Ένα ακόμα συναρπαστικό
βιβλίο του Αλγερινού συγγραφέα, ξεχωριστό και ως προς το περιεχόμενο και ως
προς το ύφος. Μόνη παραφωνία ο τίτλος (ιδιαίτερα στην ελληνική μετάφραση),
τίτλος που θυμίζει ευπώλητο βιβλίο εμπορικών εκδόσεων... Ο γαλλικός τίτλος: "Les anges meurent de nos
blessures", δηλ. "Οι άγγελοι
πεθαίνουν απ' τις πληγές μας" είναι φυσικά πιο κοντά στο θέμα, άλλωστε
γίνεται σχετική αναφορά προς το τέλος του μυθιστορήματος οπότε ο πρωταγωνιστής
Τυραμπό αναστοχάζεται: μετά τις τρομερές
του περιπέτειες συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχουν πια "άγγελοι", δεν
υπάρχει χώρος για τον έρωτα, χώρος για το όνειρο... ναι, εσύ, ο σκοτεινός δίδυμος αδερφός
μου, ξέρεις γιατί δεν είμαστε πια παρά η ενσάρκωση των παλιών μας
δαιμόνων; Επειδή σκοτώσαμε τους αγγέλους με τις λαβωματιές μας. Κι όταν πια
έχεις διαβάσει το βιβλίο, νιώθεις και καταλαβαίνεις πόσο δίκιο έχει ο ήρωας
-αφηγητής.
Οι καταπληκτικότερες σελίδες κατά τη γνώμη μου είναι οι πρώτες
είκοσι... εφάμιλλες του αντίστοιχου αποσπάσματος του Ντοστογιέβσκι. Βλέπουμε
ανάγλυφα την ψυχή του ανθρώπου που οδηγείται στη γκιλοτίνα. Η γραφή του Χαντρά
καρφώνει τον αναγνώστη, ζούμε την επιθανάτια
αγωνία του ήρωα, τον οποίο συμπαθούμε εκ προοιμίου μέσα από την οξυδερκή και
συγκλονιστική του αφήγηση, που δείχνει υψηλή συνειδητότητα. Και παράλληλα,
καιγόμαστε από την περιέργεια/αγωνία πώς έφτασε ως εδώ, και ποια θα είναι η
τελική έκβαση.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο
σε τρεις ενότητες που τιτλοφορούνται με ονόματα γυναικών: Νόρα, Αΐντα, Ιρέν -οι
τρεις μοιραίοι έρωτες του Τυραμπό, τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις του
άπιαστου, του εκρηκτικού, της έκστασης. Δεν είναι λοιπόν άστοχο να υποθέσει
κανείς ότι αυτοί είναι οι "άγγελοι" του Τυραμπό. Η πρώτη παραμένει
άπιαστο όνειρο, η Αΐντα δένεται μαζί του αλλά αρνείται να αφήσει την πορνεία
για να τον ακολουθήσει, και η Ιρέν, κόρη κι αυτή πυγμάχου, δρα καταλυτικά στην
πλήρη αποδόμηση της προσωπικότητάς του…
Όμως το βιβλίο δεν είναι
ερωτικό, ή δεν είναι μόνο ερωτικό.
Είναι βαθιά κοινωνικό, κι επομένως είναι και πολιτικό. Και μόνο τα βιώματα και
οι προσπάθειες του ήρωα να επιβιώσει και να ορθοποδίσει στην Αλγερία του
μεσοπολέμου ξεκινώντας από το μηδέν, προσδίδουν κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα
στην πλοκή.
Γεννημένος στην αθλιότητα
και τη μιζέρια λίγο μετά τον "Μεγάλο Πόλεμο", σ ένα ταπεινό χωριό που
εξαφανίστηκε από τις κατολισθήσεις, ο Τυραμπό
(παρατσούκλι από το όνομα του χωριού όπου
ο χρόνος έμοιαζε να' χει σταματήσει χωρίς καμιά χαρά και καμιά προοπτική)
μεγάλωσε ουσιαστικά μετά τα έντεκα χρόνια στην Γκράμπα, γκέτο του Σιντί Μπελ
Αμπές, σ' έναν σκουπιδότοπο με τρώγλες και ξυπόλυτα/ξεβράκωτα παιδιά (η Γκράμπα ήταν ένα απέραντο παραλήρημα.
Θαρρείς κι ένα παλιροικό κύμα, αφού πρώτα είχε σαρώσει την ενδοχώρα, είχε
πετάξει σ' αυτόν τον τόπο όπως όπως, σε πλήρες χάος, τόνους συντρίμμια κι
ανθρώπινα απομεινάρια. Υποζύγια και κακομοίρηδες στριμώχνονταν δίπλα δίπλα. Η
χωματερή αυτή έβριθε από σακατεμένους στρατιώτες κι από κατάδικους). Μετά
την εξαφάνιση του πατέρα (έτσι κι αλλιώς, όντας απόμαχος του α' παγκόσμιου
πολέμου, ο χαμός του απλώς επιβεβαίωνε
την απουσία του), στην ακέφαλη οικογένεια αυτοανακηρύσσεται
αρχηγός ο Μεκκί, ο δεκαπεντάχρονος ξάδερφός του.
Ο κοινωνικός κύκλος του
Τυραμπό (που προσπαθεί να βρει δουλειά εντωμεταξύ) αποτελεί ήδη μια καταγραφή
της ευρείας κοινωνίας του περιθωρίου... Απίστευτοι τύποι, άντρες και γυναίκες
που διαγράφονται γλαφυρά (χωρίς να κόπτεται η κύρια αφήγηση) -παράξενοι
"φίλοι" και φίλοι, τσιγγάνοι (οι
τσιγγάνοι ήταν έντονες προσωπικότητες, παθιασμένοι και θεότρελοι, με
θρησκευτική προσήλωση στην οικογένεια), οι τρομεροί αδερφοί Ντάχο που εξουσίαζαν ολοκληρωτικά όλους τους
πιτσιρικάδες της περιοχής (δώδεκα και δεκατριών χρονών!). Δοκιμάζει
διάφορες δουλειές όπως "του παιδιού για όλες τις δουλειές", του
λούστρου, του λαντζέρη (σε "ταβέρνα"/πορνείο πολυτελείας), του βοηθού
σε χαμάμ τον φέρνουν κοντά με διάφορους τύπους ανθρώπων, συνήθως
μικροαπατεώνων, όπως ο τρομερός Ζάνε (οι
πράξεις του Ζάνε δε με πιτσιλούσαν απλά, με περιέλουζαν ολόκληρο/στη σκια του
Ζάνε, κολυμπούσα στη χολή και στον θυμό απ' το πρωί ως το βράδυ˙ τον ύπνο μου
τον είχαν στοιχειώσει ζητιάνοι, κάφροι, κλέφτες, ατιμασμένες γυναίκες
αναμαλλιασμένες μάγισσες, τύραννοι που γελούσαν κι έβγαζαν απ' το στόμα τους
περιστρεφόμενες φλόγες). Αυτή την εποχή όμως αποκτά κι έναν κύκλο
"παιδικών φίλων", όπως τους ονομάζει στο τέλος που τους νοσταλγεί:
είναι ο θαρραλέος Ραμντάν (είχε τσαγανό
αυτό το παιδί/έβαζε μια δόση εντιμότητας στον συλλογικό μας ξεπεσμό), ο
Γκόμρι, αλλά οι περισσότερες σελίδες είναι αφιερωμένες στον άπαιχτο...
"θεομπαίχτη", αδίσταχτο Σιντ Ρόχο.
Το όνειρο είναι ο κηδεμόνας του φτωχού και συνάμα ο δήμιός του
Το όνειρο να φύγει απ' τη
μιζέρια στεριώνεται όλο και περισσότερο απ' τη στιγμή που παρέα με τον Σίντ
γεύεται τη μεγάλη πόλη (αυτή η ανακάλυψη
παρέμεινε χαραγμένη στη μνήμη μου σαν προφητική αποκάλυψη). Θέλει να
ξεφύγει, να ξεφύγει από τούτο το κοτέτσι
από λινάτσα και τσίγκο... Η κατάπληξη όταν βλέπει τη Σιντ Μπελ Αμπές
περιγράφεται τόσο άμεσα που νιώθει κι ο αναγνώστης αυτό που περιγράφει ο
ήρωας: βρισκόμουν αντιμέτωπος με μια πρόκληση. Να ζει κανείς ή να μη ζει; Να
αποφασίσει να ζήσει ή να μην το αποφασίσει; Η πόλη αυτή με προκαλούσε με
αυθάδεια, με αφύπνιζε, μου έβγαζε τις παρωπίδες αποκαλύπτοντάς μου νέες
προοπτικές˙ ήξερα
ήδη τι ήταν αυτό που δεν ήθελα πια. Και παρακάτω: Η φιλοδοξία μου ήταν μεγάλη σαν την πείνα μου και ωμή σαν τη γύμνια
μου.
Όμως, η προσωρινή διαμονή στη Γκράμπα δεν είχε
τελειωμό... Ο Τυραμπό δουλεύει σκληρά, λιώνει σιγά σιγά χωρίς να καταφέρνει
να μετακινηθεί ρούπι από την κοινωνική του κατάσταση (μετά από έξι μήνες σκληρής δουλειάς, δεν είχα στην άκρη αρκετά ούτε για
να αγοράσω παντελόνι/ έλιωνα σιγά σιγά στο ερημονήσι μου αφήνοντας την άμμο να
ρέει στα δάχτυλά μου). Μετά τον τρομερό χειμώνα του 1925 όμως, όταν όλη η
οικογένεια αποφάσισε να μετακομίσει στην Μεντίν Τζντίντα, συνοικία στο Οράν (με
Άραβες και Βέρβερους/ το «Νέγρικο χωριό»), η ζωή του Τυραμπό αρχιζει να αποκτά
άλλο νόημα… Η μεγάλη πόλη ανοίγει άλλους ορίζοντες στα όνειρα του ήρωα, το Οράν ήταν μια περιπέτεια που σου έκοβε
την ανάσα, ένα σταυροδρόμι όπου συναντιόνταν διάφορες εποχές/ήταν ο κόσμος μου που ανακτούσε τα σύμβολά
του, οι δικοί μου άνθρωποι έτσι όπως ήτα προτού τους κατατροπώσει η συμφορά, το
στοιχείο μου, που το ξανάβρισκα μετά από τόσες εξορίες και ναυάγια.
Το αριστερό κροσέ
Ο συγγραφέας μάς έχει
προετοιμάσει ότι ο Τυραμπό έχει ένα ξεχωριστό ταλέντο: έχει απίστευτο… αριστερό
κροσέ! Ήδη από την εφηβική ηλικία, χωρίς τεχνική, η γροθιά του εκσφενδονίζεται
με εντυπωσιακό τρόπο δημιουργώντας βέβαια τα προβλήματα που περιμένει κανείς σ’
έναν Άραβα της γαλλικής αποικίας… Όμως γρήγορα τον “ανακαλύπτουν”, πρώτα ο
όμιλος του Ντε Στέφανο (ξεπεσμένο μεγάλο αφεντικό) και στη συνέχεια ο πολύς
Δούκας Μισέλ Μπολόκ. Μετά την πρώτη ερωτική απογοήτευση, για τον Τυραμπό το
ρινγκ είναι μονόδρομος. Δούκες, σύμβουλοι, προπονητές κλπ. έχουν βαλθεί να
«χτίσουν το μέλλον του», επενδύοντας στον επίδοξο πρωταθλητή με τα χίλια. Η
σταδιοδρομία είναι ένας τρόπος για να ξεφύγει ο ήρωας από τη μιζέρια όπου
βρίσκεται καταδικασμένος, με πολύ σκληρό τίμημα όμως… Παρακολουθούμε από κοντά,
στο εξομολογητικό α΄ενικό πάντα, κάθε απόκλιση της σκέψης και των συναισθημάτων
του, στην κρίσιμη αυτή στροφή της ζωής του˙ κάθε ελπίδα και κάθε διάψευση (π.χ.
σε αγώνα σικέ), και ταυτόχρονα τη σκληρή συνειδητοποίηση ότι ο ίδιος σαν
άνθρωπος αποτελεί ένα είδος «επένδυσης», ότι βρίσκεται δέσμιος σε πολύ στενά
δεσμά. Ο κατάπληκτος Τυραμπό δεν έρχεται μόνο αντιμέτωπος με το αμείλικτο ευρωπαϊκό
πνεύμα και τον εμπορευματοποιημένο
πρωταθλητισμό, αλλά και με τον ρατσισμό, τη δύναμη των παλιοφυλλάδων που
διαστρεβλώνουν τα πάντα, κι εντέλει τον αποκλεισμό από την κοινωνική ελίτ μόνο
και μόνο επειδή είναι Άραβας (π.χ. τον εμποδίζουν να πλησιάσει συγκεκριμένες
γυναίκες). Παρότι καταξιωμένος δεν τον θέλουν ούτε στον οίκο ανοχής (είναι άνθρωποι ανωτέρας τάξεως,
καταλαβαίνετε;) όπου συναντά τη δεύτερη μεγάλη αγάπη, την Αΐντα (τη σεβόμουν/ήταν γενναιόδωρη, ευαίσθητη, δε
χρησιμοποιούσε κατεργαριές και πονηριές. Είχε την ίδια αξία με τις σεβάσμιες
γυναίκες μπροστά στις οποίες έβγαζε κανείς το καπέλο του στο δρόμο). Το όνειρο
όμως να απαλλάξει την Αΐντα από το πληχτικό
μέχρι θανάτου αδιέξοδο πάνω στο πρόστυχο κρεβάτι δεν προσκρούει μόνο στην
αντίσταση του κοινωνικού περίγυρου, αλλά και στην ίδια την Αΐντα:
«Επάγγελμα το λες να πουλάς το κορμί σου;»
«Κι οι εργάτες δεν πουλάνε μήπως τα μπράτσα τους, οι ανθρακωρύχοι δε βάζουν
σε κίνδυνο το κορμί τους» … κλπ κλπ. «Κι
εσύ; Το βρίσκεις αξιοπρεπές να σου σπάνε τα μούτρα π΄νω στο ρινγκ; Κιεσύ δεν
πουλάς το κορμί σου λοιπόν;»
Ήξερα πως ήμουν ευάλωτος
γιατί λειτουργούσα με το συναίσθημα
Αυτή όμως που θα κλονίσει ολότελα την αυτοπεποίθηση
και τη σιγουριά σε σχέση με το επάγγελμα του πυγμάχου είναι η τρίτη, μοιραία
γυναίκα, κόρη πυγμάχου και πολύ δυναμική, η Ιρέν. Η προσέγγιση της ατίθασης αυτής
γυναίκας είναι αριστουργηματική, αλλά ακόμα πιο αριστοτεχνικοί είναι οι
διάλογοι, οι διάλογοι όπου βασικά τίθεται σε αμφισβήτηση η όλη σύλληψη του
συγκεκριμένου αθλήματος (πρέπει να είναι
κανείς πειραγμένος για να επιλέξει ως καριέρα να τον χτυπάνε στο κεφάλι και να
γεμίζουν τα μούτρα του αίμα/στην πυγμαχία, οι θεοί πρέπει να είναι εφήμεροι,
για να ανακυκλώνεται το πάθος), επομένως και η ζωή του Τυραμπό. Τα λόγια της
Ιρέν λειτουργούν και μακροπρόθεσμα στην ψυχή του ήρωα, κι ας είναι προορισμένος
να γίνει πρωταθλητής Β. Αφρικής. Ξεστρατίζει περνώντας μαγικές νύχτες με την
Ιρέν, κάνοντας τους παράγοντες να αφηνιάσουν, ενώ το δίλημμα της ζωής του
γίνεται ολοένα και πιο σκληρό: ζωή με την Ιρέν χωρίς πυγμαχία, ή ζωή χωρίς την
Ιρέν με δόξα και χρήμα. Η απόφασή του να παραιτηθεί αμέσως μετά την απίστευτη
νίκη του απέναντι στον θρυλικό Μαρσέλ Μπονό τους τρελαίνει όλους, ενώ τα
γεγονότα ακολουθούν καταιγιστικά και απίστευτα τραγικά…
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου