Τα βιβλία στο σπίτι μου προελαύνουν σιωπηλά, αθώα.
Δεν μπορώ να τα αναχαιτίσω
Το μικρής έκτασης αυτό ευρηματικό αφήγημα/μυθιστόρημα διατρέχει σ’ όλες τις πιθανές διαστάσεις τη σχέση των βιβλιόφιλων με το βιβλίο και την ανάγνωση, σχέση που μπορεί να είναι ευλογία αλλά και κατάρα. Συνήθως πρόκειται για μια λατρεία που σίγουρα για κάποιους μπορεί να γίνει εμμονή, και μάλιστα καταστροφική. Ο αφηγητής, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ στον «Τομέα των Ισπανικών Γλωσσών», αντικαθιστά την Μπλούμα Λέννον στα μαθήματά της, όταν εκείνη σκοτώθηκε από τροχαίο καθώς περνούσε τον δρόμο… διαβάζοντας τα ποιήματα της Έμιλι Ντίκινσον (!). Μπορεί λοιπόν να γίνει κανείς «θύμα» ενός βιβλίου; (Τη σκότωσε ένα αυτοκίνητο. Όχι το ποίημα). Πώς αλλάζει το βιβλίο το πεπρωμένο ενός ανθρώπου; («Παράτα τα.Τα βιβλία είναι επικίνδυνα»).
Ο συγγραφέας επινόησε έναν πολύ έξυπνο τρόπο να πλέξει μια ιστορία μυστηρίου, που καθηλώνει τον αναγνώστη και παράλληλα εκθέτει σε όλη τη γκάμα το πάθος για την ανάγνωση, για τη λογοτεχνία. Αρχικά, είναι ξεκάθαρο ότι και ο -ανώνυμος μέχρι τέλους- αφηγητής λατρεύει τα βιβλία, παραδέχεται ότι πολλές φορές κρατά βιβλία που αποκλείεται να τα ξανανοίξει (πώς να ξεφορτωθώ για παράδειγμα, «Το κάλεσμα της άγριας φύσης» χωρίς να ξεριζώσω έναν από τους λίγους θεμέλιους λίθους των παιδικών μου χρόνων; κλπ κλπ), παρατηρεί ότι όλοι εκθέτουμε με καμάρι τη βιβλιοθήκη μας «σαν έναν μεγάλο ανοιχτό εγκέφαλο», ωστόσο έρχεται η στιγμή που ο αριθμός των βιβλίων είναι τόσο μεγάλος, ώστε παραβιάζεται ένα αόρατο σύνορο, ότι το πρόβλημα του χώρου κάνει την χρήση/εύρεση/ταξινόμηση των βιβλίων μη λειτουργική. Επισημαίνεται επίσης πολύ εύστοχα ότι οι βιβλιόφιλοι χωρίζονται στους βιβλιοσυλλέκτες, αυτούς που ψάχνουν σπάνιες εκδόσεις κλπ, και τους βιβλιοφάγους, που μοναδικό μέλημά τους είναι η μελέτη κι η κατανόηση.
Δεν είναι τυχαίο επομένως που ο ήρωάς μας ασχολήθηκε με τόσο ζήλο για να εξιχνιάσει αυτήν την παράξενη υπόθεση. Το αντικείμενο-κλειδί γύρω από το οποίο περιστρέφεται το μυστήριο είναι ένα αντίτυπο βιβλίο του Τζόζεφ Κόνραντ «Γραμμή σκιάς», που βρέθηκε στα χέρια του αφηγητή σταλμένο από την Ουρουγουάη , προορισμένο όμως για την αδικοχαμένη καθηγήτρια, την Μπλούμα. Ήταν ένα βιβλίο διαφορετικό: τσαλακωμένο, με ίχνη τσιμέντου , σκόνης και βρωμιάς, ενώ μικρά πετραδάκια φαίνονταν κολλημένα εδώ κι εκεί! Το μυστικό του πολύτιμου αυτού αλλά φοβερά κακοπαθημένου βιβλίου (να σημειώσουμε εδώ ότι ο Ντομίνγκεζ αφιερώνει «Το χάρτινο σπίτι» στον «μεγάλο Τζόζεφ»), ιντριγκάρει τον ήρωά μας και τον εξωθεί να αναζητήσει τον αποστολέα, που, όπως μαθαίνει μέσω από έναν φίλο-«σύνδεσμο», τον ιδιόρρυθμο Ντελγάδο («είναι άνθρωπος κάπως ιδιαίτερος, θα το καταλάβετε αμέσως»), είναι ο Ουρουγουανός Κάρλος Μπράουερ. Ο Κάρλος Μπράουερ φαίνεται να είχε μια σύντομη ερωτική σχέση με την άτυχη Μπλούμα, καθώς εθεάθησαν μαζί σε τρυφερές στιγμές μετά από κάποιο συνέδριο στο Μόντερρεϋ, δυο χρόνια πριν (αποφασισμένη να αποδείξει ότι μπορεί να ήταν ξένη αλλά όχι ξενέρωτη, σοβαρή αλλά όχι άσχετη, κομψή και ταυτόχρονα αισθησιακή, σχολιάζει ο υφιστάμενός της).
