Η μητέρα μου είχε άραγε γίνει συγγραφέας από θλίψη,
έχοντας ζήσει κι εκείνη έναν εκτροχιασμό; Ένα ξεστράτισμα;
Τα ίχνη της μοναχικής, ιδιόρρυθμης και ανεξάρτητης μητέρας του, Φρανσουάζ Λ., ακολουθεί με βήματα ντετέκτιβ ο αφηγητής και συμπρωταγωνιστής Κρις[1], μιας γυναίκας που έζησε μόνη και σχεδόν αγνοημένη τα τελευταία της χρόνια, σ’ έναν ασφυκτικό χώρο στο Παρίσι, γεμάτο φυλλάδια, σημειώσεις, γραπτά, εφημερίδες και… σκουπίδια. Έξι μήνες μετά τον θάνατό της από καρκίνο του πνεύμονα, ο Κρις και η αδερφή του η Αριάν αδειάζουν το διαμέρισμά της μητέρας τους «όπως κατεβάζεις ένα μπουκάλι, μονομιάς, σε μια κατάσταση κοντά στη μέθη, θέλοντας να τελειώσουμε το ταχύτερο, με τη βιασύνη και τον πρωτογονισμό κάποιου που διαπράττει ένα απεχθές έγκλημα». Ωστόσο, σιγά σιγά αποκαλύπτεται στον έκπληκτο Κρις αλλά και στον αναγνώστη ότι πίσω απ’ αυτήν την διακριτική προσωπικότητα που έζησε τα τελευταία χρόνια σαν σκιά, κρυβόταν ένας ολόκληρος κόσμος, ριψοκίνδυνος και σιωπηλά επαναστατικός. Με πολλά φλας μπακ αλλά και αναφορές στο παρόν του αφηγητή, αναπαρίστανται θραύσματα μιας ζωής «σπαταλημένης» και λησμονημένης, που έζησε αυθεντικά αλλά χωρίς απαιτήσεις, ούτε καν την προσδοκία να την κατανοήσουν οι κοντινοί της άνθρωποι. Παράλληλα ζωντανεύει αυτή η «χρυσή» εποχή της γαλλικής αμφισβήτησης, τα ταραγμένα χρόνια του πολέμου με την Αλγερία (1954-1962), κατά τα οποία η εξουσία έδειξε το φρικτό της πρόσωπο, και ο φοιτητικός κόσμος σε απάντηση οργανωνόταν αυτόματα για να κάνει το όραμα μιας δίκαιης κοινωνίας εφικτό. Είναι η εποχή που κυοφορεί τον Μάη του ’68.
Ο αυθεντικός τίτλος του πρωτότυπου είναι «Le guetteur», δηλαδή, «αυτός που παρακολουθεί». Μία περίεργη συγκυρία «παρακολουθήσεων» διατρέχει το έργο… Αρχικά στο επίπεδο του «σήμερα» ο γιος, ο Κρις, ανιχνεύει κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να του δώσει απαντήσεις στο «ποια ήταν πραγματικά» η μητέρα του (π.χ. η γυναίκα που νόμιζα πως ήξερα δεν έγραφε). Έχει αφήσει πίσω της ένα δωμάτιο σκοτεινό, ακατάστατο, που μυρίζει τσιγαρίλα και χλωρίνη, με πολλές άχρηστες σημειώσεις και προσπάθειες αρχινισμένες να γράψει αστυνομικό μυθιστόρημα (όπου κι εδώ έχουμε έναν «guetteur», ως μυθιστορηματικό ήρωα). Ο δικός μας «guetteur» προσπαθεί, διαβάζοντας αυτές τις ημιτελείς προσπάθειες, να μπει στους μαιάνδρους της σκέψης της Φρανσουάζ. Ποτέ ωστόσο δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί ότι η μητέρα του στα νιάτα της ήταν η ίδια στόχος ενός δικτύου παρακολούθησης, ως μέλος αντιστασιακής, παράνομης οργάνωσης, και είχε μάλιστα και ψευδώνυμο, Σοφί.
Ο Κρις, δημοσιογράφος και μεταφραστής στο επάγγελμα, είναι συνηθισμένος στην ανασύσταση κειμένων (ένιωθα περισσότερο αρχαιολόγος παρά οικοδόμος. Από ένα σωρό πέτρες έπρεπε να αναπαραστήσω κάτι εξαφανισμένο, έναν αρχαίο τρόπο ζωής, έναν ξεχασμένο πολιτισμό). Η μητέρα του των τελευταίων χρόνων, μια γυναίκα-φάντασμα, πάντα εξαντλημένη, θολή, χλωμή, διακριτική και ολιγαρκής, ποτέ πιεστική σαν μάνα -δεν έκανε ποτέ κάποια κίνηση για να κρατήσει τον γιο της κοντά της. Ο οποίος τώρα, μετά θάνατον, πίσω από την κοινότοπη και σιωπηλή ζωή της ανακαλύπτει ψήγματα από ένα παρελθόν, που αποκτούσαν ένα βάθος κι ένα μέγεθος απρόβλεπτο (επισκεπτόμουν τον τόπο ενός εγκλήματος στο οποίο είχα γίνει συνένοχος. Ήταν μάταιο να σβήσω τα σημάδια της παρουσίας μου. Δεν κινδύνευα να ενοχοποιηθώ από τα ίχνη μου, αλλά από την απουσία τους. Ήμουν ένοχος για μη αρωγή ανθρώπου σε κίνδυνο). Αυτά που ανακαλύπτει ανασυνθέτουν έναν κόσμο που δίνει νόημα στο ασήμαντο. Κόκκοι άμμου που αφηγούνται ένα εξαφανισμένο κόσμο/αποσπάσματα, μικρά τίποτα, διάστικτες γραμμές που αρκεί κανείς να τα ενώσει για να ανασχηματιστεί μια ολόκληρη ζωή. Λίστες, κινήσεις λογαριασμών, έξοδα, καταγεγραμμένη κάθε λεπτομέρεια μέχρι και… κάθε τσιγάρο που κάπνιζε!
Ο συγγραφέας- αφηγητής δεν νιώθει μόνο τύψεις επειδή παραμέλησε την μοναχική μητέρα, ούτε επειδή προς έκπληξή του ανακαλύπτει μια πολύ δυναμική και ενεργή γυναίκα έτοιμη να κινητοποιηθεί ανά πάσα στιγμή, να τρέξει να βοηθήσει όλους τους καταραμένους της γης, με αξίες και κοινωνικό όραμα. Αρχικά, διστάζει να ξεφυλλίσει τα «μπλε τετράδια» των λογοτεχνικών της πειραμάτων (διάλεξε στην τύχη κάποια που τα «έσωσε» απ’ την καταστροφή), αλλά και τις σημειώσεις: Δεν μου ανήκαν. Όταν τα πήρα είχα την εντύπωση ότι διέπραττα κλοπή, ότι λεηλατούσα έναν τάφο ή ότι χάκαρα έναν σκληρό δίσκο. Σφετεριζόμουν το παρελθόν μιας γυναίκας που δεν είχε ανοιχτεί ποτέ σε κανέναν, ούτε καν στα παιδιά της. Δεν είναι όμως μόνο η ενοχή της αδιακρισίας, αλλά και η ανησυχία μήπως πίσω από το προπέτασμα της αδιαφορίας και της παραίτησης ανακαλύψει δυστυχία και πόνο (μίσος, χολή, κάτι μαύρο, πολύ μαύρο).
Ωστόσο, δεν ανακαλύπτει ίχνη προσωπικής δυστυχίας αλλά ευαίσθητες χορδές σχετικά με τα προβλήματα του κόσμου… Η Φρανσουάζ, μέσα από τα θραύσματα της γραφής της προσανατολίζεται σε «μια λογοτεχνία που αποσκοπεί λιγότερο στο να λύσει ένα αίνιγμα από το να δείξει τη μαυρίλα της κοινωνίας». Ζει σ’ ένα «νουάρ» σύμπαν όπου τα σύγχρονα προβλήματα (ομοφοβία, μεταναστευτικό, AIDS, κλπ) την φέρνουν κοντά στους περιθωριακούς, τους φτωχούς, τους απόκληρους. Από τότε που φοιτήτρια ακόμα ερωτεύτηκε και εκείνος την παράτησε, σταμάτησε τις σπουδές της, και βυθίστηκε στην κατάθλιψη, απαρνούμενη το πατρικό σπίτι της (θέλει να γίνει ταυτόχρονα περισσότερο και λιγότερο αστή από τους γονείς της, πιο σικ, πιο καλλιεργημένη, αλλά ταυτόχρονα πιο ελεύθερη, πιο μποέμ). Διάβαζε, ονειρευόταν, βαριόταν, έπινε και κάπνιζε υπερβολικά, και προσχώρησε σ΄έναν ιδιότυπο ακτιβισμό, στις αριστερίστικες ομάδες (όπου γνώρισε και τον πατέρα του Κρις). Πίσω από την απάθεια και την φαινομενική παραίτηση κρυβόταν μια γυναίκα νευρική, σε εγρήγορση, σε επιφυλακή (Ήταν μια οργισμένη γυναίκα. Ήθελε για πολύ καιρό να αλλάξει τον κόσμο. Δεν υπήρχε υποταγή μέσα της, ούτε εξέγερση, αλλά μάλλον μια γενική απεργία, μια διαρκής κατάληψη, δεκάδες εκατομμύρια λεπτά σιωπής).
Μέσα από τα άπειρα σημειώματα ο Κρις συνειδητοποιεί ότι η μητέρα του συμμετείχε σε όλων των ειδών τις διαδηλώσεις, συναντήσεις, εκδηλώσεις, μοίρασμα προκηρύξεων κλπ ενώ η γκάμα του ακτιβισμού ήταν τεράστια: πόλεμος κατά της ανεργίας, της θανατικής ποινής, του ρατσισμού κλπ κλπ. (έβραζε κάτω από την επιφανειακή της υποτονικότητα/ένα καζάνι διαρκώς έτοιμο να εκραγεί).
Ωστόσο οι εκπλήξεις δε σταματούν εδώ, αντίθετα η επίμονη έρευνα , σε συνδυασμό με κάποια παράδοξα ευρήματα, δημιουργεί στον… ιχνηλάτη αφηγητή κάποια ερωτήματα: πόσο την επηρέασε ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος (είναι ένα παιδί του πολέμου/ ζηλεύει τους μεγαλύτερούς της. Σκέφτεται πως παρά δέκα χρόνια έχασε την ευκαιρία να λάβει μέρος στην αναρρίχηση σε αυτό το τεράστιο και επιβλητικό βουνό); γιατί η μητέρα του, στα χρόνια της απομόνωσης είχε προσλάβει ιδιωτικό ντετέκτιβ; Γιατί είχε τέτοια εμμονή με τον Τάλους Τέιλορ, τον γείτονά της (παρεμπιπτόντως ήταν ο δημιουργός του γνωστού καρτούν Barbapapa), για τον οποίο πίστευε ότι χρηματοδοτούσε κάποιον γείτονα για να την… παρακολουθεί; Ποιος είναι ο αόρατος διώκτης από τον οποίο προσπαθεί επί ματαίω να διαφύγει; Ποια είναι η σχέση της με τους Αλγερινούς (που δεν τους ήξερε καθόλου) και τι είναι αυτό που την έκανε να αλλάξει και να ενταχτεί στον αγώνα προς υπεράσπισή τους; ποια ενοχή θα μπορούσε να δικαιολογήσει τις πράξεις και τη στάση ζωής της (όπως δήλωσε και η ψυχολόγος της στον Κρις, «κάτι που είχε κάνε, είχε παρακάνει ή είχε δεν είχε κάνει;»).
Να’ τοι ξανά, μόνοι εναντίον όλων,
με τις απαγορευμένες και πλέον ανώδυνες κινήσεις τους,
τα ξύλινα αλογάκια τους, μισοκωμικοί, μισοτραγικοί,
να δίνουν έναν αγώνα που, όπως λένε,
δεν είναι καν δικός τους.
Μέλη αρχικά διαφόρων αριστερών γκρουπούσκουλων με ήπια ακτιβιστική δράση (δεν είναι άνθρωποι του σκοταδιού αλλά του μισοσκόταδου), ο «διοπτροφόρος» συμφοιτητής (ο πατέρα του Κρις) και η Φρανσουάζ-Σοφί εντάσσονται στην «Jeune resistance» (η πρώτη οργάνωση που αντιστάθηκε στον πόλεμο της Αλγερίας). Μια ήπια δραστηριότητα («agit-prop», δράση και προπαγάνδα) που δεν τους ενώνει ακριβώς με τους «Αδελφούς», με το μεγάλο αντιστασιακό κίνημα αλλά αποτελεί παρακλάδι. Χωρίς οι ίδιοι να είναι Αλγερινοί, κάποια στιγμή απειλούν να περάσουν στη δράση χωρίς να γνωρίζουν καλά καλά τι εννοούν μ’ αυτό. Ο πατέρας, με το ψευδώνυμο Κριστόφ, κι ο Ζαν Κλωντ μαζί με τον βιβλιοπώλη Μπαρμπιέ στήνουν δίκτυο, διαθέτουν όπλα, βλέπουν παντού συνωμότες/ζουν μέσα σε μια διαρκή ψύχωση ενός πραξικοπήματος ή ενός εμφυλίου πολέμου, τους διακατέχει ένας φόβος που είναι ταυτόχρονα φανταστικός και πολύ πραγματικός, καθώς τροφοδοτείται από έναν άλλον πόλεμο, βρώμικο, χωρίς όρια, έναν πόλεμο ολοκληρωτικό που διασχίζει τη Μεσόγειο από τις αρχές της άνοιξης σαν αποδημητικό πτηνό, μεταφέροντας στο γαλλικό έδαφος το δικό του μερίδιο από δολοφονίες, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, βασανιστήρια, ανατινάξεις. Είναι η εποχή που φουντώνουν τα αντιστασιακά νεανικά κινήματα, που προσδοκούν τη «Μεγάλη Βραδιά», τη μεγάλη ταξική επανάσταση. Η μικρή επαναστατική ομάδα στην οποία προσχωρούν εκπροσωπείται από τον μελαμψό άντρα με τα πολλά ονόματα (Ματζούμ Μπενζαρφά, ο «Μαύρος», Μαρσέλ, Άρμστρονγκ). Είναι μέρος της σύνθετης πυραμιδωτής δομής του FLN[2]. Ο αφηγητής/συγγραφέας ψάχνει πρόσωπα της εποχής και αναζητά μαρτυρίες μεταφέροντάς μας σ’ αυτόν τον κόσμο της περιθωριακής παρανομίας, σ’ έναν απέλπιδο αγώνα όπου «η ιστορία εξήντα χρόνια μετά εξακολουθούσε να τους διαφεύγει». Σ’ αυτό τον κόσμο όπου προσχώρησε σιγά σιγά και διακριτικά η μητέρα, μοιράζοντας φυλλάδια και περιοδικά, μαζί με όλους αυτούς που αντιστέκονταν στον φασισμό (κομμουνιστές, αναρχικούς, τροτσκιστές κλπ): αποκλεισμένη από τις παραγωγικές δυνάμεις, είχε υιοθετήσει αρκετά φυσικά τη μεγάλη υπόθεση της εποχή της, όλους τους «χωρίς», τους χωρίς δουλειά, τους χωρίς χαρτιά, τους χωρίς στέγη, τους χωρίς όνομα, τους χωρίς πρόσωπο/ ήταν μια αγκιτάτορας, μια εξεγερμένη, μια Wonder Woman του ακτιβισμού, ένα δονκιχωτικό πλάσμα που αναζητούσε συνεχώς ανεμόμυλους για να επιτεθεί. Καθώς είναι υπεράνω υποψίας, της ανατίθεται να κρύψει βασικά στελέχη της οργάνωσης -πιθανόν και του αρχηγού του FLN-, που φυσικά η Γαλλική Αστυνομία, σε συνεργασία με την DST (Υπηρεσία Αντικατασκοπείας), ανακαλύπτει και συλλαμβάνει, δεν δίνει ωστόσο σημασία στην Σοφί/Φρανσουάζ, έχοντας στόχο μόνο να φτιάξει το οργανόγραμμα της Ομοσπονδίας του FLN,και μετά δυο τρεις ημέρες ζοφερής κράτησης αφήνεται ελεύθερη.
Αυτά είναι κάποια απ’ τα βασικά στοιχεία της παρελθοντικής ζωής της Φρανσουάζ-Σοφί, της «Κοντορεβυθούλας», της δυναμικής γυναίκας που ανακάλυψε ο Κρις πίσω από την παραιτημένη γυναίκα που λίγο πριν τον θάνατο μόνο απ’ το κάπνισμα δεν είχε παραιτηθεί. Μέσα από πολλούς μάρτυρες που με κόπο εντοπίζει, προσπαθεί να σχηματίσει το παζλ μιας σύνθετης ζωής, αλλά και μιας σκληρής εποχής με ασυγχώρητα εγκλήματα από την γαλλική Κυβέρνηση.
Χωρίς ποτέ να μπορέσει να ανασυστήσει και να συμπληρώσει όλα τα κενά της αφήγησης μιας ζωής, ο guetteur μας ωστόσο συνειδητοποιεί για την μητέρα του:
Η μητέρα μου προσπαθούσε να επανασυνδέσει τα νήματα, να ξαναβρεί τη νεότητά της, την εποχή της αθωότητάς της ή της ενοχής της, μια πρώτη ζωή, ίσως τη μόνη, την αληθινή, να την ξαναπιάσει από εκεί που την είχε αφήσει, σαν να επιδίωκε ματαίως να επανακκινήσει μια ταινία που είχε μπει εδώ και πολύ καιρό σε παύση.
[1] μόνο μια φορά αναφέρεται το όνομά του, και όψιμα υποψιάζεσαι ότι πρόκειται για αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα
[2] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%B8%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%91%CF%80%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%B5%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%9C%CE%AD%CF%84%CF%89%CF%80%CE%BF_(%CE%91%CE%BB%CE%B3%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%B1)
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] μόνο μια φορά αναφέρεται το όνομά του, και όψιμα υποψιάζεσαι ότι πρόκειται για αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα
[2] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%B8%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%91%CF%80%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%B5%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%9C%CE%AD%CF%84%CF%89%CF%80%CE%BF_(%CE%91%CE%BB%CE%B3%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%B1)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου