Παρασκευή, Μαρτίου 27, 2015

’55, Θωμά Κοροβίνη

Με πολύ άμεσο και πρωτότυπο τρόπο μάς μεταφέρει ο Θωμάς Κοροβίνης όχι μόνο στα «Γεγονότα» του 1955 στην Κων/πολη, δηλαδή στους άγριους διωγμούς που υπέστησαν Ρωμιοί και άλλες μειονοτικές ομάδες,  αλλά μάς δίνει και όλο το πνεύμα της εποχής∙ πρόκειται για ένα είδος ταξιδιωτικού στο χώρο και στο χρόνο, στην ιστορία αλλά και στον παλμό των μικρογεγονότων που συνθέταν τη σφύζουσα ζωής της πολυπολιτισμικής  και κοσμικής μεγαλούπολης.
Η πρωτοτυπία έγκειται στην αποσπασματικότητα και την αυτοτέλεια κάθε -μικρού-κεφαλαίου. Κι αυτό γιατί ο συγγραφέας υποτίθεται ότι ανακάλυψε, στο μαγαζί που κληρονόμησε από μια παράξενη θεία, δυο φαρδιά, καπλαντισμένα με κόκκινη κόλλα τεφτέρια με τα γραπτά της, που είχαν κάτι από ημερολόγια, μα δεν ήταν. (…) Ήταν σαν ένα μεγάλο λαϊκό μυθιστόρημα που έτρεχε μέσα στα χρόνια και φώτιζε με τον φακό του μπρος πίσω πολλά σκοτεινά και απόκρυφα της ιστορίας της Πόλης του 20ου αι., δίνοντας κι ένα σωρό πληροφορίες για τη ζωή, τις συνήθειες, τα γεγονότα, διανθισμένες με παρατηρήσεις, προσωπικές κρίσεις και διαλόγους με διάφορα πρόσωπα και με όλες, που λέει ο λόγος, τις φυλές του Ισραήλ, που ζούσανε στην Πόλη.
Έχουμε, επομένως, ένα είδος πλαστοπροσωπίας. Διαβάζουμε τα κείμενα που έγραψε δήθεν η περίφημη, «λατρεμένη» θεία Μαρίκα, γεννημένη το 1900∙ μια πολίτισσα της οποίας οι ρίζες χάνονται αιώνες πίσω, της οποίας οι πρόγονοι είχαν την τύχη να τους επιτρέψει ο  Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής να κατοικήσουν στα Ταταύλα, διατηρώντας εξαιρετικά προνόμια. Απόφοιτος του Ζαππείου Παρθεναγωγείου, διορίστηκε δασκάλα και στη συνέχεια διευθύντρια στο Καντίκιοϊ και έχοντας χάσει τον μοιραίο έρωτά της,  έζησε μόνη της, χωρίς να παντρευτεί, στην Πόλη ακόμα και μετά τους διωγμούς του ’55. Υπήρξε γυναίκα μερακλού και σεβνταλού και στην εποχή της ήξερε την Πόλη απέξω σπιθαμή προς σπιθαμή αλλά και την ιστορία της την είχε διαβασμένη μέσα από πάμπολλα βιβλία, καθώς έπασχε από ισόβια φιλομάθεια. (…)Όπως λέει όμως και η ίδια, η μεγάλη της μανία ήταν να «οργώσει την Πόλη και να ανακαλύψει τα μυστικά της».  
«Τύπος» λοιπόν η θεία Μαρίκα, μοναδική περίπτωση γιατί συνδύαζε τα ασυνδύαστα: από τη μια την αρχοντοπρέπεια, τη φιλομάθεια και τη λογιοσύνη με την οποία είχε γαλουχηθεί, κι από την άλλη μια λαϊκή κουλτούρα και έναν τσαμπουκά, στοιχεία επιλήψιμα εκείνη την εποχή για οποιαδήποτε γυναίκα, πολλώ δε μάλλον για μια Ρωμιά αρχοντοπούλα και διδασκάλισσα. Ανακατευόταν με διάφορους λαϊκούς τύπους, με νταήδες αλλά και με αλανιάρες γυναίκες, καθώς και με άλλα κοινώς θεωρούμενα ύποπτα στοιχεία. Απ την άλλη κυνηγά τα βιβλία, κυρίως τα… απαγορευμένα  (η βιβλιοφιλία μου και η βιβλιοθηρία μου είναι ανίατες). Αυτός ο συνδυασμός εξηγεί και πώς τα γραπτά κείμενα έχουν τόση αρτιότητα, από άποψη γραφής, και τόσο διεισδυτική ματιά.
Αλλά και στην προσωπική της ζωή, οι επιλογές της δείχνουν ότι είναι ανυπότακτη∙ μια γενναία ψυχή (-Δεν κατάλαβες Φάνη μου, τίποτα δεν κατάλαβες, εγώ είμαι καπετάνιος στο καΐκι μου, στη ζωή μου το δικό μου μπαϊράκι σηκώνω. Να εύρεις μια γυναίκα υποταχτική να σου κάνει τα χουσμέτια, λέει στον υποψήφιο γαμπρό που της υποδεικνύει να μη μιλά με λαϊκούς ανθρώπους). Παρόλα τα αυστηρά ήθη της εποχής, δεν δίστασε στιγμή να δοθεί ολοκληρωτικά στον μεγάλο της έρωτα, τον Δημητράκη, ο οποίος όμως είχε μπλέξει με τα ανθρώπινα κατακάθια της Σταμπούλ και τον φάγανε νέο, με τριάντα μαχαιριές. Αργότερα θα μαθευτεί ότι ήταν μπλεγμένος μ έναν «λαϊκό ληστή» τύπου τσακιτζή, τον Χρύσανθο, τον «μεγαλύτερο καμπάνταη της Πόλης».
Η Μαρίκα δεν παντρεύτηκε ποτέ, όμως είχε φλογερό ερωτικό ταμπεραμέντο (θαρρείς μάνα μου και γεννήθηκα τσιγγάνα! Τον έρωτα τον βλέπω σαν παυσίλυπο. Στα βαριά μου σεκλέτια, στις απώλειες αγαπημένων λατρεμένων συγγενών και φίλων ήθελα πάντοτε έρωτα να κάνω). Παράφορα δόθηκε και στον Τούρκο Αρίφ (ερωτική πυραλγία θα χαρακτήριζα την κατάσταση που έζησα μ αυτό το παλληκάρι. Ο έρωτάς μου ήταν ακαταμάχητος, γκιονούλ μπελασί) παρότι ήταν «Ανατολίτης».
Κεντρική τραγωδία στη ζωή της η δολοφονία του αδερφού της, του Ακύλα, ο οποίος βρήκε φρικτό θάνατο λίγο μετά τα Γεγονότα.

«Τούρκος είσαι Μουσταφά; Τούρκος μα την παναγιά»

Επειδή τα Ταταύλα κατοικούνταν αποκλειστικά από  Έλληνες (ένα αυτοτελές ξένο σώμα σε μια πολυεθνική και πολυθρησκευτική πολιτεία), η Μαρίκα δεν χρειαζόταν να μιλά τουρκικά, μέχρι το 1929, όταν η Μαρίκα από Ταταυλιανή έγινε Κουρτουλουσιανή (Κουρτουλούς μετονομάστηκαν τα Ταταύλα). Γιατί με τη νέα πληθυσμιακή σύνθεση, άλλαξε και η αντίληψη για τα τουρκικά∙ τα’μαθε φαρσί  -ακόμη και μαθήματα στα οσμανλίδικα/κι έγινε μάλιστα φανατική αναγνώστρια των τουρκικών εφημερίδων, περιοδικών και βιβλίων.
Την γοητεύουν οι διάφοροι λαοί που κατοικούν με τις ιδιαιτερότητές τους ο καθένας∙  η φυλή των Ζαζά (ο Γκιουνέι ήταν Ζαζάς), οι Νταντάς (παρακλάδι Κουρδικό), οι Αλεβίτες, διάφορες φυλές των Γιουρούκων νομάδων, φυλές Κούρδων που οι διαβολικές κεφαλές των οθωμανών επιτελείων έστρεψαν εναντίον των Αρμενίων, αργότερα κι εναντίον των Ελλήνων. Αυτούς, που αργότερα δεν τους άφησαν να διουν άσπρη μέρα. Οι Κούρδοι υπέστησαν τέτοιον άγριο διωγμό απ το 1937 έως το 1939 (40.000 εξαφανίστηκαν, αλλά πολλοί εκτουρκίστηκαν ή εξελληνίστηκαν), που αγγίζει τη γενοκτονία. Αλλά και οι κρυπτοχριστιανοί, οι εξισλαμισμένοι, οι ντονμέδες (εξισλαμισμένοι εβραίοι): άλλος μπερδεμένος, σκέφτηκα μέσα μου, άλλος ένας βγαλμένος από αναμεμειγμένα αίματα. Δεν βγάζεις άκρη με την καταγωγή κανενός σ αυτή τη χώρα. Ανεξάρτητα από θρησκευτική ή εθνική συνείδηση. Ο ένας είναι φανατικός Οθωμανός κι έχει παππού Πόντιο απ την Αμισό και γιαγιά Αρμένισα από το Βαν. Ο άλλος είναι φανατικός μουσουλμάνος μα μπορεί να κάνει και κρυφά το σταυρό του. Ο τρίτος λατρεύει σαν θεό του τον Στάλιν αμά απ την άλλη κάνει αυστηρώς τα νομάζια του και τηρεί επιμελώς το ορούτς.
Μα πιο πολύ την συγκινούν τα «παιδιά της ανατολής», οι καινούριες φουρνιές που γέννησε  καλπάζουσα εσωτερική μετανάστευση. Συλλογιέμαι τον πόνο αυτού του παράδοξου ξενιτεμού μέσα στην ίδια τους τη χώρα.

Μέσα σ αυτό το ανακάτεμα φυλών η Μαρίκα ξεδιπλώνει πτυχές της κοινής ζωής κάνοντας ταυτόχρονα ιστορία και λαογραφία. Μιλά π.χ. για το ποδόσφαιρο σε αυτοσχέδια γήπεδα με μπάλα τόπια από πολύχρωμα κουρέλια, ή κουκουνάρες. Για τους θεριακλήδες του τσιγάρου, το χασίσι, τον καφέ. Για τους «ληστές» όπως ο γνωστός Εφέ Τσακιτζής ή ο περιβόητος νταής (καμπάνταης) Χρύσανθος, κι άλλοι παλικαράδες που προστάτευαν τους μαγαζάτορες της περιοχής. Το ψάρεμα στο Βόσπορο, τον καραγκιόζη στο Σισλί με τον σπουδαίο καραγκιοζοπαίχτη Μπαχαττίν (το καύχημα της Προύσας, ο εξέχων των παραδοσιακών μαΐστρων αυτής της τέχνης). Τις πυρκαγιές που φέρνει ο καρα γελ, (Καράγιαλης =μαύρος άνεμος), ο άγριος βοριάς, αλλά και για τις μεγάλες πυρκαγιές που έβαζαν οι ίδιοι οι τουλουμπατζήδες  π.χ. στα Ταταύλα ή στο Πέρα γιατί, σύμφωνα με το νόμο, όποιος γλύτωνε ένα κτίριο από φωτιά, καρπωνόταν ό, τι τυχόν διασωζόταν.
Έχει κεφάλαια χωριστά, σαν μικρές εκθέσεις για ένα σωρό υποθέματα, όπως το τάγμα δερβίσηδων Ρουφαή που είναι γνωστοί και ως Ωρυόμενοι, όπου ανήκε ο «παράδοξα θρησκευόμενος» Σελαχαντίν μπαμπά. Τα παζάρια, τα φαγητά, τους μεικτούς γάμους, τα χαμάμ (όσοι δυσφημούν την Τουρκία κατακρίνοντάς την αβασάνιστα ότι είναι μια χώρα βρόμικη και παραμελημένη, την αδικούν άκριτα. Γιατί δεν παίρνουν υπόψη τους ότι η βρομιά που αντικρύζουν δεν οφείλεται σε κάποια έξη του λαού προς την ακαθαρσία. Οι συνθήκες φταίνε γι αυτήν την κατάσταση). Για τον «θεό του γραμμοφώνου», τον Νταλγκά (=κύμα, γιατί η φωνή του κάνει ωραίους κυματισμούς και τσακίσματα), τον Νούρο, το σάζι, τη λατέρνα. Και μέσα σε όλα παροιμίες, ποιήματα, τραγούδια, διάφορες ανατολικές συνήθειες.
Ταξιδεύουμε μαζί με την αφηγήτρια, που αρέσκεται στο να σεργιανάει, στο  Πέρα, στον Γαλατά, στο Μπαλούκ παζάρι, στο Μπακίρκιοϊ, στο Νισάντασι, το Φερίκιοϊ, το Σισλί, το Μπεσίκτας, τη Μαύρη Θάλασσα. Μπαίνουμε σε σοκάκια, σε μαγαζάκια, γνωρίζουμε  απλούς ανθρώπους αλλά και απίστευτες ιστορίες που έχουν να διηγηθούν.

Η Ιστορία μέσα στην ιστορία
Παρόλο που η Μαρίκα ήταν μια γυναίκα που έζησε ολομόναχη, είχε έντονη κοινωνική δραστηριότητα και κοινωνική συνείδηση. Τα ιστορικά γεγονότα σε εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο δεν την αφήνουν αδιάφορη (μ ενδιαφέρουν όλα, τι γίνεται στο Νιου Γιορκ, μα και τι γίνεται στους Ζουλού). Με την πρωτότυπη ματιά της αναφέρεται π.χ. στο πογκρόμ εναντίον των Εβραίων το 1934, στις βιαιότητες των ναζί, στην κοσμοκρατορία των αμερικάνων, στα γεγονότα της Σαλανίκ που δυναμίστισαν τις θηριωδίες στην Πόλη (προβοκάτσια- έκρηξη  στο σπίτι του Κεμάλ). Σχολιάζει τον Κεμάλ (ήταν επαναστάτης, κακά τα ψέματα/αυτή η εκρηκτική και αντιφατική προσωπικότητα), τον Ινονού (και τι δεν τραβήξαμε απ αυτόν τον κερατά, μανίτσα μου/το ’42 οργάνωσε ο δαιμόνιος ο «Κουφός» και πρότεινε στην τουρκική βουλή την επιβολή του κεφαλικού φόρου, του βαρλίκ βεργκισί, διατάσσοντας στανικώς την αυστηρή εφαρμογή του), τον Μεντερές (σε ηλικία είκοσι ετών καθοδήγησε τον σχεδιασμό της αποτρόπαιης σφαγής τριανταενός μικρών Ελλήνων προσκόπων και του τοπικού τους εφόρου), τον Αθηναγόρα για την αντικομμουνιστική του δράση και τον αμφίσημο  ρόλο του στα Γεγονότα. Εξυμνεί και τον Αζίζ Νεσάν, το σύμβολο της αριστερής τουρκικής διανόησης.

Πόλη, Σεπτέμβρης 1955
Αλλά βέβαια, σε όλο το βιβλίο πέφτει βαριά η σκιά των «Γεγονότων», στις 6 του Σεπτέμβρη του 1955. Σαρανταπέντε  ρωμαίικες κοινότητες υπήρξαν τότε σε μεγαλύτερο ή σε μικρότερο βαθμό θύματα της μεγάλης συμφοράς. Διάσπαρτα τα κεφάλαια σε όλο το βιβλίο με κορύφωση προς το τέλος, συνθέτουν τις φοβερές καταστροφές και τους βανδαλισμούς που βίωσαν οι Ρωμιοί σε όλες τις ελληνικές κοινότητες. Αναφέρεται σε μικρές ιστορίες-προμηνύματα των Γεγονότων, με βασικό αυτό που έπρεπε να εκλάβουν ως «προάγγελο» του ολέθρου: λεηλασίες και βανδαλισμούς από 20 Τσέτες σε δυο βοσπορινές εκκλησίες, στις 28 Αυγούστου. Πολλά σημάδια εξηγήθηκαν εκ των υστέρων με τα γεγονότα που ακολούθησαν την 6η Σεπτεμβρίου.
Μετά τις επτά άρχισε ένας θόρυβος υπόκωφος, σαν να βούιζε από μακριά ένα κοπάδι μέλισσες που όλο πλησίαζε. Ύστερα, αρά σιρά, έσχιζαν τον αέρα απότομες κραυγές χωρίς περιχόμενο, ένιωθες μόνο ότι είναι ιαχές αγανάκτησης και απειλής.
Η Μαρίκα, παρά τις εκκλήσεις των δικών της ανθρώπων, βιώνει όλη την καταστροφή σφιχτομανταλωμένη στο σπίτι της.  Ενδεικτική η περήφανη στάση της του χαρακτήρα της.
Όσα έζησα στο πετσί μου και όσα με αφηγήθηκαν άλλοι για τα Σεπτεμβριανά, όλα, τα ιστορώ καταλεπτώς όχι τόσο για να ανακουφιστώ από το βάρος τους, ούτε για να βγάλω το άχτι μου, αλλά για να μείνουν. Πιστεύω τα λόγια της Βιρτζίνια Γουλφ, «ό, τι δεν έχει γραφτεί δεν έχει συμβεί».

Έτσι, μέσα από τις σύντομες αυτές αναφορές, τα μικρά αυτά κεφάλαια, ο συγγραφέας μας δίνει μια πολύ ζωντανή και βιωματική εικόνα των αγριοτήτων. Εξαναγκασμοί χριστιανών σε περιτομές, βιασμοί, μικρές τραγωδίες, μαρτυρίες γνωστών, γειτόνων. Με σχόλια και συναισθήματα. Δεν διστάζει όμως να αναφερθεί και σε περιπτώσεις Τούρκων, όπως του ουλεμά (=ιεροδιδάσκαλος)  Μουσταφά μπαμπά που καταδίκασαν με κατηγορηματικό τρόπο όλες αυτές τις καταστροφές και τους φόνους.

Δεν αρκείται το ανήσυχο πνεύμα της Μαρίκας στις περιγραφές, αλλά παραθέτει σκέψεις και για τα αίτια των γεγονότων.  Σαρανταπέντε χρόνια αργότερα εμφανίζεται ο ναύαρχος Φαχρί Τσοκέρ, στον οποίο είχε ανατεθεί η σε βάθος διερεύνηση των αιτίων και των αποτελεσμάτων των Σεπτεμβριανών και η σύνταξη της συνολικής δικογραφίας της υπόθεσης. Ίσως από τύψεις συνειδήσεως ο Τσοκέρ χάρισε στο βακούφι Ιστορίας της Ισταμπούλ το ανεκτίμητο αρχείο του (φωτογραφίες, έγγραφα κλπ). Εκεί αποκαλύπτεται η ενεργός σύμπραξη αστυνομίας και στρατού αλλά και ο ρόλος των μυστικών υπηρεσιών.

Η ευθύνη αποδίδεται και στους Εγγλέζους, αλλά και στους Αμερικανούς. Ο Κοροβίνης δεν κάνει βέβαια, μέσω του πλαστού προσώπου, εμβριθή ιστορική ανάλυση. Μεταφέρει ζωντανά διαλόγους και συζητήσεις των ρωμιών που έζησαν τα γεγονότα, μεταφέρει το λαϊκό αίσθημα που χάνει την εμπιστοσύνη του στην εξουσία και γυρεύει τη δικαίωση στην αυτοδικία.
Χριστίνα Παπαγγελή 

Παρασκευή, Μαρτίου 20, 2015

Περιμένοντας τους βαρβάρους, J.M. Coetzee

Επώδυνο το θέμα που επιλέγει να αναπτύξει στο βιβλίο αυτό ο νομπελίστας συγγραφέας, ένα κεντρικό θέμα που απασχολεί ανέκαθεν την ανθρωπότητα κι αποτελεί και πυρηνικό ζήτημα στην εποχή μας: η εξουσία, τα όριά της, ο βασανισμός του ανθρώπινου σώματος, ο εξευτελισμός που σκοτώνει γονατιστούς τους ανθρώπους, σαστισμένους και καταφρονεμένους από τον ίδιο τους τον εαυτό.
Παρόλο που οι αναφορές παραπέμπουν σαφώς στον  «δυτικό» πολιτισμό, ο Κουτσί δεν «κάνει ιστορία». Τοποθετεί την πλοκή σε μια φανταστική ακριτική κωμόπολη, στη μέση της ερήμου, μακριά από την πρωτεύουσα μιας υποθετικής αυτοκρατορίας. Γύρω από αυτήν την πόλη μετακινείται μια νομαδική φυλή «βαρβάρων»  που «απειλεί» την πόλη, ενώ κάθε καλοκαίρι έρχονται στις παρυφές και πουλούν τα λιγοστά τους εμπορεύματα. Ενώ οι ενδείξεις  οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα φιλειρηνικό λαό εκ των οποίων οι περισσότεροι είναι ποταμίσιοι (σκόρπιες κοινότητες/ψαρεύουν και στήνουν παγίδες για τα ζώα/πιάνουν σαλιγκάρια για να τα ξεράνουν κλπ),  οι πολίτες της υποθετικής κωμόπολης «περιμένουν τους βαρβάρους» και προετοιμάζονται για την αντιμετώπισή τους σαν να τους απειλεί μια πολεμική, εχθρική φυλή.
Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται οι σχέσεις εξουσίας∙ η στρατιωτική εξουσία σταλμένη έκτακτα από το διοικητικό κέντρο της αυτοκρατορίας (το «Τρίτο Γραφείο» της Αυτοκρατορίας, γνωστό για τη σκληρότητά του), με αρχηγό τον αδίστακτο συνταγματάρχη Τζολ∙ ο δικαστικός επίτροπος που εκπροσωπεί την -αδύναμη- πολιτική εξουσία της πόλης, και είναι ο πρωταγωνιστής και αφηγητής του βιβλίου∙ οι φοβισμένοι κάτοικοι που άγονται και φέρονται. Τέλος, ο «αόρατος κίνδυνος» στο όνομα του οποίου γίνονται όλες οι υπερβάσεις του νόμου», οι βάρβαροι,  που εμφανίζονται μόνο ως απειλή. Μια απειλή που από μόνη της είναι αρκετή για να διαλύσει, σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, την κοινωνία αυτή (σαφής η διακειμενικότητα με το ποίημα του Καβάφη).
Ο δικαστικός επίτροπος του οποίου παρακολουθούμε την πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι ένας μεσήλικας φιλήσυχος  πολίτης, με μοναχικές ασχολίες (διαβάζω τους κλασικούς, συνεχίζω την καταγραφή των διαφόρων αντικειμένων που έχω συλλέξει, εξετάζω τους χάρτες της νότιας περιοχής κλπ). Εκδηλώνει κι ένα αδιόρατο ενδιαφέρον για την ιστορία του τόπου (ανιχνεύει τα σημάδια των παλιότερων πολιτισμών, μαζεύει μικρά επίπεδα κομμάτια ξύλο όπου είναι ζωγραφισμένα «ψηφία μιας γραφής άγνωστης, που όμοιά της δεν είχε δει ως τότε»). Ατενίζει με φιλειρηνική διάθεση τις διαφορές των πολιτισμών και τις αλλαγές με το πέρασμα του χρόνου.  Δεν αντιτίθεται αρχικά στις παράλογες παρεμβάσεις του στρατού (όχι, δεν είχα καμιά διάθεση να μπλέξω. Είμαι ένας επαρχιακός επίτροπος, ένας υπεύθυνος αξιωματούχος στην υπηρεσία της Αυτοκρατορίας, που υπηρετεί εκτελώντας καθημερινά το χρέος του σε τούτη τη νωχελική παραμεθόρια περιοχή, περιμένοντας να βγει στη σύνταξη). Η συνάντησή του με τον συνταγματάρχη Τζολ («περιπλανώμενο δήμιο» τον αποκαλεί) τού σκορπάει μια αδιόρατη ανησυχία, τον κάνει να αναρωτιέται πώς νιώθει ο βασανιστής όταν βασανίζει ανθρώπους (κοιτώντας τον αναρωτιέμαι πώς θα ένιωσε την πρώτη πρώτη φορά∙  μήπως, όταν  τον κάλεσαν σαν μαθητευόμενο να στρίψει την τανάλια ή να σφίξει τη βίδα ή ό, τι άλλο. Μήπως αισθάνθηκε κάποιο ρίγος, έστω για μια στιγμή, ανακαλύπτοντας πως εκείνη τη στιγμή διάβαινε το χώρο του Απαγορευμένου;). Αρχίζει όμως πραγματικά να συγχύζεται όταν οι στρατιώτες φέρνουν και βασανίζουν ως αιχμάλωτους αθώους ψαράδες της «βαρβαρικής» φυλής, που βρίσκονταν αμέριμνοι όπως πάντα, στις παρυφές της πόλης.
Ο μοναχικός μας ήρωας βιώνει όλον αυτόν τον παραλογισμό σωματικά. Οι αντιδράσεις του είναι  πέρα από το όριο του συνειδητού, γίνεται ένας μονόδρομος που δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει.  Η παρουσία της  -βάρβαρης-  νεαρής ζητιάνας με τα σακατεμένα από το ξύλο πόδια και το απλανές από τα βασανιστήρια της πυράς βλέμμα τον ζαλίζει, όπως το φως ζαλίζει την πεταλούδα. Την παίρνει σπίτι παρά τις εντολές των στρατιωτικών και τη φροντίζει ώρες, τρίβοντάς της τα πόδια. Κοιμάται δίπλα της αλλά όχι μαζί της και χτίζεται σιγά σιγά και σιωπηλά μια πολύ περίεργη αισθησιακή/σωματική σχέση που προβληματίζει τον ίδιο και  -αυτό το μαθαίνουμε αργότερα- που πληγώνει την κοπέλα, ίσως  γιατί δεν ενυπάρχει η σεξουαλική επιθυμία (μα την αλήθεια, αντί να τη διασκεδάσω, την έπνιξα στη μελαγχολία). Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι δεν την αποκαλεί με το όνομά της, δε μαθαίνουμε το όνομά της. Αλλά ούτε και του αφηγητή το όνομα βρίσκεται πουθενά.
Η επιλογή του να συνοδεύσει την κοπέλα πίσω στους δικούς της, μέσα από μια πολύ δύσκολη κι επικίνδυνη διαδρομή στην έρημο, είναι ασφαλώς μοιραία. Όταν πια ο ίδιος ο πρωταγωνιστής αποφασίζει να αλλάξει «όχθη» συνειδητά, μπαίνει σ ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή (μπήκα στο κελί μου με το κεφάλι ψηλά, σίγουρος πως η στάση μου σε τούτο τον αγώνα ήταν σωστή, όσο κι αν ήμουν, και παραμένω, ανήμπορος να καταλάβω ποιος είναι αυτός ο αγώνας (…) /Να βρίσκεσαι στην αγκαλιά μιας γυναίκας σ  ένα κανονικό κρεβάτι, να τρως καλομαγειρεμένο φαγητό, να περπατάς στον ήλιο –πόσο πιο σημαντικά φαντάζουν όλα τούτα απ το δικαίωμα ν αποφασίζεις δίχως την άδεια της αστυνομίας ποιοι είναι οι φίλοι σου και ποιοι οι εχθροί σου!).

Ο αφηγητής μάς περιγράφει τις πράξεις στις οποίες τον οδηγεί η ανάγκη∙ η φύση, το σώμα, αλλά πάνω απ αυτά, το αίσθημα αξιοπρέπειας. Δεν διστάζει να φτάσει στα άκρα, και οι επιλογές του δεν είναι εγκεφαλικές. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι στο βιβλίο αυτό συμπρωταγωνιστεί το σώμα. Το ανθρώπινο σώμα και τα όριά του δεν διερευνώνται μονάχα ως μέσα βασανισμού, ταπείνωσης. Δεν αναφέρεται δηλαδή αποκλειστικά στα βασανιστήρια και τον εξευτελισμό, τη στέρηση τροφής, ύπνου, τον σωματικό και ψυχικό πόνο. Μιλά και για την επιθυμία, όχι πάντα ερωτική- της ανθρώπινης επαφής. Τη δύναμη της σωματικής επαφής και τη φθορά του σώματος(αυτή θέλω ή τα ίχνη μιας ολόκληρης ιστορίας που φέρει το κορμί της;). 

Η απειλή των βαρβάρων δρα καταλυτικά στις σχέσεις των πολιτών και διαλυτικά στο ρόλο του κράτους, το οποίο ξεδιπλώνει το πιο σκοτεινό του πρόσωπο, δίνοντας τη λαβή να αναρωτηθούμε ποιος είναι εντέλει ο πραγματικός κίνδυνος που αποκτηνώνει τους ανθρώπους.

Χριστίνα Παπαγγελή

Σάββατο, Μαρτίου 07, 2015

Χάρις και εξιλέωση (Some kind of grace), Robin Jenkins

Από τα μυθιστορήματα που αναδεικνύουν τις πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα Ανατολή και Δύση, γραμμένο το 1960 από τον Σκωτσέζο συγγραφέα, που, όπως και ο πρωταγωνιστής του, έζησε στο Αφγανιστάν  (όπως επίσης και στη Μαλαισία) συνολικά έξι χρόνια. Όπως γράφει και ο librofilo, «τα βιβλία που περιγράφουν τις διασταυρώσεις των πολιτισμών, είναι πάντα γοητευτικά, όταν δε ο συγγραφέας είναι ικανός να αφηγηθεί μια πειστική και ωραία ιστορία τότε πολλές φορές γίνονται ακαταμάχητα». Έχω επίσης τη βεβαιότητα ότι αυτή ακριβώς η υπόθεση έχει γυριστεί και σε ταινία, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ ποια, αν κάποιος έχει κάποια ιδέα ας το σημειώσει.
Βρισκόμαστε λοιπόν στο Αφγανιστάν, πολύ πριν τους Ταλιμπάν, πολύ πριν και από την εγκατάσταση του φιλοσοβιετικού καθεστώτος του καθεστώτος Ταράκι. Η αγγλική κατοχή έχει ακόμα τα ίχνη της, εφόσον η αφγανική ανεξαρτησία από τη βρετανική κυριαρχία επιτεύχτηκε το 1919. Υπάρχει σχετική αντιπάθεια λοιπόν για τους Άγγλους, κι έτσι μπορεί κανείς να εξηγήσει την εξαφάνιση του Κεμπ και της συντρόφου του Μάργκαρετ σ αυτήν τη βασανισμένη και αφιλόξενη χώρα. Ο Σκωτσέζος πρωταγωνιστής Τζον Μακλάουντ, κάτοχος της αφγανικής γλώσσας γιατί έχει διατελέσει στο παρελθόν διπλωμάτης,  επιστρέφει στη χώρα για να βρει το χαμένο του φίλο και τη σύντροφό του. Ίσως όμως οι λόγοι είναι και βαθύτερα συναισθηματικοί, τα ίχνη μιας παλιάς, αγιάτρευτης αγάπης, της Καρίμα.
Η επίσημη άποψη της κυβέρνησης ότι το ζευγάρι των δύο Άγγλων δολοφονήθηκε σ ένα απομακρυσμένο χωριό του βορρά πέφτοντας θύματα ληστείας έρχεται σε σύγκρουση με τη διαίσθηση του Μακλάουντ, ο οποίος, γνωρίζοντας καλά τα έθιμα, τις συνήθειες, τη νοοτροπία των κατοίκων, νιώθει ότι «κάτι δεν πάει καλά». Έτσι, παρακολουθούμε τις κινήσεις του στην προσπάθεια να αποκωδικοποιήσει τα ήθη και τα λόγια ενός λαού πολύ διαφορετικού από αυτούς της Ευρώπης και να ακολουθήσει τα ίχνη των φίλων του, στην προσπάθειά του δε αυτή, μπαίνει όλο και πιο βαθιά στο εσωτερικό της χώρας και της… νοοτροπίας. Έρχεται σε επαφή με παλιούς γνωστούς (πρόξενους, πάστορες, διοικητές, στρατηγούς ), με ανθρώπους της εξουσίας, έμπορους  αλλά και ταπεινούς χωρικούς που ζουν απομονωμένοι στα βουνά. Βλέπουμε απίστευτα έθιμα (πράγματα που στη Δύση θα ξεσήκωναν επιφωνήματα φρίκης, εδώ προκαλούσαν μόνο θυμηδία: οι άνθρωποι έδιναν στα σκυλιά δηλητηριασμένα εντόσθια κι ύστερα διασκέδαζαν με την επιθανάτια αγωνία τους/σε αυτή τη χώρα, κύριε Μακλάουντ, έχουν ακόμα το απεχθές έθιμο να παραδίδουν το δολοφόνο στην οικογένεια του δολοφονημένου, τα μέλη της οποίας τον ξαπλώνουν στο δρόμο και του κόβουν το λαιμό δημοσίως, υπό την επίβλεψη και την προστασία της αστυνομίας) που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν το χαρακτηρισμό «βάρβαρα», ωστόσο ο συγγραφέας τα περιγράφει με κριτική ματιά, μη διστάζοντας να ειρωνευτεί και τη «δήθεν πολιτισμένη» Δύση. Καθώς ο πρωταγωνιστής μπαίνει όλο και πιο πολύ στο δύσβατο σχεδόν απρόσιτο εσωτερικό της χώρας  αντιμετωπίζει διάφορες περιπέτειες (ακόμα κι αν επιβεβαιωνόταν ότι ο Ντόναλντ και η Μάργκαρετ είχαν δολοφονηθεί, υπήρχαν πράγματα που ήδη τον αποζημίωναν για το ταξίδι. Αυτά θυμόταν τώρα με ευγνωμοσύνη: τον κεφάτο γέροντα με τον καρκίνο στον οισοφάγο, τη νεαρή γυναίκα με το νεκρό της μωρό, το συνταγματάρχη στο Μαζαράτ, το γεράκο που φρόντιζε να μη σηκώνεται σκόνη στο σχολείο κλπ). Ιδιαίτερα σπαρταριστή η όλη φάση στο σχολείο (που παρεμπιπτόντως βρισκόταν στα πόδια των τεράστιων αγαλμάτων του όρθιου Βούδα, αγάλματα που ανατίναξαν το 2001 οι Ταλιμπάν!), όπου τον υποδέχονται σαν  Αμερικάνο επιθεωρητή της διδασκαλίας της αγγλικής!  
Μια από τις κορυφαίες σκηνές του βιβλίου, απ όλες τις απόψεις (κοινωνικοπολιτιστικού ενδιαφέροντος, πλοκής, αγωνίας, λαογραφικού ενδιαφέροντος, ψυχογραφίας) είναι η επίσκεψη του ήρωα στις φυλακές όπου βρίσκονται οι δυο ύποπτοι δολοφόνοι. Η σκληρότητα της περιγραφής ξεπερνά κάθε φαντασία δυτικοευρωπαίου, εφόσον ο εκμηδενισμός της ανθρώπινης ύπαρξης θεωρείται κάτι φυσικό, ακόμα κι απ τα ίδια τα θύματα. Ο Μακλάουντ , παρόλες τις διαβεβαιώσεις όλων ότι οι φίλοι του είναι νεκροί, συνεχίζει, και μάλιστα κρυφά, το απέλπιδο ταξίδι του. Οι εκπλήξεις διαδέχονται η μια την άλλη- η ανάμειξή του όμως στο «πραξικόπημα» μιας φυλής γνωστής για την εχθρότητά της προς τους Βρετανούς τον οδηγεί στην απόφαση να επιστρέψει…
Ωστόσο, ο ήρωας οδηγείται σχεδόν αυτόματα στο πολύπαθο «χωριό» (απίστευτες περιγραφές) και διεισδύει στα άδυτα των αδύτων-στην οικογένεια των δυο εκτελεσμένων… Η «συνάντηση» με τη γιαγιά -ένα πλάσμα με αναμφίβολα «πνευματικά» χαρίσματα-  και τα «τσεκουράτα» της λόγια (είδες πως είμαστε πάμφτωχοι και δυστυχισμένοι κι ευχαριστήθηκες γι αυτό. Δεν είναι αρκετή τιμωρία;) φέρνουν σε αμηχανία τον Μακλάουντ. Τα ερωτηματικά πληθαίνουν  και το ταξίδι συνεχίζεται…
Οι ανατροπές μέχρι το τέλος του βιβλίου είναι πολλές, και το ενδιαφέρον του αναγνώστη είτε αγαπά την περιπέτεια, είτε το κοινωνικό μυθιστόρημα δεν μειώνεται. Κι από άποψη όμως ψυχογραφίας, ο συγγραφέας  περιγράφει με μεγάλη διεισδυτικότητα τον ψυχισμό των ηρώων, και μάλιστα σε συνθήκες οριακές. Γιατί, όπως άλλωστε υπαινίσσονται όσοι αντάμωσαν το ζευγάρι κι απ την αρχή του βιβλίου ακόμα, η σχέση τους είχε πολλά προβλήματα. Μέσα στη θυελλώδη πλοκή λοιπόν, έχουμε και την εξέλιξη μιας σχέσης που δημιουργεί συνεχή ερωτηματικά, καθώς και τον πρωταγωνιστή που καλείται συνέχεια να απαντήσει και να πράξει ανάλογα, κάνοντας κάθε φορά μια αποφασιστικής σημασίας επιλογή.

 Χριστίνα Παπαγγελή