Επώδυνο το θέμα που
επιλέγει να αναπτύξει στο βιβλίο αυτό ο νομπελίστας συγγραφέας, ένα κεντρικό
θέμα που απασχολεί ανέκαθεν την ανθρωπότητα κι αποτελεί και πυρηνικό ζήτημα
στην εποχή μας: η εξουσία, τα όριά της, ο βασανισμός του ανθρώπινου σώματος, ο
εξευτελισμός που σκοτώνει γονατιστούς
τους ανθρώπους, σαστισμένους και καταφρονεμένους από τον ίδιο τους τον εαυτό.
Παρόλο που οι αναφορές
παραπέμπουν σαφώς στον «δυτικό»
πολιτισμό, ο Κουτσί δεν «κάνει ιστορία». Τοποθετεί
την πλοκή σε μια φανταστική ακριτική κωμόπολη, στη μέση της ερήμου, μακριά από
την πρωτεύουσα μιας υποθετικής αυτοκρατορίας. Γύρω από αυτήν την πόλη
μετακινείται μια νομαδική φυλή «βαρβάρων» που «απειλεί» την πόλη, ενώ κάθε καλοκαίρι
έρχονται στις παρυφές και πουλούν τα λιγοστά τους εμπορεύματα. Ενώ οι
ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι
πρόκειται για ένα φιλειρηνικό λαό εκ των οποίων οι περισσότεροι είναι
ποταμίσιοι (σκόρπιες κοινότητες/ψαρεύουν
και στήνουν παγίδες για τα ζώα/πιάνουν σαλιγκάρια για να τα ξεράνουν κλπ), οι πολίτες της υποθετικής κωμόπολης
«περιμένουν τους βαρβάρους» και προετοιμάζονται για την αντιμετώπισή τους σαν
να τους απειλεί μια πολεμική, εχθρική φυλή.
Αυτό είναι το πλαίσιο
μέσα στο οποίο αναπτύσσονται οι σχέσεις εξουσίας∙ η στρατιωτική εξουσία σταλμένη έκτακτα από το διοικητικό κέντρο της
αυτοκρατορίας (το «Τρίτο Γραφείο» της Αυτοκρατορίας, γνωστό για τη σκληρότητά
του), με αρχηγό τον αδίστακτο συνταγματάρχη Τζολ∙ ο δικαστικός επίτροπος που
εκπροσωπεί την -αδύναμη- πολιτική
εξουσία της πόλης, και είναι ο πρωταγωνιστής και αφηγητής του βιβλίου∙ οι φοβισμένοι κάτοικοι που άγονται και φέρονται.
Τέλος, ο «αόρατος κίνδυνος» στο όνομα του οποίου γίνονται όλες οι υπερβάσεις
του νόμου», οι βάρβαροι, που εμφανίζονται μόνο ως απειλή. Μια απειλή
που από μόνη της είναι αρκετή για να διαλύσει, σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία,
την κοινωνία αυτή (σαφής η διακειμενικότητα με το ποίημα του Καβάφη).
Ο δικαστικός επίτροπος
του οποίου παρακολουθούμε την πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι ένας μεσήλικας φιλήσυχος
πολίτης, με μοναχικές ασχολίες (διαβάζω τους κλασικούς, συνεχίζω την
καταγραφή των διαφόρων αντικειμένων που έχω συλλέξει, εξετάζω τους χάρτες της
νότιας περιοχής κλπ). Εκδηλώνει κι ένα αδιόρατο ενδιαφέρον για την
ιστορία του τόπου (ανιχνεύει τα σημάδια των παλιότερων πολιτισμών, μαζεύει
μικρά επίπεδα κομμάτια ξύλο όπου είναι ζωγραφισμένα «ψηφία μιας γραφής άγνωστης, που όμοιά της δεν είχε δει ως τότε»).
Ατενίζει με φιλειρηνική διάθεση τις διαφορές των πολιτισμών και τις αλλαγές με
το πέρασμα του χρόνου. Δεν αντιτίθεται
αρχικά στις παράλογες παρεμβάσεις του στρατού (όχι, δεν είχα καμιά διάθεση να μπλέξω. Είμαι ένας επαρχιακός επίτροπος,
ένας υπεύθυνος αξιωματούχος στην υπηρεσία της Αυτοκρατορίας, που υπηρετεί
εκτελώντας καθημερινά το χρέος του σε τούτη τη νωχελική παραμεθόρια περιοχή,
περιμένοντας να βγει στη σύνταξη). Η συνάντησή του με τον συνταγματάρχη
Τζολ («περιπλανώμενο δήμιο» τον αποκαλεί) τού σκορπάει μια αδιόρατη ανησυχία,
τον κάνει να αναρωτιέται πώς νιώθει ο βασανιστής όταν βασανίζει ανθρώπους (κοιτώντας τον αναρωτιέμαι πώς θα ένιωσε την
πρώτη πρώτη φορά∙ μήπως, όταν
τον κάλεσαν σαν μαθητευόμενο να στρίψει την τανάλια ή να σφίξει τη βίδα
ή ό, τι άλλο. Μήπως αισθάνθηκε κάποιο ρίγος, έστω για μια στιγμή,
ανακαλύπτοντας πως εκείνη τη στιγμή διάβαινε το χώρο του Απαγορευμένου;). Αρχίζει
όμως πραγματικά να συγχύζεται όταν οι στρατιώτες φέρνουν και βασανίζουν ως
αιχμάλωτους αθώους ψαράδες της «βαρβαρικής» φυλής, που βρίσκονταν αμέριμνοι
όπως πάντα, στις παρυφές της πόλης.
Ο μοναχικός μας ήρωας
βιώνει όλον αυτόν τον παραλογισμό σωματικά.
Οι αντιδράσεις του είναι πέρα από το
όριο του συνειδητού, γίνεται ένας μονόδρομος που δεν μπορεί παρά να
ακολουθήσει. Η παρουσία της -βάρβαρης- νεαρής ζητιάνας με τα σακατεμένα από το ξύλο
πόδια και το απλανές από τα βασανιστήρια της πυράς βλέμμα τον ζαλίζει, όπως το
φως ζαλίζει την πεταλούδα. Την παίρνει σπίτι παρά τις εντολές των στρατιωτικών και
τη φροντίζει ώρες, τρίβοντάς της τα πόδια. Κοιμάται δίπλα της αλλά όχι μαζί της
και χτίζεται σιγά σιγά και σιωπηλά μια πολύ περίεργη αισθησιακή/σωματική σχέση
που προβληματίζει τον ίδιο και -αυτό το
μαθαίνουμε αργότερα- που πληγώνει την κοπέλα, ίσως γιατί δεν ενυπάρχει η σεξουαλική επιθυμία (μα την αλήθεια, αντί να τη διασκεδάσω, την
έπνιξα στη μελαγχολία). Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι δεν την αποκαλεί με
το όνομά της, δε μαθαίνουμε το όνομά της. Αλλά ούτε και του αφηγητή το όνομα
βρίσκεται πουθενά.
Η επιλογή του να
συνοδεύσει την κοπέλα πίσω στους δικούς της, μέσα από μια πολύ δύσκολη κι
επικίνδυνη διαδρομή στην έρημο, είναι ασφαλώς μοιραία. Όταν πια ο ίδιος ο
πρωταγωνιστής αποφασίζει να αλλάξει «όχθη» συνειδητά, μπαίνει σ ένα ταξίδι
χωρίς επιστροφή (μπήκα στο κελί μου με το
κεφάλι ψηλά, σίγουρος πως η στάση μου σε τούτο τον αγώνα ήταν σωστή, όσο κι αν
ήμουν, και παραμένω, ανήμπορος να καταλάβω ποιος είναι αυτός ο αγώνας (…) /Να
βρίσκεσαι στην αγκαλιά μιας γυναίκας σ
ένα κανονικό κρεβάτι, να τρως καλομαγειρεμένο φαγητό, να περπατάς στον
ήλιο –πόσο πιο σημαντικά φαντάζουν όλα τούτα απ το δικαίωμα ν αποφασίζεις δίχως
την άδεια της αστυνομίας ποιοι είναι οι φίλοι σου και ποιοι οι εχθροί σου!).
Ο αφηγητής μάς
περιγράφει τις πράξεις στις οποίες
τον οδηγεί η ανάγκη∙ η φύση, το σώμα,
αλλά πάνω απ αυτά, το αίσθημα αξιοπρέπειας. Δεν διστάζει να φτάσει στα άκρα,
και οι επιλογές του δεν είναι εγκεφαλικές. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι
στο βιβλίο αυτό συμπρωταγωνιστεί το σώμα.
Το ανθρώπινο σώμα και τα όριά του
δεν διερευνώνται μονάχα ως μέσα βασανισμού, ταπείνωσης. Δεν αναφέρεται δηλαδή αποκλειστικά
στα βασανιστήρια και τον εξευτελισμό, τη στέρηση τροφής, ύπνου, τον σωματικό
και ψυχικό πόνο. Μιλά και για την επιθυμία, όχι πάντα ερωτική- της ανθρώπινης
επαφής. Τη δύναμη της σωματικής επαφής και τη φθορά του σώματος(αυτή θέλω ή τα ίχνη μιας ολόκληρης ιστορίας
που φέρει το κορμί της;).
Η απειλή των βαρβάρων
δρα καταλυτικά στις σχέσεις των πολιτών και διαλυτικά στο ρόλο του κράτους, το
οποίο ξεδιπλώνει το πιο σκοτεινό του πρόσωπο, δίνοντας τη λαβή να αναρωτηθούμε
ποιος είναι εντέλει ο πραγματικός κίνδυνος που αποκτηνώνει τους ανθρώπους.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου