Η αγάπη δεν βρίσκεται στο έλεος του χρόνου και δεν αναγνωρίζει τον θάνατο,
η
αγάπη κι ο θάνατος είναι δυο ξένοι.
Όσο
γερασμένο, τσακισμένο ή σημαδεμένο κι αν είναι το πρόσωπο που αγαπάς,
πάντα
θα κρύβει το πρόσωπο του παιδιού που ήταν κάποτε
–και
που θα είναι πάντοτε για σένα.
Είναι
το πρώτο βιβλίο που διάβασα του διάσημου Αφροαμερικανού συγγραφέα[1], που
εκτός από μυθιστοριογράφος ήταν και θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος, δοκιμιογράφος,
ποιητής και ακτιβιστής. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες είναι αισθητή η πολύπλευρη
προσωπικότητά του, καθώς και η ιδιοφυής και χαρισματική γραφή του, νιώθεις
παράλληλα γιατί είναι τόσο σημαντικός και διάσημος ο συγγραφέας αυτός. Άλλωστε,
διαβάζοντας το πλούσιο βιογραφικό του καταλαβαίνουμε ότι παρόλα τα δύσκολα
παιδικά χρόνια (φτώχεια, ρατσισμός, κακοποίηση, ομοφυλοφιλία κλπ) ο Μπάλντουιν είχε
το θάρρος, την ευαισθησία και το πάθος να εκφράσει και να αγωνιστεί για τα
προβλήματα των φυλετικών-σεξουαλικών-ταξικών διακρίσεων, της ομοφυλοφιλίας και
γενικότερα του κοινωνικού ρατσισμού, να υπερασπιστεί τα πολιτικά και ανθρώπινα
δικαιώματα σε μια δύσκολη για τους μαύρους εποχή, και θαυμάζουμε το απίστευτο εύρος
των ενδιαφερόντων και της ακτιβιστικής του δράσης.
Αρχικά
θα έλεγε κανείς ότι το «Κουαρτέτο του Χάρλεμ» είναι οικογενειακή ιστορία, με κύριο
πρωταγωνιστή τον Άρθουρ Μοντάνα, έναν χαρισματικό τραγουδιστή γκόσπελ[2] από το
Χάρλεμ («αυτοκράτορας της Σόουλ» αναδείχτηκε προς το τέλος), που ουσιαστικά τον
παρακολουθούμε από μικρό παιδί μέχρι τον θάνατό του σε πολύ νεανική ηλικία, 39 ετών.
Ο αφηγητής είναι ο αδερφός του, Χαλ, κατά 7 χρόνια μεγαλύτερος, που με
απίστευτη ευαισθησία και σπάνια αδερφική αγάπη παρακολουθεί την τεθλασμένη
πορεία του Άρθουρ και της παρέας του (του περίφημου κουαρτέτου: Κόκκινου,
Τραγανού και Φιστίκη, όλα παρατσούκλια), με τάσεις προστατευτικές και με έκδηλη
ανησυχία για το επισφαλές μέλλον, μια και ο ρατσισμός στα μέσα του 20ου
αιώνα ζει και βασιλεύει (στα χρόνια που
μεγάλωσα, τα πάντα -τα πάντα!- μπορούν ν’ αλλάξουν σε κλάσματα δευτερολέπτου),
ιδιαίτερα στις νότιες επαρχίες των ΗΠΑ. Καθώς ξεδιπλώνονται οι σχέσεις και οι
δευτερεύοντες χαρακτήρες, βλέπουμε σε δεύτερο πλάνο και μια άλλη φιλική
οικογένεια των οποίων τα παιδιά, Τζούλια
και Τζίμι, δρουν καταλυτικά στον ψυχισμό των δυο βασικών συμπρωταγωνιστών.
Αυτό
είναι το πλαίσιο, αλλά αυτό που εντυπωσιάζει δεν είναι τόσο η «πλοκή», όσο η
ατμόσφαιρα∙ πλούσια συναισθήματα με
πολλές αποχρώσεις -μέσα σε συνθήκες ακραίες, υψηλή ενσυναίσθηση, βαθιά αγάπη
και φιλία, έρωτας, πένθος. Και η ερωτική επικοινωνία όπου και όπως εκφράζεται,
που υπογραμμίζεται από το λυρισμό και τους στίχους των γκόσπελ και τις
παρατηρήσεις του αφηγητή πάνω σε λεπτά ζητήματα τέχνης και αισθητικής, ζητήματα
που δεν αγγίζουν τον νου αλλά την καρδιά. Ατμόσφαιρα μελαγχολική και
νοσταλγική, όπως τα τραγούδια γκόσπελ, που όμως υμνούν τη ζωή, την αγάπη και
τον έρωτα. Παράλληλα θίγονται θέματα καυτά όσο αφορά τις κοινωνικές ανισότητες
και τον ρατσισμό ενάντια στους μαύρους και τους ομοφυλόφιλους.
Το
σκάνδαλο του θανάτου, του θανάτου του αγαπημένου του αδερφού είναι η πρώτη εικόνα
που μάς παραθέτει ο Χαλ∙ για την ακρίβεια μάς περιγράφει την αποφράδα στιγμή
που εκείνος έμαθε ότι ο Άρθουρ βρέθηκε νεκρός στην τουαλέτα ενός ξενοδοχείου
στο Λονδίνου, μέσα σε μια λίμνη αίματος. Η βαθιά ταραχή της ψυχής που δεν μπορεί
να συλλάβει το αδιανόητο (όλες οι απαντήσεις
μένουν αναπάντητες, όλες οι ερωτήσεις είναι ακατάληπτες, όταν βρίσκεσαι
αντιμέτωπος με ένα γεγονός πιο αδιανόητο ακόμα κι από τον δικό σου θάνατο.
Γιατί είναι ο δικός σου θάνατος, που συμβαίνει πέρα απ’ τα όρια της φαντασίας σου)
φαίνεται όχι μόνο άμεσα αλλά και έμμεσα, από τις εμμονικές επαναλήψεις της
ταραγμένης ψυχής. Ο χείμαρρος συναισθημάτων εναλλάσσεται με τις τύψεις που
νιώθουμε συνήθως απέναντι στο αγαπημένο πρόσωπο που φεύγει οριστικά, για όσα
δεν κάναμε, δεν προλάβαμε, δεν έφτασαν σε κείνο.
Αυτή
η πικρή γεύση του τέλους φορτίζει τον Χαλ, που δυο χρόνια αργότερα αποφασίζει
να γράψει αυτήν την -τραγική- οικογενειακή ιστορία, ιστορία που συνοψίζει όλη
την τραγική ζωή των μαύρων της Νέας Υόρκης. Θέλει να εκφράσει την αλήθεια για
τον αδερφό του, να μην την κουκουλώνει πια, να διαφυλάξει τη μνήμη του. Την
ιστορία του αδερφού του, τον οποίο όχι μόνο αγάπησε παράφορα («παρόλο
μερικές φορές μού την έδινε τόσο, που μου ερχόταν να τον πνίξω απ’ τα νεύρα
μου. Έκανε τόσο δύσκολη τη ζωή του!), αλλά που του επέτρεπε να βλέπει
καθαρά και τον ίδιο του τον εαυτό.
Έχουμε
επομένως αναδρομική αφήγηση, αλλά με αναστοχασμούς ενδιάμεσα, ενός προσώπου που
πάσχει να βάλει σε τάξη τις αναμνήσεις και τις σκέψεις του, που εμπλέκεται
συναισθηματικά, ωριμάζει και εντέλει ίσως είναι και σημαντικότερο πρόσωπο από
τον ίδιο τον Άρθουρ. Γιατί ο αφηγητής Χαλ όχι μόνο περιγράφει τα απίστευτα πάθη
του Άρθουρ και της Τζούλια, έχει επομένως την ευαισθησία να διακρίνει τις δυο
αυτές άπιαστες προσωπικότητες, αλλά πάσχει μαζί τους και αποδεικνύει άμεσα και
έμμεσα ότι έχει τη δύναμη να καταλάβει,
να αγκαλιάσει, να συγχωρέσει κάθε ανθρώπινη αδυναμία/στραβοπάτημα/αντίφαση,
γιατί είναι φανερό ότι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η αλήθεια της ανθρώπινης
ψυχής. Του Άρθουρ, της Τζούλια, του Τζίμι.
Τότε
δεν μπορούσα φυσικά να ξέρω ότι, κάποια στιγμή, χρόνια μετά,
θα
εγκατέλειπε τον άμβωνα, θα γινόταν πόρνη και, αργότερα,
ερωμένη
ενός Αφρικανού φυλάρχου στο Αμπιτζάν.
Οι δυο οικογένειες είχαν πολύ στενούς δεσμούς μεταξύ τους αρχικά, γιατί και ο Άρθουρ τραγουδά από 11 χρονών στην εκκλησία ξεσηκώνοντας τους πιστούς, αλλά και η Τζούλια ήταν παιδί-θαύμα: ήταν παιδί-ιεροκήρυκας (!), «δέχτηκε το κάλεσμα» στην ηλικία των 7 χρονών και συνέχισε μέχρι τα δεκατέσσερα. Είχε δηλαδή το χάρισμα του κηρυγματικού λόγου, με όσες δεισιδαιμονίες μπορεί να συνεπάγεται αυτό (όταν π.χ. αρρώστησε βαριά η μητέρα, δεν πήγαιναν στο νοσοκομείο πιστεύοντας ότι θα την σώσει ο λόγος του θεού). Ήταν ένα αντιπαθέστατο κοριτσάκι με αναμφισβήτητο ταλέντο, όμως υπεροπτικό και κακομαθημένο που έσερνε τους δικούς του απ’ τη μύτη, όπως κακομαθημένο και γκρινιάρικο ήταν και το πολύ μικρότερο αδερφάκι της, ο Τζίμι. Έτσι, τα συναισθήματα αντιπάθειας του Χαλ (και όλων της οικογένειας, λίγο-πολύ) προς την οικογένεια Μίλλερ ήταν βαθιά και δικαιολογημένα (η Έιμι και ο Τζόελ μ’ έκαναν να βαριέμαι μέχρι θανάτου, η Τζούλια ήταν σαλεμένη και μου έσπαγε τα νεύρα με τα καμώματά της. Μόνο για τον Τζίμι νοιαζόμουν λιγάκι, αλλά και πάλι μόνο επειδή ήταν μικρό παιδί).
Επειδή όμως η αναδρομική αφήγηση διακόπτεται από αναφορές στο παρόν, γρήγορα εμείς οι αναγνώστες μαθαίνουμε ότι στο σήμερα υπάρχει ακόμα, όχι μόνο επικοινωνία με την Τζούλια αλλά και βαθύς δεσμός (σελ.40: «μια σχέση αληθινής ελευθερίας και αγάπης που γεννήθηκε μέσα από πάθη και δοκιμασίες»). Η Τζούλια του σήμερα είναι μια γυναίκα όμορφη, με μια ομορφιά που τη βλέπεις μόνο στα πρόσωπα όσων έχουν υποφέρει τόσο πολύ, ώστε κανένας πόνος πλέον δεν τους ξαφνιάζει. Είναι μια ομορφιά τρομακτική, επειδή δεν μπορείς να την αρνηθείς, αλλά ούτε και να την κατανοήσεις/είχε μάθει τόσο καλά τι θα πει φόβος, που πλέον ήταν πολύ δύσκολο να φοβηθεί ξανά. Είχε μάθει τι θα πει να ανήκεις σε κάποιον άλλο, πολύ πριν τολμήσει να ονειρευτει καν τι θα πει αγάπη.
Η
μεταστροφή είναι καθολική, καθώς και η μεταστροφή των συναισθημάτων της
οικογένειας Μοντάνα απέναντί της. Και το ενδιαφέρον του αναγνώστη κορυφώνεται.
Λίγο
μετά τον θάνατο της μητέρας της ένα βαρύ πλέγμα συναισθημάτων την οδήγησε στο να παρατήσει τον άμβωνα (έχασα την πίστη μου… Δεν πιστεύω πια, δεν
πιστεύω…), παρά την θέληση και τη μωροφιλοδοξία του πατέρα της που επέμενε
να την «προωθήσει», γιατί νόμιζε ότι είχε βρει τη χήνα με τα χρυσά αυγά. Το
τελευταίο της κήρυγμα στην ηλικία των 14 χρόνων («τακτοποίησε τα του οίκου σου») σηματοδοτεί την «κατρακύλα» της Τζούλια:
η Τζούλια είχε γίνει σκιά του εαυτού της, όμως ο θάνατος αρνούνταν
να επιλέξει εκείνη αντί για τη μητέρα της. Από κει και πέρα σηκώνει έναν
πολύ βαρύ σταυρό, που απλώνεται από σεξουαλική και σωματική κακοποίηση από τον
πατέρα («κάθε άντρας θέλει να κάνει την
κόρη του γυναίκα»), εκβιασμό, μέχρι εγκυμοσύνη/αποβολή, πορνεία, αγώνα
επιβίωσης ενώ τη βασανίζει το αίσθημα
ευθύνης απέναντι στον εξαφανισμένο αδερφό της που τη σιχαίνεται, τον Τζίμι. Έχουμε
δηλαδή μια απίστευτη ιστορία δύναμης, ψυχικού θάρρους αλλά και βαθιάς αγάπης
προς πατέρα και αδερφό, που τη λυτρώνει και την κάνει σοφή και τρυφερή.
Δεν
γίνονται βέβαια όλα αυτά γνωστά παρά πολύ χρόνια αργότερα, όπως κι εμείς οι
αναγνώστες τα μαθαίνουμε αργά και σταδιακά, μέσα απ’ την αφήγηση του Χαλ. Γιατί
όταν η παρέα ανταμώνει μετά από χρόνια, η αλλαγή της Τζούλια είναι απίστευτη: πολύ
αδύνατη, μαυροφορεμένη με τακούνια, με
αλλόκοτη και απερίσκεπτη γενναιότητα/ψηλόλιγνο,
φλεγόμενο, μαυροφορεμένο κορίτσι/σαν να μην είχε ηλικία/ο Άρθουρ διέκρινε
εκείνο το τρομαγμένο πείσμα που αποτελεί το κλειδί τηςομορφιάς/ο τρόμος την έκανε αληθινή.
Η
επανασύνδεση της Τζούλια με τον Τραγανό, τον Άρθουρ, και πολύ αργότερα με τον
Χαλ, της δίνει τη δύναμη να λυτρωθεί από τα θηρία που την καταδυναστεύουν, που
δεν είναι άλλα από την τρέλα, την απόγνωση, τον θάνατο. Αυτό που την κρατάει
ζωντανή, όπως εκμυστηρεύεται, είναι η υπόσχεση που έδωσε στη μητέρα ότι θα
προσέχει τον αδερφό της. Προς το παρόν όμως υποφέρει σιωπηλά (προς το παρόν, αυτή είναι η ζωή μου). Κι
αυτό που διαφοροποιεί αυτήν την ιστορία από τις συνήθεις ιστορίες εκμετάλλευσης
και κακοποίησης πατέρα προς κόρη είναι ότι ενώ πεθαίνει καθημερινά από αγωνία, τρόμο
και αντιφατικά συναισθήματα, προστατεύει και τον πατέρα και τον αδερφό με τη
σιωπή της∙ στιγμές στιγμές νιώθει συνένοχη, αλλά ενώ είναι έτοιμη να το βάλει
στα πόδια και να φωνάξει, ήξερε πως, αν
συνέχιζε να φωνάζει, θα έπαιρναν τον πατέρα της μακριά της και θα τον έχανε. Έτσι
οι φίλοι της νιώθουν ότι έχουν να κάνουν μ’ ένα αίνιγμα, ένα γρίφο.
Ο
έρωτας με τον Τραγανό, στον οποίο εκφράζει με υπαινιγμούς τα μαρτύριά της, τη
λυτρώνει. Μα και με τον Άρθουρ έχει βαθιά επικοινωνία, αν και δεν μπορούσαν να
γκρεμιστούν τα τείχη που η Τζούλια ύψωνε ανάμεσά τους (Άρθουρ: ήταν ένα μυστήριο, ένα πολύ βασανιστικό κι
ευχάριστο μυστήριο, που το μυαλό του δεν μπορούσε να το αγνοήσει, αλλά ούτε και
να το κατανοήσει). Όταν όμως τα γεγονότα κορυφώνονται, η φρικτή αλήθεια
γίνεται γνωστή σε όλους, πρώτα στη μαμά των Μοντάνα, τη Φλόρενς (Μαμά Μοντάνα, μαμά Μοντάνα! Έλα γρήγορα σε
παρακαλώ, τρέξε, πεθαίνω).
Ο
Χαλ αργεί να δει τη μεταμόρφωση της Τζούλια γιατί λείπει στον πόλεμο στην Κορέα
(ο συγγραφέας δεν δίνει λεπτομέρειες για τα βιώματα των ηρώων σ’ αυτόν τον
πόλεμο). Μαθαίνει τα νέα της από τους τρίτους κι όταν πια την επισκέπτεται
καταπλήσσεται. Είναι πλέον μια γυναίκα που έχει βρει τον εαυτό της, φωτεινή κι
ευάλωτη, αληθινή και συνειδητή. Έρχονται τόσο κοντά που ξεκινά αργά και
σταδιακά μια σχέση αγάπης και έρωτα που θα τον βασανίσει για χρόνια (ήταν κάτι τρυφερό και τρομακτικό συνάμα).
Αυτό
που δίνεται όμως αριστοτεχνικά, και είναι και η αιτία που επιμένω τόσο στην
παρουσίαση τη ιστορίας της Τζούλια είναι ότι αποδίδεται με λεπτομέρεια,
βιωματικά και αβίαστα, το βαθύ αίσθημα αγάπης που διαποτίζει την Τζούλια και
την έκανε να νικήσει τους δαίμονές της. Όπως συνειδητοποιεί και ο Χαλ, αργότερα
βέβαια, η «χαλύβδινη αποφασιστικότητά της να μην καταδικάσει τον πατέρα της»,
οφειλόταν στο ότι έτσι προστάτευε και τον αδερφό της (που ήταν πολύ μικρός και
δεν ήθελε να μάθει για την κακοποίηση) αλλά υπήρχε κι ένα είδος ενσυναίσθησης (το ξέρω ότι φοβάται. Αυτό ακριβώς είναι το
πρόβλημά του, ότι πάντα φοβόταν). Δεν λέει ποτέ κακό για τον βασανιστή της,
αλλά η πιο μεγαλειώδης ήταν η φράση της που αφορούσε τον Τραγανό, στον οποίο
ποτέ δεν αποκάλυψε ότι ήταν δικό του το παιδί που απέβαλε: «Δεν
ήθελα να το εκμεταλλευτώ αυτό για να τον κάνω να νομίζει ότι μ’ αγαπούσε»
(σχόλιο Χαλ: Δεν κατάλαβε ότι αποκάλυψε
πολύ περισσότερα από όσα είπε/ Η Τζούλια μού είχε μόλις πει ότι ήξερε πως
μπορεί να νοιαζόταν για τον Τραγανό περισσότερο από ό, τι θα νοιαζόταν ποτέ ο
Τραγανός γι’ αυτήν, και μου είχε πει επίσης πόσο πολύ αγαπούσε -ή είχε
αγαπήσει- τον πατέρα της»).
Γιατί
όταν η Τζούλια γίνεται ο «εαυτός της», η ώριμη Τζούλια, είχε ένααν βαθύ, σχεδόν παθολογικό φόβο μήπως προκαλέσει πόνο σε
κάποιον.
Αυτό
είναι που κάνει ο ένας εραστής για τον άλλο,
βρίσκοντας
το θάρρος να απογυμνωθεί,
προσφέροντας στον άλλον τη δύναμη
να μην κρατήσει τίποτα κρυφό
Παρά
τη ζοφερή ατμόσφαιρα και τις δύσκολες περιστάσεις, το βιβλίο είναι διαποτισμένο
από το συναίσθημα, ένα συναίσθημα φωτεινό και θετικό, έρωτα, αγάπης,
επικοινωνίας, κατανόησης. Αγάπη στον αδερφό, στον πατέρα, πατέρα προς γιο,
αγάπη προς τον φίλο, αγάπη στην ερωμένη ή στον εραστή… Βαθιά και διεισδυτική κι
όχι δεδομένη, αγάπη στο συγκεκριμένο
πρόσωπο, γι’ αυτό που είναι, μ’ όλες τις αντιφάσεις που συνεπάγεται η βαθιά
αγάπη (οι πιο άγνωστοι άνθρωποι είναι εκείνοι που έχουμε γνωρίσει κι έχουμε
αγαπήσει/Οι άνθρωποι που γνωρίζουμε λιγότερο απ’ όλους είναι εκείνοι τους
οποίους αναγνωρίζουμε όχι με τις αισθήσεις μας αλλά με την ψυχή μας –οι
άνθρωποι δηλαδή που είναι τελείως απαραίτητοι για το ταξίδι μας στη ζωή). Οι σκηνές του έρωτα είναι καταπληκτικές σ’ όλο
το βιβλίο (ακόμα και οι σκηνές του βιασμού), όχι μόνο γιατί η περιγραφή είναι
πολύ ζωντανή, αλλά γιατί εντάσσονται σ’
όλο το συναισθηματικό κλίμα και αποτελούν την κορύφωση δυο ψυχών που συναντιούνται, με όλες τις υποδηλώσεις και
τις συνυποδηλώσεις, με τις αγωνίες, τις σιωπές, τις ανασφάλειες, τις χαρές που
συνοδεύουν την ερωτική πράξη. Μα αυτό που ορίζει την ερωτική επικοινωνία δεν
είναι το σεξ (αν και οι σεξουαλικές σκηνές είναι μοναδικές), αλλά αυτό που
κάνει ο ένας εραστής στον άλλον είναι το
θάρρος να απογυμνωθεί, προσφέροντας στον άλλον τη δύναμη να μην κρατήσει τίποτα
κρυφό. Και πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο συγγραφέας εστιάζει στο
συναίσθημα, άλλωστε οι ήρωες είναι έφηβοι/νέοι και γυρεύουν τη συναισθηματική
πλήρωση, είναι άνθρωποι με ανησυχίες και έντονη δράση.
Κανείς
δεν ξέρει πολλά πράγματα για τη ζωή του άλλου.
Και
η άγνοια αυτή γίνεται ακόμα πιο έντονη όταν αγαπάς κάποιον.
Ας
μην ξεχνάμε όμως ότι η όλη αφήγηση ξεκίνησε από την ανάγκη του Χαλ να εκφράσει
το πένθος για τον πρώιμο θάνατο του Άρθουρ. Τον αδερφό στον οποίο τρέφει μια
παθολογική αδυναμία και λατρεία (η φωνή
του είναι παντού, μα ούτε αυτή μπορεί να γεμίσει τον χώρο που γέμιζε ο Άρθουρ
με τις κινήσεις του και με το περπάτημά του, με τους αναστεναγμούς και τις
κουβέντες του, τον χώρο που γέμιζε όταν
κλαψούριζε και έκλαιγε και θρηνούσε, κι όταν γελούσε). Του μυστήριου,
μοναχικού, χαρισματικού Άρθουρ, που κάποια στιγμή στα 13 του αντιλήφθηκε, με
επίπονο τρόπο, ότι νιώθει ερωτική έλξη για τους άντρες, και στην ίδια ηλικία
αναφώνησε γελώντας «Τελικά, μάλλον πρέπει
να ζήσω τη ζωή που τραγουδάω στα τραγούδια μου». Είναι το1957, η εποχή της
πρώτης του εμφάνισης, που σχηματίζεται το περίφημο κουαρτέτο «οι Σάλπιγγες της Σιών»,
εποχή που σηματοδοτεί την είσοδο του Άρθουρ σ’έναν κόσμο σκληρό (ποτά, χασίς,
γυναίκες/άντρες, μαριχουάνα) και σ’ έναν αγώνα δύσκολο εφόσον εγκαινιάζει μια
σειρά συναυλιών για τα πολιτικά δικαιώματα, σε μια κοινωνία όπου το ξύλο, οι κραυγές και οι προσευχές
ακούγονταν από το Μισισίπι μέχρι το Χάρλεμ.
Είναι
λοιπόν δικαιολογημένη η ανησυχία του μεγάλου αδερφού, γιατί ο Χαλ έβλεπε τον
τρόπο με τον οποίο σπαταλιόταν ο Άρθουρ, έβλεπε πόσο δεν ευχαριστιόταν με
τίποτα και άντεχε τα πάντα, ότι βυθιζόταν στη μοναξιά γιατί είχε μάθει να ζει
μ’ αυτήν, και δεν ήταν σε θέση να προστατέψει τον εαυτό του (μπορούσε να τραφεί με τη σιωπή της πέτρας).
Αλλά και η στάση του πράου και συνετού πατέρα τους, Πολ (μουσικός κι αυτός, πιανίστας),
ήταν σοφή: δεν ενθάρρυνε ιδιαίτερα τον Άρθουρ στο τραγούδι(δεν τον αποθάρρυνε
κιόλας), γιατί καθώς εξομολογήθηκε στον Χαλ
που τον ρώτησε ποιο είναι το πρόβλημά του αν ο Άρθουρ ασχοληθεί με τη
μουσική, απάντησε «κανένα πρόβλημα δεν
υπάρχει, εκτός απ’ το ότι αυτό το πράγμα θα τον ξεκάνει. Αυτό το πράγμα, φίλε,
θα τον κάνει κομμάτια, θα τον διαλύσει». Και βέβαια, δεν έπεσε έξω… ενώ συνέχισε, δίνοντας μια από
τις πιο βαθιές σκέψεις για τα γκόσπελ:
«Η
μουσική μπορεί να γίνει τραγούδι, όπως πάντα γεννιέται από μια κραυγή. Αυτό
είναι όλο. Μπορεί να είναι το κλάμα ενός νεογέννητου παιδιού, η
στριγκιά φωνή του χοίρου όταν τον σφάζουν ή το αγκομαχητό ενός άντρα που του μπήγουν το μαχαίρι στα αχαμνά. Κι ο ήχος
αυτός είναι παντού. Υπάρχουν άνθρωποι που σπαταλάνε ολόκληρη τη ζωή τους
παλεύοντας να πνίξουν αυτόν τον ήχο».
Μα
κι ο ίδιος ο Άρθουρ πολύ μικρός συνειδητοποιεί ότι όταν τραγουδάς, δεν μπορείς να τραγουδάς έξω απ’ το τραγούδι. Κι όλο το πάθος που νιώθει όταν από πολύ
μικρός τραγουδά, εκφέροντας τους
υπέροχους στίχους που κι εμείς απολαμβάνουμε, διαισθάνεται ότι το πάθος αυτό θα
το ζήσει στη ζωή του με καημό και δάκρυ («πρέπει
να ζήσω τη ζωή που τραγουδάω στα τραγούδια μου»). Τα γκόσπελ, ως
θρησκευτικοί ύμνοι, μεταφέρουν έντονα συναισθήματα, δέος, έκσταση: οι νέγροι τραγουδούν τα γκόσπελ όπως κανείς
άλλος επειδή δεν τραγουδούν τα γκόσπελ –καταλαβαίνετε, ελπίζω (…) δε μιλάει για
πράγματα αλλότρια: μιλάει για πράγματα που συνέβησαν σήμερα στον ίδιο και θα
συμβούν αύριο σε σένα.
Μαθαίνουμε
ακόμα, πολύ πρώιμα σε σχέση με τον κύριο σκελετό της γραμμικής αφήγησης (που όπως είπαμε ξεκινά από τα παιδικά
χρόνια) ότι ο Τζίμι αγαπούσε παράφορα τον Άρθουρ και το πένθος του για τον
νεκρό εραστή του είναι πολύ βαρύ.
Στη
νέα περιοδεία στο Νότο, ατζέντης του Άρθουρ είναι ο Χαλ. Το ενδιαφέρον σ’ αυτό
το επεισόδιο του βιβλίου δεν είναι μόνο γεωγραφικό αλλά και ιστορικό και
ανθρωπολογικό. Προβλήματα ασφάλειας που στη Νέα Υόρκη ούτε μπορούσαν να τα
φανταστούν. Η συγκέντρωση στο Μπέρμινχαμ της Αλαμπάμα(«η πιο αποκρουστική
πόλη») ήταν για να «βγάλουν τα παιδιά τους από την φυλακή», αλλά η ατμόσφαιρα
είναι ηλεκτρισμένη και καταλήγει σε σύγκρουση. Στην Ατλάντα τα πράγματα είναι
ακόμα χειρότερα (είναι τρομακτικό να σκέφτεσαι
πόσες συγκεντρώσεις είχε κάνει η Κου Κλουξ Κλαν εδώ γυρω, καθώς και τι επεδίωκε
να πετύχει). Τρώνε ξύλο, τραγουδούν μέσα στην εκκλησία με τον φόβο στο
στόμα, ενώ στο τέλος της εκδήλωσης ο Φιστίκης (ο πιο πολιτικοποιημένος) έχει
εξαφανιστεί (ακόμα κι αν ήταν φόβος αυτό
που ένιωθα, ήταν ένας φόβος αλλιώτικος, ο φόβος της τρέλας, ο φόβος ότι, ανά
πάσα στιγμή, μπορεί να πεταγόταν από μέσα μου κάτι τόσο βίαιο όσο ένας σεισμός,
τόσο ολέθριο όσο ένας λοιμός). Δεν τον ξαναείδανε ποτέ, και η εξαφάνιση
αυτή τους «έκανε κομμάτια».
Δεν
έχει καμιά σημασία τι ξέρουν οι λευκοί και τι όχι.
Το
μόνο που μετράει είναι τι κάνουν –κι ο μαύρος ξέρει καλά τι θα κάνουν:
Ή
θα τον σκοτώσουν ή θα τον αφήσουν να πεθάνει.
Στα ταξίδια του ο Άρθουρ, και όσοι τον συνοδεύουν, αναμετριούνται με την ιστορία. Καναδάς, Βορράς, Νότος, Ευρώπη. Ο καθένας, όπως λέει κι ο Χαλ θα προτιμούσε να ζήσει τη ζωή του χωρίς να χρειάζεται να παλεύει με την Ιστορία. Γιατί η ρατσιστική βία είναι παρούσα, σε άλλες περιοχές λιγότερο και σε άλλες απροκάλυπτα, κι έχει πολλές μορφές και πολλά συμπτώματα (δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο προσπάθησα να τον σκοτώσω/διόλου δεν θα με πείραζε να μην καθίσω ποτέ στο ίδιο τραπέζι με τους λευκούς).
Σε κάποιες περιοχές φοβούνται πράγματι για τη ζωή τους, και συνειδητοποιούν ότι τίποτα, μα τίποτα δεν έχει για κάποιους ανθρώπους σημασία γιατί το μόνο που μετρούσε ήταν ότι ήταν μαύροι «σε τούτη τη χώρα που τόσο πολύ αγάπησα, τούτη τη χώρα που έβαλα κι εγώ ένα λιθαράκι να κτιστεί», λέει ο Χαλ.
Χαλ
Όποιος
αναμετριέται με τους βαθύτερους, τους πιο σκοτεινούς φόβους του,
αναμετριέται και με τις επουράνιες δυνάμεις
Όπως
κι ο ίδιος ο Χαλ επαναλαμβάνει πολλές φορές, χωρίς να το συνειδητοποιήσει η ζωή
του είχε αρχίσει να καθορίζεται από τον ρόλο που έμελλε να παίξει στη ζωή του
αδερφού του. Η ανησυχία του γίνεται μερικές φορές προβληματική (τρόμο ένιωθα μα κι ελπίδα ότι θα κατάφερνα
να αναμετρηθώ με αυτό που σπανίως βρίσκω το θάρρος να αναμετρηθώ: τον εαυτό μου
–τον εαυτό μου μέσα σ’ όλ’ αυτά, τον εαυτόν εκείνον που ήταν εγκλωβισμένος στον
αδερφό που τόσο δικαιολογημένα λάτρευα. Είναι
άραγε η λατρεία βλασφημία ή μήπως είναι το μυστικό της ζωής;)
Ο
Χαλ αρχικά δεν έχει φίλους, ζει κάπως στη σκιά. Είναι μετριοπαθής, συνετός,
διακριτικός αλλά έχει σπάνια διεισδυτικότητα κι ενσυναίσθηση που φαίνεται σε
κάθε γραμμή της αφήγησής του, από το πώς περιγράφει τον ψυχισμό των τεσσάρων
φίλων του κουαρτέτου, μέχρι πώς προσεγγίζει την Τζούλια, τον Άρθουρ, τον πατέρα
του. είναι βέβαια και αρκετά μεγαλύτερος.
Ο
Χαλ, στο σήμερα, είναι παντρεμένος κι ευτυχισμένος με τη γυναίκα του κι έχει
και δυο μεγάλα παιδιά, κι όλες αυτές τις σχετικές ιστορίες τις μαθαίνουμε μέσα
από την εξαιρετικά συγκινησιακή του αφήγηση (ζούσαμε ο καθένας στο αδιανόητο παρόν του). Γιατί η ψυχογραφική του
ικανότητα εν περιορίζεται στο να διεισδύει στον ψυχισμό των άλλων, αλλά και
στην αυτοπαρατήρηση.
Δεν
είναι βέβαια σκόπιμο να παραθέσουμε εδώ όλη την ιστορία του Χαλ, τις ερωτικές
του περιπέτειες, το πώς χειρίστηκε την απόρριψη της γυναίκας που περίμενε να
συναντήσει μετά την Κορέα (η οποία τα έφτιαξε με τον μοναδικό του φίλο), ή την
εξαφάνιση της Τζούλιας. Μόνο να πούμε ότι ένα κεντρικό στοιχείο στον χαρακτήρα
του, αυτό που του δίνει αυτήν την αποδοχή και κατανόηση με την οποία φωτίζει
όλα τα πρόσωπα που αγαπά, είναι αυτό που λέει και για τον Άρθουρ και είναι
φανερό ότι επεκτείνεται σ’ όλους τους αγαπημένους:
Κατάλαβέ το φίλε, δεν έχω κανένα
πρόβλημα με ό, τι κάνεις στη ζωή σου. Το μόνο που θέλω είναι να είσαι
ευτυχισμένος.
Χριστίνα Παπαγγελή
[2] Με τον όρο γκόσπελ (αγγλικά: gospel, ευαγγέλιο) αναφερόμαστε στη μουσική η οποία προήλθε από την παράδοση της εκκλησιαστικής λειτουργίας προτεσταντικών εκκλησιών στην Αμερική, και αναπτύχθηκε γύρω στα 1870, με σαφείς μουσικές επιρροές από τα σπιρίτσουαλς και τα μπλουζ. Χαρακτηριστικό της μουσικής γκόσπελ είναι οι εκφραστικοί αυτοσχεδιασμοί σε στιλ ρετσιτατίβο (είδος μουσικής απαγγελίας), το μελισματικό τραγούδι και η πληθωρική εκφραστικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου