Ρουφάς το καυτό αλκοόλ
όπως τη ζωή σου.
Τη ζωή σου τη ρουφάς σαν
μία ρακή.
(Απολινέρ)
Είναι
τόσες οι ομοιότητες της νουβέλας αυτής του Μοράβια με το «Ο άνθρωπος που κοιτάζει», που θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για «παραλλαγή στο ίδιο θέμα»: κι
εδώ αφηγητής είναι ένας νεαρός που στερήθηκε νωρίς την παρουσία της
μητέρας, ενώ τώρα ως ενήλικας προσπαθεί
να διερευνήσει την ανορθόδοξη σχέση με τον απόντα πατέρα. Κυρίως όμως, κεντρικό
ρόλο στην ψυχοσύνθεση του νεαρού ήρωα παίζει η ίδια, σχεδόν απαράλλαχτη σκηνή,
ένα τραυματικό βίωμα από την παιδική ηλικία -αθέλητη παρακολούθηση ερωτικής
σκηνής με πρωταγωνίστρια την ηδυπαθή μητέρα, βίωμα που ακολουθεί τον ήρωα και
τον προσδιορίζει ως χαρακτήρα.
Ο
Μάριο Ντε Ζίο είναι φοιτητής, και ταξιδεύει για τη Ρώμη. Πάει για να γνωρίσει
τον πατέρα του, όπως λέει, ενώ σε άλλο επίπεδο είναι ανοιχτός σε κάθε ταξίδι. Τον
γνωρίζουμε μαζί με τις συνταξιδιώτριές του στις οποίες όμως ξαφνικά μ έναν τρόπο ανεξήγητο, γελοίο συστήνεται
όχι ως φοιτητής, αλλά ως… ποιητής. Ποιητής χωρίς να έχει γράψει ούτε ένα ποίημα
(!): δε γράφω ποιήματα, θεωρώ όμως τον
εαυτό μου ποιητή επειδή ταυτίζομαι, μ έναν ποιητή που έχει γράψει τα ποιήματα
που θα θελα να γράψω εγώ, μάλιστα πολύ καλύτερα απ όσο θα τα’ γραφα εγώ/δεν
έγραψα ποιήματα γιατί τα ποιήματά μου τα’ χε γράψει κιόλας ο Απολινέρ!
Εξηγείται καλύτερα λέγοντας ότι αυτό που τον κάνει ποιητή είναι ότι διακατέχεται
από ένα πνεύμα μόνιμης διάθεσης. Μιας
διάθεσης να δέχεται οποιαδήποτε εμπειρία του
προσφέρει η ζωή… Η πλοκή πάντως μέσα από την αφήγηση του Μάριο διανθίζεται
από στίχους του Απολινέρ, που είναι απολύτως ταιριαστοί (πόσο νωθρή η ζωή, πόσο βίαιη η ελπίδα).
Οι
συνταξιδιώτριές του, η Ζαν και η δεκατριάχρονη Άλντα θα γίνουν φίλες του, οι
μοναδικές φίλες που έχει στη Ρώμη. Η σχέση με την καθεμιά τους έχει έναν
ιδιότυπο ερωτισμό, ενώ εκείνος τους εξομολογείται πολλά για τον εαυτό του
(έτσι, έμμεσα τα μαθαίνουμε κι εμείς), παραμένοντας απελπιστικά «διαθέσιμος».
Η
σχέση με τον άγνωστο ως τώρα πατέρα έχει εξαρχής ενδιαφέρον, και βέβαια
ερμηνεύει εντέλει πολλές από τις παραξενιές του ήρωα. Η αποκάλυψη ότι πρόκειται
για έναν… άσωτο πατέρα, «θεατρίνο στη ζωή», «παλιάτσο», που είχε όμως
αρρωστημένη εμμονή με την επίσης άσωτη μάνα γίνεται σταδιακά και διαμορφώνει
τον ευάλωτο Μάριο (δε θα’ θελα να κάνω
κάτι ύστερα από μηνύματα που δέχομαι απ’ έξω. Θα’ θελα, αντίθετα, να υπακούω σε
εσωτερικές, ας πούμε, παρορμήσεις). Στο σκηνικό προστίθεται και η μέλλουσα “μητριά”,
μια γυναίκα με την οποία εξελίσσεται μια ακόμα ιδιότυπη σχέση. Ο πάντα
διαθέσιμος Μάριο ουσιαστικά πολιορκείται από ακατανόητα θηλυκά, αλλά παραμένει προσκολλημένος
στο μητρικό μοντέλο (εκείνη αγαπούσε τη
ζωή, έχοντας πλήρη άγνοια για τους κινδύνους που την κυκλώνανε, την αγαπούσε με
την ενστικτώδη ορμή και αθωότητα, όπως την αγαπούν τα ζώα)˙ στοιχειωμένος
στην τραυματική εμπειρία που προσπαθεί να ξεπεράσει βιωματικά (σαν παρωδία, μία πραγματικότητα από το
παρελθόν ξαναζωντάνευε, έστω και διαφορετική, στο παρόν). Η σχέση με πατέρα
και μητριά έχει κάτι το… τριγωνικό, ενώ ο πατέρας στην προσπάθειά του να
υποκαταστήσει την άπιστη μητέρα, σπρώχνει την καινούρια του ερωμένη σε…
περιπέτειες (θέλω να κινώ τις κλωστές,
να’ μια ο μαριονετίστας που διευθύνει το παιχνίδι, ο γάτος που παίζει με τον
ποντικό. Εγώ ξέρω, μα πρόσεξε: εκείνη δεν ξέρει πως εγώ ξέρω. Κι ακόμα: εγώ
ξέρω ότι εκείνη δεν ξέρει ότι εγώ ξέρω).
Ο
Μοράβια για άλλη μια φορά παίζει ανάλαφρα με τα φροϋδικά σύνδρομα, αποδίδοντας
μοναδικές αποχρώσεις ερωτισμού˙ ο
ερωτισμός αυτός συνδέεται άμεσα με την ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία των
πρωταγωνιστών, με τις διακυμάνσεις της συμπεριφοράς τους, με τα βαθύτερα
βιώματά τους.
Χριστίνα Παπαγγελή
2 σχόλια:
ΠΟΛΛΗ ΚΑΛΟ ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΡΘΡΟ ΣΑΣ. ΣΥΜΦΩΝΩ ΑΠΟΛΥΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΑΣ. ΟΧΙ ΟΜΩΣ ΜΟΝΟΝ ΑΥΤΟ!!!
Τι άλλο;
Δημοσίευση σχολίου