Χρειάζεται ένα είδος διαστροφής –συγγραφικής, αν μπορεί να υπάρξει τέτοιος όρος- για να καταγράψει κανείς με τόσες ρεαλιστικές και ψυχογραφικές λεπτομέρειες τις τελευταίες μέρες της ζωής του πατέρα του. Και ο ίδιος ο Φίλιπ Ροθ ομολογεί κάποια στιγμή «έγραφα το βιβλίο αυτό σε απόλυτη εναρμόνιση με την απρέπεια του επαγγέλματος, έγραφα όσο εκείνος ήταν άρρωστος και πέθαινε». Θα μπορούσε πράγματι να προσάψει κανείς αδιακρισία, ακόμα και ιεροσυλία στο να δημοσιοποιηθούν οι τελευταίες, προσωπικές στιγμές ενός νεκρού∙ κάτι σα να κοιτάς από μια κλειδαρότρυπα. Ακόμη, μπορεί να σοκάρει και το γεγονός της εμπορικής εκμετάλλευσης του θανάτου του πατέρα.
Όμως ως αναγνώστρια ένιωσα κάτι από την ψυχική οδύνη που ένιωσε ο Φίλιπ Ροθ μπροστά στο φάσμα του θανάτου του πατέρα, και νομίζω ότι, πέρα από το ότι το εσχατολογικό θέμα πάντα αγγίζει, αυτό οφείλεται στην παρρησία του συγγραφέα, στο θάρρος δηλαδή να εξομολογηθεί τις δικές του μικροψυχίες και αμφιταλαντεύσεις, μ έναν σπάνια ανατομικό τρόπο, πράγμα που με είχε συγκινήσει και στο βιβλίο «Η αδερφή μου» του Σταύρου Ζουμπουλάκη (με παρόμοιο θέμα). Επιπλέον, κατάφερε, όπως και ο Ζουμπουλάκης, να μας μεταδώσει κάτι από τη μοναδικότητα του πνεύματος του συγκεκριμένου προσώπου.
Πρόκειται για έναν σκληροπυρηνικό τύπο Εβραίου πατέρα, περήφανο, αυταρχικό, που πάλεψε με πείσμα στον μετ’ εμποδίων δρόμο του μετανάστη. Σχεδόν αμόρφωτος, δημιουργούσε στο παρελθόν αισθήματα ντροπής στο παιδί- συγγραφέα∙ στόχος αντισημιτικών εκδηλώσεων, με όπλο μονάχα τη « γλώσσα των δρόμων» (γιατί, ήταν ο ίδιος η γλώσσα του δρόμου, αντιποιητικός και εκφραστικός και πάντα καίριος, με όλους τους εξόφθαλμους περιορισμούς της γλώσσας του δρόμου και την ανεξάντλητη δύναμή της). Επικριτικός, γεμάτος «σιδηρά αυτοπειθαρχία» και αυταπάρνηση, ο ορισμός του ξεροκέφαλου θα λέγαμε, τουλάχιστον έτσι μας τον παρουσιάζει ο γιος του (η άτεγκτη αντίστασή του σε απόψεις που διέφεραν έστω και λίγο από τις δικές του κυρίαρχες προκαταλήψεις ήταν, στην πραγματικότητα, μια από τις πιο επιμελώς στερούμενες στοχασμού συμπεριφορές του). Για παράδειγμα, χαρίζει όλη τη συλλογή γραμματοσήμων του Φίλιπ, που τα μάζευε επί δεκαετίες, σε κάποιον μικρανεψιό του γιατί έκρινε ότι αυτός τα… χρειάζεται περισσότερο, χωρίς να ρωτήσει ούτε να ενημερώσει καν το γιο του, ο οποίος το μαθαίνει μετά από δέκα χρόνια, και δυσκολεύεται να αντιδράσει! (στα εικοσιοκτώ μου θα δυσκολευόμουν να του ασκήσω κριτική κατά πρόσωπο όσο δυσκολευόμουν στα δεκαοχτώ μου και στα οχτώ μου, αφού πάντα οι πιο κατάφωρα αστόχαστες πράξεις του υποκινούνταν από την αυθόρμητη πρόθεσή του να βοηθήσει, να στηρίξει, να σώσει, να προφυλάξει, και πάντα εμφορούνταν από την πεποίθηση πως αυτό που έκανε ήταν κάτι γενναιόδωρο, χρήσιμο και εποικοδομητικό από ηθική ή εκπαιδευτική άποψη).
Έχει λοιπόν ξεχωριστό ενδιαφέρον πώς αντιμετωπίζει αυτός ο δύστροπος αλλά αυτοδύναμος και πολύ δυναμικός άνθρωπος την πρόκληση των γηρατειών, της αρρώστιας και του θανάτου. Αρχική δοκιμασία - πρώτο πλήγμα στη θαλερότητα- είναι ο θάνατος της γυναίκας του. Απ’ όσο ήξερα, ποτέ στη ζωή του δεν ήταν από κείνους που προσπαθούν να αποφύγουν την ένταση ενός φοβερού πλήγματος, κι ωστόσο, όπως έμαθα αργότερα, το βράδυ του θανάτου της είχε φύγει κακώς μακριά από τη σορό της. Μισή ώρα μετά την κηδεία αδειάζει όλα τα ντουλάπια και τα συρτάρια της νεκρής. Ήθελε απλώς να κάνει ό, τι έκανε σ’ όλη του τη ζωή: να τελειώσει την επόμενη δύσκολη δουλειά. Πριν από μισή ώρα είχαμε θάψει το σώμα της∙ τώρα είναι η ώρα να φύγουν τα πράγματά της (όχι για να μην τον στοιχειώνουν, όπως σχολιάζει αλλού ο γιος αλλά γιατί αρνιότανε να παρακάμψει την πιο σκληρή πραγματικότητα απ’ όλες).
Μ’ αυτόν τον τρόπο μέσα στις τριάντα πρώτες σελίδες έχει χαρτογραφηθεί με αδρές γραμμές η προσωπικότητα του ανθρώπου που θα τον δούμε να οδεύει στο θάνατο, μέσα από τα μάτια της πιο αρχετυπικής ανθρώπινης σχέσης, του γιου/παιδιού προς τον πατέρα/γονιό. Τα βήματα είναι κλασικά, απελπιστικά γνώριμα κι απελπιστικά αμετάκλητα: παράλυση στο πρόσωπο, εξετάσεις, τομογραφίες, όγκος στον εγκέφαλο, γνωματεύσεις ογκολόγων, προβλέψεις… Η σωματική αδυναμία και εξάρτηση διαμορφώνει, σκάβει/γλύφει σα γλυπτό τη σκληροτράχηλη συμπεριφορά του περήφανου Χέρμαν Ροθ. Γίνεται υπάκουος, κάποτε κάποτε κλαίει κιόλας. Αρνείται αρχικά να πάει σε κατοικίες για ηλικιωμένους αλλά προσαρμόζεται προβλέψιμα, κι όταν ειδικά γνωρίζει την Ίζαμπελ… βρίσκει τον παλιό ενθουσιώδη του εαυτό! Παρακολουθούμε το βραχυπρόθεσμο μηχανισμό προσαρμογής σε νέες μητέρας μου), βραχυπρόθεσμο γιατί σύντομα το σώμα θα προδώσει πάλι κάθε καλή διάθεση. Αποκορύφωμα της φθίνουσας πορείας προς τη σωματική εξασθένιση είναι η ταπείνωση της ακράτειας, όλη αυτή η προσπάθεια του ανήμπορου να κάνει αυτό που έχει γίνει να μην έχει γίνει. Παρακολουθούμε και βήμα βήμα την «ταπείνωση» του γιου να εξαφανίζει τα ίχνη: άπαξ και ξεπεράσεις την αηδία και αγνοήσεις την αναγούλα και υπερπηδήσεις όλες εκείνες τις φοβίες που έχουν γιγαντωθεί σαν ταμπού, ανακαλύπτεις ένα ολόκληρο απόθεμα ζωής που μπορείς να αγαπήσεις.
Αυτού του είδους η παράδοξη « κάθαρση» (κυριολεκτικά και μεταφορικά) είναι που θα προσδώσει ένα διαφορετικό νόημα στην κληρονομιά που άφησε ο πατέρας στο γιο: από αίσθημα ανωτερότητας ο συγγραφέας κάποτε είχε παραιτηθεί από κάθε είδος κληρονομιάς, θεωρώντας ότι ο αδερφός του που είχε οικογένεια, έχει περισσότερες ανάγκες. Όταν όμως ήρθε η ώρα η άνιση διαθήκη να γίνει πραγματικότητα, γεννιέται μέσα του μια απροσδόκητη αντίδραση: ένιωσα σα να με είχε απαρνηθεί, και το γεγονός ότι έφταιγα εγώ ο ίδιος που με είχε βγάλει από τη διαθήκη του δε μετρίαζε καθόλου την αίσθηση πως με είχε απορρίψει. Και παρακάτω: δεν ήταν η πρώτη φορά που μου συνέβαινε κάτι τέτοιο, να αρνούμαι, δηλαδή, να επιτρέψω στη συμβατικότητα να υπαγορεύσει τη συμπεριφορά μου, για να ανακαλύψω στη συνέχεια, κι αφού έχω ακολουθήσει τον δικό μου δρόμο, πως τα θεμελιώδη αισθήματά μου είναι καμιά φορά πιο συμβατικά από τις αντιλήψεις μου περί απαράβατων ηθικών επιταγών.
Η ολοένα και μεγαλύτερη σωματική αδυναμία αμβλύνει τις αντιθέσεις που κάποτε πόλωναν τη σχέση πατέρα γιου. Ο πατέρας γίνεται πιο τρωτός, πιο συναισθηματικός, ή, έτσι τον βλέπει ο γιος. Ο γιος συχωρνάει, με την έννοια ότι αναστοχάζεται, αναδομεί το παρελθόν, κατανοεί. Όπως γράφει και η anagnostria τελειώνοντας την παρουσίασή της, ο Φίλιπ Ροθ θα παρασταθεί στον πατέρα του μέχρι την τελευταία του πνοή, αφήνοντάς μας να εννοήσουμε πως πατρική κληρονομιά δεν είναι παρά αυτό που ο καθένας μας έχει γίνει.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου