Παρασκευή, Απριλίου 15, 2016

Ρόζα, Jonathan Rabb

Ένα αστυνομικό -noir- μυθιστόρημα, με θέμα τη δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ… πόσο αξιόπιστο μπορεί να είναι; Ποια ευρήματα και τεχνικές πρέπει να επινοηθούν ώστε να μην παραχαραχτεί η ιστορία, και παράλληλα να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις μιας αστυνομικής πλοκής; Η αλήθεια είναι ότι ήμουν πολύ επιφυλακτική στην επιλογή αυτού του βιβλίου, όμως δεν με απογοήτευσε, αντίθετα θαύμασα την ευφάνταστη πλοκή και την εφευρετικότητα του Τζόναθαν Ραμπ, ενώ, όσο μπόρεσα να διασταυρώσω, δεν υπήρχε καμία διαστρέβλωση ιστορικών στοιχείων (χωρίς να σημαίνει βέβαια ότι αυτά που γράφονται εδώ συνέβησαν!). Έψαξα, ερειπείν, να διασταυρώσω αν υπήρξε πράγματι Σπαρτακιστής… αρχηγός αστυνομίας (που, τι περίεργο, δολοφονήθηκε) και πράγματι, πρόκειται για τον Άισνερ. Στην διάκριση των ιστορικών στοιχείων από τη μυθοπλασία, συντελούν και οι πολύ αναλυτικές σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου. 
Τι γνωρίζουμε από  την Ιστορία
Είναι γνωστό ότι τον Γενάρη του 1919 πνίγηκε στο αίμα η εξέγερση της Ένωσης των Σπαρτακιστών.[1] Στις 15 Ιανουαρίου 1919, η νεαρή Γερμανική επανάσταση αποκεφαλίστηκε και  σφραγίστηκε με το διπλό φόνο του Κάρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Ο Λίμπκνεχτ, τον οποίο αναγνώρισαν και κατέδωσαν, συνελήφθη σ’ ένα προάστιο του Βερολίνου, στην Mannheimerstrasse 43, στο Βίλμερσντορφ. Στις 17 Ιανουαρίου την αυγή, οι εργάτες του Βερολίνου έμαθαν από τις εφημερίδες τους την τρομερή τραγωδία που δεν τους έλεγαν για 48 ώρες. Για 48 ώρες ο Καρλ και η Ρόζα[2] ήταν νεκροί «θύματα του εμφύλιου πολέμου που οι ίδιοι ξεκίνησαν» έγραψε το ανώνυμο μέλος της συντακτικής επιτροπής του Vorwats που ορίστηκε για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα μετά το φόνο. Η επίσημη ανακοίνωση από το αρχηγείο της αστυνομίας – την ονόμασαν Polizeiprasidium – περιέγραψε το έγκλημα με όρους τέτοιας διοικητικής τρέλας που ντρέπεσαι για τους δολοφόνους, γράφει ο Βικτόρ Σερζ τέσσερα χρόνια αργότερα.
Γύρω από τη δολοφονία της Ρόζας υπάρχει ένα πέπλο μυστηρίου (τη δολοφόνησαν στο ξενοδοχείο ή τη «λύντσαρε» το πλήθος, όπως γράφει ο Βικτόρ Σερζ;). Σύμφωνα με τον Πάουλ Φρέλιχ[3], «η Ρόζα Λούξεμπουργκ σύρθηκε έξω από το ξενοδοχείο από τον υπολοχαγό Φόγκελ. Μπροστά στην πόρτα την περίμενε ο υπολοχαγός Ρούγκε, ένας πνευματικά έκφυλος, που είχε πάρει διαταγή από τους υπολοχαγούς Φόγκελ και Πφλουγκ - Χάρτουνγκ να χτυπήσει τη Ρόζα. Με δυο χτυπήματα του υποκόπανου έσπασε το κρανίο τη Ρόζας. Σχεδόν άπνους ρίχτηκε μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Μερικοί αξιωματικοί πηδήσανε στο όχημα. Ενας χτύπησε τη Ρόζα με τη λαβή του περιστρόφου του. Ο υπολοχαγός Φόγκελ την πυροβόλησε στο κεφάλι. Το πτώμα μεταφέρθηκε μέσω του Τιέργκαρντεν και από εκεί ρίχτηκε από ψηλά, από τη γέφυρα του Λιχτενστάιν στο κανάλι Λάνβεχρ. Το Μάη του 1919 το πτώμα βγήκε στην όχθη».
Το σώμα της πάντως αναδύθηκε τέσσερις μήνες αργότερα στην επιφάνεια του Λάντβερ Κανάλ, σχεδόν αγνώριστο μετά από τόσο καιρό στο νερό.

Το μυθιστόρημα
Ο συγγραφέας επινόησε μια περίπλοκη αλλά αληθοφανή ιστορία, που βασίζεται στον ανταγωνισμό ανάμεσα στην Εγκληματολογική Αστυνομία («Κρίπο») και την Πολιτική Αστυνομία («Πόλπο»), ανταγωνισμός που αποδίδεται σ όλο το βιβλίο με καυστική ειρωνεία εκατέρωθεν (Ο Νικολάι δεν είχε καταφέρει ποτέ να καταλάβει αν είχαν φτιαχτεί για να καταπολεμούν ή να υποθάλπουν την εσωτερική κατασκοπεία). Η Πόλπο είχε κάθε λόγο να θολώσει τα στοιχεία για να μην αποκαλυφθεί ότι η δολοφονία των δύο Σπαρτακιστών ήταν προγραμματισμένη  πολιτική πράξη, ότι ήταν δηλαδή καθαρά πολιτική δολοφονία (αυτό συνάδει με την ιστορική αλήθεια ότι το σώμα της Ρόζας βρέθηκε στα νερά του ποταμού τέσσερις μήνες αργότερα, και αποδόθηκε ο θάνατος σε λιντσάρισμα του όχλου).
 Ο μυθιστορηματικός ήρωας (δεν είναι και αφηγητής) είναι ένας συμπαθητικός -όπως σε όλα τα αστυνομικά- αστυνομικός της εγκληματολογικής αστυνομίας («Κρίπο»), ο  Νικολάι Χόφνερ. Εβραϊκής καταγωγής με Ρωσίδα μητέρα, οπωσδήποτε δεν μπορεί να αφομοιωθεί ολότελα με τους Γερμανούς. Η προσωπικότητά του σκιαγραφείται και μέσα από τις οικογενειακές του σχέσεις που δεν είναι και οι καλύτερες… Με τη γυναίκα του είναι σε μόνιμη αντιπαράθεση, ενώ με το μεγάλο γιο υπάρχει έντονη σύγκρουση και εισπράττει έντονη αμφισβήτηση (Ε, λοιπόν, εγώ χαίρομαι που σκότωσαν τους Κόκκινους. Εγώ είμαι Γερμανός. Γερμανός. Δεν είμαι σαν αυτούς. Ποτέ δεν θα γίνω σαν αυτούς). Παράλληλα, βλέπουμε πώς χτίζεται και η ερωτική σχέση με τη Λίνα, πράγμα που τον απομακρύνει περιστασιακά από τον γραφικό -κλασικά- βοηθό του, Φίχτε.
Ο Χόφνερ από την αρχή μυρίζεται ότι οι κατά συρροήν δολοφονημένες/ακρωτηριασμένες γυναίκες που βρίσκονται στο νεκροτομείο της αστυνομίας ήταν ένας τρόπος για να καλυφθούν τα δυο πολιτικά εγκλήματα. Τα σημάδια στο σώμα της δολοφονημένης Ρόζας τον οδηγούν σε συγκρίσεις με τα αντίστοιχα σημάδια των άλλων γυναικών (που παρεμπιπτόντως όλες βρίσκονται δολοφονημένες σε υπόγειες στοές του σκοτεινού, μεταπολεμικού Βερολίνου), κι αυτά με τη σειρά τους σε νέες έρευνες, ιδιαίτερα όταν το συντηρημένο για έξι βδομάδες σώμα της Ρόζας… εξαφανίζεται και κρατείται κρυμμένο από την Πόλπο! Το γεγονός ότι εξακολουθεί ο -διεστραμμένος- δολοφόνος να σκοτώνει γυναίκες με τον ίδιο τρόπο (αφήνοντας πριονωτές αυλακιές/χαρακιές σε σχήμα δαντέλας στην πλάτη τους), δίνει το νήμα που οδηγεί τις έρευνες του Χόφνερ και του γραφικού νεαρού βοηθού του, του Φίχτε, στη ανίχνευση του μυστηρίου. Εύκολα αποκαλύπτεται χάρη στην παρατηρητικότητα του Χόφνερ ότι πρόκειται για δυο «μακελάρηδες», εκ των οποίων ο δεύτερος ήταν «βαλτός» και μιμήθηκε τα δαντελωτά σχέδια του πρώτου ύποπτου, και ότι η ουσία το υγρού με το οποίο συντήρησαν το σώμα της Ρόζας ήταν του στρατού! Έτσι σιγά σιγά μπαίνει στα χωράφια της Πόλπο αλλά και του στρατού, ενώ παράλληλα Πόλπο και στρατιωτικοί (κάποια στιγμή εμπλέκεται και το Υπουργείο Άμυνας) προσπαθούν να αποπροσανατολίσουν και να ανακόψουν τον αδίστακτο Χόφνερ.
Στην ερευνητική προσπάθεια του Χόφνερ και του βοηθού του, Φίχτε, εμφανίζεται αρωγός κάποια στιγμή και με μυστηριώδη τρόπο ο σύντροφος της Ρόζας και του Λίμπκνεχτ, ο Λέο Γιόγκισες, που κρύβεται από την αστυνομία αλλά γνωρίζει πολλά για τα εγκλήματα «από μέσα». Ο Γιόγκισες «οδηγεί» τον Χόφνερ στο σπίτι της Ρόζας, ενώ η συνάντηση μαζί του (εκπληκτικά ενδιαφέρουσα) του προσφέρει αποφασιστικής σημασίας στοιχεία που τον κάνουν να πλησιάσει την αλήθεια (τα προβλήματα αρχίζουν όταν κατακάθεται ο κουρνιαχτός, επιθεωρητά. Το Βερολίνο θέλει να υπαγορεύσει στην υπόλοιπη Γερμανία τι να κάνει, αλλά η υπόλοιπη Γερμανία δεν είναι ιδιαίτερα πρόθυμη να υπακούσει. Κομμουνιστές στη Βρέμη, σοσοαλδημοκράτες στο Αμβούργο, φιλομοναρχικοί στη Στουτγάρδη, ένας θεός ξέρει τι άλλο στο Βερολίνο, και τα λοιπά, και τα λοιπά. Η επανάσταση δεν τελείωσε. Απλώς περιμένει να δει ποιος έχει τα κότσια να συνεχίσει./-Και το Μόναχο;/-Το Μόναχο θα είναι ο απόλυτος καταλύτης, έστω κι αν το Βερολίνο δεν το έχει αντιληφθεί ακόμα).  Όπως γράφει και ο librofilo, «οι επαφές του Χόφνερ με τον Γιόγκισες γίνονται γνωστές στην Πολιτική Αστυνομία, η οποία προσπαθεί να κρατήσει κρυμμένο το σώμα της Ρόζας για δικούς της σκοπούς αλλά η ιστορία που του αφηγείται ο Γιόγκισες  είναι πολύ δυνατή και αποκαλυπτική για να κάνει τον Χόφνερ να σιωπήσει». Η ανάμειξη του στρατού γίνεται κάτι παραπάνω από βέβαιη, ενώ φαίνεται ότι οι εντολές δίνονταν από το Μόναχο. Η απαίτηση να συναντήσει τους στρατιωτικούς που μπλέχτηκαν στην υπόθεση και η ανάκριση του Πφλουνγκ- Χάρτουνγκ (που ξέρουμε ότι ήταν ένας από τους υπολοχαγούς που δώσαν τις εντολές για να δολοφονηθούν οι δυο επαναστάτες) έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί ο έξυπνος αστυνομικός μας… τον παγιδεύει και διαρρέει η πληροφορία ότι υπήρχε και τρίτος κρατούμενος, (γνωρίζουμε ότι ήταν ο Πικ), ενώ οι ανώτεροι τον διαψεύδουν. Τα γεγονότα δηλαδή δίνονται με αληθοφάνεια, στο βαθμό που είναι λίγο ως πολύ αποδεδειγμένα.
Η επιμονή του Νικολάι Χόφνερ να αποκαλύψει την αλήθεια παρά τις έγκαιρες προειδοποιήσεις της Πόλπο (που δεν θέλει να διαλευκανθεί η υπόθεση) έχει φυσικά μεγάλο κόστος. Από το σημείο όμως αυτό και μετά, η συμβουλή γίνεται απειλή απροκάλυπτη και πράξη αποτρεπτική. Η προσωπική ζωή και η οικογενειακή γαλήνη του Χόφνερ διαλύεται, ενώ αποκαλύπτεται ότι τα κίνητρα των δολοφονιών είναι πιο περίπλοκα απ’ ό, τι φαίνονται, πάντα βέβαια πολιτικά – προκειμένου να παγιδευτεί η «σοσιαλδημοκρατική» κυβέρνηση Έμπερτ. Στο σκηνικό αρχίζει και κυριαρχεί η «Εταιρία της Θούλης»[3]-το εκκολαπτήριο του ναζισμού στο Μόναχο- και τα Φράικορπς στις σκοτεινές ενέργειες των οποίων βρίσκεται και το κλειδί της υπόθεσης. 

Ιδεολογικές πινελιές
Δεν μπορώ να διαλέξω πότε ή πώς θα πεθάνω, επιθεωρητά,
μπορώ όμως να διαλέξω το γιατί.
Δεν περιμένει κανείς να βρει ούτε ιστορικά ούτε ιδεολογικά στοιχεία σ ένα νουάρ μυθιστόρημα, ούτε όμως είναι δυνατόν και να τα αποφύγει ο συγγραφέας, όταν πρόκειται για μια (δυο, βασικά) πολιτική δολοφονία. Τα απαραίτητα ιστορικά στοιχεία δίνονται αντικειμενικά, ενώ ο επιθεωρητής Χόφνερ εκδηλώνει μια αυξανόμενη συμπάθεια απέναντι στη Ρόζα, ιδιαίτερα μετά την ανακάλυψη των ημερολογίων και των γραμμάτων της, όπως και απέναντι στον Γιόγκισες. Ο συγγραφέας αναφέρεται σύντομα αλλά κριτικά και στην σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Έμπερτ που μπορεί να αυτοαποκαλούνταν σοσιαλιστές, αλλά ήταν μια περίεργη ράτσα, πρόθυμοι να επαναφέρουν τη μοναρχία -κατ’ όνομα μόνο- με την ελπίδα να αποκατασταθεί η τάξη, κθώς και στην αποτυχία της επανάστασης του Παγκόσμιου σοσιαλισμού..
Η προσωπική ζωή της Ρόζας φτάνει στα χέρια του Χόφνερ (όντως έχει αφήσει πολλά γράμματα, σημειώσεις  και ημερολόγια) που ομολογεί στον εαυτό του ότι η Ρόζα ήταν τελικά πολύ πιο συναρπαστική απ’ όσο είχε φανταστεί. Αρκετά στοιχεία από την προσωπική ζωή αλλά λίγα διάσπαρτα στοιχεία της πολιτικής της σκέψης γεύεται ο αναγνώστης, όμως συνολικά αποκτά μια σφαιρική εικόνα της σκοτεινής εποχής της Γερμανίας˙ μιας εποχής όπου αναπτύχθηκαν οι παρακρατικές οργανώσεις (Freikorps)  και οι μυστικές εταιρίες που ανέβασαν το Εθνικοσοσιαλιστικό Ναζιστικό Κόμμα στην εξουσία.

Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Η Ένωση Σπάρτακος (γερμ., Spartakusbund, Σπάρτακουσμπουντ), γνωστή και ως Σπαρτακιστική Ομοσπονδία, ή απλά Σπαρτακιστές ήταν ένα αριστερό Μαρξιστικό επαναστατικό κίνημα που δημιουργήθηκε στη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου. Το κίνημα ονομάστηκε έτσι από τον Σπάρτακο, ηγέτη της μεγαλύτερης εξέγερσης δούλων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ιδρύθηκε από τον Καρλ Λίμπκνεχτ, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, την Κλάρα Ζέτκιν, και άλλους.
[2] «Το απειλητικό πλήθος που περικύκλωνε το ξενοδοχείο Έντιν είχε προσπαθήσει αρκετές φορές να πιάσει την κυρία Ρόζα Λούξεμπουργκ. Οι φρουροί της κατάφεραν να τη μεταφέρουν σχεδόν ως το αμάξι που είχαν ετοιμάσει γι’ αυτήν. Εκείνη τη στιγμή υπήρξε συμπλοκή. Η κυρία Ρόζα Λούξεμπουργκ διαχωρίστηκε από τη συνοδεία της και όταν την άρπαξαν ξανά από το πλήθος είχε χάσει τις αισθήσεις της. Την έβαλαν στην μπροστινή θέση του αμαξιού. Καθώς το αυτοκίνητο κινούνταν, ένας άγνωστος άντρας πήδηξε και πυροβόλησε εξ επαφής την αναίσθητη κυρία Ρόζα Λούξεμπουργκ. Το αυτοκίνητο κινήθηκε κατά μήκος του Kurfurstendamm προς το κέντρο του Βερολίνου. Όταν έφθασε στο κανάλι, άγνωστοι φώναξαν «Στοπ!». Ο οδηγός πιστεύοντας ότι ήταν περίπολος υπάκουσε. Το πλήθος περικύκλωσε το αυτοκίνητο φωνάζοντας: «Είναι η Ρόζα!». Το σώμα της κυρίας Ρόζας Λούξεμπουργκ το άρπαξαν και το έσυραν στο σκοτάδι». Τα υπολείμματα της δολοφονημένης γυναίκας τα έριξαν στο κανάλι.
Σε όλη τη σύγχρονη ιστορία, η οποία είναι γεμάτη ποικίλες φρικαλεότητες, υπάρχουν λίγες στιγμές τόσο φρικιαστικές όπως αυτή, αυτού του πλήθους των αστών, που είναι αποφασισμένοι να λιντσάρουν μία κρατούμενη, μία γυναίκα με γκριζαρισμένα μαλλιά που έχει λιποθυμήσει και που ήταν ένα από τα πιο δυνατά μυαλά του παγκόσμιου σοσιαλισμού. Θα πρέπει να επιστρέψουμε στην Παρισινή Κομμούνα για να βρούμε κάτι το συγκρίσιμο. Οι γυναίκες των Βερσαλλιών χρησιμοποιούσαν τις μύτες των ομπρελών τους – αναμφίβολα με μεγάλη αηδία – για να ακουμπήσουν εκείνα τα πτώματα των φρικτών Κομμουνάρων. Οι Βερολινέζοι του 1919 έσυραν τη Ρόζα Λούξεμπουργκ που ακόμη ζούσε κατά μήκος του πεζοδρομίου του καναλιού.
Την επόμενη μέρα η Vorwarts έγραφε: «Η σοσιαλδημοκρατία παρʼ όλες τις παρεκτροπές της δεξιάς και της αριστεράς, υπερασπίζεται την τάξη, την ανθρώπινη ζωή, την κυριαρχία της τάξης πάνω στη βία. Γι’ αυτό πολεμά! Κανένας δεν πιστεύει ότι μπορεί να αφοπλιστεί! Στο ίδιο τεύχος μπορούμε να δούμε τους ακόλουθους τίτλους και υπότιτλους: «Το τέλος του Μπολσεβικισμού», «Η Πετρούπολη μπροστά στο θάνατο» – «Αντεπανάσταση στη Ρωσία», «Φημολογείται ότι ο Γκόργκι το έσκασε για το Λονδίνο» (Βικτόρ Σερζ, Αναμνήσεις ενός επαναστάτη)
 [3] Προς το τέλος του 1917 ο Ρούντολφ φον Σεμπότεντορφ ίδρυσε την εταιρεία στην πόλη του Μονάχου, η οποία αποτελούσε ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου σημαντικό κέντρο της εθνικιστικής δραστηριότητας του Παγγερμανικού Συνδέσμου (Alldeutscher Verband). Στα μέλη της εταιρείας ανήκαν και δικηγόροι, δικαστές, πανεπιστημιακοί καθηγητές, αστυνομικοί, αριστοκράτες, γιατροί, όπως επίσης και πλούσιοι επιχειρηματίες. Εξωτερικά η εταιρεία παρουσιαζόταν ως "ομάδα μελέτης της γερμανικής αρχαιότητας", στην πραγματικότητα όμως ήταν μια βαυαρική οργάνωση του Γερμανικού Τάγματος, εσωτερικά οργανωμένη με μασονικά πρότυπα. Η Εταιρεία της Θούλης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως συνωμοτικός μυστικός σύνδεσμος ρατσιστικής, και ειδικότερα αντισημιτικής φύσεως.[1] Ο σκοπός του συνδέσμου ήταν η απόκτηση πολιτικής δύναμης και η διάδοση ρατσιστικής προπαγάνδας μέσω της στρατολόγησης όσο το δυνατόν περισσότερων μελών με επιρροή στην κοινωνία. Στην ακμή της η εταιρεία είχε πιθανώς μόνο λίγες εκατοντάδες μέλη, τα οποία όμως είχαν αξιόλογη κοινωνική επιρροή. Η ρατσιστική ιδεολογία της Εταιρείας της Θούλης ήταν εμπνευσμένη από την αριοσοφία του Γκουίντο φον Λιστ (μέλος του Γερμανικού Τάγματος). Στην ιδεολογία αυτή βασίστηκε και ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ (μέλος της εταιρείας, αργότερα εθνικοσοσιαλιστής πολιτικός) στο περίφημο βιβλίο του "Μύθος του 20ού αιώνα" ("Mythus des Zwanzigsten Jahrhunderts"). Ως έμβλημα της εταιρείας ορίστηκε ο αγκυλωτός σταυρός με φωτοστέφανο, πίσω από σπαθί. Ο αγκυλωτός σταυρός ήταν στη Γερμανία της εποχής εκείνης ήδη χαρακτηριστικό σύμβολο εθνικισμού και αντισημιτισμού. -το εκκολαπτήριο του ναζισμού στο Μόναχο- και τα Φράικορπς  στις σκοτεινές ενέργειες των οποίων βρίσκεται και το κλειδί της υπόθεσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: