Δευτέρα, Ιουνίου 27, 2016

Δεξιά κι αριστερά, Joseph Roth

Τρεις κεντρικούς χαρακτήρες, τον έναν πιο αντιπαθητικό απ’ τον άλλον, παρακολουθούμε σ’ αυτό το σύντομο μυθιστόρημα (σχεδόν νουβέλα) του Γιόζεφ Ροτ, του συγγραφέα που εκφράζει τον γερμανικό εξπρεσιονισμό του μεσοπολέμου.
Σε αποστασιοποιημένο ύφος, που εγώ θα το χαρακτήριζα μάλλον νατουραλιστικό παρά εξπρεσιονιστικό, με κριτική διάθεση και καυστική πένα ο συγγραφέας δείχνει τους ήρωες να είναι προσδιορισμένοι καθαρά από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, τις δυναμικές της μεσοπολεμικής Γερμανίας. Έρμαια των παθών τους, που στις συγκεκριμένες περιπτώσεις είναι η φιλοδοξία και η κατάκτηση του κοινωνικού στάτους. Ο ίδιος ο Ροτ, άλλωστε, αρνείται την ύπαρξη χαρακτήρων, προφανώς εννοώντας ότι παρουσιάζει κάπως τυποποιημένες προσωπικότητες που δεν εξελίσσονται ουσιαστικά, ενώ είναι φανερή πρόθεσή του  να δείξει μ’ αυτόν τον τρόπο την αστάθεια και την ανυπαρξία ηθικής πυξίδας κατά τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Αυτό άλλωστε υπογραμμίζει και ο τίτλος «αριστερά και δεξιά», αν και οι ήρωες όλοι παραπαίουν προς τα δεξιά και κανένας προς τα αριστερά. Δορυφόροι των αρχικών ηρώων παρουσιάζονται σε αδρές γραμμές, κι αυτοί παραδομένοι σε ταπεινά πάθη, όπως η μητέρα των δύο από τους βασικούς (Πάουλ και Τεοντόρ), τσιγκούνα, ανασφαλής και με στοιχειώδη συναισθήματα.
Είναι επομένως συνειδητή η επιλογή να παρουσιάσει αντιπαθητικούς ήρωες, αντιήρωες-ανθρωπάκια που προσπαθούν να επιπλεύσουν σε μια Γερμανία που χάνει τον πόλεμο και βγαίνει ταπεινωμένη απ’ αυτόν. Ο Ροτ, γνωστός νοσταλγός του μοναρχικού καθεστώτος, δεν μας εκπλήσσει φυσικά. Γι’ αυτόν όλα έχουν τελειώσει με τον θάνατο του Φραγκίσκου Ιωσήφ, το 1916, και το έχει δείξει απερίφραστα στα άλλα του βιβλία (π.χ. στο περίφημο Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ). Παρόλη τη στενή οπτική του όμως και παρόλες τις αδυναμίες αυτού του βιβλίου, η κοφτερή του γλώσσα κρατά το ενδιαφέρον.
Ο πρώτος στη σειρά, ο Πάουλ, ευαίσθητος σαν παιδί και πολύ ευφυής (μαθαίνει εύκολα, διακρίνεται παντού, επιδέξιος χορευτής, γοητευτικός κι ευχάριστος ομιλητής), γίνεται αλαζόνας και η μόνη του έγνοια είναι να ανελιχθεί κοινωνικά. Στην Αγγλία δεν ασχολήθηκε με τις τέχνες αλλά πολιτικές επιστήμες, ιστορία και νομικά γιατί λίγα πράγματα θα κατάφερνε κανείς στη χώρα τους με την ιστορία της τέχνης. Φυσικά κατατάχθηκε στο ιππικό (πρωτοκλασάτο), αλλά από δειλία (εδώ η καυστική σάτιρα του Ροτ σπάει κόκαλα) προσχωρεί στους… πασιφιστές αποφεύγοντας για ένα φεγγάρι τον πόλεμο. Μετά όμως από ένα καθοριστικό για τον εγωισμό του επεισόδιο κατατάσσεται στον στρατό (στον α΄ παγκόσμιο), και, όπως εκατομμύρια καταταγμένοι άνδρες, ένιωθε την ανωτερότητα και τη στωικότητα εκείνων που υποτάσσονται στα τυφλά σε ένα τυφλό πεπρωμένο. Αλλά και σ’ αυτήν την περίσταση τη «βγάζει καθαρή», εφόσον λόγω τύφου νοσηλεύεται το μεγαλύτερο διάστημα, όταν δε ο πόλεμος τελείωσε, από έπαρση συνεχίζει να φορά… τα στρατιωτικά θεωρώντας το μάλιστα και ηρωισμό, γιατί ανήκε σ’ έναν ηττημένο στρατό. Και τίποτα δεν καταφρονούσε περισσότερο αυτός, που τόσα καταφρονούσε, όσο την ήττα. Γρήγορα πάλι μεταστρέφεται και φιγουράρει ως πρότυπο ηρωικής, πατριωτικής πίστης, και αρχίζει να οραματίζεται καριέρα πολιτικού, μέχρι και να γίνει… υπουργός. Ακόμα και φιλενάδα έχει χωρίς να την αγαπά, αλλά γιατί η παράδοση τον πρόσταζε να διατηρεί μια φιλενάδα/ήταν δύσκολο να ζεις μόνος.
Ακόμα πιο αχώνευτος είναι ο αδερφός του Πάουλ, ο Τεοντόρ, υπερβολικά κομπλεξικός -όχι τυχαία. Δεν έχει καν την εύνοια της μάνας του, που τον θεωρεί εξίσου αργόστροφο με τον -απόντα απ’ το βιβλίο- πατέρα (κι εδώ μπορούν να αναγνωρίσουμε κάποιες ψυχογραφικές ικανότητες και ψυχαναλυτικές γνώσεις του Ροτ). Τα δύο αδέρφια είναι διαφορετικά ναι μεν, αλλά φαίνεται ότι καθορίζονται αποφασιστικά από τις ανεπάρκειες και τις προσδοκίες της μάνας, η οποία κι αυτή παρουσιάζεται με μια δόση νατουραλισμού. Υπερβολικά σφιχτοχέρα και ανασφαλής, φοβάται τη φτώχεια και βάζει πάνω απ’ όλα την επίδειξη και την προβολή. Περιφρονεί τον μικρό της γιο και τον ωθεί σε βίαια ξεσπάσματα, και φαίνεται ότι το ευχαριστιέται, γιατί ήταν οι μοναδικές στιγμές που την έκαναν να νιώθει πραγματικά ανώτερη  -και που αίφνης η λογική της αφυπνιζόταν, σαν να την παρακινούσε η απόλυτη ανοησία του άλλου.
Έτσι, ο αναγνώστης μπορεί να δικαιολογήσει τις αποκλίνουσες συμπεριφορές του Τεοντόρ ο οποίος κλέβει τα χρήματα της μάνας του, γράφεται στον σύλλογο «Θεός και σίδηρος» (προθάλαμος των μυστικών οργανώσεων της εποχής, που οδήγησαν στους ακροδεξιούς σχηματισμούς), καταφεύγει σε εξωφρενικά ψέματα κ.α.  Ανταγωνίζεται βέβαια τον «ευφυή» αδερφό του, τον κατηγορεί ότι «χάσανε» τον πόλεμο, προσπαθεί να τον εντυπωσιάσει μιλώντας του για τον… Μαρξ, επικαλείται το τσιτάτο «το έθνος θέλει πράξεις» κι όλη αυτή η συμπεριφορά βέβαια καταλήγει σε βίαιο επεισόδιο μεταξύ τους. Ο εθνικισμός και αντισημιτισμός του Τεοντόρ μοιάζει να είναι συνέπεια αυτού του οικογενειακού εξοβελισμού˙ βλέπουμε δηλαδή πάλι ένα από τα αγαπημένα θέματα του συγγραφέα, τη γέννηση του εθνικιστικού ιδεώδους μέσα από την παρακμή των παραδοσιακών αξιών του μοναρχικού καθεστώτος.  
Ενδιαφέρον αποκτά το βιβλίο όταν ο Πάουλ αρχίζει τις -αδιέξοδες- προσπάθειες στο δρόμο για το μεγαλείο. Σαν απειλητικό παγόβουνο κατέπλεε το τριακοστό έτος της ηλικίας καταπάνω του. Η φιλοδοξία τον βασάνιζε κι ήταν ένα σωματικό, ανίατο βάσανο. Στην τράπεζα όπου δουλεύει απολαμβάνει τη δουλοπρέπεια των γραμματέων (αμείλικτος ο Ροτ στις περιγραφές: οι δυο κοπέλες ρίχνονταν σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα των γυναικείων δυνάμεων γραφείου, σαν αρπακτικά πάνω σε μια αδιάφορη επιστολή και τη συνέθλιβαν ανάμεσα στα σίδερα των γραφομηχανών) και ευχαριστιόταν όταν άκουγε να μιλούν για τις σημαντικές συσκέψεις του. Ψάχνει απεγνωσμένα το μυστικό της επιτυχίας, αυτός, ο ξεπεσμένος εκλεκτός των εκλεκτών, και γυρεύει την καταξίωση ακόμη και… στις χαρτοπαικτικές λέσχες. Πηγαίνει σε καλά εστιατόρια παρόλο που δεν έχει ανάλογη οικονομική άνεση, γιατί εκεί τον τρέφει η ψευδαίσθηση του μεγαλείου…
Όμως όλες του οι δράσεις ωχριούν μπροστά στον «νέο τύπο ανθρώπου» που γεννά ο 20ος αιώνας, και ενσαρκώνεται στον Νικολάι Μπραντάις.  Ο Ροτ κάνει μια μεγάλη παρένθεση παραθέτοντας συνοπτικά την ιστορία της ζωής του τρίτου κεντρικού του ήρωα, του Μπραντάις. Είναι κατά τη γνώμη μου από τα πιο αδύναμα λογοτεχνικά σημεία του βιβλίου, χώρια που έμμεσα προβάλλει σχηματοποιημένα τα αποτελέσματα της ρωσικής επανάστασης (φυσικά ο συγγραφέας ήταν ιδεολογικά ενάντια στον μπολσεβικισμό). Σύντομα λοιπόν: ο Μπραντάις είναι Ρωσοεβραϊκής καταγωγής, αλλόκοτος και απομακρυσμένος από τα ευρωπαϊκά μέτρα,  αφού υπηρέτησε μέχρι και στον Κόκκινο στρατό, και άλλαξε ριζικά όταν σε μια δύσκολη στιγμή της κοινότοπης ζωής του αποφάσισε να απαρνηθεί τη στρατιωτική ή πολιτική σταδιοδρομία (βίωσε κι αυτός πώς ο άνθρωπος είναι σε θέση σε μια και μοναδική στιγμή  -που δεν του φαίνεται καθόλου σημαντική- να αλλάξει εκείνο που ονομάζουμε «χαρακτήρα» τόσο ολοκληρωτικά, ώστε να χρειάζεται να σταθεί μπρος στον καθρέφτη για να βεβαιωθεί ότι η φυσιογνωμία του έχει παραμείνει ίδια). Στρέφεται  στο εμπόριο, σε κάθε είδους επιχείρηση που μπορεί να βάλει ο νους. Αγοράζει κυριολεκτικά μέχρι και τη θεατρίνα Λυδία Μαρκόβνα, που την είδε και την «ερωτεύτηκε» κεραυνοβόλα.
Η σύγκλιση των τριών ηρώων λαμβάνει χώρα όταν ο Πάουλ άρχισε να «αποδομεί», μια δραστηριότητα που εκείνη την εποχή συνόδευε την «ανοικοδόμηση» στη Γερμανία. Αναγκάζεται να απολύσει τις στενογράφους, τον γραμματέα, να κλείσει το γραφείο, να φύγει απ’ το διαμέρισμα. Κοινώς, ο Πάουλ δεν μπορεί να επιπλεύσει στην υψηλή κοινωνία από ένα σημείο και μετά, αλλά, κλασικά, δεν θέλει να δεχτεί τη νέα του κοινωνική θέση. Δυο δυνάμεις τον ανυψώνουν ξανά: ο Μπραντάις και ο… γάμος. Γίνεται δορυφόρος του πλούσιου πεθερού του αλλά και του Μπραντάις (όσο πιο ισχυρός του φαινόταν ο Μπραντάις, τόσο πιο αδύναμος ένιωθε ο ίδιος τον εαυτό του), ο οποίος αποδεικνύεται μεγαλομέτοχος, μπλεγμένος σ’ όλων των ειδών τις οργανώσεις (π.χ. «του Ατσάλινου Κράνους»- ακροδεξιά, του «Λευκού Σταυρού»- χριστιανική οργάνωση με θεωρίες κατά του…. Αυνανισμού(!), της «Σημαίας του Ράιχ»- παραστρατιωτική οργάνωση), αλλά βασικά είναι από εκείνους που ωφελήθηκαν από τον πληθωρισμό. Έχει τόση δύναμη που αρχίζει και ο ίδιος να τη φοβάται (τα σύμβολα της δύναμής μου θα αρχίσουν να γίνονται πιο επιβλητικά από μένα). Στον Μπραντάις απευθύνεται και ο ταπεινωμένος και κυνηγημένος για χρέη συντηρητικός κι εθνικιστής Τεοντόρ, ο οποίος (Μπραντάις) του βρίσκει δουλειά δημοσιογράφου σε… εβραϊκή εφημερίδα, ταπεινώνοντάς τον μια φορά περισσότερο, προκαλώντας ωστόσο τα ανταγωνιστικά συναισθήματα του Πάουλ.
Η προσωπικότητα του Μπραντάις κατά τη γνώμη μου είναι κάπως προβληματική. Η περιγραφή δεν είναι «εσωτερική», ούτε προκύπτει επαγωγικά  (από γεγονότα, διαλόγους, στιγμές) αλλά δίνεται έτοιμη από τον συγγραφέα και παρουσιάζει σκοτεινά σημεία. Τι είναι αυτό που τον κάνει να είναι τόσο σκοτεινός και σκληρός απέναντι στη Λυδία (η θεατρίνα που λέγαμε); Όλο αυτό στήνεται μ’ αυτόν τον τρόπο μόνον και μόνο για να ανταποκριθεί η Λυδία στις προκλήσεις  του Πάουλ (επειδή όμως ήταν αρκετά συναισθηματικός για να μπορέσει να πάρει εκδίκηση χωρίς ηθική κάλυψη, το θεώρησε απαραίτητο να ερωτευτεί τη Λυδία. Κι έτσι την ερωτεύτηκε) και να υπογραμμιστεί για άλλη μια φορά η διαφθορά αυτής της φιλόδοξα ανερχόμενης κοινωνικής αστικής τάξης.
Η φιλοδοξία του είναι υπέρμετρη, οι κατακτήσεις του άπιαστες δημιουργούν αισθήματα μειονεξίας στους δυο αδερφούς, παρόλ’ αυτά ο συγγραφέας κάπως σχηματικά τον εξιδανικεύει. Στο τέλος του βιβλίου γίνεται ο μεγάλος τυχοδιώκτης που όλα τα αφήνει πίσω του για να ξαναγεννηθεί, ενώ ο Πάουλ, παρόλο που πέτυχε την κοινωνική άνοδο,  νιώθει ότι δεν είναι ευυπόληπτο μέλος της μεγάλης βιομηχανίας. Σε μια κρίση αυτοσυνειδησίας, ελαφρώς ξεκάρφωτης, αντιλαμβάνεται ότι πνίγεται στην πλήξη μιας ζωής comme il faut (όχι, δεν είχε γίνει ισχυρός. Κανένας δεν του είχε σεβασμό. Σε σχέση με αυτά, η εργένικη ζωή του ήταν ανώτερη και πιο ελεύθερη).
Παρόλα τα έντονα ιδεολογικά στοιχεία (που ευτυχώς μεταφέρονται μέσα από τους ήρωές του) την καταδίκη δηλαδή της ανερχόμενης αστικής τάξης και τη δεδομένη διαφθορά των θιασωτών της, ο Γιόζεφ Ροτ προσπάθησε να κάνει μια τομή της αστικής κοινωνίας προς το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου με το διεισδυτικό του νυστέρι, που συνήθως χαρίζει μεγάλη απόλαυση στον αναγνώστη. Υπάρχουν σημεία που προδίδουν μεγάλη κοινωνική ευαισθησία και παρατηρητικότητα, από την άλλη, πέρα από την προσωπική μου απαρέσκεια στο νατουραλισμό, με κούρασε κάποια προχειρότητα, η πολύ συχνή χρήση του παρατατικού (που δείχνει γενίκευση) και τα σημεία όπου ο χρόνος συμπυκνώνεται δυσανάλογα.
Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Ιουνίου 14, 2016

Τόμι, Alain Blottiere (“Le Tombeau de Tommy”)

Αντίο, λοιπόν, μακάρι η ζωή να είναι γλυκιά μαζί σας.

  Πολύ δελεαστική και πρωτότυπη βρήκα τη βασική σύλληψη του βιβλίου, που αναδείχτηκε ακόμα περισσότερο από την επιδέξια γραφή του συγγραφέα: η πορεία του δεκαεφτάχρονου Ουγγροεβραίου Τομά Ελέκ, που αφιέρωσε τη σύντομη ζωή του στην αντίσταση, στο κατεχόμενο Παρίσι επί Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, για να συλληφθεί και να εκτελεστεί πριν κλείσει καν τα δεκαεννιά του χρόνια, είναι το θέμα της ταινίας που ετοιμάζει ο κεντρικός ήρωας -σκηνοθέτης- 
"Κόκκινη Αφίσα"-
οι επικηρυγμένοι
επαναστάτες
αφηγητής στη σύγχρονη εποχή. Μαθαίνουμε γρήγορα ότι το -τραγικό-  πρόσωπο που δελέασε τον σκηνοθέτη, ο Τόμι (μαθητής Λυκείου), υπήρξε και στην πραγματικότητα˙ συμμετείχε στην «ομάδα Μανουσιάν»[1] που καταπολέμησε το ναζισμό και στη συνέχεια, αφού παράτησε το σχολείο, στρατεύτηκε στους FTP- MOI (όπου στρατιωτικός υπεύθυνος ήταν ο πάλι ο Μανουσιάν). Οι βασικές πληροφορίες που υπάρχουν γι’ αυτόν αντλούνται από το ημερολόγιο που μας άφησε η επίσης αντιστασιακή μητέρα του, και φυσικά φωτογραφίες των Γερμανών, τα αρχεία των φυλακών και της εκτέλεσης.
   Ο σκηνοθέτης- αφηγητής, που τελικά είναι κεντρικός ήρωας, μελετά τις ιστορικές πηγές με συνέπεια (http://www.letombeaudetommy.net/Accueil.html) δίνοντας πολλά τεκμηριωμένα ιστορικά στοιχεία για τη γαλλική αντίσταση στο κατεχόμενο Παρίσι και την τύχη των αγωνιστών. Ιχνηλατεί τη ζωή ή μάλλον την ψυχή του ήρωά του καταθέτοντας ταυτόχρονα κάθε παρεκκλίνουσα δική του σκέψη, κάθε δυσκολία που συναντά˙ μελετά τις λεπτομέρειες των γεγονότων και δημιουργεί έτσι ένα μεταμοντέρνο κείμενο, όπου δεν καταγράφονται ακριβώς  -ή μόνο- τα γεγονότα, αλλά και το αποτύπωμά τους στον μελλοντικό μελετητή, και μάλιστα με τη διαμεσολάβηση της μάνας (που αποδεικνύεται ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο). Όπως γράφει και ο Πατριάρχης Φώτιος στο μπλογκ του πολύ εύστοχα , «Μια σύγχρονη τάση στο μυθιστόρημα, δείγμα της μεταμοντέρνας αισθητικής, είναι να καταγράφει όχι τα ίδια τα γεγονότα αλλά τον τρόπο με τον οποίο η γλώσσα ή άλλοι κώδικες σημασιοδότησης τα αποδίδουν. Αντί δηλαδή να αφηγείται, ο συγγραφέας εξηγεί πώς έγινε αφήγηση το τάδε περιστατικό και πώς μετατράπηκε σε κείμενο το δείνα επεισόδιο. Η λογοτεχνία πλέον ασχολείται με τους τρόπους αφήγησης της ιστορίας και όχι με την ίδια την ιστορία». Εδώ βέβαια, δεν βλέπουμε πώς το περιστατικό έγινε αφήγηση, αλλά… σενάριο για ταινία, το οποίο και διαβάζουμε σε διαφορετική γραμματοσειρά, έχοντας έτσι, παράλληλα με τους στοχασμούς του αφηγητή, και τον μετασχηματισμό του λόγου σε εικόνα.
  Και όχι μόνο. Υπάρχει κι άλλο επίπεδο, η ζωή του «σήμερα»/ η σύγχρονη του σκηνοθέτη ζωή. Τα παιδιά και οι γυναίκες της γενιάς μας, που παίζουν τους ρόλους του Τόμι, των συντρόφων του, της μάνας του κλπ. Το πρόσωπο όμως που έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα από το παρόν είναι ο Γκάμπριελ (πιτσιρικάς κι αυτός), διεκδικώντας σχεδόν συμπρωταγωνιστικό ρόλο με τον συγγραφέα. Ένας έφηβος του σήμερα που καθηλώνεται από την προσωπικότητα του αντιστασιακού Τόμι, ταυτίζεται με τον ρόλο και ουσιαστικά συνδιαμορφώνει μαζί με τον σκηνοθέτη τη νέα πραγματικότητα (τι κοινό έχουν, αλήθεια, δυο έφηβοι που τους χωρίζουν εβδομήντα χρόνια, όταν, στη μία όχθη του χρόνου, υπάρχουν τα σκοτεινά θέλγητρα του κινδύνου, του πόνου και του θανάτου και, στην άλλη, η αδιάκοπη παροχή απολαύσεων, που όσο προσφέρουν τόσο κοστίζουν;). Πώς μπορεί, λοιπόν, ένας σύγχρονος, άπραγος νέος να δείξει την τόσο προσωπική, ερωτική σχέση του Τόμι με τον θάνατο;    


Α΄ Ο Τόμι και η γαλλική αντίσταση στο κατεχόμενο Παρίσι
«Όλοι εμείς θα πεθάνουμε,
κι αυτοί που δεν έκαναν τίποτε θα κυβερνήσουν τη Γαλλία.
Και, σε δυο χρόνια, ούτε θα μιλάν πια για μας».
 Πού να ξερε πως ποτέ δεν έγινε λόγος γι’ αυτούς,
Ούτε σε δυο χρόνια, ούτε ποτέ. Σαν να μην είχαν καν υπάρξει.
Παιδιά δεκαεφτά –δεκαοχτώ χρονών, που ήταν αγνά….
 Δύο μέτρα μήκος κι άλλα τόσα βάθος, να τι κέρδισαν.
(από το βιβλίο της Ελέν, της μητέρας του Τόμι)

Όπως γράφει και στο εσώφυλλο ο ίδιος ο Blottiere, θέλησε να κάνει μια ταινία  για έναν αληθινό ήρωα, που πέθανε νέος και όμορφος, κατά προτίμηση. Είναι συγκλονιστική η ιστορία όλων αυτών των νέων που πέθαναν πριν καν τελειώσουν το σχολείο. Ήρωες- φίλοι ή σύντροφοι του Τόμι που τους αγαπά και ο αναγνώστης, ιδιαίτερα όταν τους ανα-γνωρίζει (> ανάγνωση) μέσα από τις συγκλονιστικές φωτογραφίες των γαλλικών αρχείων από τη φυλακή Fresnes
Ο Τόμι βέβαια, παρότι Εβραίος, ξεχώριζε σαν Άρειος (λευκό δέρμα, σγουρά ξανθά μαλλιά, μάτια ανοιχτόχρωμα, αυτό που λέμε «βόρεια ομορφιά» (εδώ θα διαφωνήσω –προσωπικά δεν βρήκα καθόλου όμορφο τον Τόμι, αν κρίνουμε από τη φωτογραφία του εξώφυλλου αλλά και όλων όσων κυκλοφορούν στο διαδίκτυο. Αντίθετα, διέκρινα κάτι άτονο, ψυχρό και κομπλεξικό, αλλά περι ορέξεως ουδείς λόγος). Και σε άλλο σημείο της αφήγησης: Ζούσα ήδη κάμποσους μήνες μαζί του. Είχα ακολουθήσει τα ίχνη του, είχα διανύσει τις ίδιες διαδρομές, είχα αναλύσει την ιδιοσυγκρασία του, είχα αποκαλύψει και εξερευνήσει όλα του τα πρόσωπα από την παιδική ηλικία μέχρι την εφηβεία, κλπ κλπ. Πέρα από την ομορφιά του, θαύμαζα τη σκληρότητα, την αλαζονεία του, το ακραίο πείσμα του που δεν ανεχόταν κανένα συμβιβασμό/ Ο Τόμι μού θύμιζε τον αδερφό μου, τον Λουί, που μόνος του είχε αποφασίσει πότε να πεθάνει.
  Μια ταινία που ξεκινά με σκοπό την αναζήτηση  της σχέσης θανάτου, ηρωισμού, ομορφιάς και νεότητας… Με την εξομολογητική διάθεση που διακρίνει τον συγγραφέα- αφηγητή, βλέπουμε πώς διαμορφώνεται σιγά σιγά η πρόθεσή του ως σκηνοθέτη, ωριμάζει με όσα συναντά καθώς περνά ο χρόνος. Το τοπίο ξεκαθαρίζει και το όραμα παίρνει σταδιακά μορφή. Ο σκηνοθέτης παλεύει κυριολεκτικά με το υλικό του για να μην προδώσει την «αλήθεια», τα ψήγματα αλήθειας που φτάνουν ως τις μέρες μας από τα ιστορικά συμβάντα. Δεν θέλει να επινοήσει, να συμπληρώσει, να ερμηνεύσει. Δεν συμπληρώνει με τη φαντασία κάτι για το οποίο δεν είναι σίγουρος (π.χ. την αντίδραση των μελλοθάνατων όταν πληροφορούνται την εκτέλεσή τους) γιατί όπως λέει ο ίδιος: «Εγώ ικανοποιούμαι μόνο με την αλήθεια. Την τιμώ και την προστατεύω. Θα ήθελα ο κόσμος να καταλάβει ότι στην ταινία αυτή όλα είναι αληθινά, και πως η συγκίνηση, η συμπόνια, το μίσος, η αγάπη που θα νιώθει όποιος τη δει, είναι κι αυτά πιο αληθινά απ’ ό, τι σε μια ταινία που αφηγείται ψεύτικες ιστορίες». Κι αλλού: «δεν ήθελα ένα παιχνίδι, μια προσομοίωση». Ούτε απ’ την άλλη μεταφέρει στεγνές πληροφορίες.
Παράλληλα, σέβεται τις προσωπικές στιγμές του ήρωά του, δεν τον εκθέτει αν και θα μπορούσε: η τέχνη δεν είναι παρά τέχνη, χρήσιμο πράγμα μεν, αλλά σε τελική ανάλυση δευτερεύον, μια ελάχιστη αντανάκλαση της ομορφιάς, του αίματος και των δακρύων της πραγματικότητας˙ και δεν είμαι διατεθειμένος, για λόγους προσωπικής προβολής, να θυσιάσω στο βωμό της μυστικά που καίνε.
Θα μπορούσε βέβαια κανείς να συζητάει ώρες φιλοσοφικά για το ποια είναι η αλήθεια, αν υπάρχει κλπ. Όμως εδώ ο συγγραφέας δίνει περιεχόμενο σαφές σ’ αυτό που αναζητά. Η ταινία που ετοιμάζει ο αφηγητής έχει μεγάλου βαθμού συγγένεια με το ντοκιμαντέρ, αν και πουθενά δεν καταγράφεται κάτι τέτοιο. Η προσπάθεια του «σκηνοθέτη» να μην προδώσει την πραγματικότητα (με την τρέχουσα έννοια), την αλήθεια στην ουσία της όμως, φαίνεται απ’ τον τρόπο που επιλέγει τον ηθοποιό Τόμι. Είναι η ψυχολογική αλήθεια που μετράει, χωρίς όμως να προδίδει και τα εξωτερικά στοιχεία. Ο ηθοποιός, π.χ. πρέπει να μοιάζει στον Τόμι, να αποδίδει αυτήν την ψυχρή ομορφιά. Απορρίπτει όμως γρήγορα τους «ξανθοπλόκαμους», ολόφρεσκους και υπερόπτες υποψήφιους ηθοποιούς και με ρίσκο επιλέγει εντέλει τον ερασιτέχνη Γκάμπριελ με τελείως εσωτερικά κριτήρια (έκανε… πατίνια!): αναγνώρισα το παράστημά του, τα συμμετρικά χαρακτηριστικά, το έντονο βλέμμα, κι αυτή την περιφρόνηση στο στόμα. Αυτό όμως που επιβεβαίωσε το ένστικτο του σκηνοθέτη ήταν μια παράλογη διαπίστωση, ένα… βιβλίο που προεξείχε από την τσέπη του Γκάμπριελ, κάτι σημαδιακό μια και ο Τόμι ήταν λάτρης της λογοτεχνίας.
Η πορεία του Τόμι έχει ενδιαφέρον αυτή καθαυτή. Με εβραϊκή καταγωγή και γονείς κομμουνιστές (εκείνος όμως δεν είναι κομμουνιστής, είναι υπερβολικά ατομικιστής, απεχθανόταν να δέχεται εντολές, λέει η μάνα του), και με αφετηρία μια άθλια γειτονιά γεμάτη ζητιάνους  (αλλά και με πολιτικούς πρόσφυγες από την Κ. Ευρώπη, ξένους αντιστασιακούς, κομμουνιστές, Εβραίους αγωνιστές του Ισπανικού Εμφυλίου), διεισδύει σε παρέες φοιτητών όπως το «Πέταλο» [2] και αποκτά τις πρώτες αντιστασιακές του εμπειρίες. Ήταν δεκαέξι ετών. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς αποφασίζει να σταματήσει το σχολείο για να μπει στην Αντίσταση- σύμφωνα με τις έρευνες του σκηνοθέτη, λίγο αφού είχαν κληθεί να παρουσιαστούν υποχρεωτικά στις αρχές 6.494 Εβραίοι μετανάστες κι εγκαινιάζονται οι μαζικές συλλήψεις.  Ο κλοιός γύρω απ’ τους Εβραίους αρχίζει σιγά σιγά να στενεύει, ενώ η Ελέν, η μητέρα του, διατηρεί με ηρωισμό το εβραϊκό τους εστιατόριο. Ο Τόμι, που ποτέ δεν πάτησε το πόδι στη συναγωγή, διατυμπανίζει σε όλον τον κόσμο ότι είναι Εβραίος (στην ηλικία της απερισκεψίας, ναι, αλλά την περίοδο των πρώτων συλλήψεων χρειαζόταν επίσης η αυθάδη και αδυσώπητη θέληση να χτυπήσεις το κακό).
Η πρώτη λοιπόν επικίνδυνη αντιστασιακή του πράξη ήταν να περηφανεύεται για την καταγωγή του. Το καλοκαίρι του 1942 όμως, αφού προσχωρεί στους FTP MOI, η πρώτη του ενέργεια είναι αυτή που προετοίμασε τελείως μόνος του, χωρίς να δώσει αναφορά σε κανέναν: έφτιαξε μόνος του μια βόμβα μέσα σε μια γερμανική έκδοση του Κεφαλαίου του Μαρξ!!! Ακόμα κι οι σύντροφοί του τον χαρακτήρισαν επικίνδυνο και ανεξέλεγκτο…
Οι επικίνδυνες ανατινάξεις και οι επιχειρήσεις της ομάδας εκτροχιασμών στην οποία διακρίνεται ο ήρωας διαδέχονται με γρήγορο ρυθμό η μια την άλλη˙ οι επίσημες κατηγορίες περιλαμβάνουν συμμετοχή σε εφτά εντυπωσιακές ανατινάξεις, αλλά σίγουρα δεν έγιναν όλες γνωστές.  Ο μεγάλος εκτροχιασμός του Αύγουστου του 1943, με εκατοντάδες θύματα, περιγράφεται με λεπτομέρειες από το επιτελείο των FTP MOI. Εδώ ο συγγραφέας, επικαλούμενος μαρτυρία της Ελέν, αναφέρει ότι ο Τόμι υπέφερε τρομερά σκοτώνοντας Γερμανούς επειδή γνώριζε ότι οι περισσότεροι ήταν αθώοι.
Τον Σεπτέμβριο του ’43 οι υπηρεσίες εντοπίζουν τα ίχνη του Τόμι. Αρχίζει η παρακολούθηση ενώ η αστυνομία, σαν αράχνη πλέκει σιγά σιγά τον ιστό της χωρίς να συλλαμβάνει για να μη χαλάσει το δίκτυο (μια σκιά τρομακτική: ήταν ο θάνατος ξοπίσω του). Αυτή η μαύρη σκιά εξουδετερώνει τη φλεγματικότητα και την παγερή αδιαφορία που χαρακτηρίζει την προσωπικότητα του Τόμι (είχα διαλέξει τον Τόμι, και όχι κάποιον άλλο, εν μέρει για να με απαλλάξει από το βάρος της δραματικότητας˙ να όμως που οι δυνάμεις του κακού που ανάσαιναν πάνω από τον ώμο του, μπροστά στον φακό μου, αφόπλιζαν τη σκληρότητά του, τον βίαιο χαρακτήρα του, και μου τον επέστρεφαν σαν ξεπαγιασμένο πουλάκι που θα’ θελα να το ζεστάνω μες στις παλάμες μου).
Ο κλοιός σφίγγει, αρχίζουν οι συλλήψεις, του Μανουσιάν, των φίλων, και του Τόμι τρεις βδομάδες αργότερα. Αρχίζουν δηλαδή οι δύσκολες σκηνές, όχι μόνο επειδή είναι σκληρές, όχι μόνο επειδή τα «πραγματικά» στοιχεία είναι λίγα και έμμεσα, αλλά κυρίως επειδή υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Τόμι φοβάται (το χειρότερο δεν ήταν τα ίδια τα βασανιστήρια όσο το αίσθημα ξεπεσμού, η αηδία που θα ένιωθε για τον εαυτό του ο Τόμι αν λύγιζε. Αυτό το χειρότερο είχε σοβαρούς λόγους να το φοβάται/ δεν ήταν ήρωας, φοβόταν πολύ, γράφει η Ελέν).
Παρόλες τις δυσκολίες, η πρισματική καταγραφή αυτών των τελευταίων στιγμών πριν την εκτέλεση, το σμίξιμο των συντρόφων, οι τελευταίες μάταιες αναλαμπές ηρωισμού, η «ευτυχία» τους που είναι όλοι μαζί πριν τον θάνατο, αλλά κυρίως τα γράμματα που έγραψαν οι μελλοθάνατοι πριν την εκτέλεση είναι σπαραχτικά… (Ράιμαν: Συγχώρεσέ με που δεν σου γράφω περισσότερα, αλλά είμαστε όλοι μας τόσο χαρούμενοι, που δεν μπορώ να το κάνω όταν σκέφτομαι τον δικό σου πόνο/ Φίνγκερτβάιγκ: Σας γράφω με το χέρι μου αυτά τα τελευταία λόγια, για ν’ αποχαιρετήσω τη ζωή, που θα την ήθελα πιο όμορφη απ’ όσο ήταν, τελικά. Αν κάποια μέρα οι γονείς και τ’ αδέρφια μου έχουν την τύχη να επιστρέψουν ζωντανοί από αυτή τη θύελλα, θα μπορείτε να τους πείτε ότι πέθανα γενναία, με το μυαλό μου σ’ εκείνους κ.α.).

Β΄ Γκάμπριελ, ο ηθοποιός
                                    έπαιζε χωρίς να παίζει.

Η προσέγγιση του Γκάμπριελ, η «εκπαίδευσή» του από τον σκηνοθέτη, ή καλύτερα η μύησή του, έχει μεγάλο ειδικό βάρος στο βιβλίο.  Όπως είπαμε, δεν είναι επαγγελματίας -είναι ένας δεκαεφτάχρονος μαθητής, που, για καλή τύχη του αφηγητή, προσελκύεται ιδιαίτερα από την προσωπικότητα του Τόμι. Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί έκπληκτος τις μεταμορφώσεις του Γκάμπριελ στη φωνή, στο βάδισμα, στην κίνηση καθώς περνούν οι μέρες και ο νεαρός ηθοποιός μπαίνει στο πετσί του ρόλου (χάρισμα συναισθησίας το αποκαλεί κάποια στιγμή). Ο Γκάμπριελ με τη σωματική ταύτιση σαν εργαλείο φτάνει στο σημείο να υποδείξει στον -πιο αποστασιοποιημένο- σκηνοθέτη βλέμματα και κινήσεις που ανήκουν στον Τόμι, δυο γενιές πιο πίσω (δε χρειάστηκε να του ζητήσω αυτό το άδειο βλέμμα που γλιστράει / αυτή η ανεξήγητη ευκολία του να ενσαρκώνει τον Τόμι με τη φωνή, το βάδισμα, τα βλέμματα, αυτή η δυσφορία του που ήταν πέρα από το παίξιμο με συγκίνησε).  Ο ήρωάς μας (και εννοώ πάντα τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή/σκηνοθέτη) αποκτά μια δευτερογενή επικοινωνία με τον Τόμι μέσω του Γκάμπριελ, και φυσικά φτάνει στο σημείο να αγαπήσει τον Γκάμπριελ σαν ξεχωριστό πρόσωπο, ανεξάρτητα από τον Τόμι (πίσω από την ψυχρή όψη του σκέιτερ, κάτω από τη μάσκα του ηθοποιού με τα σχεδόν υπερφυσικά χαρίσματα, η θλίψη που φώλιαζε μέσα του μ’ έκανε να τον αγαπήσω).
Ενδιαφέρον από ψυχολογική άποψη έχει η θερμή σχέση του Γκάμπριελ με την Βίλμα (ηθοποιό που υποδύεται τη μητέρα του Τόμι), σχέση που αντανακλά κατ’ αναλογία τη σχέση του Τόμι με τη μάνα του (η αλήθεια βρισκόταν εκεί, σ’ αυτό τον φλογερό δεσμό ανάμεσα σ’ έναν γιο τέτοιο να δώσει τη ζωή του και μια μητέρα τρελά ερωτευμένη, γεμάτη ζήλια για την άβυσσο που χόρευε μαζί του). Σχέση που μάλλον καθορίζει την προσωπικότητά του, σχέση ιδιαίτερης στοργής και θαυμασμού, σχέση όπου ο γιος βλέπει τη μητέρα σα γυναίκα. Ο πατέρας είναι ανύπαρκτος αν και μαθαίνουμε ότι ζούσε, πράγμα που εντοπίζει και υπογραμμίζει με τον τρόπο του ο Γκάμπριελ. Ίσως όμως είναι φυσικό, εφόσον η πηγή πληροφοριών ήταν η μάνα Ελέν, σαφώς μπλεγμένη σε οιδιπόδειο.
Οι συναισθηματικές εντάσεις, οι μεταπτώσεις αλλά συνολικά η ωρίμανση του Γκάμπριελ καθώς η ταινία προχωρά κι ο κλοιός σφίγγει γύρω από τον «Τόμι»  (ο οποίος από ένα σημείο και μετά περιμένει τη σύλληψη, τα βασανιστήρια και την εκτέλεση) δημιουργούν νέες διαστάσεις στο όλο «συμβάν». Κάποια στιγμή μάλιστα ο δεκαεφτάχρονος ηθοποιός γίνεται ιδιαίτερα επιθετικός, όταν ρωτάει τον σκηνοθέτη γιατί είχε διαλέξει τον Τόμι. Η απάντηση τον κάνει να ξεσπαθώσει: Δεν μπορείς να πεις ποιος αλήθεια ήταν ο Τόμι σε μια ταινία. Ήταν πολύ πιο σπουδαίος απ’ ό, τι θα τον παρουσιάσεις εσύ. Εσύ τον κάνεις να δείχνει πιο μικρός, δεν τα λες όλα, δεν μπορείς να τα εξηγήσεις όλα στον κόσμο. Είναι άκυρο να κάνεις μια ταινία γι’ αυτόν. Καλύτερα να τον ξεχνούσαμε εντελώς. Η ανυπομονησία του έφηβου για απαντήσεις είναι σπαραξικάρδια (ξαφνικά είχα την εντύπωση ότι απέναντί μου στεκόταν ένας έφηβος που έκανε επίθεση στον πατέρα του), όπως σπαραξικάρδια είναι κάθε κίνηση του Γκάμπριελ μέχρι τη σύλληψη και τα βασανιστήρια: η εξαφάνισή του στο διαμέρισμα όπου ανακάλυψε ότι έμενε μόνος του ο Τόμι, η αρρώστια του, η δυσκολία να ενσαρκώσει έναν Τόμι στερημένο από την ιδιότητα του εκτελεστή, ηττημένο, ταπεινωμένο… Η φλόγα του όμως σβήνει σιγά σιγά όπως και του Τόμι όταν τον συνέλαβαν, αρχίζει και εξαντλείται η ενέργειά του˙ η όψη παραμορφώνεται, η νευρικότητα κλιμακώνεται. Το «αίνιγμα Γκάμπριελ» που σιγά σιγά χάνεται στο όνειρό του σα να υπνοβατεί, αρχίζει και στοιχειώνει σιγά σιγά τον σκηνοθέτη: υποψιαζόμουν τώρα ότι η αλλαγή του Γκάμπριελ –αυτό το γαλήνεμα, η αποστασιοποίηση την οποία είχα αποδώσει στην παρηγοριά  που του πρόσφερε η δική μου, ας το πούμε, τρυφερότητα- δεν ήταν παρά η χαλάρωση του ηττημένου αγωνιστή, που, παραιτημένος, αφήνει τον νικητή ν’ αποφασίσει για την τύχη του. Ήρωας και ηθοποιός έφευγαν παρέα.

Γ΄ Η ζωή και η γραφή
Δεν είναι λοιπόν η αντίσταση στον κατακτητή, δεν είναι η ιστορική αλήθεια, δεν είναι η χαμένη ομορφιά και τα χαμένα νιάτα, ο ηρωισμός, ή ο αγώνας ο πυρήνας του βιβλίου. Το κεντρικό θέμα αγγίζει όλα αυτά αλλά ξεγλιστράει, ενώ ανατέμνεται το πώς "η ανάγκη γίνεται ιστορία", και κυρίως "πώς η ιστορία γίνεται σιωπή". Ίσως γι’ αυτό και ο γαλλικός τίτλος είναι «Le tombeau de Tommy”, ο τάφος του Τόμι. 
Η αναβίωση αυτής της συνταρακτικής σελίδας της ιστορίας, με αποκορύφωμα τις τελευταίες στιγμές πριν την εκτέλεση, έχει την ιερότητα ενός μνημόσυνου...

Δεν πρέπει να εξηγούνται τα πάντα σε μια ταινία.
Η ίδια η πραγματικότητα δεν σου τα εξηγεί ποτέ όλα.
 Γι’ αυτό και συγκινεί περισσότερο από το σινεμά.
 Μέσα σε μία ημέρα, από τις χιλιάδες εικόνες που συλλαμβάνει το βλέμμα μας,
εκατοντάδες παραμένουν ανεξήγητες.
Γι’ αυτό και οι ταινίες που περιέχουν μόνο σκηνές απαραίτητες και κατανοητές
 δεν κατορθώνουν στ’ αλήθεια να συγκινήσουν.

Τρίτη, Ιουνίου 07, 2016

Το τελευταίο ταγκό στο Μπουένος Άιρες, Ζεράρ Ντελτέιγ

          Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα άξιο προσοχής, που θα μπορούσε κάλλιστα να το χαρακτηρίσει κανείς και κοινωνικό, εφόσον η πλοκή αφορά πωλήσεις γαλλικών όπλων σε Αργεντινή (1982, εποχή στρατιωτικής δικτατορίας και πολέμου στα Φώκλαντς), ξέπλυμα χρημάτων και εκβιασμούς πολιτικών προσώπων για κατάχρηση οικονομικής δύναμης και εξουσίας. Παράλληλα, εξίσου μεγάλη βαρύτητα φαίνεται να έχει και ο έρωτας, ικανοποιώντας την ανάγκη του αναγνώστη (της αναγνώστριας μάλλον!) για συναίσθημα… Ίσως μάλιστα και ο «πιασάρικος» αλλά ψιλοάσχετος τίτλος υποδηλώνει ότι ο έρωτας αυτός έχει ιδιαίτερη βαρύτητα…
          Γιατί το αγιάτρευτο πάθος του δημοσιογράφου αφηγητή- πρωταγωνιστή Λουμπέν  για τη γοητευτική Λόρα, τη μοιραία «γυναίκα της ζωής του» ήταν και η αιτία που έκανε τον ήρωα να δεχτεί, μετά από δεκαπέντε χρόνια χωρισμού, να αναλάβει μια άκρως επικίνδυνη αποστολή: να ταξιδέψει στο Μπουένος Άιρες όπου έχει βρει καταφύγιο ο άντρας της Λόρας, ο υπό διωγμόν τώρα και πάλαι ποτέ ανερχόμενος πολιτικός Ζιλμπέρ (κοινός φίλος από τα φοιτητικά χρόνια, τότε που και οι τρεις συμμετείχαν με πάθος σε αριστερές συγκεντρώσεις) και να παραλάβει (ο ήρωας) κάποια πολύτιμα έγγραφα με τα οποία ο Ζιλμπέρ  εκβιάζει σημαίνοντα πρόσωπα για εμπλοκή τους σε σκάνδαλα. Παρόλο που δεν υπήρχε συμφωνία απέλασης μεταξύ Γαλλίας και Αργεντινής, ο φόβος του Ζιλμπέρ ότι τον παρακολουθούν για να τον σκοτώσουν ή για να του κλείσουν το στόμα, τον αναγκάζει να προστατευτεί αναζητώντας  κάποιο έμπιστο δημοσιογράφο που να δημοσιεύσει τα καυτά έγγραφα, έστω τμηματικά (όχι όλα φυσικά, έτσι ώστε να κρατήσω πυρομαχικά).
         Ή, τουλάχιστον, αυτή είναι η εκδοχή της Λόρας- γιατί τον καλοπροαίρετο ρομαντικό ήρωα τον περιμένουν πολλές πολλές εκπλήξεις… Ψάχνοντας το παρελθόν του Ζιλμπέρ νιώθει, όπως λέει και ο ίδιος, ότι μπαίνει μέσα σε φιδοφωλιά. Με το τυράκι της ερωτικής επανασύνδεσης με τη Λόρα, μπαίνει στον κόσμο των παρακολουθήσεων, της «προστασίας», των εκβιασμών… Μυστικοί επαγγελματίες πληροφοριοδότες που προκύπτουν από το πουθενά προσεγγίζουν τον κατάπληκτο ήρωα (όταν ενδιαφέρεται κανείς για μια προσωπικότητα, κύριε Λουμπέν, υπάρχουν πολλά επίπεδα πληροφόρησης. Ψάχνουμε τέτοιου είδους πληροφορίες μόνο στο τρίτο επίπεδο. Σε ό, τι αφορά εσάς, περιοριστήκαμε για την ώρα στο πρώτο επίπεδο) και προσπαθούν να εκμαιεύσουν πληροφορίες, εξυπηρετώντας διαφορετικά συμφέροντα. Είναι απίστευτο πώς κινείται όλος αυτός ο κόσμος της διαπλοκής (δικαστές, ανακριτές, πρέσβεις, παλιοί στρατιωτικοί-βασανιστές), πώς επιδεικνύει τη δύναμή του (ξέρεις τη βασική αρχή της καλής διπλωματίας: πρέπει να δείξεις τη δύναμή σου για να μη χρειαστεί να την χρησιμοποιήσεις. Αν ο άλλος επιμένει, αρχίζεις με μια μικρή επίδειξη: βομβαρδίζεις κάποιες θέσεις, για να δείξεις πως είσαι αποφασισμένος, χωρίς να προκαλέσεις πολλές ζημιές), πού στηρίζεται, πώς επιπλέει. Δολοφονίες, κυνηγητά, απαγωγές, «συνεντεύξεις» και ανακρίσεις δείχνουν στον Λουμπέν ότι τα όρια μεταξύ πολιτικής και μαφίας δεν είναι πολύ σαφή, ότι ο αγώνας κατά στρατιωτικών και αστυνομικών που παρέμειναν ατιμώρητοι δεν έχει τελειώσει ακόμη, ότι ο ρόλος του Σοβό είναι πολύ πιο σκοτεινός απ’ ότι είναι ανεκτό, γιατί…  το να βάζεις χέρι σε κάποιο ταμείο είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα από το να συμμαχείς σε μια σπείρα δολοφόνων και βασανιστών. Το αποκορύφωμα της «έρευνάς» του είναι η πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση με τον παλιό αρχιβασανιστή, Μασιέρι, ένα κάθαρμα που σκότωσε και βασάνισε με τα ίδια του τα χέρια, υπεύθυνο για άπειρες απαγωγές παιδιών, που τότε έκανε τις διαπραγματεύσεις για την αγορά των όπλων και πιθανόν προστάτευε τον Σοβό. Άλλωστε, σιγά σιγά κι ο ίδιος ο πρωταγωνιστής συνειδητοποιεί ότι οι φρικτές μέθοδοι βασανισμού δεν έχουν εξαλειφθεί ακόμη, όπως το μαρτύριο του ηλεκτρισμού,  παγκόσμια τεχνική των βασανιστών από Γάλλους, Γερμανούς και Αμερικανούς (είχα διαβάσει τη διήγηση του Ανρί Αλλέγκ σχετικά με τα βασανιστήρια που του είχαν κάνει οι Γάλλοι αλεξιπτωτιστές σε μια βίλα στην Αλγερία. Ήξερα πολύ καλά τα μαρτύρια τραβούσαν τα θύματα: νευρικοί σπασμοί, λαιμό στεγνός, δόντια που χτυπούσαν μέχρι που έκοβαν τη γλώσσα κλπ. κλπ.)
         Εμείς παρακολουθούμε τις εσωτερικές σκέψεις του ήρωα που προσπαθεί να βγάλει άκρη μέσα από τα ψέματα, τις ίντριγκες και τη διαφθορά, και μπαίνει όλο και πιο βαθιά στο λαβύρινθο, αντιμετωπίζοντας ηθικά διλήμματα, νιώθοντας απανωτές διαψεύσεις (τα λόγια του fiscal [=ανακριτή] κλωθογύριζαν στο κεφάλι μου σαν υπότιτλοι που παρελαύνουν αδιάκοπα)  και διακινδυνεύοντας πολλές φορές την ίδια του τη ζωή˙ κι όλα αυτά στο εγγυημένο α΄ενικό, που μας επιτρέπει να συμμετέχουμε και στον αναστατωμένο συναισθηματικό του κόσμο. Πέραν του κοινωνικού ενδιαφέροντος που αυξάνεται όσο η υπόθεση εξελίσσεται σε πολιτικό θρίλερ, η καθαυτό ιστορία έχει… αξιοπρεπή αστυνομική εξέλιξη, απρόσμενες ανατροπές και ικανοποιητικές απαντήσεις.
Χριστίνα Παπαγγελή