Σάββατο, Ιανουαρίου 24, 2009

Ενοχές δίχως τύψεις (Travels in the scriptorium), Πολ Όστερ

- Πρέπει να με βγάλεις από εδώ μέσα. Δε νομίζω ότι μπορώ ν’ αντέξω άλλο.
- Αυτό δε θα είναι εύκολο. Έχουν απαγγελθεί τόσες κατηγορίες εναντίον σας.(…)
- Κατηγορίες; Τι είδους κατηγορίες;
- Όλο το φάσμα, φοβάμαι. Από εγκληματική αδιαφορία μέχρι σεξουαλική κακοποίηση. Από συνωμοσία σε από τη μέχρι φόνο εξ αμελείας. Από συκοφαντική δυσφήμιση μέχρι ανθρωποκτονία εκ προμελέτης. Να συνεχίσω;
- Μα είμαι αθώος. Δεν έκανα τίποτα απ’ όλ’ αυτά.
- Αυτό είναι ένα σημείο που επιδέχεται συζήτηση.
Όλα εξαρτώνται από την οπτική γωνία του καθενός.

Ο κεντρικός ήρωας, με το χαρακτηριστικό όνομα «Blank» (=λευκό, κενό), είναι ένας γέρος ξεμωραμένος που σε πρώτο πλάνο πάσχει από αμνησία και βρίσκεται απομονωμένος σ’ ένα χώρο (δωμάτιο νοσοκομείου, κελλί;) όπου υποβάλλεται σε θεραπεία. Η υποψία ότι δεν πρόκειται για έναν κοινό ασθενή μπαίνει στον αναγνώστη από την τρίτη σειρά του κειμένου (δεν είχε ιδέα ότι μια φωτογραφική μηχανή βρίσκεται κρυμμένη στην οροφή ακριβώς από πάνω του). Κάποιος λοιπόν, ή κάποιοι, τον παρακολουθούν, φωτογραφίζοντας κάθε δευτερόλεπτο τον ήρωά μας στην προσπάθειά του να αναδυθεί από τη λήθη των γηρατειών στην ανάμνηση ενός «καυτού παρελθόντος». Τον παρακολουθούμε κι εμείς, χωρίς να γνωρίζουμε τίποτα γι’ αυτόν, καθώς ο συγγραφέας περιγράφει με ιδιαίτερη εμμονή τις σισύφειες προσπάθειες ενός ανήμπορου γέρου να εξυπηρετήσει τις βιολογικές του ανάγκες και ν’ αντιμετωπίσει τη μοναξιά. Τη μοναξιά της λήθης και του γήρατος, τη μοναξιά της απώλειας μνήμης. Μια οπτική που κάνει τον αναγνώστη να συμ-παθεί τον ήρωα ή έστω, να τον λυπάται.
Ο τόπος είναι απροσδιόριστος, μέχρι να πληροφορηθούμε έμμεσα (μέσα από ένα χειρόγραφο που αναγκάζεται -τρόπον τινα- να διαβάσει) ότι βρισκόμαστε στη «Συμπολιτεία», όρος που παραπέμπει στις ΗΠΑ.
Κι εδώ, όπως σε όλα σχεδόν τα βιβλία του Πολ Όστερ, η δομή είναι ευρηματική. Όλο το βιβλίο αφορά μια μέρα του έγκλειστου κ. Μπλανκ, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Στη διάρκεια αυτής της μέρας τον επισκέπτονται διάφορα άτομα με διαφορετικό ρόλο το καθένα και κατά τη διάρκεια αυτής της μέρας ξεθολώνει κάπως το τοπίο της λήθης, αρχίζει αμυδρά και θυμάται. Αποφασιστικό μέρος της θεραπείας αποτελεί και η ανάγνωση του μυστηριώδους χειρόγραφου, που βρίσκεται στο δωμάτιο του κ Μπλανκ και όπου περιγράφεται η ιστορία ενός άλλου κρατούμενου, του Σίγμουντ Γκραφ. Υπάρχει δηλαδή αφήγηση μέσα την αφήγηση (κάτι στο οποίο ο Όστερ είναι τεχνίτης), όπου μαθαίνουμε έμμεσα πολλές πληροφορίες για τη χώρα (π.χ. ότι το δυτικότερο άκρο της Συμπολιτείας ονομάζεται Ούλτιμα και φρουρείται, γιατί είναι το «μέρος που βρίσκεται στην άκρη του γνωστού κόσμου. Εδώ είμαστε πάνω από χίλια διακόσια χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα, έχοντας μπροστά μα τις αχαρτογράφητες εκτάσεις των Αλλοδαπών Εδαφών»). Κυρίως όμως, μαθαίνουμε για την ανελευθερία που επικρατεί σ’ αυτή τη χώρα, εφόσον ο Γκραφ είναι πολιτικός κρατούμενος. Η υποψία ότι ο ανήμπορος και συμπαθής ως εκ τούτου Μπλανκ ήταν εμπλεγμένος αλλά και ταγμένος με τους «θύτες» αυτής της υπόθεσης μπαίνει αργά και βασανιστικά στην υποψία του αναγνώστη, είναι βέβαιο όμως ότι δεν μπορεί κανείς να του προσάψει πια ευθύνες… δε θυμάται πια, έχει το ακαταλόγιστο… κι αυτή η αντίφαση αποτελεί και το κεντρικό θέμα του βιβλίου: Ο χρόνος και τα γηρατειά γλύφουν την πραγματικότητα, κι είναι άτοπο να ψάχνει κανείς την απόδοση ευθυνών, όπως και να διαπιστώσει το «τι έγινε στ’ αλήθεια». Κι εδώ έγκειται η τραγικότητα: όλα εντέλει διαδραματίζονται κατά τραγικό τρόπο μέσα στη συνείδησή μας.
Το εύρημα του εγκιβωτισμού, όμως, δεν εξαντλείται εδώ: ο Μπλανκ είναι υποχρεωμένος να διαβάσει το χειρόγραφο (μαζί το διαβάζουμε κι εμείς), αλλά στο πιο αγωνιώδες σημείο το χειρόγραφο διακόπτεται. Εκνευρισμένος το πετάει, αλλά τότε τον επισκέπτεται ο γιατρός Σάμιουελ Φαρ που επεμβαίνει και τον αναγκάζει να συνεχίσει την ιστορία όπως νομίζει ο ίδιος.
-Ξεκινώντας από το σημείο στο οποίο σταματήσατε να διαβάζετε, πείτε μου τι νομίζετε ότι θα έπρεπε να συμβεί τώρα, μέχρι και την τελευταία παράγραφο, μέχρι και την τελευταία λέξη. Έχετε την αρχή. Τώρα θέλω να μου δώσετε τη μέση και το τέλος.
- Τι είναι αυτό, κανένα παιχνίδι συναναστροφής;
- Αν θέλετε. Προτιμώ να το βλέπω ως μια άσκηση δημιουργικής λογικής.

Η αφήγηση του Μπλανκ είναι τόσο πειστική που αναρωτιέσαι αν απλώς «διαβάζει» τις θολές του αναμνήσεις. Όπως λέει κι ο ίδιος σε μια στιγμή διαύγειας, τον κυνηγούν τα «καταραμένα φαντάσματά μου, τα θύματά μου- όλοι εκείνοι που εγώ τους έκανα να υποφέρουν όλα αυτά τα χρόνια». Ως γνήσιος αφηγητής όμως, επεμβαίνει, λογοκρίνει, φωτίζει την ιστορία ή παρουσιάζει διαφορετικές παραλλαγές. Έτσι γίνεται δημιουργός, κατασκευαστής της ιστορίας, επικυρώνοντας την αλήθεια ότι δεν υπάρχει –ή τουλάχιστον δε μπορεί να πιστοποιηθεί- μία και αντικειμενική αλήθεια.
Έχει ιδιαίτερη σημασία η εγκιβωτισμένη ιστορία, η προσωπική μαρτυρία του Γκραφ, ο οποίος εξαπατήθηκε διπλά, εστάλη στην απαγορευμένη χώρα, στα ίχνη ενός διπλού πράκτορα και παλιού φίλου του για ν’ ανακαλύψει μετά από πολλές περιπέτειες ότι τον χρησιμοποίησαν: με το να τον βάλουν να γράψει την ιστορία του, ή μάλλον την ερμηνεία που ο ίδιος έδωσε σε μια φρικιαστική σφαγή, πυροδοτεί άθελά του έναν πόλεμο προς τη Συμπολιτεία. Δεν έχουν βέβαια σημασία οι λεπτομέρειες, αλλά και η παράλληλη αυτή ιστορία δείχνει την αλλοτριωτική (ή δημιουργική;) δύναμη των λέξεων
Γιατί, όπως γράφεο ο Όστερ στο βιβλίο «Η επινόηση της μοναξιάς»:

Η γλώσσα δεν είναι αλήθεια.
Είναι ο τρόπος που υπάρχουμε στον κόσμο.
Το παιχνίδι με τις λέξεις γίνεται απλώς
για να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το μυαλό,
να αντικατοπτρίσουμε ένα μέρος του κόσμου
όπως τον προσλαμβάνει το μυαλό
.

Αυτή η βασική ιδέα φαίνεται να διαποτίζει συνολικά όλο το έργο του, όπου κυριαρχεί ένας ιδιόμορφος ρεαλισμός – θα τον ονόμαζα «ονειρικό». Όπως γράφει η Μαρία Ξυλούρη[1], «ο Auster έχει έναν ιδιότυπο ρεαλισμό στον οποίο θα πρέπει να αποδεχτείς ότι όλα μπορεί να συμβούν, και θα συμβούν». To τυχαίο παίζει καθοριστικό ρόλο, σε βαθμό ώστε να μένουν ιστορίες ατελείωτες, και η ατελής πρόσληψή τους καταδεικνύει τον παραλογισμό με τον οποίο κατανοούμε την πραγματικότητα. Άλλωστε, αυτή την άποψη ενισχύει - νομίζω- και ο πρωτότυπος τίτλος «Travels in the scriptorium», δηλαδή «Ταξίδια στη γραμματεία».

[1] Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, Σεπτέμβρης 2008, αφιέρωμα στον Πολ Όστερ
Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Ιανουαρίου 20, 2009

η Χρυσώ, Ρίτα Μπούμη-Παπά

η Χρυσώ ήταν πλάσμα του Αιγαίου
που μύριζε ευσέβεια, αρμύρα και θυμάρι
- άγριο θαλασσοπερίστερο

Μυθιστορηματική βιογραφική εξομολόγηση είναι ο υπότιτλος του βιβλίου, μιας και η ερμουπολίτισσα συγγραφέας καταγράφει την ιστορία της μητέρας της, ενός ορφανού κοριτσιού από την Πάτμο που προξενεύτηκε στα 14 της χρόνια (αφήνοντας πίσω 4 μικρότερα αδέρφια) με τον Υδραίο ναυπηγό ιστιοφόρων στον ονομαστό ταρσανά της Σύρας Νικόλαο Μπούμη. Αυτά, εν έτει 1880. Το μυθιστόρημα ξεκινά με την άφιξη του μαστρο- Νικολή (με το σημαιοστόλιστο τρικάταρτο σκαρί του, την «Αργώ») στο νησί της Πάτμου, προκειμένου να παντρεφτεί και να φέρει ως νύφη τη Χρυσώ στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων.
Το θέμα με προσείλκυσε λόγω καταγωγής, αλλά δεν είχα μεγάλες προσδοκίες· παρόλ’ αυτά το μυθιστόρημα μ’ αιφνιδίασε ευχάριστα: είναι μια πολύ καλογραμμένη βιογραφία, ίσως λίγο ωραιοποιημένη, που δίνει ταυτόχρονα πάρα πολλά στοιχεία από την ιστορία του νησιού σε μια εποχή μεγάλης ακμής. Κάποιες σύντομες «παρεκβάσεις» δίνουν πολλές πληροφορίες, που είναι εν πολλοίς άγνωστες και πολύ εντυπωσιακές, μεταφέροντας το μέγεθος μιας πρωτόφαντης τοπικής ανάπτυξης, αλλά και τα ιστορικά της αίτια[1]. .
Έτσι, ο υποψήφιος γαμπρός Νικολής, εντυπωσιάζοντας τους φτωχούς και θεοσεβούμενους Πατινιούς μιλά με περίσσια έπαρση και αλαζονεία για το πνεύμα ελευθερίας που διέπει το νησί «του» (δεν είναι ακριβώς το νησί του, μιας και κατάγεται από την Ύδρα): «στη Σύρα έχουμε μουσικές μπάντες, λέσχες ιδρύματα, εργοστάσια, αμάξια με αράπικα άλογα, παλάτια. (..) Οι Συριανοί γλεντούν, χορεύουν, τραγουδούν, ξενυχτάνε στις μπυραρίες, στα καφέ σαντάν… (…) Εμείς οι Ερμουπολίτες τι δουλειά έχουμε με τα χωράφια; Ζούμε στην πόλη. Στην πόλη εργαζόμαστε. Στα εργοστάσια, στα ναυπηγεία, στα καράβια, στο εμπόριο. Υπάρχουνε δουλειές για όλους. Και το σπουδαιότερο: η Σύρα είναι ένα νησί ελεύθερο. Ελληνικό (!). Σεις, έχετε ακόμα εδώ τον Τούρκο… Σε μας δεν πάτησε ποδάρι τούρκικο.
- Πώς να πατήσει; Είπε ο πρώτος ρασοφόρος με βαθιά φωνή. Η Σύρα ήταν πάντα κάτω από προστασία γαλλική, κι οι κάτοικοί της, καθολικοί το θρήσκευμα, έμειναν αδιάφοροι σαν ξένοι σε όλη τη διάρκεια του αγώνα του Εικοσιένα. Απ’ τον αγώνα αυτό απουσιάζει το όνομά της. Αντίθετα, εμείς εδώ, διατηρώντας επί ολόκληρους αιώνες ελληνική συνείδηση, αναδείξαμε τρεις φιλικούς απ’ τους επιφανέστερους: τον Πατριάρχη Αλεξάνδρειας Θεόφιλο, τον Εμμανουήλ Ξάνθο και τον Δ. Θέμελη.
Αυτή η σύγκρουση/συνύπαρξη του πληθωρικού/κοσμοπολίτικου/δυτικού πνεύματος (που εκπροσωπεί ο Νικολής) με το άκρως ασκητικό/θρησκευτικό/ ανατολίτικο πνεύμα της Πάτμου (που εκπροσωπεί αντίστοιχα η θεοσεβούμενη Χρυσώ) αποτελεί και το πνεύμα της οικογένειας όπου μεγάλωσε η Ρίτα, η συγγραφέας. Βέβαια, η ακμή που ακολούθησε στο νησί από το 1825 και μετά, οφείλεται εν πολλοίς στο προσφυγικό στοιχείο των κατοίκων του Αϊβαλιού, των Ψαρών, της Χίου, της Σμύρνης οι οποίοι μετά από εμπρησμούς, σφαγές κι εξανδραποδισμούς κατέφυγαν στη δίχως Τούρκους Σύρα. Τέτοιος πρόσφυγας ήταν και ο Υδραίος προπάππος της Αλεξανδρής Π. Μπούμης, που διακρίθηκε ως πυρπολητής στον αγώνα του 21. Η τονωτική αυτή ένεση με τα πιο δυναμικά στοιχεία των ήδη δυναμικών περιοχών, σε μια ασφαλή περιοχή με καίρια γεωγραφική θέση (παρόλη τη μικρή της έκταση) ήταν και η βαθύτερη αιτία της πρωτοφανούς ανάπτυξης της Σύρας.
[Παραθέτω ως παρένθεση κι εγώ συνοπτικά, κάποια στοιχεία λίγο- πολύ γνωστά αλλά εντυπωσιακά από άποψη ποσότητας: με την εγκατάσταση των προσφύγων χτίστηκαν αμέσως τελωνεία, αποθήκες, πολυώροφα κτήρια, ξενοδοχεία, ταρσανάδες, πάμπολλα εργοστάσια (βυρσοδεψίας, αλευροβιομηχανίας, κλωστοϋφαντουργίας, φάμπρικες για τρόφιμα κ.α.). Το 1824 απέκτησε η πρωτεύουσα το όνομα «Ερμούπολη», λόγω της ανάπτυξης του εμπορίου. Το 1861 ιδρύθηκε το Νεώριο εκτοπίζοντας τον ταρσανά (ξυλοναυπηγείο). Στο πρώτο Εργατικό Κέντρο της χώρας υπήρχαν χιλιάδες εργάτες κι εργάτριες, ενώ είναι γνωστό ότι οι πρώτες απεργίες (1874,1879) έλαβαν χώρα στη Σύρα, καθώς και ότι ιδρύθηκε και «αυτοασφαλιστικό ταμείο», που βοηθούσε τους εργάτες στις μεγάλες ανάγκες. Στο διάστημα αυτό πανέμορφα νεοκλασικά κτήρια χτίζονται με αποκορύφωμα το κτήριο που στεγάζει ακόμα το Δημαρχείο, του περίφημου αρχιτέκτονα Έρνεστ Τσίλλερ.
Εντυπωσιακή είναι και η ανέγερση κτηρίων κοινής ωφελείας, όπως νοσοκομείου, ορφανοτροφείου, φθισιατρείου, άσυλου έκθετων βρεφών(!), γηροκομείου, ψυχιατρείου, υγειονομείων, λοιμοκαθαρτηρίων, ως και βρεφονηπιακού σταθμού εργαζόμενων στα εργοστάσια μητέρων!! Αλλά και στον τομέα της «κουλτούρας» υπάρχει πρωτοπορία: από το 1826 ήδη ιδρύονται Διδακτικά Σχολεία και το πρώτο Παρθεναγωγείο (διευθύντρια η αδελφή του Θεόφιλου Καΐρη). Το 1828 λειτουργούν στην Ερμούπολη δέκα ελληνικά σχολεία με 813 μαθητές! Το 1833 εγκαινιάζεται το πρώτο ελληνικό γυμνάσιο με γυμνασιάρχη το Νεόφυτο Βάμβα, που το εγκαινίασε ο Αδ. Κοραής και όπου φοίτησε αργότερα και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Δύο γαλλικά και δυο γαλλικά κολλέγια, τυπογραφεία, σχολή μουσικής. Αργότερα (1862-4), έμβλημα της πολιτιστικής ανάπτυξης της Σύρας, το θέατρο «Απόλλων», σύμφωνα με τα ιταλικά πρότυπα (διαδόθηκε καθ’ υπερβολήν ότι αποτελεί μικρογραφία της «Σκάλας του Μιλάνου»)].

Αυτό είναι, σε αδρές γραμμές το πλαίσιο της κοινωνίας όπου έρχεται κι ενσωματώνεται η ταπεινή μητέρα της Ρίτας, η Χρυσώ, και την οποία περιγράφει, πολύ γλαφυρά η Ρίτα Μπούμη ξεκινώντας από το «Υδραίικο» σπίτι («υδραίικο μα και μιξοευρωπαϊκό»), πίσω από την Κοίμηση. Η αφήγηση θυμίζει ηθογραφία και προσφέρει στον αναγνώστη την ευχαρίστηση να μετέχει στο πνεύμα μιας ιδιαίτερης πατρίδας σε μια ιδιαίτερη εποχή. Κυρίαρχη είναι η εκρηκτική προσωπικότητα του Νικολή, αρχισχεδιαστή στον ταρσανά, με μεγάλη έφεση στα γράμματα, με ευρεία καλλιέργεια. Με μεγάλες αρετές αλλά και αντίστοιχα κουσούρια:
Αντίθετα απ’ τα’ αδέρφια του, που ήταν σεμνά παλικαράκια, σπιτικά που λένε, ο Νικολής ήτανε φαντασμενος όπως δα ήτανε οι περισσότεροι Υδραίοι στην κοινωνία της Σύρας. Πολλά ανέκδοτα κυκλοφορούσαν γι’ αυτό τον υδραίικο εγωισμό, τσουχτεροί χαρακτηρισμοί και ειρωνείες.
Ο πατέρας μου σπαταλούσε πολύ εύκολα, καμιά φορά και ασυλλόγιστα, το χρήμα του πατέρα του. Είχε αποχτήσει τα βίτσια του δυτικού πολιτισμού, που πρωτομπήκε στην Ελλάδα από τη Σύρα. Τον έφερναν από τη θάλασσα οι ξένοι κλπ.κλπ. (..) Του άρεσε πολύ η ζωή, το καλό φαγητό και το περιποιημένο, το μπόλικο κρασί, οι γυναίκες, το θέατρο, η μουσική και ο καλός ύπνος. Ζούσε θαρρείς μόνο για να επιδείχνεται και να εντυπωσιάζει.
Ένας bon viveur λοιπόν, πολύξερος αλλά και άσωτος, μάγκας (15 χρόνων παρά λίγο να σκοτώσει κάποιον παιδεραστή που του επιτέθηκε και πέρασε πολλές βδομάδες στη φυλακή του Τζιβάρα), δημοκράτης, (τάχτηκε με τους εργάτες στις απεργίες του 1874, 1879), βενιζελικός στη συνέχεια, που διάβαζε Ρόκκο Χοϊδά, «Ραμπαγά», θαύμαζε τον Θεόφιλο Καΐρη, και κατηγορούσε τους συντοπίτες του Συριανούς για την καταδίκη του «αιρετικού φιλόσοφου» και την επακόλουθη βαρβαρότητα να ασβεστώσουν το άψυχο κορμί του.
- Μάλιστα. Όταν βρεθεί κανένας θαρραλέος και τα πει, τον ρίχνουνε στις φυλακές ή τον αναγκάζουν ν’ αυτοκτονήσει. Έτσι δεν τέλειωσε ο «Ραμπαγάς»; ¨Ετσι δεν τέλειωσε ο Ρόκκος Χοϊδάς, στη φυλακή;

Η Ρίτα Μπούμη επιμένει, χωρίς να γίνεται κουραστική, ν’ αποδίδει μ’ ένα πνεύμα σοσιαλιστικού ρεαλισμού, την ατμόσφαιρα της εργατικής τάξης (π.χ. καθώς περιγράφει τον ταρσανά, οι εργάτες σχεδόν ξεφωνίζουν απ’ τη χαρά τους!), για να εστιάσει και στα προβλήματα της εργατιάς που οδήγησαν στην κρίση και τις απεργίες.
Δε γίνεται όμως αναφορά μόνο στην «αίγλη» του πολιτισμού στην μικρή αυτή πολιτεία του Αιγαίου, αλλά και στην παθολογία της: τα Λαζαρέτα, περιοχή με τα «τρία μεγάλα κτήρια που σου προκαλούσαν τρόμο και πονοψυχιά», το Λοιμοκαθαρτήριο, τις Φυλακές, και το Άσυλο Φρενοβλαβών. Και πιο άμεσα:
Σελ. 124:
Η ιστορία της Σύρας, η φήμη, που από στόμα σε στόμα πέρασε έναν αιώνα κι έφτασε ως τις μέρες μας, μαρτυρούσε πως ο μεγάλος πλούτος που είχε αποκτηθεί από κάμποσες οικογένειες, ήταν καρπός ενός εμπορίου ανεξέλεγκτου που διεξαγόταν σε βάρος του δημοσίου. Ολόκληρα φορτία μεταφέρονταν λαθραία μπροστά στ’ αρχοντικά πλεούμενα κοντραμπατζίδικα λογής λογής.
Σελ.127:
Ξιπασμός ασυγκράτητος, νεοπλουτικός και κραυγαλέος κυριαρχούσε σ’ αυτή ιδίως την τάξη των μεγαλέμπορων, τραπεζομεσιτών και κείνων που πλουτίζανε ραγδαία με τις δουλειές της θάλασσα, τους ναύλους, τις αγοραπωλησίες σκαριών.

Πέρα’ απ’ αυτό το γενικότερο πνεύμα (που ομολογώ με τράβηξε ιδιαίτερα για προσωπικούς λόγους), ξετυλίγεται η ιστορία της οικογένειας με τα πάθη, τις συγκρούσεις αλλά και τις τραγωδίες της. Αρχικά παρακολουθούμε την οικογένεια όπου εντάσσεται η Χρυσώ ως νύφη, και στη συνέχεια τη νέα της οικογένεια (έχασα το λογαριασμό με τα παιδιά που γέννησε εκ των οποίων η Ρίτα ήταν το έβδομο ενώ πέθαναν, όπως υπολογίζω, άλλα τόσα). Δεν επιμένει από ένα σημείο και μετά στις οδυνηρές λεπτομέρειες, κόβοντας λίγο απότομα την εξιστόρηση. Είναι πάντως εμφανής στο τέλος ο κοινωνικός και οικονομικός ξεπεσμός της οικογένειας, (μετά την οριστική αντικατάσταση του ταρσανά από την «καταραμένη λαμαρίνα» του Νεώριου). Αλλά κι ο καλοζωιστής πατέρας , μετά τα 40 του ξεπέφτει, αφήνοντας όλες τις πρωτοβουλίες σστη δόλια Χρυσώ, που αναγκάζεται να πουλήσει σπάνια πατινιά (από την Πάτμο) χρυσαφικά για να τα βγάλει πέρα με αξιοπρέπεια. Το βιβλίο τελειώνει με σύντομη αναφορά στον Πετρόγιαννο, το στερνοπαίδι (δυο παιδιά ήδη με το όνομα Πέτρος είχαν πεθάνει):
Κι έγινε αληθινός Πετρόγιαννος στο δυναμικό πέρασμα από τη ζωή, που την είδε σαν νόημα και ιδέα υψηλή.

[1] Το 1207, η Σύρα πέφτει στα χέρια των Φράγκων (εξάρτημα του Δουκάτου της Νάξου) και διανύει μια περίοδο αναγέννησης (σημειωτέον ότι η Πάνω Σύρα, η οποία σώζεται έκτοτε- δηλαδή το 1300- άθικτη, αριθμούσε τότε 5 χιλιάδες κατοίκους). Ακολούθησε περίοδος θρησκευτικού προσηλυτισμού που δίχασε το νησί στους Φραγκοσυριανούς και τους ορθόδοξους. Όταν παραχωρήθηκε η Σύρα ως τιμάριο στην ανιψιά του σουλτάνου Σαχ (1779- 1803), άρχισε ν’ αναπτύσσεται πάρα πολύ. Η σουλτάνα παραχωρεί μεγάλη ελευθερία, απαλλαγή από φόρους, εξασφαλίζει την προστασία της Γαλλίας, ειρήνη και οικονομική άνθιση, εκδιώκει την πειρατεία που τότε ήταν μάστιγα των νησιών. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, αυτές οι εξ-αιρετικές συγκυρίες είναι που οδήγησαν τη Σύρο, μισό αιώνα αργότερα σε μια πρωτάκουστη ακμή.
Χριστίνα Παπαγγελή

Πέμπτη, Ιανουαρίου 15, 2009

Ανάμεσα στους τοίχους, Φρανσουά Μπεγκοντό (βιβλίο και ταινία)

Πρώτη φορά κινηματογραφική μεταφορά βιβλίου όχι μόνο μού άρεσε περισσότερο, αλλά μου «έδειξε» το βιβλίο, με βοήθησε να το προσεγγίσω καλύτερα. Αγόρασα το βιβλίο χωρίς να έχω ιδέα ότι έχει ήδη μεταφερθεί σε ταινία, και η αρχική τουλάχιστον αίσθηση ήταν αρνητική.
Ο πρωταγωνιστής και καθηγητής Φρανσουά είναι φιλόλογος· διδάσκει τη γαλλική γλώσσα σ’ ένα σχολείο του Παρισιού σε υποβαθμισμένη συνοικία με πολλούς εργάτες και μετανάστες, όπου φοιτούν κυρίως παιδιά αλλοδαπών. Δύσκολες τάξεις σε δύσκολες συνθήκες, με εσωτερικές αντιπαλότητες, με έντονες πολιτισμικές αντιθέσεις. Ο Φρανσουά έχει καλές προθέσεις, καλές στιγμές, στιγμές δημιουργικές, στιγμές έκλαμψης. Αλλά δεν τον συμπάθησα, ιδιαίτερα στο πρώτο μισό του βιβλίου. Οπωσδήποτε είναι απαλλαγμένος από τις υστερίες και τα ταμπού που χαρακτηρίζουν την πλειοψηφία- έχει απέραντη υπομονή ακόμα κι όταν τον προσβάλλουν, έχει ανεκτικότητα στον «παιδαγωγικό θόρυβο», αφήνει τα παιδιά να εκφραστούν. Αλλά μου έδωσε την εντύπωση στην αρχή ότι ήταν υπερβολικά είρωνας και, σε κάποιες περιπτώσεις, δυσανάλογα αυστηρός. Η αίσθηση του είρωνα επιτείνεται κι από τον τρόπο περιγραφής: πολύ λιτό ύφος που υποβάλλει μια ειρωνική απόσταση, παράθεση διαλόγων με εξυπνακίστικα σύντομα σχόλια, - και τα μόνα στοιχεία περιγραφής είναι οι λογότυποι στα ρούχα των παιδιών, το σχήμα των σκουλαρικιών, τα τσιμπιδάκια τους, οι μάρκες των μπουφάν τους. Αυτή η εμμονή στην ποικίλη αμφίεση δίνει την αίσθηση σχόλιου, και μάλιστα αρνητικού.
Η αφήγηση μού φάνηκε ρηχή και μονότονη, πάλι ιδιαίτερα στο πρώτο μισό του βιβλίου. Διάλογοι χαρακτηριστικοί αλλά και αναμενόμενοι σε μια τάξη- και μάλιστα τάξη με τέτοιες ιδιαιτερότητες-, χωρίς οπτική γωνία. ‘Η μάλλον, η οπτική γωνία είναι του καθηγητή, που δε φαίνεται όμως να αλλάζει, να ωριμάζει, να ζυμώνεται. Δεν παραθέτει ποτέ καμιά εσωτερική σκέψη, κυρίως καμιά αυτοκριτική. Κάποιες επαναλήψεις ενδυναμώνουν την αίσθηση της ρηχότητας. Δεν μου ήταν ξεκάθαρο με ποιο κριτήριο ήταν επιλεγμένοι οι διάλογοι, μερικές φορές μου φαινόταν ότι ήταν για να δείξουν την «ανωτερότητα» του καθηγητή, κι αυτό με απωθούσε.
Όταν, όμως, έχεις περάσει τα μισά σου χρόνια στα σχολεία, σ’ ενδιαφέρει κι αυτή ακόμα η επίπεδη καταγραφή, γιατί διαβλέπεις εξ αποστάσεως τα «οικεία κακά». Έτσι, συνέχισα να διαβάζω το βιβλίο αυτό παρότι αντιπάθησα τον εξυπνάκια πρωταγωνιστή, ενώ πολλές φορές «έπαιρνα μέσα μου το μέρος των μαθητών». Όταν π.χ. αναφώνησε μια μαθήτρια «Κύριε γιατί μας δουλεύετε συνέχεια, δεν είναι σωστό» με καταφανές θράσος, η φράση αυτή εξέφραζε μια εσωτερική σκέψη που ήδη είχα κάνει ως αναγνώστης. Επίσης, η απουσία της εσωτερικής φωνής του αφηγητή/συγγραφέα μ’ έκανε να πιστεύω ότι ίσως θα υπάρξει κάποια «εξέλιξη», π.χ. κάποια ανατροπή.
Στο δεύτερο μισό του βιβλίου, τα πράγματα έγιναν πιο συμπαθητικά. Αναμφισβήτητα, υπάρχουν «δυνατά» σημεία, δυνατοί διάλογοι, στιγμές έκφρασης (παιδιών και καθηγητών), στιγμές όπου φαίνεται το αδιέξοδο στη σχέση μαθητή- καθηγητή, όλες οι αντιφάσεις σ’ αυτή τη μικροκοινωνία που λέγεται «σχολείο». Μια δυνατή στιγμή επικοινωνίας, π.χ. ήταν η συζήτηση για το συναίσθημα της ντροπής, όπου ο ίδιος ο Φρανσουά εξομολογείται προσωπικά του βιώματα στους μαθητές. Ενδιαφέρον είχαν και οι τύποι των καθηγητών (πάλι έχουμε ειρωνική περιγραφή), αλλά και οι παιδαγωγικού περιεχομένου διάλογοι μεταξύ τους.
(Συνολικά, το πνεύμα του βιβλίου το παρουσιάζει πολύ εύστοχα και ... χωρίς προκαταλήψεις η anagnostria, εδώ)

Πολύ διαφορετική ήταν η αίσθηση της ταινίας. Είναι από τις λίγες φορές που θεωρώ ότι μια ταινία είναι πολύ καλύτερη από το βιβλίο που έχει προηγηθεί, και κυρίως, φωτίζει το βιβλίο. Σημειωτέον και αξιοπρόσεκτο είναι ότι πρόκειται για μια ταινία- σχεδόν ντοκιμαντέρ, όπου οι ηθοποιοί μαθητές είναι ερασιτέχνες και ο πρωταγωνιστής είναι ο ίδιος ο Φρανσουά, ο ίδιος δηλαδή ο συγγραφέας (που έχει διατελέσει και καθηγητής). Η απόδοση του κλίματος της τάξης είναι αληθοφανέστατη, και η κάθε επί μέρους σκηνή είναι αφορμή για πάρα πολλές σκέψεις και προεκτάσεις. Ο καθηγητής είναι και μέσα και έξω από την τάξη, παρατηρητής αλλά και μέτοχος. Προοδευτικός αλλά και συντηρητικός (π.χ. στις αντιλήψεις του για τη γλώσσα). Κάνει προσπάθειες, κάνει διάλογο με αφετηρία τις εμπειρίες των παιδιών, κάνει λάθη. Λίγες είναι οι αποκλίσεις από το βιβλίο, αν εξαιρέσουμε το κεντρικό περιστατικό, την περίπτωση αποπομπής του Σουλεϊμάν, που στην ταινία παρουσιάζεται πιο «σφαιρικά, πιο στρογγυλεμένα». Ήταν η εξέλιξη, η ανατροπή που περίμενα ότι θα έχει το βιβλίο. Πρόκειται για έναν δύσκολο μαθητή, τον οποίο ο καθηγητής κατάφερε να ενεργοποιήσει (στην εργασία να φτιάξουν ο καθένας το πορτρέτο του, εκείνος με τα πολλά έφερε φωτογραφίες της οικογένειάς του από το Μαλί, ο δάσκαλος τις τύπωσε και τις ανάρτησε στον πίνακα). Η ελευθερία των μαθητών να εκφραστούν έχει κόστος, είναι απείθαρχοι, μιλούν όλοι μαζί, πιάνονται στα χέρια, αντιμιλούν, προσβάλλουν τον καθηγητή. Προσβάλλει κι αυτός, δεν παραδέχεται εύκολα την προσβολή που διέπραξε λέγοντας σε δυο κοπέλες ότι φέρονται σαν «τσούλες». Χιονοστιβάδα οι αντιδράσεις, ο Σουλεϊμάν αποβάλλεται. Τραγική η σκηνή του «πειθαρχικού» όπου παρίσταται η αγέρωχη μάνα από το Μαλί, η οποία δεν καταλαβαίνει λέξη, ενώ ο αξιοπρεπής Σουλεϊμάν τής μεταφράζει κατά βούληση.
Αντιγράφω από την κριτική του Π. Παναγόπουλου στην Καθημερινή (23-10-2008):
«Οι πάντες, καθηγητές και μαθητές, αντιμετωπίζουν διλήμματα σ' αυτό το σχολείο που βρίσκεται σε μια υποβαθμισμένη περιοχή του Παρισιού. Ο καθηγητής, που προσπαθεί να βρει τον τρόπο να κάνει τα παιδιά να μάθουν, αλλά δεν καταφέρνει πάντα να διατηρήσει την ψυχραιμία του από τη μια, οι μαθητές που φλέγονται να αμφισβητήσουν και συχνά πέφτουν στην αυθάδεια και την ανυπακοή από την άλλη. Όλοι προσπαθούν να κάνουν το σωστό και όλοι κάνουν λάθη, γιατί στην πραγματικότητα δεν υπάρχει μαγική συνταγή για τη γνώση, ειδικά όταν το περιβάλλον λειτουργεί αρνητικά».
«Ανάμεσα στους τοίχους» είναι η μετάφραση στα ελληνικά του γαλλικού τίτλου «Entre les murs», αλλά η ακριβέστερη μετάφραση «εντός των τειχών», όσο κι αν ακούγεται καθαρευουσιάνικη, νομίζω ότι αποδίδει πολύ καλύτερα το πνεύμα του έργου. Γιατί η όλη δράση γίνεται αναπόδραστα, μέσα στα όρια του συστήματος και ειδικότερα, του εκπαιδευτικού συστήματος.
Ίσως ακούγεται απαισιόδοξο, αλλά αυτός ήταν ο "ήχος της τσεκουριάς εντός μου " απ' το συγκεκριμένο βιβλίο/κιν. έργο.


Χριστίνα Παπαγγελή

Πέμπτη, Ιανουαρίου 08, 2009

Logicomix, Απόστολου Δοξιάδη, Χρ. Παπαδημητρίου

Η αλήθεια είναι πιο δυνατή από την απόδειξή της
Κουρτ Γκέντελ
Ένα βιβλίο, ή μάλλον ένα «κόμικς», με κεντρικό θέμα τη γένεση της Λογικής, της Λογικής ως επιστήμης, της αναγκαιότητας δηλαδή να γεννηθεί μια γλώσσα που να είναι σαφής, ακριβής και λογικά συνεπής. Βασικός άξονας της αφήγησης είναι η προσωπικότητα και οι αναζητήσεις του Μπέρτραντ Ράσσελ, μέσα από τη διάλεξη που έκανε σε αμερικανικό πανεπιστήμιο την ιστορική μέρα 4 Σεπτεμβρίου 1939, μέρα κήρυξης πολέμου της Αγγλίας στη Γερμανία, 3 μέρες μετά την εισβολή στην Πολωνία. Βρισκόμαστε δηλαδή στην ιστορική φάση που τα μαθηματικά συγκλίνουν –ξανά- με τη φιλοσοφία και γίνονται προσπάθειες να θεμελιωθεί μια γλώσσα βασισμένη στη λογική, όπου τίποτα να μην είναι «προφανές», αλλά τα πάντα να στηρίζονται στην απόλυτη βεβαιότητα.
Το κόμικς κινείται σε δυο χρονικά επίπεδα: το «σύγχρονο» επίπεδο (εδώ και τώρα) των «συγγραφέων» του και το χρονικό επίπεδο στο οποίο τοποθετείται το έργο/θέμα τους (αρχή Β΄Παγκοσμίου πολέμου οπότε κάνει τη διάλεξη ο Ράσσελ, ο οποίος όμως με τη σειρά του κάνει μια αναδρομή στη ζωή του). Το πρώτο αναπαριστά ρεαλιστικά τις συνθήκες γένεσης του παρόντος βιβλίου, αλλά παράλληλα παρακολουθούμε και την απεικόνιση της αφήγησης του βασικού θέματος που αναφέρθηκε παραπάνω. Αρχικά λοιπόν, ο Απ. Δοξιάδης συστήνεται στους αναγνώστες, συναντά τον συνεργάτη του Χ. Παπαδημητρίου (που ασχολείται με τη θεωρία των υπολογιστών) και στη συνέχεια οι δυο, διασχίζοντας την Αθήνα, καταλήγουν στο σπίτι των άλλων δυο της τετράδας, του Α. Παπαδάτου ( σχεδιασμός χαρακτήρων και σχέδιο) και της Annie Di Donna (χρώμα). Τα σκίτσα αποδίδουν ρεαλιστικά τις προθέσεις αλλά και τις προσπάθειες των τεσσάρων να μεταφέρουν το πνεύμα της «Αναζήτησης των θεμελίων των Μαθηματικών» σε κόμικς, μια «ιστορία-παραμύθι» που πέρα από το κεντρικό –επιστημονικό- θέμα όμως, να δείχνει και τη σχέση των ιδεών με τα πάθη …:
Α. Δ. - Οι πρωταγωνιστές της αναζήτησης είναι άνθρωποι παθιασμένοι … τολμηροί,
πραγματικοί υπερήρωες.
Χ. Π. - Ξέρεις, η «αναζήτηση των θεμελίων» με ενδιαφέρει ιδιαίτερα για τη δουλειά μου: οι πιο σπουδαίες ιδέες της πληροφορικής κάπου μέσα σ’ αυτή γεννήθηκαν!
- Εμάς μας νοιάζουν οι άνθρωποι. Οι ιδέες τους μας αφορούν μόνο στο βαθμό που προέρχονται από τα πάθη τους.
….αλλά και τη σχέση λογικής/τρέλας:
- Γιατί λοιπόν τέτοιο ποσοστό τρέλας στους επιστήμονες της λογικής; Να ξέρεις όμως, θεωρώ την άποψη «τους τρέλανε η λογική» μια ανοησία!
- Οπότε, τι άλλο μένει; «Η λογική να προήλθε από την τρέλα;»
Τέτοιου τύπου διάλογοι, καθώς οι ήρωες βολτάρουν στην Αθήνα, αποκτούν μια ελαφράδα που παραπέμπει στη χαλαρή φιλοσοφική περιδιάβαση με την οποία είναι συνδεδεμένη η αρχαιοελληνική φιλοσοφική σκέψη. Ταυτόχρονα φωτίζουν τις δύσκολες φιλοσοφικές έννοιες, ενώ ο αναγνώστης τέρπεται από την ατμόσφαιρα, τα χρώματα, την προοπτική των εικόνων. Πέρα όμως από τον έντονο ρεαλισμό που χαρακτηρίζει τα σκίτσα (που ίσως αρχικά λίγο απωθεί ή τουλάχιστον φαίνεται περιττός), υπάρχει καλαισθησία και μπόλικο χιούμορ!
Αναμφισβήτητα, ο «πρωταγωνιστής» του Logicomix είναι ο Μπέρτραντ Ράσσελ, που επιλέχτηκε, όπως επισημαίνεται από τους συγγραφείς, γιατί εκτός από «μέγας επιστήμονας της Λογικής» ήταν πολιτικός, ακτιβιστής, φιλόσοφος (και …γυναικάς). Εμφανίζεται λοιπόν στην αίθουσα του αμερικάνικου Πανεπιστημίου για να μιλήσει για το «Ρόλο της Λογικής στα ανθρώπινα πράγματα», σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία υπάρχει έντονο αντιπολεμικό ρεύμα (από τους «απομονωτιστές»). Υποθέτω ότι οι συγγραφείς βασίστηκαν σε πραγματικό ιστορικό γεγονός και μετέφεραν τα λόγια του Ράσσελ στην ιστορική αυτή διάλεξη που ξεκίνησε με τον εξής εντυπωσιακό τρόπο:
- Με καλέσατε να σας μιλήσω για το ρόλο της Λογικής στα ανθρώπινα πράγματα. Αν όμως εκλάβω το αίτημα κυριολεκτικά, θα ακούσετε τη μικρότερη διάλεξη στην ανθρώπινη ιστορία! Σοβαρά, τα «κορυφαία γεγονότα» είναι κορυφαία μόνο ως προς τον παραλογισμό τους. Και πρώτα απ’ όλα ο πόλεμος!Έτσι λοιπόν, ξεκινά άλλη αφήγηση μέσα στην αφήγηση, του Ράσσελ αυτή τη φορά, ο οποίος παραθέτει όλη του την παιδική ηλικία , τους φόβους και τους παραλογισμούς , αλλά και την παθιασμένη του λαχτάρα να ξεχωρίσει από τον παραλογισμό των αντιφατικών γεγονότων που ζει, την αλήθεια (είχα ακούσει αληθινά την κραυγή; Ή μήπως είχα φανταστεί κάτι ανύπαρκτο; Κι αν ναι, μήπως ήμουν …τρελός;) και, μέσα σ’ ένα πνιγηρό οικογενειακό περιβάλλον να βιώσει την ελευθερία. Η ζωή του αλλάζει «άρδην» μετά τη «συνάντηση» με τον …Ευκλείδη, γιατί γνώρισε για πρώτη φορά την ηδονή της απόλυτης βεβαιότητας (παραδείγματα θεωρημάτων που με λογική αναγκαιότητα καταλήγουν σε αναπόδραστο συμπέρασμα) για να τον αμφισβητήσει λίγα χρόνια αργότερα:
Σελ. 70:
Καθηγητής: - Άρα, όπως ορίζει το αξίωμα των παρ/λων…
Μ. Ράσσελ: -Που λέει;
-Από σημείου εκτός ευθείας διέρχεται μια και μόνο μια παρ/λος προς αυτήν…
-… μα δεν το αποδείξαμε!
-Ναι, γιατί είναι προφανέστατο, φίλε μου!
-Εσείς είπατε ότι στη γεωμετρία πρέπει να αποδεικνύουμε τα πάντα! Τι αξία έχει μια απόδειξη στηριγμένη στο αν-απόδεικτο;
-Ακόμη κι ο γερο-Ευκλείδης από κάπου έπρεπε ν’ αρχίσει!
Ήταν η στιγμή μιας τρομερής απογοήτευσης …που όμως καθόρισε τη ζωή μου.
Έτσι, αρχίζει σιγά σιγά η αναζήτηση της φύσης της μαθηματικής αλήθειας, και η προσέγγιση της φιλοσοφίας με τα μαθηματικά. Ο Ράσσελ, όταν αποφοιτά πια από το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, ψάχνει για γνώση αληθινή. Όπως εκμυστηρεύεται μεταξύ σοβαρού κι αστείου στην Άλις, η «μελέτη της φιλοσοφίας» δεν είναι παρά ένα είδος μπουφέ, ένα ποτ-πουρί ιδεών, απογοητεύεται λοιπόν κι αναζητά έναν «Ευκλείδη της φιλοσοφίας». Έτσι η ανάγκη για μια «συμβολική γλώσσα», προκύπτει έντονη- ο Ράσσελ αναζητά τις απαρχές του προβληματισμού αυτού στον Λάιμπνιτς, στον Μπουλ και ορίζει ως μέθοδο τη «Λογική»: η Λογική βασίζεται στη χρήση στοιχειωδών γνώσεων που τις συνδυάζουμε για να φτιάξουμε άλλες, άγνωστες. Και παρακάτω: Λογική είναι νέα και αναγκαία σκέψη (γιατί το συμπέρασμα είναι αναπόδραστο).
Το νέο πάθος του Ράσσελ τον οδηγεί στο να γνωρίσει διάφορες προσωπικότητες που ασχολήθηκαν με το ίδιο θέμα, όπως ο Φρέγκε (που εισήγαγε την «εννοιολογική γραφή»-σκοπός της Λογικής είναι να εννοήσει τον κόσμο) που παρουσιάζεται σαν καρικατούρα και, όπως πληροφορούμαστε στο «σημειωματάριο» στο πίσω μέρος του βιβλίου, στο τέλος της ζωής του τρελάθηκε (Ράσσελ: αν οι παραξενιές του είναι η άλλη όψη του μεγαλείου του; Αν η οξυδέρκειά του στα μεγάλα πράγματα είναι η απόρροια της μανίας για ακρίβεια στα πιο μικρά;)
Ως παράφρων εμφανίζεται και ο Κάντορ, ο «άρχοντας του Απείρου» (σελ. 130: καμιά άλλη ιδέα δε γοήτευσε τόσο τον ανθρώπινο νου, αλλά και καμιά έννοια δεν ξεσκέπασε τόσο τη βαθύτερη γύμνια της μαθηματικής μας γνώσης).
Ο Ράσσελ, πιστεύοντας ότι θα βρει μια ισχυρή Λογική γλώσσα που θα έχτιζε εκ βάθρων τα μαθηματικά ταξιδεύει και στο Παρίσι. Βασιζόμενος στη θεωρία των συνόλων του Κάντορ (εισηγητής ο Μπολτσάνο)- θεωρία που ξεσήκωσε έντονες αντιρρήσεις (επιτέλους! Τώρα οι μαθηματικοί διαφωνούν έντονα για μια από τις θεωρίες τους!) -και σε κάποια από τα προβλήματα του Χίλμπερτ (υπέρμαχου της Λογικής), αναζητά τα Θεμέλια των Μαθηματικών.
Έτσι, μπαίνουμε στον κόσμο των «παραδόξων» (σελ.164: αν επιζήσει το όνομά μου, αυτό θα οφείλεται στο καταραμένο παράδοξο που ανακάλυψα εκείνο το χρόνο). Ξεκινώντας από τη θεωρία των συνόλων του Φρέγκε, και με περιήγηση σε δύσκολους όρους όπως «σύνολα συνόλων», «σύνολο όλων των συνόλων», «αυτο-περιεκτικότητα», «αυτό- αναφορικότητα» (ό, τι αναφέρεται στον εαυτό του εγκυμονεί παράδοξα), κλπ. διατυπώνει τη θεωρία που θ’ ανατρέψει όλη την έρευνα που έκανε μέχρι τότε. Αν …κατάλαβα καλά, η θεωρία του αυτή έφερε ένα πλήγμα στην προσπάθεια να στηριχτούν τα μαθηματικά αποκλειστικά στη Λογική. Η δημοσίευση του «παραδόξου» έκανε τον Ράσσελ διάσημο αλλά έσπειρε τη σύγχυση στους μαθηματικούς κύκλους της εποχής. Όλη αυτή η φάση περιγράφεται με σαφήνεια, ακρίβεια και ΧΙΟΥΜΟΡ. Τραγικότερο θύμα ο Φρέγκε, του οποίου το οικοδόμημα καταρρέει εν μια νυκτί (Ράσσελ: απ’ όλες τις πράξεις πνευματικού ήθους που έχω δει στη ζωή μου, καμιά δε συγκρίνεται με την αντίδρασή του στο παράδοξό μου).
Όσοι δούλευαν για τη «Θεμελίωση» αρχίζουν πάλι από το μηδέν. Αυτό ωθεί τον Ράσσελ να συνεργαστεί τώρα με τον Ουάιτχεντ για τη συγγραφή των «Principia Mathematica», προσπαθώντας ακόμα να «στηρίξουν τα μαθηματικά σε μια Λογική χωρίς παράδοξα» (ένα σύστημα θεμελίων χωρίς θεμέλια ήταν ειρωνεία αφόρητη). Οι εκδότες αρνούνται να εκδώσουν το βιβλίο («αφού κανείς δε δέχεται να διαβάσει τα «πρινκίπια» και να πληρωθεί … τότε βέβαια και κανείς δε θα πληρώσει για να τα διαβάσει!»)
Το «διάλειμμα» που ακολουθεί αυτή την κορύφωση της τραγωδίας, σα γνήσιο intermezzo είναι διασκεδαστικότατο. Μεταφερόμαστε πάλι στο «εδώ και τώρα», στην Αθήνα, κι οι τέσσερις φίλοι ανακεφαλαιώνουν, κρίνουν, σχολιάζουν. Ξανατίθενται τα βασικά θέματα του βιβλίου που είναι όχι μόνο η αναζήτηση στο χώρο της επιστήμης, αλλά τα ανθρώπινα πάθη και η σχέση της Λογικής με την τρέλα (τι θα έλεγες ότι κινεί αυτή την ιστορία, οι χαρακτήρες ή η δράση; -δηλαδή αν δεν ήταν νευρωτικοί δεν θα΄χαν την απαραίτητη θέληση κι επιμονή να φτιάξουν τη Λογική; -Μήπως οι ίδιες οι ιδέες είναι τα προϊόντα των νευρώσεων; κλπ. κλπ.)
1911. Δυο σημαντικά γεγονότα σηματοδοτούν τη ζωή του Ράσσελ αυτή τη χρονιά. Το ένα είναι η επίσκεψη ενός νεαρού, φανατικού και παθιασμένου μαθητή, του Λ. Βιτγκενστάιν (τέτοιο πάθος το είχα δει μόνο στο νεότερο εαυτό μου). Το δεύτερο αφορά μια προσωπική εμπειρία επικείμενου θανάτου της αγαπημένης του (δεν πέθανε τελικά) που τον συγκλόνισε όμως βαθιά και τον έκανε ν’ αλλάξει στάση ζωής.
Ο Βιτγκενστάιν γεμίζει τον Ράσσελ αισιοδοξία με το πάθος, την ευφυΐα του και σχεδόν τον καταπιέζει με τον ενθουσιασμό του («Ντεν επιτρέπω να παρατήσεις τα “πρινκίπια”»!). Αλλά βέβαια, ο Βιτγκενστάιν χαράζει το … δικό του δρόμο (Βιτγκ.: μην πεις ότι δέχεσαι να υπάρχουν μαθηματικά έξω από μας, έξω από το ανθρώπινο μυαλό; Ράσσελ: - Σαφώς! Αν δεν υπάρχουν, ζούμε στο χάος!). Έτσι, αμφισβητεί τις θεμελιώδεις αρχές για τη φύση της Αλήθειας (πού είναι το άπειρό σου λοιπόν; Πουν’ το; Ντε χωρά σε … πεπερασμένο βιβλίο!!) Ο Βιτγκενστάιν δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του Ράσσελ να συνεχίσει το έργο του- αντίθετα υιοθετεί τη μέθοδο του Ράσσελ για να την …ανατρέψει. Επικεντρώνεται στη σχέση γλώσσας/αλήθειας (τι είναι οι λογικές προτάσεις και ποια η σχέση τους με τη γλώσσα;/ η γλώσσα δεν είναι παρά μια εικόνα του κόσμου ). Στο μεταξύ όμως, τα ιστορικά γεγονότα τρέχουν κι ο Ράσσελ, αποκαρδιωμένος από την «αποτυχία» του όπως ο ίδιος αποκαλεί, στρατεύεται στην …ειρήνη με τίμημα την εξάμηνη φυλάκισή του. Παρ/λα, ο Βιτγκενστάιν στρατεύεται ως εθελοντής (τίποτα δε σε εξανθρωπίζει όσο η επαφή με το θάνατο! )
Σελ. 249:
… Μπροστά στο θάνατο, ο Βιτγκενστάιν έκανε την ανακάλυψή του: το νόημα του κόσμου δεν βρίσκεται μέσα στον κόσμο!
Οι δυο «φίλοι» συναντιούνται μετά τον πόλεμο, όταν πια ο Βιτγκενστάιν έχει γράψει το περίφημο Τρακτάτους. Έχει πια απορρίψειτη γλώσσα της Λογικής, έχει στραφεί στην καθημερινή γλώσσα. «Ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν» και «η γλώσσα είναι μοντέλο του κόσμου»:
- Η αποτυχία σου στα θεμέλια της Λογικής εξηγείται από τη φύση της! Δεν μπορείς να μιλάς «για» τη λογική! Αυτή μπορείς να τη δείξεις μόνο!
Ονομάζει τα «σύνολα των συνόλων» και το «άπειρο» τέρατα (το να δίνεις στις έννοιες των μαθηματικών αυτόνομη υπόσταση είναι…τρελό/ δεν έχουμε ανάγκη τα σύνολα!)
Ο Ράσσελ αποκαρδιωμένος συνειδητοποιεί ότι είκοσι χρόνια ίδρωνε για να θεμελιώσει μια μηχανή αναπαραγωγής ταυτολογιών! (Αυτό το «όλα είναι ταυτολογία» μου θυμίζει μεταφυσική αρλουμπολογία, λέει αποκαρδιωμένος στον Ουάιτχεντ για τον Βιτγκενστάιν)
Είναι το διάστημα του μεσοπολέμου, μια εποχή δύσκολη όπου ο κόσμος είναι ανοιχτός στο το παράλογο.Ωστόσο, τα «Πρινκίπια», όσο κι αν απογοήτευσαν τον ίδιο τον Ράσσελ που τα ονόμασε αποτυχία, αποτέλεσαν τη βάση όσων ακολούθησαν. Και βασικά ακολούθησε ο Κουρτ Γκέντελ που στρέφει τώρα την έρευνα στην «αποδειξιμότητα των λογικών προτάσεων» για να καταλήξει στο περίφημο θεώρημα της μη πληρότητας.
-Μια ορθά διατυπωμένη μαθηματική ερώτηση έχει πάντα απάντηση;
-Προφανώς
! Θα απαντούσαν μέχρι τον 19ο αι. (όμως το «προφανώς» είναι πια ταμπού), και ο Γκέντελ αποδεικνύει ότι η αριθμητική, άρα και κάθε θεωρία που βασίζεται σ’ αυτήν, είναι αναγκαστικά μη πλήρης, Αλλιώς: Οποιοδήποτε αξιωματικό σύστημα για την αριθμητική βασισμένο στα «Πρινκίπια» θα είναι αναγκαστικά μη πλήρες. Απέδειξε δηλαδή σ’ ένα τέτοιο σύστημα υπάρχουν πάντα προτάσεις οι οποίες, παρόλο που είναι ορθά διατυπωμένες, δεν είναι "απαντήσιμες" μέσα στα πλαίσια του συστήματος, δηλαδή δεν μπορούμε να αποδείξουμε ούτε την ίδια την πρόταση, ούτε την άρνησή της (παρόλο που ως ανθρώπινα όντα τις αναγνωρίζουμε ως αληθείς)! Ήταν ένα, για την ακρίβεια δυο θεωρήματα που ανέτρεψαν οριστικά κάθε προηγούμενη σχετική προσπάθεια και που συγκλόνισαν τη μαθηματική κοινότητα.
Έτσι, φαίνεται να τελειώνει η περιπέτεια της αναζήτησης της λογικής θεμελίωσης των Μαθηματικών: («Τετέλεσται»: η πρώτη αντίδραση του Φον Νόιμαν, που συνόψισε την ουσία της ανακάλυψης του Γκέντελ). Όμως, όπως αφήνεται να εννοηθεί μέσα από το βιβλίο, το οποίο φτάνει κι αυτό στο τέλος του, το τέλος αυτό είναι μια νέα αρχή: ο Άλαν Τούριγκ (όλα να τ’ αποδείξουμε, δεν μπορούμε, οκ! Ας δούμε λοιπόν τι μπορούμε! ), επινοεί τον θεωρητικό πρόδρομο του υπολογιστή. Κάτι ανάλογο όμως κάνει και ο Βιτγκενστάιν: συμπληρώνει τη θεωρία του λέγοντας ότι αυτά για τα οποία δε γίνεται να μιλήσεις λογικά είναι τα μόνα που έχουν πραγματική σημασία! Η γλώσσα την οποία χρησιμοποιεί ένα σύστημα για να περιγράψει τον κόσμο δεν μπορει να περιγράψει το ίδιο το σύστημα.
Το «φινάλε» είναι μια συνολική εκτίμηση των τεσσάρων φίλων οι οποίοι διαλέγονται πάνω στα θέματα που προέκυψαν, τα αξιολογούν, και καταλήγουν ότι γνήσια παιδιά της αναζήτησης είναι ο Νόιμαν και ο Τούριγκ με τις «λογικές τους μηχανές», τους υπολογιστές. Στο φινάλε αυτό, οι συγγραφείς του βιβλίου δίνουν στην «περιπέτεια της Λογικής» τη διάσταση αρχαίας ελληνικής τραγωδίας κάνοντας αναφορές στην Ορέστεια, μιλώντας για την τραγική κατάληξη των περισσότερων φιλοσόφων και κυρίως, οι ίδιοι με το να παρακολουθούν την τριλογία του Ασχύλου, σχολιάζοντας με πολλές αναγωγές και παραλληλισμούς.
Είναι ένα πανέξυπνο, ευχάριστο βιβλίο, που με πολλή ακρίβεια, σαφήνεια αλλά και χιούμορ διεισδύει σε βαθιές φιλοσοφικές έννοιες δείχνοντας όμως παράλληλα και τον ρόλο του ανθρώπινου παράγοντα, των ανθρώπινων παθών. Όπως οι ίδιοι οι συγγραφείς γράφουν στο τέλος, μπορεί να υπάρχουν «ποιητική αδεία» κάποιες ανακρίβειες ιστορικές αλλά «προσπαθήσαμε να μείνουμε πιστοί στο διανοητικό περιεχόμενο της περιπέτειας που κινεί την ιστορία μας».
Πολύτιμο επίσης είναι το «σημειωματάριο» στο τέλος του βιβλίου, ένα είδος «λεξικού», που συνοπτικά και πολύ περιεκτικά παρέχει βασικές πληροφορίες για έννοιες-κλειδιά.

Χριστίνα Παπαγγελή

Παρασκευή, Ιανουαρίου 02, 2009

696 λέξεις για το «δόκτωρ Τζέκυλ και μίστερ Χάιντ» του Ρ. Λ. Στήβενσον

Ο μύθος που επεξεργάζεται το βιβλίο είναι θεμελιώδης για τον άνθρωπο. Η συνύπαρξη των αντιθέτων στη δομή της ανθρώπινης ύπαρξης. (Εδώ θυμάμαι πρόχειρα τον Ιανό των Ρωμαίων, το γιν – γιαν του ανατολικού κόσμου, το Φάουστ του Γκαίτε). Είναι γνωστός ο μύθος και από τις δώδεκα τουλάχιστον κινηματογραφικές μεταφορές. Ο δόκτωρ Τζέκυλ πειραματίζεται με το εαυτό του και απελευθερώνει τον κακό εαυτό του, το μίστερ Χάιντ. Αυτός ανεξέλεγκτος οδηγείται στο έγκλημα. Καθώς ο κλοιός γύρω από τον Τζέκυλ σφίγγει και η δύναμη του Χάιντ γιγαντώνεται ο γιατρός σε στιγμή επίγνωσης και τόλμης αυτοκτονεί.
Δεν είναι όμως αυτή η κατάδειξη της διφυούς ανθρώπινης ψυχής η αιτία της επιτυχίας του βιβλίου. (Το ζήτημα της κινηματογραφικής μεταφοράς είναι άλλη μεγάλη συζήτηση για τον πώς λειτουργεί η εικόνα στην απόδοση νοημάτων που δόθηκαν γραπτά). Εκτός από αυτό, το βιβλίο εγείρει θέματα που σήμερα διερευνά η βιο-ηθική σχετικά με τα όρια της επιστημονικής έρευνας, που άλλοτε οδηγεί σε εκπληκτικές τεχνολογικές ανακαλύψεις και άλλοτε σε εγκλήματα.
«Πλησιάζω» περισσότερο τις λίγες σχετικά σελίδες του αφηγήματος. Στις εκδόσεις του Γκοβόστη είναι ενενήντα τρεις (93) σελίδες μικρού σχήματος αλλά και με μικρή γραμματοσειρά. (Άλλο ζήτημα αυτό για τις εκδόσεις και για τον τρόπο που «μεγαλώνουν» τα βιβλία). Ξανάρχομαι στον Τζέκυλ. Τι είναι αυτό που τον κάνει τόσο συναρπαστικό ενώ γνωρίζουμε την ιστορία;
Ο Στήβενσον πλησιάζει τον ήρωά του με ένα τρόπο σπειροειδούς προσέγγισης. Ο Άτερσον είναι το πρώτο πρόσωπο που συναντάμε και ο ρόλος του είναι καθοριστικός. Αυτός, σε περίπατό του με τον Άνφιλντ μας οδηγεί στην πίσω πόρτα της κατοικίας του Τζέκυλ. Μέσα από την αφήγηση του δεύτερου γνωρίζουμε την ύπαρξη του κακότροπου Χάιντ που είναι φίλος του γιατρού και έχει την άδεια να μπαινοβγαίνει στο σπίτι του. Και όχι απλώς την άδεια, αλλά αποτελεί και μοναδικό κληρονόμο του. Ο Στήβενσον αναπτύσσει την ιστορία με τριτοπρόσωπη αφήγηση που εναλλάσσεται με διαλόγους. Συχνές, αλλά σύντομες είναι οι αναδρομές και περιορισμένες οι περιγραφές. Έτσι έχουμε έναν πολλαπλό και γρήγορο τρόπο εξέλιξης. Η ατμόσφαιρα «σκοτεινιάζει» ολοένα και περισσότερο. Από την αρχή έχουμε το μικρό στενό σε μια πολύβουη αλλά θλιβερή κεντρική γειτονιά. Η λεπτομέρεια της πόρτας για την οποία ο Στήβενσον μας δίνει αρκετές πληροφορίες είναι το ερέθισμα για να σχηματίσουμε εμείς το σύνολο του σκηνικού.
Ο Άτσεσον γυρνά στο εργένικο σπίτι του όπου μόνος διαβάζει τη διαθήκη του Τζέκυλ. Ακολούθως επισκέπτεται το δρ. Λάνιον – τον κοινό παλιό φίλο με τον Τζέκυλ – καθώς είναι ο μόνος που μπορεί να ξέρει κάτι περισσότερο. Όμως ο Λάνιον απαντά: «Χάιντν; Όχι, δεν το έχω ακουστά». Ο Στήβενσον «φτιάχνει την ατμόσφαιρα: «Αυτή την ελάχιστη πληροφορία πήρε μαζί του ο δικηγόρος στο μεγάλο σκοτεινό κρεβάτι του, όπου στριφογύριζε ώσπου άρχισε να δυναμώνει το φως της αυγής». Ο φόνος που θα διαπράξει ο Χάιντ θα αποκαλύψει το μυστικό που υποψιάζονται, σχεδόν ξέρουν, οι αναγνώστες. Ο φόνος διαπράχθηκε με ένα μπαστούνι στου οποίου το σπασμένο κομμάτι αναγνωρίζει ο Άτσεσον το παλιό δώρο που είχε κάνει στον Τζέκυλ. Μόνο ο Άτσεσον δεν κάνει την ταύτιση. Είμαστε στο ένα τρίτο του αφηγήματος. Από δω και πέρα πλησιάζουμε όλο και περισσότερο στον Τζέκυλ. τον επισκεπτόμαστε μαζί με το δικηγόρο, παρατηρούμε το σπίτι του, συζητάμε μαζί του, γνωρίζουμε το υπηρετικό προσωπικό... Ξέρουμε ότι Τζέκυλ και Χάιντ είναι το ίδιο πρόσωπο. Ξαναβρίσκουμε τον δρ Λάνιον που αποποιείται κάθε σχέση. Μπαίνουμε στην ψυχή του Τζέκυλ. Όλα τα πρόσωπα τριγύρω του υπάρχουν για να τονίσουν τη μοναξιά και το αναπόφευκτο αδιέξοδο του που γίνεται όλο και εμφανέστερο. Πρόκειται για ένα πρόσωπο που ζει αβοήθητο την αντίφαση που εμπεριέχει και της οποίας η ένταση είναι όλο και πιο δυνατή, όλο και πιο ανεξέλεγκτη.
Και ήρθε η στιγμή να ακούσουμε τον ίδιο τον Τζέκυλ. Ο Στήβενσον επινοεί μία επιστολή προς τον δρ. Λάνιον που τον ακούμε σε πρώτο πρόσωπο να διηγείται την ιστορία της, και να διαβάζει σε μας τον πρωτο-πρόσωπο αποκαλυπτικό λόγο του Τζέκυλ. Αυτές οι γρήγορες εναλλαγές αφηγηματικών τρόπων κάνουν δραματικότερη την εξέλιξη και διεισδυτικότερη τη ματιά στην ανθρώπινη ψυχή. Το αφήγημα του Ρ. Λ. Στήβενσον τελειώνει με την αποκαλυπτική και δραματική εξομολόγηση της ιστορίας από τον ίδιο τον Τζέκυλ. Ξαναζούμε όλα τα γεγονότα μέσα από τα δικά του μάτια.
Και η σπειροειδής προσέγγιση που επιχειρεί ο Ρ. Λ. Στήβενσον μας οδηγεί μπροστά στον καθρέφτη που έχει ο Τζέκυλ στο εργαστήριό του...