Τρίτη, Νοεμβρίου 16, 2021

Αρκαδία, Emmanuelle Bayamak-Tam

Με άλλα λόγια, υπάρχουν πολλοί τρόποι να είσαι ομοφυλόφιλος
και πολλοί τρόποι να είσαι γυναίκα-
και σε κάθε περίπτωση, αμέτρητοι τρόποι ν’ αγαπάς
     Ουτοπία; Ετεροτοπία; Δυστοπία; Α-τοπία; Ψάχνω να βρω το πρώτο συνθετικό αυτού του όρου για να εκφράσω με μια λέξη τον πυρήνα αυτού του καταπληκτικού βιβλίου, που κινείται στο όριο της φαντασίας περι-γράφοντας μια πραγματικότητα πιο αυθεντική απ’ αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει γύρω μας. 
     Το Liberty House, όπου διαδραματίζεται η υπόθεση, είναι ένα κλειστό κοινόβιο, μια ελευθεριακή αδελφότητα στην Γαλλική Αρκαδία -μια περιοχή με παρθένα φύση στα δυτικά της Λυών-, που παλιότερα ήταν οικοτροφείο θηλέων με εκκλησιαστικό προσανατολισμό, και στο μυθιστορηματικό «σήμερα», ως μονάδα παραγωγής φρούτων και λαχανικών, φιλοξενεί όλους τους «ξεχασμένους της μεγάλης παρέλασης», δηλαδή καμιά τριανταριά ανάπηρους, υπέργηρους, διπολικούς, καταθλιπτικούς, καρκινοπαθείς, πολυτοξικομανείς, δυσανεκτικούς, παχύσαρκους κλπ κλπ. Είναι μια «μεγάλη αγκαλιά» ανοιχτή σε κάθε παραξενιά, δυσμορφία, ιδιοτροπία∙ ένα καταφύγιο για φρικιά, όπου ο κύριος εμπνευστής και πνευματικός καθοδηγητής, Αρκαντύ, διακηρύσσει με πάθος το δικαίωμα όλων των πλασμάτων στην αγάπη, τον έρωτα, την αποδοχή, την έλλειψη ντροπής για το σώμα τους. Το δικαίωμα στη ζωή, όχι μόνο των ανθρώπων αλλά και των ζώων. Το Liberty House που θα μπορούσε να λέγεται και το «Σπίτι της ηδονής», στρατολογεί τα μέλη του πρωτίστως μεταξύ των άσχημων, μέσα στους οποίους συγκαταλέγεται και η κεντρική ηρωίδα και αφηγήτρια, η 14χρονη Φαρά (ραχιαία κύφωση, καθοδικά μάτια, πλακουτσωτή μύτη, κακοσχηματισμένα χείλη, ογκώδης σιλουέτα, πυκνή τριχοφυΐα κλπ).
     Η ενήλικη τώρα Φαρά, περιγράφει με απίστευτη ευαισθησία και χιούμορ την πολυτάραχη ενηλικίωσή της στο Liberty House, όπου κατέφυγε αναγκαστικά όλη της η οικογένεια, εφόσον η μητέρα της υπέφερε από τρομερούς πόνους λόγω ακραίας ηλεκτρομαγνητικής ευαισθησίας (!!)(φοβόμασταν τα πάντα/φοβόμασταν και οι φόβοι μας ήταν τόσο πολλαπλοί και ύπουλοι όσο και οι ίδιες οι απειλές/ φοβόμασταν τις νέες τεχνολογίες, την υπερθέρμανση του πλανήτη, το ηλεκτρομαγνητικό νέφος κλπ κλπ). Στο Liberty House οι άνθρωποι είναι απαλλαγμένοι από κάθε επαφή με την τεχνολογία (δεν υπάρχει ίντερνετ, κινητό, ούτε καν τηλεόραση), είναι χορτοφάγοι, απολαμβάνουν τον έρωτα σε κάθε μορφή και σε κάθε ηλικία και είναι σε στενή σύνδεση με τη φύση.
     Ο εμπνευστής αυτού του κοινωνικού εγχειρήματος (σαν καλός ποιμένας που συνοδεύει στη βοσκή το αθώο κοπάδι του), ο Αρκαντύ, είναι ένας άνθρωπος -εξαίρεση. Πληθωρικός κι ενθουσιώδης, αγαπά με πάθος τους πάντες και τα πάντα, πρεσβεύει πως πρέπει να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας όπως είναι, με τα πιθανά ελαττώματά του, την τεράστια μύτη, τις ρυτίδες, την κυτταρίτιδα, τα στραβά δόντια, τα πεταχτά αυτιά. Και δεν το πρεσβεύει απλώς, το κάνει πράξη καθώς είναι θερμός ερωτικά με όλους, κι ενθαρρύνει και όλους να ελευθερωθούν σεξουαλικά, χωρίς αναστολές, χωρίς ντροπές (ο κατάλογος των θηραμάτων του Αρκαντύ είναι εντυπωσιακός). Έχει βγάλει σε όλους παρατσούκλια, διοργανώνει μεγάλες γιορτές και βγάζει ένθερμους λόγους για ποικίλα θέματα, όλα γύρω από τη ζωή και τον τρόπο να ζεις πραγματικά (οι άνθρωποι πεθαίνουν περιμένοντας να ξεκινήσει η ζωή από τη μία στιγμή στην άλλη, αλλά αυτή η στιγμή δεν φτάνει ποτέ. Για να αρχίσουν να ζουν, θα χρειαζόταν πρώτα να απαλλαγούν από ό, τι τους σκοτώνει σιγά σιγά). Μέσα σε τέτοιο παθιασμένο παραλήρημα π.χ., απαγόρευσε τους καθρέφτες στο Libety House, ή έχει αφιερώσει δεκάδες λόγους στον αντισπισισμό (άλλωστε το Liberty House είναι και καταφύγιο για ζώα). Το επιστέγασμα κάθε κηρύγματος είναι το επερχόμενο «τέλος του κόσμου».
     Το Liberty House είναι μια κοιτίδα όπου οι άνθρωποι κολυμπάνε στην αγάπη. Μια αγάπη όχι τόσο χριστιανική, θα έλεγε κανείς πιο πολύ χίπικη, όπου υπάρχει πλήρης αποδοχή και αγάπη για τους άλλους, ανιδιοτέλεια και ανεμπόδιστη ηδονή. Τα λιγοστά παιδιά της αδελφότητας, συμπεριλαμβανομένης και της Φαρά, μεγαλώνουν στο «εμείς» (θεωρώ ότι χάρη στον τρόπο με τον οποίο έχω ζήσει από τα πρώτα μου κιόλας χρόνια, έχω γίνει ειδήμων του «εμείς», σε αντίθεση με τους περισσότερους ανθρώπους που αγνοούν εντελώς τη σημασία του/ήμουν «εμείς» από παιδί: αυτό βοηθάει).
     Και δεν είναι λόγια. Η Φαρά έχει αποκοπεί από τον συναισθηματικό γονεϊκό δεσμό (αναγκάστηκα να παραιτηθώ από το να έχω μια προνομιακή σχέση με τους γονείς και τη γιαγιά μου) και παρουσιάζει τους ιδιόρρυθμους γονείς της όπως και τη νυμφομανή λεσβία γιαγιά της με ευαισθησία, οξυδέρκεια και αγάπη, μια αγάπη τόσο πλατιά που αποδέχεται και τα ελαττώματα τους σαν κάτι απολύτως φυσικό. Μας περιγράφει τους τρόφιμους του ιδρύματος (που είναι όλοι “sui generis”, ιδιαίτερα ο πατέρας, η μάνα, η γιαγιά) με σπαρταριστό χιούμορ και ρεαλισμό, κυρίως με μια σπάνια ενσυναίσθηση (ήταν χαζή, εγωίστρια και κακιά, αλλά αν αγαπούσαμε μόνο τους ανθρώπους που το αξίζουν, η ζωή θα ήταν μια τρομερά βαρετή απονομή βραβείων). Άλλωστε με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει και τον ίδιο της τον εαυτό: έχει πλήρη επίγνωση της αποκρουστικής εμφάνισής της, παρόλ’ αυτά αφήνει ελεύθερο κάθε συναίσθημα να ανθίζει -αρνητικό ή θετικό-, χωρίς κόμπλεξ και αναστολές.
     Η αδυναμία που τρέφει η έφηβη ηρωίδα προς τον Αρκαντύ γίνεται πάθος που εκδηλώνεται απερίφραστα (είμαι φτιαγμένη για τη λατρεία. Και κανείς δεν αξίζει περισσότερο τη λατρεία από τον Αρκαντύ/τον αγαπώ και τον ποθώ παρόλο που είναι πενηντάρης και μετά βίας πιο προικισμένος από μένα από άποψη εμφάνισης: κοντός, παχουλός, με ανοιχτόχρωμα γουρλωτά μάτια και κάτι σαν μαϊμουδίσιο εξόγκωμα ανάμεσα στη μύτη και στο πάνω χείλος). Η ερωτική σχέση του Αρκαντύ με τον Βίκτορα κάνει την μικρή Φαρά να νιώθει ένα είδος φθόνου. Θεωρεί τον Βίκτορα νάρκισσο, θρησκόληπτο «του χειρίστου είδους», αποκρουστικό, «μαύρη ψυχή»∙ και αδυνατεί να καταλάβει τους λόγους που τον αγαπά ο Αρκαντύ (αυτός είναι ο κίνδυνος με τα ανώτερα όντα: δυσκολεύονται να συλλάβουν πως κάποιος μπορεί να είναι ποταπός και να έχει ποταπά κίνητρα). Ωστόσο παραδέχεται εύκολα και τις φωτεινές του πλευρές, όπως το ότι μπορεί να είναι ένας απαίσιος φιγουρατζής, όμως είναι εξίσου ειλικρινά λάτρης της ποίησης και έχει τη δική του βιβλιοθήκη.
     Η απαγόρευση της πρόσβασης στα κοινωνικά δίκτυα, σύμφωνα με τη Φαρά, αντισταθμίζεται από άλλα πλεονεκτήματα (θα έδινα τα πάντα για να έχω ένα iPhone, όμως εντάξει, το να μένεις στο Liberty House προσφέρει αντισταθμίσματα/ έχω τα δικά μου δίκτυα), εκ των οποίων το σημαντικότερο είναι η επαφή -βαθιά, συνεχής και ουσιαστική- με τη φύση. Η συγγραφέας μας κάνει να μετέχουμε και μεις στη μαγεία που συνεπαίρνει την ηρωίδα, στα μικρά μυστικά, στην έκσταση και το δέος που νιώθει, στις αποδράσεις της, στη σοφία τέλος που της παρέχει η σύνδεση με τη φύση.

-Ποια είμαι εγώ;
     Η ερωτική προσέγγιση της Φαρά και του Αρκαντύ ξεκινάει στα λόγια από τα 14 της (-με βρίσκεις όμορφη;-Το αποτέλεσμα είναι κάπως αποτυχημένο/σε βρίσκω σέξι). Υπόσχονται τελετή ερωτικής ολοκλήρωσης όταν θα κλείσει τα δεκαπέντε (μαζί με γιορτή «quinceañera» όπως κάνουν οι Μεξικάνοι), της οποίας η περιγραφή είναι σχεδόν ξεκαρδιστική (ο μόνος τρόπος για να αποφύγω την γελοιότητα είναι να την αγκαλιάσω). Ακόμα όμως πιο σπαρταριστή είναι η επίσκεψη της Φαρά στον γυναικολόγο μαζί με τον Αρκαντύ (που παρουσιάζεται σαν μπαμπάς της), για να ανακαλύψουν ότι έχει μεγάλη δυσπλασία ανατομική στα γεννητικά όργανα: δεν έχει μήτρα και ο κόλπος είναι σαν ένα ρηχό… κύπελλο τριών εκατοστών (σύνδρομο Rokitanski[1]), ούτε λόγος βέβαια για περίοδο. Η αργή αρσενικοποίηση της Φαρά, που καθώς μεγαλώνει επιδεινώνεται (επιπεδοποίηση του στήθους, τριχοφυΐα κλπ), δεν την εμποδίζει από το να νιώθει γυναίκα και να ποθεί τρελά τον Αρκαντύ (έτσι όπως με έχουν ταΐσει από μικρή με τρελό έρωτα, έτσι όπως άκουγα από μικρή τη φλογερή γλώσσα του πόθου δεν σκέφτομαι τίποτ’ άλλο). Φυσικά, τίποτα δεν εμποδίζει τους δυο ελευθεριακούς εραστές, όταν πλέον έρχεται η πολυπόθητη ώρα, να απολαμβάνουν μέχρις εσχάτων την ηδονή, ακόμα και με αγγίγματα κάτω απ’ τα τραπέζια κλπ. αν και κανένας δεν κρύβεται στο σπίτι των ηδονών. Για τη Φαρά ο Αρκαντύ είναι ένα «ερωτικό παιδί θαύμα», ένας άντρας-συντριβάνι που προσφέρει όχι μόνο το σπέρμα του, αλλά τον χρόνο του, την ενέργειά του, την προσοχή του, τον πόθο του, την ηδονή του. Η Φαρά βρίσκεται σε «ορμονικό αναβασμό», ψάχνει σε βιβλία και σε προσωπικές συνεντεύξεις απαντήσεις στο «τι είναι γυναίκα», «τι είναι άντρας», κάνει έρευνες για τους διεμφυλικούς, προσεγγίζει ακόμα και την -αποδεδειγμένα θεόχαζη- μάνα της, χωρίς σαφείς απαντήσεις για την περίπτωσή της. Ξέρει ότι δεν είναι λεσβία, ότι είναι ή γκέι άντρας, ή στρέιτ κοπέλα. Παρόλη πάντως την ασάφεια του φύλου, η αγαλλίαση της ένωσης με τον Αρκαντύ δεν έχει όρια (μόνο μαζί μου έχει το θάρρος να αποκαλυφθεί έτσι όπως πραγματικά είναι, ακαλλιέργητος, πρόστυχος, λάτρης των θαλάσσιων σαλιγκαριών (παρόλο τον αντισπισισμό(!)/δεν γνωρίζει περισσότερα για τα λουλούδια απ’ ό, τι για την λογοτεχνία, το βλέπω, όμως τον συγχωρώ επειδή η ειδικότητά του είναι η ανθρωπότητα. Η αγάπη. Ή ακόμα, η αγάπη της ανθρωπότητας). Μέσα από τον τρελό έρωτα, το πρόβλημα ταυτότητας της Φαρά (είμαι ένα λάθος της φύσης, ένα σύμπλεγμα συμπτωμάτων που θα κάνουν τη ζωή μου εξαιρετικά δύσκολη) βρίσκει μια σοφή απάντηση: δεν έχω τίποτ’ άλλο να κάνω παρά να είμαι ο εαυτός μου.
     Σύντροφος στις έρευνες και στις εφηβικές ανησυχίες της Φαρά είναι ο αξιόπιστος και υποψιασμένος Ντανιέλ, τρόφιμος κι αυτός του Liberty House, με αντίστοιχα σεξουαλικά θέματα (ίντερσεξ). Μαζί θα σπάσουν το προστατευτικό κουκούλι του κοινόβιου ανοίγοντας τα φτερά τους σε νέες εμπειρίες (κάτι που έχω κοινό με τον Ντανιέλ, αυτή η θέληση να κερδίσω χρόνο στη ζωή, να μην την ξοδέψω σε ανώφελο ύπνο). Μία από τις εξόδους είναι το πάρτι λεσβιών «Wet for me» (!), όπου η Φαρά γνωρίζει τη Μωρίν, πρόσωπο που θα παίξει σπουδαίο ρόλο στη συνέχεια.

Απ’ ό, τι φαίνεται, το να μεγαλώνεις σε έναν ακτινοβόλο λόφο,
χωρίς ή σχεδόν χωρίς αρμόδιους γονείς,
με μόνη οδηγία την απρόσκοπτη αγάπη και ηδονή,
δεν εμποδίζει ούτε την κρίση της εφηβείας,
ούτε την τέχνη της φυγής.
    Αυτό που θα δράσει σαν καταλύτης στη ζωή και της Φαρά, αλλά και του Ντανιέλ, αυτό που θα ανατρέψει τις ζωές τους και όλες τις ισορροπίες είναι ο «Παρασκευάς» (το πραγματικό του όνομα Ανγκοσόμ), ένας πανέμορφος μάυρος μετανάστης που κρύβεται στην Αρκαδία. Η ανακάλυψή του αναστατώνει τους δυο φίλους και ξεσηκώνει κύματα λαγνείας. Μια καινούρια «γνωριμία» (για να είμαι ειλικρινής, ονειρεύομαι πιο πολύ τη γνωριμία παρά τον έρωτα. Τον έρωτα τον έχω ήδη, ενώ δεν έχω γνωρίσει ποτέ κανέναν), που κάνει ακόμα πιο επιτακτικό το πρόβλημα της ταυτότητας της Φαρά (είμαι υποχρεωμένη να παραδεχτώ πως η μεταμόρφωσή μου συνεχίζει την αναπότρεπτη πορεία της/είμαι ολομόναχη με τα συμπτώματά μου, ούτε διεμφυλική ούτε shemale, ούτε ερμαφρόδιτη, ούτε ladyboy κι ακόμα λιγότερο τρανσέξουαλ ή δεν ξέρω τι ). Γιατί φυσικά ο Ανγκοσόμ κρύβεται, αλλά οι δυο έφηβοι πιστεύουν ότι η ανοιχτή ελευθεριακή κοινότητά τους θα δεχτεί στις ανοιχτές αγκάλες τη «μαύρη Αφροδίτη». Παρόλ’ αυτά, ακόμα και ο μεγαλόψυχος Αρκαντύ καταφεύγει σε ρητορικά κόλπα και «μπουρδολογίες» προκειμένου να διώξουν τον ανεπιθύμητο από τους περισσότερους μετανάστη. Όταν μάλιστα η Φαρά προτείνει στη συνέλευση να γίνει το Liberty House κέντρο φιλοξενίας, ο Αρκαντύ, ασυνήθιστος να τον αμφισβητούν, καταφεύγει σε άθλια επιχειρήματα ενώ όλοι οι υπόλοιποι πραγματοποιούν τη μικρή ηλιοτροπική περιστροφή που θα τους ευθυγραμμίσει με τις αποφάσεις του αρχηγού.
     Αυτή η έκπληξη δημιουργεί στους δυο νεαρούς τρικυμία συναισθημάτων: πώς να συνεχίσω να αγαπώ τον Αρκαντύ έπειτα απ’ αυτήν την απογοήτευση, αυτή την προδοσία όλων των αρχών μας, αυτή τη ρύπανση που είναι χειρότερη από όλες όσες αποφεύγουμε, αφού δηλητηριάζει το νέο μου μυαλό;
     Η πανέξυπνη Φαρά δεν αργεί να μπει στο νόημα του κόσμου των ενηλίκων: η αγάπη είναι αδύναμη, ισοπεδώνεται εύκολα, σβήνει και γεννιέται εξίσου γρήγορα. Συνειδητοποιεί γρήγορα ότι πίστεψε με αφέλεια τον υπέρμετρο αλτρουισμό, τον φλογερό πόθο, την απέραντη πραότητα, την καλοσύνη, τη συγχώρεση, αλλά όχι για τον πρώτο μαύρο αι άφραγκο μετανάστη.
     Το σοκ είναι τόσο μεγάλο που σηματοδοτεί την αρχή του τέλους. Οι δυο δεκαεξάχρονοι πια, μαζεύουν τα μπογαλάκια τους κι εγκαταλείπουν την «αυτοδιαχειριζόμενη ουτοπία», μετά από μια συγκινητική «αποχαιρετιστήρια περιοδεία», με επιστέγασμα τον αποχαιρετισμό του Αρκαντύ (αυτό που νιώθω είναι πόσο δεκαεξάχρονη είμαι/κι έτσι ακόμα κλαίω γιατί η αγάπη δεν πεθαίνει εύκολα).
     Ο καινούργιος κόσμος ανοίγεται στους δύο φυγάδες με τη βοήθεια της ιδιαίτερης Μωρίν. Η Φαρά έχει σαν παρακαταθήκη όλες τις πνευματικές κατακτήσεις του κοινόβιου, π.χ. την σημασία να ερμηνεύεις τα όνειρα, ή το ότι ο πόθος δεν απαιτεί την τελειότητα, ότι όλα τα σώματα είναι ίδια, και παρόλη την ερωτική σχέση που καλλιεργεί με τη Μωρίν, ομολογεί: μου εμπνέει ευγνωμοσύνη, εκτίμηση, στοργή, πόθο, αλλά το άθροισμα όλων αυτών των συναισθημάτων δεν θα ονομαστεί ποτέ αγάπη.
     Η ηρωίδα ωριμάζει αργά και σταθερά μέσα στις νέες συνθήκες, βρίσκει σιγά σιγά την ταυτότητά του/της, τον εαυτό του/της, γίνεται ποθητός/ή, αποπέμπει ηρεμία και γλυκύτητα (θαρρείς και τους κυριεύει η ηρεμία μου και η τέχνη της χαράς που κατέχω). Όμως το Liberty House και οι αξίες του είναι ζωντανό... το «αγκάθι» στη νέα της ζωή είναι ότι η παλιά εμφανίζεται ακάλεστη. Οι δεσμοί αγάπης όπως διαμορφώθηκαν στην ουτοπική κοινότητα, δίνει χίλιες αποχρώσεις της έννοιας της Αγάπης –όχι μόνο προς τον Αρκαντύ, αλλά προς όλα τα μέλη της κοινότητας.
    Γιατί προς το τέλος του βιβλίου η κοινότητα δοκιμάζεται, και η Φαρά στέκεται συμπαραστάτης, με την ωριμότητα που την διακρίνει πια. Νιώθει, ή μάλλον ξέρει ότι αρχίζει το τέλος, το τέλος της ου- τοπίας και των προσώπων που την στήριξαν, κι ότι ήρθε η σειρά της ανταπόδοσης: 
     ...είναι καιρός να ανταποδώσω στο εκατονταπλάσιο ό, τι έλαβα ως κληρονομιά, την ελεύθερη ενέργεια που θα μπορούσε άνετα να βάλει φωτιά στον κόσμο και να σταματήσει την τραγική παρεξήγηση στην οποία έχει μετατραπεί η ανθρώπινη κατάσταση.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] https://www.maxmag.gr/soma-igia/syndromo-rokitansky-mia-spania-genetiki-pathisi/

Δεν υπάρχουν σχόλια: