Στην αρχή ήταν μια άσκηση:
κατέγραφα σιωπές, σκοτάδια, αποτύπωνα το αόρατο.
Καθήλωνα ιλίγγους.
κατέγραφα σιωπές, σκοτάδια, αποτύπωνα το αόρατο.
Καθήλωνα ιλίγγους.
Αν θυμάμαι καλά, κάποτε η ζωή μου ήταν έκπαγλη γιορτή[1] όπου άνοιγαν όλες οι καρδιές, και όλα τα κρασιά κυλούσαν.
(…)
Μια νύχτα πήρα στα γόνατά μου την ομορφιά. _Και τη βρήκα πικρή.
Οπλίστηκα ενάντια στην εξουσία.[2]
(…)
Όρμησα ύπουλα, σαν άγριο θηρίο, να πνίξω κάθε χαρά.
(…)
Η απόγνωση ήταν ο θεός μου. Κυλίστηκα στη λάσπη. Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος. Ξεγέλασα την τρέλα.
(..)
Σκέφτηκα να αναζητήσω το μυστικό του παλιού ξεφαντώματος, μήπως και ξαναβρώ το κέφι μου.
(…)
Σε ξορκίζω, καλέ μου Σατανά, μη με κοιτάς τόσο άγρια! (..) αποσπώ για σένα, για σένα που εκτιμάς τους συγγραφείς χωρίς περιγραφές και διδαχές, αυτές τις ελεεινές σελίδες από το σημειωματάριο ενός κολασμένου
Από το πρώτο –ομώνυμο- κεφάλαιο
«Ανάπτυξη ενός επιφωνήματος» (!), η πρώτη αίσθηση. Στη συνέχεια η εντύπωση ότι δεν είναι ακριβώς ποίηση, αλλά ούτε και πεζό, ένα είδος εσωτερικού μονόλογου/ παραληρήματος: οι «ελεεινές σελίδες από το σημειωματάριο ενός κολασμένου», ένα προσωπικού χαρακτήρα κείμενο, που θυμίζει μερικές φορές ημερολόγιο αλλά και θεατρικό μονόλογο. Κατάθεση μιας συνείδησης που επιλέγει την «κόλαση», ψάχνει τα όριά της και σαρκάζει τον εαυτό της και κάθε βεβαιότητα, σπάζει τις φόρμες. Δε θα μπορούσε λοιπόν εύκολα να εντάξει κανείς το κείμενο αυτό σε μια γνώριμη κατηγορία· θαρρείς και συνειδητά ο Ρεμπώ έκανε προσπάθεια, όταν αποκρυσταλλωνόταν κάποια συγκεκριμένη μορφή, να την αναιρεί. Σαν τις απελπισμένες προσπάθειες του Pollock να διαλύσει κάθε αναγνωρίσιμο σχήμα για να πετύχει το ά-μορφο, το απόλυτο.
Είναι αυτό που συμβαίνει και στην επαναστατημένη ψυχή. Εξανίσταται μπροστά σε κάθε δεσμό και σύμβαση, μ’ εφηβική ματαιοδοξία και πείσμα απομακρύνεται απ’ την ομορφιά, την εξουσία την ελπίδα, τη χαρά, την πατρίδα, τη θρησκεία. Είναι η πορεία ενός ανθρώπου (ακολουθώντας την πορεία του ανθρώπου;), που διερευνά τα σύνορα της συνείδησης, εκεί που είναι το απαγορευμένο, η αμαρτία, η δυστυχία, η τρέλα. Κι ας έχει «κόστος».
Σ’ αυτό το παρελθόν βλέπω συνεχώς τον εαυτό μου. Μα πάντα μόνος· χωρίς οικογένεια· αλήθεια, τι γλώσσα μιλούσα; Με τίποτα δε μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου σε χριστιανικά συμβούλια ή σε συμβούλια αρχόντων, αντιπροσώπων του Χριστού.
Τώρα είμαι ένας καταραμένος. Η πατρίδα μού προκαλεί φρίκη. Το καλύτερο είναι να βυθιστώ σ’ ένα μεθυσμένο ύπνο στο γιαλό.
Κάθε κατεστημένη αξία καταργείται, αναιρείται, όλα παλεύουν μέσα σε μια συνείδηση που παίζει με «το πάθος της ιεροσυλίας», με τη δύναμη που αντλεί από την ελευθερία να επιλέγει την άρνηση:
Μια φωνή έσφιγγε την παγωμένη μου καρδιά: «αδυναμία ή δύναμη[3]: να σαι, είσαι δύναμη· να πηγαίνεις χωρίς να ξέρεις πού και γιατί· να χώνεσαι παντού, να’ σαι μέσα σε όλα.
(…)
Τίνος να γίνω μισθοφόρος; Ποιο κτήνος να προσκυνήσω; Ποιες καρδιές θα ραγίσω; Από ποιο ψέμα να πιαστώ; Πάνω σε ποιο αίμα να βαδίσω;
Όλα τα εποικοδομήματα του πολιτισμού (γαλατική καταγωγή - απ’ αυτούς κληρονόμησα την ειδωλολατρία και το πάθος της · -αχ! Όλες τις διαστροφές, το θυμό, τη λαγνεία[4]- εξαίσια η λαγνεία- και κυρίως το ψέμα και τη τεμπελιά-, γαλλική καταγωγή, χριστιανισμό, ορθό λόγο, έθνος, επιστήμη) τα διώχνει από πάνω του σα λέπια. Αναζητά το «κλειδί του αρχαίου συμποσίου (“festin”)»:
Το παγανιστικό/αρχέγονο[5] αίμα ξυπνά πάλι μέσα μου!
(…)
Ούτε όμως κι αυτή την άρνηση την υιοθετεί με συνέπεια, αφού αναδιπλώνεται και αυτοαναιρείται αμέσως μετά:
Θα μπορούσα να πεθάνω από επίγειο έρωτα ή αφιερωμένος στο θεό.
Να πετάξω λοιπόν ψηλά σαν αγγελούδι και να παίζω στον παράδεισο, ξεχνώντας κάθε πόνο.
Λαίμαργα περιμένω τον θεό.
Και αργότερα:
Πάει πια το πάθος του ανικανοποίητου. Τη λύσσα, την ακολασία, την τρέλα, που τόσο καλά ξέρω πώς σε ανεβάζουν και πώς σε καταβαραθρώνουν, αυτό το βαρύ φορτίο το πέταξα από πάνω μου. Ας δούμε νηφάλια το μέγεθος της αθωότητάς μου.
Με κάνει και κλαίω η αθωότητά μου.
Κι όμως επιλέγει την κόλαση.
Ποια είναι η «κόλασή» του, γιατί, ποια κόλαση δεν είναι προσωπική;
Παραισθήσεις αναρίθμητες- αυτές που πάντα με βασάνιζαν: καμιά πίστη στην ιστορία, αδιαφορία για την ηθική.
Μου άξιζε μια κόλαση για τον θυμό μου, μια κόλαση για την υπεροψία μου-και η κόλαση της λαγνείας: μια συμφωνία κολάσεων.
Πεθαίνω από εξάντληση. Ο τάφος κι εγώ, βορά των σκουληκιών, η φρίκη της φρίκης! Σατανά, πας να με διαλύσεις με τα κόλπα σου. Διαμαρτύρομαι, διαμαρτύρομαι! Μια με την πηρούνα, μια στάλα φωτιά.
-‘Ελεος, θεέ μου, κρύψε με, παραφέρομαι! –Κρυμμένος και δεν κρύβομαι.
Μετά τη «Νύχτα κόλασης» ακολουθεί το «παραλήρημα» της «Μωράς Παρθένου» για τον «καταχθόνιο νυμφίο». Κάτι σαν τη θηλυκή συνείδηση /anima, σύντροφο της κολασμένης ψυχής:
Με τις κρυφές του χάρες με σαγήνεψε. Παράτησα τα πάντα για να τον ακολουθήσω. Ζωή κι αυτή!
Η πραγματική ζωή είναι απούσα.
(…)
…τον έρωτα πρέπει να τον επινοήσουμε από την αρχή.
(…)
Το’ ξερα πως δε θα’ μπαινα ποτέ στον κόσμο του. Τις νύχτες πόσες ώρες δεν ξαγρύπνησα πλάι στο λατρευτό κοιμισμένο κορμί, προσπαθώντας να καταλάβω γιατί ήθελε τόσο πολύ να δραπετεύσει από την πραγματικότητα. Τέτοιο πόθο άνθρωπος ποτέ δεν είχε νιώσει. Και έβλεπα –χωρίς να φοβάμαι για κείνον- πως θα μπορούσε να καταντήσει δημόσιος κίνδυνος._ Κατέχει άραγε το μυστικό που θα αλλάξει τη ζωή; Όχι, απαντούσα, απλώς το αναζητεί. Πάντως η φιλευσπλαχνία του φίλτρο μαγικό, κι εγώ είμαι δέσμιά της. Καμιά άλλη ψυχή δεν θα έβρισκε τόση δύναμη – απελπισμένη δύναμη- ν’ αντέξει τη φροντίδα του και την αγάπη του. Εξάλλου, δε θα μπορούσα να τον φανταστώ με κάποια άλλη ψυχή: καθένας βλέπει τον Άγγελό του, ποτέ τον Άγγελο του άλλου.
Το παραλήρημα» του επόμενου «κολασμένου», (κεφ. «Αλχημεία του λόγου») είναι το παραλήρημα μιας καθαρά ποιητικής συνείδησης- με τη φιλοσοφική σημασία του όρου-, κατά τη γνώμη μου το πιο ποιητικό κεφάλαιο του έργου, γιατί καταγράφει σιωπές, σκοτάδια, αποτυπώνει το αόρατο. Καθηλώνει ιλίγγους):
Μου άρεσαν οι γελοίες ζωγραφιές, (…) τα παιδικά βιβλιαράκια, οι παλιές όπερες, τα σαχλά ρεφρέν, οι απλοϊκοί σκοποί.
Επινόησα το χρώμα των φωνηέντων.
(…)
Αγάπησα την ερημιά, τα φρυγμένα περιβόλια, τα παλιοκαιρίσια μαγαζιά, τα αναψυκτικά που είχαν ζεσταθεί.
(…)
Αν κάτι μ’ αρέσει ακόμα,
Είναι οι πέτρες και το χώμα.
(…)
Την ξαναβρήκα!
Ποια; Την αιωνιότητα.
Είναι η θάλασσα που σμίγει
με τον ήλιο.
Χρεός σου
Το πάθος.
(…)
Η δράση δεν είναι ζωή, μα ένας τρόπος να σπαταλάς δυνάμεις, μια αποχαύνωση. Η ηθική είναι η αναπηρία του εγκεφάλου.
(…)
Η ευτυχία ήταν το πεπρωμένο μου, οι τύψεις το σαράκι μου: η ζωή μου ήταν πάντα υπερβολικά τεράστια για να την αφιερώσω στη δύναμη και την ομορφιά.[6]
Στο κεφ. «Το ανέφικτο», νομίζω η δοκιμασία του πνεύματος φτάνει στο ζενίθ της:
Φυλάξου πνεύμα μου. Όχι βίαιες λύσεις σωτηρίας.
-Μα διαπιστώνω ότι το πνεύμα μου κοιμάται.
Αν εφεξής ήταν ξάγρυπνο, θα κατακτούσαμε αμέσως την αλήθεια, που ίσως μας περιβάλλει με τους θρηνωδούς αγγέλους της.
Αν ήταν διάπλατα ξάγρυπνο πάντα, θ ‘ αρμένιζα στο πέλαγος της σοφίας!
(…)
Αυτή η στιγμή της εγρήγορσης, μου χάρισε το όραμα της αγνότητας.
Το «πρωινό» βρίσκει τον κολασμένο σε μια κάποια κάθαρση, αφού συνειδητοποιεί ότι «μόνο με πατερημά και Παναγία Δέσποινα μπορώ να περιγράψω την κατάστασή μου! Δεν ξέρω πια να μιλώ!
Κι όμως, σήμερα νομίζω πως τέλειωσα την αφήγηση της κόλασής μου. Ήταν στ’ αλήθεια κόλαση: η πανάρχαια, εκείνη που ο υιός του ανθρώπου άνοιξε τις πύλες της. ( τι πρόκληση για τους θρήσκους!)
(…)
Δηλώνει ξεκάθαρα την κατάντια της Δύσης έναντι του πνεύματος της Ανατολής, πράγμα που φαίνεται κι απ’ την τελευταία φράση που καταργεί τον –δυτικό- δυϊσμό σώματος/πνεύματος:
Μπορώ να γελώ με τις παλιές, ψεύτικές μου αγάπες και θα είμαι ελεύθερος να κατακτήσω την αλήθεια σ’ ένα σώμα, μια ψυχή[7].
Το «Μια εποχή στην κόλαση» θεωρώ ότι είναι από τα λίγα έργα των οποίων την αξία σφραγίζει η ζωή και ο χαρακτήρας του συγγραφέα, σε αντίθεση με τη θεωρία της αυτονόμησης του έργου από τον δημιουργό του. Η συνείδηση που πάσχει και πασχίζει δεν μπορεί να είναι ακαδημαϊκό κατασκεύασμα, δε μπορεί να είναι ανεξάρτητη από το βίωμα ενός μάρτυρα, ενός ανθρώπου δηλαδή που μαρτυρεί, που αποδεικνύει με τον τρόπο ζωής του το κύρος αυτών που γράφει (το ίδιο δεν έγινε με τον Σωκράτη ή με τον Χριστό;-αν κι αυτοί δεν παραδώσαν γραπτό έργο). Οι αντιφάσεις και οι οριακές συνειδητοποιήσεις του πνέυματος μόνο μέσα από το βίωμα/μαρτυρία μπορούν να γίνουν αποδεκτές (κοινώς, «άμα δεν το “ζήσεις”, δεν καταλαβαίνεις). Έτσι, αν κανείς σκύψει στη ζωή και δράση του Ρεμπώ, θα μείνει έκπληκτος με την άστατη, τυχοδιωκτική και αμοραλιστική του στάση ζωής, και με το πώς αυτό το έργο- το μόνο που εκδόθηκε όσο ζούσε- εκφράζει την «αλλοπρόσαλλη» - για τα κοινά δεδομένα- δράση του αλλά και τη μετέπειτα σιωπή του.
Άλλωστε, είναι ένα κείμενο τόσο σύνθετο και πολυπρισματικό, που επιτρέπει στον καθένα να βλέπει τον εαυτό του μέσα, σαν σε καθρέφτη. Ο θρήσκος θα εστιάσει στην αντιφατική αλλά κι ερωτική σχέση με τον θεό, ο μηδενιστής στην έλλειψη παρηγοριάς και νοήματος- προσωπικά εστίασα τη υπαρξιακή αγωνία ενός ανθρώπου που τολμά και «παίζει» με το απαγορευμένο, ξεθεμελιώνει κάθε κληρονομημένη βεβαιότητα, έρχεται αντιμέτωπος με το μηδέν, δοκιμάζει τη δύναμη της άρνησης. Αρνείται και σαρκάζει ακόμα και τον εαυτό, και σκύβει με περιέργεια να δει τι απέμεινε.
Κι επειδή, όσο υπάρχουν άνθρωποι, πάντα κάποια ανήσυχα κι εξ-αιρετικά πνεύματα αναζητούν τα όρια της συνείδησης με οποιοδήποτε τίμημα, η διαχρονικότητα κειμένων όπως το «Μια εποχή στην κόλαση», φαίνεται από τις ομοιότητες με τον παρακάτω, προσωπικό μονόλογο ενός ανώνυμου σύγχρονου έφηβου:
Θα τρελαθώ· νιώθω να βρίσκομαι έξω απ’ τον εαυτό μου κι ό, τι με απελευθερώνει μετά να γίνεται δεσμοφύλακας μες στο μυαλό μου. Βλέπω να με κυνηγούν πατώντας όπου πάτησα. Οι πόθοι μου με ξεπερνούν και γίνονται αυτό που δεν θέλησα. Θέλω να σκορπιστώ για να βρεθώ μόνος. Πήρα και ομολογώ τις παρανομίες μου και τα σκοτεινά μου βήματα σο άλλο μισό του εαυτού μου το νομοταγές και τίποτα δεν αρνήθηκα απ’ αυτούς τους συμβιβασμούς του. Θέλησα να καθορίσω τα όρια του εαυτού μου. Ποτέ. Ας καθορίσει ο εαυτός τις περιπλανήσεις της σκέψης. Αυτή, η σκέψη, ζητά να φυλακίσει εμένα, προχωράω ά-μορφος, όπως το νερό γεμίζει το ποτήρι, σ’ αυτό που ποθεί να το δεχτεί. Εκμηδενίζω τις προσταγές του μυαλού μου, ζητώ την εφήμερη ικανοποίηση να πάρω μορφή για να γυρίσω στη ροή μου.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1]festin: έκπαγλη γιορτή (Λιοντάκης), ξεφάντωμα (Σπάνιας), πανηγύρι
[2] justice: εξουσία (Σπάνιας), δικαιοσύνη (Λιοντάκης)
[3] Faiblesse ou force: τα παρατάς ή συνεχίζεις; (Σπάνιας/ πολύ αυθαίρετο κατά τη γνώμη μου), τόλμη ή δειλία (Λιοντάκης)
[4] Luxure: άσέλγεια (Λιοντάκης), λαγνεία (Σπάνιας). Μεγάλη η απόκλιση στο νόημα.
[5] Paien: ειδωλολατρικός (Σπάνιας, Λιοντάκης), προσωπικά κατάλαβα πολύ περισσότερο το κείμενο, όταν το paien το εξέλαβα ως παγανιστικό/ αρχέγονο/πρωτόγονο
[6] Δική μου μετάφραση.
[7] Οι μεταφράσεις των αποσπασμάτων είναι κατά βάση του Ν. Σπάνια, με κάποιες επιρροές από τη μετ. του Λιοντάκη. Κατανόησα κι αγάπησα το κείμενο μόνο διαβάζοντάς το στα γαλλικά. Γι’ αυτό και μετέφρασα κατά το δοκούν κάποια σημεία. Θεώρησα, φερειπείν πολύ άστοχο το “paien” να μεταφραστεί «ειδωλολάτρης», κατά τη γνώμη μου αλλοιώνεται το κείμενο. Πολλά παραδείγματα παρανόησης θα μπορούσα ν’ αναφέρω.
7 σχόλια:
Εξαιρετική φωτογράφηση ενός κομήτη.
«Το ‘‘Μια εποχή στην κόλαση’’ θεωρώ ότι είναι από τα λίγα έργα των οποίων την αξία σφραγίζει η ζωή και ο χαρακτήρας του συγγραφέα». Μέχρι πριν από κάποιες μέρες θα συμφωνούσα αβίαστα σ’ αυτό. Όμως, συμπτωματικά, αυτή την εποχή ξαναδιαβάζω γράμματα του Ρεμπώ. Ακόμα απορώ, ποια ανάγκη οδηγεί διάφορους εκδοτικούς οίκους στην έκδοση της αλληλογραφίας του; Μέσα από αυτά διαμορφώνεται μια περίεργη εικόνα για τον ποιητή (;). Όλα ξανανακατεύονται.
Τελικά ο Ρεμπώ δεν επιτρέπει τα οριστικά συμπεράσματα. Αποτρέπει και το να μιλήσει κάποιος γι’ αυτόν. Κι όμως κατόρθωσες να τον σκιαγραφήσεις αιχμαλωτίζοντας κάτι από τη λάμψη του.
Το μόνο που γνωρίζω σχετικά κι έχει γίνει "φιλολογικό θέμα" είναι το γράμμα προς τη μητέρα του όπου εκφράζει το¨"αστικό" όνειρο να κάνει έναν γιο στον οποίο θα αφιερώσει τη ζωή του, θα "τον οπλίσει με συγχρονισμένη κατάρτιση ώστε να γίνει ένας φημισμένος μηχανικός, ένας άνθρωπος που με την επιστήμη θα κερδίσει πλούτη και δύναμη"; δεν είμαι σίγουρη ότι έχεται σε αντίφαση, δηλαδή ότι δεν πρόκειται για ένα ακόμα προσωπείο, μια μάσκα, ένα παιχνίδι. Ποιος μπορεί να ξέρει, άλλωστε, κατά πόσο μετρούσαν αυτα τα λόγια του Ρ. κατά πόσο τον εκφράζαν; τη βιογραφία του, την άρνησή του να ξαναγυρίσει στην Ευρώπη, την ανάμειξή του με ύποπτα εμπόρια και τη "σιωπή" του, αυτά μόνο δεν μπορεί κανείς να τ' αμφισβητήσει. Αλλά το γράμμα, και μάλιστα προς τη μητέρα του!
Και ποιος είναι ίδιος στα 18 και στα 35;
Τέλος, εξανίσταμαι κι εγώ με τη δημοσίευση τόσο προσωπικών στοιχείων, αλλά εντέλει δε βρίσκω
Πολύ καλή παρουσίαση. Το "Μια εποχή στην κόλαση" έχει σημαδέψει πολλές "εποχες" στην ζωή μου. Επιστρέφω κατά καιρούς και πάντα ανακαλύπτω νέα πράγματα, χρωματισμούς, έννοιες και εικόνες πίσω από τις λέξεις. Σα να μην έχει στερεοποιηθεί ο λόγος σε μια μορφή, σα να βρίσκεται αενάως σε κίνηση, ίδιο ποτάμι-ρέοντα νερά.
Πολύ εύστοχο αυτό που γράφεις, giovdim, για το λόγο που δε στερεοποιείται, "σα να βρίσκεται αενάως σε κίνηση, ίδιο ποτάμι-ρέοντα νερά". Είναι η προσπάθεια της ποίησης να καταγραφεί το ανείπωτο.
Ευχαριστώ για τον καλό σου λόγο και συγνώμη για την καθυστέρηση στην απάντηση (αποτοξίνωση λόγω διακοπών!!)
Αγαπητή κυρία, το έκπαγλη γιορτή, το λέει ο Σπάνιας. Με έχει σημαδέψει αυτό το βιβλίο. Thanks!
Δημοσίευση σχολίου