Πρόκειται για ένα
χορταστικό ιστορικό μυθιστόρημα, από τα καλύτερα στο είδος τους, που μας
μεταφέρει στην πολυεθνική οθωμανική Άρτα από τα μέσα του 19ου αι. (πριν
δηλαδή την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας στο ελληνικό κράτος/1881)
μέχρι τα τέλη του αιώνα, οπότε η Άρτα ανήκει πια στην Ελλάδα και οι
διαφορετικές εθνότητες έχουν διακριτές πορείες.
Στην οθωμανική αυτή πόλη[1] (“τουρκόπολη”
ονομαζόταν ακόμα κι όταν έφυγαν πια οι μουσουλμάνοι) ζούσαν χίλιες οικογένειες
Ελλήνων, 250 Οσμανλήδων και 100 Εβραίων, καθώς και λίγοι Αλβανοί (όπως άλλωστε σ’
όλα τα πολυεθνικά κράτη της εποχής -αυστριακή αυτοκρατορία/μετέπειτα
αυστροουγγρική, ρωσική αυτοκρατορία, το γερμανικό κράτος αργότερα που
ονομάστηκε Γερμανική Ομοσπονδιακή Αυτοκρατορία). Περί τις εξίμισι χιλιάδες ψυχές. Κάθε φυλή κι ένας ξεχωριστός κόσμος,
με τους δικούς του κώδικες και κανόνες. Με αντιθέσεις, διαμάχες, έχθρες,
διαφωνίες αλλά κι εκείνα τα στοιχεία που αναμφίβολα επιτρέπουν τη συνύπαρξη. Μπλέκονταν
οι κόσμοι, έσμιγαν, όμως την ίδια στιγμή το μικρό ή το μεγάλο γεγονός σ’ έφερνε
αντιμέτωπο με την ταυτότητα του «άλλου». Είναι η δύσκολη εποχή κατά την
οποία αρχίζουν και φουντώνουν οι
εθνικισμοί σ’ όλη την Ευρώπη, ενώ έχει ήδη αρχίσει να στέκεται στα πόδια
του το νεοσύστατο ελληνικό κράτος που γίνεται σιγά σιγά φυτώριο αλυτρωτικών
βλέψεων. Ο παλμός της ζωής σ’ αυτήν την
ιστορική συγκυρία και οι σταδιακές μεταβολές μέχρι την ένωση με την Ελλάδα, και η μετάβαση σε εθνικό κράτος (με «φυλετική καθαρότητα») αποδίδεται με εξαιρετική δεξιοτεχνία και, απ’ όσο
μπορώ να κρίνω, με ιστορική υπευθυνότητα εφόσον τηρήθηκαν κάποιοι μεθοδολογικοί
όροι και φαίνεται ότι προηγήθηκε ενδελεχής έρευνα (ο συγγραφέας κατάγεται από χωριό της περιοχής, και
φαίνεται να έχει βαθιά γνώση, μεράκι αλλά και πρόσβαση σε ποικίλες ιστορικές
και λαογραφικές πηγές). Η προσεγμένη
δουλειά αποτυπώνεται και στον πολύ απαραίτητο χάρτη της παλιάς πόλης που
παρατίθεται στην αρχή, όπως και το «γραικικο- τουρκικό» γλωσσάρι, στο τέλος του
βιβλίου.
Η πλοκή χτίζεται γύρω
από τη ζωή δύο ομογάλακτων αρτινών, του Οσμανλή[2] Νετζίπ
και του έλληνα Λιόντου, που γεννήθηκαν την ίδια μέρα, τον Απρίλη του 1854 ενώ μια προδομένη εξέγερση αναστατώνει πάλι την περιοχή, και
τους ενώνει ως παιδιά και ως έφηβους σπάνια φιλία. Το ίδιο βράδυ βρίσκεται δολοφονημένος ο πατέρας
του Λιόντου στην είσοδο του χωριού, παίρνοντας μαζί του το μυστικό της
δολοφονίας του, μυστήριο που θα κουβαλάει σ’ όλη του την πορεία ο γιος του και
θα στοιχειώσει τη ζωή του.
Παρακολουθούμε
κεφάλαιο παρά κεφάλαιο την αφήγηση των δυο νέων, και μέσα από τη διαφορετική ματιά
του καθένα χτίζουμε σιγά σιγά το παζλ των προσωπικών τους ιστοριών αλλά και των
ιστορικών γεγονότων. Οι διαφορετικές εκδηλώσεις της θρησκείας είναι αυτές που
πρώτα γίνονται αισθητές στα εξάχρονα παιδιά
ως σημάδια της διαφορετικής τους κουλτούρας. Οι τελετές, τα έθιμα, οι
νηστείες, και λιγοστές λέξεις που τις γνωρίζουν και οι δυο εθνότητες, αν και οι
μωαμεθανοί ακόμα και μεταξύ τους μιλούσαν
ελληνικά. Στη συνέχεια οι διαφορές επεκτείνονται στον τύπο των σχολείων: ο
Λιόντος π.χ. μετά το 1860 παρακολουθεί την Αλληλοδιδακτική Σχολή και στη
συνέχεια το Ελληνικό Σχολείο, ενώ ο Νετζίπ αντίστοιχα το Μεχτέμπ και τη σχολή
Ρουστιέ. Ανταλλάσσουν, σαν παιδιά, τις γνώσεις τους, και, όπως λέει ο Λιόντος «με τον τρόπο μας εξοβελίζαμε την εικόνα του “άλλου”».
Ο συγγραφέας τονώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη παραθέτοντας με αρκετές
λεπτομέρειες τις διαφορές στην κουλτούρα των δυο πολιτισμών (χωρίς φυσικά να
«αξιολογεί»), ενώ γίνονται αναφορές και στην κουλτούρα των Εβραίων, εφόσον
μάλιστα οι δυο φίλοι κάνουν παρέα και με δυο δίδυμα εβραιόπουλα. Έχει πάντως
ενδιαφέρον το ότι είχαν το δικαίωμα τα
παιδιά των Οσμανλήδων να παρακολουθήσουν μαθήματα και στο Ελληνικό Σχολείο, και
το αντίστροφο.
Μορφή εμβληματική ο
παππούς του Νετζίπ, ο Ισμαήλ, που με την εμπειρία του, τις γνώσεις του αλλά και
τη λαϊκή σοφία περι-γράφει, σχολιάζει κάθε περίσταση φωτίζοντάς την με τη δική
του οπτική. Είχε το χάρισμα της αφήγησης ο παππούς Ισμαήλ, έτσι που και οι πιο
απλές ιστορίες να μεγεθύνονται στη σκέψη μας και ν΄ αποκτούν άλλη διάσταση. (…)
Για όλα κάτι είχε να πει ο παππούς Ισμαήλ. Σε κάθε περίπτωση, είχε τον τρόπο να
μας κερδίζει. Εννοώ εμένα και τον Νετζίπ. Εκτός του ταλέντου να διηγείται
ιστορίες, να αναλύει γεγονότα, να μας πλησιάζει με ζεστασιά και να μας
ξετρελαίνει με πικάντικα αστεία και παροιμίες, ήταν σπουδαγμένος. Η ζωή του
κέντριζε τη φαντασία μας, και όσα εξιστορούσε φάνταζαν στα μάτια μας μαγικά. Ο
παππούς Ισμαήλ αγαπά την ιστορία του τόπου του, τις ιδιαιτερότητες, τις
παροιμίες, τους μύθους και προσπαθεί να είναι όσο «αντικειμενικός» γίνεται. Δε
διστάζει, φερειπειν να αναφερθεί στις αγριότητες των Οθωμανών με κορυφαίο τον Αλή Πασά (σαν μ’ ακούν οι μουσουλμάνοι, πικραίνονται και με κακίζουν. Σαν μ’
ακούν οι χριστιανοί, το ίδιο. Γιατί λέω αλήθειες. Και συνήθως στη ζωή είσαι ή
με τον έναν, ή με τον άλλο. Να λες τα
πράγματα με το όνομά τους δεν αρέσει σε κανέναν).
Μέσω της μορφής του
σοφού παππού Ισμαήλ, ο συγγραφέας έχει την ευκαιρία, απομυθοποιώντας την
ιστορία όπως διδάσκεται στα ελληνικά σχολεία, να δείξει ότι στη βυζαντινή περίοδο δεν υπήρχαν κράτη όπως σήμερα. Υπήρχαν λαοί
που ζούσαν όλοι μαζί σε μια αχανή έκταση. Η ανάμειξη των φυλών ήταν τέτοια
που έχασαν κάπως το αρχικό τους χρώμα,
χωρίς βέβαια να εξαφανιστούν. Στις
αντιρρήσεις του Λιόντου ότι οι έλληνες υπήρχαν πάντα, άσχετα αν ονομάζονταν
Ρωμιοί ή χριστιανοί, αντιπαραθέτει ιστορικά στοιχεία για να δείξει ότι οι Οθωμανοί κατέκτησαν μια αυτοκρατορία μισοκατακτημένη
από Φράγκους, Σέρβους, Αλβανούς, Βούλγαρους κ.α. κι η αλήθεια είναι πως σ’ αυτό
τους βοήθησαν οι ίδιοι οι λαοί της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Βυζαντινοί και μη (περιοχές
συνθηκολόγησαν χωρίς πόλεμο, ο Ιωάννης ο Καντακουζηνός πάντρεψε την κόρη του με
τον σουλτάνο Ορχάν, χριστιανοί πολέμησαν με το μέρος των Οθωμανών ή
αλλαξοπίστησαν με τη θέλησή τους κ.α.).
Ο παππούς Ισμαήλ είναι
αυτός που θα προσπαθήσει να ανακόψει τον εθνικιστικό φανατισμό του αδερφού του
Νετζίπ, του Ντογάν, που από νωρίς με την
παρέα του σκορπά νταηλίκι, προκαλεί και δημιουργεί φασαρίες σ’ όλη την πόλη,
και φυσικά δεν ανέχεται τη σχέση Νετζίπ- Λιόντου. Διαφορετική και πολύ
ιδιαίτερη προσωπικότητα είναι ο άλλος αδερφός, ο Μπεχζάτ (λειτουργούσε με τους δικούς του κώδικες, τους οποίους ο Ντογάν δεν αντιλαμβανόταν).
Ο άλλος «πνευματικός
οδηγός» του Λιόντου ήταν ο θείος και νονός του, ο Δαμιανός Μέγης που έχει
αναλάβει και ουσιαστικά την κηδεμονία του. Δεν έχει την ευρύτητα του Ισμαήλ, κι
ως εκ τούτου αντιπαθεί τους Τούρκους, αγαπά όμως τον Λιόντο και δεν αντιτίθεται
στη φιλία του με τον Νετζίπ. Δεν χάνει πάντως ευκαιρία να του κάνει μαθήματα
περί οθωμανικής αυτοκρατορίας∙ μιλά για τους βίαιους εξισλαμισμούς, τις άδικες
φορολογίες όπου στηρίχτηκε όλο το σύστημα, το παιδομάζωμα και… φυσικά
εξιδανικεύει τον αρχαιοελληνικό
πολιτισμό (όλα τα σύγχρονα έθιμα με κάτι
τα συνέδεε ο νονός μου). Σαγηνεύει τον Λιόντο με τις αφηγήσεις του σχετικά
με τα αρχαιοελληνικά έθιμα και την επιβίωσή τους στην εποχή τους. Σ’ αυτό το
πλαίσιο, ο Καλπούζος έχει την ευκαιρία να μας περιγράψει ένα έθιμο της περιοχής
(του χωριού Πέτρα), την «σκυλοκ’νιά»,
όπου την Καθαρά Δευτέρα «εξάγνιζαν» ένα σκύλο (κατά τον Δαμιανό,
μετεξέλιξη των ανθρωποθυσιών του Πάσχα).
Έτσι, ο αναγνώστης γεύεται όλες τις τάσεις,
όλες τις ιδεολογίες που αλληλοσυμπλέκονται σ’ έναν ιστορικό καμβά.
Αυτό είναι το πνεύμα,
το σκηνικό και οι βασικοί χαρακτήρες του έργου, κι από κει και πέρα με βάση όλα
αυτά τα δεδομένα, εξελίσσονται… κατά το
εικός. Οι δυο έφηβοι ενηλικιώνονται, ωριμάζουν κι οι δρόμοι τους κάποτε χωρίζουν.
Μαζί τους ωριμάζουν κι οι ιστορικές συνθήκες που οδηγούν στο βασικό ορόσημο,
το 1881 (προσάρτηση Άρτας/Θεσσαλίας), ενώ οι αντιθέσεις της εποχής τους τους οδηγούν
σε εσωτερικές συγκρούσεις . Για παράδειγμα, ο έρωτας στην περίπτωση του Νετζίπ
αποβαίνει μοιραίος, εφόσον ο έρωτάς του για την όμορφη χορεύτρια Καμίλα τον
φέρνει σε σύγκρουση με τον πατέρα του κι όλη την οικογένεια, ενώ χωρίς τη
στήριξή τους εξαθλιώνεται οικονομικά. Αναγκάζεται να πιάσει δουλειά στον τσιφλικούχο[3] Κ.
Καραπάνο, που μαζί με κάποιον ακόμα Κων/λίτη έχουν αγοράσει όλη την περιοχή
(εικοσιοκτώ χωριά, το 70% της επαρχίας της Άρτας !), έχουν αγοράσει δηλαδή το
«τεσσαρούφ», τη μερική κυριότητα και εξουσία της κάρπωσης των δημόσιων κτημάτων
(η ψιλή κυριότητα ανήκει στο οθωμανικό κράτος). Έτσι οι Καραπάνοι εισπράττουν
τον ίμορο, δηλαδή το ένα τρίτο της
σοδειάς. Ο Νετζίπ ανέλαβε την επίβλεψη των εισπρακτόρων. Ξαφνικά βρέθηκα μέσα σ’ έναν τεράστιο μηχανισμό ο οποίος με τρόμαξε. Έπρεπε
να υπολογίζει την σοδειά πριν από τη συγκομιδή για να αποφεύγεται η απόκρυψη εκ
μέρους των αγροτών… Φυσικά, υπάρχουν πολλές κοινωνικές συγκρούσεις και τρομακτική εκμετάλλευση και αδικίες. Ο
Νετζίπ συγκλονίζεται από την εξαθλίωση των χωρικών αλλά μετά τις πρώτες φορές
περιήλθε σε κατάσταση συναισθηματικής
ανοσίας. Σαν να μην έφτανε αυτό, άρχισα να συμμετέχω, λέει, στις απειλές που εκτόξευαν οι εισπράκτορες
περί συλλήψεων και φυλακίσεων κι έφτασα να δικαιολογώ την αντίδρασή μου,
καταλογίζοντας ευθύνες και παραβατική συμπεριφορά στους αγρότες γιατί δεν
σέβονταν τους νόμους.
Ωστόσο η κοινωνική εξαθλίωση
και το μίσος των καταπιεσμένων δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορο τον Νετζίπ. Η
εσωτερική πάλη που νιώθει τον κάνει για πρώτη φορά να τάσσεται καθαρά στην απέναντι όχθη και να λέει από τη μια οι Ρωμιοί, κι
από την άλλη οι Οσμανλήδες. Ο αποκλεισμός από την οικογένεια κι η ανέχεια
φθείρουν και τη σχέση του με την Καμίλα, που τον εγκαταλείπει αγαπώντας τον...
Δεν μπορώ να ζήσω άλλο μαζί σου. Με χτύπησες, μ’
έσυρες στο δρόμο, με είπες «πουτάνα» μπροστά στο φίλο σου κι ας δόθηκα μόνο σε
σένα. Θα ξαναγίνει. Δεν είσαι για τα δύσκολα, Νετζίπ, δεν αντέξαμε, κι ούτε κι
αλλού θ’ αντέξουμε. Κι ούτε θέλω όταν σ’ αγκαλιάζω να σκέφτομαι κείνες τις
άρρωστες στιγμές και τους καβγάδες μας. Θέλω να τα ξεχάσω όλα. Θέλω να πάρω
μαζί μου μόνο το όνειρο. Όπως τον πρώτο καιρό.
Έπιασα τον Νετζίπ από το μπράτσο και τραβήξαμε για το
σπίτι μου. Έμοιαζε να’ χει χαθεί κάθε ζωή από μέσα του, κλπ κλπ.
«Άστον να πονέσει», είπε ο παππούς Ισμαήλ πριν φύγει.
«Κι αυτό ζωή είναι».
«Ζωή ο πόνος;» αντέτεινα.
«Όλα ζωή είναι, ό, τι σε κάνει να νιώθεις, και πιο
πολύ ό, τι σε αρπάζει με δύναμη. Για καλοσκέψου το, κι άλλη φορά μου λες».
Τα γεγονότα λίγο πριν
το 1881 πυκνώνουν σε ένταση και
ενδιαφέρον, εφόσον και οι δυο αντίπαλες πια εθνότητες έρχονται σε
συνεχείς αντιπαραθέσεις. Η είσπραξη των φόρων γίνεται όλο και πιο καταπιεστική αλλά
οι μουσουλμάνοι πια έχουν αρχίσει να δρομολογούν το φευγιό τους, μαζί μ’ αυτούς
κι ο Νετζίπ για την Κων/πολη. Ο συγγραφέας «κλείνει» όλες τις ανοιχτές
υποθέσεις, με κεντρικό επεισόδιο την αποκάλυψη του μυστικού του Λιόντου, της
δολοφονίας του πατέρα του. Θα λέγαμε ότι
τα τελευταία κεφάλαια παίζουν το ρόλο «εξόδου». Η ιστορία αλλάζει κεφάλαιο, και
μαζί μ’ αυτήν και για τους ήρωές μας σημαίνει το ξεκίνημα μιας νέας ζωής.
«Πού ήρθαμε Νετζίπ; Πού είναι η πόλη μας;» Ψιθύρισε η
Χουλγιά.
«Αυτή είναι πια η πόλη μας» απάντησα και μέσα μου
παρακαλούσα να είναι όλα ένα κακό όνειρο.
Ν’ ανοίξω ξαφνικά τα μάτια και να βρεθώ στην Άρτα, στο
σπίτι μου, στην αυλή μου.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1]
Σύμφωνα με τον παππού Ισμαήλ, η Άρτα δε χρωστά το
όνομά της στον Άραχθο ή στην παραφθορά του ονόματος «Αργιθέα». Ούτε στο «άρτος»
λόγω των πολλών σιτηρών, ούτε στην Άρτεμη. Υποστήριζε ότι προέρχεται από την
αραβική λέξη «ναρντά», που σημαίνει «εναπομείναν κομμάτι», ο μέρος δηλαδή που
έφαγε ο Άραχθος με τις κατεβασιές του. Λέει ακόμα ότι επικράτησε μεταξύ 880 και
950, όταν οι σαρακηνοί λεηλατούσαν τα παράλια της Ηπείρου. Και οι μουσουλμάνοι
την έλεγαν «ναρντά».
[2]
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ο αυτοπροσδιορισμός της
ταυτότητας του σοφού παππού Ισμαήλ που μαλώνει τον «εθνικιστή» εγγονό του
Ντογάν: «Εμείς είμαστε Οσμανλήδες,
Οθωμανοί. Τούρκοι είναι οι άξεστοι, οι αγράμματοι, οι χωριάτες. Τούρκος είναι
αυτός που τον ζεύεις στο αλέτρι σαν το βόδι και οργώνει. Τούρκους μάς λένε οι
Ρωμιοί κι όχι μπροστά μας. Μας λένε κοροϊδευτικά και οι Ευρωπαίοι για να μας
μειώσουν. Κάνουν θέατρα και μας διακωμωδούν».
Και συνεχίζει ο Νετζίπ: Τότε ακόμα έτσι ήταν, όπως τα έλεγε ο
παππούς Ισμαήλ. Πολύ αργότερα αρχίσαμε να λέμε «είμαστε Τούρκοι». Τότε λέγαμε
ότι πατρίδα μας ήταν μια αιώνια χώρα, το «Τουράν» (η πέρα του Ιράν χώρα,
κοιτίδα των Οθωμανών). Οθωμανική αυτοκρατορία ξέραμε κι όχι Τουρκία.
Όταν ο Κεμάλ το 1912 απευθυνόταν στους
στρατιώτες του με την επονομασία Τούρκοι, εκείνοι διαμαρτύρονταν.
[3]
«Τσιφτσήδες» είναι η καλλιεργητές. «Τσιφτσί» αρχικά σήμαινε τον «κλήρο» ενός
ζευγά, απ’ όπου το «τσιφλίκι»
2 σχόλια:
Διάβασα το βιβλίο του Καλπούζου, Χριστίνα, σε μια εποχή που το θέμα με κέντριζε ιδιαίτερα. Οι σχέσεις του ελληνικού με το τούρκικο στοιχείο τον καιρό της Τουρκοκρατίας. Ότι χαρακτηρίζουμε με τους όρους αυτούς. Είναι αξιοπρόσεκτη η οπτική του συγγραφέα, και συνέπεσε με την δική μου οπτική, αυτήν που διαμόρφωσα από παρεμφερή διαβάσματα. Βέβαια πάντα μας κεντρίζει το θέμα, είναι θέμα αυτοπροσδιορισμού και ταυτότητας. Απ' όπου θα έλεγα προκύπτει και η αγάπη του μέσου Έλληνα προς τα τούρκικα σήριαλ, ενδόμυχα υπάρχει η περιέργεια "ποιός είναι ο άλλος". Γιατί οι δυο λαοί "ξέχασαν" να ζούνε μαζί, πέρασε σχεδόν ένας αιώνας από την απελευθέρωση της τελευταίας ελληνικής επαρχίας. Ο Καλπούζος έχει μεγάλες αφηγηματικές αρετές ώστε να σου κρατάει αδιάπτωτο το ενδιαφέρον, το βιβλίο διαβάζεται απνευστί, σε μια-δυο μέρες. Σαν μειονέκτημα του θα έβαζα την χρονική απόσταση. Είναι βέβαια "πιασάρικα" τα θέματα αυτά όπως είπα παραπάνω, αλλά από την προσάρτηση της επαρχίας της Αρτας μέχρι σήμερα έχει περάσει τόσος χρόνος, το 1881 είναι πολύ μακριά από το σήμερα. Καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια να αναπλαστεί η εποχή. Αν επισκεφτεί κανείς την σημερινή Αρτα ελάχιστα θα διακρίνει απο εκείνη την εποχή. Ήδη τις τελευταίες δεκαετίες η τσιμεντοποίηση της ολοκληρώθηκε και προχωρεί ακάθεκτη. Λογική συνέπεια; Ισως η κρίση να έφερε ύφεση στον τομέα αυτό, αλλά αυτή συμπληρώθηκε τα τελευταία 20 χρόνια. Μιλάμε δηλαδή για μια άλλη πόλη. Η μνήμη των Τούρκων έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τη συλλογική, ερείπια σώζονται, εγκαταλειμένα στη δίνη του χρόνου. Μόνο το θρυλικό γεφύρι σώθηκε, μαζί με το μετέπειτα τελωνείο των ελληνοτουρκικών συνόρων επάνω στο γεφύρι μας θυμίζει το παρελθόν, μαζί με κάποιες παλιές φωτογραφίες. Μια ιστορία που δεν πατάει τόσο σε εμβληματικά Ιστορικά γεγονότα θα μπορούσε να είναι αδιάφορη για τον αναγνώστη. Ομως ο Κ. καταφέρνει να την κάνει ενδιαφέρουσα, με παράθεση λαογραφικών στοιχείων, ακόμα και τραγουδιών μιας ξεχασμένης εποχής. Εχει ενδιαφέρον το χτίσιμο μιας ιστορίας μιας φαινομενικά αταίριαστης σχέσης πέραν από συμβατικότητες και πολιτικές σκοπιμότητες. Αυτές όμως οι τελευταίες δίνουν τον τόνο, επιβάλουν συμπεριφορές, δημιουργούν και καλλιεργούν νοοτροπίες. Η Ιστορία θα μπορούσε να αναφέρεται σε μια οποιαδήποτε πόλη που απελευθερώθηκε τον 20ο αιώνα. Η γένεση εθνικών κρατών από μια πολυεθνική αυτοκρατορία ήταν επώδυνη και τραυματική, είναι χιλιοειπωμένο, αλλά ισχύει. Πάντως όμως ο Κ. έχει την ευρύτητα πνεύματος να μην εγκλωβίζεται σε εθνικά στερεότυπα. Ο εξισλαμισμός οδηγούσε στην εθνική αλλοτρίωση, αυτό είναι το νόημα. Και ξεκινώντας απ' αυτόν καταλήγει στο συμπέρασμα οτι και οι Αρτινοί Τούρκοι ήταν εξισλαμισμένοι Έλληνες (ό,τι και να σήμαιναν οι έννοιες αυτές κατά καιρούς). Πάντως η αίσθηση της κοινής καταγωγής είναι ένα ζητούμενο ακόμα και σήμερα, όταν διατυπώνονται διάφορες σοβαρές ή ασόβαρες θεωρίες, υπάρχει πολιτική εκμετάλλευση και διατυπώνονται θεωρήματα που δεν έχουν αποδειχθεί ακόμα. Εγώ έχω ένα δικό μου θεώρημα που επίσης θέλει να απόδειξη: Οι δυο "λαοί" πρέπει να διαχωρίστηκαν θρησκευτικά και πολιτιστικά σε διαφορες χρονικές περιόδους, ξεκινώντας από τον 11ο αιώνα, με την εισβολή των πρώτων Τουρκικών φυλών στη Μ. Ασία και καταλήγοντας στον 19ο αιώνα οι τελευταίοι. Τα εισαγωγικά τα χρησιμοποιώ σκόπιμα, γιατί βέβαια η έννοια "λαός" έχει συγκεκριμένο κάθε φορά περιεχόμενο. Το χρησιμοποιώ με την τρέχουσα σημασία.
Γεια σου Στέργιο, χαίρομαι που σε βλέπω ξανά στο μπλογκ.
Συμφωνώ με όσα γράφεις, και το βασικό είναι ότι ο Καλπούζος "έχει την ευρύτητα πνεύματος να μην εγκλωβίζεται σε εθνικά στερεότυπα". Δεν είδα πουθενά εγώ την άποψη ότι οι Αρτινοί Τούρκοι ήταν εξισλαμισμένοι Έλληνες, αν έχεις στοιχεία να μου θυμίσεις, πες τα.
Δημοσίευση σχολίου