Σάββατο, Μαΐου 19, 2018

Ιστορίες ανθρώπων, Βασίλη Διακοβασίλη


Δώδεκα ανθρώπινες ιστορίες, με αφετηρία τους τη σύγχρονη πραγματικότητα λίγο ως πολύ, ξετυλίγονται μέσα στο μικρό αυτό βιβλίο -αυτοέκδοση  του αγαπητού φίλου, συναδέλφου-εκπαιδευτικού και συν-αναγνώστη (στη Λέσχη Δράμας) Βασίλη Διακοβασίλη.  Δώδεκα διηγήματα στα οποία καταθέτει κομμάτια απ’ τον κόσμο τον δικό του και των ανθρώπων γύρω του, απ’ τον τόπο καταγωγής του (Κάρπαθο), από τη μεγάλη πόλη (Θεσσαλονίκη), απ΄ τη ζωή του εκπαιδευτικού.
Όταν η ζωή λοιπόν γίνεται διήγημα∙ μέσα στα οποία μπορεί να αναγνωρίσει κανείς και τον εαυτό του, όπως στα δύο όπου περιγράφεται ο διορισμός του δασκάλου στο Καστελόριζο[1], ή η ψυχολογία των αναπληρωτών εκπαιδευτικών την εποχή της κρίσης που κάθε χρονιά τοποθετούνται σε καινούρια σχολεία κουβαλώντας ολόκληρο νοικοκυριό[2]. Απολαμβάνουμε τη μοναδικότητα της Καρπάθου και γενικότερα των Δωδεκανήσων στην ελληνική ιστορία, που γνώρισαν και  -πρόσφατα μάλιστα- την ιταλική κατοχή (ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα το 1947, ουσιαστικά εμφύλιο δεν έζησαν), την ιδιαίτερη πολιτική της εξέλιξη. Στο σήμερα αλλά και στο παρελθόν, όπως στο σύντομο, γουστόζικο  «Ένα καλοκαίρι kitsch», με τόσο γνώριμες εικόνες για όποιον έχει ζήσει τα καλοκαίρια στα τουριστικά νησιά τη δεκαετία του ’80. Η συνάντηση των ηρώων ξανά στο νησί των ερωτευμένων πριν από χρόνια, (τότε που ακόμα ζούσαν στο παρόν και ονειρεύονταν το μέλλον) στο διήγημα «Συνέχισε το δρόμο του!» και ο φευγαλέος έρωτάς τους στο σήμερα (τα σώματα και οι καρδιές να χορεύουν στο ρυθμό της νιότης τους), για να ξαναχαθούν οριστικά, ίσως δεν είναι κάτι τόσο συνηθισμένο. Αντίθετα, το «Ένα πικάπ με περίμενε στη γωνία», που περιγράφει τις κυριακάτικες εκδρομές στη θάλασσα με το αστραφτερό λεωφορείο που διέθετε και… πικάπ, πέρα από τη δραματική εξέλιξη παρουσιάζει και λαογραφικό ενδιαφέρον. 
Υπάρχουν όμως και ιστορίες εξαιρετικά ασυνήθιστες, απ’ αυτές που όταν τις διαβάζεις λες μέσα σου «πόση φαντασία έχει ο συγγραφέας», ιστορίες που, όπως μας διαβεβαίωσε ο συγγραφέας στη λέσχη, στην ουσία τους είναι εμπνευσμένες από πραγματικά γεγονότα (με απαραίτητες λογοτεχνικές παρεμβάσεις) και που επιβεβαιώνουν τον κανόνα ότι η πραγματικότητα ξεπερνά κάθε φαντασία. Πράγματι, είναι όχι απλώς ιστορίες  ανθρώπων, αλλά ανθρώπινες, όπου δηλαδή πρωταγωνιστεί η «ανθρωπινότητα», τα ιδιαίτερα πάθη των ανθρώπων που οδηγούν π.χ. έναν απ’ τους ήρωες να δουλεύει 40 (!) χρόνια στην ξενιτιά για να μπορέσει να παντρευτεί την πρώτη του αγάπη, στην κλειστή κοινωνία που ζητά απ' τον μέλλοντα σύζυγο να έχει οικονομική άνεση. Ή τον μοναχικό Περικλή, τον ήρωα του διηγήματος «Θε μου, η μητρική στοργή πού το βρήκε τόσο δηλητήριο;», που η «στοργή» της μάνας του, αλλά κυρίως η δική του αδυναμία να φύγει από τη μάνα, του χαντάκωσε όλη τη ζωή. Και στο διήγημα «Ο μόνος δρόμος» η ηρωίδα αγαπούσε τον τόπο της αλλά αυτός αντί να σε κάνει ελεύθερο, αντί να σου δίνει τη δύναμη να υψώνεσαι και να τον καμαρώνεις από ψηλά, σε κρατούσε κάτω, δεμένη σφιχτά, με αλυσίδες τους ίδιος τους ανθρώπους του. Η Μαρία, στις σπουδές της στη Θεσσαλονίκη, έρχεται σ επαφή μ’ άλλους κόσμους, άλλους ανθρώπους που έχουν άλλες ιστορικές μνήμες (εδώ ο συγγραφέας βρίσκει ευκαιρία να μας δώσει μια γεύση του εθνικού διχασμού στον εμφύλιο), που την οδηγούν στο να μεθοδεύσει την επανάστασή της (στη Θεσσαλονίκη η Μαρία ανέπνεε. Επιτέλους αισθανόταν ελεύθερη, παρά τη δικτατορία στην οποία ζούσαν).
Χαρακτηριστικό στοιχείο του ύφους είναι η απλότητα, οι συγκρατημένες συναισθηματικές πινελιές (Είμαι μόλις 22 χρόνων. Δεν έχω να πω κατι με τον εαυτό μου. Αυτό που θέλω είναι να γεμίσω την ψυχή μου με ζωή) και η συνοπτική αφήγηση∙ μεγάλες χρονικές περίοδοι  περιλαμβάνονται σε λίγες αράδες (με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που αυτό συνεπάγεται). Με λιγοστές εξαιρέσεις, τα διηγήματα (ειδικά της δεύτερης κατηγορίας) θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν τον σκελετό μιας νουβέλας ή ακόμα κι ενός μυθιστορήματος.
Ξεχωρίζει στη δομή αλλά και στο ύφος το δισέλιδο «Η ωραία εποχή», ένα ποιητικό σχέδιο ενηλικίωσης (σελήνη ολόγιομη και λαμπρή!... είσαι μόλις στα δεκάξι σου!), και το τελευταίο διήγημα του βιβλίου για το περιεχόμενο (το πρώτο που γράφτηκε, όπως μάθαμε απ’ τον συγγραφέα), που είναι εμπνευσμένο από μια μυθιστορηματική ηρωίδα, του βιβλίου του Θαραλούκι «Για εραστές και κλέφτες». Ο Διακοβασίλης συνεχίζει κατά το δοκούν την πλοκή με επίκεντρο την γοητευτική Ντολόρες, δίνοντας κατά τη γνώμη μου μια τραγική διάσταση (δεν θυμάμαι ακριβώς το ρόλο της Ντολορές στο αρχικό βιβλίο), ενώ ο τίτλος του διηγήματος «Μια συνηθισμένη ιστορία» έρχεται σε αντίθεση με το ασύνηθες περιεχόμενο.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] «Καστελόριζο, προ αεροδρομίου, προ Mediterraneo, προ διαγγέλματος Παπανδρέου»
[2] «Είναι κουτό, γιατρέ… ή μήπως δεν είναι και τόσο;»

Δεν υπάρχουν σχόλια: