Μια συνηθισμένη ιστορία προξενιού, σύμφωνα με τις παραδόσεις του ορεινού χωριού της Κρήτης του 1950, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς ο εσωστρεφής και ντροπαλός πρωταγωνιστής Αλέξης που είναι και ο αφηγητής, εσωτερικεύει όλες τις συμβατικότητες με καρτερία αλλά και οξυδέρκεια τόση, που ο αναγνώστης περιμένει την «έκρηξη». Η λύση όμως έρχεται με ακραίο τρόπο από κει που δεν το φαντάζεται κανείς, προς το τέλος του βιβλίου, και απογειώνει την αφήγηση σε μια κρίση αυτογνωσίας και φιλοσοφικού στοχασμού.
Έχει σημασία να τονιστεί ότι η μεστή και περιεκτική γραφή του Γιώργου Παπαδάκη είναι ιδιαίτερα θελκτική. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε εσωτερικό εξομολογητικό τόνο, αλλά κυρίως η ψυχογράφηση του ήρωα θυμίζει έντονα ανάλογες ιδιόρρυθμες ψυχογραφίες του Στέφαν Τσβάιχ, αυτού του περίφημου αναλυτή της ανθρώπινης ψυχής και των ορίων της. Έτσι και δω, μέσα σ’ αυτό το μικρό σχετικά μυθιστόρημα, βλέπουμε να ολοκληρώνεται ανάγλυφα η ψυχοσύνθεση μιας προσωπικότητας, που φαίνεται συνηθισμένη αλλά δεν είναι, κι όταν φτάνει στα όριά της, καταπλήσσει τον αναγνώστη. Όμως αυτή η στάση ερμηνεύεται ήδη με τα στοιχεία που έχουν δοθεί από την αρχή, μέσα από τις σχέσεις μέσα στην πυρηνική οικογένεια (δυναμική μητέρα, παθητικός πατέρας) και την ήδη διαμορφωμένη, «δυναμική» παθητικότητα του ήρωα.
Ο Αλέξης, ο αφηγητής, είναι ταχυδρόμος κι αγαπά τη δουλειά του -αν και θα ήθελε να γίνει δάσκαλος, όμως από μια στραβοτιμονιά της τύχης δεν τα κατάφερε. Έχει ευαίσθητες κεραίες και υψηλή αντίληψη, είναι με έναν ιδιότυπο τρόπο συμβατικός και ευπροσάρμοστος, θα λέγαμε καλοπροαίρετος, και αποδέχεται τη μοίρα του μ’ έναν θετικό, «φωτεινό» και ειλικρινά αυθόρμητο τρόπο που θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει και αφελή. Δεν ψάχνει, δε είναι ανήσυχος, δεν φαίνεται να έχει εσωτερικές συγκρούσεις.
Έτσι, τον παρακολουθούμε με έκπληξη να ανέχεται την δύσκολη περίπτωση της γυναίκας που του διάλεξαν, χωρίς μια δεύτερη ματιά στο αίσθημα του γυμνασίου -την δυναμική αλλά ενσυναισθητική Αθηνά-, ένα αίσθημα σιωπηλό και ανομολόγητο (δεν το είχαμε καταλάβει πως μας ένωνε κάτι άλλο, πέρα από τις συμβάσεις. Δεν το είχαμε καταλάβει, γιατί οι λέξεις δεν είχαν ποτέ αγγίξει το αίσθημα. Εκείνη η αναθεματισμένη η σιωπή θα έφταιγε. Που σιωπούσαμε. Που δεν είχαμε αρκετές λέξεις ανάμεσα στις παύσεις). Δεν διαμαρτύρεται ούτε καν πανικοβάλλεται με τα αδέρφια της νύφης, που του πουλάνε τσαμπουκά, ελέγχουν τις κινήσεις του και φτάνουν στο σημείο να τον παρακολουθούν και να τον απειλούν. Δεν ανταποδίδει καν τις αρσενικές προκλήσεις, αντίθετα οι αντιδράσεις του είναι ήπιες∙ όχι από φόβο, αλλά από αυτήν την ίδια πηγή εσωτερικής αξιοπρέπειας, σταθερότητας και ειλικρίνειας (δεν μου άρεσε αυτή η εξέταση. Είχα περάσει αρκετές εξετάσεις στη ζωή μου, ώστε να τις βαριέμαι πια). Όλα είναι αποδεκτά μέσα στο πλαίσιο των ηθογραφικών παραδόσεων, ακόμα και το κόκκινο σεντόνι (που ανήκει στα έθιμα της περιοχής της νύφης) το αποδέχεται αδιαμαρτύρητα.
Μια είναι η περίπτωση που πατέρας και γιος ύψωσαν το ανάστημά τους, απροσδόκητα αλλά νηφάλια, όταν τους ξεγέλασε ο αγοραστής του κτήματος (αυτό που θυμούμαι είναι ότι δεν ήμουν εγώ. Δεν ήμουν εγώ μ’ αυτόν τον αντίλογο. Το ήξερα την ίδια στιγμή που μιλούσα. Με παραξένευε αυτό που ένιωθα να γίνομαι: ένας άλλος). Έτσι λοιπόν, βλέπουμε να προοικονομείται ένα ακόμα πρωτόγνωρο χαρακτηριστικό του ήρωα: όταν στριμώχνεται, όταν αδικείται, όταν θίγεται έστω και μέσα στην επιβεβλημένη ζωή της επαρχίας που αφήνει μικρό περιθώριο επιλογών, ξυπνάει μέσα του ένα πηγαίο αίσθημα αξιοπρέπειας.
Η σκηνή του γάμου και της πρώτης νύχτας είναι από απολαυστική ως ξεκαρδιστική, και ξεφεύγει από την απλή γλαφυρή ηθογραφία, γιατί έχουμε εδώ την πρώτη ανατροπή. Έκπληκτος ο ήρωάς μας στοιχειοθετεί τα σημεία της εξαπάτησής του στο προξενιό, αλλά «έχει ριφθεί ο κύβος» και είναι πολύ αργά για να αντιδράσει, έτσι επιμένει χωρίς πολλή σκέψη να βλέπει τις θετικές όψεις. Μέχρι και η ίδια του η μάνα τον θεωρεί «αγαθό» (επίθετο που η ίδια έδινε και στον πατέρα), και μέχρις ένα σημείο ασφαλώς είναι αφελής (έμοιαζε τόσο απίστευτο, όμως δεν είχα μάθει το όνομα της νύφης), ωστόσο καθησυχάζει την οργή της λέγοντας ήρεμα και σταράτα «Μπορεί να είναι καλύτερη αυτή που πήρα. Κάθε εμπόδιο για καλό. Θαρρώ πως θα είμαι ευτυχισμένος» . Μπορούμε να πούμε ότι αποβλέπει με χαρά σ’ αυτό που του έταξε το ριζικό του σα να μην έχει σημασία το τι και το πώς, χωρίς αμφιβολίες για μια εναλλακτική επιλογή, αλλά σαν έναν διαφορετικό δρόμο που αναγκάστηκε να τραβήξει χωρίς αγκομαχητά.
Η οικογενειακή ζωή από κει κι έπειτα κυλάει ομαλά για τον ήρωα, μέχρι κι ευτυχισμένα θα έλεγε κανείς (ο γάμος πήγαινε καλά. Είχα συνηθίσει την Αρτεμισία στο σπίτι μας. Μάθαινε ο ένας τα χούγια του άλλου – «θα με συνηθίσεις και θα μ’ αγαπάς» που λέει και το λαϊκό άσμα). Η Αρτεμισία είναι λαίμαργη, παχουλή και με λεύκη, στοιχεία που τα αναφέρει απλώς ο αφηγητής χωρίς δυσφορία, όμως ο αστείρευτος ερωτικός πόθος της από τη μια τον φέρνει σε δύσκολη θέση, απ’ την άλλη του αρέσει, κι ας μην συνάδει με τα ήθη της εποχής που θέλουν τη γυναίκα ντροπαλή και σεμνή –φαίνεται ότι αυτό είναι ένα στοιχείο συνενωτικό του ζεύγους. Ο έλεγχος από τα δυο αδέρφια συνεχίζεται, αλλά έρχονται και τα δυο παιδιά -αγόρι, κορίτσι (η επιθυμία να κάνουν πολλά παιδιά σκοντάφτει σε λόγους υγείας). Όλα παρόλ’ αυτά εξελίσσονται καλά, όλα στρωτά και, παρόλα τα σύννεφα στη σχέση πεθεράς-νύφης, γεννιέται μέσα στο ζεύγος μέχρι και τρυφερότητα, και -γιατί όχι;- αγάπη.
Η ανατροπή ήρθε αιφνίδια και απροσδόκητα όταν πια ο μικρός Θεμιστοκλής έχει γίνει 8 χρονών και η Ελένη 7 χρονών. Φαίνεται ότι όλη η προηγούμενη ζωή των ηρώων, όπως και όλο το πρώτο μέρος του βιβλίου υπήρξαν για να οδηγηθούμε στο βασικό αυτό «κεφάλαιο» που κορυφώνεται στο κρίσιμο επεισόδιο, αυτό που άλλαξε ριζικά τη ζωή όλων, και τη συνειδητότητα του αφηγητή. Δεν είναι σκόπιμο να αποκαλύψω τις λεπτομέρειες, αλλά μόνο ότι ο ήρωας βρίσκεται υπόδικος, στο κρατητήριο. Εξακολουθεί να είναι εσωστρεφής, νηφάλιος και αποστασιοποιημένος, σε βαθμό που αναρωτιέται ο αναγνώστης μήπως πράγματι είναι λίγο διαταραγμένος, πράγμα που θα εξηγούσε και πολλές του αντιδράσεις.
Όμως ο μεγάλος συγγραφέας (κι εδώ θα παραπέμψω σε Ντοστογέφσκι, Τολστόι, Τσβάιχ, Παπαδιαμάντη στη Φόνισσα κλπ) δεν καταφεύγει σε τέτοιες «εύκολες» λύσεις για να εξηγήσει τις αντιφάσεις των αντι-ηρώων του. Κι εδώ, διαβάζοντας τις τελευταίες παραληρηματικές εξομολογήσεις του αφηγητή, έχεις την αίσθηση ότι τον κατανοείς, τον δικαιολογείς, κι ακόμα ότι ενδεχομένως αυτός ο διαφορετικής συναισθηματικής ευφυΐας άνθρωπος να έδωσε μια ανώτερης υφής «λύση» -όταν ξεπέρασε η ζωή τα όριά του όπως τότε με τον αγοραστή του χωραφιού που «αναγκάστηκε να γίνει ένας άλλος», και να λειτουργήσει εκτός κοινωνικών συμβάσεων.
Εκτός κοινωνικών συμβάσεων αλλά εντός των ορίων της αγάπης. Γιατί ενώ ο αφελής Αλέξης Δαφέρμος συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα στο δικαστήριο (π.χ. ρωτάει τον φρουρό αν νυστάζει, βαριέται να παρακολουθήσει, δεν απαντά για να υπερασπιστεί τον εαυτό του (ήθελα οπωσδήποτε να βρεθώ στο κελί μου. Με είχε ενοχλήσει ο θόρυβος. Από ώρα ένιωθα πόνο στο κεφάλι. Οι αντιδικίες, οι φωτογραφίες, οι ματιές του πλήθους δεν μου πήγαιναν καθόλου. Ήταν κι εκείνο το κουδούνι του προέδρου. Εκκωφαντικό), έχει όμως την ευθυκρισία να αντιληφθεί ότι η γυναίκα του, αυτή η απατεώνισσα η Αρτεμισία, σ’ αυτήν την φοβερή για κείνη περίσταση τον υπερασπίστηκε (πρέπει να με αγαπούσε. Πέρασε αυτή η σκέψη από το μυαλό μου και ήρθαν κάποιες ενοχές. Όχι για κανένα λόγο, μόνο επειδή δεν μπόρεσα να την καταλάβω ολότελα).
Παραδομένος όχι στην ενοχή, αλλά στη ροή των γεγονότων, μεταφέρει την ψυχική του ζωή στον ύπνο του, που τον βοηθά στη συνειρμική σύνδεση όλων των αναμνήσεων που συνθέτουν τη ζωή του. Οι τελευταίες δέκα σελίδες είναι η σπαραχτική εξομολόγηση ενός ανθρώπου που έχει πάρει απόφαση ότι θα φύγει απ΄ τη ζωή και ξαναβιώνει κάθε πτυχή της (από τη στιγμή που έκλεινα τα μάτια μου, τα όνειρα κατέβαιναν στις ξεχασμένες μέρες/ήρθαν όλες εκείνες οι ανησυχίες της εφηβείας στον ύπνο μου, ζωντάνεψε ο ζωγράφος στο όνειρο/άβυσσος είναι η σκοτεινή ρίζα μας, τα σκοτάδια της ψυχής που δεν ημερώνουν. Και το φως, ανόητε νεαρέ, ψάξε, βρες το μέσα στη φωνή της αλήθειας που σε αναστατώνει και δεν την ακούς/στο φως δεν υπάρχει λησμονιά, να το ξέρετε, δεν υπάρχει…).
Όμως, φωτισμένος από ένα άλλο φως, θα λέγαμε εσχατολογικό, απορεί που βλέπει τώρα τα ίδια πράγματα με διαφορετικό τρόπο (ελευθερώθηκα από καθετί που με έδενε με τη γη. Αν είχα πριν μια κρυφή ελπίδα, έφυγε, έφυγε από μέσα μου). Όλα έχουν τελειώσει κι αυτό είναι συνειδητό, αλλά ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό. Ίσως αλλού να υπάρχει συνέχεια.
Τέλος, η άποψη που ειπώθηκε παραπάνω, ότι “ο διαφορετικής συναισθηματικής ευφυΐας άνθρωπος ίσως να έδωσε μια ανώτερης υφής «λύση»”, επιβεβαιώνεται από τη συγκλονιστικότερη φράση, την πιο ακραία του συνειδητοποίηση όπως διατυπώνεται στην τελευταία σελίδα, που νομίζω δίνει και το «κλειδί» που ερμηνεύει την πράξη του:
Ένιωθα ξαφνικά να με κατακλύζει μια ακατανίκητη νοσταλγία για το παιδί μου, που μου έκοψε την ανάσα. Έγινε αυτό μέσα μου, δεν μπορούσα να το ελέγξω, μου πήρε το μυαλό. Το παιδί μου ήθελα να δω, αλλά όχι εδώ, όχι στη γη, αλλού, στον κόσμο που δεν βλέπουμε, στον κόσμο που δεν μαραίνονται τα λουλούδια, και να του πω πως για όλα έφταιγε η αγάπη, τούτη η αγάπη η δική μου, που’ ναι δύσκολη, δύσκολη π’ ανάθεμά την.
Χριστίνα Παπαγγελή
Υγ. Πολύ αξιόλογη η προσέγγιση του Ν. Βατόπουλου , όπως και η συνέντευξη του συγγραφέα στη Βένα Γεωργακοπούλου (LIFO)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου