Τρίτη, Μαρτίου 31, 2009

Το παλιό σχολείο, Τομπάιας Γουλφ

Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’60, σ’ ένα αριστοκρατικό αμερικανικό σχολείο με παράδοση λογοτεχνική. Ένα ιδιότυπο σχολείο, εφόσον οι μαθητές όχι μόνο διδάσκονται λογοτεχνία αλλά ασκούνται και στο να γράφουν, ενώ όλες τους οι προσπάθειες κορυφώνονται στους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς που διοργανώνει το σχολείο κάθε τρίμηνο. Το έπαθλο σ’ αυτούς τους διαγωνισμούς είναι μια κατ’ ιδίαν συνάντηση μ’ έναν καταξιωμένο λογοτέχνη (π.χ. Φροστ, κ.α.), ο οποίος κρίνει τα έργα, τα αξιολογεί και επιλέγει τον νικητή, ενώ παράλληλα όλοι οι μαθητές έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν και ν’ ακούσουν το λογοτέχνη από κοντά.
Πρόκειται δηλαδή για ένα κλειστό σύστημα, έναν ιδιαίτερο μικρόκοσμο πολύ ξένο για τα ελληνικά δεδομένα: ένα ιδιωτικό κολλέγιο/οικοτροφείο όπου οι μαθητές έχουν όντως ζήλο να γίνουν μουσικοί, τραγουδιστές, αθλητές, παλαιστές, θεατρίνοι, αλλά προπαντός «γραφιάδες». Ένα μοναδικό σχολείο όπου οι φιλόλογοι χαίρουν άκρας εκτίμησης (!), όπου η γνώση φαίνεται να είναι ουσιαστική, αλλά και οι παιδαγωγικές μέθοδοι εμπνευσμένες. Οι περισσότεροι μαθητές είναι επιφανών οικογενειών, ωστόσο το σύστημα τούς προστατεύει ώστε να μη γνωρίζουν μεταξύ τους την οικονομική κατάσταση του καθένα, αντίθετα, γινόσουν δέσμιος ενός συστήματος αξιών που σε εκτιμούσε για ό, τι πετύχαινες μόνος σου.
Όλα αυτά ακούγονται εξωπραγματικά και ουτοπικά, ωστόσο περιγράφονται μέσα από το πρίσμα ενός πάλαι ποτέ μαθητή του σχολείου, που τώρα πια είναι ενήλικας και μέσα από την απόσταση του χρόνου και της εμπειρίας απαντά καίρια στα ερωτήματα του αναγνώστη: είναι ένα «σνομπ» σχολείο; Πώς κατάφερναν οι φιλόλογοί μας να εμπνέουν τόσο σεβασμό και δέος; Σε σύγκριση με όσους δίδασκαν φυσική ή βιολογία τι πραγματικά γνώριζαν για τον κόσμο; (σε αντίθεση με τους μαθηματικούς και τους καθηγητές των φυσικών επιστημών εκείνοι έτειναν προς την ευρυμάθεια. Όσο ικανοί κι αν ήταν στην ανάλυση ενός κειμένου, δεν άφηναν ποτέ ένα ποίημα ή ένα μυθιστόρημα τεμαχισμένο, σαν σφαγιασμένο βάτραχο που βρομάει φορμελδαΰδη· το ξαναέραβαν με Ιστορία και ψυχολογία, με φιλοσοφία και θρησκευτικά, ακόμα και κάποιες φορές με φυσικές επιστήμες. Χωρίς να σου κολακεύουν την επιθυμία να ταυτιστείς με τον ήρωα μιας ιστορίας, σ’ έκαναν να νιώσεις ότι αυτό που είχε σημασία για τον συγγραφέα, ήταν σημαντικό για σένα). Και, κυρίως, γιατί τόσο πολλοί από μας θέλαμε να γίνουμε συγγραφείς; (ίσως να νόμιζαν, όπως κι εγώ, ότι με το να γίνεις συγγραφέας, αποφεύγεις τα προβλήματα που έχουν να κάνουν με την κοινωνική τάξη και την καταγωγή. Οι συγγραφείς ζούσαν σε μια δική τους κοινωνία, έξω από την κατεστημένη ιεραρχία, κι αυτό τους έδινε μια εξουσία που δεν πήγαζε από κανένα προνόμιο· την εξουσία να πλάθουν εικόνες του συστήματος εκτός του οποίου παρέμεναν, και, επομένως, να το κρίνουν).
Ο ανώνυμος ήρωας- αφηγητής είναι υπότροφος, ταπεινής καταγωγής, εβραίος και παιδί χωρισμένων γονιών· κοινωνικά χαρακτηριστικά που υποσυνείδητα και συνειδητά αποσιωπά (εφόσον άλλωστε το σύστημα το «επιτρέπει»). Έτσι, δεν τολμά ή δε θέλει να αμφισβητήσει ένα σχολείο που είναι περήφανο για το ιεραρχικό του σύστημα, βασισμένο στο χαρακτήρα του ατόμου και τις πράξεις του. Πίστευε (το σχολείο) ότι το σύστημα αυτό ήταν ανώτερο από εκείνο που ίσχυε στον έξω κόσμο, κι ότι μας δίδασκε να υπερηφανευόμαστε και ν’ απαιτούμε την αναγνώριση, μονάχα όταν το αξίζουμε. Ωστόσο, αντιλαμβάνεται, έστω κι ενστικτωδώς -χωρίς να το ομολογεί ούτε στον εαυτό του- ότι είναι ένα ωραίο όνειρο, που παρουσιάζει ρωγμές. Αποκαλυπτικό π.χ. για την ψυχοσύνθεση του ήρωα είναι το επεισόδιο με τον εβραίο επιστάτη τον οποίο ο ήρωας προσβάλλει άθελά του σφυρίζοντας αφελώς μπροστά του ένα ναζιστικό τραγούδι (του είχε «κολλήσει» από την κατασκήνωση όπου δούλευε το καλοκαίρι…). Παρόλη την κατσάδα, δεν αποκαλύπτει την εβραϊκή του ταυτότητα, πράγμα που θα τον «έσωζε», ούτε «αξιοποιεί» τη συναισθηματική κατάσταση για να γράψει το διήγημα που σκέφτηκε. Πέρα απ’ το ότι οι αναγνώστες αποκτούν ένα πρώτο δείγμα της ουσιαστικής ταυτότητας του πρωταγωνιστή, που θ’ αποτελέσει το μοιραίο στοιχείο για τη συνέχεια, ο τρόπος αφήγησης είναι γλαφυρός και διασκεδαστικός.
Μια δεύτερη ένδειξη του μυστικού ψυχικού κόσμου του ανώνυμου ήρωα είναι το ποίημα που εμπνέεται από τη φωτιά, το ποίημα με ήρωα τον πυροσβέστη που μετά από μια μεγάλη πυρκαγιά γυρίζει στο μίζερο σπίτι του κι όλα τον ενοχλούν:
Νόμιζα ότι το γράψιμο μ’ ευχαριστούσε, και συνήθως έτσι συνέβαινε. Όμως το γράψιμο εκείνου του ποιήματος δεν το χάρηκα (…). Πάντως μιλούσε για κάτι πολύ οικείο· μιλούσε για το σπίτι μου, για τη μητέρα μου που είχε φύγει, για τον πατέρα μου (αν και δεν ήταν πυροσβέστης) που τον πλήγωνε η αδιαφορία μου, για μένα που η ανάγκη του για τρυφερότητα με τρόμαζε, (…+++), για μια ατμόσφαιρα ενυδρείου όπου όλα είναι κλειστά και κυκλικά. Άκουγα κι έβλεπα τα πάντα μέσα σ’ εκείνο το διαμέρισμα, ακόμα και το μοτίβο στη φορμάικα. Έβλεπα κι εμένα μέσα και δεν ήθελα να με βλέπω. Ούτε ήθελα να με δει κανένας άλλος.
Κρατώντας λοιπόν κρυμμένο έναν ολόκληρο κόσμο, ο αφηγητής μάς παρουσιάζει τη ζωή του, τα συναισθήματά του και τις αγωνίες του στην προσπάθεια να προσαρμοστεί στο κλειστό σύστημα του σχολείου αλλά και να διακριθεί στο διαγωνισμό, στοχεύοντας ιδιαίτερα στη συνάντηση με τον Έρνεστ Χεμινγουαίη τον οποίο υπερθαυμάζει. Υιοθετεί ένα «άνετο» στυλ, κατασκευάζει μια εικόνα ανέμελου νεαρούλη καλής οικογενείας, ειρωνικά εγκάρδιου επιμελώς αχτένιστου κλπ. Πέρα από τις γνήσιες λογοτεχνικές ανησυχίες (εγώ δε διάβαζα μόνο συγγραφείς, διάβαζα και για συγγραφείς (…). Οι επιδιώξεις μου ήταν μυστικιστικού χαρακτήρα· ήθελα ν’ αγγίξω χέρια που είχαν γράψει ζωντανά διηγήματα και ποιήματα, χέρια που είχαν αγγίξει χέρια άλλων συγγραφέων. Ήθελα το χρίσμα τους), πειθόμαστε για την έφεσή του στο λόγο, από τον τρόπο που παρατηρεί, βιώνει και μετασχηματίζει την πραγματικότητα. Είναι ένας μοναδικός παρατηρητής, με ευαισθησία και χιούμορ. Επίσης, δίνεται αφορμή στον αφηγητή/συγγραφέα, μέσα από την παρουσίαση των «ανταγωνιστών» του και των έργων τους, να μπει στην «ουσία της γραφής», να εκφράσει ένα σωρό πολύ καίριες παρατηρήσεις για τα έργα τους αλλά και για τη γλώσσα της λογοτεχνίας.
Ωστόσο, αυτό που παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο βιβλίο αυτό δεν είναι η- πάντα συναρπαστική- σχολική ζωή και οι σχέσεις της, ούτε οι διαπιστώσεις σχετικά με το λογοτεχνικό λόγο. Προχωρά σε περισσότερο βάθος και εστιάζει γύρω από το πολυσυζητημένο θέμα της σχέσης ζωής και έργου ενός συγγραφέα, αλλά αυτή τη φορά από μέσα. Δηλαδή, ο ίδιος ο πρωταγωνιστής, χωρίς να το συνειδητοποιεί αρχικά τουλάχιστον, αντιστέκεται σθεναρά στο να αποκαλύψει τον εαυτό του στους άλλους αλλά και στα διηγήματα του. Τα δυο επεισόδια που προαναφέρθηκαν είναι χαρακτηριστικά. Όσο περνά ο καιρός όμως και πλησιάζει η προθεσμία να υποβάλει το διήγημα στο διαγωνισμό (με επικείμενη την επίσκεψη του Χεμινγκουέι) η έμπνευσή του παγώνει, δε γράφει, δε μπορεί να γράψει τίποτα (ήμουν κι εγώ τόσο εξουθενωμένος, περιμένοντας με το χέρι απλωμένο να με ελεήσουν οι λέξεις, ώστε πραγματικά μπήκα στον πειρασμό να του πω την αλήθεια- ότι δεν είχα γράψει τίποτα, ότι δεν μπορούσα να γράψω τίποτα).
Κι όμως, ο ήρωας ανυπομονεί να βγάλει τη μάσκα του. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που λατρεύει τον Χεμινγουαίη:
Σελ. 130:
Μπήκα στον κόσμο του αναζητώντας εικόνες δύναμης, αυτάρκειας, απελευθέρωσης από τα δεσμά του σχολείου, (…) τώρα όμως διάβαζα έναν διαφορετικό συγγραφέα. Μπορεί να συμβαίνουν σκληρά πράγματα σ’ αυτά τα διηγήματα, αλλά οι άνθρωποι δεν είναι σκληροί, τα νιώθουν τα χτυπήματα. (…) Ο άνθρωπος που ζούσε μέσα σ’ αυτά τα διηγήματα, δεν ήταν ο ατσάλινος πολεμιστής που η εικόνα του είχε θολώσει τόσο πολύ τις πρώτες εντυπώσεις μου. Από πολλές απόψεις ήταν ένας ασήμαντος, σχεδόν κοινός άνθρωπος που έκανε λάθη, που έπασχε από νευρικότητα και φόβο- φόβο ακόμα και για τα ίδια του τα πνευματικά δημιουργήματα- και που μερικές φορές δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί.
Αυτή είναι η ψυχολογία του ήρωα όταν πέφτει στο «μοιραίο σφάλμα». Ένα σφάλμα μεγάλο για το σχολείο, για το διαγωνισμό και για τους άλλους, αλλά για τον ίδιο μια προσωπική υπέρβαση: ανοίγει από περιέργεια ένα περιοδικό με λογοτεχνικά διηγήματα της Ακαδημίας Θηλέων και το ειρωνικό μειδίαμα σβήνει με την πρώτη αράδα ενός διηγήματος μιας κοπέλας:
«Ελπίζω να μη με είδε κανείς να μαζεύω τη γόπα από κάτω, αλλά έχω ξεμείνει και θέλω να φουμάρω…»
Η αποκάλυψη για τον ήρωα είναι συγκλονιστική. Το διαβάζει ολόκληρο με κομμένη ανάσα και σχολιάζει:
«Όλα εντάξει». Αυτή ήταν η τελευταία φράση του διηγήματος, μιας ιστορίας όπου τίποτα δεν ήταν εντάξει. Το ξαναδιάβασα από την αρχή, αργά αυτή τη φορά, νιώθοντας ότι κάποιος είχε διαρρήξει και λεηλατήσει το θησαυροφυλάκιό μου, κι ότι όλα μου τα μυστικά ήταν τώρα εκτεθειμένα σ’ εκείνες τις σελίδες. Από την πρώτη φράση, έβλεπα κατάφατσα τον εαυτό μου.
(..) Πώς αρχίζει κανείς να γράφει την αλήθεια;
Δε νιώθει καμιά ενοχή να το αντιγράψει και να το υποβάλει αυτούσιο στο διαγωνισμό, γιατί αισθάνεται ότι «είναι δικό του» (ολόκληρο το διήγημα ήταν σα να’ χε από το ημερολόγιο που δεν κράτησα ποτέ).
Το αντέγραψε όλο με την ικανοποίηση και τη σιγουριά ότι «όποιος διάβαζε αυτό το διήγημα, θα μάθαινε ποιος ήμουν στ’ αλήθεια».
Τα γεγονότα εξελίσσονται ραγδαία, η ουσία άλλωστε του βιβλίου έχει ειπωθεί: ο Χεμινγκουέι εντυπωσιάζεται, στέλνει εκτενή κριτική την οποία σχολιάζει ο ήρωας με μεγάλη οξυδέρκεια, αλλά όταν γίνεται αντιληπτή η απάτη, φυσικά αποβάλλεται από το σχολείο. Τον παρακολουθούμε με αξιοπρέπεια να αποδέχεται την τιμωρία και να παίρνει το τρένο της αποχώρησης, λίγες μέρες πριν το ίνδαλμά του επισκεφτεί το σχολείο.
Το βιβλίο ωστόσο δεν τελειώνει, μας επιφυλάσσει κάποιες ανατροπές:
Ο ήρωας χρόνια μετά γίνεται καταξιωμένος συγγραφέας και τον προσκαλούν, ως συγγραφέα πια, στο σχολείο. Αρνείται όμως- κι έχουν ενδιαφέρον τα συναισθήματα που τον οδήγησαν σ’ αυτήν την απόφαση. Στην τυχαία του συνάντηση μ’ έναν καθηγητή του, μαθαίνει κάποια καθοριστικά παρασκήνια των γεγονότων που δεν τα ήξερε, και το βιβλίο τελειώνει με την ιστορία του Άρτς, ενός άλλου καθηγητή που παραιτήθηκε για παρόμοιους λόγους και εντέλει επέστρεψε ως άσωτος υιός (μάλιστα η τελευταία φράση του βιβλίου είναι «ο πατέρας του, μόλις τον είδε να’ ρχεται, έτρεξε να τον προϋπαντήσει». Ένα τέλος λίγο άστοχο, ακόμα κι αν δει κανείς τον Άρτς σα μια διαφορετική περσόνα του πρωταγωνιστή.

Κατά τη γνώμη μου πάντως, η πιο αξιόλογη –και κωμικοτραγική- ανατροπή είναι όταν συναντιέται λίγο καιρό μετά την αποβολή του από το σχολείο με τη Σούζαν, την κοπέλα που έγραψε το διήγημα. Η συνάντηση είναι «καθαρτική». Δεν ήταν τυχαίο που το διήγημα της Σούζαν μίλησε τόσο στην ψυχή του ήρωα. Η Σούζαν είναι άμεση, αυθόρμητη, διεισδυτική, νομίζει ότι η απάτη με το διήγημα της είναι μια καλοστημένη φάρσα που γελοιοποιούσε το κυριλέ εκτροφείο επιβητόρων, τον Χενινγκουέι και την ιδέα της λογοτεχνίας ως μεγάλης φαλλοκρατικής (!) επιχείρησης. Η συνάντησή τους είναι μια ακόμα αφορμή κατάπληξης για τον ήρωα, ο οποίος εκδηλώνει το θαυμασμό του για το θάρρος και την ειλικρίνεια του διηγήματος (Σούζαν: Πώς το ξέρεις ότι δε είναι απάτη, απ’ την αρχή ως το τέλος;) και τελειώνει όχι βέβαια με ρομάντζο, αλλά με τη σοκαριστική της δήλωση ότι δε γράφει πια γιατί είναι ανούσιο, γιατί απλώς σε αποκόβει από τον κόσμο, σε κάνει εγωιστή και, γενικά, δε σε ωφελεί σε τίποτα. Αμέσως μετά ο ίδιος σημειώνει: «ξέρουμε τι είναι ιερό για μας όταν αποστρεφόμαστε έντρομοι το βέβηλο, κι αυτήν ακριβώς την επίδραση είχε πάνω μου η άνεση με την οποία η Σούζαν πρόδιδε το χάρισμά της».


Χριστίνα Παπαγγελή

Τετάρτη, Μαρτίου 25, 2009

7414 χαρακτήρες για τον Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή της Μαρίας Γεωργιάδου

Ξαναδιάβασα το βιβλίο από την οπτική μιας ήδη σχηματισμένης γνώμης, ότι ο Κ.Κ, αν και δεν ήταν Ναζί, εξυπηρέτησε τα συμφέροντά τους. Είχα ξεφυλλίσει το εμπεριστατωμένο, πολύπλευρο και πληρέστατο βιβλίο την Άνοιξη του 2008. Και τώρα βέβαια (Ιανουάριος 2009) δε μπορώ να ισχυριστώ ότι στάθηκα στις πάρα πολλές λεπτομέρειες και τεκμηριωμένες αναφορές σχετικά με τη ζωή του και περισσότερο με το έργο του. Ιδίως για το έργο του απαιτούνται εξειδικευμένες μαθηματικές γνώσεις.

Έτσι η ανάγνωσή μου ήταν μια τομή που έψαχνε να βρει συγκεκριμένα στοιχεία για τον πολιτικό βίο του Καραθεοδωρή. Βρήκα την απάντηση που ζητούσα στην αντίθετη στάση του Μπορ και κυρίως του Αϊνστάιν. Περισσότερο βρήκα, στη σελίδα 852, την πιο εύστοχη λακωνική διατύπωση του H. Mehrtens σχετικά με τον Καραθεοδωρή: «ανεύθυνη καθαρότητα».

Το ερώτημα τίθεται ως εξής: δικαιούται ο επιστήμονας ή γενικά ο «άνθρωπος των γραμμάτων» να επικαλείται το διαχωρισμό επιστήμης και κοινωνικής ευθύνης; Μπορεί να μιλάμε για ουδέτερη επιστήμη, ανεξάρτητη από κοινωνικές και ιστορικές συνισταμένες; Μπορεί να υπάρξει τέτοιος διαχωρισμός χωρίς να δημιουργήσει πλήθος ερωτήματα και αντινομίες;

(Καθώς «ξεφύλλιζα» τις 1100 σελίδες εξελίσσονταν ένας διάλογος σχετικά με τα γεγονότα του Δεκέμβρη 2008. Αφορμή ήταν η επικριτική στάση του Απ. Δοξιάδη και άλλων για τις δράσεις που διέκοπταν θεατρικές παραστάσεις και πολιτιστικές εκδηλώσεις).

Επανέρχομαι στον Καραθεοδωρή και τη ζωή του.

Στις σελίδες 170-172, παντρεύεται με την Ευφροσύνη Καραθεοδωρή, θεία του, μικρότερη κατά έντεκα χρόνια. Αυτό θα ήταν κουτσομπολιό, αν ο πεθερός του Κωνσταντίνου δεν ήταν ο Αλέξανδρος Καραθεοδωρή Πασά που ήταν ανώτερος διπλωμάτης στην υπηρεσία του Σουλτάνου. Συμμετείχε στη Συνδιάσκεψη Κωνσταντινούπολης (Δεκ ’76 – Ιαν ’77) και στο Συνέδριο του Βερολίνου 1876.
Στη σελίδα 250 ο Καραθεοδωρή δεν υπογράφει την «Έκκληση προς τον κόσμο του πολιτισμού» που δικαιώνει τη γερμανική επιθετικότητα και τον πόλεμο ως υπόθεση πολιτισμού. Υπογράφουν ενενήντα τρεις διανοούμενοι τον Οκτώβριο 1914, ανάμεσά τους ο Μαξ Πλάνκ. Δεν υπογράφει ο Χίλμπερτ, αν και είναι Πρώσος. Στις 22-4-1915 οι Γερμανοί χρησιμοποιούν δηλητηριώδη αέρια. Ο Καραθεοδωρή δεν υπογράφει το «Υπόμνημα των καθηγητών» που δικαιολογεί την επεκτατική πολιτική των Γερμανών. Υπογράφουν 1347 διανοούμενοι.

Συνεχίζω το ξεφύλλισμα με πιο κωδικοποιημένο τρόπο, παραθέτω τις σελίδες και τα γεγονότα.
251, το 1914 ο Hans Reichenbach αναρωτιέται για την απουσία των πανεπιστημιακών από τα κοινωνικά ζητήματα. «Στα πανεπιστήμιά μας δε συναντούμε παρά καθηγητές». Ο Fritz Haber θέτει την έρευνα σχετικά με τα δηλητηριώδη αέρια στην υπηρεσία του γερμανικού στρατού. Ο Einstein υπογράφει την πρώτη του έκκληση για ειρήνη.
535, το 1931 ο Καραθεοδωρή εργάζεται ως Κυβερνητικός Επίτροπος, χωρίς να αφήσει τη θέση του στη Γερμανία, για την αναδιοργάνωση των ελληνικών πανεπιστημίων
552, στις 21/5/1933 εισάγεται από το Σύνδεσμο Γερμανικών Πανεπιστημίων, χωρίς εξωτερική πίεση, η «αρχή του ηγέτη». Στις 11/11/1933 επτακόσιοι από τους δύο χιλιάδες καθηγητές υπογράφουν όρκο πίστης στο Χίτλερ.
555 – 579, συνεχείς διώξεις επιστημόνων φίλων του Καραθεοδωρή. Ο Max Born αναγκάζεται να πάρει άδεια σε ηλικία 51 ετών. Ο Otto Neugebauer αρνήθηκε να δώσει όρκο πίστης στο Χίτλερ και αναγκάστηκε να φύγει από το Γκέτιγκεν όπου έγινε διευθυντής του Μαθηματικού Ινστιτούτου για μία μέρα. Ο Einstein δηλώνει: «χαρακτηρίζω την κατάσταση στην τωρινή Γερμανία σαν μια κατάσταση ψυχικής ασθένειας των μαζών», φεύγει από την Πρωσική Ακαδημία και διαγράφεται από τη Βαυαρική την ίδια στιγμή που «πολλοί στερούνται την ελευθερία να εργάζονται και να κερδίζουν τη ζωή τους». Ο Καραθεοδωρή σιωπά. Διώκεται ο Χούσερλ και ανακαλείται ο τίτλος του καθηγητή, είναι 77 χρονών. Ο Καραθεοδωρή αποφασίζει να μείνει στη Γερμανία. Από δω και πέρα η ελευθερία των επιλογών του συνεχώς μειώνεται...
603, ο Καραθεοδωρή διορίζεται σε επιστημονικές επιτροπές και εκπροσωπεί τη Γερμανία σε διεθνείς επιστημονικές συναντήσεις και συνέδρια
598 και 683, τη νύχτα της 9ης προς 10η Νοεμβρίου 1938 γίνονται επιθέσεις με στόχο τους Εβραίους όλης της χώρας, είναι γνωστή ως «Νύχτα των Κρυστάλλων».
682, το 1938 απονέμεται στον Καραθεοδωρή τίτλος επίτιμου Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Στις σελίδες 881 – 891 υπάρχει χρονολογικό παράρτημα. Σταχυολογώ:
887, στις 28 Αυγούστου 1934 δίνει όρκο πίστης στο Χίτλερ.
888, στις 28 Μαΐου 1935 εκλέγεται μέλος της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών και στις 13 Ιουνίου 1935 διορίζεται στη Διεθνή Επιτροπή Μαθηματικών με διάταγμα του Βαυαρικού υπουργείου παιδείας. Στις 28 Οκτωβρίου 1936 γίνεται «παπικός ακαδημαϊκός».
889, το Σεπτέμβριο του 1938 συμμετέχει στην ετήσια συνέλευση της Γερμανικής Ένωσης Μαθηματικών.

Στις σελίδες 843 – 862 βρίσκεται ο ενδιαφέρων και πυκνός επίλογος. Στέκομαι επιλεκτικά στη διαπίστωση ότι οι ιστορικοί των μαθηματικών είναι ελάχιστοι και κατά συνέπεια υπάρχει μεγάλο κενό σε αυτόν τον τομέα. Επιστρέφω στην αρχική οπτική μου που καθόρισε την «ανάγνωση». Ο Καραθεοδωρή απόφυγε ή προσπάθησε να αποφύγει την ανάληψη ευθυνών απέναντι στα γεγονότα του καιρού του. Δέσμιος της επιλογής του να μείνει στη Γερμανία ήταν αναγκασμένος να σωπαίνει και να υπηρετεί. Ενδεικτικό είναι ότι δεν ανέφερε ποτέ το ολοκαύτωμα των Εβραίων ή τα ναζιστικά εγκλήματα στην Ελλάδα. Όμως δεν υπηρέτησε την ουδετερότητα της επιστήμης αλλά την «ανεύθυνη καθαρότητα» της.

Γνωρίζω ότι η ανάγνωση που έκανα είναι «προκατειλημμένη». Νομίζω, όμως, ότι δικαιώνεται. Επίσης νομίζω ότι δεν αδικεί το βιβλίο, δηλαδή τις σελίδες εκείνες που έχουν βιογραφικό χαρακτήρα. Δε στάθηκα καθόλου σχεδόν στις υπόλοιπες. Θέλω να πιστεύω ότι τα ζητήματα της επιστημονικής προόδου θα είχαν υπηρετηθεί αποτελεσματικότερα χωρίς τους φραγμούς της ιστορικής συγκυρίας. Αν δηλαδή δεν ίσχυε ότι επιστήμονες «πολλοί στερούνται την ελευθερία να εργάζονται και να κερδίζουν τη ζωή τους».

Για να «ισορροπήσω» τα πράγματα παραθέτω απόσπασμα από τον επίλογο (σελ. 851-852):
«Ο Einstein παρατηρούσε σχετικά: «Είναι πράγματι παράδοση της γερμανικής διανόησης να μη νοιάζεται για τις δημόσιες υποθέσεις. Ως προς αυτό, οι Γερμανοί διανοούμενοι διαφέρουν από τους συναδέλφους τους στις ΗΠΑ και στην Αγγλία. [...] Υποτάχθηκε η μεγάλη μάζα των Γερμανών διανοούμενων στις διαθέσεις των Ναζί; [...] Ήταν αρκετά πρόθυμοι να λένε: «Χάιλ Χίτλερ» και να αγνοούν πολλά από όσα συνέβαιναν γύρω τους, όσο μια τέτοιας μορφής υποταγή τους επέτρεπε να συνεχίζουν τη μελέτη τους για το ηλεκτρόνιο ή, ας πούμε, για την πρώιμη ιστορία της ισπανικής γλώσσας. Οι περισσότεροι από τους συναδέλφους μου στο Βερολίνο υιοθέτησαν αυτήν τη στάση και όχι στάση θετικής αποδοχής του Χιτλερισμού, ούτε ανησυχούσαν υπερβολικά για το εισόδημά τους. Δεν χρειάζεται να τονίσω ότι η στάση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Εδώ ελλοχεύουν πραγματικά οι μέγιστοι κίνδυνοι της εξατομικευμένης ειδίκευσης των διανοουμένων. [...] Ανεξάρτητα από το πόσο άνετα αισθάνονται στον γυάλινο πύργο οι επιστήμονες, υπάρχουν, ασφαλώς, στοιχεία που συνηγορούν σε αυτό. Η δυσκολία είναι να βρει κανείς την κατάλληλη ισορροπία».

Χωρίς να αμφισβητεί κάποια αυτονομία της επιστήμης, ο Einstein υπεδείκνυε ότι υπό ναζιστική κυριαρχία το καθετί ήταν πολιτικό και η προσδοκία ότι η επιστήμη θα μπορούσε να κρατηθεί αλώβητη από τις προκλήσεις των καιρών, να διατηρήσει την αγνότητά της σε συνθήκες πλήρους κατεδάφισης και της παραμικρής ανθρωπιστικής αξίας ήταν τραγική πλάνη. Αυτό που ο H. Mehrtens αποκαλεί «ανεύθυνη καθαρότητα» ισοδυναμούσε με οικτρή αυταπάτη.


silisav sidinoemis καθρεφτιζόμενος
(ένα κείμενο του Τ. Καμπύλη απο την Καθημερινή) για το βιβλίο της Μ. Γεωργιάδου)

Σάββατο, Μαρτίου 21, 2009

4801 χαρακτήρες για «την Κωνσταντίνα και τις αράχνες της», της Άλκης Ζέη

«Δανείστηκα» το βιβλίο από την Κωνσταντίνα. Όταν το διάβασε το σχολίασε, χωρίς να θυμάμαι πώς ακριβώς, κάτι που δε συνηθίζει.
Είναι ένας τρόπος να μιλήσει κανείς για ένα δύσκολο θέμα όπως τα ναρκωτικά. Ένα θέμα για το οποίο φαίνεται να επικρατεί σιωπή, ένοχη σιωπή ή ίσως αμηχανία εξαιτίας άγνοιας και τόσης ιδιομορφίας που το χαρακτηρίζει. Κι όμως, την ίδια στιγμή που δαιμονοποιείται ο καπνός, αναμφίβολα εθιστικός και τοξικός, δε γίνεται ανάλογη κουβέντα για τις άλλες ουσίες που προκαλούν εθισμό και κίνδυνο για την υγεία και τη ζωή των χρηστών.
Η Άλκη Ζέη «στήνει» ένα μυθιστόρημα χωρίς δραματοποιήσεις και ηθικοπλαστική διάθεση κηρύγματος. Για αυτό το λόγο ίσως είναι και πιο αποτελεσματικό. Μέσα από τη ζωντάνια της αφήγησης τίθεται το ζήτημα των ναρκωτικών, οι κοινωνικοί και ψυχολογικοί παράγοντες του μικρο-περιβάλλοντος και τα εφηβικά αδιέξοδα που προέρχονται από την πίκρα της βίωσης ενός κόσμου που παρουσιάζεται «τελεσίδικος». Οι εμμονές των ενήλικων να ερμηνεύουν ή να μην ερμηνεύουν τα συμβάντα γύρω τους και να εθελοτυφλούν είναι χαρακτηριστικό αυτού του κόσμου.
Ο προβληματισμός και η ισχυροποίηση των μηχανισμών της κριτικής σκέψης είναι τα κέρδη που αποκομίζει ο νέος αναγνώστης. Η διαπίστωση ότι υπάρχει ένας κόσμος στον οποίο δε σκύβουμε για να τον κατανοήσουμε είναι το κέρδος για μας τους ενήλικες.
Το βιβλίο έχει όλες τις αρετές του μυθιστορήματος και της καλλιεργημένης γραφής της Ζέη. Αποτελεί έργο που δεν απευθύνεται μόνο σε παιδιά. Ή καλύτερα, σέβεται τόσο τα παιδιά ώστε είναι και για μεγάλους κυρίως αν το δούμε ως μια κριτική ματιά και ως αυτοκριτική, εστιάζοντας στο ρόλο των γονέων και στο χαρακτήρα της γιαγιάς. Η «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» που κατεξοχήν απευθυνόταν σε μεγάλους μου είχε αρέσει τόσο για τη γραφή του όσο και για την επαφή του με την ιστορική πραγματικότητα. «Η Κωνσταντίνα και η αράχνες της» μου άρεσαν για τη γραφή και τη μυθοπλασία.
Όμως ποια είναι η ιστορία; Το ζευγάρι αποκτά ένα καχεκτικό παιδί, την Κωνσταντίνα που η γιαγιά της από την πρώτη στιγμή χαρακτηρίζει «λειψανάκι», ίσως πικραμένη και επηρεασμένη από το άλλο της εγγονάκι που έχασε. Οι καταστάσεις οδηγούν τους δασκάλους γονείς να φύγουν στη Γερμανία για να εργαστούν εκεί. Εκεί θα αλλάξει και η ζωή τους και θα οδηγηθούν στο χωρισμό. Ο πατέρας είναι αυτός που θα ανακοινώσει εύσχημα στη μικρή Κωνσταντίνα το «τελεσίδικο» γεγονός. Η λέξη αυτή όπως και η λέξη «δεδομένο», ακατανόητες για το παιδί, θα χαραχτούν στη μνήμη του. Οι νέες καταστάσεις και το πρόβλημα υγείας με τα βρογχικά που έχει η Κωνσταντίνα θα υποβάλουν την απόφαση να γυρίσει στην Ελλάδα για να ζήσει ένα χρόνο με τη γιαγιά της. Σύμφωνα με τα εκπαιδευτικά συστήματα θα πάει στην πρώτη Γυμνασίου. Η γιαγιά, η φάρμπουρ, όπως την προσφωνεί η εγγονή θα είναι το σημαντικό πρόσωπο στη ζωή της. Η αδυναμία της να υποκαταστήσει τους γονείς παρουσιάζεται δεδομένη. Είναι και η εμμονή της γιαγιάς στο παρελθόν με την αντίσταση και τους Γερμανούς που επέφεραν τόσα δεινά εκείνα τα χρόνια. Η ζωή για τη φάρμπουρ σταμάτησε τότε. Η Κωνσταντίνα έχοντας τη δυσπιστία προς τη γιαγιά της, που – ενδεικτικά – δεν της έδινε κλειδί από το σπίτι, ενώ στο Άαχεν είχε από πολύ μικρή, θα φύγει μια μέρα κρυφά με δυο τουρίστες Γερμανούς στον Προυσό. Είχε βρεθεί στο Καρπενήσι μαζί με τη γιαγιά και τις φίλες της για να δουν τα μέρη της καταγωγής και της «ελεύθερης Ελλάδας» της Κατοχής. Εκεί για πρώτη φορά θα δοκιμάσει ένα γαλάζιο χαπάκι που θα την κάνει να νοιώσει όμορφα. Στο σχολείο είναι ένας μεγαλύτερος συμμαθητής της, ο Λουμίνης, που θα γίνει ο κρίκος με τον κόσμο των «ουσιών». Η παρόμοια προσωπική τους ιστορία είναι ένα κοινό σημείο. Με το Λουμίνη, θα γνωρίσει και τη Λαίδη Ντ. που αποτελεί τον σκοτεινό και αδιευκρίνιστο κόσμο που δεν πρέπει να επισκεφτεί μόνη της. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής θα έχει ένας καθηγητής, ο Μπένος, που θα προσεγγίσει συναισθηματικά την Κωνσταντίνα και θα αντιληφθεί την εμπλοκή της με τον κόσμο των «ουσιών».
Η Κωνσταντίνα θα οδηγηθεί από τις περιστάσεις, δηλαδή τη ματαίωση της φυγής στη Γερμανία, στο σπίτι της Λάιδης Ντ. Εκεί θα κάνει για χρήση ενδοφλέβια. Ο Λουμίνης θα είναι αυτός που θα τη μεταφέρει στα σκαλιά του σπιτιού της γιαγιάς. Ο Λουμίνης θα έχει το οριστικό τέλος εξαιτίας ενδοφλέβιας χρήσης. Η Κωνσταντίνα θα σωθεί.
Σε όλη αυτή την περιπέτεια η Άλκη Ζέη στέκεται με αγάπη και τρυφερότητα κοντά στην παιδική ψυχή και τις πίκρες που βιώνει από τον κόσμο των ενηλίκων. Αυτή η προσέγγιση είναι, ίσως, που κερδίζει τον μικρό αναγνώστη. Η συγγραφέας είναι κάποιος που τον καταλαβαίνει και δίνει αξία στις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Του δίνει χρόνο.
Συζητώντας το βιβλίο με την Κωνσταντίνα ρώτησα δυο πράγματα. Το πρώτο ήταν τι ακριβώς συμβαίνει στο βιβλίο και το δεύτερο γιατί η Ζέη έγραψε ένα τέτοιο βιβλίο. Και η συζήτηση είχε περισσότερο ενδιαφέρον από όσο φανταζόμουν...

silisav sidinoemis καθρεφτιζόμενος

Δευτέρα, Μαρτίου 16, 2009

Σαν τη βροχή πριν πέσει, Τζόναθαν Κόου

-Εμένα μου αρέσει η βροχή πριν πέσει.
-Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, δηλ η βροχή πριν πέσει. Πρεπει να πέσει,
αλλιώς δεν είναι βροχή.
- Γι΄αυτό είναι το αγαπημένο μου είδος.

Πεθαίνοντας, η ηλικιωμένη θεία Ρόζαμοντ αφήνει έξι μαγνητοταινίες και ένα άλμπουμ με φωτογραφίες· επιθυμία της να επιδοθούν σε μια τυφλή κοπέλα, την Ίμοτζεν, για την οποία οι συγγενείς της (της Ρόζαμοντ) ξέρουν ελάχιστα πράγματα. Μέσα στις μαγνητοταινίες η μυστηριώδης ηρωίδα/αφηγήτρια ξεδιπλώνει όλη την απίστευτη ιστορία της μοναχικής ζωής της καθώς και το μυστήριο που καλύπτει τη ζωή, την καταγωγή και την αναπηρία της Ίμοτζεν· μέλημα της Ρόζαμοντ είναι να μάθει η Ίμοτζεν την αλήθεια. Η ανηψιά της, Τζιλ, ανακαλύπτει μετά θάνατον τις μαγνητοταινίες και ακούει εμβρόντητη με την οικογένειά της την αφήγηση της θείας της· μαζί παρακολουθούμε και μεις την ιδιόρρυθμη αυτή αφήγηση που αφορμάται κάθε φορά από την περιγραφή μιας φωτογραφίας.
Ένα πρωτότυπο βιβλίο του Τζόναθαν Κόου, πρώτα- πρώτα γιατί έχει καταπληκτική δομή (τι ωραία ιδέα να αφηγείσαι όλη σου τη ζωή μέσα από φωτογραφίες! ποιες θα διάλεγε άραγε ο καθένας μας;). Είναι διαφορετικό από τα υπόλοιπα βιβλία του Κόου επίσης, γιατί δεν είναι διαποτισμένο από την πικρή –πολιτική- σάτιρα που χαρακτηρίζει τα περισσότερα έργα του, αλλά και γιατί είναι ένα βιβλίο μόνο με …γυναίκες! Πρόκειται για μια περιήγηση, μια διερεύνηση θα έλεγε κανείς σε συναισθηματικές σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα σε γυναίκες, μάνα- κόρη, φίλη με φίλη, ερωμένη προς ερωμένη. Η αφήγηση της γριάς κυρίας έχει τη φρεσκάδα του προφορικού λόγου, του λόγου που προσπαθεί να διασώσει το παρελθόν, του λόγου που είναι πολλές φορές αμήχανος και που άλλοτε πνίγεται στο συναίσθημα.
Οι συναισθηματικές σχέσεις είναι πολύ μπλεγμένες αλλά τόσο τρυφερά και εξομολογητικά δοσμένες μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός ανθρώπου που βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου, δεν έχει τίποτα πια να χάσει ή να κερδίσει, δεν έχει τίποτα να κρύψει παρά ψάχνει το νόημα όλων αυτών που έζησε. Μια ζωή γεμάτη λάθη και πάθη, αλλά γεμάτη. Μια ζωή ασφαλώς αποκλίνουσα, όχι μόνο γιατί δεν υπήρξε γάμος και παιδιά αλλά και γιατί οι συναισθηματικές/ερωτικές σχέσεις (με γυναίκες) ήταν αδιέξοδες και τραυματικές.
Πρώτη μεγάλη φιλία η Μπέατριξ (γιαγιά της Ίμοτζεν). Λίγο μεγαλύτερη σε ηλικία (κι εκείνη όμως ήταν σκληρή μαζί μου στην αρχή/ ήταν κι αυτή μόνη κι είχε ανάγκη μια φίλη/ μπορούσε να γίνει κατά διαστήματα πολύ εγωίστρια/ ταυτόχρονα όμως ήταν και άνθρωπος ικανός ν’ αγαπήσει/ ήταν ευάλωτη στην αγάπη, βαθιά και μοιραία ευάλωτη). Μαζί το σκάνε από την αδιαφορία των μεγάλων.
Σελ. 73:
Το καθήκον της Μπέατριξ, βλέπεις, ήταν να παραμένει αόρατη· όπως και το δικό μου δηλαδή. Ο κόσμος της ‘Αιβι (μάνας της Μπέατριξ) περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό της (…). Η Μπέατριξ δεν φαινόταν στο ραντάρ της. Αυτό εννοούσε μάλλον η Μπέατριξ όταν μου έλεγε ότι η μτέρα της «ήταν σκληρή μαζί της». Η σκληρότητα της Άιβι ήταν η σκληρότητα της αδιαφορίας.
Η σκληρότητα που εισπράττει η Μπέατριξ από τη μητέρα της είναι η κληρονομιά που θα μεταβιβάσει και η ίδια στην κόρη της, στην Τέα, ενώ αντίστοιχα η Τέα θα την κληροδοτήσει στο υπερδιπλάσιο στη δική της κόρη, την Ίμοτζεν. Η Ρόζαμοντ είναι ένας «σιωπηλός μάρτυρας» σ’ όλες τις εξωφρενικές αντιφάσεις της Μπέατριξ, ενώ η ίδια εμπλέκεται στον μεγαλύτερο έρωτα της ζωής της, τη Ρεμπέκα. Μαζί θα αναθρέψουν την εγκαταλειμμένη Τέα μέχρι να έρθει η Μπέατριξ από το κυνήγι του νέου της έρωτα, ενώ αντίστοιχα μετά από χρόνια, θα είναι μάρτυρας της τρομακτικής σκληρότητας της ίδιας της Τέας απέναντι στην δική της κόρη, την Ίμοτζεν.
Δε χρειάζεται κανείς να’ χει ασχοληθεί επιστημονικά με την ψυχολογία για να αντιληφθεί το ψυχολογικό σύνδρομο που επαναλαμβάνεται στην τραυματισμένη θηλυκότητα και στην κακοποίηση μάνας προς κόρη από γενιά σε γενιά. Σημασία έχει ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται όλα αυτά σ’ αυτό το πολύ τρυφερό κείμενο. Άλλωστε, η ίδια η Ρόζαμοντ τα φιτλτράρει ως ένας πολύ ευαίσθητος δέκτης με απεριόριστη αγάπη. Με απεριόριστη αγάπη δέχεται τις εκρήξεις της Μπέατριξ, κι όλες τις συναισθηματικές εντάσεις που δημιουργούν οι περίπλοκες σχέσεις. Γυναίκες πεινασμένες για αγάπη, που βιώνουν τις απανωτές διαψεύσεις (ο καλύτερος τρόπος για να το θέσω είναι ότι η ζωή είχε πάψει να έχει γεύση).
Αναρωτιέται βέβαια κανείς ποια δύναμη να ώθησε τη Ρόζαμοντ ν’ αποκαλύψει στην Ίμοτζεν, έστω και τόσο αργά, τη φρικτή «αλήθεια» της ύπαρξής της, δηλαδή της πραγματικής της μητέρας, των συναισθημάτων που η ίδια έτρεφε απέναντι στην κόρη της (γιατί στο καλό στα λέω τώρα αυτά; Το μόνο που θα κατορθώσω είναι να σε πληγώσω), την αλήθεια πίσω από την αναπηρία της που απέκτησε περίπου στην ηλικία των τριων χρόνων. Βέβαια, αν διαβάσει κανείς με προσοχή όλη την ιστορία της Τέα, από τη γέννησή της ως το τέλος, θα «τη συγχωρούσε», πράγμα δύσκολο αλλά όχι απίθανο για μια κακοποιημένη κόρη, δεδομένου ότι η λύτρωση αυτή αποτελεί, τις περισσότερες φορές, το ζητούμενο μιας ολόκληρης ζωής. Πάντως, η Ρόζαμοντ ένιωσε ως προσωπικό της «χρέος» την αποκατάσταση της αλήθειας, ίσως λόγω της μητρικής αγάπης που έτρεφε για την Τέα και της αγάπης της προ της Μπέντζαμιν. Το σύμπλεγμα είναι ένας σφιχτός κόμπος που ο Κόου χειρίζεται κατά τη γνώμη μου με μεγάλη ευαισθησία.

Όταν κοιτάζω αυτόν τον πίνακα, η άποψή μου επιβεβαιώνεται, τι εξαιρετική ζωγράφος ήταν η Ρουθ. Και ναι, θα την επαναλάβω τη φράση –έχει συλλάβει το αναπόδραστο της ύπαρξής σου. Όταν κοιτάζω αυτόν τον πίνακα, περνάει απ’ το μυαλό μου ολόκληρη η ιστορία (…+++) και όλα αυτά, όλα αυτά τα πράγματα που ήταν τόσο στραβά, όλες εκείνες τις ακατάλληλες σχέσεις και τις λάθος επιλογές… Ναι, είναι αλήθεια πως τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έπρεπε να έχει συμβεί, πώς ήταν όλα λάθη τρομερά λάθη, κι ωστόσο, δες, πού κατέληξαν. Κατέληξαν σε σένα, Ίμοτζεν! Και όταν βλέπω το πορτρέτο που σου ζωγράφισε η Ρουθ, είναι προφανές ότι έπρεπε να υπάρξεις. Η ύπαρξή σου έχει κάτι τόσο σωστό. Η ιδέα να μην υπήρχες, να μην είχες γεννηθεί ποτέ, μου φαίνεται ένα πελώριο λάθος, τερατώδες, αφύσικο… Δεν εννοώ πως η ύπαρξή σου διορθώνει ή αναιρεί όλα εκείνα τα λάθη. Ούτε δικαιολογεί τίποτα. Αλλά σημαίνει- σου το είπα και πριν αυτό; Νομίζω πως σου το είπα , ο ίδιο ή κάτι παραπλήσιο- ή μάλλον με κάνει να καταλαβαίνω το εξής: ότι η ζωή αρχίζει να βγάζει νόημα μόνο αφού συνειδητοποιήσεις πως μερικές φορές – αρκετές, ή μάλλον πάντα- είναι δυνατόν να αληθεύουν ταυτόχρονα δύο εντελώς αντιφατικές ιδέες μεαξύ τους.
Όλα όσα οδήγησαν σε σένα ήταν λάθος. Συνεπώς δεν έπρεπε να γεννηθείς.
Αλλά τα πάντα επάνω σου είναι σωστά: έπρεπε να γεννηθείς.
Ήσουν αναπόδραστη.

Χριστίνα Παπαγγελή

Τετάρτη, Μαρτίου 11, 2009

2695 χαρακτήρες για τη σημαία και το έθνος της Σώτης Τριανταφύλλου και του Ηλία Ιωακείμογλου

Πρόκειται για δυο διεισδυτικά πολιτικά δοκίμια που καταγράφουν κριτικά και αναλύουν με κοινωνιολογική και ιστορική ματιά ένα συγκεκριμένο σύμβολο και μια αφηρημένη έννοια, τα οποία καθορίζουν την σημερινή πραγματικότητα.
Ο Ιωακείμογλου εστιάζει στην ελληνική πραγματικότητα και στην αφηρημένη και δύσκολα προσδιορίσιμη έννοια του έθνους. Το κείμενό του επανέρχεται στον ίδιο κριτικό άξονα που θεωρεί το έθνος δημιούργημα των νεότερων ιστορικών συνθηκών και της εθνικιστικής ιδεολογίας. Αυτή η επανάληψη σκέψεων, που ήδη έχουν διατυπωθεί, μπορεί να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για κείμενο προχειρογραμμένο και ανεπεξέργαστο. Ή μήπως αποτελεί χαρακτηριστικό διαλεκτικής σκέψης που καθορίζει και τη δομή του λόγου, έτσι ώστε να διαφαίνεται διαρκώς ή αφετηρία της κριτικής;
Η Τριανταφύλλου γράφει για την αμερικανική σημαία και αναλύει τους συμβολισμούς και τη λειτουργία της αποφεύγοντας το σκόπελο να μιλήσει άμεσα για τα δικά μας. Η αμερικανική ιστορία είναι κάτι που γνωρίζει καλά, αφού είναι διδάκτωρ αμερικανικής ιστορίας. Τα πολυσχιδή ενδιαφέροντά της είναι αξιοπερίεργα, τουλάχιστον. Από τη φαρμακευτική και τη γαλλική φιλολογία ως τις μεταφράσεις και τη συγγραφή. Ο δοκιμιακός κριτικός λόγος είναι καινούρια έκφραση των ανησυχιών της.
Τα δυο κείμενα συγκλίνουν. Πώς φτάνουμε στο σημείο ένα σύμβολο να είναι τόσο φορτισμένο συναισθηματικά, ώστε να προκαλεί συγκινήσεις ακόμα και δάκρυα μόνο στη θέασή του; Πώς ένα πανί αποκτά εκείνα το ιδεολογικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά που το ιεροποιούν; Πώς ο εθνικισμός κατασκευάζει το έθνος και διαμορφώνει την ψευδαίσθηση ότι συμβαίνει το αντίθετο; Οι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι το σύγχρονο κράτος δημιουργεί την έννοια του έθνους και του λαού γιατί απαιτεί έναν ομογενοποιημένο πληθυσμό ο οποίος χαρακτηρίζεται και προσδιορίζεται κοινά και αναγνωρίσιμα.
Αυτή η προσέγγιση είναι διαφορετική από την κυρίαρχη. Αξιοποιεί τη μαρξιστική και διαλεκτική σκέψη για την ιστορία. Η αστική τάξη κατέχει την εξουσία και έχει τη δύναμη και τους μηχανισμούς να παράγει την εθνικιστική ιδεολογία ή ηπιότερους εθνικισμούς που γίνονται η ψυχοκοινωνική βάση για τη συγκρότηση των εθνών. Η σκέψη των συγγραφέων θυμίζει τη σχολή της Φρανκφούρτης που συνδύασε τη σκέψη του Μαρξ και την ψυχαναλυτική διείσδυση του Φρόιντ.
Έτσι, οι κοινωνικές δομές και το ιστορικό γίγνεσθαι, όπως καθορίζονται από τις υλικές δυνάμεις και τις σχέσεις που αυτές καθορίζουν, αντανακλώνται στη συνείδηση η οποία διαμορφώνεται ψευδώς και παράγει ιδεολογία. Με τη συνεισφορά της ψυχολογίας ερμηνεύονται κριτικά τα φαινόμενα της ιεροποίησης και της συναισθηματικής επένδυσης των συμβόλων όπως η σημαία. Η σημαία αποτελεί το συγκεκριμένο υλικό σύμβολο της αφηρημένης ιδέας του έθνους.


silisav sidinoemis καθρεφτιζόμενος

Τρίτη, Μαρτίου 10, 2009

2770 χαρακτήρες για τη διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας του Δημήτρη Ε. Τομπαΐδη

Αποτελεί εξέλιξη εγχειριδίου σημειώσεων για τη ΣΕΛΜΕ. Σαφές και κατανοητό, χωρίς επιστημονισμούς, αλλά με επιστημονική εγκυρότητα. Γραμμένο στο πνεύμα που δηλώνει ο τίτλος, όταν δηλαδή η διδασκαλία της νεοελληνικής αντιμετώπιζε τα πρακτικά προβλήματα που ανέκυπταν από τη σχολική τάξη. Ο συγγραφέας ήταν από αυτούς που «στρατεύτηκαν» για την αποτελεσματική διδασκαλία της δημοτικής.
Το βιβλίο έχει τόσο τα απαραίτητα θεωρητικά στοιχεία γενικής γλωσσολογίας, όσο και συγκεκριμένα για τη συγχρονία και τη διαχρονία της νεοελληνικής. Με συνοπτικό τρόπο παρουσιάζονται οι πρώτες επιστημονικές προσεγγίσεις και οι βασικές έννοιες που θεμελιώθηκαν από τον Φερντινάντ ντε Σωσσύρ (Ferdinand de Saussure) και οι δομιστικές / στρουκτουραλιστικές (structuralism) σχολές που ακολούθησαν στη γλωσσολογική επιστήμη. Να σημειωθεί ότι ο Νόαμ Τσόμσκι (Noam Chomsky) και η Γενετική Μετασχηματιστική Γραμματική της οποίας είναι εισηγητής κατατάσσεται στις στρουκτουραλιστικές θεωρίες. Αυτά στις πρώτες σαράντα σελίδες.
Ακολουθούν παρατηρήσεις γραμματικής φύσης με σαφή επισήμανση ότι πρόκειται για ιστορική, διαχρονική προσέγγιση της γλώσσας. Ο Μιχάλης Οικονόμου, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ο Γεώργιος Χατζιδάκης είναι συνηθισμένες αναφορές του συγγραφέα. Η κριτική προσέγγιση που κάνει είναι το ενδιαφέρον αυτών των σελίδων. Όπως, για παράδειγμα, η τεκμηριωμένη διαπίστωση ότι στη νεοελληνική γλώσσα δεν έχουμε απαρέμφατο και απαρεμφατική σύνταξη. Ότι η ποντιακή διάλεκτος δεν έχει παρακείμενο (σελ. 151). Ότι η προφορά των φωνηέντων δε διαφοροποιείται σε μακρά και βραχεία, αλλά μπορεί να την αντιληφθεί κανείς στα βόρεια γλωσσικά ιδιώματα της χώρας μας, ειδικότερα στα τονιζόμενα φωνήεντα (βρέχει, που ακούγεται βρέεχει), όπου βέβαια, κατά τη «γραμματική» το έψιλον είναι βραχύχρονο.
Επίσης, κριτικά και συγκριτικά με πίνακες παρουσιάζονται, στις σελίδες 124-130 τα συστήματα κλίσης των ονομάτων σύμφωνα με α) τον Τριανταφυλλίδη, β) τον Τσομπανάκη και γ) τον Μπαμπινιώτη.
Σχετικά με το λεξιλόγιο της νεοελληνικής ο συγγραφέας παρουσιάζει την άποψη του Τριανταφυλλίδη από τις σελ. 90-103 της Γραμματικής του. Διακρίνονται τρία στρώματα λέξεων. Λέξεις που μπήκαν εξαρχής, από την αρχαιότητα στην ελληνική γλώσσα, λέξεις που μπήκαν από τη χριστιανική εποχή ως περίπου το 1800 και τρίτο, λέξεις που μπήκαν από το 1800 και εξής. Μπορείτε να βρείτε τις σελίδες 190 – 196 από το βιβλίο του Τομπαΐδη ΕΔΩ. Αυτή η περιγραφική παρουσίαση του νεοελληνικού λεξιλογίου έχει σημασία γιατί είναι σαφώς αποϊδεολογοποιημένη, όταν στη δεκαετία του ’80 η αρχαία ελληνική άρχισε να ξαναπαρουσιάζεται ως λεξιλογικός πλούτος από όπου πρέπει να αντλεί η νεοελληνική.
Τέλος σε δέκα περίπου σελίδες ο συγγραφέας δίνει χρηστικές συμβουλές για τη διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας. Συμβουλές χρήσιμες και σήμερα. ΕΔΩ

silisav sidinoemis καθρεφτιζόμενος

Δευτέρα, Μαρτίου 09, 2009

6806 χαρακτήρες για τα γλωσσικά Β΄ του Γιάννη Η. Χάρη

Τα γλωσσικά Β είναι οι επιφυλλίδες που έγραψε ο Γιάννης Χάρης στα Νέα κατά το διάστημα 2003-2007. Είναι το υλικό που με αλλαγές και προσθήκες βγήκε σε βιβλίο, «Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη», β΄ τόμος. Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε με βάση την ανάγνωση των επιφυλλίδων, όπως είναι αναρτημένες στο μπλογκ του συγγραφέα. Θεωρώ χρέος να αναφερθώ συγκεκριμένα στο βιβλίο. Ψάχνοντας στο Ίντερνετ βρήκα ότι κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις το Νοέμβριο 2008 σε μέγεθος 21χ14 και με μαλακό εξώφυλλο. 448 σελίδες και τελική τιμή 19.80 €.
Μια σκέψη ακόμα με αφορμή αυτό το «βιβλίο», αλλά και το ομότιτλο α΄ τόμο, για το οποίο είχα γράψει εδώ. Νομίζω ότι είναι άλλος ο αναγνώστης της εφημερίδας, άλλος του Ίντερνετ και άλλος του βιβλίου, ακόμη και αν είναι το ίδιο πρόσωπο! Θέλω να πω ότι η δημοσίευση του περιεχομένου των βιβλίων δεν επηρεάζει αρνητικά την πώληση των βιβλίων. Δεν ξέρω αν έχει γίνει κάποια σχετική έρευνα. Θα είχε πολύ ενδιαφέρον.
Προχωρώ στα κείμενα. Στον Α΄ τόμο ο συγγραφέας είναι περισσότερο ενδογλωσσικός και χρηστικός. Εστιάζει κυρίως σε παρατηρήσεις σχετικές με τη δομή της γλώσσας, δηλαδή το συντακτικό, το κλιτικό σύστημα κλπ. Εδώ, στα γλωσσικά Β΄, γίνεται περισσότερο πολιτικός. Με συγκεκριμένη γλωσσική τεκμηρίωση και αφετηρία βγαίνει έξω από τη γλώσσα για να σχολιάσει και να αντιπαρατεθεί με απόψεις που δεν υπηρετούν τη γλώσσα, αλλά θέλουν να τους υπηρετεί η γλώσσα και να την εκμεταλλεύονται σαν εργαλείο ιδεολογικής επιβολής. Ο ίδιος επισημαίνει ότι «κάθε θέση στο γλωσσικό συνεπάγεται ιδεολογία (όπως και η «ουδέτερη» μη θέση!). Άλλο όμως να ξεκινάς από την επιστήμη και να φτιάχνεις την ιδεολογία σου και άλλο να ξεκινάς από την ιδεολογία για να «φτιάξεις» την επιστήμη (σου)». Αυτός ο άξονας ανιχνεύεται καθώς ο συγγραφέας αποκαλύπτει με τόλμη την ιδεολογική αφετηρία του Γ. Μπαμπινιώτη, της Εκκλησίας, των παραεπιστημονικών απόψεων. Σχολιάζοντας τα Λεξικά και τη Γραμματική του Γ. Μπαμπινιώτη επισημαίνει την ασυνέπεια που τα χαρακτηρίζει. Σχετικά με τα Λεξικά τεκμηριώνει την απουσία ενός σαφούς κριτηρίου ορθογράφησης, αφού σε άλλες περιπτώσεις ακολουθείται το ετυμολογικό κριτήριο και προτείνεται η γραφή αγώρι, τσηρώτο, κλπ και σε άλλες το κριτήριο της χρήσης, για παράδειγμα τραβώ (τραυώ, ταυρώ). Η υπερετυμολόγηση που χαρακτηρίζει το λεξικό μάλλον υπηρετεί την ιδεολογική θέση που θέλει την ελληνική γλώσσα μία και ενιαία, χωρίς να παίρνει υπόψη της τις βαθιές τομές και αλλαγές που έγιναν κατά τα ελληνιστικά χρόνια, οπότε και διαμορφώθηκε η κοινή ελληνιστική, η βάση της (σημερινής) κοινής νεοελληνικής. Σε άλλο σημείο αποκαλύπτει ότι σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν ξεχωριστά λήμματα για υποκοριστικά λέξεων και έτσι αυξάνεται ο «πλούτος» του λεξικού. Οι λέξεις σε πολλές περιπτώσεις ταξινομούνται μηχανικά από υπολογιστή και αυτό δημιουργεί δυσκολίες στη χρήση. Επίσης, επισημαίνονται τα λάθη της πρώτης έκδοσης, τόσα και τέτοια που ο Π. Μπουκάλας χρησιμοποίησε τον όρο «βιαστικογραφία». Προσωπικά βρίσκω μία σημαντική αιτία στην βιασύνη να προλάβει την έκδοση του Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής από το Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη το 1998. Σε συνδυασμό με το διαφημιστικό θόρυβο για το λήμμα Βούλγαρος, το λεξικό έγινε ευρέως γνωστό και ευπώλητο! Τα υπόλοιπα ουσιαστικά και πραγματικά λάθη του Λεξικού έμειναν στο στενό κύκλο όσων ενδιαφέρονται πραγματικά για τη γλώσσα. Ενδεικτικά, μπορείτε να δείτε εδώ όσα ξαναθυμίζει ο Γιάννης Χάρης. Το συγκεκριμένο ποστ έχει και ενδιαφέροντα σχόλια. (Αν συνεχίσω να τεκμηριώνω έτσι όσα γράφω, θα γεμίσω το μπλογκ του συγγραφέα με συνδέσμους στις αναρτήσεις του. Δύο ακόμα και τέλος).
Πρώτα ότι «η επιστήμη αποδεικνύεται γενικά ανίσχυρη μπροστά στην ιδεολογία». και μετά ότι «η συζήτηση είναι υπονομευμένη εξαρχής από την ιδεολογική παράμετρο, όπως καθετί σχετικό με τη γλώσσα, από μια ιδεολογία που πάντως σήμερα δεν έχει άμεση σχέση με την πολιτική ταυτότητα».
Ο συγγραφέας σχολιάζει εξίσου τολμηρά το ρόλο και την γλωσσική ιδεολογία της εκκλησίας. Βασική διαπίστωση του είναι ότι η γλώσσα της εκκλησίας έρχεται σε αντίθεση με τη γλώσσα της Καινής Διαθήκης. Τα χριστιανικά κείμενα, γενικότερα, είναι γραμμένα στην ομιλούμενη κοινή ελληνιστική γλώσσα της εποχής. Η Εκκλησία επιλέγει να χρησιμοποιεί μία γλώσσα που αρνείται την ομιλούμενη και την εξέλιξή της. Ο συγγραφέας τολμά χωρίς να προσβάλλει, χωρίς να αμφισβητεί «την ευεργετική για πολύ κόσμο επίδραση της θρησκείας», (δεν κάνω παραπομπή, γκουγκλάρτε το!).
Αγχώθηκα γιατί ξεπερνάω κατά πολύ το όριο των λέξεων για ένα ιντερνετικό κείμενο. Γίνομαι λακωνικότερος. Με το ίδιο πολιτικό πνεύμα ο Γιάννης Χάρης αποκαλύπτει τον ψευδοεπιστημονισμό της έρευνας που καθοσιώνει το πολυτονικό και άλλες ψευδοεπιστημονικές απόψεις και γλωσσολογήματα. Επισημαίνει τη σύγχυση που δημιουργεί η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο Γυμνάσιο, τη διαφορετική προφορά της αρχαιοελληνικής από τους αρχαιοέλληνες που διαβάζαν ο,τι γράφαν και γράφαν αυτό που προφέραν, την εσφαλμένη ταύτιση γλώσσας και γραφής, τις ανυπόστατες κινδυνολογίες, την κατάχρηση του λαμβάνω που λαμβάνει λαβές με κάθε λήψη του λόγου από τους λαμβάνοντες την τιμή να μιλήσουν σε εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα...
Τέλος, θα σταθώ σε δύο (!) σημεία. Πρώτο τέλος, όσα γράφει για την επιμέλεια και τους επιμελητές εκδόσεων. Δουλειά που την ξέρει καλά ο Γιάννης Χάρης και φαίνεται ότι την ξέρει από το σχολαστικό τρόπο που σχολιάζει τα γλωσσικά ζητήματα. Προφανώς η επιμέλεια εκδόσεων αποτελεί συνεχή μαθητεία στη γλώσσα. Σ’ αυτές τις επιφυλλίδες είναι συχνές οι αναφορές στον Ελύτη και στον τρόπο που αντιμετώπιζε, «με γενναιοδωρία», και δεχόταν τις διορθώσεις που του πρότειναν. Οι πληροφορίες που δίνει είναι ουσιαστική παρουσίαση του συγγεκριμένου επεγγέλματος.
Δεύτερο τέλος, η αναφορά του στον υπόγειο κόσμο του Ίντερνετ και στην ουσιαστική δουλειά για τα γλωσσικά ζητήματα, η οποία γίνεται σε μπλογκ όπως οι ανορθογραφίες, το περιγλώσσιο κλπ. Σε αντίθεση με το συντηρητισμό των εφημερίδων βρίσκουμε στο Ίντερνετ κείμενα εύστοχα και ενημερωμένα για τα γλωσσολογικά θέματα.
Τελευταίο τέλος (παρά το άγχος της έκτασης και τη δήλωση ότι θα σταθώ σε δύο σημεία). Ο λόγος του Γιάννη Χάρη συχνά χαρακτηρίζεται από οξύτητα, αλλά διδάσκει το ενδιαφέρον για τη γλώσσα, το σεβασμό στους απλούς χρήστες – ομιλητές της και στους μελετητές της που προσπαθούν να τη γνωρίσουν και να την περιγράψουν. Αυτή η στάση τον ωθεί να μη δέχεται την «κτητορική» αντίληψη όσων θέλουν να την «κανονίζουν» και να επιβάλλουν τρόπους αντίθετους με το γλωσσικό αίσθημα. Πέρα από τις γραμματικές και τους νόμους που διέπουν τη γλώσσα, το ουσιαστικό κριτήριο που προσεγγίζονται τα γλωσσικά ζητήματα είναι το γλωσσικό αίσθημα που δεν απαιτεί τις ειδικές γνώσεις για τη γλώσσα, αλλά πηγάζει από τη γνώση της γλώσσας. Αυτό χαρακτηρίζει τόσο τους ειδικούς όσο και τους απλούς χρήστες.
Εννοείται ότι σχολιάζονται και πολλά άλλα ενδιαφέροντα θέματα. Τέλος.

Κυριακή, Μαρτίου 08, 2009

4551 χαρακτήρες για το βιβλίο Γλώσσα και Πολιτική του Δημήτρη Χατζή

Σύντομο βιβλίο ενενήντα πέντε σελίδων γραμμένο το 1975. Στον άτιτλο πρόλογο του ο συγγραφέας εστιάζει στη γλώσσα του νέου Συντάγματος και επισημαίνει τη σημασία της και την ευκαιρία που είχε η ελληνική πολιτεία να καθιερώσει με τον πιο επίσημο τρόπο τη χρήση της δημοτικής γλώσσας. Λίγοι ήταν εκείνοι οι πολιτικοί που στάθηκαν στη σημασία που έχει η γλώσσα στην οποία συντάσσεται το θεμέλιο κείμενο ενός κράτους.
Ακολούθως το πρώτο μέρος του βιβλίου τιτλοφορείται «το χάος που είναι γύρω μας: αποτέλεσμα της διγλωσσίας». Αυτό στάθηκε και το πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου. Ο συγγραφέας προχωρά σε εύστοχες γλωσσικές παρατηρήσεις που δείχνουν τις επιπτώσεις και τη σύγχυση που προκαλείται εξαιτίας της διγλωσσίας, της διάστασης ανάμεσα στην ομιλούμενη δημοτική γλώσσα και την επίσημη γραπτή καθαρεύουσα. Οι δυο γλώσσες είναι δύο διαφορετικά γραμματικά συστήματα. Η καθαρεύουσα ως τεχνητή γλώσσα μιμείται τους τρόπους του αττικισμού και την αρχαία αττική διάλεκτο. Η κοινή που διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια των αλεξανδρινών χρόνων είναι η γλώσσα σταθμός που ξεχωρίζει τις αρχαίες διαλέκτους από την κατοπινή εξέλιξη της ελληνικής ως τις μέρες μας. Τότε διαμορφώνονται οι διαφορετικές δομές της σημερινής δημοτικής γλώσσας. Η συνύπαρξη καθαρεύουσας και δημοτικής σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του ελληνικού κράτους προκαλέι το χάος, τη σύγχυση. Έτσι το κλονισμένο γλωσσικό αίσθημα οδηγεί στο υβριδικό αποτέλεσμα που ο συγγραφέας ονομάζει «καθομιλούμενη».
Ακολουθεί σύντομη αναδρομή στην ιστορία της διγλωσσίας. Επισημαίνεται η ύπαρξη ιδιωμάτων και η δημιουργία μίας προφορικής κοινής που γίνεται αντιληπτή από όλους. Στο σημείο αυτό της ασυνεννοησίας, πριν από την προφορική κοινή, της «Βαβυλωνίας», παρουσιάστηκε ως λύση η υιοθέτηση μιας άλλης γλώσσας ως εθνικής, που θα είναι και η γραπτή γλώσσα. Έτσι, απέναντι στην προφορική κοινή έχουμε τη γραπτή «φιλολογική» γλώσσα. Κατά το συγγραφέα αυτή η διάσταση καθορίζει και την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας που αποτυπώνει την πορεία, ώστε να γίνει η προφορική κοινή αποδεκτό όργανο γραπτής έκφρασης.
Το τρίτο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στις ψευτολύσεις και την πραγματική λύση. Το πρόβλημα σαφώς τοποθετείται στην ύπαρξη της καθαρεύουσας. Η άποψη που τη θέλει ισότιμη δεν είναι λύση γιατί οδηγεί στη διατήρησή της και στη διαιώνιση της διγλωσσίας. Λύση είναι μόνο η οριστική αποβολή της καθαρεύουσας και η αναγνώριση και αναγωγή της δημοτικής σε μοναδικό εκφραστικό όργανο. Και εδώ χρειάζεται η πολιτική απόφαση. Ζήτημα απώλειας της παράδοσης δεν τίθεται γιατί το παρελθόν θα συνεχίσει να είναι αντικείμενο ενδιαφέροντος, αλλά ακριβώς ως παρελθόν. Η ιστορία της γλώσσας, αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι – κοινή ελληνική – μεσαιωνική – νεοελληνική, δείχνει τη συνέχεια της γλώσσας.
Το γλωσσικό ζήτημα είναι ένα και είναι πολιτικό ζήτημα και με πολιτικό τρόπο μπορεί να λυθεί. Τα γλωσσικά ζητήματα που είναι σχετικά με την καλή χρήση της δημοτικής θα βρουν και αυτά τη λύση τους. Εδώ απαιτείται η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Το βιβλίο που με έμφαση επισημαίνει τον πολιτικό χαρακτήρα του γλωσσικού ζητήματος απηχεί τη δυναμική απαίτηση για οριστική λύση. Η μεταρρύθμιση που συνδέθηκε με το όνομα του Γεωργίου Ράλλη και του Εμμανουήλ Κριαρά θα είναι η πολιτική και εκπαιδευτική έκφραση αυτού του αιτήματος.
Όλα αυτά είναι γνωστά. Γιατί επιμένω ξανά και ξανά και γράφω για διάφορα βιβλία που όλα συγκλίνουν στο ίδιο θέμα; Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Ενώ δηλαδή είναι γνωστά, οικεία, αυτονόητα, λογικά έχει επιβληθεί τις δύο τελευταίες δεκαετίες μια αντίθετη μυθολογία που τα «σκεπάζει». Σαφώς η καθαρεύουσα έπαψε να έχει τους υποστηρικτές της. Όμως ένα νέο ιδεολόγημα ήρθε να επιβάλει την κυριαρχία των νεκρών γραμματικών τύπων. Η ταύτιση της γλώσσας με τη γραμματεία, της αρχαίας ελληνικής γλώσσας με την αρχαία ελληνική γραμματεία. Η επαναφορά της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο γυμνάσιο είναι αστήρικτη και αιτιολογείται μόνο με τέτοια ιδεολογήματα. Η αρχαιοελληνική γραμματεία παρουσιάζεται ως δημιούργημα της αρχαίας γλώσσας. Άρα καθαγιάζεται ως κορυφαία γλωσσική μορφή η αττική διάλεκτος. Πώς γίνονται αποδεικτά αυτά τα αστήρικτα ιδεολογήματα; Πώς διεμβόλισαν κάθε πτυχή της κοινής γνώμης και έγιναν κυρίαρχη ιδεολογία; Πώς φτάσαμε πάλι στο σημείο να μαστιγώνουμε τους μαθητές – ευτυχώς όχι του δημοτικού – με περισπωμένες και ευκτικές, με απαρεμφατικές και αττικές συντάξεις;
Αν λοιπόν όλα αυτά είναι γνωστά – και είναι – γιατί δε βλέπουμε μέσα από αυτό το κριτικό πρίσμα την επιστροφή της καθαρευουσιάνικης λογικής πίσω από το ιδεολογικό άλλοθι της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας;

Και ένα κείμενο του Παναγιώτη Νούτσου για το Δημήτρη Χατζή, στο Βήμα

Σάββατο, Μαρτίου 07, 2009

6384 χαρακτήρες για το βιβλίο του Γιάννη Μ. Καλιόρη, Παρεμβάσεις ΙΙ, Γλωσσικά

Ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο με σκοπό να δω την αντεπιχειρηματολογία σχετικά με την άποψη που είχα ήδη υιοθετήσει για τη διαχρονία της γλώσσας. Δε ξέρεις ποτέ...
Αποτελεί συλλογή κειμένων γραμμένων στις αρχές της δεκαετίας του ’80 όταν εκδηλώθηκε η αντίδραση στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις του 1976. Οι στρεβλώσεις της πολιτικής ήταν τέτοιες που η «νεοσυντηρητική» οπτική διεμβόλισε όλους τους πολιτικούς χώρους. Υπάρχουν κείμενα που δημοσιεύτηκαν σε ποικίλα περιοδικά όπου διεξάγονταν διάλογος για τη γλώσσα, στο Αντί, στον Πολίτη κλπ, όπως και στην έκδοση του ελληνικού γλωσσικού ομίλου.
Ο συγγραφέας ονομάζει τα κείμενά του «δοκίμια πολεμικού χαρακτήρα» (σελ. 28). Η οπτική που διαρθρώνει τη σκέψη του χαρακτηρίζεται από την πεποίθηση της ενότητας και του ενιαίου χαρακτήρα της ελληνικής γλώσσας, του κινδύνου να αφελληνιστεί εξαιτίας των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων γιατί μένει ανυπεράσπιστη σε κινδύνους όπως οι επιδράσεις που δέχεται από άλλες γλώσσες.
Τα περισσότερα κείμενα έχουν υπότιτλους που τα προσδιορίζουν ως «απάντηση σε ....» και ακολουθούν ονόματα όπως του Α. Σιδέρη, του Γ. Αράγη, του Α. Γκότοβου, της Α. Φραγκουδάκη, του Ε. Κριαρά, του Β. Φόρη, του Δ. Τομπαΐδη, του Φ. Βώρου κλπ.
Ο επιτηδευμένος και μακροπερίοδος λόγος με δυσκόλεψε. Φαίνεται ότι αποτελεί στοιχείο της ιδιολέκτου του συγγραφέα. Πολλές φορές η τελεία έρχεται μετά από 7-8 σειρές και περισσότερο, μετά από 80-90 λέξεις. Επέμενα θέλοντας να εντοπίσω συγκεκριμένα στοιχεία, τεκμήρια και κριτικές που να στηρίζουν τις γενικόλογες απόψεις. Ιδιαιτέρως φτωχά και επιλεκτικά μονομερή δε με πείσανε ή, για να είμαι δίκαιος, δε με μεταπείσανε. Παράδειγμα από τις σελίδες 153-155, η θέση ότι «στη σύγχρονη κοινή, οι 9 λέξεις στις 10 επλάσθησαν από τη λόγια γλωσσική παράδοση». Επίσης, δυσκολία στην ανάγνωση, αλλά και άσχημη εντύπωση μου έκανε το πλήθος χαρακτηρισμοί που έχουν και απροκάλυπτα προσβλητικό χαρακτήρα. Ενδεικτικά: «του κ. Δ. Τομπαΐδη, κατ’ εξοχήν εκφραστού της παρωπιδοφόρου αντιλήψεως για τη γλώσσα» (σελ. 23), «δασκάλων και καθηγητών που πλειοδότησαν σε μισαλλόδοξη μονολιθικότητα» (σελ. 25), εγκλωβισμένους κι αυτούς στη στρούγκα των κομμάτων» (σελ. 23). Ο ίδιος κρατά το ρόλο τιμητή που διαπιστώνει ότι «οι σπουδές εξελίσσονται σε επιστημονική οργάνωση της άγνοιας».
«Η πανθομολογούμενη κατάπτωση της νεοελληνικής» τεκμαίρεται με την επίκληση στην αυθεντία πολιτικών όπως ο Λαλιώτης (σελ. 35), - που σαφώς δεν είναι ειδικός, ώστε η γνώμη του να βαραίνει περισσότερο από κάποιου ανώνυμου γείτονα μας, - την οποία θεωρεί αυταπόδεικτη ο συγγραφέας. Ταυτίζεται με τη δική του.
Η Άννα Φραγκουδάκη αποτελεί έναν από τους «αποδέκτες», στόχους του Καλιόρη. Η περιφρονητική του στάση τεκμηριώνεται και από την εξακολουθητική αναφορά σε αυτήν μόνο με τα αρχικά του ονοματεπώνυμού της, ως Α. Φ. (σελ. 48-64) Στη σελ. 45 βρίσκει την ευκαιρία να γράψει για την Α. Φ. ότι «ευνοεί προφανώς τη δημοτική όπως αυτή αποτυπώνεται στην περιοριστική Γραμματική Τριανταφυλλίδη...». Μάταια σε όλο το βιβλίο έψαξα να βρω μια αναφορά σε μιαν άλλη περιγραφική ή λιγότερο περιοριστική Γραμματική της Δημοτικής. Προφανώς η Γραμματική του Τριανταφυλλίδη έχει περιοριστικό χαρακτήρα, αφήνει έξω τους τύπους της καθαρεύουσας που δεν έγιναν αποδεκτοί από τους φυσικούς ομιλητές και συναντά κανείς μόνο σε κείμενα καθαρευουσιάνων. Γιατί είναι ενοχλητικό αυτό;
Σε πολλά σημεία δεν καταλαβαίνω από πού απορρέουν αιτιάσεις. Πότε και ποιος απέρριψε τη λογοτεχνική γλώσσα του Καβάφη, του Κάλβου, του Παπαδιαμάντη κλπ; (σελ. 93) Εκτός αν ο συγγραφέας θεωρεί ότι πρέπει να διδάσκεται ως κοινή γλώσσα έκφρασης η ιδιόλεκτος των μεγάλων συγγραφέων. Προφανώς η γλώσσα της λογοτεχνίας και κυρίως της ποίησης έχει άλλες λειτουργίες.
Οι σελίδες περνούν με τις ίδιες γενικόλογες ιδεοληπτικές μομφές για «προοδευτικούς» σε εισαγωγικά (υποθέτω ότι φανερώνουν ειρωνεία και αμφισβήτηση), διανοούμενους, αγροτοποιμένες, λιμενεργάτες και ευθύνες απέναντι στο λαό του οποίου φτωχαίνουν τη γλώσσα (σελ. 104). Η στρέβλωση είναι τέτοια, ώστε αποδίδεται στους δημοτικιστές «ο φετιχισμός του γραμματικού τύπου», ότι «θέλουν να επιβάλουν την αρχή της μονολιθικότητας... από τον οδοστρωτήρα της δημοτικιστικής μονοτυπίας... » (σελ. 134). Μα δεν ήταν ο δημοτικισμός αυτός που απάλλαξε τη γλώσσα από την επιβολή των νεκρών γραμματικών τύπων;
Επιμένω και διαβάζω στα όρια του μαζοχισμού (βίτσιο που μου δημιούργησε η εμμονή μου με τα γλωσσικά κατά τους τελευταίους μήνες;), προσπαθώ να ξεπεράσω τις συνεχείς «πολεμικές» απέναντι «στους στενοκέφαλους φανατισμούς των μαινόμενων ορθοδόξων που μόνο καταστροφές μπορούν να προκαλέσουν» (σελ. 155). Ακόμα και σε περιπτώσεις όπου φαίνεται να υπάρχει συγκεκριμένο ενδιαφέρον, όπως η σχέση της «μητρικής» με την «κοινή ομιλουμένη και γραφομένη» το πλήθος χαρακτηρισμοί κυριαρχεί σε βάρος μιας κυριολεκτικής περιγραφής και απόδειξης (σελ. 172)
Στη σελίδα 201 ο συγγραφέας ξεχνά την υπεράσπιση της πολυτυπίας και θέλει τη διατήρηση των ονομάτων: Κάντιος, Έγελος, Δάντης, Καρτέσιος και όχι τα: Καντ, Χέγκελ, ... ή Kant, Hegel… Εδώ μπαίνω στον πειρασμό να τονίσω την αντίφαση που υπάρχει. Η πολυτυπία είναι επιχείρημα μόνο για τα δικαιώματα που μας συμφέρουν; Άλλα έλεγε στη σελίδα 134. (Επίσης, θα μπορούσε εδώ να ανοίξει μεγάλη κουβέντα για το σεβασμό στα ονόματα των άλλων).
Σε άλλες περιπτώσεις (σελ. 210- 218) ο συγγραφέας υπερασπίζεται την αφομοιωτική δύναμη που έχει η γλώσσα να ενσωματώνει ξένες λέξεις στο κλιτικό της σύστημα. Έχει απόλυτο δίκιο, αλλά δεν έχει αντίπαλο! Ίσως γι’ αυτό απουσιάζουν οι χαρακτηρισμοί. Αλλά όλα όσα επισημαίνει ως τη σελίδα 247 μάλλον είναι συγκυριακά χαρακτηριστικά εισόδου ξένων λέξεων και όχι «γλωσσικός αφελληνισμός». Εξάλλου αν δεχθούμε τον κίνδυνο «γλωσσικού αφελληνισμού» μάλλον αμφισβητούμε τη δύναμη της γλώσσας να αφομοιώνει τις ξένες λέξεις.
Η κινδυνολογία για το «γλωσσολογικό αφελληνισμό» μετατρέπεται σε υμνητική διάθεση για την καθαρεύουσα (σελ. 273).
Στη σελίδα 337 ο συγγραφέας δηλώνει ότι οφείλουμε τα 3/4 του σύγχρονου λεξιλογίου στη λόγια συνιστώσα της γλώσσας. Είναι μία καλή έκπτωση από τα 9/10 που έγραφε στη σελίδα 153.
Στις υπόλοιπες σελίδες, ως την 387, κυριαρχεί το ιδεολόγημα ότι η αρχαία ελληνική αποτελεί την τροφό της νεοελληνικής και την προϋπόθεση για την οικειοποίηση της.
Ευτυχώς το βιβλίο ήταν δανεικό. Θα ήθελα να βρω συγκεκριμένα στοιχεία, αναφορές και επιχειρήματα. Tα ιδεολογήματα και οι υβριστικοί χαρακτηρισμοί θολώνουν το νου, ξεγελούν, δεν πείθουν.
silisav sidinoemis καθρεφτιζόμενος

Κυριακή, Μαρτίου 01, 2009

η αηδονόπιτα, Ισίδωρος Ζουργός

σου γράφω για την ανάγκη μου
να τα διαφυλάξω όλα, πιο πολύ γιατί καμιά συγκίνηση
δεν πρέπει να σβήνει και να χάνεται αχαρτογράφητη


Ξεκίνησα με κάποια επιφύλαξη το συγκεκριμένο βιβλίο , για πολλούς και διάφορους λόγους: αρχικά από μια προσωπική καχυποψία απέναντι στους σύγχρονους νεοέλληνες λογοτέχνες, που κατά κανόνα μ’ απογοητεύουν. Κατά δεύτερον, από μια ακόμα μεγαλύτερη καχυποψία απέναντι στο πολύπαθο είδος «ιστορικό μυθιστόρημα», και ειδικότερα όταν ιστορικό υπόβαθρο είναι η εποχή της ελληνικής επανάστασης… εποχή φορτισμένη από ιστορίες που μας πάνε πίσω σε αθάνατες σχολικές γιορτές και σελίδες εθνικιστικού ηρωισμού. Τέλος, ο τίτλος «αηδονόπιτα» με τις συνυποδηλώσεις του λειτουργεί μάλλον αρνητικά, θυμίζοντας ανελέητα το φοβερό κι απροσδόκητο στίχο «θα σφάξουμε ένα αηδόνι» των Ν. Γκάτσου/Μ. Χατζιδάκι.
Οι επιφυλάξεις μου διαλύθηκαν στις πρώτες κιόλας σελίδες και στη συνέχεια ξεπεράστηκε και η πιο αισιόδοξη προσδοκία! Πέρα από ένα πολύ σύντομο διάστημα προσαρμογής στο γλωσσικό ιδίωμα (επεξεργασμένο σε ορισμένα σημεία προς το «ποιητικότερον») για το οποίο αναρωτιέσαι πόσο πλαστό μπορεί να είναι, ο λόγος «ρέει» και η αφήγηση είναι συναρπαστική. Όχι, δεν υπάρχει η αναμενόμενη εκζήτηση πίσω από τους ιδιωματισμούς, (κάτι που συναντά π.χ. κανείς στα τελευταία έργα της Ζ. Ζατέλη). Ο συγγραφέας έκανε τη δύσκολη επιλογή να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα της εποχής, κατά περίπτωση ιδιωματική, κρατώντας όμως ένα ύφος μετριοπαθές και μεστό, χωρίς υπερβολές κι επίδειξη. Συνολικά εκτιμώντας, θα έλεγα ότι παρόλο που ο πήχης είναι πολύ ψηλά το αποτέλεσμα είναι απογειωτικό. Σ’ ένα εγχείρημα με μεγάλες δυσκολίες και αντιστάσεις, κατάφερε να δώσει πνοή και ρυθμό, αλλά κατά τη γνώμη μου έχασε το μέτρο σε παράγοντες δευτερεύοντες, κι αυτό αφορά μόνο κάποια στοιχεία πλοκής στις τελευταίες 150 σελίδες (σε σύνολο 600 περίπου). Σα να’ γραψε δηλαδή ένα πολύ εμπνευσμένο ποίημα, ενώ του ξέφυγαν κάποιες εύκολες ανορθογραφίες.

Πρόκειται λοιπόν για ένα «χορταστικό» μυθιστόρημα κλασικό, όχι πρωτοποριακό, όχι μοντέρνο ή μεταμοντέρνο. Με αρχή- μέση- τέλος, με πολλούς και διαφορετικούς ήρωες, με πολλές παράλληλες ιστορίες που αλληλομπλέκονται κι έρχονται κι αυτές, αργά ή γρήγορα να «κλείσουν» (ίσως κι αυτό να είναι μια ακόμα αδυναμία σε βάρος της αληθοφάνειας). Δεν κάνει το λάθος να ξεκινήσει ο συγγραφέας τοποθετώντας το χωροχρόνο του σε γεγονότα πολύ γνωστά και μυθοποιημένα. Δεν κάνει «ιστορία», φαίνεται ξεκάθαρα ότι δεν είναι αυτή η πρόθεσή του, κι έτσι δεν πέφτει στην παγίδα της μυθοποίησης. Ούτε οι –βασικοί- ήρωές του είναι … γνωστοί ήρωες.
Η εξιστόρηση αρχίζει τον Ιούνιο του 1821 στη βόρειο Ελλάδα, για την ακρίβεια στη Θεσ/κη. Σκοτεινή και άγνωστη εν πολλοίς η τύχη της Θεσ/κης τον καιρό εκείνο, με πολλά αντίποινα από τους Τούρκους, που επηρέασαν και την τύχη του μεγαλέμπορου άρχοντα της εποχής Ασημάκη και της κόρης του Λαζαρίνας. Μες στη βροχερή νύχτα δυο από τους ήρωες του μυθιστορήματος, ο λαβωμένος καπετάν Νικήτας κι ο μπιστικός του ο Γιαννακός (αν δεν τον ήξερες και τον έβλεπες από μακριά, μπορεί να τον έκανες και γυναίκα, είχε εκείνο το χάρισμά τους να μαζεύονται και να μην πιάνουν χώρο. Έτσι κι αυτός μπορούσε να μικραίνει και να χάνεται από προσώπου γης, άφαντος και μεγαλόχαρος) αναζητούν καταφύγιο στο κατεστραμμένο αρχοντικό του Ασημάκη.
Η τριτοπρόσωπη αφήγηση που παρακολουθεί τα δρώμενα στο σπίτι του Ασημάκη εναλλάσσεται με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Γκάμπριελ, Αμερικανού φιλέλληνα, που στην προσπάθειά του να ξεφύγει από τα προσωπικά του προβλήματα αποφασίζει να ενισχύσει τον επαναστατικό αγώνα των Ελλήνων. Φύση τυχοδιωκτική αλλά και ποιητική, με την κλασική παιδεία των φιλελλήνων, καταγράφει στο πολύτιμο τετράδιό του όλες τις σκέψεις και τις εμπειρίες του. Κατά τη γνώμη μου είναι κι ο βασικότερος ήρωας, όχι μόνο λόγω της συνεχούς του παρουσίας σ’ όλο το βιβλίο, αλλά γιατί η ματιά του είναι και η πιο αξιόλογη. Είναι η ματιά του ποιητή. Η ματιά αυτού που βρίσκεται σε απόσταση, αυτού που όταν συμμετέχει, συμμετέχει με συνείδηση, αυτού που «πάσχει», αυτού που έχει την ευαισθησία να βιώνει τις αντιθέσεις. Άλλωστε, με το τέχνασμα του τετραδίου, που κουβαλά ως ιερό αντικείμενο συνέχεια πάνω του, μαθαίνουμε τις πιο μύχιες σκέψεις του συνεχώς, δε βλέπουμε μόνο τη δράση του.
Σελ. 102:
Να μπορούσα μόνο να ήμουν στέρεος άνεμος, να είχα φλέβες από σκληρό κονίαμα να δένουν τους μυς σαν τους αρμούς που συγκρατούν τα χονδρά αγκωνάρια. Να ήμουν άντρας σίγουρος σε κάθε βλεφάρισμα του ματιού, συνεπής σαν τα χελιδόνια της Μάλτας, που συνάζονται στα ακρόστεγα και στα κλαριά πειθαρχημένα, σε ομάδες, για το μεγάλο κατέβασμα του φθινοπώρου πέρα στις ζεστές θάλασσες. Η βεβαιότητα όμως είναι ο θάνατος της ελευθερίας, Ελίζαμπεθ.
Σελ. 254:
Η ζωή μου όλη είναι σαν το αλεύρι, φοβάμαι τον αέρα που θα μου το σκορπίσει κάποτε και τότε θα χαθώ στα ράμφη των περαστικών πουλιών και τις σταγόνες της βροχής.

Οι δυο ιστορίες συναντιούνται σύντομα, και παρακολουθούμε την εξέλιξη και τριτοπρόσωπα και πρωτοπρόσωπα. Η υπόθεση περιπλέκεται σε μεγάλο βαθμό. Προχωρά ωστόσο κατά το «εικός και αναγκαίον», και, παρόλο που συμβαίνουν εξαιρετικά συμβάντα, πείθεσαι ότι δε θα μπορούσαν να εξελιχθούν διαφορετικά. Επί μέρους περιστατικά καθώς οι ήρωες ξεκινούν μια μακρά οδοιπορία και πασχίζουν να ενταχτούν στον αγώνα, θα μπορούσαν να σταθούν ως αυτόνομα αφηγήματα, είναι ωστόσο ταιριασμένα σ’ ένα αρμονικό σύνολο, αποτελούν μια συνέχεια. Πέρα από τα γεγονότα του πολέμου καθώς προχωρά η επανάσταση (πλευρές αθέατες, πτυχές καθημερινότητας), και καθώς οι –εναπομείναντες- ήρωες με χίλιες δυσκολίες φτάνουν και κλείνονται στο Μεσολόγγι, υπάρχει εξέλιξη και σε συναισθηματικό επίπεδο. Η αναγκαστική σχέση της Λαζαρίνας με τον ξεγελασμένο σύζυγό της οπλαρχηγό Νικήτα αλλά κι ο έρωτας που γεννιέται ανάμεσα σ’ αυτήν και στον Γκάμπριελ, μ’ όλες τις δυσκολίες που συνεπάγεται αυτό σ’ αυτές τις συνθήκες, θέτουν ψηλά τον πήχη· και πάλι ο συγγραφέας κατάφερε να μην «εκπέσει» ο λόγος του σε ένα προβλέψιμο ρομάντσο.
Ο Ζουργός είναι μάστορας στη λεπτομέρεια, κι αυτό γιατί φωτίζει την ουσιαστική λεπτομέρεια. Θαρρείς ξεκινά μ’ ένα φακό στο χέρι, μ’ ένα μικροσκόπιο φωτίζει κάθε φορά μια πλευρά της ιστορίας, της πλοκής. Αυτή είναι και η γοητεία του αφηγηματικού του λόγου. Μέσα απ’ την περιγραφή του μικρόκοσμου όμως αναδεικνύει και το σύνολο. Στο βιβλίο αυτό, τουλάχιστον (στο βιβλίο «στη σκια της πεταλούδας» δεν ισχύει αυτό) στήνει διαρκώς μπροστά μας περιστατικά, δεν κάνει αναδρομές, γενικεύσεις, επεξηγήσεις- το κείμενο έχει ως εκ τούτου μια δραματικότητα. Η ροή του κειμένου (χωρίς πολύ κουραστικές επιβραδύνσεις, χωρίς εμμονή σε ανούσια στοιχεία) έχει ένα σταθερό ρυθμό, θεατρικό. Η γραμμικότητα αυτή, παρόλο που εκ πρώτης όψεως μπορεί ν’ ακούγεται «φτωχή», γίνεται αναγκαία. Είναι ο νόμος του φυσιολογικού και αναγκαίου που λέγαμε πριν, όλα φαίνονται φυσιολογικά κι ότι δε θα μπορούσαν να’ ναι διαφορετικά. Έτσι σιγά- σιγά συντίθεται μια εικόνα που είναι ολοκληρωμένη, χωρίς «κενά». Κι αυτό γιατί το κέντρο βάρους του βιβλίου είναι στον εσωτερικό κόσμο των βασικών χαρακτήρων, και ειδικά του Γκάμπριελ. Οι αναφορές του συγγραφέα ακόμα και σε γνωστά από την ιστορία πρόσωπα (Μπάιρον, Παπάφης, Κασομούλης κλπ.) είναι απόλυτα ενταγμένες στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων. Όπως γράφει κι ο Μάνος Κοντολέων στην αντίστοιχη ανάρτησή του, για τον Ζουργό δεν είναι το ιστορικό συμβάν που καθορίζει την εσωτερική εξέλιξη των ηρώων του, αλλά αντιθέτως είναι το άτομο που αναζητά τον εαυτό του μέσα σε μια εποχή και σε ένα τόπο.

Σελ. 250:
Ο Γιαννακός μέσα στον πυρετό του προσπαθούσε να καταλάβει. Ο καπετάνιος μάς ζήτησε να τον ανασηκώσουμε κι έφυγε τρέχοντας προς την είσοδο της σπηλιάς. Σε λίγο ξανάρθε.(..) «Τον έφερα, ρε!» είπε κι οδήγησε το γάιδαρο του Γιαννακού μπροστά στον άρρωστο.
Το καημένο το ζωντανό τρόμαξε από τις φωνές. Ανασηκώσαμε το Γιαννακό- εκείνη την ώρα εγώ έγραφα, πήγα και τον κράτησα με το τετράδιο στο χέρι. Ήταν κολλημένος δίπλα μου, τον έβλεπα ν’ αγκαλιάζει το κεφάλι του ζώου και να το φιλά στα μάτια και στα ρουθούνια. Ήταν να γελάς και να κλαις. Αν ζήσεις ποτέ με την ανάσα του θανάτου στο λαιμό, όπως εμείς χτες στη σκήτη, τότε θα μπορέσεις να καταλάβεις πως η κάθε μέρα που μένεις ζωντανός είναι γιορτή. Η Ιλιάδα, Ελίζαμπεθ, όταν τη διαβάζεις, είναι ζοφερή, οι ήρωές της όμως είναι χαρούμενοι. Τι είν’ αυτό που δίνει, τέτοιες ώρες γεύση στα πράγματα; Η νίκη στο θάνατο, κι ας είναι προσωρινή. Σ’ αυτό το σφιχταγκάλιασμα, ένα από τα δάκρυα του Γιαννακού έπεσε στο χαρτί του τετραδίου και το μούσκεψε. Έκανα γύρω του έναν κύκλο με μελάνι για να το θυμάμαι, όταν περάσουν τα χρόνια.

Ο συγγραφέας σεβάστηκε την ιστορία παραθέτοντας στο τέλος βιβλιογραφία (ίσως θα ήταν ακόμα προτιμότερο, να γίνεται ειδική αναφορά όποτε στην πλοκή αναμειγνύονταν πρόσωπα ιστορικά, όπως ο Παπάφης, ο Κασομούλης στον αγώνα των Μεσολογγιτών, ο Μπάιρον κ.α.). Πάντοτε ο αναγνώστης αναρωτιέται σ' αυτές τις περιπτώσεις πού σταματά η μυθοπλασία και πού αρχίζει η ιστορική αλήθεια. Κάποια επιφύλαξη έχω ως προς την πρωτοβουλία να ταυτιστεί ο Παναγιώτης ο γραμματικός, ένα από τα κύρια πρόσωπα του πρώτου μισού βιβλίου, με τον Ανώνυμο Έλληνα που έγραψε την "Ελληνική Νομαρχία". Σίγουρα ο ρεαλισμός του συγγραφέα σέβεται την ιστορική πραγματικότητα, σίγουρα "κάπως έτσι θα' γινε". Μού φάνηκε όμως κάπως φιλόδοξο ή περιττό. Ωστόσο, ο συγγραφέας στο επίμετρό του επισημαίνει ότι " για το πρόσωπό του η έρευνα μόνο εικασίες έχει να καταθέσει" και ότι "στο κενό που υπάρχει έρχεται η συγγραφική μυθοπλασία και αποπειράται μια ελαιογραφία του προσώπου του με τα φτερά της φαντασίας".


Οι «ανορθογραφίες» για τις οποίες μίλησα στην αρχή αφορούν στοιχεία πλοκής. Ο υπερβάλλων ζήλος όπου όλα πρέπει να ειπωθούν, να ολοκληρωθούν, να τελειώσουν, όπως λέει κι ο Μάνος Κοντολέων σ’ ένα του σχόλιο (στην ίδια ανάρτηση: η κλασική λογοτεχνία (την οποία ο Ζουργός φαίνεται και να την εκτιμά και να επιχειρεί να συνεχίζει τους κανόνες της) συχνά διαθέτει κάποιες τέτοιες αφηγηματικές κάμψεις), είναι τις περισσότερες φορές η αδυναμία των «κλασικών» έργων». Ευχάριστο και ποιητικό πάντα το γράψιμο, αλλά ξέφυγε από τη γοητεία του «φυσικού και αναγκαίου» ο συγγραφέας στις 150 τελευταίες σελίδες. Πρώτη ανορθογραφία το ναυάγιο του Γκάμπριελ. Ωραίες σελίδες (αυτή η αγριότητα ξύπνησε μέσα μου ένα είδος αθωότητας) αλλά κάπως άσχετες. Κι αυτό όμως δε μ’ ενόχλησε τόσο, αν υποθέσουμε ότι ο Γκάμπριελ καταγράφει όλες τις εμπειρίες του ως πολύτιμο βίωμα, απλώς ήταν υπερβολικές οι συμπτώσεις. Ανάλογα, περιττά υπερβολικός μου φάνηκε ο τρόπος διάσωσής τους κατά την έξοδο Μεσολογγίου, οι απανωτές συμπτώσεις διάσωσης μέχρι να φύγουν από την Ελλάδα, και τέλος η αποκάλυψη ότι ο Γκάμπριελ ήταν αδελφός με την Ελίζαμπεθ (την αγαπημένη του στη Βοστόνη!). Προς τι όμως; Ούτε το τελευταίο κεφάλαιο "χρειαζόταν", όπου βλέπουμε τι απέγιναν οι ήρωες μετά 40 χρόνια. Κι αυτό γιατί η «συναισθηματική εξέλιξη» είναι μηδενική και -τι σύμπτωση- εδώ διακόπτεται η «γραμμική» αφήγηση ! Δεν υπάρχει όμως πια εσωτερική εξέλιξη, απρόοπτο, βάθος συναισθημάτων.
Αντίθετα, το κινητήριο "πάθος" φαίνεται να ανυψώνεται στη σελ. 266, στην υπέροχη, κορυφαία στιγμή όπου ο Γκάμπριελ, μάρτυρας του απροσδόκητου έρωτα μεταξύ της Λαζαρίνας και του …άντρα της (είχαν κάθε λόγο να μισιούνται, και μας μάς ξάφνιασε) αποφασίζει να… επέμβει:
Τους πλησίασα, ήταν πια στο έλεος του φεγγαριού, τα χείλη της μου φάνηκαν υγρά. «Δεν έπρεπε να μείνουμε χωρίς σκοπιά, καπετάνιο», φώναξα, «ο τόπος είναι επικίνδυνος». Τον είδα που κούνησε σιωπηλός το κεφάλι, τα μάτια της Αφροδίτης, αυτό το μπλε της με περιεργάζονταν.
Τα πόδια μου έτρεμαν, Ελίζαμπεθ. Το είχα κάνει. Έσπασα την ομορφιά στην πιο επικίνδυνη ώρα της. Τρόμαξα το αηδόνι, τα βατράχια, τους συντρόφους μου, μετάγγισα τη ζήλια και τον τρόμο μου, έκοψα το ξενύχτι της Αφροδίτης.

(…) Τώρα τους βλέπω όλους να κοιμούνται γύρω μου, όλοι δίπλα μου, δε λείπει κανείς. Έριξα μια ματιά στον Νικήτα καθώς κοιμόταν και σκέφτηκα πως ο καθένας πολεμάει τους δικούς του ανεμόμυλους. Ας κρατήσει τούτος ο πόλεμος όσο περισσότερο μπορεί. Δε φοβάμαι πια το θάνατο, δεν τρέμω τα φονικά. Στην ομορφιά όμως και στα μεταξύ τους βλέμματα μένω ανυπεράσπιστος.

Αν υποθέσουμε ότι όλο το σκηνικό χτίζεται γύρω από την κεντρική αυτή μεταστροφή στο συναισθηματικό κόσμο του πρωταγωνιστή Γκάμπριελ, η καμπύλη ολοκληρώνεται όταν πια πεθαίνει ο καπετάν Νικήτας. Έστω, όταν οι ήρωες "καθαίρονται" από τα πάθη τους. Μέσα ή έξω από το Μεσολόγγι, νομίζω αν κάπου εκεί έκλεινε η εξιστόρηση, θα ήταν - κατά τη γνώμη μου πάντα- ένα αριστούργημα στο είδος του.

Χριστίνα Παπαγγελή