Πέμπτη, Μαρτίου 22, 2018

Γκόλεμ, Pierre Assouline


Θα’ ρθει άραγε μια μέρα που η μνήμη της ανθρωπότητας
θα διατηρείται περισσότερο μέσα στο πυρίτιο παρά στους νευρώνες;

Ο τίτλος σηματοδοτεί πολύ εύστοχα το περιεχόμενο αυτού του ιδιότυπου βιβλίου επιστημονικής φαντασίας, εφόσον ο συγγραφέας με μυθιστορηματικό τρόπο προσεγγίζει και αποδομεί τον θρύλο αυτόν της εβραϊκής παράδοσης. Το «γκόλεμ» αποτελεί μια φιλοσοφική αλληγορία που αναφέρεται στο «πανάρχαιο και πάντα ζωντανό προμηθεϊκό όνειρο του ανθρώπου να φτιάξει ένα τεχνητό άνθρωπο, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του» [1]. Η λέξη συναντιέται στους Ψαλμούς του Δαυίδ με την έννοια του «ακατέργαστου» πλάσματος, ενώ στην εβραϊκή παράδοση κυκλοφορεί ο μύθος του Ραβίνου Ιούδα Λεβ που έζησε στην Πράγα τον 16ο αιώνα και προσπάθησε να δώσει ζωή στο Γκόλεμ, στο ανθρώπινο ομοίωμα από πηλό.
Η παρέμβαση του ανθρώπου στον άνθρωπο, και μάλιστα στις νοητικές του ικανότητες (εισχωρώντας στον εγκέφαλο) ήταν κάτι που ανέκαθεν απασχόλησε τον άνθρωπο από ηθική άποψη, μόνο που στην εποχή μας φαίνεται ότι η επιστήμη βρίσκεται πολύ πολύ κοντά. Τα φιλοσοφικά και ηθικά προβλήματα που ανεγείρουν οι δυνατότητες της νευροχειρουργικής, της βιοτεχνολογίας κλπ δημιουργούν την ανάγκη διαρκούς εγρήγορσης και μελέτης συνολικής, καθώς και πολιτικής  απόφασης να κατοχυρωθούν βασικά δικαιώματα του ανθρώπου, όπως είναι το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού του. Οι όροι τρανσουμανισμός[2] και μεταουμανισμός που συναντάμε στο βιβλίο δεν ξέρω αν είναι δόκιμοι επιστημονικοί όροι, αλλά δείχνουν την υπαρκτή προσπάθεια επιστημόνων -και όχι μόνο- να υπερβούν τα όρια του ουμανισμού/ανθρωπισμού, με κριτήρια που είναι αμφισβητήσιμα. Οι όροι βιοηθική, νευροθεολογία, βιοτεχνολογία κλπ εμπλέκονται φυσικά σε όλα αυτά τα ζητήματα «εξέλιξης του ανθρώπινου είδους» που βρίσκονται πίσω από το απλοϊκό  -για αφελείς- επιχείρημα «γιατί να περιμένουμε την εξέλιξη του ανθρώπινου εγκεφάλου αφού μπορούμε να επιταχύνουμε αυτήν την εξέλιξη με τεχνικά μέσα;».
Όλες αυτές οι σκέψεις ξυπνούν καθώς διαβάζουμε το βιβλίο και ταυτιζόμαστε με τον πρωταγωνιστή  Γκυστάβ Μεγέρ, τον  ήρωα -«γκόλεμ», που εν αγνοία του υπέστη τεχνικές «ρυθμίσεις» στον εγκέφαλο και η αποκάλυψη αυτή τον κάνει να νιώθει «τέρας».
Ο Μεγέρ είναι Γάλλος, ζει στο Παρίσι με τη γυναίκα του και την κόρη του, είναι πρωταθλητής στο σκάκι, έχει απίστευτες ικανότητες και μνήμη, αλλά είναι επιληπτικός. Υποφέρει από πονοκεφάλους, γι’ αυτό και επισκέπτεται συχνά το Νευροχειρουργικό τμήμα του νοσοκομείου, εμπιστευόμενος τον φίλο του και κορυφαίο νευροχειρουργό Ρομπέρ Κλαπμάν. Τη ρουτίνα της ιατρικής του επίσκεψης εκεί σπάει η αιφνίδια σύλληψή του ως κύριου υπόπτου για τη δολοφονία της γυναίκας του (σε τροχαίο αλλά με «φόνο από απόσταση», δηλ τηλεκατευθυνόμενα).
Δεν είναι τυχαίο πρόσωπο και η Μαρί Μεγέρ, ίσως είναι και το πρόσωπο-κλειδί, αν και ο θάνατός της απ’ την αρχή του βιβλίου δεν μας αφήνει να την δούμε ως δρων πρόσωπο. Η Μαρί είναι/ήταν ακτιβίστρια, αγωνιζόταν ενάντια στην εκμετάλλευση των φαρμακευτικών εταιριών και μέσα από το μπλογκ της κατήγγελλε επί πέντε τουλάχιστον χρόνια τη διαφθορά στον ιατρικό κλάδο και διάφορες διοικητικές αυθαιρεσίες, εντόπιζε ηθικά διλήμματα και φυσικά προκαλούσε τα ανάλογα σχόλια. Το μπλογκ της αυτό θα αποτελέσει και το νήμα μέσα από το οποίο ο διωκόμενος ήρωας θα επικοινωνήσει με την κόρη του Έμμα ώστε να δοθεί η τελική λύση στην επιστημονικού τύπου-θρίλερ αστυνομική ιστορία στην οποία εξελίσσεται το μυθιστόρημα.
Παρακολουθούμε τον μεταμφιεσμένο Γκυστάβ Μεγέρ να εξαφανίζεται από προσώπου γης για να αποφύγει την αστυνομία, παράλληλα όμως να αναρωτιέται και να ψάχνει το μυστικό της δολοφονίας της γυναίκας του (είχε καταντήσει περιπατητής-ρομπότ στα γρανάζια της αστικής μυρμηγκοφωλιάς). Προτού όμως εγκαταλείψει το Παρίσι και περιπλανηθεί στο Λονδίνο και στη συνέχεια στις πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης , καταφέρνει με έξυπνο τρόπο να διεισδύσει τα αρχεία του Κλαπμάν και να αποκαλύψει τα σχέδια και τις φιλοδοξίες του φίλου του, των οποίων ο ίδιος υπήρξε θύμα. Ο χειρουργός δεν αρκέστηκε στο να εγχειρίσει την επιληψία, αλλά εμφύτευσε ηλεκτρόδια στον Μεγέρ ώστε να επαυξήσει την μνημονική του ικανότητα και να τον κάνει ασυναγώνιστο στο σκάκι!
Η αποκάλυψη αυτή πέφτει σαν κεραυνός στον Μεγέρ, δημιουργώντας του προβλήματα ταυτότητας, εφόσον είναι άγνωστα πλέον τα όρια ελεύθερης βούλησης και βιολογικών προδιαγραφών. Δεν έχει εμπιστοσύνη στην ίδια του τη συνείδηση, δεν ξέρει «αν είναι τέρας», δεν ξέρει αν έχει συναισθήματα ή αν όλα αυτά είναι «φυτευτά». Η περιπλάνηση στην κεντρική Ευρώπη ενός ανθρώπου που νιώθει όχι μόνο προδομένος αλλά απόκοσμος, χαρίζει στον αναγνώστη τις πιο ωραίες σελίδες του βιβλίου, αν και οι πάρα πολλές αναφορές στο «Γκόλεμ» (σε ποιήματα, στο κινηματογραφικό έργο του Πάουλ Βέγκενερ), καθώς και στην εβραϊκή παράδοση και θρησκεία με κούρασαν. Κάποια στιγμή μάλιστα φοβήθηκα ότι θα υπάρχει ένα είδος «προπαγάνδας» του ιουδαϊσμού, αλλά γρήγορα διαψεύστηκα γιατί ο ήρωάς μας δεν είναι καθόλου θρησκευόμενος, απλώς δεν έκλεινε την καρδιά του στην αλήθεια, ούτε τα’ αυτιά του στον λόγο του Θεού. Η αναζήτηση του Γκυστάβ δεν είναι τόσο θρησκευτική όσο πολιτισμική (να υπάρχει κάτι ιερό περισσότερο παρά κάτι υπερβολικά θρησκευτικό). Ωστόσο, είναι απόλυτα κατανοητή η ψυχολογία του ανθρώπου που προσπαθεί να ανατρέξει στο παρελθόν (όχι μόνο το δικό του αλλά και της ανθρωπότητας) για να καταλάβει το παρόν και να μπορέσει να αντιμετωπίσει το μέλλον. Π.χ. τηρεί τα εβραϊκά έθιμα όπου βρίσκεται, για να διατηρεί έναν ιερό δεσμό με τον χρόνο (αφού ο χρόνος μάς ξεπερνάει, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τον αντιμετωπίσουμε όσο καλύτερα μπορούμε). Όσο αφορά π.χ. την εβραϊκή εβδομάδα, που αν δεν την εφηύραν οι Εβραίοι, την διέδωσαν πάντως, ο Γκυστάβ σκέφτεται ότι την έβδομη ημέρα, στιγμή αιωνιότητας, όλα σταματούν και αρχίζουν απ’ την αρχή. Αποτραβιόμαστε και διακόπτουμε. Δίνουμε χρόνο στο εαυτό μας έξω απ’ τον χρόνο. Είναι η μοναδική στιγμή  όπου η μέρα δεν θέλει να γνωρίσει κανένα άλλο γεγονός εκτός απ’ αυτό. Τούτη η στιγμή υπερβατικής λαχτάρας σε καλέι να κατανοήσεις τα όρια.
Μ’ αυτόν τον τρόπο περιδιαβαίνει την Ευρώπη και τους δρόμους του πνεύματος ο Γκυστάβ Μεγέρ, και, μέσα στην προσπάθειά του να στηριχτεί στη συλλογική μνήμη, έρημος και μόνος, βρίσκεται αντιμέτωπος με πρωτοφανή διλήμματα. Η μνήμη του συνέθλιβε τον εγκέφαλό του/είχε χάσει την ικανότητα να μπορεί να διαχειρίζεται αυτή τη ροή. Κατακυριευμένος από τον θρύλο του πήλινου ήρωα καταφεύγει στο γκέτο της Πράγας, στην καρδιά της πόλης του Γκόλεμ όπου η εξέλιξη κορυφώνεται. Από τη μια έρχεται σε επαφή με την κόρη του, από την άλλη αντιμετωπίζει πρόσωπο με πρόσωπο την αλαζονεία του Κλαπμάν. Ο ήρωας παίρνοντας τη ζωή στα χέρια του και δίνοντας λύση -που ικανοποιεί τον αναγνώστη-, δικαιώνεται, ενώ η πράξη του αποτελεί και την απάντηση στα εσωτερικά προβλήματα που τον βασανίζουν.
Χριστίνα Παπαγγελή



[1][1] Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου του Σάββα Μιχαήλ «Γκόλεμ».Με το "γκόλεμ» έχει ασχοληθεί και ο Μπόρχες
[2] Ο τρανσουμανισμός σαν έννοια υπάρχει στο διαδίκτυο: (δια-ανθρωπισμός): http://www.amen.gr/article/transoumanismos-texno-theologia-anthrwpino-proswpo-kai-theologiki-noimatodotisi. Αντίθετα, ο μετααουμανισμός δεν υπάρχει. Παραθέτω μόνο την υπος.20 του βιβλίου: μετεξέλιξη του τρανσουμανισμού, το τέλος του ουμανισμού. Τον όρο διατύπωσε ο Sloterdijk TO 1999 σε ένα συνέδριο για τον Χάιντεγκερ.

2 σχόλια:

anagnostria είπε...

Πήρα το βιβλίο γιατί είχα διαβάσει πολύ ωραία βιβλία του Assuline. Αυτό όμως, αγαπητή Χριστίνα, με δυσκόλεψε τόσο που δεν άντεξα, το εγκατέλειψα. Πολύ εγκεφαλικό, καμία σχέση με τους "Προσκεκλημένους" ή το Lutetia.

Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

Δεν μπορώ κι εγώ να πω ότι ξετρελάθηκα, Κίκα! Αν δεν ήταν επιλογή της Λέσχης ανάγνωσης Δράμας, ίσως να μην το αγόραζα καν. Θα έχω υπόψη μου όμως αυτά που ανέφερες.