Αρκετά
αξιόλογο το βιβλίο του γνωστού Άγγλου δημοσιογράφου, αν και είναι διακριτό ότι
ο συγγραφέας προέχεται από τον δημοσιογραφικό χώρο, με τα πλεονεκτήματα και τα
μειονεκτήματα που αυτό -συνήθως- σημαίνει (ζωντάνια/γρήγορη δράση/ιστορικές
αναφορές και ρηχότητα/αποστασιοποιημένο γ ενικό/εξυπνακίστικες ατάκες
αντίστοιχα). Πρόκειται για ένα βιβλίο που κάποιοι το συσχέτισαν, λόγω του
κεντρικού του θέματος, με τις Σειρήνεςτης Βαγδάτης του Γιασμίνα Χάντρα, αν και αφορά όχι το Ιράκ αλλά το
Αφγανιστάν (μετά την επίθεση στους δίδυμους πύργους και πριν την ανατροπή του
καθεστώτος των Ταλιμπάν από αμερικανικές και βρετανικές/συμμαχικές δυνάμεις). Είναι
η εποχή που έχουν ανοίξει οι φυλακές του Γκουαντάναμο, και πολλοί σαν τον Άνταμ είχαν αρχίσει να παραγγέλνουν χάρτες του Ιράκ.
Η σύγκρουση των δυο πολιτισμών, ή μάλλον η αρπακτική πολιτική των
δυτικοευρωπαίων τεχνοκρατών που εκμηδενίζει κάθε στοιχείο πολιτισμού, φαίνεται
να είναι αυτό που συνδέει τα δυο βιβλία.
Το
«Τώρα αρχίζουμε την κάθοδό μας» απέσπασε το βραβείο Prince Maurice 2008 για
«το καλύτερο ερωτικό μυθιστόρημα της
χρονιάς», όμως δεν θα έλεγα ότι ο έρωτας είναι το σημαντικότερο χαρακτηριστικό
του βιβλίου. Βέβαια, ο κεντρικός ήρωας ερωτεύεται παράφορα μια μυστηριώδη
γυναίκα και ξεπερνά απίστευτα εμπόδια μέχρι να την (ξανα)βρει, όμως ο έρωτας
αυτός είναι κάπως μονόπλευρος, δεν προχωρά σε μεγάλο βάθος. Ίσως επειδή το βιβλίο είναι σε τρίτο ενικό (>
αποστασιοποίηση) και ως εκ τούτου δυσκολεύεσαι να ταυτιστείς αλλά κυρίως, επειδή…
δεν συμπάθησα την συμπρωταγωνίστρια, δεν
μπόρεσα να δω σχεδόν καθόλου τον συναισθηματικό της κόσμο, ούτε να καταλάβω
γιατί προσελκύστηκε εντέλει από τον Άνταμ Κέλας, τον κεντρικό ήρωα. Ενδιαφέρον
παρουσιάζει και η εξέλιξη της μεγάλης, εφηβικής αγάπης του Άνταμ για τη Σόφι,
αλλά εμένα αυτό που μου τράβηξε περισσότερο την προσοχή ήταν η
κοινωνικοπολιτική διάσταση του βιβλίου.
Πρώτα
πρώτα, έχουμε ευκαιρίες να προβληματιστούμε περί γραφής, λογοτεχνίας και
δημοσιογραφίας (οι φήμες για θανάτους και
η μεταφορά τραυματιών τους έδινε ελπίδες να βρουν θέμα για άρθρο). Ο
κεντρικός ήρωας είναι δημοσιογράφος, καλύπτει πολεμικά ρεπορτάζ, αλλά έχει
φιλοδοξία να γράψει «σπουδαία» λογοτεχνία. Παρόλη τη νεανική του ηλικία, όμως,
γρήγορα ενδίδει στη φιλοδοξία του ευπώλητου (Είχε ηττηθεί. Τα μεγάλα λόγια ήταν απροσπέλαστα κι εκείνος προτιμούσε
να είναι διάσημος παρά άσημος και σοφός). Επινοεί έναν πόλεμο μεταξύ
Αμερικάνων και Ευρωπαίων, με σαφή αντιαμερικανική οπτική (αν και ο συγγραφέας
και φίλος του Μακ Γκέργκαν του επισημαίνει ότι μετά τους δίδυμους πύργους όλοι θεωρούν ότι η Αμερική είναι το
πληγωμένο καράβι). Σχεδιάζει να αξιοποιήσει όλο το οπλοστάσιο του αντιαμερικανισμού και του ευρωπαϊκού πατριωτισμού
που είχε βαθιές ρίζες και το οποίο τόσο σπάνια χρησιμοποιούνταν,
φτιάχνοντας ένα ακόμα δείγμα αντιαμερικανικής
μαλακίας). Η φιλία του με επίδοξους συγγραφείς και οι σχετικές κουβέντες
μάς δίνουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε ενδιαφέρουσες συζητήσεις, όπως τον
μηχανισμό λογοκρισίας στην Αμερική, όταν η ιδεολογία δεν είναι «political correct»
(έχεις ιδέα τι σκατοθύελλα θα ξεσηκωθεί
τώρα που θα βγει στη φόρα ότι η CIA έχει
ξεκινήσει ένα μυστικό πρόγραμμα χωρίς την έγκριση του Κογκρέσου;)
Έχουμε
λοιπόν από την αρχή την εικόνα ενός φιλόδοξου νεαρού, ο οποίος παλεύει ανάμεσα
στον αμερικάνικο κομφορμισμό και τις ανθρωπιστικές αρχές που επιβάλλει η άμεση
επαφή με τον πόλεμο. Ανακάλυψε ότι δεν
ήταν αρκετά γενναίος ώστε να δεχτεί να τον πουν δειλό και έτσι πήρε το
αεροπλάνο για τον πόλεμο. Η Άστριντ, η μυστήρια δημοσιογράφος που συναντά στο
Αφγανιστάν είναι πιο διάφανη˙ θεωρεί ξεκάθαρα ότι «όλες οι βόμβες είναι οι
δικές της βόμβες». Ότι, θες δεν θες, έστω και σαν ουδέτερος δημοσιογράφος,
ουσιαστικά εμπλέκεσαι στη σύρραξη (τι
νομίζεις ότι κάνεις εδώ; ψάχνεις πού γίνεται πόλεμος. Τον πουλάς. Αυτό φτάνει).
Κυκλοφορεί -παράνομα- με όπλο, σκοτώνει και γδέρνει ελάφια˙ στρατόκαυλη την αποκαλεί η δημοσιογράφος
που αντικαθιστά ο Άνταμ. Δεν δείχνει να νιώθει τίποτα που εξαιτίας της κάηκαν
ζωντανοί δυο άνθρωποι, ίσως και να’ ταν Ταλιμπάν. Μένει μόνιμα στο
Τσινγκοτίνγκ, και είναι σαν γάτα. Μια
γάτα που περπατάει μόνη. Δεν ταξιδεύει ποτέ με άλλον. Και την αποκαλούν και
«άγρια» (άγρια, δεν ξέρω. Άγρια στο
γλέντι; Άγρια στο κρεβάτι; Ατίθαση, μεγαλωμένη από λύκαινες;)
Όμως
για τον Άνταμ αποδεικνύεται η «μοιραία γυναίκα». Φυσικά και ήταν όμορφη, αλλά αυτό ίσχυε για ένα σωρό ανθρώπους που δεν
αξίζει να συναναστρέφεσαι. Δεν είναι παρά έφοροι στο μουσείο της ομορφιάς τους.
Μπορούν να σου τη δείξουν, αλλά μόλις τελειώσει η ξενάγηση δεν υπάρχει τίποτα
άλλο. Η Άστριντ ήταν από τους άλλους ανθρώπους, εκείνους που κατοικούν μέσα
στην εξωτερική εικόνα τους. Το παρουσιαστικό είναι δικό της κι εκείνη ζει εκεί.
Η ερωτική έλξη είναι τόσο δυνατή, που ο Άνταμ προσπαθεί να κρύψει τον
πραγματικό του εαυτό, έτσι που ούτε ένα ίχνος
να μην φανερωθεί από την επιθυμία του να τη λατρέψει και να τον λατρέψει. Καταφεύγει
στην ειλικρίνεια της… προστυχιάς, και η ερωτική σκηνή είναι πειστικότατη…
Παρόλη την ψυχρότητα της Άστριντ, ο
Άνταμ έχει δαγκώσει βαθιά τη λαμαρίνα κι όταν χωρίζουν πια, ένα παρεξηγημένο
μέιλ τον κάνει να ξεπεράσει ανυπέρβλητα εμπόδια για να ξανασμίξει μαζί της.
Το
βιβλίο δεν ακολουθεί τη χρονική σειρά˙ ο αναγνώστης φτιάχνει ένα παζλ με αλλεπάλληλα φλας μπακ. Αλλού εμφανίζεται ο
ήρωας τραυματισμένος, αλλού βρίσκεται στο αεροπλάνο για Χίθροου, αλλού δεν έχει
γνωρίσει ακόμη την Άστριντ. Το κεντρικό όμως επεισόδιο, καταλυτικό για την
ψυχική πορεία και ωρίμανση του Άνταμ διαδραματίζεται πίσω στην Αγγλία, μετά την
πρώτη γνωριμία με την Άστριντ και την ξαφνική της απόφαση να παραμείνει στο
Αφγανιστάν. Από νωρίς καταλαβαίνουμε ότι κάτι τρομερό συνέβη σ αυτήν την
συνάντηση, κάτι που έκανε τον Άνταμ να χάσει πλήρως τον έλεγχο (κατήγγειλα την Αμερική σ ένα τραπέζι που
ήταν μαζεμένη μια ελίτ της διανόησης). Πρόκειται για μια γιορτή/γεύμα στο
σπίτι του ευκατάστατου σοσιαλιστή φίλου του Κάνερι, όπου παρευρίσκονται η πρώην
του, ο φίλος του και εκκεντρικός συγγραφέας- ποιητής Μακ Γκέργκαν με τη γυναίκα του Σόφι, μια άλλη σέξι
νεαρή μ έναν φασίστα, κοινώς μια γκάμα
από χαρακτηριστικούς παρακμιακούς γιάπις, ιδεολογικά αντίπαλους μεταξύ τους, αλλά
που όλοι βλέπουν την ιδεολογία σαν παιχνίδι (έζησες με τους Σαντινίστας για λίγο καιρό αλλά δεν έγινες ποτέ ένας απ αυτούς. Γύρισες στην πατρίδα. Δεν μιλάς
αραβικά. Δεν ζεις στη Βαγδάτη. Δεν έζησες ποτέ στην παρανομία. Δεν έχεις ποτέ
προσπαθήσει να ζήσεις ως τίμιος, κοσμικός, αριστερός, ιδιοκτήτης μεγάλης
περιουσίας, διανοούμενος δημοσιογράφος με μια κορούλα και μια εργαζόμενη,
φεμινίστρια σύζυγο σε μια απολυταχική, ισλαμική χώρα. Θα μπορούσες, αλλά δεν το
έκανες ποτέ). Η πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση διανθίζεται με ολίγη
διαστροφή, γεγονός που δικαιολογεί την παραφορά του πρωταγωνιστή.
Η
προκλητική συμπεριφορά του Άνταμ τον σπρώχνει να σπείρει την καταστροφή, να
τραυματιστεί και να πάρει κακήν κακώς το
αεροπλάνο για να βρει την Άστριντ στο Τσινγκοτίνγκ. Δεν είναι τυχαίος λοιπόν ο
τίτλος του μυθιστορήματος που παραπέμπει στην προσγείωση του αεροπλάνου: είναι
η χρονική φάση που το θολό τοπίο ξεκαθαρίζει και ο Άνταμ ξέρει πια τι θέλει,
«με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει».
Το
παρεξηγημένο μέιλ που τον οδήγησε στην
Άστριντ τον φέρνει σε κωμικοτραγική θέση, ενώ η όλη κατάσταση που αντιμετωπίζει
στο Τσινγκοτίνγκ είναι τελείως αποθαρρυντική (ο μόνος λόγος για τον οποίο βρισκόταν εκεί ήταν για να αναστατώσει μια
αρμονική συμβίωση). Η ανατροπή είναι τόσο ριζική που αναρωτιέται ποια είναι
η αληθινή Άστριντ, δεν ξέρει αν είναι πλάσμα της φαντασίας του (πού να είχε πάει άραγε η άλλη Άστριντ; Του
είχε φανεί τόσο αληθινή. Τη θυμόταν τόσο καλά, κι όμως αποδείχτηκε πως δεν
υπήρχε/ ήταν ζωντανή και νεκρή συνάμα). Παρόλ αυτά, δεν μπορεί να
επιστρέψει στα ίδια˙ το σχέδιο ζωής του Άνταμ έχει αλλάξει ριζικά. Σκέφτεται να
ζήσει μόνος στη Βαγδάτη (θα ζούσε σαν
εξόριστος, δίχως να προσπαθεί να γίνει Ιρακινός, δίχως να προσπαθεί να ζήσει άβολα,
καμμιά σχέση. Θα ήταν ο Άνταμ Κέλας εκεί).
Το σχέδιό του είναι χάλια, του λέει η Άστριντ, γιατί «η μη εξιδανίκευσή του δεν
είναι παρά ένα άλλο είδος εξιδανίκευσης».
Η
αναζήτηση της αγάπης είναι οπωσδήποτε μια από τις διαστάσεις του βιβλίου (υπήρχε στ αλήθεια μια υπαρξιακή κατάσταση
την οποία αρνούνταν να την αποκαλούν με οποιοδήποτε άλλο όνομα εκτός από αγάπη). Η Άστριντ είναι πιο πραγματίστρια, δεν
πιστεύει στην αγάπη˙ θεωρεί ότι όλοι θέλουν την αγάπη τόσο πολύ, που ό, τι
κι αν παίρνουν το βαφτίζουν αγάπη. Δεν μπορεί να εμπιστευτεί ένα άτομο που
«μιλά σαν έφηβος». Την αγάπη ψάχνει απεγνωσμένα και η Σόφι, ο πρώτος έρωτας του
Άνταμ και νυν γυναίκα του ποιητή Μακ Γκέργκαν (θα πρέπει να προσέχεις γιατί η καρδιά μου είναι ψεύτρα. Είναι καρδιά
ποιητή, και οι ποιητές είναι ψεύτες):
-Πώς νομίζετε ότι νιώθει μια γυναίκα όταν ένας ποιητής αρχίζει να της
φέρεται με ρεαλισμό; Δεν θέλω να είμαι αυτή που είμαι. Δεν θέλω να είμαι τόσο
πραγματική. Θέλω, για μια στιγμή, να γίνω η γυναίκα που αυτός φαντάστηκε πως
ήμουν.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου