-Εσένα,
Ούντο, δεν ανακατεύεται το στομάχι σου;
-Μερικές
φορές. Η Ιστορία, γενικώς, είναι αιματηρή υπόθεση,
πρέπει να το παραδεχτούμε.
Το
Τρίτο Ράιχ του βιβλίου είναι ένα πολεμικό επιτραπέζιο παιχνίδι. Δεν γίνεται
επομένως -άμεσα- αναφορά στο ναζιστικό
γερμανικό κόμμα του Χίτλερ (1933-1945). «Τρίτο Ράιχ» ονομάζεται το απαιτητικό
παιχνίδι στρατηγικής με κάρτες και εκστρατείες, με αντιπάλους τις συμμαχίες του
Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με το οποίο είναι παθιασμένος ο πρωταγωνιστής του
μυθιστορήματος, ο Ούντο Μπέργκερ[1].
Είναι Γερμανός τουρίστας που με την αρραβωνιαστικιά του κάνει διακοπές σ
ένα τουριστικό θέρετρο των ισπανικών ακτών, στο ξενοδοχείο Ντελ Μαρ της Κόστας
Μπράβα (όπου περνούσε οικογενειακώς τα καλοκαίρια όταν ήταν παιδί), χρόνια μετά
τη λήξη του πολέμου. Ως πρωταθλητής του είδους είναι απόλυτα
εξειδικευμένος, παρακολουθεί τουρνουά
και περιοδικά, γράφει άρθρα και κριτικές σε ειδικά περιοδικά και μελετά
στρατηγικές παραλλαγές ετοιμάζοντας κάποια σχετική διάλεξη στο Παρίσι. Από την
αρχή καταλαβαίνουμε ότι ο ήρωάς μας έχει ως πρώτη προτεραιότητα το παιχνίδι,
δεν ενδιαφέρεται παρά να βρει χρόνο να μείνει μόνος στο ξενοδοχείο, να απλώσει
τα χαρτιά, τις σημειώσεις και τις κάρτες και να μελετήσει στρατηγικά σχέδια.
Είναι
όψιμο καλοκαίρι (τέλη Αυγούστου)˙ η τουριστική σαιζόν φτάνει στο τέλος της και παρακολουθούμε το ημερολόγιο του Μπέργκερ,
ο οποίος δεν διστάζει να καταγράψει με όλες τις λεπτομέρειες τις αγωνίες του
σχετικά με την έκβαση των παιχνιδιών (Νομίζω
ότι ο Κόνραντ έχει δίκιο, η καθημερινή πρακτική άσκηση, υποχρεωτική ή σχεδόν
υποχρεωτική, για να καταγράφω σε ημερολόγιο τις ιδέες και τα συμβάντα κάθε
μέρας, βοηθάει έναν κατά βάθος αυτοδίδακτο όπως εγώ να μάθει να συλλογίζεται,
να ασκεί τη μνήμη εστιάζοντας σε εικόνες προσεκτικά και όχι αφηρημένα, και προπαντός
να προσέχει ορισμένες όψεις των αισθημάτων του τις οποίες παρότι τις θεωρεί
ολοκληρωμένες, στην πραγματικότητα είναι μονάχα σπόροι ου μπορούν ή όχι να
βλαστήσουν δίνοντας έναν χαρακτήρα). Δεν ακολουθεί πάντα τους άλλους στη
διασκέδαση, αλλά δε βαριέται και ποτέ, επισημαίνοντας ότι, όπως αναφέρει ο
φίλος-σύμβουλός του και επαγγελματίας παίκτης Κόνραντ, η έλλειψη ανίας είναι η χρυσή απόδειξη υγείας. Νιώθει δυνατός, καλύτερα
από ποτέ. Αναφέρεται αρκετά αναλυτικά στη φιλενάδα του, τη Γερμανίδα Ίγκερμποργκ
με την οποία είναι πολύ ερωτευμένος (η
γνωριμία μας είναι το καλύτερο που συνέβη στη ζωή μου), κάνει για πρώτη
φορά διακοπές μαζί της και προσπαθεί
να κρατήσει τις ισορροπίες με δωράκια, σουβενίρ και αδιάφορες γι αυτόν
βόλτες. Έμμεσα όμως μέσα από τα
γραφόμενά του αποκτάμε και μια ολοκληρωμένη εικόνα για τους υπόλοιπους
παρευρισκόμενους, που παρουσιάζουν αρκετές ιδιορρυθμίες:
Η
Χάννα, όμορφη και χαζοχαρούμενη αποτελεί ευκαιριακό ζευγάρι με τον επιπόλαιο, «φανφαρόνο»
Τσάρλυ που πίνει χωρίς όριο, έχει αρρωστημένη τρέλα με το σέρφινγκ και εκδηλώνει
κάποιες στιγμές αψυχολόγητη επιθετικότητα. Οι δυο τους κάνουν χαλαρά παρέα με
τον πρωταγωνιστή και την αρραβωνιαστικιά του σε μπαρ και ντισκοτέκ (οι δυο
κοπέλες περισσότερο), αλλά πολλές φορές γίνονται φορτικοί (η φιλία με τον Τσάρλυ και τη Χάννα άρχισε να γίνεται αφόρητη, βαριά σαν
ταφόπετρα). Υπάρχει στο προσωπικό του ξενοδοχείου η όμορφη και μυστηριώδης Φράου
Έλζε που προσείλκυε με ιδιαίτερο τρόπο τον Ούντο στις μέρες της εφηβείας του
και την ξαναβρίσκει μετά από τόσα χρόνια, πάλι ελκυστική και αινιγματική (είδα τη φράου Έλζε σαν μια φλόγα, τη φλόγα
που μας φωτίζει παρότι στον ρόλο αυτό καταναλώνεται και πεθαίνει (…) όμορφη και
απόμακρη. Και εξόριστη…. Αυτή η τελευταία είναι και η πιο μυστηριώδης αρετή της),
ενώ ακόμα πιο μυστηριώδης είναι ο άρρωστος και αφανής σύζυγός της. Την παρέα
τριγυρίζουν και δυο ντόπιοι Ισπανοί με τα [παρατσούκλια «Λύκος» και «Αρνί» που
κι αυτοί γίνονται φορτικοί, μην μπορώντας να καταλάβουν το μοναχικό πάθος του
Ούντο.
Η
πιο καθοριστική όμως παρουσία σ αυτήν την παρακμιακή εικόνα του τουριστικού
θερέτρου είναι ο «Καμένος», ο νεαρός που είναι υπεύθυνος για τα θαλάσσια
ποδήλατα (αναμφισβήτητα δεν είναι
συνηθισμένο άτομο). Το σώμα του είναι γεμάτο «φρικτά» εγκαύματα, εξ ου και
το προσωνύμι για το οποίο δεν έχει κανένα κόμπλεξ. Αυτό που τράβηξε πρώτα την
προσοχή του Ούντο ήταν ο παράδοξος τρόπος με τον οποίο τακτοποιούσε τα
ποδήλατα, έως ότου ανακάλυψε ότι σχημάτιζε ένα υπόστεγο, ένα προφυλαγμένο χώρο
ώστε να κοιμάται εκεί το βράδυ. Τα ερωτηματικά που δημιουργεί ως προς τον τρόπο
ζωής του διεγείρουν την φαντασία του Ούντο και δημιουργούν σιγά σιγά μια
ακατανίκητη έλξη (μα τι περίμενα τελικά
να βρω μέσα στο εσωτερικό των ποδηλάτων; Στο νου μου εμφανιζόταν ο Καμένος να
κάθεται σαν σπηλαιάνθρωπος δίπλα σε μια φορητή λάμπα υγραερίου). Η έλξη όμως φαίνεται να είναι
αμοιβαία. Το ενδιαφέρον που δείχνει ο Καμένος για το Τρίτο Ράιχ είναι
σοβαρό και αυξανόμενο, ενώ μαθαίνει με τρομερή ταχύτητα και επιμέλεια όχι μόνο
τους κανόνες αλλά και τεχνικές στρατηγικής (οι
κινήσεις του είναι ψύχραιμες και μεθοδικές (…) είναι περίεργο, η παρτίδα κατορθώνει
να τον χαλαρώσει). Δεν αυτοσχεδιάζει, μαθαίνει να υπολογίζει, προσεγγίζει
τα προβλήματα θεωρητικά, είναι και ριψοκίνδυνος. Η σιωπηλή και μετρημένη του
παρουσία εμπνέει συμπάθεια και λύπηση (μια
λύπη, οφείλω να σημειώσω, πυκνή, φτωχή σε αποχρώσεις, τετραγωνισμένη). Αιωρείται
όμως και η υποψία ότι τον στηρίζει ο άντρας της Έλζε.
Τα
γεγονότα είναι λιγοστά αλλά πολύ καθοριστικά. Η εξαφάνιση του Τσάρλι και η
αίσθηση ότι δεν πρόκειται για φάρσα. Η
αποχώρηση της Χάννα και της Ίνγκεμποργκ στο τέλος πια των διακοπών και η
επιμονή του Ούντο να παραμείνει μόνος στο φθινοπωρινά εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο
με την πρόφαση της εξαφάνισης του Τσάρλι -και στη συνέχεια χωρίς πρόσχημα. Σκηνικό
παρακμής. Ο πόθος που νιώθει για την φράου Έλζε δεν φτάνει ποτέ σε ολοκλήρωση
και η εκτόνωση στην πρόθυμη και διαισθητική καθαρίστρια Κλαρίτα εμπεριέχει
ευχάριστες εκπλήξεις.
Όλα όμως στην ουσία τα κάνει πέρα ο Ούντο για
να αφοσιωθεί στο μόνο πράγμα που τον ενδιαφέρει, κι αυτό είναι το παιχνίδι
Τρίτο Ράιχ, και βασικά να νικήσει τον Καμένο (ανάμεσά μας εγκαθίσταται μια γνώση βουβή και σκληρή που μας ζωηρεύει).
Εννοείται ότι παίζει πάντα με την πλευρά του Άξονα, ενώ ο Καμένος με την πλευρά
των συμμάχων. Το πάθος και η εμμονή στο παιχνίδι είναι αυτό που ενώνει τους δυο
άντρες που συναντιούνται τις μικρές πρωινές ώρες ξεσηκώνοντας ένα σωρό σχόλια
από τον περίγυρο (ορισμένοι έχουν τη
γνώμη ότι είσαι ένας τρελός ομοφυλόφιλος και άλλοι λένε ότι είσαι απλώς
εκκεντρικός. Οι υπάλληλοι σε μισούν. Πιστεύουν ότι φέρνεις κακοτυχία στο
ξενοδοχείο). Και όχι μόνο˙ οι συνέπειες από ένα σημείο και μετά γίνονται
ανεξέλεγκτες: Αργότερα, αφού κλείσω τις
κουρτίνες, ανάβω πάλι τα φώτα και μελετώ μία προς μία τις πλευρές της
κατάστασής μου. Χάνω τον πόλεμο. Σίγουρα έχω χάσει τη δουλειά μου. Κάθε μέρα
που περνάει απομακρύνει περισσότερο την Ίνγκεμποργκ από μια ελάχιστα πιθανή
συμφιλίωση. Μέσα στην επιθανάτια αγωνία του ο άντρας της φράου Έλζε διασκεδάζει
με το μίσος του προς εμένα, με πολιορκεί με τη λεπτότητα ενός ετοιμοθάνατου
αρρώστου.
Ο Μπολάνιο
για άλλη μια φορά κεντάει ένα μυθιστόρημα εσωτερικό που έχει πολιτικές
προεκτάσεις. Δεν απαντά παρά μόνο πολύ υπαινικτικά στα ερωτήματα που απασχολούν
τον αναγνώστη: γιατί τόσο πάθος για ένα παιχνίδι ισχύος˙ ποια τα εσωτερικά
κίνητρα των δύο παικτών, και ιδιαίτερα του Καμένου˙ η φιλογερμανική στάση του
Ούντο κρύβει κάποιες τάσεις ναζισμού;
Εκείνος
το απαρνιέται συνειδητά. Ωστόσο υπάρχουν διάσπαρτες πινελιές που θα μπορούσε να
περάσουν απαρατήρητες, πινελιές που προδίδουν τουλάχιστον έναν φιλογερμανικό
ενθουσιασμό (Είμαι ένας νέος άνθρωπος που
θέλει να διασκεδάσει με… τρόπο υγιή. Και είμαι Γερμανός. –Τι θα πει να είσαι
Γερμανός; -Δεν το ξέρω ακριβώς. Είναι,
άλλωστε, κάτι δύσκολο. Κάτι που το έχουμε ξεχάσει σιγά σιγά). Και η αυθόρμητη Κλαρίτα τον ρωτά αθώα:
-Είσαι ναζιστής; Εννοείται ότι
αρνείται. Λέει απερίφραστα ότι, αντίθετα, είναι αντιναζιστής. Ξέρει ότι το
συγκεκριμένο παιχνίδι (με πολλές σβάστικες στο κουτί!) δημιουργεί αυτή την
εικόνα… (έχει τη σπάνια ικανότητα να
ανασκαλεύει, απλώς και μόνο με την παρουσία της, μέσα σε κοιμισμένες πλευρές
του πνεύματός μου. Εικόνες σύντομες και τρομερές σαν κεραυνούς, εικόνες που
φοβάμαι και τις αποφεύγω).
Αντίστοιχα,
σε άλλο σημείο της αφήγησης, μαθαίνουμε ότι του Καμένου δεν του αρέσουν οι
Γερμανοί. Είναι ένας άγνωστος μεταξύ αγνώστων, αλλά όλοι ξέρουν ότι σε κάποια μακρινή και αόριστη εποχή, ασκούσε
το επάγγελμα του στρατιώτη, «ένα είδος στρατιώτη που πολεμούσε απελπισμένα».
Αγαπούν κι οι δυο την ποίηση αλλά ο Ούντο είναι θαυμαστής του Γκέτε, ενώ ο
Καμένος διάβαζε Βαγιέχο, Νερούντα, Λόρκα (τώρα μόνο βιβλία πολέμου). Κάποια στιγμή
μαθαίνουμε μαζί με τον ήρωα ότι ο Καμένος δεν είναι Ισπανός, είναι από τη Νότια
Αμερική (μου θυμίζει τον Ίνκα Αταχουάλπα,
έναν αιχμάλωτο των Ισπανών που έμαθε σκάκι σε μόνο ένα απόγευμα,
παρακολουθώντας τους εχθρούς του να κινούν τα πιόνια), κι ότι μαζί του
κανένας δεν τολμά να τα βάλει.
Η σύγκρουση
κορυφώνεται με την καταλυτική παρουσία του ετοιμοθάνατου συζύγου της Φράου Έλζε
(ένας Δον Κιχώτης καταβεβλημένος,
καθημερινός και τρομερός όπως το Πεπρωμένο). Εισβάλλει ξαφνικά στη ζωή του
Ούντο, και, πράγματι, σαν την φωνή του πεπρωμένου, εκφράζει την ετυμηγορία του: ο
Καμένος είναι επικίνδυνος σαν πύθωνας.
Εκλιπαρεί τον Ούντο να απομακρυνθεί…
Η αφήγηση
παίρνει διαστάσεις τραγωδίας και η κάθαρση ακολουθεί τη λύση…
Χριστίνα Παπαγγελή
[1]
Πρόκειται μάλλον για κάτι αντίστοιχο του Rise and Decline of the Third Reich που
κυκλοφόρησε το 1974 και έκτοτε υπήρξαν διάφορες παραλλαγές του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου