Δεν ξέρετε πως η αφήγηση είναι πιο πραγματική απ’ την πραγματικότητα
ή αλλιώς ότι είναι ο μοναδικός τρόπος για να καταλάβουμε την πραγματικότητα;
Μια απίστευτη ιστορία αφηγείται ο Αχμέτ Μπέη στη νεαρή και γεμάτη αθώα περιέργεια ανώνυμη δημοσιογράφο, μια «πραγματική» ιστορία με πρωταγωνιστή τον δίδυμο αδερφό του Μεχμέτ· μια ιστορία πάθους που κρατά σε αγωνία και υπερένταση την άπειρη κοπέλα, μακριά από το σπίτι της -χωρίς σχεδόν να το θέλει-, και θυμίζει τις ατέλειωτες μαγικές εξιστορήσεις της Χαλιμάς. Πρόκειται για εγκιβωτισμένη ιστορία μέσα στη συνολική πρωτοπρόσωπη εξιστόρηση μιας μεγαλύτερης αφήγησης, με πρωταγωνιστή αυτήν την φορά τον Αχμέτ, έναν ιδιόρρυθμο, «sui generis» μοναχικό άνθρωπο, που φαίνεται να απολαμβάνει τη μοναξιά του, για να μην πούμε ότι την επιδιώκει. Η γοητεία της παραμυθιακής, συναρπαστικής ιστορίας αγγίζει κατευθείαν τον αναγνώστη. Πράγματι, η αφηγηματική σαγήνη της γραφής του Λιβανελί (όπως και του Παμούκ και -είμαι σίγουρη, χωρίς να γνωρίζω- κι άλλων Τούρκων συγγραφέων) φαίνεται να κρύβει μια πλούσια παράδοση πίσω της, μια παράδοση της τεχνικής του παράδοξου/σοφού ανατολίτικου παραμυθιού, που αγκιστρώνει όχι μόνο το ενδιαφέρον και την περιέργεια για την πλοκή, αλλά αιχμαλωτίζει και το συναίσθημα, σκάβοντας βαθιά πηγάδια στον εσωτερικό κόσμο του ακροατή.
Ο Αχμέτ είναι συνταξιούχος πολιτικός μηχανικός 58 χρονών, με αρκετά καλή οικονομική επιφάνεια, σε βαθμό που να έχει στην υπηρεσία του μια οικιακή βοηθό, την Χατιτζέ, με τον αργόστροφο γιο της , τον Μουχαρρέμ. Από τις πρώτες σελίδες παίρνουμε γεύση της εκκεντρικότητας του αφηγητή, που φτάνει στα όρια τέτοιου ψυχαναγκασμού που θα λέγαμε, από ψυχιατρική άποψη, ότι έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά της σχιζοειδούς προσωπικότητας. Οι λεπτομέρειες του τρόπου διαβίωσης είναι από απίθανες μέχρι απολαυστικές, π.χ. τα σε απόλυτη τάξη πεντακάθαρα ρούχα του είναι ταξινομημένα με βάση την… θερμοκρασία για την οποία είναι κατάλληλα, ώστε κάθε πρωί, ανάλογα με την ένδειξη του θερμομέτρου, επιλέγει την κατάλληλη φορεσιά (η γκαρνταρόμπα μου είναι διαμορφωμένη με βάση την κλίμακα των πέντε βαθμών). Επίσης, -ενδεικτικό της υπέρμετρης φιλαναγνωσίας-, όλα τα δωμάτια είναι βιβλιοθήκες (εκτός από την κουζίνα, μόνο ένα δωμάτιο δεν είναι βιβλιοθήκη), τα δε ράφια με τα βιβλία, ως επί το πλείστον μεταλλικά, χωρίζουν τους χώρους σε υποδωμάτια, όπου τα βιβλία είναι κατανεμημένα σε συναισθήματα: δωμάτιο της εκδίκησης, της ζήλιας, του έρωτα, της αυτοκτονίας, του εγκλήματος κλπ (!!!) (ήταν αδύνατο να ζήσω χωρίς να καταλαβαίνω τα συναισθήματα). Γαργαλιστική λεπτομέρεια, ότι αποφάσισε να μην συμπεριλάβει και τη μουσική σ’ αυτά τα δωμάτια γιατί «η μουσική δεν εξηγούσε όπως η λογοτεχνία τα συναισθήματα, αλλά σκόπευε να κάνει τον άνθρωπο να τα νιώσει. Κι αυτό ήταν άχρηστο, μιας κι εγώ είχα ανάγκη να μάθω κι όχι να ζήσω τα συναισθήματα» (!!!).
Ένας άνθρωπος επομένως εύστροφος μεν αλλά απονεκρωμένος συναισθηματικά, ή μάλλον καλοκλειδωμένος, ένας άνθρωπος που παθαίνει πανικό αν τον αγγίξει κάποιος άλλος άνθρωπος σωματικά, κι έχει μάλιστα επινόησει/κατασκευάσει ένα μηχάνημα για να εισπράττει την αναγκαία σε κάθε άνθρωπο αγκαλιά· που βλέπει οράματα με μοβ λαγούς να φεύγουν ή με μιναρέδες που σκύβουν στη λίμνη να πιουν νερό. Και καθώς προχωρά η γνωριμία μας μαζί του, βλέπουμε τις παραξενιές («αλλόκοτα χούγια» κατά την Αρζού) να πολλαπλασιάζονται. Ωστόσο είναι καλλιεργημένος, αγαπά την ποίηση, μελετά, ενδιαφέρεται για τους άλλους, ψάχνει, παρατηρεί. Η αυθεντικότητά του παρόλο τον ψυχαναγκασμό, δείχνει κάποιον που πιθανόν κρύβει μεγάλη πληγή, κι αυτό το μυστήριο είναι ίσως η βαθύτερη αιτία που βρήκα το μυθιστόρημα συναρπαστικό.
Με αφορμή τη μυστηριώδη δολοφονία της όμορφης και προκλητικής Αρζού Χανούμ, μετά τη νυχτερινή δεξίωση στον κήπο του σπιτιού του Αλή και της Αρζού στην Ποντίμα, ένα ήσυχο ψαροχώρι στη Μαύρη Θάλασσα, αρχίζουν οι αστυνομικές έρευνες και οι δημοσιογραφικές ερωτήσεις, ταράζοντας την ησυχία του μικρού χωριού. Ο Αχμέτ, που ήταν κι αυτός ένας από τους καλεσμένους της γιορτής, δέχεται την απροσδόκητη επίσκεψη της άγνωστης δημοσιογράφου που του χτύπαγε επίμονα κι αναιδέστατα το κουδούνι (τόσο νέα, που δεν θα μπορούσε να είναι εισαγγελέας ή αστυνομικίνα). Την πρώτη γεύση της παραξενιάς του την δέχεται η επισκέπτρια από τις πρώτες φράσεις: (-Εσείς δεν είστε ο Αχμέτ Ασλάν; -Όχι.-Μα πώς είναι δυνατόν; Εσείς δεν μένετε σ’ αυτό το σπίτι; -Μένω. -Τότε λέγεστε Αχμέτ Ασλάν! -Όχι, δεν λέγομαι έτσι -Αλλά πώς; -Αχμέτ Αρσλάν (!!!))
Όπως θα αποδειχτεί στη συνέχεια, το ένα αυτό γράμμα, ή αλλιώς η παραπλήσια προφορά του ονοματεπώνυμου κάποιου μπορεί να προκαλέσει σύγχυση της ταυτότητάς του και να αποβεί μοιραία για την πορεία όλης του της ζωής (αν ξέρατε τι θα μπορούσε να προκαλέσει ένα γράμμα...) Η νεαρή κοπέλα ασφαλώς βρίσκει ανυπόφορες όλες αυτές τις ψυχαναγκαστικές ιδιοτροπίες που ακολουθούν και στις υπόλοιπες συναντήσεις. Ωστόσο, έχει ισχυρό κίνητρο τη φιλοδοξία να βγάλει «δημοσιογραφικό λαυράκι» (ήταν ερωμένη σας;) και στη συνέχεια την ωθεί η έμφυτη περιέργειά της, ενώ αντίστοιχα ο Αχμέτ διασκεδάζει με την αθωότητά της, τα νιάτα της, το σάστισμά της, τις άδηλες αντιδράσεις της (κατάφερα να ανοίξω μια τρύπα στην πανοπλία της αποφασιστικότητάς της. Ο θυμός της εξανεμίστηκε, με κοίταξε με παραξενεμένο βλέμμα/αυτό που τραβούσε περισσότερο την προσοχή μου ήταν το κάτω χείλος της –ήταν ένας δείκτης που είχε τοποθετηθεί εκεί για να φανερώνει τι αισθάνεται μέσα της η κοπέλα). Η «ένδειξη» του κάτω χείλους είναι ένα διασκεδαστικό μοτίβο που θα ακολουθήσει όλους τους απίθανους διαλόγους και τις πολύωρες επισκέψεις μέχρι να εγκατασταθεί για κάποιες μέρες η νεαρή στο -αφιλόξενο κατά τ’ άλλα- σπίτι του Αχμέτ, εφόσον καίγεται από λαχτάρα να ακούσει επιτέλους την εκπληκτική, ερωτική ιστορία του αδερφού του (π.χ. στύλωνε το βλέμμα στο δάπεδο και παρέμεινε με σφιγμένο το κάτω χείλος, κάτι που συμβόλιζε την αθωότητα).
Οι ψυχογραφικές παρατηρήσεις του Αχμέτ καθώς παρακολουθεί τις μεταλλαγές της διάθεσης της κοπέλας που ακούει με προσοχή τις αφηγήσεις του (οι εκφράσεις και το βλέμμα της άλλαζαν τόσο γρήγορα, όσο και ο απρόβλεπτος καιρός στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας), είναι ακόμα ένα στοιχείο που κάνει το μυθιστόρημα ξεχωριστό. Αρχικά ο ήρωας αναφέρεται σύντομα στην ιστορία της ζωής του, που κατά κάποιον τρόπο είναι παράλληλη με του Μεχμέτ, εφόσον ο αδερφός του ήταν δίδυμος. Έχασαν τους γονείς τους σε αυτοκινητιστικό όταν τα δυο παιδιά ήταν δέκα χρονών και τους μεγάλωσε ο παππούς με τη γιαγιά στην Άγκυρα, σπούδασαν ο ίδιος πολιτικός μηχανικός και ο αδερφός ηλεκτρολόγος μηχανικός. Αντίστοιχα κι εκείνη, αναγκασμένη από μια άτυπη συμφωνία μεταξύ τους, του μιλά για τον εαυτό της: μοναχοκόρη, ζει με τους γονείς, σπουδές, μεταπτυχιακό, επαγγελματική φιλοδοξία, ενώ θυμώνει στην ερώτηση αν έχει «φίλο».
Καθώς περνούν οι μέρες, προχωρούν και οι έρευνες που υποδεικνύουν ως πιθανότερη ένοχη την Βουλγάρα υπηρέτρια της Αρζού, τη Σβετλάνα. Η δημοσιογράφος τριγυρίζει σαν νυχτοπεταλούδα στην περιοχή, και ιδιαίτερα στο σπίτι του Αχμέτ, με τον οποίο πια έχει αποκτήσει οικειότητα. Οι ώρες που περνούν μαζί, με άξονα τις αφηγήσεις, τους αναγκάζουν να μοιράζονται την καθημερινότητά τους, όπου οι βέβαια οι αντιθέσεις είναι αγεφύρωτες και ξεκαρδιστικές, όσο αφορά π.χ. τις γευστικές προτιμήσεις (την καλεί για φουαγκρά με σύκο γλυκό!), τα διαβάσματα κλπ. Η μικρή τον θεωρεί γενικά θεόμουρλο, αλλά η διαίσθησή του στο να ψυχολογεί τους άλλους, τα κίνητρά τους και τις προθέσεις τους την προσελκύουν σαν μαγνήτης (με ρώτησε πώς κατάλαβα ότι η Σβετλάνα ήταν ερωτευμένη με τον Αλή. "Έχω αποκτήσει τη συνήθεια να παρακολουθώ με ψύχραιμη, καθαρή ματιά, που δεν έχει διαστρεβλωθεί απ’ το εγώ ή τα συναισθήματα. Ίσως το έχετε προσέξει, παρατηρώ τους πάντες και τα πάντα. Πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να το κάνουν, καθώς είναι υπεραπασχολημένοι με τα συναισθήματα και το εγώ τους. Αδυνατούν να ασχοληθούν με τους άλλους").
Ο Αχμέτ παίρνοντας φόρα από την αυξανόμενη εμπιστοσύνη της μικρής κοπέλας, ξεδιπλώνει διάφορα λεπτομερή σενάρια για τη δολοφονία (ναι αλλά τα διηγείστε σαν να ήσαστε εκεί) που εξιτάρουν την περιέργεια της κοπέλας (ουφ, επιτέλους! Ποιο είναι το πραγματικό και ποιο το φανταστικό μέρος αυτής της ιστορίας;), ενώ εκμυστηρεύεται και σε μας πώς βίωσε ο ίδιος τη μοιραία βραδιά.
Πού άρχιζαν οι ιστορίες;
Πού τέλειωνε η πραγματικότητα;
Το βαθύτερο κίνητρο που σπρώχνει την δημοσιογράφο να παραβιάσει όλες τις αρχές και συνήθειες για να ακούσει τον Αχμέτ, είναι ότι ο Αχμέτ της υποσχέθηκε ότι πρόκειται για την πιο απίθανη ερωτική ιστορία που μπορεί να φανταστεί κανείς. Μάλιστα, διορθώνει τη λέξη έρωτας με τη λέξη «σεβντάς» (ο άνθρωπος χάνει τη θέλησή του. Αρχίζει να σε κατευθύνει εκείνος. Ξεστρατίζει ο νους, αδυνατείς να σκεφτείς λογικά. Ο σεβντάς είναι διαφορετικός απ’ τον έρωτα. Ο κίνδυνος βρίσκεται στον σεβντά). Περίπου λοιπόν στο ένα τρίτο του βιβλίου, αρχίζει η εγκιβωτισμένη ιστορία του Μιχαήλ, που διακόπτεται βέβαια από την ροή της αφήγησης του «σήμερα», που δεν παύει να έχει ενδιαφέρον (ανακρίσεις στον εισαγγελέα, έντονοι διαπληκτισμοί μεταξύ Αχμέτ και δημοσιογράφου (το παράξενο ήταν ότι, ενώ πότε πότε μου μιλούσε στον ενικό, όταν με μάλωνε, προτιμούσε τον πληθυντικό), σωματικό άγγιγμα και πανικός Αχμέτ, δάγκωμα νεαρής από τον ζηλιάρη σκύλο Κέρβερο, ακόμα και φιλοσοφικές συζητήσεις). Θα εστιάσω όμως στην ιστορία του Μιχαήλ που είναι πράγματι συγκλονιστική, και ο αναγνώστης δοκιμάζει έντονα συναισθήματα όπως έκπληξης, αγωνίας, αδημονίας (κάθε φορά λέω να μην εκπλαγώ, αλλά καταφέρνετε πάντα να με εκπλήσσετε), όπως ακριβώς η φανατική ακροάτρια του Αχμέτ, η οποία αναγκάστηκε να λέει σωρηδόν ψέματα στους δικούς της για να δικαιολογήσει την απουσία της απ’ το σπίτι, ενώ πολλές φορές από τη νύστα έκλειναν τα βλέφαρά της την ώρα της ακρόασης.
Η τραγωδία για τους δύο αδερφούς που βρέθηκαν για επαγγελματικούς λόγους στο Μινσκ ξεκίνησε από τη στιγμή που μπήκε στη ζωή τους «το ομορφότερο πλάσμα που είδε ποτέ η ανθρωπότητα» (το πρόσωπο που έβλεπα ήταν φωτισμένο με ένα θεϊκό φως. Δεν μιλάμε για ομορφιά, μα για κάτι άλλο, κάτι περισσότερο) -και βέβαια η ανυπομονησία της δημοσιογράφου υψώνεται κατακόρυφα (Και πώς είναι αυτό το ωραίο πλάσμα; Έχετε καμιά φωτογραφία;). Η κοπέλα, η Όλγα, ήταν Ρωσίδα, κι ως εκ τούτου χρειάζεται ένας μεταφραστής να διαμεσολαβεί ανάμεσα σ’ εκείνην και στον χαζεμένο Μεχμέτ. Για την ακρίβεια μια μεταφράστρια, η Λουντμίλα, που παίζει κι αυτή πρωταγωνιστικό ρόλο στην εγκιβωτισμένη ιστορία. Μια ιστορία ενός θυελλώδους έρωτα με… διερμηνέα, ενός απίθανου, απρόβλεπτου και μοναδικού αναγκαστικού χωρισμού που οδήγησε τον Μεχμέτ σε φυλάκιση χωρίς καμιά εξήγηση, για πολλά χρόνια στην άγνοια και σε άθλιες ζωώδεις συνθήκες. Όταν πια αποφυλακίστηκε έμαθε (κι αυτό από καθαρό καπρίτσιο της τύχης) ότι θεωρήθηκε ύποπτος από την KGB ως πράκτορας των… Τσετσένων!
Τρεις μεγάλες ανατροπές οδηγούν στη λύση του μυστηρίου της απίστευτης ιστορίας του Μεχμέτ, ενώ το τέλος αφήνει και τη νεαρή κοπέλα άναυδη. Όμως ο αναγνώστης του βιβλίου, όπως και η δημοσιογράφος- άλλωστε έχει ακόμα να ζήσει πολλές εκπλήξεις, που έχουν να κάνουν με την προσωπικότητα του Αχμέτ και με το έγκλημα της δολοφονίας της Αρζού.
Η πραγματική πλευρά της ζωής είναι η φανταστική
Η πλοκή κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε υπερδιέγερση, αλλά θα έλεγα ότι στο βιβλίο αυτό πρωταγωνιστεί και αναδεικνύεται η μεταμοντέρνα αντίληψη περί αφήγησης. Ο ήρωάς μας, παθιασμένος αφηγητής, είναι βιβλιομανής, γράφει δοκίμια, λατρεύει τις ιστορίες, και παρατηρεί τον κόσμο γύρω του, τους ανθρώπους πλάθοντας σενάρια που στοχεύουν στην κατανόηση της πραγματικότητας (απλώς αντιπαραβάλλω τα γεγονότα με τις καταστάσεις που διαβάζω στα βιβλία και συνήθως πετυχαίνω). Το βλέπουμε και το συναισθανόμαστε διαβάζοντας το βιβλίο, ότι ζει διπλή ζωή –άλλωστε το ομολογεί με άκρα αυτοσυνειδησία:
πιστέψτε με, η λογοτεχνία είναι μοναδικός τρόπος για να κατανοήσουμε τη ζωή/
η λογοτεχνία είναι πιο αληθινή απ’ την πραγματικότητα/
ίσως η λογοτεχνία στηρίζεται περισσότερο και από την αφήγηση στον μόχθο για κατανόηση.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου