Δευτέρα, Μαΐου 25, 2015

Ερωτοτροπίες, Χαβιέρ Μαρίας

Το συναίσθημα είναι αδύνατον να το ξεγελάσεις ή να το παραβλέψεις,
ακόμα κι αν είναι σχεδόν φανταστικό.
Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι
να συμφιλιωθείς μαζί του και να το κατευνάσεις.

Πολύ πρωτότυπη η ιστορία, πολύ ιδιαίτερες οι ψυχικές  διεργασίες στους πρωταγωνιστές και συμπαθέστατη η κεντρική ηρωίδα και αφηγήτρια! Τρία χαρακτηριστικά που σε κάνουν να αντέξεις το υπεραναλυτικό γράψιμο του Χαβιέρ Μαρίας το οποίο επιβραδύνει ώρες ώρες απελπιστικά την πλοκή (για την οποία… καίγεσαι να μάθεις τη συνέχεια) και προσδίδει αναληθοφάνεια στους ήρωες, εφόσον όλοι μιλάνε και σκέφτονται με τον ίδιο, αναστοχαστικό τρόπο. 
Δεν νομίζω ότι ο όρος «ερωτοτροπίες» είναι εύστοχος για τίτλο της συγκεκριμένης υπόθεσης[1]. Αν και το περιεχόμενο αφορά ουσιαστικά εκφάνσεις του έρωτα, θεωρώ ότι η λέξη ερωτοτροπία προσδίδει κάποια επιπολαιότητα, είναι κάτι σαν φλερτ. Θα ταίριαζε μια λέξη που θα υποδήλωνε τον ανεκπλήρωτο έρωτα, τον ανικανοποίητο, ή την ανικανοποίητη επιθυμία για πληρότητα. Ίσως και η λέξη « ξελόγιασμα» -του έρωτα-  που επαναλαμβάνεται πολλές φορές μέσα στο βιβλίο για να υποδηλώσει την αδυναμία μπροστά σε κάποιον/α που μας προκαλεί έντονη έλξη, είναι πιο κατάλληλη. Ας πούμε, όσο αφορά την πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια Μαρία Ντολθ, εκείνη αδίστακτα προσχωρεί σε μια ερωτική σχέση που ξέρει εκ των προτέρων ότι είναι με ημερομηνία λήξης, εφόσον το αντικείμενο του πόθου, ο Χαβιέρ, δεν κρύβει ότι περιμένει να ωριμάσει ο έρωτας μιας άλλης γυναίκας γι αυτόν, όσο περνάει ευχάριστες στιγμές παράλληλα, με την Μαρία. Η Ντολθ απολαμβάνει αυτό που έχει χωρίς να απαιτεί κανένα είδος δέσμευσης και «ρουφάει» κάθε ενέργεια που της δίνουν οι περιστασιακές  συναντήσεις (κοίταζα τα χείλη του καθώς φλυαρούσε, τα κοίταζα επίμονα και αδιάντροπα, φοβάμαι, άφηνα τα  λόγια του να με λικνίζουν και δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από την πηγή που ξεπηδούσαν, λες κι ήταν όλος ένα στόμα για φίλημα). Η «εγγυημένη» μάλιστα αυτή προσωρινότητα  δίνει μια άλλη γοητεία στην ερωτική έλξη, ένα διαφορετικό βάθος στην επιθυμία, που είναι σίγουρα απαλλαγμένη από σκοπιμότητες και επενδύσεις για το μέλλον (γάμος, ασφάλεια κλπ).  Το ίδιο ξελόγιασμα, ίσως και πιο έντονο απλώς δεν το παρακολουθούμε από κοντά, πρέπει να νιώθει και ο Χαβιέρ για τη γυναίκα του νεκρού του φίλου.
Ο ψυχισμός της αφηγήτριας ξεδιπλώνεται σε πρώτο πρόσωπο, με εξονυχιστικές λεπτομέρειες, που πάντα όμως έχουν  -ψυχογραφικό- ενδιαφέρον. Είναι παραδομένη στα ψίχουλα του έρωτα χωρίς καμία προσδοκία, συμβιβασμένη σε μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αρνηθεί (δεν μπορούμε να αξιώνουμε να είμαστε οι πρώτοι, ή οι πιο προσφιλείς, είμαστε απλά ό, τι είναι πιο διαθέσιμο, τα απομεινάρια, τα περισσεύματα, οι επιζήσαντες/ σαν μας παγιδέψει το δίχτυ της αράχνης, φαντασιωνόμαστε δίχως όρια και ταυτόχρονα ικανοποιούμαστε με κάθε ψίχουλο, με το να τον ακούμε, να τον μυρίζουμε, να τον διακρίνουμε, να τον προαισθανόμαστε, με το να βρίσκεται ακόμη στον ορίζοντά μας και να μην έχει χαθεί εντελώς, με το να μη φαίνεται ακόμη στο βάθος το σύννεφο σκόνης πίσω από την άτακτη φυγή του). Δεν δίνει ωστόσο τον αέρα της ηττοπάθειας. Άλλωστε έχει μια παράλληλη σχέση, όπου οι ρόλοι δύναμης- αδυναμίας είναι αντεστραμμένοι (κράτησε όσο και ο Χαβιέρ στη ζωή μου –όπως συμβαίνει συχνά όταν συμπίπτουν χρονικά δυο σχέσεις, η μία δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς την άλλη, όσο διαφορετικές και αντίθετες κι αν είναι)!
Η Μαρία παρατηρεί με μεγάλη προσοχή τους άλλους κι έχει διεισδυτική ματιά. Ερμηνεύει τα σημεία, κι από μια μικρή λεπτομέρεια οδηγείται σε γοητευτικές κρίσεις και παράδοξους συσχετισμούς.  Όταν, π.χ. ξεφεύγει ένα μικρό, αληθινό γελάκι από τα χείλη της βαρυπενθούσας Λουίζας:
            Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, όχι όμως πολλοί, που ανυπομονούν και πλήττουν στη δυστυχία, και η δυστυχία δεν βαστάει πολύ κοντά τους, κι ας έχει για ένα διάστημα ξεσπάσει πάνω τους με λύσσα, ολοφάνερα και αντικειμενικά. (…) Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που δεν αντέχουν τη δυστυχία. Όχι επειδή είναι επιπόλαιοι ή κουφιοκέφαλοι. Υποφέρουν όταν τους πλήττει, ασφαλώς, ίσως περισσότερο από κάθε άλλον. Όμως, τείνουν να την αποτινάζουν γρήγορα και δίχως να καταβάλλουν ιδιαίτερη προσπάθεια, από ένα είδος ασυμβατότητας. Είναι στη φύση τους να είναι ανάλαφροι και χαρωποί και δεν βρίσκουν γοητεία στα βάσανα, σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος της καταθλιπτικής ανθρωπότητας.

Οι διεισδυτικές παρατηρήσεις στον εσωτερικό μονόλογο της Μαρίας  αφορούν όχι μόνο τον έρωτα, αλλά και τον θάνατο, κι ακόμα, τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος αντιμετωπίζει  τον θάνατο του αγαπημένου προσώπου (δεν μπορώ να βγάλω απ το μυαλό μου αυτή τη στιγμή, αυτά τα δευτερόλεπτα ώσπου εκείνος να σταματήσει να αμύνεται και να μην καταλαβαίνει πια τίποτα, ώσπου να χάσει τις αισθήσεις του και να μην μπορεί να βιώνει πια τίποτα, ούτε απελπισία, ούτε πόνο/ αυτό κάνει όλος ο κόσμος με τους νεκρούς του. Προσπαθεί να ξεχάσει το πώς, κρατά την εικόνα του ζωντανού, ίσως και του νεκρού, αλλά προσπαθεί να μην σκέφτεται το σύνορο, τη μετάβαση, την αγωνία, την αιτία). Άλλωστε, όχι μόνο το κεντρικό επεισόδιο με το οποίο ξεκινά το βιβλίο και φέρνει κοντά τους δυο ήρωες αφορά κάποιο θάνατο, αλλά μια σχετική αποκάλυψη ανατρέπει στη μέση του βιβλίου όλες τις σχέσεις, και βέβαια, έχει άμεση σχέση και με τον έρωτα, και με τον θάνατο. Στη σκηνή τότε μπαίνει πιο δυναμικά και ο Χαβιέρ, ο οποίος και ανοίγει διάλογο με τη Μαρία (να ναι σύμπτωση που τα δυο ονόματα των πρωταγωνιστών συνθέτουν το όνομα του συγγραφέα;) πάνω σε ζητήματα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και φιλοσοφικά, πάντα όμως σε αναφορά με τα γεγονότα.
Ζητήματα που αφορούν το πώς αλλάζει η συνείδηση με το πέρασμα του χρόνου, τη φοβερή δύναμη του παρόντος που συντρίβει το παρελθόν όλο και πιο πολύ καθώς απομακρύνεται απ αυτό, και μάλιστα το παραποιεί.
Αυτό που σήμερα φαντάζει σαν μια τραγική ανωμαλία θα θεωρείται μια ανεπανόρθωτη φυσιολογική κατάσταση, ακόμα κι επιθυμητή, εφόσον θα έχει συμβεί.
Και:
Το πέρασμα του χρόνου ξεσηκώνει και τινάζει την όποια καταιγίδα, ακόμα κι αν στην αρχή δεν υπήρχε το παραμικρό σύννεφο στον ορίζοντα. Αγνοούμε το τι θα μας κάνει ο χρόνος με τις λεπτές, αδιόρατες στρώσεις του που επικαλύπτουν η μία την άλλη, σε τι είναι ικανός να μας μεταμορφώσει.
Όλα, επομένως είναι ζήτημα πώς τακτοποιούνται στη συνείδησή μας, και όλα γίνονται «αφήγηση».  Μ αυτή την βαθιά συνειδητοποίηση ως εφόδιο, φαίνεται ότι η πανέξυπνη πρωταγωνίστρια  βιώνει  το τέλος της ιστορίας, μια κάθαρση όπου είναι αμφιλεγόμενος ο δικός της ρόλος… Γιατί,  τα πάντα μετασχηματίζονται σε εξιστόρηση και τελικά αιωρούνται στην ίδια σφαίρα, και τότε μετά βίας διαφοροποιείται ό, τι έχει συμβεί απ ό, τι έχει επινοηθεί. Τα πάντα καταλήγουν να είναι αφηγήσεις και επομένως να ηχούν το ίδιο, ως μυθοπλασία, ακόμα κι όταν είναι αλήθεια.  



[1] Έψαξα στο google την ακριβή μετάφραση του ισπανικού τίτλου « Los enamoramientos», αλλά βρήκα τη μετάφραση… «συνθλίβει»!

6 σχόλια:

anagnostria είπε...

Ανάλογη παρατήρηση για τον τίτλο έκανα κι εγώ στη δική μου παρουσίαση, αγαπητή Χριστίνα. Ναι, ένα πολύ ωραίο βιβλίο.

Πάπισσα Ιωάννα είπε...

Χριστίνα και anagnostria,
το enamoramientos σημαίνει "ερωτικές τρέλες" ή "ερωτοληψίες". Επομένως, έχετε εν μέρει δίκιο.
Χριστίνα,
πάλι συμπέσαμε, διάβασα κι εγώ τον Μαρίας και μου άρεσε πολύ,
για τον ίδιο λόγο που άρεσε και σε σένα: ο ψυχισμός της ηρωίδας και η πρόσληψη του έρωτα από τον καθένα.
(θα αναρτήσω εν καιρώ: αυτό που δημοσίευσα στο In2life στις 5/5/2015)
Πατριάρχης Φώτιος

Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

Καλώς την αναγνώστρια... http://anagnostria.blogspot.gr/2015/03/blog-post_31.html#comment-form

Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

Συμπέσαμε και στο σχόλιο, Πατριάρχη!!!(την ίδια ακριβώς στιγμή)- τώρα τι διαβάζεις; (χαχα)

Πάπισσα Ιωάννα είπε...

Τώρα διαβάζω έναν άλλο Ισπανό,
ίσως καλύτερο,
πάντως το ίδιο καλό,
τον Χαβιέρ Θέρκας και τους "Νόμους των συνόρων".
Πατριάρχης Φώτιος

Mary Kaldi είπε...

Άλλη μια εύστοχη παρουσίαση, Χριστίνα. Πάντα μου άρεσε η ανάλυση των πιο μύχιων ακόμα και πιο ποταπών σκέψεων στο έργο του Χαβιέρ Μαρίας. Σε αυτό το βιβλίο,όμως, κι εγώ ανυπομονούσα επιτέλους για λίγη αληθινή δράση. Ιδίως οι φανταστικοί μονόλογοι που θα μπορούσαν γίνουν ή όχι πραγματικοί -αλλά δεν γίνονταν- σου άφηναν μια βασανιστική αίσθηση ότι όλα κινούνται μέσα σε ένα σύννεφο κρυφών σκέψεων και υπολογισμών. Πολύ ιδιαίτερη ιστορία με αρκετό σασπένς και ελκυστικά αστυνομικά χαρακτηριστικά. Πολύ ωραίες οι σελίδες του τέλους.