Τρίτη, Σεπτεμβρίου 30, 2008

289 λέξεις για «Καταφύγιο Ιδεών» του Χρήστου Γιανναρά

Η αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης αφού διαβάσει και αναλογιστεί την αυτοβιογραφική μαρτυρία είναι ότι πρόκειται για ειλικρινή εκ βάθους εξομολόγηση που δεν υπηρετεί σκοπιμότητες. Ο συγγραφέας αφήνει τις σκέψεις και τις αναμνήσεις του στο χαρτί. Αυτό είναι κάτι που δε θα χρειαζόταν να ειπωθεί σε άλλη περίπτωση. Εδώ όμως το κύριο στοιχείο όπου ξετυλίγονται τα γεγονότα είναι το κατηχητικό της «Ζωής». Και θέλει δύναμη να μιλήσει κάποιος ειλικρινά για ότι συνέβαινε στους κόλπους της συγκεκριμένης οργάνωσης. Και σήμερα, ενώ ο ιστορικός της ρόλος είναι καταγραμμένος, είναι κάτι για το οποίο δε γίνονται συζητήσεις. Πολύ περισσότερη δύναμη πρέπει να αναγνωρίσουμε στον συγγραφέα που κάνει τη δική του υπέρβαση να μιλήσει για το χώρο όπου ανδρώθηκε. Και μιλά κριτικά και απροκάλυπτα.
Έτσι μας έδωσε ένα βιβλίο αναφοράς για την ελληνική ιστορία του 20ου και κυρίων των χρόνων μετά τον Β’ παγκόσμιο, αποκαλυπτικό των μηχανισμών της θρησκευτικής γραφειοκρατίας (μια καφκική συγκεκριμενοποίηση), της γραφειοκρατίας που μεταλλαγμένη παρουσιάζεται παντού ίδια. Ένα στεγνό ίδρυμα υπόταξης του ανθρώπου σε μεταφυσικές αξίες και απανθρωποποιημένες αρχές και ιδανικά. Στέγνωμα της ουσίας του ανθρώπου με ανούσιες αλλά ιεροποιημένες ασχολίες.
Πιο συγκεκριμένο ενδιαφέρον έχει σχετικά με τον εκκοσμικευμένο χαρακτήρα της Ζωής που παραπέμπει στα χαρακτηριστικά του προτεσταντισμού. Μια οργάνωση που κυριάρχησε και καθόρισε με αδιόρατα νήματα, αλλά και με εμφανή παρουσία, εκδόσεις, ομιλίες κλπ πολλές πτυχές του δημόσιου βίου της χώρας.
Επίσης σε πολλά σημεία ο συγγραφέας επεκτείνει το λόγο σε ζητήματα φιλοσοφίας, ψυχολογίας και καθημερινών ζητημάτων που ζητούν απαντήσεις. Ο λόγος του ξεφεύγει από τα δόγματα και γίνεται κριτικός.
Πολλές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες για πρόσωπα, καταστάσεις και ιστορικές περιόδους. Πολλές και οι ενδιαφέρουσες κρίσεις. Στέκομαι σε κάποιες από πολλές που περιλαμβάνονται στις σελίδες του βιβλίου και νομίζω ότι μιλούν μόνες τους και ο σχολιασμός τους θα έμοιαζε φλυαρία.

και άλλες 16 στάσεις σε σελίδες του βιβλίου

σελ. 22-23, το κατηχητικό καθορίζει τις παρέες, αποτρέπει το συγγραφέα από τη συναναστροφή με τη Μαρίνα Καραγάτση, κόρη «βέβηλου» συγγραφέα,
σελ. 31, αναφέρεται στον καθορισμό των πολιτικών αντιλήψεων όσων πηγαίνουν στην «κίνηση» (περί ελασιτών που σφάζουν με κονσερβοκούτια),
σελ. 57-58, Θόδωρος Αγγελόπουλος, Αλέκος Φασιανός, Λευτέρης Παπαδόπουλος, φίλοι του συγγραφέα στο σχολείο, ο Θ. Α. και στο κατηχητικό,
σελ. 101, οι εκπρόσωποι της «κίνησης» σε επαφή με τον Παύλο και τη Φρειδερίκη αναλαμβάνουν το πνευματικό μέρος του αντικομμουνιστικού αγώνα,
σελ. 105, παλάτι, αμερικανική πρεσβεία και Ζωή είναι οι τρεις οργανισμοί απαλλαγμένοι ακόμα και από το χαρτόσημο,
σελ. 138-139, η μεταστροφή του συγγραφέα στη θεολογία, ο καθορισμός της ενδυμασίας,
σελ. 152, οι πνευματικοί και οι εξομολόγοι της Ζωής που εναλλάσσονταν ετήσια λειτουργούσαν ως πληροφοριοδότες για το ποιόν των μελών με διασταυρωμένες πληροφορίες,
σελ. 155-156, «άνθρωπος αγκιστρωμένος ψυχολογικά στον φανατισμό της «συνέπειας», θεληματικά στερημένος από κάθε αυθορμητισμό και γι’ αυτό ανίκανος για προσωπική σχέση ή φιλία με άλλον άνθρωπο»
σελ. 156, υπηρεσιακή γλώσσα, σιδερωμένη καθαρεύουσα,
σελ. 156, αξίζει να τους συμπονάει κανείς γιατί μόνο από φοβερή εσωτερική αναφάλεια γαντζώνεται ο άνθρωπος έτσι απεγνωσμένα στη σιγουριά μιας ολοκληρωτικής ιδεολογίας και μάχεται γι’ αυτήν,
σελ. 156-190, η ζωή στο οικοτροφείο, στεγνή, στείρα, αφόρητα μονότονη,
σελ. 191, δίψα μιας προσωπικής εγγύτητας, αποκλειστικής, δίψα τρυφερότητας, στοργής, ομορφιάς,
σελ. 249, «σε οργανωτική αποδοτικότητα, μαχητικό ενθουσιασμό και προπαγανδιστική τεχνική μόνο οι κομμουνιστές στην Ελλάδα μπορούσαν να συναγωνιστούν την κίνηση της ζωής. Αλλά κι αυτοί υστερούσαν συντριπτικά σε ... ... ...»,
σελ. 184, το βιβλίο του Σαμαράκη Σήμα Κινδύνου χαρακτηρίζεται αντιχριστιανικού περιεχομένου (επίσης ο Καζαντζάκης και το έργο του),
σελ. 335, «Μα η πιο αποκαλυπτική για μένα εμπειρία ήταν η τρομοκρατία της Δεξιάς, που συνεχιζόταν στην ύπαιθρο, τόσα χρόνια μετά τον Εμφύλιο. Το «καραμανλικό κράτος» ήταν μια παρωδία δημοκρατίας ... ... ... Σε κάθε καφενείο ή μικρομάγαζο η φωτογραφία του Καραμανλή ήταν προϋπόθεση νομιμοφροσύνης, κάτι σαν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος»,
σελ. 371, «Αλλά και από του ίδιους τους ηγέτες έμεινα με τη γεύση ανθρώπων τραγικά ανώριμων, με έναν εγωκεντρικό παιδισμό και τόση ανασφάλεια, που ήταν κυριολεκτικά να τους λυπάσαι. Το ευρύτερο ελληνικό κοινό γνώρισε αμεσότερα τον ανθρώπινο τύπο του ηγετικού κύκλου των Ακτίνων στο πρόσωπο του Ιερώνυμου Κοτσώνη ως αρχιεπισκόπου Αθηνών στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών...».

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 23, 2008

Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, Σελίν (Λουί Φερντινάντ Νετούς)

Ξεκίνησα να το διαβάζω με πολύ μεγάλη επιφύλαξη, έχοντας υπόψη το σκανδαλώδες βιογραφικό σημείωμα που συνοδεύει τον γιατρό Λ. Φ. Νετούς και τον σάλο που ξεσήκωσε το «φαινόμενο Σελίν» την εποχή της δράσης του. Δεν ανήκω στη σχολή που ερμηνεύει κι αξιολογεί το έργο ενός καλλιτέχνη με βάση τα βιογραφικά του στοιχεία. Αντίθετα, πάντα με βόλευε ν’ αυτονομείται το έργο τελείως από τα εξωτερικά στοιχεία, δε μ’ ενδιέφερε τι ήθελε να πει ο ποιητής αλλά τι έλεγε σε μένα το έργο του! Παρόλ’ αυτά, εδώ τα πράγματα είναι ακραία: ο Σελίν καταδικάστηκε σε θάνατο από την αντίσταση για τρεις απεχθείς αντισημιτικούς λιβέλλους που έγραψε καθώς και για τις φιλοναζιστικές του ιδέες!
Οι πρώτες σελίδες μ’ αιφνιδίασαν, γιατί με ανάγκασαν να συντονιστώ μ’ ένα ρυθμό κάπως ασυνήθιστο: η έντονη προφορικότητα του λόγου, με πολλές επιφωνήσεις, δηλαδή ο κάπως συναισθηματικός κι εμπαθής λόγος απαιτούν ένα διαφορετικό τρόπο ανάγνωσης (το ίδιο ένιωσα και με τον Ζοζέ Σαραμάγκου, απ’ την ανάποδη). Ο ενθουσιαστικός και αφελής τόνος των πρώτων σελίδων, εκ των υστέρων κρίνω, ότι δεν είναι χαρακτηριστικό της γραφής του Σελίν. Είναι συνυφασμένος με το ότι ο ήρωάς μας, που είναι ταυτόχρονα κι αφηγητής σε α΄ενικό, κατατάσσεται εθελοντικά στον α΄παγκόσμιο πόλεμο. Με χαρά και παιδική αθωότητα, σαν τον καλό στρατιώτη Σβέικ του Γ. Χάσεκ, μαγεύεται από τις παράτες και ακολουθεί τον στρατό. Η αφέλεια χαρακτηρίζει αντίστοιχα και το ύφος (πχ. σελ 22, όσο κι αν χαρχάλευα τη μνήμη μου, δεν τους είχα κάνει τίποτα εγώ των Γερμανών)
Η χαρά δεν κρατά παρά λίγες ώρες. Και λίγες σελίδες (25). Γρήγορα το σκηνικό αλλάζει, η εμπάθεια και η προφορικότητα στη βιωματική γλώσσα του ήρωα/αφηγητή Μπαρνταμύ ξεδιπλώνουν αργά και σταδιακά την απελπισία, ένα μηδενισμό βαθύ κι εσωτερικό, πάντα χρωματισμένο με μια ματιά απροσδόκητη. Ο Σελίν ζωγραφίζει: ΚΑΘΕ τι στο οποίο αναφέρεται είναι θαρρείς ιδωμένο μέσα από ένα φίλτρο δικό του, σου υποδεικνύει έναν τρόπο να βλέπεις τον κόσμο, ακόμα και στις απλές, καθημερινές σκηνές, κι ο λόγος του καυτηριάζει, καίει στην καρδιά:
Σελ. 23 (αμέσως επόμενη):
Πάνω απ’ τα κεφάλια μας, δυο χιλιοστά, ένα χιλιοστό ίσως από τους κροτάφους, δονούνταν το’ να πίσω απ’ τα’ άλλο εκείνα τα μακριά, ανιχνευτικά συρματόσχοινα που διαγράφουν τα βόλια άμα γυρεύουν να σε σκοτώσουν, μες στον ζεστό αέρα του καλοκαιριού.
Ποτέ μου δεν είχα νιώσει τόσο άχρηστος ανάμεσα σ’ όλα αυτά τα βόλια και τα φώτα τούτου του ήλιου. Μια τεράστια, παγκόσμια κοροϊδία.
Είναι το πρώτο δείγμα του ύφους που συνοδεύει όλο το βιβλίο· ένα ύφος τόσο μοναδικό που δεν μπορείς να το χαρακτηρίσεις, όλοι οι χαρακτηρισμοί ταιριάζουν κι όλοι αταίριαστοι φαίνονται. [1]Έτσι, τείνω να συμφωνήσω με το οπισθόφυλλο που μου’ χε φανεί τόσο υπερβολικό κι εμπορικό στην αρχή:
Κι όμως, όλοι οι χαρακτηρισμοί αυτοί είναι δικαιολογημένοι, μπορούν να τεκμηριωθούν. Γιατί ο Σελίν, κατά τη γνώμη μου, υπερβαίνει κάθε φόρμα, κάθε καλούπι τεχνικής στο ύφος, ή ηθικής στο περιεχόμενο, γι’ αυτό και είχε θαυμαστές κι επικριτές απ’ όλους τους ιδεολογικούς χώρους. Στον τρόπο γραφής αλλά και στο περιεχόμενο εσωκλείει όλες τις αντιφάσεις κατά τρόπο διαλεκτικό, δεν προβάλλεται καλό-κακό, ωραίο-άσχημο, σωστό- λάθος. Δεν υπάρχει ηθική γραμμή, ούτε αισθητική εξομάλυνση, .. υπάρχει απόγνωση που φτάνει στον σαρκασμό, αλλά και χιούμορ με τα τραγελαφικά ανθρώπινα. Τον πόλεμο ή τις μικρότητες των ανθρώπων π.χ. τις προσεγγίζει μ’ έναν τρυφερό …κυνισμό, π.χ. όταν η σαχλή Λόλα μες στην τούρλα του πολέμου ρωτά και ξαναρωτά αν θα γίνουν …ιπποδρομίες (σελ. 74):
Το ενδεχόμενο να μην ξαναγίνουν ποτέ πια ιπποδρομίες στο Λονσάν την προβλημάτιζε. Η θλίψη του κόσμου κυριεύει τα όντα όπως μπορεί, πάντως καταφέρνει να τα κυριέψει σχεδόν πάντοτε.

Στα πρώτα κεφάλαια όπου ο Μπαρνταμύ συμμετέχει στον πόλεμο (γρήγορα απαλλάσσεται λόγω ψυχικής διαταραχής), οι ταλαιπωρίες στα χαρακώματα, οι άσκοπες πορείες και τα καψώνια είναι άνευ προηγουμένου· ο Σελίν δεν περιγράφει όμως μόνο, (όπως π.χ. σελ.48:
Μετά την ποτίστρα έπρεπε να ξαναβρούμε την αγροικία και το σοκάκι απ’ όπου είχαμε έρθει, εκεί που νομίζαμε πως είχαμε αφήσει τη διμοιρία. Αν δεν ξαναβρίσκαμε τίποτα, το μόνο που μας έμενε ήταν να σωριαστούμε άλλη μια φορά ξυστά σε κάποιον τοίχο, για μια μόνο ώρα, αν απόμενε έστω και μια για να ρίξουμε έναν υπνάκο. Άμα είναι το επάγγελμά σου να σε σκοτώνουν, δεν πρέπει να κάνεις τον δύσκολο, πρέπει να καμώνεσαι πως η ζωή συνεχίζεται, αυτό είναι και το πιο ζόρικο, αυτό το ψέμα).
αλλά σχολιάζει ταυτόχρονα, με τον έντονο, προσωπικό, «συμμέτοχο»[2] λόγο που τον διακρίνει:
Τι καλά που θα’ ταν σε μια χουζουράτη φυλακίτσα, έλεγα μέσα μου, όπου δεν περνάν τα βόλια!
Σελ. 37:
Η μεγάλη ήττα, σ’ όλα τα πράγματα, είναι να ξεχνάς προπαντός τι σ’ έκανε να ψοφήσεις, και να ψοφήσεις δίχως ποτέ να καταλάβεις πόσο γομάρια είναι οι άνθρωποι. Άμα βρεθούμε στο χείλος της τρύπας , δεν πρέπει ούτε να κάνουμε τους καμπόσους ούτε όμως να ξεχάσουμε, πρέπει να τα διηγηθούμε όλα κατά λέξη, ό, τι πιο φαύλο είδαμε στους ανθρώπους, κι έπειτα να τα τινάξουμε και να χωθούμε μέσα. Είναι αρκετή δουλειά αυτό για μια ζωή ολόκληρη.
Όμως το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» απέχει πολύ απ’ το να είναι ένα αντιπολεμικό έργο. Το ταξίδι στις εσχατιές της ανθρώπινης συνείδησης- όπως θα το παρέφραζα με κάποια τόλμη- ξεκινά απ’ τις οριακές εμπειρίες του πολέμου (Οι άγνωστοι στρατιώτες αστοχούσαν συνέχεια, μας περιζώναν όμως με τόσους θανάτους που ήταν σα να μας τους φορούσαν κατάσαρκα), για να προχωρήσει ακόμα πιο βαθιά όταν κλείνουν τον Μπαρνταμύ στο- στρατιωτικό- άσυλο, όταν συναντά τον ανθρώπινο παραλογισμό στην Αφρική, στη Νέα Υόρκη, στο Ντιτρόιτ, στην Τουλούζη, κι όταν τέλος επιστρέφει στο Παρίσι τη γενέτειρά του, στην πλατεία Κλισύ απ’ όπου ξεκίνησε. Ένα σχήμα κυκλικό, όπως επισημαίνει κι η μεταφράστρια, που προοικονομείται απ’ την πρώτη πρώτη φράση: “Ca a debute comme ca”. Ωστόσο, έχεις την αίσθηση ότι κάθε σταθμός είναι ένα είδος αναβαθμού σ’ αυτό το «ταξίδι στην άκρη της νύχτας»: καθώς πορεύεται ο Μπαρνταμύ, βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στην «(απ)ανθρώπινη κωμωδία»3, και υιοθετεί όλο και περισσότερο το ρόλο του περιθωριακού παρατηρητή. Είναι ένας φουκαράς, ένα ανθρωπάκι, ένας απόκληρος (Έρχεται μια στιγμή που’ σαι ολομόναχος, όταν φτάνεις στην άκρη όλων όσων μπορεί να σου συμβούν. Είναι η άκρη του κόσμου. Η ίδια λύπη, η δική σου, δεν σου αποκρίνεται πια τίποτα, και πρέπει να γυρίσεις πίσω, ανάμεσα στους ανθρώπους, όποιοι κι αν είναι. Δεν κάνεις τον δύσκολο κάτι τέτοιες στιγμές, αφού και για να κλάψεις ακόμα πρέπει να επιστρέψεις εκεί που όλα ξαναρχίζουν) Ο εκμηδενισμός του ανθρώπου σημαδεύει όλο και πιο βαθιά κάθε εμπειρία, όχι μόνο στον πόλεμο όπου αυτό είναι κατανοητό, αλλά και στο τρελάδικο ή στην αποικιοκρατούμενη Αφρική, στην Αμερική αλλά και στην μεσοπολεμική Γαλλία. Ο ανθρώπινος τραγέλαφος χρωματίζεται από το βλέμμα του Σελίν με κυνισμό, διεισδυτικότητα κι ευφυΐα, αλλά κυρίως μ’ αυτό τον λόγο τον αμφίσημο, που εγώ ονομάζω «διαλεκτικό». Ένα απλό, σχεδόν τυχαίο παράδειγμα:
Δεν ήταν άσχημη η κυρία Πουτά, θα μπορούσε μάλιστα να ‘ ναι κι αρκετά ωραία, σαν τόσες άλλες, μόνο που ήταν τόσο συνετή, τόσο δύσπιστη, που σταματούσε στο κατώφλι της ομορφιάς, σαν στο κατώφλι της ζωής, με τα κάπως πολύ χτενισμένα μαλλιά της, το κάπως πολύ εύκολο κι αιφνίδιο χαμόγελό της, τις κάπως πολύ σβέλτες ή πολύ μουλωχτές χειρονομίες της.

Ορισμένα κεφάλαια στέκουν τόσο πολύ ως αυτόνομα που θα μπορούσε να’ ναι διηγήματα. Κατά τη γνώμη μου αριστουργήματα. Όπως τα δυο κεφάλαια στο άσυλο, όπου ο τρόφιμος των νοσοκομείων λοχίας Μπρανλεντόρ δίνει το «καλό παράδειγμα»:
(..) έτσι λοιπόν, μεταξύ δυο κρίσεων ασφυξίας, άμα περνούσε από κει κάνας γιατρός ή νοσοκόμα : «Νίκη! Νίκη! Θα νικήσουμε!» ούρλιαζε ο Μ. ή το μουρμούριζε μ’ όλα του τα πνευμόνια ή με τμήμα αυτών, κατά περίπτωση. Έχοντας γίνει έτσι συνεπής προς την πύρινη επιθετική φιλολογία, χάρη σε μια εύστοχη σκηνοθεσία, απολάμβανε την ύψιστη ηθική δημοτικότητα. Το’ χε πιάσει το κόλπο ο μάγκας.
Έτσι παραδειγματιζόμενοι οι υπόλοιποι τρόφιμοι άρχισαν να συναγωνίζονται σε υπερβολές, ιδιαίτερα μπροστά σε επισκέπτες περιωπής, όπως στην ηθοποιό της Κομεντί (καθώς με ρωτούσε η θεά αυτή για την πολεμική μου δράση, της έδωσα τόσες λεπτομέρειες και τόσο ξαναμμένες και τόσο σπαρακτικές, που δε με άφηνε πια απ’ τα μάτια της. Υπό το κράτος μιας συγκίνησης διαρκείας, ζήτησε την άδεια ν’ αναθέσει σ’ έναν ποιητή εκ των θαυμαστών της ν’ απαθανατίσει σε στίχους τα πιο περιπαθή σημεία της αφήγησής μου0).
Όταν γίνεται η εκδήλωση:
Ήμουν βέβαια προετοιμασμένος, αλλά ένιωσα όσο να’ ναι πραγματική κατάπληξη, δεν μπόρεσα να κρύψω το σάστισμά μου στους διπλανούς μου ακούγοντάς τη να δονείται (…). Στις φαντασιοκοπίες, ο ποιητής της μου’ ριχνε στ’ αυτιά, πάει τέλειωσε, είχε τερατωδώς μεγεθύνει τις δικές μου, με τη βοήθεια των φλογερών στίχων του, των εξαίσιων επιθέτων του, που ξανάπεφταν βαρύγδουπα μες στην έκθαμβη και μεγαλειώδη σιωπή. (…) Δεν ξέρω πια ακριβώς τι συνέβαινε, πάντως ξύλο δεν έτρωγα. Ευτυχώς, τίποτα δεν είναι απίστευτο σε θέματα ηρωισμού.

Μπορεί να φαίνεται υπερβολικός μερικές φορές ο κυνισμός του Σελίν, ακραίος και «κακός», γεμάτος δηλαδή κακία. Είναι ένας λόγος σίγουρα φορτισμένος. Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στο ταξίδι του στην Αφρική. Η παρουσία του εκεί συναντά τέτοιο παραλογισμό που τον κάνει μισάνθρωπο.
Αναπόδραστα, ξυπνώντας ένα πρωί, βρεθήκαμε τυλιγμένοι θαρρείς σε μιαν ατμόσφαιρα ατμόλουτρου, απείρως χλιαρή, ανησυχητική. Σ’ αυτήν την απελπιστική χαύνωση της ζέστης, όλο το ανθρώπινο περιεχόμενο του βαποριού έπηξε σ’ ένα μαζικό μεθύσι. Αναδευόμασταν ράθυμα ανάμεσα στα καταστρώματα, σάμπως χταπόδια στον πάτο μπανιέρας με γλυφό νερό. Κι ήταν από κείνη τη στιγμή που είδαμε ν’ απλώνεται πάνω στο πετσί η εφιαλτική φύση των Λευκών, ερεθισμένη, λευτερωμένη, εντελώς ασυμμάζευτη με λίγα λόγια, η αληθινή τους φύση, όπως στον πόλεμο.
Η παρουσία του Μπαρνταμύ στο πλοίο που οδηγεί στην Αφρική είναι τόσο ξέταιρη και μυστήρια, που οι συνεπιβάτες τον απομονώνουν ως εκκεντρικό, ιδιαζόντως αδιάντροπο, σαφώς ανυπόφορο. Εκείνος το αντιλαμβάνεται: Ο φόβος φυλάει τα έρημα. Χάρη σε μια κάποια επιτηδειότητα, το μόνο που έχασα ήταν η ελάχιστη αξιοπρέπεια που μου έμεινε. Δε διστάζει να παίξει ολόκληρη παράσταση μπροστά σ’ όλους τους επιβάτες του πλοίου που ήταν έτοιμοι να τον λυντσάρουν, μια παράσταση καθωσπρεπισμού, κομφορμισμού, πατριδολατρίας κλπ.
Σελ. 149:
Σταδιακά, ενόσω διαρκούσε αυτή η ταπεινωτική δοκιμασία, ένιωθα το φιλότιμό μου, που’ ταν ήδη έτοιμο να μ’ εγκαταλείψει, να ξεθωριάζει ακόμα παραπάνω, κι έπειτα να μ’ αφήνει, να με παρατάει εντελώς, τρόπον τινα επισήμως. Ό, τι κι αν λέμε, είναι μια πολύ ευχάριστη στιγμή. Ύστερα από εκείνο το επεισόδιο, έγινα δια παντός αφάνταστα ελεύθερος κι ανάλαφρος, ηθικά εννοώ. Ίσως αυτό που χρειάζεσαι περισσότερο για να τη σκαπουλάρεις στη ζωή να είναι ο φόβος. Εγώ πάντως, από κείνη τη μέρα, δεν επιζήτησα πια άλλα όπλα ή άλλες αρετές.
Η αποστολή στην Αφρική ήταν ένας ακόμα τραγέλαφος, ένα σκαλοπάτι πιο βαθιά στον παραλογισμό και τον εξευτελισμό, αλλά πάλι μας αιφνιδιάζει ο Σελίν, που ενώ έφτασε στο αποκορύφωμα του κυνισμού, αφήνει από κάποιες χαραμάδες να διαρρέουν συναισθήματα λυρικά απέναντι στο μεγαλείο του ασήμαντου και γελοίου λοχία Αλσίντ. Η περιγραφή των γυμνασίων των πολιτοφυλάκων του λοχία Αλσίντ που ξεβιδώνονταν πρόθυμα κάθε πρωί χωρίς καθόλου εξοπλισμό είναι ξεκαρδιστική, ωστόσο ο άνθρωπος ζούσε στην κόλαση για να στέλνει λεφτά, όπως εκμυστηρεύεται κάποια στιγμή στον Μπαρνταμύ, στην ορφανή του ανιψιά στην Αγγλία:
Ήταν φανερό ότι ο Άλσίντ κυκλοφορούσε μ’ άνεση μες στο μεγαλειώδες, σαν στο σπίτι του ούτως ειπείν, μιλούσε στους αγγέλους με το «συ» αυτός ο τύπος, και δεν τον έπαιρνες χαμπάρι. Είχε προσφέρει, δίχως καλά καλά να το καταλάβει, σε μια κοπελίτσα, μακρινή συγγενή του, χρόνια μαρτυρίου, την εκμηδένιση της φτωχής του ζωής σ’ αυτή τη ζεστή μονοτονία, δίχως όρους, δίχως παζάρι, δίχως συμφέρον άλλο απ’ αυτό της καλής του καρδιάς. Πρόσφερε σ’ εκείνο το μακρινό κοριτσάκι αρκετή τρυφερότητα για να ξαναγίνει ο κόσμος απ’ την αρχή, κι αυτό δεν το’ βλεπε κανείς.
Τέτοιες στιγμές λυρισμού και τρυφερότητας θα δούμε και για τη μικρή πόρνη Μόλλυ στη Νέα Υόρκη, όπως και για το παιδί του θυρωρού Μπεμπέρ που χάνει τη ζωή του όταν στη Γαλλία πια ο Μπαρνταμύ εξασκεί το επάγγελμα του γιατρού.

Επόμενος αναβαθμός: Νέα Υόρκη, Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 20:
Φανταστείτε πως ήταν ορθή η πόλη τους, ολόισια. Η Νέα Υόρκη είναι μια πόλη ορθή. Κι είχαμε βέβαια ξαναδεί πόλεις και πόλεις εμείς, ωραίες, και λιμάνια, σπουδαία μάλιστα! Μα στους τόπους μας είναι ξάπλα οι πόλεις, στην παραλία ή στην όχθη των ποταμών, πλαγιάζουν στο τοπίο, περιμένουν τον ταξιδιώτη, ενώ, τούτη εδώ, η Αμερικάνα, δεν λίγωνε, όχι, στεκόταν ντούρα, εκεί, διόλου ερωτιάρα, τόσο ντούρα που σε τρόμαζε.
Είναι απίστευτο πόσο ταιριαστά είναι τα όσα περιγράφει ο συγγραφέας το 1932 για τη ζωή τού σήμερα (…στοίβες ύλης κι εμπορικών κυψελών, ατέλειωτες μεταλλικές κατασκευές, απαίσιο σύστημα εμποδίων από τούβλα, διαδρόμους, σύρτες, ταμεία, ένα αρχιτεκτονικό μαρτύριο, γιγαντιαίο, ανεξιλέωτο). Η Αμερική τον εκμηδενίζει ακόμα περισσότερο:
Πάντα φοβόμουνα μήπως ήμουν λίγο πολύ κενός, μήπως δεν είχα κοντολογίς, κανένα σοβαρό λόγο να υπάρχω. Τώρα βεβαιώθηκα έμπρακτα για το ατομικό μου τίποτα. Σ’ αυτό το περιβάλλον, το τόσο διαφορετικό από κείνο των ποταπών μου συνηθειών, είχα αυτοστιγμεί διαλυθεί.
Και:
Στο δρόμο που είχα επιλέξει, πραγματικά τον πιο στενό απ’ όλους, όχι φαρδύτερο από ένα μεγάλο ρυάκι του τόπου μας, βαδίζαν ήδη άλλοι τόσοι άνθρωποι, που με πήραν μαζί τους σα σκιά. Ανεβαίναν όπως κι εγώ προς την πόλη, προς το μεροκάματο σίγουρα, με τη μύτη σκυμμένη. Ήταν οι απανταχού φτωχοί.

Με τους «απανταχού φτωχούς συντάσσεται ο Μπαρνταμύ, ακόμα κι όταν γυρίζει στη Γαλλία και γίνεται γιατρός (δεν αναφέρεται καθόλου στις εξαετείς σπουδές που, απ’ ό,τι φαίνεται, είχε διακόψει ο πόλεμος). Είναι ο γιατρός των «φτωχών» στα παρηκμασμένα προάστια του Παρισιού, «ανήμπορος γιατρός των καθημαγμένων» όπως επισημαίνει στο επίμετρο η μεταφράστρια Σ. Μαργέλλου. Η μιζέρια που συναντά είναι απίστευτη (τους άφηνα να με κάνουν ό, τι θέλαν, να μου λένε ψέματα. Μ’ είχαν στο χέρι οι ασθενείς, κλαψούριζαν κάθε μέρα πιο πολύ, ήμουν στο έλεός τους. Από ασχήμια σε ασχήμια, μου’ δειχναν συνάμα όλα όσα έκρυβαν στο μαγαζί της ψυχής τους/ δεν τις πληρώνεις ποτέ πολύ ακριβά αυτές τις αθλιότητες. Μόνο που σου γλιστράν απ’ τα δάχτυλα σαν γλοιώδη φίδια) και τα επεισόδια άπειρα, περιστατικά «ήττας», αδιέξοδου αλλά και μεγαλείου. Ενίοτε μικροπρεπής κι εκδικητικός, με τον αμοραλισμό που συνοδεύει την απελπισία, γίνεται ένα με τις λούμπεν γειτονιές όπου δουλεέι χωρίς αμοιβή. (Έστηνα για μια ακόμα φορά τις δυο τρεις αναμενόμενες επαγγελματικές παρωδίες μου/ ποτέ δεν κατάφερνα να νιώσω εντελώς αθώος για τις συμφορές που τυχαίναν). Η τυχοδιωκτική του φύση τον εμπλέκει σ’ έναν …θίασο όπου κάνει τον κομπάρσο, αλλά τέλος καταλήγει σε μια ψυχιατρική κλινική (της πλάκας), ως γιατρός αυτή τη φορά.


Ομολογώ ότι στις τελευταίες αυτές σελίδες το ενδιαφέρον δεν έχει την καυτή ένταση που είχε όλο το υπόλοιπο βιβλίο. Στην καθημερινότητα του Μπαρνταμύ έχει εγκαθιδρυθεί με ανεπιθύμητο τρόπο ο Ροβινσώνας Λεόν, ένας τυχοδιώκτης μάλλον άχρωμος αλλά αδίστακτος και μικροαπατεώνας, με τον οποίο είχε συναντηθεί στον πόλεμο, στην Αφρική, στη Νέα Υόρκη, και είναι κάτι σαν το alter ego του ήρωα. Η «πλοκή» εξελίσσεται με ερωτοδουλειές, πάθη και μίση, φονικό και το «ταξίδι» καταλήγει στον θάνατο, όχι βέβαια του ήρωα αφηγητή, αλλά της «σκιάς» του, του δεύτερου εαυτού του, δηλαδή του Ροβινσώνα. Ένας θάνατος αντιηρωικός, λίγο απροσδόκητος, λίγο γελοίος.
Πέρα μακριά, ήταν η θάλασσα. Μα εμένα δεν μου απόμενε τώρα πια φαντασία για τη θάλασσα. Είχα άλλα να κάνω. Όσο κι αν πάσχιζα να χαθώ για να μην ξαναβρεθώ μπροστά στη ζωή μου, την ξανάβρισκα παντού, απλούστατα. Επέστρεφα στον εαυτό μου. Η δική μου τσάρκα είχε πάρει τέλος. ( απ το τελευταίο κεφ.)

Δε διέκρινα ίχνος ρατσισμού ή φασισμού στο βιβλίο αυτό, που γράφτηκε βέβαια πολύ πριν τη συγγραφή των αντισημιτικών λιβέλλων για τους οποίους καταδικάστηκε ο Σελίν. Αντίθετα, είναι τόσο διαλεκτικό, διεισδυτικό και «πολυπρισματικό» το ύφος, που θα’ λεγε κανείς, ότι απ’ τη φύση του αντιστρατεύεται τη μονολιθικότητα των παραπάνω δογμάτων. Στην περίπτωση ατή ταιριάζουν απόλυτα τα λόγια του Κούντερα «το αληθινό μυθιστόρημα εχθαίρεται εκ φύσεως το μανιχαϊστικό, το στερεότυπο, το προερμηνευμένο». Ένα μυθιστόρημα που πάει πέρα απ’ το καλό το κακό το ηθικό το σωστό περικλείοντάς τα ταυτόχρονα, που συναιρεί τις αντιθέσεις χωρίς να τις αγνοεί, «είναι ασύμβατο με σύμπαν του ολοκληρωτισμού», γιατί «Η μυθιστορηματική σκέψη δεν κρίνει· δεν διακηρύσσει αλήθειες· αναρωτιέται, εκπλήσσεται, εξετάζει…»
Έτσι, μου φαίνεται πραγματικά σκάνδαλο, σκάνδαλο του πνεύματος, ο ίδιος άνθρωπος να έγραψε αυτό το βιβλίο και να κάνει λίγα χρόνια αργότερα με πάθος τόσο δογματικές και ακραίες διακηρύξεις.
(Είναι ίσως και τα γηρατειά που’ ρχονται, προδοτικά, και σ’ απειλούν με τα χειρότερα. Δεν έχεις πια πολλή μουσική εντός σου για να κάνεις τη ζωή να χορέψει, αυτό είναι).


Δεν έχω τα μέσα και τις γνώσεις να κρίνω το «φαινόμενο Σελίν», μόνο θεωρώ σκόπιμο να παραπέμψω στο πολύ κατατοπιστικό αφιέρωμα της «Βιβλιοθήκης» της Ελευθεροτυπίας εδώ, καθώς και στη δημοσίευση του "Ίκαρου" εδώ.
Τέλος, η δυσκολία να «κατατάξει», να εντάξει κανείς τον Σελίν, καθώς κι ο σχετικός κομφορμισμός των ύστερων χρόνων της ζωής του, έστω ο σάλος που ξεσήκωσε η ανίφαση της ζωής του, είναι κοινά στοιχεία με το άλλο «τέρας» του 20ου αι. τον Αρθούρο Ρεμπώ.

Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Σελίν: Το μόνο που έχω είναι το ύφος, τίποτε άλλο. Δεν υπάρχουν μηνύματα στο βιβλίο μου, αυτά είναι υπόθεση της εκκλησίας.

[2] Δεν μπορεί κανείς να μη θαυμάσει και να μη συγχαρεί την εξαιρετική μεταφράστρια του δύσκολου έργου αυτού Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, η οποία στο Επίμετρο του βιβλίου («Η (απ)ανθρώπινη κωμωδία)» ) σημειώνει τα εξής:
Να ποια ήταν η τεράστια καινοτομία του Σελίν. Η συμμέτοχη γλώσσα, μια γλώσσα απολύτως προσωπική και γι’ αυτό συλλογική, τερατώδης και γι ΄αυτό αληθινή, λασπερή και γι’ αυτό δροσερή, τραγική και γι’ αυτό εκρηκτικά κωμική. Κράμα καθαρεύουσας και καθομιλουμένης, επιστημονικής διαλέκτου και αισχρολογίας, νεολογισμών και αρχαϊσμών αντλημένων από όλο το βάθος της γαλλικής λαλιάς
Έμελλε, εν ολίγοις, να ειπωθεί με λέξεις της αληθινής λογοτεχνίας- δηλαδή με τις λέξεις της σακατεμένης, οργισμένης και καταγέλαστης σάρκας- η «δυστυχία του πολιτισμού», αποτυπωμένη ήδη το 1929 από τον Φρόυντ με τις λέξεις της ψυχανάλυσης. «Ήξερα εγώ τι γύρευαν, τι κρύβαν πίσω από το υφάκι τους το σαν να μη συμβαίνει τίποτα οι άνθρωποι. Να σκοτώσουν και να σκοτωθούν θέλαν» είπε ο Μπαρνταμού, και ο διεισδυτικός Ζωρζ Μπατάιγ τον κατάλαβε απολύτως. Αυτή η τρομακτική «ενόρμηση θανάτου» όφελε να σαρκωθεί και μάλιστα να σωματοποιηθεί σε μια γλώσσα συμμέτοχη στο είναι, στην οργή και στην ανημπόρια,
στη φάρσα και στην ήττα του είναι.
.
3 Τίτλος του επίμετρου της μεταφράστριας Σεσίλ Ίγγλεση Μαργέλλου

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 20, 2008

690 λέξεις για «το ελληνικό έθνος, γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού», του Νίκου Γ. Σβορώνου

Η συγκεκριμένη μελέτη έχει σαφές περιεχόμενο όπως δηλώνεται και στον τίτλο. Το θέμα διερευνάται σε λιγότερες από εκατό (100) σελίδες. Το βιβλίο περιλαμβάνει προλεγόμενα του Σπ. Ι. Ασδραχά και ένα σημείωμα του Ν. Βαγενά που είναι ο φιλολογικός επιμελητής.
Βασική προσπάθεια του γνωστού ιστορικού είναι να διερευνήσει τις προϋποθέσεις δημιουργίας της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Αυτές είναι μέσα στον ιστορικό χρόνο, από την αρχαιότητα ακόμα, οι πολιτιστικές εκείνες συνισταμένες που καθορίζουν την ύπαρξη μιας ελληνικής εθνότητας, ενός ελληνικού λαού.
Πιο συγκεκριμένα ξεκινά από τη διαπίστωση της αδυναμίας να οριστεί με σαφήνεια η έννοια του έθνους. Ωστόσο η ύπαρξη κοινότητας με διαμορφωμένη αυτού που λέμε συνείδηση εθνική κάνει αναγκαία την επιστημονική ιστορική εξήγηση της δημιουργίας της σε αντίθεση με άλλες μεταφυσικές ερμηνείες.
Σ’ όλη την πορεία των χρόνων από τη αρχαιότητα ο «ελληνισμός», ως εθνότητα, διατήρησε πολιτισμικά χαρακτηριστικά που λειτουργούσαν ενοποιητικά. Ήταν η συναίσθηση της κοινής καταγωγής των αρχαίων, η ιδιαίτερη πολιτιστική φυσιογνωμία των ελληνιστικών χρόνων και ακολούθως οι ενίσχυση των υλικών δεσμών και ο εξελληνισμός στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία που βαθαίνει ως πολιτική ενότητα. Παράλληλα καθοριστικός είναι ο ρόλος του Χριστιανισμού που θα διχάσει αρχικά όσους νιώθουν Έλληνες. Ίσως είναι η σημαντικότερη εξασθένηση του αισθήματος της συνέχειας. Ως τον 11ο αιώνα η σημασία των λέξεων Έλληνας και ελληνικός ταυτίζεται με το ειδωλολάτρης, παγανιστής. Βέβαια το Βυζάντιο είναι μια συνέχεια των ελληνιστικών βασιλείων, κάτι που φαίνεται στη γλώσσα και στη νομοθεσία. Θα χρειαστούν οι αναγεννητικές προσπάθειες που ξεκινούν μετά την εικονομαχία και εκδηλώνονται σαφέστερα με την αναγεννητική κίνηση του 11ο αι. για να φτάσουμε στο σημείο να θεωρηθεί το Βυζάντιο εκχριστιανισμένο ρωμαϊκό κράτος του ελληνικού έθνους.
Οι εθνολογικές εξελίξεις είναι αναμφισβήτητες με Γαλάτες, Γότθους, Άραβες, Σλάβους, Βούλγαρους, Αλβανούς, Φράγκους να εισχωρούν ή και εγκαθίστανται στα εδάφη των βυζαντινών. Η πολιτιστική ελληνική βάση που υπάρχει στη νότια βαλκανική λειτουργεί πολλές φορές αφομοιωτικά, έτσι ώστε δεν έχουμε ουσιώδη σημάδια αυτών των εθνολογικών εξελίξεων, εκτός ίσως από κάποια τοπωνύμια που καθιερώθηκαν. Έτσι εξελληνίζονται οι περισσότεροι, ακόμα και αν διατηρούν το γλωσσικό τους ιδίωμα, όπως συμβαίνει με Αλβανούς και Βλάχους. Άλλες φορές κυρίως στη βόρεια βαλκανική έχουμε συγκρότηση νέων εθνοτήτων, όπως οι Βούλγαροι. Όλα αυτά επιφέρουν εθνολογικές μεταβολές κυρίως στις περιοχές Θράκης, Μακεδονίας, Ηπείρου και Θεσσαλίας. Έτσι δίνεται η λαβή στη θεωρία του Fallmerayer που ισχυρίζεται ότι ο λαός που δημιούργησε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό δεν υπάρχει πλέον, θεωρία που εξυπηρετεί τις αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης.
Ωστόσο, η ελληνική γλώσσα παραμένει το κοινό όργανο συνεννόησης διαφορετικών πληθυσμών και η εναργέστερη ένδειξη της συνέχειας του ελληνισμού ως λαού.
Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 11ου και 19ου αι. θα έχουμε την ανάπτυξη της ελληνικής εθνικής ιδέας. Καθοριστικά θα είναι τα γεγονότα που συμβαίνουν στο Μάτζικερτ το 1071 όπου το Βυζάντιο χάνει μέρος της Μ. Ασίας και συρρικνώνεται, το 1078 με το οριστικό σχίσμα το Βυζάντιο αποκόπτεται από τη Δύση και το 1204 με την ουσιαστική διάλυση της αυτοκρατορίας από τους Φράγκους. Μετά από αυτά είναι το ελληνικό στοιχείο που απομένει στο Βυζάντιο και προβάλλεται η ελληνική ιδέα και παιδεία. Η λέξη Έλληνας ξαναπαίρνει σιγά – σιγά το εθνολογικό και πολιτιστικό περιεχόμενό της. Παράλληλα γεφυρώνεται το χάσμα επίσημου και λαϊκού πολιτισμού και επιτυγχάνεται συμβιβασμός μεταξύ αρχαιότητας και χριστιανισμού. Η απόσχιση των μη-ελληνικών λαών όπως οι Σέρβοι και η δημιουργία νέων κέντρων όπως η Θεσσαλονίκη, τα Γιάννενα, η Άρτα, ο Μυστράς, η δημιουργία μέσης τάξης που μαζί με το λαό αμφισβητούν την αριστοκρατία, όλα αυτά θα δημιουργήσουν το υπόβαθρο για ενιαίο εθνικό ελληνικό κράτος. Η ιδέα της συνέχειας του ελληνισμού θα παρουσιαστεί με το Χαλκοκονδύλη, μαθητή του Γεμιστού.
Η οθωμανική κατάκτηση θα καθορίσει νέους δυναμικούς παράγοντες. Η εκκλησία που θα έχει και πολιτικό ρόλο, οι Φαναριώτες και οι πρόκριτοι. Η ανάπτυξη της εθνικής ιδέας θα γίνει, παρά την αντίφαση ότι οι τρεις νέοι παράγοντες είναι ταυτόχρονα συνεργάτες των Οθωμανών και ηγέτες του έθνους. Το βάθεμα της εθνικής συνείδησης θα γίνει με τους κλέφτες και τους αρματολούς.
Έτσι θα φτάσουμε στο 18ο αι. και με το νεοελληνικό διαφωτισμό θα διαμορφωθεί η εθνικοαπελευθερωτική ιδεολογία. Η πιο δυναμική μερίδα της αστικής τάξης, που βρίσκεται σε επαφή και με τις διεργασίες στη δυτική Ευρώπη θα αναλάβει την πρωτοβουλία. Το ελληνικό έθνος είναι πλέον συντελεσμένο και οι ιστορικές εξελίξεις θα οδηγήσουν στην επανάσταση του 1821.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 17, 2008

719 λέξεις για δύο αστυνομικά βιβλία για παιδιά

1. «το λιμάνι της ερήμου» του Ζεράρ Στράιφ

«Τι κρίμα να μην είμαι εκεί!» ήταν το σχόλιο της Κωνσταντίνας καθώς έκλεισε το βιβλιαράκι. «Πού εκεί;» «Μέσα στην ιστορία!»
Αυτός ο μικρός διάλογος στην παραλία «καμινάκια» της Αστυπάλαιας με παρακίνησε να το διαβάσω και ‘γω. Αστυνομική λογοτεχνία για παιδιά στη σειρά «ο μαύρος γάτος» των εκδόσεων Άγρα.
Ο συγγραφέας στήνει μια ιστορία εξαφάνισης γύρω από την οποία πλέκεται η δράση. Το θέμα είναι η προστασία της λίμνης Αράλης της οποίας τα νερά υποχωρούν με καταστροφικές οικολογικές συνέπειες. Κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις χαρακτηρίζουν την εξέλιξη της ιστορίας καθώς οι δύο νέοι πρωταγωνιστές προσπαθούν να βρουν τον εξαφανισμένο φίλο τους, ιδρυτή της οργάνωσης «ημίονος» για την Αράλη.
Η γραφή σέβεται την ηλικία στην οποία απευθύνεται, από 10 χρονών, χωρίς να υποτιμά την νοημοσύνη των παιδιών – αναγνωστών και χωρίς να καταφεύγει σε εύκολους εντυπωσιασμούς και διέγερση συναισθημάτων. Απλή και παραστατική περιγραφή, λιτή αφήγηση είναι τα στοιχεία που αφήνουν το περιθώριο στην παιδική φαντασία να συνθέσει την ιστορία και να οικοδομήσει το σκηνικό της στο μακρινό Καζακστάν.
Το βιβλίο συνοδεύεται από ολοσέλιδα σκίτσα που βοηθούν την κινητοποίηση της φαντασίας. Χρησιμοποιείται το μονοτονικό σύστημα γραφής σε αντίθεση με τη συνήθεια των συγκεκριμένων εκδόσεων να εκδίδουν πολυτονικά τα βιβλία του. Οι 130 σελίδες μικρού σχήματος διαβάζονται εύκολα χωρίς διακοπή. Μετά το τέλος υπάρχει το εξής υστερόγραφο: «Αν η περιπέτεια του Αντουάν… είναι καθαρή μυθοπλασία, η κατάσταση της λίμνης Αράλης είναι ακριβώς όπως περιγράφτηκε εδώ. Αυτή η λίμνη που, χθες μόλις, ήταν μεγάλη όση η Πελοπόννησος, ήταν ο μεγαλύτερος ταμιευτήρας πόσιμου νερού του πλανήτη μας. Έχει μείνει η μισή εξαιτίας της τρέλας των ανθρώπων. Και ορισμένοι προβλέπουν ότι σε μερικά χρόνια δε θα έχει μείνει τίποτα…»


2. «η ώρα των σκύλων» της Εβελύν Μπριζού - Πελλέν

Θυμίζει κλασσικό αστυνομικό μυθιστόρημα στο στυλ της Αγκάθα Κρίστι ή του Κόναν Ντόυλ.
Μια εξαφάνιση που αποδεικνύεται φόνος είναι ο άξονας της πλοκής. Ήρωας ένα δεκατετράχρονο αγόρι ή ένα δίχρονο σκυλί, ανάλογα με την φιλοζωΐα του αναγνώστη.
Ενδιαφέρον και για ενήλικες, όπως κάθε βιβλίο για παιδιά που σέβεται τη νοημοσύνη και την αναγνωστική κρίση των παιδιών.
Οι φιλόζωοι ήρωες του βιβλίου συναντιόνται καθημερινά καθώς βγάζουν βόλτα τα σκυλιά τους. Όταν ένας από αυτούς βρίσκεται νεκρός ο νεαρός πρωταγωνιστής γίνεται βοηθός του αστυνομικού που αναλαμβάνει την εξιχνίαση του θανάτου. Είναι φόνος; Ποιος είναι ο δράστης; Ποιο το κίνητρο; Οι γνώσεις για τις συνήθειες των σκύλων αλλά και η «βοήθεια» των ίδιων των ζώων είναι καθοριστικοί παράγοντες στην επίλυση του μυστηρίου. Στις 200 σελίδες μικρού σχήματος η ιστορία ξετυλίγεται με ευχάριστο τρόπο χωρίς να γίνεται απλοϊκή. Το πάζλ συμπληρώνεται στο τέλος. Ερμηνεύεται ο τρόπος δολοφονίας, η ύπαρξη του κλειδιού που βρέθηκε κοντά στο νεκρό, καθώς και η ταυτότητα του άγνωστου που την ίδια ώρα κάθε βράδυ περπατά κοντά στις γραμμές του τρένου. Το κοινωνικό στοιχείο είναι εμφανές. Στο τέλος επίσης δίνεται και ιστορική διάσταση για να ολοκληρωθεί η ιστορία. Για παιδιά από 10-11 χρονών συμβουλεύει το οπισθόφυλλο του βιβλίου και νομίζω ότι με καλύπτει το όριο.

3. Γενικά

Μετά από όσα, σύντομα, ειπωθήκαν για τις δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις να ξεκαθαρίσω γενικότερα την άποψή μου για το είδος αυτό της λογοτεχνίας. Νομίζω ότι η συγγραφή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος απαιτεί περισσότερες τεχνικές δεξιότητες απ’ ότι κάποιο άλλο είδος. (Η ταξινόμηση για προφανείς λόγους γίνεται σχηματικά και δεν είναι του παρόντος να συζητήσουμε τους όρους της διάκρισης της λογοτεχνίας σε είδη).
Πιο συγκεκριμένα, απαιτεί περισσότερη δεξιοτεχνία σχετικά με την πλοκή. Αυτό είναι προφανές. Τα στοιχεία της ιστορίας πρέπει να δοθούν έτσι ώστε να μην έχουμε μια γραμμική απόδοση. Ακόμη θα πρέπει να υπάρχουν τα χαρακτηριστικά της αληθοφάνειας και της λογικής. Κάτι τέτοιο είναι πιο δύσκολο εφόσον πρέπει να συνδυαστεί με το απρόβλεπτο και την ελαχιστοποιημένη πιθανότητα που όμως θα είναι η λύση του μυστηρίου. Βέβαια και υπάρχουν αστυνομικά μυθιστορήματα όπου δεν ακολουθείται το «κλισέ» του μυστηρίου και της εξιχνίασής του. Εκεί όμως οι δυσκολίες μεταφέρονται στην απόδοση της δράσης και της ατμόσφαιρας και αυτό είναι εξίσου σημαντική δεξιότητα. Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται μεθόδευση στον έλεγχο των συναισθημάτων αγωνίας.
Επίσης, το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι εξορισμού συνδεμένο με το έγκλημα. Έτσι τίθεται αυτομάτως το ζήτημα της αιτίας. Ο συγγραφέας είναι αναγκασμένος να αποφανθεί, έμμεσα ή άμεσα, για την ευθύνη της κοινωνίας. Τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα στην περίπτωση της αστυνομικής λογοτεχνίας για παιδιά. Στις απαιτήσεις προστίθεται και η ευαισθησία με την οποία πρέπει να προσεγγιστεί το αναγνωστικό κοινό.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 13, 2008

Παλιά, πολύ παλιά, Πέτρου Μάρκαρη

Δεν έχει πολλά να πει κανείς για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, και μάλιστα όταν δεν έχει και μεγάλη εμπειρία του είδους. Είναι ένα ευχάριστο κι έξυπνο βιβλίο, με «αξιοπρεπή» υπόθεση (αρχή- μέση-τέλος), και αξιοπρεπή λύση του μυστηρίου, παρόλο που η δολοφόνος είναι γνωστή από την αρχή, αλλά και τα κίνητρά της προβλέψιμα.
Προσωπικά βρήκα ενδιαφέρον στο ότι η κατ΄επανάληψη δολοφόνος είναι μια γριά 94 (!) χρόνων από τη Δράμα ορμώμενη, και ότι η όλη υπόθεση εξιχνιάζεται στην Κων/πολη. Το «αραιό» γράψιμο του Μάρκαρη είναι ξεκούραστο χωρίς να είναι φλύαρο, με ελαφριά δόση χιούμορ, ό,τι πρέπει για αστυνομικό μυθιστόρημα όπου σημασία ιδιαίτερη έχει η πλοκή. Περιφερειακά στο μύθο έχει ενδιαφέρον η περιήγηση στην Πόλη, η αναφορά σε συνοικίες, γειτονιές αλλά και συνήθειες πολίτικες, καθώς και ιστορικά στοιχεία (Σεπτεμβριανά, χατζίζι, βαρλίκι), η ελαφριά ειρωνεία με την οποία ο αφηγητής αστυνόμος Χαρίτος αντιμετωπίζει τα τουριστικά γκρουπ (ο ίδιος συμμετέχει στο ταξίδι αυτό αναψυχής όπου οι συγκυρίες τον εμπλέκουν κλασικά στην εξιχνίαση του μυστηρίου) και τα πιπεράτα του σχόλια (π.χ. «κολλάμε τα ονόματα του Ατατούρκ και του Βενιζέλου σε όποιον σε όποιον δρόμο ή πέρασμα βρεθεί μπροστά μας, βουλεβάρτο, μονοπάτι ή κατσικόδρομο»). Ακόμα περισσότερο κεντρίζει το ενδιαφέρον η αναγκαστική συνεργασία του έλληνα με τον τούρκο αστυνομικό, όπου η αμοιβαία καχυποψία δίνει αργά και σταδιακά τη θέση της σε αμοιβαίο σεβασμό και συνεννόηση, χωρίς πολλές αναλύσεις και θεωρίες.
Η σχέση των δυο αστυνομικών ανταγωνιστική αλλά και συνεργατική δίνεται έμμεσα, με αριστοτεχνικά ρεαλιστικό κι ανάλαφρο τρόπο:
(σελ. 76):.
Ο Μουράτ στρίβει δεξιά και μπαίνουμε σ’ ένα ακόμα πιο φαρδύ βουλεβάρτο. “This is Adnan Menderes Boulevard” μου λέει. “Οι δικοί σου τον θυμούνται πολύ καλά. Your people”.
“Ποιοι δικοί μου;”
“Οι Ρωμιοί. Ήταν πρωθυπουργός όταν έγιναν τα Σεπτεμβριανά”.
“Δεν έγιναν, τα έκανε” τον διορθώνω τσαντισμένος, γιατί λέει τα γεγονότα όπως τον βολεύουν.” Αυτός έκανε τα Σεπτεμβριανά, αυτός έβαλε και τη βόμβα στο σπίτι του Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη”.
“Όπως και να’ ναι, εμείς πάντως τον κρεμάσαμε”.
“Και μετά του δώσατε βουλεβάρτο”.
“Για να τον πατάμε”, μου λέει γελώντας.

Καθώς η υπόθεση προχωρά, η σχέση των δυο αστυνομικών γίνεται πιο στενή:
Σελ. 216:
Άθελά μου μού ξεφεύγει μισή χοντράδα. «Πώς και σε νοιάζει τόσο πολύ μην πάθουν κακό οι Ρωμιοί;»
Δε μου απαντάει αμέσως αλλά τραβάει το περιπολικό στο πεζοδρόμιο και διπλοπαρκάρει. «Ι am a child of the Turkish minority in Germany”, μου εξηγεί. «Μεγάλωσα στην τούρκικη μειονότητα της Γερμανίας. Κάθε φορά που ένας Τούρκος έκλεβε, σκότωνε ή έδερνε, έφταιγε όλη η μειονότητα γιατί μας θεωρούσαν όλους ίδιους. Έμπαινα το πρωί στο τμήμα και το πρώτο που άκουγα ήταν “Είδες τι έκαναν πάλι οι δικοί σου”;» Κάνει μια παύση και συνεχίζει. "Οι Τούρκοι της Τουρκίας δεν το καταλαβαίνουν αυτό. Νομίζουν ότι ζουν ακόμα στις παλιές εποχές, όπου οι μειονότητες τους ήταν βάρος και ξεχνάνε ότι τώρα πια έχουμε και εμείς τις δικές μας μειονότητες. Στη Γερμανία, την Αυστρία, την Αγγλία…"
Έτσι ανάλαφρα και χωρίς τριβές κι εντάσεις δίνει ο συγγραφέας, παράλληλα με την ιστορία, πινελιές ανθρωπιάς.
Τέλος, τους δυο αστυνομικούς ενώνει ένα είδος θαυμασμού για τη φοβερή αυτή γυναίκα, που ξεκίνησε από τη Δράμα ψάχνοντας όλα τα πρόσωπα του παρελθόντος της προκειμένου, σαν τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, ν’ αποδώσει ένα είδος δικής της δικαιοσύνης…
Όταν τέλος την εντόπισαν, «δεν είναι ανάγκη να έρθεις μαζί μου στο Γκισέρουν», μου λέει ο Μουράτ.
Έχει δίκιο, παρόλ’ αυτά εγώ θέλω να πάω. Όχι επειδή πιστεύω ότι θα μου τη φέρει ο Τούρκος συνάδελφός μου, ούτε επειδή φοβάμαι μη μου τη φέρουν πισώπλατα οι Τούρκοι την τελευταία τιγμή, όπως πιστεύει ο Δεσποτόπουλος. Απλά θέλω να γνωρίσω αυτή τη γυναίκα που στον κάτω όροφο ανάβει καντήλι και στον πάνω όροφο σκοτώνει.

Χριστίνα Παπαγγελή


Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 10, 2008

462 λέξεις για την «Απαγορευμένη Γλώσσα» του Τάσου Κωστόπουλου

Διάβασα το βιβλίο, μαζί με άλλα, στα πλαίσια μιας συστηματικής ενασχόλησης με το μακεδονικό ζήτημα.
Ψύχραιμη και θαρραλέα καταγραφή ενός δύσκολου θέματος που εστιάζεται στη γλώσσα των σλαβόφωνων κατοίκων της ελληνικής Μακεδονίας. Το βιβλίο αρχίζει με την οριοθέτηση του «προβλήματος» και διατρέχει όλο τον 20ο αι. και την εξελίξεις του στην Μακεδονία, κυρίως την Δυτική, καταγράφοντας με ουσιώδες ενδιαφέρον τα σχετικά γεγονότα. Αναγκαστικά περιλαμβάνει πολλές ιστορικές αναφορές, αφού το ζήτημα της σλαβοφωνίας, που θα μπορούσε να είναι απλώς ένα φιλολογικό ζήτημα, πήρε πολλές διαστάσεις. Οι ιστορικές αναφορές, λοιπόν, αφορούν βασικά πολιτικά ή διπλωματικά γεγονότα, όταν η γλώσσα των ντόπιων της Μακεδονίας γίνεται βασικό πολιτικό ή διπλωματικό θέμα της ελληνικής πολιτικής και των σχέσεων μεταξύ των Βαλκανικών κρατών. Αυτό για παράδειγμα συμβαίνει με το ελληνοβουλγαρικό πρωτόκολλο Πολίτη – Καλφόφ (1924-1925) και με τον τρόπο που η δικτατορία Μεταξά αντιμετώπισε τους σλαβόφωνους. Άλλες φορές το βιβλίο κινείται στο επίπεδο της μικροϊστορίας, δηλαδή εξετάζει την καθημερινότητα των κατοίκων σχετικά με την ομιλία της γλώσσας του και την εκμάθηση της ελληνικής. Αυτή η καταγραφή της καθημερινότητας παρουσιάζει εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον.
Η παρουσίαση της «κρατικής καταστολής των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία» (όπως είναι ο υπότιτλος του βιβλίου) βασίζεται σε τεκμηρίωση που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία. Από ιστορικά αρχεία υπουργείων και υπηρεσιών μέχρι εκδόσεις του Ουράνιου Τόξου.
Ο συγγραφέας εξετάζει τη γλώσσα των σλαβόφωνων ως ένα πολιτισμικό χαρακτηριστικό που διαμορφώνει τον εθνοτικό χαρακτήρα τους. Ο όρος εθνοτικός στη σύγχρονη ιστοριογραφία διαφοροποιείται σαφώς από τον όρο εθνικός. Η γλώσσα δεν είναι απόδειξη εθνικής συνείδησης, πολλές φορές δεν είναι καν ένδειξη, παράδειγμα ο γνωστός μακεδονομάχος Κώττας και οι γρεκομάνοι σλαβόφωνοι που δεν ήξεραν την ελληνική. Το βιβλίο παραμένει μια δημοσιογραφική, κυρίως, έρευνα και καταγραφή που αποφεύγει τις κρίσεις. Εντοπίζει όμως αντιφάσεις παλινωδίες και προχειρότητες στον τρόπο αντιμετώπισης των σλαβόφωνων από την ελληνική πολιτεία.
Έτσι έχουμε μια αποκαλυπτική οπτική που «κοιτά» τα γεγονότα χωρίς συστολή και αμηχανία. Αυτό προδίδει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ο συγγραφέας τηρεί τη ρήση «εθνικό είναι το αληθινό» και καταδεικνύει τις αποσιωπημένες πτυχές του ζητήματος, όπως την έκδοση του αλφαβηταρίου abecedar το 1925, μια ενδιαφέρουσα ιστορία που μπορεί να γεννήσει ερωτήματα ή να δώσει διαφορετικές απαντήσεις από αυτές που έχουμε συνηθίσει.
Αυτή η τολμηρή αντιμετώπιση του ζητήματος θέτει μια άλλη βάση συνύπαρξης, με αποδοχή των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που παρουσιάζουν οι πληθυσμοί και όχι την αντιπαράθεση ή τη δίωξη του αδύναμου. Εξάλλου οι διώξεις, όσες φορές υιοθετήθηκαν και έγιναν κυρίαρχη πρακτική, όπως στην περίοδο της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, οδήγησαν στα αντίθετα αποτελέσματα. Αποξένωσαν την πλειοψηφία των σλαβόφωνων από την ελληνική πολιτεία που εμφανιζόταν εχθρική απέναντί τους και τους ώθησαν είτε προς τη βουλγαρική ή σερβική προπαγάνδα, είτε προς τη διαμόρφωση μιας διαφορετικής εθνικής συνείδησης με βασικό άξονα τη γλώσσα. Ίσως, λοιπόν, η μήτρα του προβλήματος ανάγεται στο μεσοπόλεμο και σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στον κοντόφθαλμο «ερασιτεχνισμό» αντιμετώπισης των σλαβόφωνων.

και άλλες πέντε "στάσεις" σε σελίδες του βιβλίου

σελ. 41 και εξής, τεκμηριωμένη αναφορά στη χρήση του όρου «μακεδονική γλώσσα» κατά τις αρχές του 20ου και από Έλληνες όπως ο Παύλος Μελάς, η Πηνελόπη Δέλτα και άλλοι.
σελ. 61 και εξής, η γλώσσα των σλαβόφωνων παρουσιάζεται από την ελληνική πλευρά ως εξέλιξη της αρχαίας σε σημείο να επισημαίνεται ότι «ο Μ. Αλέξανδρος εγειρόμενος εκ του τάφου θα εννόει ευκολώτερον την δήθεν βουλγαρικήν ταύτην διάλεκτον...»
σελ. 90 και εξής, διεξοδική παρουσίαση του πρωτοκόλλου Πολίτη – Καλφόφ για την προστασία των μειονοτήτων. Το πρωτόκολλο δημιούργησε προβλήματα στις ελληνοσερβικές σχέσεις αφού αναγνώριζε δικαιώματα προστασίας της σλαβόφωνης μειονότητας της ελληνικής Μακεδονίας στους Βούλγαρους. Μετά την κατάργησή του θα έχουμε από πλευράς Ελλάδας την επίσημη αναγνώριση της σλαβομακεδονικής γλώσσας και της έκδοσης του αλφαβηταρίου αυτής της γλώσσας, του abecendar.
σελ. 169 και εξής, τραγελαφικά επεισόδια σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων δίωξης της σλαβομακεδονικής γλώσσας από τη δικτατορία Μεταξά. «...Χωροφύλακες που παραμόνευαν κάτω από τα παράθυρα των σπιτιών για να εντοπίσουν – και να τιμωρήσουν - κρούσματα ενδοοικογενειακής σλαβοφωνίας...»
σελ. 260 και εξής, η αντιμετώπιση της σλαβοφωνίας από τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Υιοθέτηση νέων όρων όπως «επιβουλή κατά της Μακεδονίας», ειδικά προγράμματα για την εξάλειψη της σλαβοφωνίας και μυστικά κονδύλια που χορηγούνταν σε πρόσωπα, φορείς (αθλητικούς, πολιτιστικούς, προσκόπους κλπ) για το σκοπό αυτό

432 λέξεις για το Abecedar (αναγνωστικό) της Ελληνικής Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Γραφείου για τις Λιγότερο Ομιλούμενες Γλώσσες

Το αναγνωστικό Abecedar εκδόθηκε το 1925 από την ελληνική κυβέρνηση για να χρησιμοποιηθεί στην εκπαίδευση των παιδιών των σλαβομακεδόνων της ελληνικής Μακεδονίας. Κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ πράξη. Το 2006 έχουμε την επανέκδοσή του από την Ελληνική Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Γραφείου για τις Λιγότερο Ομιλούμενες Γλώσσες. Δεν κατάλαβα ποια ακριβώς είναι η σύνδεση της Επιτροπής αυτής με την πολιτική οργάνωση «Ουράνιο Τόξο». Επίσης, δεν κατάλαβα, αν υπάρχουν σαφείς πολιτικές επιδιώξεις με την συγκεκριμένη έκδοση.
Το αναγνωστικό αυτό, όπου και εστιάζουμε την προσοχή μας, είναι απόδειξη των παλινωδιών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σχετικά με το μακεδονικό ζήτημα και των καιροσκοπισμών που τη χαρακτήριζε, των δεσμεύσεων που είχε απέναντι στη διεθνή κοινότητα σχετικά με τις μειονότητες, του γεγονότος ότι το «πρόβλημα» του ονόματος δεν είναι μια ιστορία που ξεκινά μετά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, όπως θέλει να ισχυρίζεται η σύγχρονη εκδοχή. Πρωτοδιάβασα για το αναγνωστικό αυτό στο βιβλίο της Λένας Διβάνη «Ελλάδα και μειονότητες» (Αθήνα 1995) και ξανασυνάντησα μια αναφορά γι’ αυτό στο βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου «Η απαγορευμένη γλώσσα» (Αθήνα 2002) Επίσης, αρκετά είναι τα σχόλια που αλίευσα στο Διαδίκτυο.
Η σημασία του είναι ιδιαίτερη. Μετά το ατυχές ελληνο-βουλγαρικό πρωτόκολλο Πολίτη – Καλφόφ (1924 που ευνοούσε τον αναθεωρητισμό της Βουλγαρίας καθώς με αυτό η γειτονική χώρα αποκτούσε δικαιώματα προστασίας της σλαβόφωνης μειονότητας στην ελληνική Μακεδονία, η Ελλάδα αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο. Μπορούσε να οδηγήσει σε αναθεώρηση των συνθηκών του Λονδίνου (Μάιος 1913) και κυρίως του Βουκουρεστίου (Ιούλιος 1913) που μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων καθόρισαν τα σύνορα στη Βαλκανική χερσόνησο. Η Ελλάδα ακυρώνει το Πρωτόκολλο και κινείται προς διαφορετική πολιτική.
Πιο συγκεκριμένα, η θέση που υιοθετείται είναι ότι οι σλαβόφωνοι κάτοικοι της ελληνικής Μακεδονίας δεν είναι ούτε Σέρβοι, ούτε Βούλγαροι. Έχουν δική τους γλώσσα, κάτι που τους διαφοροποιεί. Τεκμήριο αυτής της εκδοχής είναι το αναγνωστικό Abecedar Abecedar η έκδοση του οποίου αποτελεί και υποχρέωση της Ελλάδας προς την Κοινωνία Των Εθνών.
Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει και συνοδευτικά κείμενα. Στο βασικό κείμενο που συνοδεύει το αναγνωστικό Abecedar και αναφέρεται στην ιστορία του (σελ. 23-33) ο Πέτρος Φιλίποβ Βοσκόπουλος καταλήγει σε μια θολή και συγκεχυμένη χρήση των όρων «μακεδονική γλώσσα» και κυρίως «μακεδονική ταυτότητα» που προσδιορίζεται ως εθνική, πολιτισμική, γλωσσική, ιδιαίτερη εθνοτική ομάδα και έθνος. Σαφώς συγγενείς έννοιες αλλά και ουσιωδώς διαφοροποιημένες.
Το βιβλίο τελειώνει με το γνωστό κείμενο του Θανάση Τριαρίδη (http://www.triaridis.gr/keimena/keimD046.htm) (σελ. 147-150) με τον τίτλο «μικρή σημείωση για μια κομμένη γλώσσα», κείμενο που γράφτηκε για την εφημερίδα Μακεδονία και είναι περισσότερο γνωστό επαιδή έγινε αφορμή να διακοπεί η συνεργασία του συγγραφέα με την εφημερίδα.
Όλα τα κείμενα που περιέχονται στο βιβλίο εκτός από τα ελληνικά αποδίδονται και στην αγγλική και στη «μακεδονική» γλώσσα.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 08, 2008

498 λέξεις για τους λαούς των Βαλκανίων του Βασίλη Ραφαηλίδη

Το βιβλίο δεν έχει το ύφος των ακαδημαϊκών βιβλίων ιστορίας, ούτε αναφέρεται στις πηγές του παρά σε σπάνιες περιπτώσεις. Η Ιστορία του ελληνικού έθνους, ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος μνημονεύονται κατά τη διάρκεια της αφήγησης και έτσι μπορούμε να συνάγουμε το συμπέρασμα ότι αποτελούν πηγές όσων αναφέρει ο συγγραφέας.
Το βιβλίο χαρακτηρίζεται από πολλές επαναλήψεις. Ο Ραφαηλίδης επιμένει στο διαχωρισμό των θρησκευτικών από τις εθνικές έννοιες. Η ταύτιση Ελλήνων και ορθοδοξίας ή Τούρκων και μωαμεθανισμού ερμηνεύονται από το συγγραφέα με βάση τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες των εποχών που επινοήθηκαν. Σαφώς και δεν είναι κάθε Έλληνας Χριστιανός όπως και κάθε Χριστιανός δεν είναι Έλληνας. Αυτό αποτελεί ένα διαχωρισμό που επανέρχεται σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου.
Στα κεφάλαια «ταξινομούνται» κατά σειρά: οι Βούλγαροι, οι Τούρκοι, οι Νότιοι Σλάβοι, ακολουθεί ένα εμβόλιμο κεφάλαιο με τον τίτλο «τα τουρκικά Βαλκάνια και οι Μακεδόνες» όπου ο συγγραφέας υπερασπίζεται την πολιτισμική ελληνικότητα της Μακεδονίας. Μάλιστα μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών η Μακεδονία σαφώς ομογενοποιήθηκε πληθυσμιακά. Οι Αλβανοί και το ζήτημα των Αρβανιτών και των λεγόμενων τουρκαλβανών απασχολούν το συγγραφέα στο επόμενο κεφάλαιο που ασχολείται και με την ελληνική επανάσταση. Οι τουρκαλβανοί έγιναν εχθροί της ελληνικής επανάστασης και συστρατεύτηκαν με το σουλτάνο όταν βασικό χαρακτηριστικό των επαναστατών έγινε η χριστιανική θρησκεία και κάθε μουσουλμάνος θεωρήθηκε εχθρός. Οι Ρουμάνοι και το ζήτημα των διάσπαρτων στη Βαλκανική Βλάχων θα μπορούσε να είναι το τελευταίο κεφάλαιο. Ο Ραφαηλίδης, σωστά, επιλέγει να αναφερθεί και στους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Το βιβλίο τελειώνει με μια σύντομη αναφορά στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Βέβαια οι πληροφορίες και τα σχετικά σχόλια και κρίσεις αλληλοπλέκονται. Δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά καθώς το επιτάσσει ο πολυεθνικός χαρακτήρας των Βαλκανίων.
Σε πολλά σημεία διευκρινίζονται πολυχρησιμοποιημένες αλλά ασαφείς έννοιες όπως γίνεται με το Ισλάμ, μωαμεθανισμός, μουσουλμανισμός ή με το φετίχ, τοτέμ, ταμπού. Η αίρεση των βογόμιλων έπαιξε καθοριστικό ρόλο, κατά το συγγραφέα, στην εξέλιξη της ιστορίας του Βυζαντίου
Έχουμε συνεχώς έμφαση σε γεγονότα που υποτιμώνται ή αποσιωπούνται από την επίσημη ιστοριογραφία και σαφώς είναι, εξ’ ορισμού, εκτός σχολικής ιστορίας. Ενδεικτικά αναφέρω τα παρακάτω:
Οι βυζαντινοί ουδέποτε αποκάλεσαν τους εαυτούς τους με αυτό το όνομα. Η φουστανέλα που καθιερώθηκε ως εθνική ενδυμασία είναι ενδυμασία Αρβανιτών και Αλβανών. Οι Αρβανίτες δεν είναι τίποτα άλλο από εξελληνισθέντες Αλβανοί. Ο εθνικός ήρωας των Αλβανών Σκεντέρμπεης (Γιώργος Καστριώτης) που πολέμησε εναντίον των Τούρκων ήταν ελληνοσέρβος. Οι βασικοί ηγέτες της Φιλικής Εταιρείας ήταν τέκτονες. Πολλοί ήρωες του ’21 ήταν Αρβανίτες, όπως ο Καραϊσκάκης, ο Μιαούλης, η Μπουμπουλίνα και οι περισσότεροι ηγέτες της επανάστασης ήξεραν και αρβανίτικα. Ο Μάρκος Μπότσαρης έγραψε ελληνοαλβανικό λεξικό για τις ανάγκες συνεννόησης των επαναστατών. Οι Σουλιώτες είναι δίγλωσσοι Αρβανίτες, ανυπότακτοι και προς το Σουλτάνο και προς τον Αλή Πασά, αλλά και αμέτοχοι στην ελληνική επανάσταση του ’21. Ο Κολοκοτρώνης υπεράσπιζε τη δημιουργία ενός δίθρησκου, δίγλωσσου κράτους (χριστιανικού και μωαμεθανικού θρησκεύματος, ελληνικής και αλβανικής γλώσσας) και προς αυτή την κατεύθυνση εργάστηκε μαζί με τον Αλή Φαρμάκη το 1809 στη Ζάκυνθο. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν μουσουλμάνος. Ο βυζαντινός δικέφαλος αετός προέρχεται από τον αλβανικό δικέφαλο.

332 λέξεις για τον «καιρό του Βουλγαροκτόνου» της Πηνελόπης Δέλτα

Ο Κωνσταντίνος και ο Μιχαήλ, δυο πιτσιρίκια, που γίνονται κατάσκοποι καθώς μεγαλώνουν δίπλα στον προστάτη τους, το Νικήτα. Ζώντας ανάμεσα στους Βούλγαρους του Σαμουήλ φέρονται ως Βούλγαροι, κατασκοπεύουν και υπηρετούν τον Βασίλειο Βουλγαροκτόνο. Πρόσωπο επίσης του βιβλίου είναι η Αλεξία που στο μεγαλύτερο μέρος εμφανίζεται ως βουβή Βουλγάρα.
Η Δέλτα πλέκει το μύθο με άξονα ιστορικά γεγονότα όπως η καταστροφή της Αδριανούπολης το Δεκαπενταύγουστο του 1004, οι μάχες του Σπερχειού 997, του Αξιού 1004, του Κλειδίου 1014 με τη γνωστή τύφλωση των Βούλγαρων στρατιωτών, κλπ
Το μυθιστόρημα έχεις σαφώς ιστορικά στοιχεία ιδωμένα από την «ελληνική» οπτική. Πατρίδα και θρησκεία είναι οι υπέρτατες αξίες που τονίζονται με κάθε ευκαιρία. Οι ήρωες του βιβλίου υπηρετούν την πατρίδα, με τη σημερινή έννοιά της, όπως αυτή προβάλλεται στο παρελθόν του 10-11ου αι. Τολμούν, κινδυνεύουν υπόκεινται σε βασανιστήρια βάζοντας τον εαυτό τους σε δεύτερη μοίρα. Και εδώ βρίσκεται η ένσταση σχετικά με τον ιστορικό χαρακτήρα του βιβλίου. Κατά πόσο μπορούμε να μιλάμε για εθνική συνείδηση, όπως θέλει η Δέλτα, σε μια εποχή όπου το χαρακτηριστικό των κρατικών μορφωμάτων είναι σαφώς ένα μωσαϊκό λαών που ζουν ως υπήκοοι στα ίδια εδάφη;
Βέβαια η σχετική αξιοποίηση και χρησιμοποίηση της ιστορίας για πολιτικούς και ιδεολογικούς σκοπούς είναι αυταπόδεικτη, δεν γίνεται να έχουμε «ουδέτερη» ιστορία αλλά το εν λόγω μυθιστόρημα θυμίζει το «Μακεδονία ξακουστή…». Είναι συνεχείς οι φράσεις για την Πατρίδα και το Θεό («ύστερα από το Θεό, ένα πράμα στον κόσμο πρέπει να λατρεύομε, την Πατρίδα…», «για το Θεό σας πολεμάτε και για το Βασιλέα…», «για την Πατρίδα και το Βασιλέα» κλπ
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο γεωγραφικός χώρος της ευρύτερης Μακεδονίας όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα. Τα τοπωνύμια (Γκιουμουλτζίνα, Μελένικο, Βοδενά, Μογλενά, κλπ) και η φυσιολογία των εδαφών όπως περιγράφονται από τη συγγραφέα μαρτυρούν την κατάσταση που επικρατούσε ίσως και κατά την εποχή της συγγραφής του βιβλίου, δηλαδή το 1911 λίγο πριν ξεσπάσουν οι Βαλκανικοί πόλεμοι.
Η αφήγηση πολλές φορές γίνεται κουραστική καθώς η συγγραφέας πλατειάζει ή επανέρχεται σε γεγονότα. Η πλοκή είναι προβλέψιμη, σχηματική. Το ίδιο σχηματικοί σκιαγραφούνται και οι χαρακτήρες.

153 λέξεις για το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς

Ξαναδιάβασα ευκαιριακά το "βιβλιαράκι". Νομίζω ότι αξίζει δυο κουβέντες και σε αυτό το blog. Το πολιτικό βιβλίο μπορεί να ξαναγίνει "της μόδας". Απλές, ουσιώδεις και εύστοχες διαπιστώσεις σε μια σύντομη ανάλυση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η κυριαρχία της οικονομίας σε όλες τις σχέσεις ως αντανάκλαση της δομής των παραγωγικών σχέσεων. Όλα αγοράζονται, σ’ όλα μεσολαβεί η οικονομία, όλα γίνονται μετρήσιμα.
Απογύμνωση των ιδεολογημάτων που συγκαλύπτουν την αλήθεια του συμφέροντος και της επιδίωξης του κέρδους: η κινητήρια δύναμη της ιστορίας στις σύγχρονες κοινωνίες.
Ταυτόχρονα, ενάμιση αιώνα μετά, έχουν ήδη διαψευστεί και αποτύχει τα πειράματα που βασίζονται στις προτάσεις των συγγραφέων. Η κατάργηση της ιδιοκτησίας, η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής δεν οδήγησε στην εξάλειψη της κυριαρχίας ανθρώπου από άνθρωπο αλλά στη δημιουργία μορφωμάτων εξουσίας στυγνών και απάνθρωπων. Η κρατική εξουσία αυτονομείται ως θεσμός και ο καπιταλισμός αποδεικνύεται πιο ευέλικτος με μια θαυμαστή ικανότητα αφομοίωσης των αντιθέσεων του. Στο βαθμό να καταγγέλλει ο ίδιος τον εαυτό του...

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 04, 2008

549 λέξεις για το Σέργιος και Βάκχος του Μ. Καραγάτση

Επεξεργασμένη ιστορία και «θεολογία». Μια κριτική ματιά με τη λογική του χιούμορ και της… λογικής. Η ιστορική πραγματικότητα από την εποχή του Ιουστινιανού και νωρίτερα ως τα μέσα του 20ου αι. κρίνονται με την ιδιόμορφη κυνική και ειρωνική οπτική του Μ. Καραγάτση. Πολλές φορές η αποκαλυπτική αυτή κριτική αιφνιδιάζει με την καυστικότητά της. Το ίδιο συμβαίνει και με την προσέγγιση της θρησκείας. Ο χριστιανισμός υπόκειται σε κριτική και στο επίπεδο σύστασής του σε θρησκεία και σχετικά με την εκκλησιαστική του οργάνωση με τον Απόστολο Παύλο και τους βυζαντινούς αυτοκράτορες μετά την αναγόρευσή του σε επίσημη θρησκεία από τον Κωνσταντίνο. Επίσης ο Καραγάτσης σε πολλές περιπτώσεις θεολογεί μέσα από τους άγιους ήρωές του που έδωσαν τον τίτλο και στο πολυσέλιδο μυθιστόρημά του.
Μπορεί να ενταχθεί στην κατηγορία του μυθιστορήματος, εφόσον αποδεχτούμε ότι αυτό αποτελεί λογοτεχνικό είδος εν εξελίξει. Ταυτόχρονα είναι και μια ματιά στην ιστορία, πολλές φορές φτάνει στο επίπεδο της μικροϊστορίας ή της χρονογραφίας. Ο Καραγάτσης αποσκοπεί να δώσει μια προσωπική χροιά, ένα δικό του τρόπο αντίληψης της μετα-χριστιανικής ιστορίας του «ελληνισμού» ή καλύτερα της ρωμιοσύνης. Το ενδιαφέρον του βιβλίου βρίσκεται σε αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό, δηλαδή στο πώς ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται στιγμές της ιστορίας και το ρόλο της εκκλησίας, του κλήρου και των καλόγερων.
Στέκεται σε βασικές πτυχές όπως ο Μ. Κωνσταντίνος, ο Ηράκλειος, ο Λέων Ίσαυρος κλπ. Διαπιστώνει την αναγκαία αλληλεξάρτηση κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, ανάμειξης θρησκείας και πολιτικής. Αυτά όλα ιδωμένα με το πρίσμα της λογικής που θυμίζει διαφωτισμό.
Τα «ξαφνιάσματα» είναι πολλά. Ο Καραγάτσης αποδεικνύεται ευρύτερος της εποχής του και ξεπερνά τις πολιτικές και ιστορικές συγκυρίες. Ξεπερνά τις ιδεοληψίες και τις σκοπιμότητες που θα μπορούσαν να του δικαιολογηθούν. Παρουσιάζεται ανοιχτόμυαλος και φιλελεύθερος, ανυστερόβουλος, ρίχνοντας τα βέλη της λογικής προς κάθε κατεστημένο και δογματισμό. Χαρακτηριστικό σημείο που τεκμηριώνει την παραπάνω κρίση είναι η κατονομασία του μεταπολεμικού σύγχρονου εμφυλίου ως εμφυλίου και όχι συμμοριτοπόλεμου (σελ. 742)
Ωστόσο, ο Καραγάτσης αναπαράγει συνειδητά την ιδέα της συνέχειας του ελληνισμού μέσα στους αιώνες. Και οι άγιοί του συμπεριφέρονται ως ρωμιοί – έλληνες παρεμβαίνοντας ή συμμετέχοντας στα γεγονότα. Επίσης σε πολλές περιπτώσεις το στοιχείο του ελληνικού πολιτισμού εξαίρεται τόσο σε σχέση με την ανατολή και τους Τούρκους (όπως στο όνειρο – θαύμα του Μωάμεθ β’, σελ. 596-598) όσο και σχετικά με τους Δυτικούς (χαρακτηριστικό το σημείο όπου Σέργιος και Βάκχος περιηγούνται στη Δύση για να δουν την κατάσταση που επικρατεί ή ο διάλογος με τον αμόρφωτο χωρικό σταυροφόρο). Τα κυρίαρχα στερεότυπα της νεοελληνικής ιδεολογίας αναπαράγονται και σε άλλα σημεία, όπως τα σχετικά με τη διατήρηση του «αμόλευτου ελληνικού εθνισμού» στα πλαίσια της οθωμανικής αυτοκρατορίας (σελ. 581).
Διάβασα το βιβλίο ανακατεμένα. Ξεκίνησα από την αρχή ως τη σελίδα 158. Οι σελίδες αυτές μορφοποιούν τους ήρωες του μυθιστορήματος και διασαφηνίζουν το πλαίσιο και τους στόχους του. Καθώς επιβεβαίωσα ότι πρόκειται για χρονολογικά δοσμένη κριτική ματιά, δεν άντεξα στον πειρασμό να δω τις απόψεις του συγγραφέα για τα σύγχονα γεγονότα. Πήγα στη σελίδα 711 ως το τέλος που παρουσίαζε περισσότερο ενδιαφέρον για μένα. Καλύπτει τη χρονική περίοδο από το 1849 και μετά. Ακολούθησαν οι σελίδες 644-710, χρονικά 1651-1849, και ξανά στην 159. Κάτι τέτοιο δε νομίζω ότι αλλοιώνει την ουσία του βιβλίου αφού το ενδιαφέρον του δε βρίσκεται στην πλοκή ή την ανάδειξη χαρακτήρων αλλά στην οπτική του συγγραφέα για πράγματα γνωστά.
Πώς σου φαίνεται; Ρώτησα τη Σταυρούλα που άρχισε να το διαβάζει. Απάντησε: πλάκα έχει.

YΓ. Σύντομη και εύστοχη αναφορά στο βιβλίο από το βιβλιοκαφέ http://vivliocafe.blogspot.com/2008/04/blog-post_29.html


Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 03, 2008

434 λέξεις για τα «Γράμματα από το Χαράρ» του Αρθούρου Ρεμπώ

Το βιβλίο περιλαμβάνει επιλογή από επιστολές του Ρεμπώ, σύντομο σημείωμα του μεταφραστή Απ. Καρούλια και εισαγωγή βιογραφικού χαρακτήρα από τους D. και N. Petitfax. Επίσης στο τέλος υπάρχει επίμετρο του Jerome Verain.
Τα γράμματα που παρατίθενται καλύπτουν το χρονικό διάστημα μεταξύ 17ης Αυγούστου 1880 και 9ης Νοεμβρίου 1891, παραμονής του θανάτου.
Τα ενδιαφέροντα που γεμίζουν το χρόνο του Ρεμπώ είναι στεγνά, πρακτικά και εστιάζουν σε ζητήματα σχετικά με το εμπόριο και τις δουλειές του με σκοπό να εξασφαλίσει ένα ποσό που θα του επιτρέψει να ζήσει χωρίς να δουλεύει. Αυτός που ονειρευόταν να γίνει εισοδηματίας* δεν κατόρθωσε ποτέ να απαλλαχθεί από το βιοποριστικό άγχος. Είναι φιλάργυρος; είναι κυνικός; είναι αμοραλιστής;...
Τα βιβλία που τον ενδιαφέρουν είναι τεχνικά βιβλία και τέτοια παραγγέλλει συνεχώς να του στείλουν από τη Γαλλία. Αναζητά και σκέφτεται νέες ανεξερεύνητες χώρες και νέες δουλειές που θα του αποφέρουν πλούτο.
(Τι σημασία μπορεί να έχουν όλα αυτά; Τι σχέση μπορεί να έχουν με το ποιητικό του έργο; Τι νόημα μπορεί να έχει η ζωή του Ρεμπώ; Είναι και αυτή ένα ποίημα ΒΙΩΜΕΝΟ)
Μόνιμο άγχος του φαίνεται να είναι και η στρατιωτική θητεία, ακόμη και όταν βρίσκεται στη Μασσαλία, ακρωτηριασμένος στο νοσοκομείο, και η πιθανότητα να μπλέξει με τη στρατιωτική γραφειοκρατία. Χαρακτηριστικό των γραφτών του είναι η γκρίνια. Για την υγεία του και την κούραση, για το κλίμα και τις συνθήκες ζωής, για τις δουλειές που δεν πάνε καλά, όπως σχεδίαζε και περίμενε.
Στο γνωστότερο ίσως γράμμα του, προς την αδελφή του, από τη Μασσαλία στις 15 Ιουλίου 1891 αφηγείται πως έφτασε στο σημείο να τον ακρωτηριάσουν. Χωρίς μελοδραματισμούς και με κρύα ματιά για ότι συνέβη λες και δεν είναι το δικό του πόδι, σοκάρει με τη λεπτομερή εξιστόρηση της περιπέτειάς του.
Το τελευταίο γράμμα του, παραμονή του θανάτου του (10 Νοεμβρίου 1891) αφορά δουλειές και ταξίδι ξανά στο Χαράρ.
(σημ. οι εκδόσεις Νεφέλη εκδώσαν με τίτλο «γράμματα του Αρθούρου Ρεμπώ» μια πληρέστερη συλλογή, ακόμα και σχετικά με το διάστημα μεταξύ 17ης Αυγούστου 1880 και 9ης Νοεμβρίου 1891, το 1984 σε μετάφραση Κωστή Παπά, εισαγωγή, επιμέλεια και σημειώσεις της Βερονίκης Δαλακούρα.
Συμπεράσματα για έναν ποιητή που δεν επιτρέπει τα συμπεράσματα: ο Ρεμπώ αποδεικνύεται ευρύτερος από το έργο του. Η ζωή του είναι βιωμένη ποίηση. Η περιβόητη σιωπή του είναι ένας άλλος τρόπος ποιητικής (;) έκφρασης, ένας άλλος τρόπος φανερώματός του. Αυτό είναι μια σπινοζική αντίληψη του φαινομένου Ρεμπώ.
ΥΓ. Τα γράμματα του Ρεμπώ ίσως δεν έχουν «πραγματικό» παραλήπτη. Εκφράζουν την εσωτερική του ανάγκη να γοητευτεί από ταξίδια και τόπους σε μέρη άγνωστα. Οι δουλειές είναι πρόφαση. Η Αφρική είναι το βασίλειο όπου προμηνύει την είσοδό του (μπαίνω στη βασιλεία των υιών του Χαμ)

797 λέξεις για το βιβλίο «η αρχή του Ντ’ Αλαμπέρ» του Άντριου Κράμεϋ

Πολλαπλού ενδιαφέροντος. Με λογοτεχνικές αρετές πλοκής και θελκτικής αφήγησης. Με ιστορικό ενδιαφέρον που συντίθεται μυθιστορηματικά και αξιοποιείται πολλαπλά ζωντανεύοντας την καθοριστική εποχή του Διαφωτισμού. Με επιστημολογικές και φιλοσοφικές διαστάσεις που παρουσιάζει, χωρίς να γίνεται απλοϊκό, στιγμές της ανθρώπινης σκέψης όπως αποκρυσταλλώθηκαν από το 18ο αι. και μετά. Με αυτονομημένα τρία μέρη που με την «ενεργητική» ανάγνωση αλληλοπλέκονται και αλληλοσυντίθενται, η ιστορική διάσταση του πρώτου μέρους με την επιστημολογία του δεύτερου και τις παραβολές του τρίτου. Με πολλά σημεία αναφοράς όπου ο λόγος πυκνώνει, και όχι μόνο στο δεύτερο μέρος, και απαιτεί επεξεργασία και συνειδητή προσπάθεια κατανόησης.
Τελικά, είναι ένα ουσιώδες και απαιτητικό βιβλίο τα χαρίσματα του οποίου του δίνουν μια θέση στη βιβλιοθήκη. Ένα βιβλίο που ξαναδιαβάζεται και επιβεβαιώνει την ουσία του για την πολλαπλότητα της πραγματικότητας και των ερμηνειών της. Βιβλίο που αποδεικνύει ότι ο μετα-μοντερνισμός αξιοποιείται δημιουργικά κινητοποιώντας τη σκέψη.

Είναι τόσα πολλά αυτά που θα μπορούσε να σχολιάσει κανείς, καθώς υπάρχει πλούτος ιδεών, που ασυναίσθητα θα οδηγούνταν στη συγγραφή ενός νέου βιβλίου ερμηνείας.
Δεν κατάλαβα κατά πόσο έχει μία σαφή οπτική και ο συγγραφέας Κράμεϋ. Εκφράζεται η πίστη στη δύναμη της μαθηματικής σκέψης, όπου «τίποτα δεν είναι αυθαίρετο», αλλά επί της ουσίας όλα είναι αυθαίρετα όπως δείχνουν ενδεικτικά τα αποσπάσματα που ακολουθούν: «Ο μαθηματικός οφείλει να ξεκινά από έναν τέλειο κόσμο, οικοδομημένο με ιδανικά στοιχεία. Μόνο όταν αυτός ο κόσμος γίνει πλήρως κατανοητός, μπορούν να αρχίσουν να μελετώνται οι ατέλειες που προσδίδουν στον πραγματικό κόσμο το χαρακτήρα που γνωρίζουμε» (σελ. 121). Δηλαδή η τελειότητα είναι ένα οικοδομημένο ιδανικό (!). Και παρακάτω:
« - Λέτε ότι η φυσική είναι άχρηστη, αν ασχολείται μόνο με ιδανικές καταστάσεις. Εγώ, αντιθέτως, ισχυρίζομαι ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει κατανοητός, μόνο αφού γνωρίσουμε πλήρως το ιδανικό μοντέλο. Σε αντίθετη περίπτωση, θα έχουμε μόνο χάος, το οποίο δε θα υπόκειται σε καμιά αναγωγή». Ποια είναι η αναγκαιότητα που θεμελιώνει τη σχέση αναγωγής μοντέλου και πραγματικού κόσμου;
Όμως μια τέτοια προσέγγιση θα οδηγούσε σε συγγραφή «εγκυκλοπαίδειας». Πρόχειρα διακρίνω μέσα στις σελίδες του βιβλίου την αρχή διαψευσιμότητας, την έννοια της απροσδιοριστίας, τη σχετικότητα, το σκεπτικισμό του Χιουμ, τον υποκειμενικό ιδεαλισμό του Μπέρκλεϋ, την ενορατική φιλοσοφία του Μπερξον, τον υπαρξισμό του Χάιντεγκερ, την ψυχανάλυση του Φρόιντ, τη χεγγελιανή διαλεκτική. Ανιχνεύω τη χεγγελιανή διαλεκτική ήδη στην τριμερή σύνθεση του βιβλίου, αρχικά τίθεται η γήινη πραγματικότητα που αίρεται στο δεύτερο μέρος από τις «εναλλακτικές» πραγματικότητες της Κοσμογραφίας. Τέλος στο τρίτο παραβολικό μέρος μπορεί να συνθέσει ο αναγνώστης τη δική του νέα πραγματικότητα.
Η επίδραση της φροϋδικής ψυχανάλυσης νομίζω, είναι εξίσου ευδιάκριτη καθώς κλονίζονται οι εσωτερικές βεβαιότητες για την αλήθεια, την αιτιοκρατία, το πολιτιστικό οικοδόμημα που αποδεχόμαστε. Οι καταστάσεις που περιγράφονται πολλές φορές είναι ονειρικές και χαρακτηρίζονται από την αυταπόδεικτη αλήθεια του ονείρου.
Συνεχίζω στα πιο δύσκολα. Από ότι έχω καταλάβει για το στρυφνό Χάιντεγκερ βασικό στοιχείο της σκέψης του είναι η «ουσία» εκείνη που επιτρέπει την ύπαρξη. Με αυτή την έννοια αντιλαμβάνομαι την επίδρασή του στην Κοσμογραφία όπου οι πλανήτες αποτελούν ακριβώς τη «βάση» της ύπαρξης με ένα δεδομένο «εναλλακτικό» τρόπο.
Σχετικά με το Μπερξόν, εφόσον οι αποδείξεις για ότι θεωρούμε αληθή πραγματικότητα είναι αμφισβητούμενες, εκείνο που μπορεί να μας δώσει μια βεβαιότητα γνώσης είναι ότι ενορατικά βλέπουμε ως αληθινό.
Για τον ιδεαλισμό τα πράγματα είναι σαφή. Πολλές φορές στο βιβλίο γίνεται αναφορά στην υποκειμενική πραγματικότητα όπου το αντικείμενο υπάρχει μόνο σε σχέση με τη συνείδηση ενός υποκειμένου. Ο Μπέρκεϋ υπήρξε ένας αρνητής κάθε αντικειμενικής πραγματικότητας.
Ο Χιουμ υπήρξε ο σκεπτικιστής εκείνος που γκρέμισε κάθε βεβαιότητα, κάθε δογματισμό, χρησιμοποιώντας την αμφιβολία ως τα ακραία όριά της. Αυτό ακριβώς δεν κάνει το βιβλίο;
Για να τεκμηριώσω την επίδραση της Απροσδιοριστίας θα σταθώ στο παράδειγμα του πλανήτη Ερμή. Εκεί απ’ ότι θυμάμαι υπάρχουν εν δυνάμει πολλές επιλογές που όμως όλες είναι ταυτόχρονα και εν ενεργεία. Που ακριβώς βρισκόμαστε όταν επιλέγουμε τον ένα δρόμο αλλά ταυτόχρονα κινούμαστε και στον άλλο; Ξέρουμε ότι είμαστε στον πλανήτη Ερμή όπως υποθέτουμε ότι το ηλεκτρόνιο είναι στην τροχιά του. Πώς μπορούμε να προσδιορίσουμε τη θέση μας; Έτσι σχετικοποιείται και η έννοια του χωροχρόνου.
Τέλος, για να μην αφήσω κάτι από τις επιδράσεις που διαπιστώνω, ότι παρουσιάζεται ως γνώση ισχύει μέχρι να διαψευστεί. Και το βιβλίο είναι συνεχείς διαψεύσεις αυτού που παρουσιάζεται ως αλήθεια.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι το βιβλίο είναι μία εύκολη και εκ των υστέρων κριτική σε ένα έργο – του Ντ’ Αλαμπέρ και των Διαφωτιστών – που συνέβαλε καθοριστικά στο σπάσιμο των αλυσίδων του σκοταδισμού που επέβαλλαν εκκλησία και ευγενείς.
Στέκομαι σε μια τελευταία φράση: «Το Σύμπαν δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τις αρχές σας και τα θεωρήματά σας, με την ξερή Μηχανική σας. Πολύ περισσότερο κυβερνάται από Τύχη και Αναγκαιότητα, από τους νόμους των Πιθανοτήτων». Το βιβλίο νομίζω είναι μια λογοτεχνική πραγματεία σχετική με τις παραπάνω έννοιες και την προσπάθεια του ανθρώπου να ερμηνεύσει το Σύμπαν.
Επανέρχομαι στην αρχική κρίση: είναι ένα απαιτητικό βιβλίο πολλαπλού ενδιαφέροντος.


αναγκαία σημείωση: αφορμή για να διαβάσω το βιβλίο και να γράψω αυτό το κείμενο υπήρξε η ανάγνωση της Χριστίνας που δημοσιεύεται εδώ