Η συνάντηση με τον επίσης βιβλιομανή Ντελγάδο, είναι απολαυστική, καθώς η τρέλα του για τα βιβλία υπερβαίνει οπωσδήποτε το μέτρο: δεκαοχτώ περίπου χιλιάδες τόμοι βρίσκονται ταχτοποιημένοι σε τζαμωτές βιβλιοθήκες και περιστρεφόμενα αναλόγια στους διαδρόμους, ενώ υπήρχαν βιβλία στο μπάνιο, στο δωμάτιο υπηρεσίας, στην κουζίνα κλπ κλπ. Ο Ντελγάδο τρέφει βαθιά αγάπη και σύνδεση με τους συγγραφείς των βιβλίων του, και εξομολογείται ότι «δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από το να ζει για λίγες ώρες κάθε μέρα μια εποχή της ανθρωπότητας που διαφορετικά θα του ήταν ξένη. Δεν φτάνει μια ολόκληρη ζωή για να τη ζήσεις», μνημονεύοντας σαν motto την φράση του Μπόρχες «Η βιβλιοθήκη είναι μια πύλη στον χρόνο». Παρόλ’ αυτά δεν βρίσκεται στα όρια της ψυχικής διαταραχής, όπως φαίνεται να συμβαίνει με τον Κάρλος Μπράουερ, τον Ουρουγουανό αποστολέα του μυστηριώδους πακέτου στην Μπλούμα Λέννον, που έφτασε όμως στο Κέμπριτζ όταν δυστυχώς εκείνη είχε ήδη φύγει από τη ζωή.
Αυτός λοιπόν που βρίσκεται στον ακραίο πόλο της κλίμακας, ο «μέγας βιβλιοφάγος», είναι ο Μπράουερ, για τον οποίο παίρνει πληροφορίες ο αφηγητής από τον Ντελγάδο: οι είκοσι χιλιάδες τόμοι του δεν χωρούσαν βέβαια σε κανένα σπίτι· ήταν στιβαγμένοι σε στήλες με ράφια μέσα στα δωμάτια, στο μπάνιο είχε παντού βιβλία εκτός από τον τοίχο της ντουσιέρας κλπ κλπ. Όσο περνά ο καιρός, ο Μπράουερ γίνεται όλο και πιο άπληστος, όλο και πιο αχόρταγος, σημειώνει ανελέητα τους τόμους του («αν δεν αφήσω σημάδι δεν υπάρχει οργασμός»), αλλά κάποια στιγμή δεν μπορεί να βγάλει άκρη με τόσο πλήθος βιβλίων (λένε ότι το βιβλίο που δεν βρίσκεται είναι βιβλίο που δεν υπάρχει). Βρίσκει απίθανους τρόπους συσχετισμών των βιβλίων και αρχειοθέτησης (ήταν το πρώτο σημάδι ότι κάτι δεν πήγαινε καλά), ώστε να μπορέσει να ταξινομήσει, παρουσιάζοντας ωστόσο όχι μόνο σημάδια εξάντλησης αλλά και τρέλας. Εδώ ο αναγνώστης μπορεί να απολαύσει σουρεαλιστικές ακρότητες που θυμίζουν καρτούν. Η εκκεντρικότητα του Μπράουερ ξεπερνά κάθε όριο και αγγίζει την παράκρουση όταν το αρχείο του -ευτυχώς όχι και οι βιβλιοθήκες- πήρε φωτιά και καταστράφηκε (ένας βιβλιόφιλος μόνο με το άκουσμα της λέξης φωτιά βιώνει την αποτέφρωση του ονείρου του).
Τα ίχνη του αποτρελαμένου βιβλιοφάγου χάνονται για λίγο χρονικό διάστημα, για ν’ αποκαλυφθεί λίγο αργότερα ότι μετακόμισε στην θάλασσα, ανάμεσα στη λίμνη Ρότσα και στον ωκεανό (μια έρημη ψαρο-περιοχή). Το χάρτινο σπίτι δεν είναι σχήμα λόγου, γίνεται πραγματικότητα, καθώς στο άγριο αυτό μέρος αποφάσισε ο Κάρλος Μπράουερ να μεταφέρει όλα τα βιβλία του δίνοντας μια άλλη, πρωτότυπη δομή στην αχανή του βιβλιοθήκη, μιας και δεν μπόρεσε να βρει διαφορετικό, πιο αποτελεσματικό τρόπο ταξινόμησης…
Η παγκόσμια λογοτεχνία αναδυόταν μέσα από την άμμο με μια ταπεινωτική ικεσία
Οι εικόνες που μας χαρίζει ο συγγραφέας μέσα απ’ τα μάτια του αφηγητή σ’ αυτό, το τελευταίο μέρος του βιβλίου όπου λύνεται και το «μυστήριο», είναι καθηλωτικές, ενώ μεταφέρουν την υπαρξιακή ανατριχίλα που νιώθει κανείς διαβάζοντας Έντγκαρ Άλαν Πόε. Ο αφηγητής βρήκε την ευκαιρία να επισκεφτεί τη Ρότσα και να έρθει σε επαφή με «τα λίγα χαλάσματα που έμεναν ακόμα όρθια». Η φοβερή δύναμη της φύσης, η εντροπία που διακατέχει τα πάντα, έχει σαρώσει τους άπειρους τόμους του εμμονικού βιβλιοφάγου, η θάλασσα ήταν εκεί, αγριεμένη και τρικυμισμένη, με κάθε κύμα της να σκάει σαν δαγκωματιά· τα βρύα και τα κοχύλια έχουν διεισδύσει ανάμεσα σε «σελίδες κολλημένες και δύσκαμπτες σαν ψαροκόκαλα» όπου κείτονταν σκορπισμένοι ο Νερούντα με τον Ουιδόμπρο, τον Λόρκα και τον Έλιοτ...Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου