στη μνήμη των γεγονότων, και
πώς αυτά αναπαράγονται/διασώζονται.
Καθώς ο Ορέστης διαβάζει στον
Λευτέρη το μύθο του ίδιου του του βίου, παρακολουθούμε και την αγωνία του
συγγραφέα την ώρα της γραφής (ήταν άραγε
έτσι όπως τα’ βαλα στο βιβλίο; Αυτή η λεωφόρος που ακούμε τώρα τα αυτοκίνητα
μοιάζει με τότε έστω για λίγο;/δεν είδα ούτε μια σύσπαση στο πρόσωπό σας, μια
εκδήλωση ευαρέσκειας ή δυσαρέσκειας) αλλά και αντίστοιχα την αμηχανία του
ήρωα- πρωταγωνιστή που η ζωή του αποκτά
σχήμα και γίνεται «κοινοποιήσιμη» (δεν
ξέρω αν έγιναν τότε έτσι ακριβώς τα πράγματα, όμως εγώ ένιωσα τώρα και πάλι
εκείνη τη στενοχώρια, κάτι να με θυμώνει και να μου ανεβάζει τους παλμούς της
καρδιάς. Δεν ξέρω όμως ποιος απ’ τους δυο στάθηκε τότε πιο δυστυχισμένος,
εκείνος ο Λευτέρης ή εγώ ο Ευγένιος;). Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα ο κ.
Ευγένιος/Λευτέρης αμφισβητεί και την αλήθεια των γραφομένων (αυτό που άκουσα ήταν πολύ μυθιστόρημα, στη
ζωή είναι αλλιώς/τα πράγματα δεν έγιναν έτσι όπως τα περιγράφεις/τι να την
κάνεις την αλήθεια αφού είσαι συγγραφέας και φτιάχνεις μόνος σου όσες αλήθειες
θέλεις;) για να εισπράξει την εξαιρετική
απάντηση απ’ τον νεαρό συγγραφέα: ως
συγγραφέας δε θεωρώ επιτυχία μόνο ό, τι ταιριάζει στις αναμνήσεις σας. Το
βιβλίο μου βάζει ένα σωρό στοιχήματα.
Πρόκειται λοιπόν για έναν
πανέξυπνο τρόπο να αναδειχθούν οι λογοτεχνικές συμβάσεις («συγγραφική
οικονομία», «αφηγηματικά κενά», κλπ κλπ), που προσομοιάζουν τόσο με το
μηχανισμό της μνήμης, και κυρίως
βλέπουμε καθαρά αυτό που στη θεωρία της λογοτεχνίας λέμε ότι το έργο
αυτονομείται, όχι μόνο απ’ τον συγγραφέα του αλλά και απ’ τους ήρωές του (έτσι κι αλλιώς, η ζωή μου ήταν άλλη απ’
αυτήν που γράφεις (!)).
Στα «στάσιμα» επίσης, οι δυο
κεντρικοί ήρωες σχολιάζουν το κείμενο, αναμασούν τα γεγονότα αναπλαισιώνοντας
κάποιες λεπτομέρειες και δίνοντας μια πιο «πραγματική διάσταση» εφόσον δίνεται
η ευκαιρία, έστω για λίγο, να μιλήσει ο ήρωας πρωτοπρόσωπα. Η συναισθηματική
διάσταση δίνεται σε κάποια σημεία με αμεσότητα και μέσα από επιστολές που
ανταλλάσσουν οι ήρωες. Έτσι, εμείς οι αναγνώστες συμπληρώνουμε κάπως άναρχα, πάντως
όχι ακριβώς γραμμικά, τη ζωή και την πολιτεία του Ευγένιου Ζιρντό, ή καλύτερα,
του Λευτέρη Ζεύγου (παρεμπιπτόντως, η ομοιότητα με το όνομα του Ζουργού είναι
σύμπτωση;).
Ο βίος και η πολιτεία του Λευτέρη Ζεύγου
Ο ήρωας του Ζουργού είναι
ένας Οδυσσέας του 20ου αιώνα∙
πανούργος, θαρραλέος, φιλόδοξος, όχι και πολύ ηθικός. Δυο πάθη φαίνεται
να καθοδηγούν τη ζωή του: η πρώτη του αγάπη (η Μίρζα) από την οποία έφυγε
διωγμένος και προδομένος και στην οποία μετά από χρόνια θα επιστρέψει πάλι
(χωρίς πολλές ελπίδες να τη βρει) και το χρήμα (το χρήμα μού έλειπε, Ορέστη. Το χρήμα είναι η ίδια απάντηση σ’ αυτές
τις ερωτήσεις κι άλλες τόσες). Η ανάγκη του να ανήκει στους κύκλους των
πλουσίων είναι που θα τον στρέψει στο εμπόριο, αλλά είναι ο άνθρωπος που εν μια
νυκτί θα τα πουλήσει όλα και θα αλλάξει τελείως ζωή για να αποφύγει ανεπιθύμητη
εγκυμοσύνη και οικογενειακή δέσμευση με μια γυναίκα που δεν αγαπά τόσο πολύ.
Πανέξυπνος, τυχοδιωκτικός,
θαρραλέος ως θρασύς αρπάζει κάθε ευκαιρία σχεδόν με αποκοτιά, έχοντας και ως
πασαπόρτι τη γαλλική γλώσσα που την ήξερε από τη μητέρα του (που πέθανε νωρίς).
Μέσα από τις ευκαιρίες που αρπάζει ο Λευτέρης, ο συγγραφέας μάς δίνει μια
εικόνα των καιροσκόπων που υπάρχουν πάντα, και επωφελούνται ακόμα και στις πιο
ακραίες συνθήκες. Γίνεται πληροφοριοδότης του Αλπερέν πασά, μπλέκεται σε
κυκλώματα μαύρης αγοράς που εκμεταλλεύονται την παραμονή συμμαχικών
στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη πριν τη συμμετοχή της Ελλάδας στον α΄ παγκόσμιο (οι άνθρωποι της πιάτσας είχαν βρει χίλιους
τρόπους να ξαφρίζουν παρά απ’ το στρατό, κι αυτό ήθελαν να συνεχιστεί),[1]και
καταφέρνει να μη στρατευτεί στο Μεγάλο Πόλεμο παρά προς το τέλος του. Αναγκάστηκε όμως να καταταχτεί στο τάγμα των Ελλήνων που έστειλε ο Βενιζέλος κατά των
μπολσεβίκων το 1919. Έτσι, τα χάνει όλα και από τη Θεσσαλονίκη βρίσκεται στο
λιμάνι του Σταυρού, στο 34ο Σύνταγμα του Στρυμονικού για το
μακεδονικό Μέτωπο, κι από κει μέσω των Στενών στην Οδησσό και στην Ουκρανία (θα σου μιλήσω Σαλονικιέ έξω απ’ τα δόντια,
γιατί νομίζω ότι έχεις τιμή και κρατάς το στόμα σου κλειστό. Πάμε εκεί που
δείχνει η γαλλική πολιτική γιατί επείγεται να προστατεύσει τα συμφέροντα των
Γάλλων κεφαλαιούχων στη Ρωσία. Είναι τόσο απλό και τόσο απαίσιο μαζί. Εκεί στην
Ουκρανία που θα περπατάς, ίσως σε κομματιάσει καμιά οβίδα μόνο και μόνο για να
μην υπάρξει αταξία στη μεγάλη εισαγωγή σε χαβιάρι και γούνες που κάνει το
Παρίσι).
Νομίζω ότι οι σελίδες που
αφορούν τον πόλεμο αυτό όπως και τη λιποταξία του Λευτέρη, που συνάντησε και
τακίμιασε μ’ έναν άλλο Γάλλο λιποτάκτη, τον Νατόν, και κατέφυγαν στο Βασιλίνοβο
(Μεσημβρινή Ρωσία, τόποι αχαρτογράφητοι) όπου τους έκρυψε η Γιορντάνκα, μια
περίεργη γιαγιά που αποδείχτηκε μάνα του αρχηγού του στρατού του Μαχνό (αναρχικοί
αντάρτες που είχαν συμμαχήσει πρόσφατα με
τους μπολσεβίκους ενάντια στους λακέδες των γαιοκτημόνων, που πολεμούσαν στο
πλευρό του στρατηγού Ντενίκιν), είναι από τις πιο γλαφυρές. Μόνο η
περιγραφή των σπιτιών (ήταν κυριολεκτικά
βυθισμένα μέσα στη γη. Έμπαινες, κι ύστερα από λίγα μέτρα υπήρχαν καμιά δεκαριά
σκαλιά που σε οδηγούσαν κάτω απ’ το έδαφος. Εκεί έβρισκες ανέλπιστα ζέστη,
καθώς υπήρχε ένας μεγάλος φούρνος σε ξεχωριστό δωμάτιο που έκαιγε
συνέχεια/τέτοιο ήταν το σπίτι της γριάς Γιορντάνκα: μια ζεστή τρύπα της γης)
σε μεταφέρει σ’ έναν κόσμο τόσο διαφορετικό.
Ο Λευτέρης, μετά την ήττα των
Γάλλων στον πόλεμο της Ουκρανίας εξαφανίστηκε
και επέστρεψε στο Παρίσι με άλλο όνομα, ως Ευγένιος Ζιρντό. Η φιλοδοξία
του (τι έχουν αυτοί παραπάνω από μας, μου
λες;) τον απομακρύνει απ’ τον φιλήσυχο σύντροφό του στη λιποταξία, τον Νατόν
(με την κλαψιάρικη ηθικολογία του),
και τον οδηγεί σε συνεργασία με σκοτεινά κυκλώματα (π.χ. εμπόριο όπλων). Η
ιδεολογία του γίνεται εξίσου σκοτεινή: όλος
ο κόσμος είναι μια στέπα∙ για να σώσεις το τομάρι σου, πρέπει να γίνεις λύκος/γίνε
λύκος για να ζήσεις, πόσες φορές θα στο πω;
Οι αντισημιτικές και αντικομμουνιστικές πινελιές που πετάει ο
Ευγένιος Ζιρντό ζωγραφίζουν έναν αντι-
ήρωα, ωστόσο με πολλή αληθοφάνεια. Δεν είναι συμπαθής ο πρωταγωνιστής,
τουλάχιστον σ’ αυτή τη φάση. Ταυτίζεται με την ιδεολογία του Ζαχάρωφ (τον «πιο
ισχυρό άντρα της Γαλλίας) στον οποίο διατυμπανίζει: αυτά τα όνειρα των εργατών και των αγροτών είναι παραμύθια που τα
έφτιαξαν κάποιοι ευφάνταστοι Εβραίοι και τα σερβίρουν στον κοσμάκη.
Συστήνεται ως «επιχειρηματίας εκ Παρισίων», γίνεται άδικος και μωροφιλόδοξος. Στο επαναλαμβανόμενο ερώτημα «τι φοβάσαι
Λευτέρη;» θα δώσει κάποια στιγμή την απάντηση «τη φτώχεια», και ο φόβος αυτός
θα τον πάει στη, Μασσαλία, στην Αμβέρσα, ενώ η συμπάθειά μας επιστρέφει όταν θα
επιδιώξει να συναντήσει την πρώτη του αγάπη (είχε την κούραση μιας χαράς που άργησε πολύ). Στο μεταξύ θα
αγαπήσει τρεις τέσσερις γυναίκες, με διαφορετική ένταση και τρόπο την καθεμιά, όμως
ο συγγραφέας Ορέστης είναι λακωνικός, συμφωνώντας εδώ με τον εργοδότη του (στην πραγματικότητα, ποτέ δεν είναι αρκετά.
όσα γράφει Στον έρωτα η αίσθηση του χρόνου φουσκώνει και ξεφουσκώνει σα σωσίβιο).
Ενώ το έγκλημα που θα διαπράξει προς το τέλος είναι μάλλον υπερβολικό,
ιδιαίτερα ο τρόπος με το οποίο δικαιολογείται
ο ίδιος στο θύμα.
Δεν είναι τυχαίο που ο πλαστός
συγγραφέας, ο Ορέστης, μπλέκει στην πλαστή βιογραφία με δική του πρωτοβουλία
(παρά τη δυσαρέσκεια του αφεντικού του)
τον… Γιούγκερμαν, μια περσόνα του ήρωα αλλά όπως φαίνεται και του Ζουργού. Το
βαθύτερο στοιχείο που συνδέει τους δυο «δια-μυθιστορηματικούς» ήρωες, πέρα απ’
το ότι κι οι δυο πήραν μέρος στην εκστρατεία στην…. Ουκρανία, είναι ένας ιδιότυπος αμοραλισμός, μια
ξεχωριστή αντίληψη για την «ελευθερία» που τους κάνει να τα τινάζουν όλα στον
αέρα. Μεγάλα ελαττώματα σε συνδυασμό με μεγάλες αρετές. Έτσι, όπως κι ο
ατίθασος Γιούγκερμαν, ο ώριμος πια Λευτέρης/Ζουργός της δεκαετίας του ΄40 θα
απαλλαγεί από τα στερεότυπά του, θα φτάσει στο σημείο μέχρι και να κρύψει και
να μεγαλώσει μια εβραιοπούλα κάτω απ’ τη μύτη του Γερμανού που είχε κάνει
επίταξη στο σπίτι του. Ο θάνατος του Βάσια το 1942 θα δώσει την ευκαιρία στον
πλαστό Ζιρντό να του απευθύνει εξομολογητικές επιστολές, εκφράζοντας άμεσα κάθε
φορά τη συναισθηματική του κατάσταση (αγαπητέ
μου Βάσια, θέλω πολύ να σε ρωτήσω, αν και ξέρω ότι οι απαντήσεις σε τέτοια
ερωτήματα αργούν, πώς είναι κάποιος να μην είναι; πώς είναι η ανυπαρξία; πώς
είναι να μην είσαι;).
Τέλος, η παράφραση του
«Χίλιες και μια νύχτες» του τίτλου μεταφέρουν το παραμυθένιο κλίμα του έρωτα
που κυριαρχεί στη ζωή του ήρωα και σ’ όλο το βιβλίο, και τονίζουν την εστίαση
στις «λίγες νύχτες» της ερωτικής έξαψης
και τη μία, μοναδική νύχτα του τέλους.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1]
Γαργαλιστική ιστορική λεπτομέρεια: τα συμμαχικά στρατεύματα που περίμεναν στη
Θεσσαλονίκη την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, ο Κλεμανσό τα αποκαλούσε «οι κηπουροί της Θεσσαλονίκης (!),
γιατί σκάβουν όλη μέρα γύρω απ’ την πόλη
κι ολοένα στήνουν πασσάλους, αντίσκηνα κι ανοίγουν τάφρους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου