Τετάρτη, Ιουνίου 24, 2015

Αδριανού απομνημονεύματα, Marguerite Yourcenar

Όλα μας ξεφεύγουν, όλοι, και μεις οι ίδιοι.
Η ζωή του πατέρα μου, μου είναι πιο άγνωστη από τη ζωή του Αδριανού.
Αν έπρεπε να γράψω την ίδια την ύπαρξή μου, θα την ξανάπλαθα απ έξω, κοπιαστικά, σα ζωή κάποιου άλλου. Θάπρεπε να καταφύγω σε γράμματα, σε αναμνήσεις τρίτων, για να καθορίσω αυτές τις αβέβαιες μνήμες.
Δεν είναι παρά σωριασμένα τείχη, παραπετάσματα σκιάς.
Να τα φέρω έτσι ώστε τα χάσματα του κειμένου μου σε ό, τι αφορά τη ζωή του Αδριανού,
να συμφωνήσουν μ αυτά που θάχε η δική του η λησμονιά.
Μαργκερίτ  Γιουρσενάρ


Ο γνωστός από την ιστορία αυτοκράτορας Αδριανός, τρίτος στη σειρά στη δυναστεία των Αντωνίνων (117- 138 μ.Χ.), «φιλόσοφος -βασιλιάς» σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία (στην Wikipedia καταχωρείται όχι μόνο ως αυτοκράτορας αλλά ως στωικός και επικούρειος φιλόσοφος), γράφει εν είδει επιστολής προς τον δεκαεπτάχρονο Μάρκο Αυρήλιο (έναν από τους καθορισμένους διαδόχους του),  μια γραπτή εξομολόγηση για τη ζωή, το έργο του, τη φιλοσοφία του. Είναι ένας άνθρωπος ταξιδιώτης αλλά ταυτόχρονα και αφέντης, απόλυτα ελεύθερος να δει, να μεταρρυθμίσει, να δημιουργήσει, αλλά στην ουσία ένας άνθρωπος που, στα εξήντα του χρόνια, περιμένει τον θάνατό του (από υδρωπικία της καρδιάς).
Για ασφάλεια, συνέταξα  πέρυσι, μία αναφορά που θεωρείται η επίσημη αναφορά των πράξεών μου. Ο γραμματέας μου, ο Φλέγονας, έβαλε το όνομά του στη σελίδα του τίτλου. Λέω σ αυτήν, όσο το δυνατόν λιγότερα ψέματα. Τα δημόσια συμφέροντα, όμως, και η αξιοπρέπεια, δεν έπαυαν να με αναγκάζουν ν’ αναταξινομώ ορισμένα γεγονότα. (…) Εδώ σου προσφέρω, σαν μια επανόρθωση, μιαν αφήγηση απαλλαγμένη από προμελετημένες ιδέες και αφηρημένες αρχές, φτιαγμένη από την εμπειρία ενός μόνου ανθρώπου, που είμαι εγώ. Αγνοώ σε ποια συμπεράσματα θα με παρασύρει αυτή η αφήγηση. Βασίζομαι πάνω σ αυτή την επιθεώρηση των γεγονότων για να προσδιοριστώ, να κριθώ ίσως, ή να γνωρίσω τουλάχιστον καλύτερα τον εαυτό μου προτού πεθάνω.
Έτσι, το κύριο βάρος σ αυτήν την αφήγηση δεν είναι τα έργα του δραστήριου και πολυπράγμονα αυτοκράτορα, αλλά  το εσχατολογικό περιεχόμενο με το οποίο επενδύει κάθε του ανάμνηση, τώρα που «οι ευτυχίες τον εγκαταλείπουν σιγά σιγά» (απ όλες τις ευτυχίες που μ εγκαταλείπουν σιγά σιγά, ο ύπνος είναι μια από τις πιο πολύτιμες, από τις πιο καθημερινές επίσης). Αναστοχάζεται συνεχώς κάθε νέα πτυχή των ανθρώπινων, τώρα ιδιαίτερα που είναι ευάλωτος (η αρρώστια και η ηλικία έχουνε κι εκείνες τα θαύματά τους). Κυρίως όμως, όπως γράφει ο Ναυτίλος, ο Αδριανός δεν αφηγείται τη ζωή του με στόχο την ανασύσταση του παρελθόντος. Είναι το μέσον που χρησιμοποιεί για να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του πριν πεθάνει, το λέει άλλωστε και ο ίδιος ως μυθιστορηματικό πρόσωπο.
Το μυθιστόρημα αυτό, έργο ζωής της μεγάλης συγγραφέα, δεν είναι βασικά ιστορικό μυθιστόρημα. Όπως σημειώνει η Γιουρσενάρ στο τέλος του βιβλίου:  πιο πολύ θέλησα να διαλέξω τη στιγμή που ο άνθρωπος που έζησε αυτήν την ύπαρξη, τη ζύγιασε, την εξέτασε, στάθηκε, έστω για μια στιγμή, ικανός να την κρίνει. Να βρεθεί αντιμέτωπος με τη ζωή του. Η συγγραφέας θέλησε ν αγκαλιάσει με μια μονάχα ματιά ολόκληρη την καμπύλη. Ακόμα πιο συγκεκριμένα  θέλησε να διεισδύσει στην προσωπικότητα ενός «σχεδόν σοφού ανθρώπου» που αν δεν είχε διατηρήσει την ειρήνη του κόσμου, αν δεν είχε  αναζωογονήσει την οικονομία της αυτοκρατορίας, οι προσωπικές ευτυχίες και δυστυχίες του θα την είχαν απασχολήσει πολύ λιγότερο.
Εδώ ας σημειώσω ότι ταυτίζομαι απόλυτα με την άποψη του Ναυτίλου για τη γνωστή μεταφράστρια των έργων της Γιουρσενάρ, Ιωάννα Χατζηνικολή. Η τεκμηριωμένη κριτική του ναυτίλου ήταν και το έναυσμα για προσέξω και γω κάποιες μεταφραστικές ατέλειες (κι ας μην είχα το πρωτότυπο) που επιβεβαιώνουν την κρίση του.
  
Η ζωή του μυθιστορηματικού Αδριανού μέσα στο ιστορικό πλαίσιο
Να θυμίσουμε με λίγα λόγια ότι εκείνη την εποχή (2ος αι. μ.Χ.) το αυτοκρατορικό αξίωμα δεν ήταν κληρονομικό αλλά είχε θεσπιστεί ο θεσμός της υιοθεσίας.  Ο αυτοκράτορας ορίζεται από τον προηγούμενο με κριτήριο ίσως τις διοικητικές και στρατιωτικές ικανότητες που δοκιμάζονται στους ατέλειωτους πολέμους, κι έχει να παλέψει σκληρά για να στερεώσει τη θέση του έναντι των αντιπάλων.
Ο τρόπος με τον οποίο βάζει η Γιουρσενάρ τον αφηγητή να παρουσιάζει τη ζωή του είναι αφαιρετικός και αντιστικτικός. Άλλωστε, ο Αδριανός απευθύνεται σε σύγχρονό του, δεν έχει νόημα να εξιστορήσει όλο του τον βίο. Ξεπερνά με επιδεξιότητα τις αντιφάσεις σχετικά με τη γενέτειρα (άλλες πηγές αναφέρουν την Ρώμη και άλλη την Ιτάλικα, πόλη της Ισπανίας):  ο μύθος έχει και τα καλά του. Μαρτυράει πως οι αποφάσεις του πνεύματος και της θέλησης είναι εκείνες που υπαγορεύουν τις περιστάσεις. Πραγματικός τόπος της γέννησής μας είναι κείνος στον οποίο βλέπουμε για πρώτη φορά με καθαρό μάτι τον εαυτό μας. Πρώτες μου πατρίδες ήτανε τα βιβλία.
Με λιγοστές αναμνήσεις από τους γονείς (ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος τσακισμένος από την αρετή/από το μακρουλό πρόσωπό της Σπανιόλας, το ποτισμένο με μια γλύκα λίγο μελαγχολικιά, κρατάω μιαν ανάμνηση κλπ), όταν τον κάλεσε ο κηδεμόνας του ο Καίλιος Αττιανός (κηδεμόνας του ήταν κι ο ξάδερφός του, Τραϊανός)  έφυγε για τη Ρώμη. Τον παρακολουθούμε ως χιλίαρχο (μ έσωσε η επιστροφή στον στρατό), να απομακρύνεται από τη Ρώμη προς μεγάλη του ευτυχία, γιατί την θεωρούσε κέντρο διαφθοράς. Ήταν εικοσιδύο χρόνων, μόλις πέθανε ο Δομιτιανός κι ο Νέρβας όρισε διάδοχο τον Τραϊανό. Έτσι, ο ήρωάς μας συμμετείχε ενεργά στις εκστρατείες του αυτοκράτορα εναντίον των Δακών και των  Πάρθων περιγράφοντας γλαφυρά όλα τα συναισθήματα της «εξαιρετικής έξαψης»:
Όσο διαρκούσε ο κίνδυνος, κυνισμός ή καθήκον παραχωρούσαν αστραπιαία τη θέση τους σ ένα ντελίριο τόλμης, σ ένα είδος περίεργου οργασμού του ανθρώπου που ενώνεται με το πεπρωμένο του. Στην ηλικία που ήμουνα τότε, αυτό το μεθυσμένο κουράγιο ήταν παντοτινό. Ένα πλάσμα μεθυσμένο από τη ζωή δεν προβλέπει τον θάνατο.
Με τον θάνατο του Τραϊανού (μεγαλειώδης η περιγραφή) και με μια διαδικασία κάπως σκοτεινή (σύνηθες αυτό, βέβαια) αναλαμβάνει το αξίωμα του αυτοκράτορα χτίζοντας σιγά σιγά και με προσοχή ένα λιτό, φιλοσοφικό, στοχαστικό προφίλ. Οι μηχανορραφίες που απαιτούνται για να στεριώσει κανείς το ηγετικό αυτό αξίωμα μέσα σε μια αυτοκρατορία με τόσες αντιφάσεις συνδυάζονται με τον φιλοσοφικό στοχασμό ενός ανθρώπου που προσπαθεί, τώρα στο τέλος της ζωής του να προσδώσει νόημα.  Σ αυτό το πνεύμα διατρέχει η συγγραφέας μέσω του αφηγητή τα γνωστά εξωτερικά γεγονότα. Ένας αυτοκράτορας που ελάχιστα στάθηκε στη Ρώμη∙  πέρα από τον πόλεμο εναντίον των Δακών (κράτησε έντεκα μήνες κι ήταν αλύπητος) και τα επεισόδια στα σύνορα των Πάρθων, τις εκστρατείες εναντίον των Ιουδαίων  επισκέφτηκε ως κατακτητής τη Γερμανία, τη Βρετανία, την Ελλάδα, Μικρά Ασία, Βιθυνία, Νικομήδεια, Εύβοια, Δήλο, Ρόδο, Σικελία πάντα με απώτερο σκοπό να γνωρίσει τους διαφορετικούς πολιτισμούς, να καταλάβει τους ανθρώπους, να ομορφήνει τις πόλεις (τώρα δεν είχα πια το χρόνο ούτε να ενδιαφερθώ ούτε να αδιαφορήσω για τον εαυτό μου. Το άτομό μου είχε αρχίσει πια να σβήνει, ακριβώς γιατί είχαν αρχίσει να υπολογίζονται οι απόψεις του. Αυτό που ενδιέφερε, ήταν το να βρεθεί κάποιος που θα εναντιωνότανε στην πολιτική των κατακτήσεων αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες και την κατάληξή τους, και να ετοιμαστεί, αν ήτανε δυνατόν, να επανορθώσει τα σφάλματα).

Προσωπικότητα
Η συγγραφέας, βασισμένη σε πηγές που τις παρουσιάζει πολύ αναλυτικά στο τέλος του βιβλίου, δίνει το πορτρέτο ενός ανθρώπου που παρόλο που έχει τεράστια εξουσία, αγωνίζεται να καταλάβει την ανθρώπινη φύση, αγωνίζεται για ειρήνη και ισότητα (δεν περιφρονούσα τους ανθρώπους. Αν το έκανα, δεν θα είχα δικαίωμα ούτε κανένα λόγο να δοκιμάσω να τους κυβερνήσω. (…) Οι διαφορές που αντιλαμβάνομαι ανάμεσα σε μένα και τους άλλους είναι πολύ μηδαμινές για να μετρήσουν στο τελικό άθροισμα. Γι αυτό πασχίζω να κρατάω μια στάση όσο μπορεί πιο ξένη προς την ψυχρή ανωτερότητα του φιλοσόφου και προς την αλαζονεία του Καίσαρα). Επί ηγεμονίας του προσπάθησε να μειώσει τους κατακτητικούς πολέμους (αυτό που ενδιέφερε, ήταν να βρεθεί κάποιος που θα εναντιωνότανε στην πολιτική των κατακτήσεων αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες και την κατάληξή τους, και να ετοιμαστεί, αν ήτανε δυνατόν, να επανορθώσει τα σφάλματα).  Έχει επίγνωση, ότι ακόμα κι αν συντρίψει όλους τους εχθρούς, άλλες ορδές θα ρχονταν, άλλοι ψευδοπροφήτες. Απευθύνεται στον Μάρκο Αυρήλιο (ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, έχει μείνει στην ιστορία σαν «φιλόσοφος αυτοκράτορας») με όρους φιλοσοφικούς, μιλώντας για  την ελευθερία και τη δύναμη (όσο για μένα, αναζήτησα την ελευθερία πιο πολύ από τη δύναμη, και τη δύναμη μόνο γιατί ως ένα σημείο ευνοεί την ελευθερία). Βλέπει καθαρά τα πολλά, διαφορετικά πρόσωπα με τα οποία κυβερνά το κράτος (μέσα μου βασιλεύουν, με τη σειρά τους, διαφορετικά πρόσωπα. Κανένα για πολύ καιρό, κάθε φορά όμως ο πεσμένος τύραννος ξαναρπάζει γρήγορα την εξουσία. Μέσα μου φιλοτέχνησα και το λεπτολόγο αξιωματικό, τον φανατικό για την πειθαρχία, που όμως μοιράζεια χαρούμενα με τους άνδρες του τις στερήσεις του πολέμου. Τον μελαγχολικό ονειροπόλο των Θεών. Τον εραστή που είναι έτοιμος για τα πάντα για μια στιγμή ιλίγγου. Τον αλαζονικό νέο αξιωματικό που δεν κρύβει από τους φίλους του την περφιφρόνησή του για την πορεία του κόσμου. Τον μέλλοντα πολιτικό άντρα κλπ κλπ).
Δεν αρνείται τις αναπόφευκτες αδικίες και εκτελέσεις στις οποίες κατέφυγε για να στεριώσει την εξ ορισμού επισφαλή -σε τέτοιο κράτος -εξουσία (ένα κύμα τρόπου απλώθηκε πάνω στη Ρώμη/ο δημόσιος βίος μου είχε κιόλας ξεφύγει από τα χέρια μου/κάθε μετάβαση από την μια ηγεμονία στην άλλη, συνοδεύεται από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της). Παρόλο που οι εκτελέσεις των επικίνδυνων στοιχείων ήταν κάτι σύνηθες, ξέρει καλά ότι «αυτήν την κατάχρηση εξουσίας θα του την καταλόγιζαν όταν θα έκανε σκοπό του την επιείκεια, την ευλάβεια, τη δικαιοσύνη. Θα τις μεταχειρίζονται για να αποδείξουν ότι οι υποτιθέμενες αρετές του δεν ήταν άλλο από μια σειρά προσωπεία». Παρόλο, που όπως λέει, «ασπαζόταν την κοινοτοπία που θέλει το έγκλημα να καλεί το έγκλημα», γιατί, καταλήγει, το παρθένο χρυσάφι του σεβασμού θα ήταν πολύ μαλακό δίχως κάποιο κράμα φόβου.
Έχει ενδιαφέρον, λοιπόν, πώς ένας τέτοιου ήθους και συνειδητότητας άνθρωπος, με τέτοια δύναμη, αντιμετωπίζει τις προκλήσεις της εξουσίας του. Τις κολακείες, τους εκθειασμούς, τις συνωμοσίες(οι ήρεμες χαρές της ανθρώπινης φιλίας δεν είναι για μένα πια. Με λατρεύουν. Με τιμούν πάρα πολύ για να με αγαπούν ), αλλά και την έχθρα, το μίσος, την ίντριγκα.  Αρνήθηκε όλους τους τίτλους παρόλο που, όπως λέει,  η εποχή  διψάει για θεούς.

Παιδεία-  όραμα
Τρία «μέσα» επικαλείται ο ίδιος για να αποτιμήσει την ανθρώπινη ύπαρξη: την παρατήρηση του εαυτού του (τίποτα δεν με εξηγεί), την παρατήρηση των άλλων, και τα βιβλία (ο γραπτός λόγος μ έμαθε ν ακούω την ανθρώπινη φωνή, ακριβώς όπως οι μεγαλοπρεπείς ακίνητες στάσεις των αγαλμάτων με μάθανε να εκτιμώ τις κινήσεις, και αντίστροφα, στη συνέχεια, η ζωή μού φώτισε τα βιβλία). Μεθούσε με τις ασκήσεις της ρητορικής, γιατί ένιωθε πως εισχωρεί μέσα στη σκέψη των ανθρώπων. Τον μάγεψε και η αστρονομία, αλλά περισσότερο τον συγκινούσε η ποίηση (με είχε μεταμορφώσει/δεν είμαι σίγουρος αν η ανακάλυψη της αγάπης στάθηκε πιο υπέροχη από την ανακάλυψη της ποίησης). Άλλωστε, είναι γνωστό ότι έχει γράψει και ο ίδιος ποιήματα[1]. Μελέτησε με πάθος τα ελληνικά∙ η αγάπη του εξελίχθηκε σε «ελληνομανία» (λατινικά κυβέρνησα την αυτοκρατορία μου, αλλά ελληνικά έχω σκεφτεί και ζήσει). Ένας από τους δασκάλους που επικαλείται είναι ο γιατρός Λεωτυχίδης (αυτός ο πικρός Έλληνας μου είχε διδάξει τη μέθοδο). Αγαπά την ελληνική τέχνη, όχι μόνο γιατί περιορίζεται στο ανθρώπινο, αλλά γιατί οι ¨Έλληνες αγάπησαν τόσο την ομορφιά, που δεν ασχολήθηκαν με τα διαφορετικά πρόσωπα των ανθρώπων (σε αντίθεση με τα ρωμαϊκά πορτρέτα που αξίζουν μόνο σαν χρονικά).
Ομορφιά, Δύναμη, Δικαιοσύνη. Η δύναμη είναι η βάση της ομορφιάς, η αυστηρότητα χωρίς την οποία δεν υπάρχει ομορφιά, η σταθερότητα χωρίς την οποία δεν υπάρχει δικαιοσύνη.
Αισθανόμουνα υπεύθυνος για την ομορφιά του κόσμου. Ήθελα τις πόλεις να είναι υπέροχες, ευάερες, ποτισμένες με γάργαρα νερά, κατοικημένες από ανθρώπινα πλάσματα που τα κορμιά τους δεν θα παραμόρφωναν ούτε τα σημάδια της φτώχειας και της αλλοτρίωσης, ούτε τα οιδήματα κάποιου χυδαίου πλούτου.
Η ελληνολατρία του είναι τόσο έντονη που επισκιάζει κάθε αίγλη της Ρώμης, παρόλο που την έχει αποκαλέσει «αιώνια». Θέλει να επεκτείνει τη Ρώμη της εποχής της δημοκρατίας στα άλλα κράτη, να γίνει τάξη του κόσμου, τάξη πραγμάτων. Αγωνίζεται γι αυτό το όραμα, γι αυτό και δεν έχει σταθερή διαμονή∙ όπως εξομολογείται και στην επιστολή αυτή προς τον Μάρκο Αυρήλιο, ποτέ δεν έχει το συναίσθημα ότι ανήκει απόλυτα σ ένα μέρος (ξένος παντού, δεν ένιωθα ιδιαίτερα αποξενωμένος σε κανέναν τόπο). Αλλάζει τα διάφορα προσωπεία  εξασκώντας τα διάφορα επαγγέλματα απ τα οποία αποτελείται το επάγγελμα του αυτοκράτορα. Προσπαθεί να αποποιηθεί τις εθελοντικές προσφορές που κάνουν οι πόλεις στον αυτοκράτορα  και που δεν είναι παρά μια μεταμφιεσμένη ληστεία. Πέρα από τη σύνταξη του edictum perpetuum που αφορά την διοίκηση στην ιταλική χερσόνησο, μια σειρά από μέτρα που αφορούν όλη την αυτοκρατορία, τους αγρότες, τον στρατό (δεν δίστασα να ιθαγενοποιήσω τον στρατό/ο στρατός γινόταν ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους λαούς του δάσους και της στέπας, των βάλτων και των εκλεπτυσμένων κατοίκων των πόλεων), εξυπηρετούν ένα όραμα για το οποίο –η Γιουρσενάρ βάζει τον ήρωά της να- μιλάει αναλυτικά στον Μάρκο Αυρήλιο. Μιλάει για πρότυπο κτήμα αγροτικής εκμετάλλευσης, για άνοιγμα δημοσίων σχολείων μέσης εκπαίδευσης, για πάταξη της δικαστικής σκληρότητας. Για τη θέση της γυναίκας. Humanitas, Felicitas, Libertas: αυτά τα όμορφα λόγια που φαντάζουν πάνω στα νομίσματα της ηγεμονίας μου δεν τα εφεύρα εγώ. Και παρακάτω: πρέπει να το ομολογήσω, δεν πιστεύω πολύ στους νόμους. Πολύ σκληρούς, τους παραβαίνουμε, και με το δίκιο μας. Πολύ περίπλοκους, η ανθρώπινη εφευρετικότητα βρίσκει εύκολα τρόπους να ξεγλιστρήσει μες από τις θηλιές αυτής της σουρνάμενης και λεπτεπίλεπτης παγίδας.
(…) Αμφιβάλλω αν ολόκληρη η φιλοσοφία του κόσμου θα φτάσει ποτέ να καταργήσει τη δουλεία. Θα της αλλάξουν το πολύ πολύ το όνομα. Μπορώ να φανταστώ μορφές δουλείας, χειρότερες από τη δική μας, γιατί θα είναι πιο δόλιες.

Έρωτας- θάνατος
Μια εικόνα, μια ανταύγεια, μια αδύναμη ηχώ θα πλανιέται για μερικούς έστω αιώνες. Δεν μπορεί κανείς να κάνει τίποτα παραπάνω για την αθανασία.

Οι ομορφότερες σελίδες του βιβλίου έχουν γραφτεί για τον έρωτα. Δεν θεωρεί καμιά ηδονή χυδαία. Η ηδονή είναι ένα μέσο κατανόησης του κόσμου: απ όλα τα παιχνίδια μας, είναι το μόνο που κινδυνεύει να αναστατώσει την ψυχή μας, το μόνο στο οποίο ο παίκτης παραδίνεται στο ντελίριο του κορμιού του/ο εραστής που διατηρεί τα λογικά του δεν υπακούει ως το τέλος στο θεό του.
Δεν θα αναφερθώ σ όλες τις ερωτικές σχέσεις του Αδριανού, ούτε στη σχέση του με τη γυναίκα του, που ήταν καθαρά τυπική. Αλλά στον γνωστό, μεγάλο έρωτα για τον Έλληνα έφηβο Αντίνοο, που έμεινε και στην Ιστορία∙ ένα ξεγύμνωμα ισοδύναμο με του θανάτου. Οι αναφορές στο νεαρό αυτό όμορφο λαγωνικό είναι σκέτη ποίηση (οι μορφές που ζητάμε απελπισμένα, μας ξεφεύγουνε. Δεν ζούνε παρά ένα λεπτό. Ξαναβλέπω ένα κεφάλι γερμένο τη νύχτα (…), εκείνο το τρυφερό κορμί άλλαζε αδιάκοπα σαν ένα φυτό). Ζουν συνέχεια μαζί επί δυο χρόνια (ο νεαρός βοσκός μου γινόταν ένας νεαρός πρίγκιπας) και η σχέση αλλάζει, ωριμάζει. Η σχέση ενός μεσήλικα μ ένα παιδί  (ένας σχεδόν αδικαιολόγητος φόβος είχε φωλιάσει μέσα σ εκείνη τη σκοτεινή καρδιά). Ανησυχίες νεανικές, πείσματα μελαγχολίες. Ανάγκη να πληγωθεί αυτή η συννεφιασμένη τρυφερότητα που κινδύνευε να καταπλακώσει τη ζωή του αυτοκράτορα. Η γραφή της Γιουρσενάρ αναδεικνύει  όχι μόνο την σωματική έλξη αλλά την πνευματική αναστάτωση που προκαλεί αυτή η σωματική σαγήνη.

Ο θάνατος του Αντίνοου είναι άλλη μια πρόκληση για το πνεύμα. Ένας θάνατος προφανώς αποφασισμένος, που εξηγούσε την αταραξία του, τη μανία του στην ηδονή τη θλίψη του, την απόλυτη αδιαφορία του για οποιοδήποτε μέλλον.
Ο Αντίνοος πεθαίνει με τη θέλησή του, πνίγεται στη θάλασσα.
Όλα κατέρρεαν. Όλα μοιάζαν να σβήνουν. Ο Ολύμπιος Δίας, ο Παντοκράτορας, ο Σωτήρας του κόσμου, είχαν σωριαστεί, και δεν έμενε παρά ένας ψαρομάλλης άνθρωπος που έκλαιγε με λυγμούς πάνω στη γέφυρα μιας βάρκας.
Κι αν οι σελίδες για τον έρωτα είναι οι πιο όμορφες, οι σελίδες για τον θάνατο του αγαπημένου είναι σπαρακτικές (σε ποια ομάδα λέξεων ν αντιστοιχούσε άραγε η αγωνία του;/φορές η εικόνα ξεπηδούσε μονάχη της. Μ΄έπαιρνε τότε ένα ποτάμι γλυκύτητας/όλα μου λείπανε).
Όμως η ζωή συνεχίζεται…
Ακόμα και γω ο ίδιος, πίστευα πως είχα λίγο ηρεμήσει. Σχεδόν κοκκίνιζα στη σκέψη. Δεν ήξερα πως ο πόνος κλείνει παράξενους λαβύρινθους μέσα του, στους οποίους δεν είχα πάψει να περιπλανιέμαι.

Αρρώστια- γηρατειά
Αντίστοιχα  οδυνηρά διαγράφονται και τα συναισθήματα της σαρκικής αδυναμίας που οδηγεί στην αρρώστια και σιγά σιγά στο προσδοκώμενο τέλος. Ένας άνθρωπος που έχει συμβιώσει αρμονικά με το κορμί του, σε αντίξοες και οριακές καταστάσεις, βλέπει τις δυνάμεις του σιγά σιγά να τον εγκαταλείπουν (το κορμί μου με φοβόταν/αυτό το μεγάλο κορμί πετούσε στο κενό). Παραδομένος στο πένθος και την αρρώστια, μαθαίνει να αποδέχεται αυτό το φυσικό φαινόμενο, να χάνει σιγά σιγά τις δυνάμεις του.
Η Γιουρσενάρ, με την ευκολία που διακρίνει την ευαισθησία της, διεισδύει στα απίστευτα δαιδαλώδη μονοπάτια που ακολουθεί η ψυχή που αποχαιρετά τον κόσμο.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Ένα μικρό δείγμα:
Μικρή ψυχή, περιπλανώμενη και γητεύτρα
Φιλοξενούμενη και σύντροφε του σώματος
Που σύντομα θα αναχωρήσεις για τόπους
Σκοτεινούς, παγωμένους και ομιχλώδεις
Ένα τέλος σε όλα σου τα αστεία...

1 σχόλιο:

Michalis Modinos είπε...

Έξοχα τα κείμενά σας (όλα!!!)
κρίμα που δεν ανρτώνται στην Βιβλιονέτ
Με ιδιαίτερη εκτίμηση
Μιχάλης Μοδινός