Ο κύριος Γουάιλντερ είναι ο γνωστός σκηνοθέτης Μπίλι Γουάιλντερ[1] ("Μερικοί το προτιμούν καυτό", "Γλυκιά μου Σαμπρίνα", "Η τροτέζα" κ.α.) και η αφηγήτρια (το «εγώ») είναι η Καλλιστώ, μια μεσήλικη γυναίκα μισοελληνικής καταγωγής (πατέρας ελληνο-σλοβένος, μητέρα αγγλίδα) που αφηγείται τη συνάντησή της με τον σκηνοθέτη στην Αμερική το 1978, όταν με επεισοδιακό τρόπο τον γνώρισε και τελικά διείσδυσε ως μεταφράστρια ελληνικών στα γυρίσματα της ταινίας του «Φαιδώρα»[2], και στη συνέχεια τον ακολούθησε ως σύμβουλος στην κινηματογραφική ομάδα.
Ο
ιστορικός χρόνος, το «σήμερα», είναι χρόνια μετά (2020), όπου η εξηντάχρονη Καλλιστώ
ζει στο Λονδίνο, είναι παντρεμένη μητέρα δύο κοριτσιών και στην αφήγησή της
κάνει αλλεπάλληλα φλας μπακ, είτε επτά χρόνια πίσω, στην εποχή που οι κόρες της
βρίσκονται στο δύσκολο σταυροδρόμι των σπουδών/σχέσεων με αγόρια κλπ, είτε στην
εποχή που αντίστοιχα εκείνη, στην ηλικία των αναζητήσεων αποφάσισε να κάνει ένα
τυχοδιωκτικό ταξίδι το 1978 τελείως μοναχή της, όντας μόλις 19 χρονών. Σε κείνο
το ταξίδι είναι, που με απίστευτα τυχαίο τρόπο γνώρισε τον δημοφιλή χολιγουντιανό
σκηνοθέτη (χωρίς να έχει ιδέα ότι δεν
ήταν απλώς διάσημος αλλά πασίγνωστος, θρυλικός για την ακρίβεια), που της
χάρισε όχι μόνο σημαντικές εμπειρίες από το πλατώ του κινηματογράφου, αλλά
απίθανες στιγμές και εξαιρετικές γνωριμίες με αξιόλογους ανθρώπους που τους
γνωρίζει εκ των έσω (Μάρθα Κέλλερ, Γουίλλιαμ Χόλντεν, Χένρι Φόντα, Αλ Πατσίνο).
Γιατί ο αυθορμητισμός και το νεαρόν της ηλικίας της 19χρονης Καλλιστώς
προσελκύουν τον μεσήλικα πια Γουάιλντερ και κυρίως τον περίφημο συνεργάτη του
και συν-σεναριογράφο του σε πολλές ταινίες, τον εσωστρεφή Ιζ Ντάιαμοντ[3], που
αναπτύσσει μια ιδιαίτερα εσωτερική σχέση
με την Καλλιστώ.
Βρισκόμαστε
στη δεκαετία του ’70, και στην Ελλάδα οι γνώσεις αλλά και η σχετική
βιβλιογραφία γύρω από την
κινηματογραφική τέχνη είναι στα σπάργανα. Η Καλλιστώ, που ήδη
πειραματίζεται με τη μουσική σύνθεση, γοητεύεται αλλά είναι αδαής στα
κινηματογραφικά. Έτσι, βλέπουμε με ενδιαφέρον να βουτάει στα βαθιά, να μπαίνει
με φόρα στον κόσμο του κινηματογράφου με την παρθένα ματιά της νιότης, να
βλέπει ταινίες, να ψάχνει σε βιβλία, μια ενεργητική ύπαρξη με πάθος και όρεξη.
Η Καλλιστώ άλλωστε γράφει μουσική, κι έτσι προσελκύεται ιδιαίτερα απ’ τον
περίφημο Μίκλος Ρόζα (έπαιξαν τη μουσική
σας για τον κινηματογράφο ή τη σοβαρή;/δεν θεωρείτε σοβαρή τη μουσική για τον
κινηματογράφο;), του οποίου ηχογραφεί όλες τις μουσικές επενδύσεις σε
ταινίες του Γουάιλντερ (είμαι πια πολύ
εξοικειωμένη με την τρυφερότητα και τον λυρισμό που τον χαρακτήριζε).
Δεν
μπορώ να κρίνω ούτε να ερευνήσω τα μυθοπλαστικά
στοιχεία που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας, πού δηλαδή τελειώνει η
πραγματικότητα και πού αρχίζει η
φαντασία. Σίγουρα η ταινία Φαιδώρα παίχτηκε ακριβώς με το καστ που αναφέρεται
στο μυθιστόρημα, και σίγουρα η νεαρή μεταφράστρια στην Κέρκυρα ήταν προϊόν
φαντασίας. Η ταινία δεν είχε την ίδια τύχη με τις προηγούμενες, ούτε καν
υπάρχει τώρα στο διαδίκτυο, παίχτηκε ελάχιστα και ήταν «Η πιο περίεργη ταινία που παίχτηκε ποτέ στην Κέρκυρα», μετά το μεσουράνημα του σκηνοθέτη, εφόσον δεν
ήταν μόνο το χιούμορ και το ύφος του Μπίλι Γουάιλντερ κάπως πια ξεπερασμένο,
αλλά και η εποχή που ο απαστράπτων ρομαντισμός του μεσοπολεμικού Χόλλυγουντ έδινε τα
σκήπτρα σε άλλου είδους ταινίες, όπως του Σπίλπεργκ . Άλλωστε κι ο ίδιος ο
σκηνοθέτης, όπως ομολογεί μέσα στο βιβλίο, ήθελε να δείξει ακριβώς αυτό με την
ηρωίδα του την Φαιδώρα: μια ξεπεσμένη μεγάλη ηθοποιό που καταφεύγει στην
Κέρκυρα σε απομόνωση, αναζητώντας τη χαμένη ομορφιά και λάμψη του Χόλλυγουντ.
Ο εβδομηντάχρονος
πλέον Μπίλι Γουάιλντερ βιώνει μια ανάλογη δοκιμασία την εποχή που περιγράφεται
στο βιβλίο: τη δοκιμασία του αστέρα που έχει περάσει πια η λάμψη του. Νομίζω
αυτό το υπαρξιακό μεταίχμιο ήθελε να αποδώσει μυθιστορηματικά ο Τζόναθαν Κόου,
όπως άλλωστε φαίνεται κι απ την συνέντευξή του, την «αποτυχία» μιας κορυφαίας καταξιωμένης ιδιοφυΐας
αλλά και κάτι ακόμα:
Ο
Μπίλι Γουάιλντερ, παρόλο
που αποδίδει πολύ χαρακτηριστικά το αμερικάνικο πνεύμα στις ταινίες του, ο ίδιος δεν ήταν Αμερικανός. Ήταν
Αυστροεβραίος, κι έφυγε από τη Γερμανία με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία,
ενώ κυνηγήθηκε η οικογένειά του λόγω εβραϊκής καταγωγής. Τον καίει η
«κοινοτοπία του κακού» που τη βίωσε στο
πετσί του, όταν επιστρέφοντας στην μεταπολεμική Γερμανία διαπίστωσε ότι οι
ντόπιοι Γερμανοί απαρνούνταν τις θηριωδίες και την συλλογική ευθύνη. Έτσι, καθώς
το άστρο του που μεσουρανούσε επί δεκαετίες άρχισε να γέρνει προς τη δύση, η
φράση-κλειδί στο πίσω μέρος του μυαλού του, όταν έφτιαχνε τη «Φαιδώρα» με
χρηματοδότητση της γερμανικής κυβέρνησης (γιατί
οι ΗΠΑ δεν ενέκριναν το σενάριο), ήταν: «Αν γίνει τεράστια επιτυχία,
παίρνω εκδίκηση απ’ το Χόλιγουντ. Αν είναι παταγώδης αποτυχία, παίρνω εκδίκηση
για το Αουσβιτς». Γιατί, όπως λέει κι ο ίδιος ο συγγραφέας Κόου στη συνέντευξή του στην Εφ. Συντ., όταν η ταινία
του σκηνοθέτη απορρίφθηκε στην Αμερική, «αναγκάστηκε
να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη κι όχι απλώς στην Ευρώπη αλλά στη Γερμανία (όπου
η ταινία του βρήκε χρηματοδότες) – μια χώρα την οποία αγαπούσε και ταυτόχρονα
μισούσε. Την αγαπούσε επειδή τον είχε αναθρέψει και τη μισούσε επειδή είχε
ενστερνιστεί μια ιδεολογία που είχε οδηγήσει στους θανάτους της μητέρας του και
άλλων μελών της οικογένειάς του»
Στη
μαγεμένη Καλλιστώ αποκαλύπτεται σιγά σιγά αυτή η κρυφή πτυχή του σκηνοθέτη (έτρεφε μια βαθιά, προσωπική, άσβεστη
απογοήτευση), κυρίως στην εκπληκτική σκηνή στο Μόναχο (όπου συνεχίστηκαν τα
γυρίσματα της «Φαιδώρας»), και συγκεκριμένα στην τραπεζαρία του υπερπολυτελούς
ξενοδοχείου όπου βλέπουμε αρχικά τη σύγκρουση του Αλ Πατσίνο με το Γουάιλντερ,
με αφορμή το τσίζμπεργκερ που παρήγγειλε ο Πατσίνο αλλά ουσιαστικά με θέμα τις διαφορές του
αμερικανικού και του ευρωπαϊκού
πνεύματος. Η ειρωνεία που φτάνει στην αγένεια και το καυστικό χιούμορ του Γουάιλντερ προς τον Πατσίνο κορυφώνονται,
μέσα όμως στον χλευασμό («δούλεμα» θα το λέγαμε) κρύβεται τρυφερότητα και
σεβασμός στον άλλον. Όταν όμως κάποιος απ’ τους Γερμανούς χρηματοδότες στην
παρέα αμφισβήτησε τη συλλογική ευθύνη των ναζιστικών εγκλημάτων (μπορεί να μην αντιλαμβάνεστε σε αυτόν τον
βαθμό επειδή ζείτε εδώ, αλλά όταν έρχεσαι σε μια πόλη όπως το Μόναχο από το
εξωτερικό βλέπεις τους ηλικιωμένους, ξέρετε, και σκέφτεσαι, εντάξει, εσύ τι
έκανες το 1942, το 1943, όταν εξελίσσονταν όλα αυτά τα πράγματα, όλα αυτά τα
φριχτά πράγματα;), ο Μπίλι ξεκίνησε μια ιστορία προκειμένου να «πείσει» τον
ουδέτερο νεαρό, που παρεμβάλλεται εν είδει σεναρίου, κι όπου πρωταγωνιστής και
αφηγητής είναι ο ίδιος.
Πρόκειται
για έναν πρωτότυπο τρόπο να συμπεριληφθεί ένα σύντομο βιογραφικό του Μπίλι
Γουάιλντερ∙ μια επιστροφή στα χρόνια μετά το 1933, στο Βερολίνο την εποχή της
ανάληψης της εξουσίας από τον Χίτλερ, του Ράιχσταγκ, και της αυτοεξορίας του: Ελβετία,
Παρίσι, Λονδίνο, Αμερική όπου έμεινε 11 χρόνια και διακρίθηκε ως σκηνοθέτης για
να επιστρέψει στην Ευρώπη μεταπολεμικά. Στο Χόλιγουντ ο πόλεμος ήταν κάτι
μακρινό, και δεν μετάνιωσε που έφυγε πολύ πριν ξεσπάσει… Όμως τι απέγινε η οικογένειά μου; Τα τελευταία
χρόνια, αυτό το ερώτημα με κρατούσε ξύπνιο τα βράδια –ή, αν κατάφερνα να
κοιμηθώ, μου προκαλούσε εφιάλτες.
Η εγκιβωτισμένη
αφήγηση του Μπίλι Γουάιλντερ (πάντα με τη μορφή σεναρίου) έχει ως πυρήνα τη
βιωματική του εμπλοκή με τη γνωστή ταινία μικρού μήκους που γύρισε «Death mills»[5], ένα
σύντομο ντοκιμαντέρ με σκηνές από τις πρώτες μπομπίνες που κυκλοφόρησαν από τα στρατόπεδα
συγκέντρωσης, που τις είδε πρώτος ο Γουάιλντερ, επιλεγμένος γι αυτήν τη δουλειά ως γερμανόφωνος και ειδικός του
κινηματογράφου. Στην ερώτηση του
-γνωστού Ούγγρου σκηνοθέτη- Έμερικ Πρεσμπέργκερ γιατί υποβάλλει τον
εαυτό του σ’ αυτήν την τόσο ψυχοφθόρα διαδικασία, δίνει την εκπληκτική απάντηση
: «Ψάχνω τη μητέρα μου». Και η ερώτηση
που επιφυλάσσει στον νεαρό Γερμανό που αμφισβητεί τις θηριωδίες είναι: «Αν το ολοκαύτωμα είναι ψέμα, πού είναι η
μητέρα μου;».
Όμως
πρωταγωνιστής δεν είναι μόνο ο σκηνοθέτης, είναι και η Καλλιστώ, της οποίας
παρακολουθούμε την ενδιαφέρουσα πορεία στον μαγικό κόσμο του έρωτα και της τέχνης.
Στο τέλος του βιβλίου μάλιστα, ο συγγραφέας μάς χαρίζει μια ιδιαίτερη συνάντηση
με τον σκηνοθέτη, όπου ξεδιπλώνουν τις σκέψεις τους για την τέχνη και την έμπνευση
(δεν χρειάζεται να πας σινεμά για να
μάθεις ότιη ζωή είναι άσχημη. Πηγαίνεις επειδή
εκείνες οι δυο ώρες θα δώσουν στη ζωή σου μια μικρή σπίθα), πίνοντας γαλλικό
κρασί, τρώγοντας μπρί (!), και συμφωνώντας στο ότι
[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CF%80%CE%AF%CE%BB%CE%B9_%CE%93%CE%BF%CF%85%CE%AC%CE%B9%CE%BB%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%81
[2] https://en.wikipedia.org/wiki/Fedora_(1978_film), https://www.athinorama.gr/cinema/movie/fedora-1000355.html, http://www.corfuland.gr/el/politistika/afieroma/fedora-h-pio-periergi-tainia-poy-gyristike-pote-stin-kerkyra.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου