Εσύ που αναζητάς τι είναι η ζωή μέσα στο θάνατο
τώρα τη βρίσκεις σαν αέρα που ήταν κάποτε ανάσα
(Φούλκε Γκρέβιλ)[1]
Δεν μπορεί κανείς να διαβάσει
το βιβλίο αυτό και να μην ταυτίζεται με τον αφηγητή, να μη σκέφτεται ότι θα
μπορούσε ο ίδιος ή κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο να βρίσκεται στη θέση του. Κι
αυτό γιατί πρόκειται για τη μαρτυρία του γιατρού-νευροχειρουργού και συγγραφέα
του βιβλίου Πωλ Καλανίθι, που καταγράφει
τις προσωπικές του σκέψεις/συναισθήματα, από τη στιγμή που έμαθε -νεότατος-
ότι πάσχει από γενικευμένο καρκίνο, μέχρι τον θάνατό του δυο χρόνια αργότερα.
Το «όταν η ανάσα γίνεται
αέρας» είναι ένα βιβλίο- εξομολόγηση, όχι ακριβώς λογοτεχνικό∙ είναι απ’ αυτά στα οποία, επειδή δεν μπορώ να
τα κατατάξω, βάζω την ετικέτα… «αταξινόμητα». Ο βιωματικός του χαρακτήρας, το
τύπου ημερολογίου ύφος, η αντιστοιχία των γεγονότων με την πραγματικότητα (όσο
υποκειμενική κι αν είναι αυτή), αλλά κυρίως η συγκλονιστική περίσταση που
αντιμετωπίζει ο αφηγητής/συγγραφέας, οδηγούν τον αναγνώστη σε καθολική
συμμετοχή. Ο Καλανίθι δεν μπόρεσε να αποφύγει τον θάνατο, αλλά κατά τη γνώμη
μου πάλεψε όσο μπορούσε καλύτερα με το άγχος του θανάτου, με την κατάθλιψη που
προκαλεί η ιδέα της άμεσης αποχώρησης από τη ζωή προσπαθώντας να ζήσει στο
μικρό διάστημα που του απέμενε μια ζωή με νόημα.
Και ήταν μόνο 36 χρονών.
Πάντα στον θάνατο εμπλέκεται
η ειρωνεία, αλλά εδώ ξεπερνά τα όρια: ο επιτυχημένος ειδικευόμενος
νευροχειρουργός, που ακόμη βρίσκεται στο τελευταίο έτος της ειδικότητας, έχει
διαγνώσει άπειρους καρκίνους στον τομέα του, έχει εγχειρήσει πάμπολλες δύσκολες
περιπτώσεις, έχει παρηγορήσει πάσχοντες και ασθενείς, έχει κατευοδώσει νέους
και ηλικιωμένους στο τελευταίο τους ταξίδι. Στην ίδια αίθουσα που έμπαινε μέχρι
τώρα με τη μπλούζα του γιατρού, θα μπει κάποια στιγμή με τη ρόμπα του ασθενή,
και με πολύ δυσοίωνες προβλέψεις: ο καρκίνος του πνεύμονα είναι γενικευμένος,
σε τέταρτο στάδιο, και προκαλεί τρομερούς πόνους.
Παρακολουθούμε κάθε μικρή και
μεγάλη εξέλιξη, κάθε μικρό ή μεγάλο πόνο, κάθε μικρή ή μεγάλη ελπίδα, ενώ στο
πλάι του Πωλ παραστέκονται με αξιέπαινο τρόπο οι γονείς, η γυναίκα του (με την
οποία η σχέση περνούσε κρίση λόγω μακρόωρων απουσιών του Πωλ) και πάμπολλοι
συνάδελφοι και φίλοι. Όσο διαρκεί η αρρώστια του, βρίσκει παρηγοριά στη
λογοτεχνία ή στη γραφή (γράφει αυτό το βιβλίο). Άλλωστε, η λογοτεχνία ήταν το
πρώτο του ενδιαφέρον, και οι πρώτες του σπουδές, πέρα από την
ανθρωποβιολογία, ήταν πάνω στην αγγλική
λογοτεχνία και τη φιλοσοφία (σ’ όλο το
κολέγιο, η μοναστική, σχολαστική μου μελέτη του ανθρώπινου νοήματος ερχόταν σε
αντίθεση με την ανάγκη να σμιλέψω και να δυναμώσω τις ανθρώπινες σχέσεις που
διαμόρφωναν αυτό το νόημα/σπούδασα λογοτεχνία και φιλοσοφία για να καταλάβω τι
είναι αυτό που δίνει νόημα στη ζωή). Δεν είναι επομένως τυχαία η επιλογή των
συγκεκριμένων αντικειμένων (λογοτεχνία, φιλοσοφία, ιατρική, εφόσον θεωρεί ότι
το περιεχόμενό τους είναι συμπληρωματικό)
Στα σύντομα κεφάλαια του
βιβλίου όπου ο συγγραφέας αναφέρεται στα χρόνια πριν την εκδήλωση της αρρώστιας,
δίνει αρκετή έμφαση στις επιλογές των σπουδών του. Στην αναζήτηση αυτού του «ανθρώπινου
νοήματος», δεν ήταν τυχαία η κατοπινή επιλογή σπουδών, στον τομέα των
νευροεπιστημών: σπούδασα νευροεπιστήμες
και εργάστηκα σ’ ένα εργαστήριο Λειτουργικής Μαγνητικής Τομογραφίας, για να
καταλάβω πώς θα μπορούσε ο εγκέφαλος να δώσει πνοή σ’ έναν οργανισμό ικανό να
βρει νόημα στον κόσμο. Η ιατρική που ακολούθησε στη συνέχεια ήταν για τον
Πωλ Καλανίθι ένα μέσον για να απαντήσει στο αρχικό του ερώτημα, τι κάνει την ανθρώπινη ζωή σημαντική ακόμα
και μπροστά στον θάνατο και στη φθορά. Θεωρεί την ιατρική μέσον για να
προσεγγίσει μια σοβαρή ανθρωποβιολογική
φιλοσοφία.
Έτσι περιγράφει γλαφυρά τα
συναισθήματα των φοιτητών μπροστά στα ψεύτικα, αλλά και στα πραγματικά αργότερα
πτώματα στο μάθημα της ανατομίας, προβάλλοντας αρκετά την ηθική διάσταση του
θέματος και ασχολείται πολύ με τη σχέση ιατρού και ασθενών, υιοθετώντας την
πρωτοποριακή άποψη ότι ο γιατρός πρέπει να ασχολείται πολύ με την ιδιαίτερη
προσωπικότητα κάθε ασθενή. Μιλά για τα λάθη του, για τους απρόσμενους
θανάτους που αντιμετώπισε ως ειδικευόμενος γιατρός, για την πρώτη γέννηση. Για
την κούραση που μπορεί καμιά φορά να οδηγήσει τον φοιτητή να προσευχηθεί να
έχει τόσες μεταστάσεις ο ασθενής ώστε να μη χρειαστεί εγχείρηση (και φυσικά για
τις τύψεις που ακολουθούν)!
Όμως οι νευροχειρουργοί έχουν
ακόμα πιο έντονες προκλήσεις: κάθε
επέμβαση στον εγκέφαλο είναι, κατ’ ανάγκην, μια χειραγώγηση της ουσίας του
εαυτού μας και κάθε συζήτηση μ’ έναν ασθενή που υφίσταται επέμβαση στον
εγκέφαλο μοιραία θα βρεθεί αντιμέτωπη μ’ αυτό το γεγονός. Ο γιατρός, σ’
αυτές τις περιπτώσεις, αποφασίζει εν πολλοίς τι είδους ζωή αξίζει να ζήσει ο
ασθενής (π.χ. θα αντάλλασσες την
ικανότητα της ομιλίας, τη δική σου ή της μητέρας σου, για λίγους μήνες παραπάνω
ζωής στα μουγγά;). Έτσι, ο Πωλ αναγκάζεται να εκπαιδευθεί στο να καθοδηγεί
τους ασθενείς και τους συγγενείς τους να κατανοούν
τον θάνατο ή την αρρώστια. Όπως λέει ο ίδιος, δεν καλείται να προστατέψει
απλώς τη ζωή, αλλά και την ταυτότητα του
ανθρώπου.
Έτσι, θα έλεγε κανείς ότι,
πέρα από την ειρωνεία να βρίσκεται πια στη θέση του πάσχοντα, ήταν κάπως
προετοιμασμένος να επεξεργαστεί τα νέα ερωτήματα που του έβαλε η ίδια του η
μοίρα. Μετά τις πολύ ισχυρές θεραπείες, ο Πωλ βρίσκει το κουράγιο να
ξαναγυρίσει στους εξουθενωτικούς ρυθμούς της δουλειάς του, που, όπως ο ίδιος
διατείνεται με πολύ πειστικό τρόπο, δεν είναι δουλειά αλλά λειτούργημα («ηθική
δράση»). Με τη γυναίκα του Λούσυ μάλιστα κάνουν όλες τις απαραίτητες ενέργειες
να αποκτήσουν παιδί, κρατώντας σπέρμα απ’ τον οργανισμό του προτού προσβληθεί
από τις χημειοθεραπείες∙ και το καταφέρνουν: το αγοράκι τους γίνεται οκτώ μηνών
όταν θα χάσει τον πατέρα του.
Αν το βάρος της θνητότητας δεν γίνεται
ελαφρότερο, μήπως τουλάχιστον γίνεται πιο οικείο;
Δεν είναι οι απίστευτα
συγκινητικές προσπάθειες που κάνει ο 36χρονος μελλοθάνατος να κρατηθεί στη ζωή,
αυτό που συγκλονίζει περισσότερο απ’ όλα τον αναγνώστη. Ο Πωλ μιλά για τον ίδιο του
τον θάνατο ψυχρά σαν γιατρός (με στατιστικά και πιθανότητες) και ταυτόχρονα εν
θερμώ μέσα σ’ ένα συγκινησιακό κλίμα, σαν ασθενής (Το γεγονός του θανάτου σε αναστατώνει. Όμως δεν υπάρχει άλλος τρόπος να
ζήσεις). Γιατί καμία θεραπεία δεν
μπορεί να δώσει τις απαντήσεις στα ερωτήματα -που θα πρεπε να απασχολούν όλους-,
τι «πρέπει» να κάνει ο άνθρωπος τη ζωή του στο λίγο χρονικό διάστημα που του
μέλλει να ζήσει, δηλαδή πώς να ζήσει… Στο μικρό, όμως περιθώριο ζωής που συνειδητοποιεί ότι του απομένει, είναι στριμωγμένος ανάμεσα σε διλήμματα και
ερωτήματα πιεστικά, όπως, π.χ. να κάνει παιδί ή όχι (δεν νομίζεις ότι αποχαιρετώντας το παιδί σου θα νιώσεις πιο οδυνηρά τον
θάνατο;)
Ο Πωλ Καλανίθι, δίνει
απαντήσεις μέσα από τη δράση του και τον αναστοχασμό του, και μέσα σ’ αυτήν την
ακραία κατάσταση συνειδητοποιεί ότι η επιστημονική γνώση δεν μπορεί να ορίσει
την υπαρξιακή, εσώτερη φύση της
ανθρώπινης ζωής, η οποία είναι μοναδική, υποκειμενική και απρόβλεπτη. Το
ύστατο καταφύγιο γίνεται η λογοτεχνία (χρειαζόμουν
τις λέξεις για να προχωρήσω). Όταν νιώθει
το μοιραίο «Δεν μπορώ να συνεχίσω», αμέσως
το αντίφωνό του απάντησε, συμπληρώνοντας τις έξι λέξεις του Σάμιουελ Μπέκετ,
λέξεις που τις είχα μάθει πολύ καιρό πριν σαν προπτυχιακός φοιτητής: Θα
συνεχίσω. Γιατί…
παρότι πεθαίνω, μέχρι να πεθάνω στ’
αλήθεια, εξακολουθώ να ζω.
Υ.Γ. Οι τελευταίες 30 σελίδες
είναι γραμμένες από την γυναίκα του Πολ, τη Λούσυ, που περιγράφει όλα τα
οδυνηρά συμπτώματα του τέλους αλλά και απίστευτες, ιερές στιγμές, μεγαλείου και αγάπης. Το μικρό αυτό σημείωμα της Λούσυ Καλανίθι
μας διαβεβαιώνει ότι κανένας δεν μπορεί να νικήσει την θνητότητα, αλλά είναι
στο χέρι σου να αντιμετωπίσεις τον θάνατο με ακεραιότητα. Και ότι ο Πολ
Καλανίθι τα κατάφερε.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου