Τρίτη, Δεκεμβρίου 12, 2023

το σπίτι στον Βόσπορο, Ζουλφί Λιβανελί

     Άλλη μια συναρπαστική και συγκινητική ιστορία μας αφηγείται ο αγαπημένος Τούρκος συνθέτης και συγγραφέας, μεταφέροντας στον αναγνώστη την ομορφιά του Βόσπορου, την πολυπολιτισμικότητα, την ταχύρρυθμη μεταμόρφωσή, την ιστορία αυτής της περιοχής της Ιστανμπούλ. Όπως γράφει ο ίδιος ο Λιβανελί στον πρόλογο, «η ιστορία της περιοχής αυτής του κόσμου είναι μια ιστορία κατάληψης της περιουσίας του ενός από τον άλλον/σπίτια που αδειάζουν, σπίτια που γεμίζουν, αγώνες δικαστικοί για την κτηματική περιουσία».
     Όλοι γνωρίζουμε την ομορφιά και την ιδιαιτερότητα που είχαν και διατηρούν ακόμα τα «γιαλιά» [1] στην περιοχή του Βόσπορου και των Πριγκιποννήσων, τις τεράστιες αριστοκρατικές ξύλινες επαύλεις χτισμένες πάνω στην όχθη χωρίς να μεσολαβεί κάποιος ελεύθερος χώρος εκτός απ' την απαραίτητη προκυμαία (στις παραλιακές επαύλεις-είδος κατοικίας που δεν υπήρχε στα βυζαντινά χρόνια- οι άνθρωποι διήγαν έναν τρόπο ζωής καθαρά τουρκικό, και, παρά την ευρωπαϊκή εκπαίδευση που δινόταν στα παιδιά, η ζωή στα γιαλιά απηχούσε τον τουρκικό πολιτισμό).
     Ο συγγραφέας χτίζει μια ιστορία που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αληθινή, αλλά πατάει και σε παραμυθιακά στοιχεία, όπως η ξεπεσμένη αρχόντισσα, η κακιά νύφη, ο μεγάλος μοιραίος έρωτας, απότομη μεταβολή της τύχης, οι άνθρωποι οι άξεστοι, κακοποιημένοι και στερημένοι που με την αγάπη μεταμορφώνονται ενσαρκώνοντας την αξία της ανθρωπιάς. Το νόημα της αγάπης αναδεικνύεται έμμεσα, χωρίς υπογραμμίσεις, ενώ ταυτόχρονα βλέπουμε να διεισδύει ο σύγχρονος δυτικός τρόπος ζωής στους ανατολίτικους ρυθμούς και να διαβρώνει τις πατροπαράδοτες αξίες. Αληθοφάνεια σε συνδυασμό με το σασπένς, την διεισδυτική ψυχογράφηση και τη φαντασία είναι τα χαρακτηριστικά που συναρπάζουν τον -ρομαντικό;- αναγνώστη.
     Σε μια τέτοια έπαυλη, σ’ένα από αυτά τα περίφημα «γιαλιά» λοιπόν, έζησε όλη της τη ζωή η «γηραιά κυρία» Λεϋλά, όπως η ίδια ήθελε να την αποκαλούν (και όχι χανούμ/κυρία ή θεία), μέχρι που αναγκάστηκε, με τον θάνατο του παππού της, να πουλήσει την έπαυλη στον Σαλίχ μπέη. Κράτησε όμως τον τίτλο ιδιοκτησίας του μικρού μονώροφου παράσπιτου, που παλιότερα ήταν το σπιτάκι του κηπουρού, κι έζησε εκεί ολομόναχη από 19χρονών. Ο νέος ιδιοκτήτης όμως του κυρίως σπιτιού, Ομέρ Τζεβχέρογλου με την απαράδεκτη σύζυγό του Νετζλά, της κάνει τώρα έξωση με πλαστό έγγραφο από γιατρό (ότι τάχα η Λεϋλά έχει ψυχική νόσο). Η πρώτη πρώτη λοιπόν σκηνή του βιβλίου δείχνει την Λεϋλά καθισμένη πάνω στις βαλίτσες έξω απ’ τον κήπο, να στέκεται αξιοπρεπής για δυο μερόνυχτα επαναλαμβάνοντας «Εγώ γεννήθηκα στο γιαλί, σ’ αυτό έζησα όλη μου τη ζωή κι εδώ σκοπεύω να πεθάνω. Δεν μπορώ να πάω πουθενά αλλού», ενώ γείτονες και γνωστοί -που την αγαπούσαν και την σέβονταν- προσπαθούν να της εξηγήσουν τα… ανεξήγητα.
     Η 77χρονη Λεϋλά, δισεγγονή του Βόσνιου πρόσφυγα («μουχατζίρ από τη Ρούμελη»), που από Μικρή Κυρία έχει γίνει τώρα «Μεγάλη Κυρά», έχει μεγαλώσει με τη γιαγιά και τον παράλυτο παππού, τον Μπόσναλι Αμπντουλλάχ Αβνί πασά που ήταν ένας από τους αξιωματικούς που πολέμησαν στον πόλεμο «για να μη χαθεί η Ρούμελη» (η απώλεια των εδαφών της αυτοκρατορίας στην Ευρώπη θεωρούνταν στο σπίτι εκείνο κάτι σαν τον θάνατο αγαπημένου μέλους της οικογένειας, που το πένθος του θα διαρκούσε για πάντα. Αργότερα η Λεϋλά θα αντιλαμβανόταν ότι αυτό για την οικογένεια ήταν μια ανοιχτή πληγή που δεν θα έκλεινε ποτέ). Κι άλλες πληγές όμως κρύβει η οικογενειακή ιστορία της Λεϋλά, και πρώτο πρώτο το τρομερό μυστικό της καταγωγής της: η μητέρα της Χαντάν πέθανε στη γέννα, αφού είχε ερωτευτεί παράφορα τον Εγγλέζο λοχαγό Ρόμπερτ Ουίτακερ, αξιωματικό των εγγλέζικων δυνάμεων κατοχής (επομένως «εχθρό» του έθνους). Ο κεραυνοβόλος έρωτας ήταν αμοιβαίος, κι απ’ τις κρυφές συναντήσεις γεννήθηκε η Λεϋλά. Ωστόσο η ντροπή ήταν τόσο μεγάλη που ο θείος Ιζέτ Κεμάλ εκδικήθηκε στήνοντας ενέδρα και σκοτώνοντας τον Ουίτακερ, ενώ λίγο αργότερα θα δολοφονηθεί κι ο ίδιος.
     Αυτή η περήφανη λοιπόν γυναίκα, με την αριστοκρατική καλλιέργεια και μόρφωση και το βαρύ παρελθόν, βρέθηκε στον δρόμο μέχρι που την συνάντησε ο δημοσιογράφος Γιουσούφ, ο γιος του κηπουρού (στο σπιτάκι του οποίου έμενε η Λεϋλά στα τελευταία χρόνια της ζωής της) και αναλαμβάνει την κάλυψη της είδησης ότι «μια τρελή κάθεται μπροστά στην πόρτα του γιαλιού των Μπόσναλι» (την ξέρω αυτήν την γυναίκα. Δεν είναι καμιά τρελή).
     Ο Γιουσούφ είναι το δεύτερο σημαντικό πρόσωπο της ιστορίας και, ναι, την ήξερε την Λεϋλά από μικρό παιδί, την θαύμαζε, την αγαπούσε. Ήταν η μόνη από τους ενήλικες που του φερόταν όπως ακριβώς φερόταν και σε όλους τους άλλους ανθρώπους. Του έδινε χαρτζιλίκι, σύκα ή γιασεμιά, και είχε όμορφα πράγματα στο σπίτι της. Τα παιδικά του χρόνια ήταν συνδεδεμένα με τον όμορφο κήπο με τις μανόλιες, τις ροδιές, τις πορτοκαλιές, σπάνια τριαντάφυλλα και λουλούδια. Έτσι ο Γιουσούφ, με την ιδιότητα του δημοσιογράφου παρεμβαίνει παίρνοντας «προσωρινά» την Κυρά στο σπίτι του, κι εκείνη δέχτηκε μετά την υπόσχεση ότι θα κάνουν «τα πάντα για την ακύρωση του ψεύτικου χαρτιού».
     Στο σημείο αυτό της αφήγησης μπαίνει και το τρίτο πρωταγωνιστικό πρόσωπο, η συγκάτοικος/ερωμένη του Γιουσούφ, η Ρουκιέ (ή Ρόξυ επί το καλλιτεχνικότερον, εφόσον είναι συνθέτης και τραγουδίστρια χιπ-χοπ)! Ο Γιουσούφ από μεγαλοψυχία κάλεσε μεν την Λεϋλά στο σπίτι του, ή μάλλον στο διαμέρισμά του, αλλά όταν το συνειδητοποίησε, τον έπιασε πανικός! Γιατί εδώ και πέντε μήνες είναι ερωτευμένος και συζεί με την απρόβλεπτη και απρόσιτη Ρουκιέ/Ρόξυ: δεν θα ήταν καθόλου εύκολο, αλήθεια, να συστήσει κανείς τη Ρόξυ στη Μεγάλη Κυρά. Όσο το σκεφτόταν, του ερχόταν λιποθυμία.
     Πράγματι, όταν η Ρόξυ συνειδητοποιεί ότι το «απολίθωμα» θα μείνει μαζί τους η αντίδρασή της είναι σπασμωδική έως ακραία, αν και είναι υποχρεωμένη να το ανεχτεί. Γίνεται αγενής και προσβλητική (τα λόγια γίνονταν καυτό λάδι και έκαιγαν την καρδιά της Λεϋλά χανούμ), και φέρνει σε δύσκολη θέση την Λεϋλά, που δεν έχει όμως άλλη επιλογή απ’ το να παραμείνει, έστω και ανεπιθύμητη. Γιατί η Ρόξυ είναι το άκρο αντίθετο της Λεϋλά: ένα λαϊκό, θυμωμένο κορίτσι που ξέφυγε από τον στενό κλοιό της οικογένειάς της και ζει μόνη· με στενά μαύρα δερμάτινα, σκουλαρίκια, μπότες, γαλάζια τσουλούφια κλπ, κρύβει ένα πολύ σκοτεινό και πονεμένο παρελθόν πίσω απ’ τους οργισμένους στίχους της. Έτσι, μέσα από τη συνάντηση των δύο αγεφύρωτων κόσμων, της Λεϋλά και της Ρόξυ, (παράδοση και ανατολή – σύγχρονη ζωή και δύση), προχωράει διαλεκτικά η ιστορία, σε μια «σύνθεση» αγωνιώδη αλλά και γοητευτική.
     Δεν είναι όμως μόνο η σχέση της Λεϋλά με την Ρόξυ που δίνουν ώθηση στην πλοκή. Είναι και η σχέση της Ρόξυ με τον Γιουσούφ που ξεδιπλώνεται όταν έρχεται η ώρα, έτσι ώστε οι αναγνώστες να μάθουμε και να καταλάβουμε τον αψύ χαρακτήρα της Ρουκιέ, που ταίριαξε με τον πράο και συναισθηματικό Γιουσούφ. Εκείνη, ατίθαση παράτολμη και ασυμβίβαστη, που ποτέ δεν είχε γνωρίσει την βαθιά και ανιδιοτελή αγάπη, θεωρούσε τον Γιουσούφ τον καλύτερο, ευγενέστερο και πιο έντιμο απ’ όλους τους άντρες με του οποίους είχε κοιμηθεί ως τώρα (ένα τόσο υποχρεωτικός, τόσο ευγενικός και ώριμος Τούρκος δε χωρούσε σε κανένα από τα γνωστά της πρότυπα). Εκείνος απ’ την άλλη έχει συνηθίσει στις τρέλες της, την αποδέχεται όπως είναι κι ενώ αναγνωρίζει ότι υπάρχουν γυναίκες πιο όμορφες και πιο… συμπαθητικές, η Ρόξυ ήταν ένα πλάσμα που ολοκλήρωνε το σώμα και την ψυχή του.
     Άλλη δυαδική σχέση όπου βλέπουμε την πάλη του παλιού με το νέο, της παράδοσης με τον εκσυγχρονισμό, είναι η σχέση του Ομέρ μπέη (του καινούργιου ιδιοκτήτη του γιαλιού) με τον πατέρα του Αλή αλλά και με την όμορφη γυναίκα του την Νετζλά (την «κακιά νύφη»). Η Νετζλά, νεόπλουτη ασήμαντης καταγωγής, θέλει να ανέλθει κοινωνικά μέσα απ’ το γάμο με τον επιχειρηματία Ομέρ. Είναι αυτή που πείθει τον πιο συγκαταβατικό Ομέρ να πετάξουν έξω την Μεγάλη Κυρά, μαζί με όλα τα πατροπαράδοτα έπιπλα και τις αντίκες (από τις οποίες επωφελήθηκαν οι «βουνίσιοι» -ένας πληθυσμός λαϊκών ανθρώπων που με τον καιρό συγκροτήθηκε σε γειτονιές πίσω απ΄την ακτογραμμή των γιαλιών, και κατοικούσε μέσα στα δάση και στους λόφους σε μικρά χτίσματα). Η Νετζλά δεν θέλει κατ’ ουδένα τρόπο τον Αλή, τον πατέρα του Ομέρ να συγκατοικήσει μαζί τους (όπως και να’ χει είναι ένας υπηρέτης), ούτε καν θέλει να τον συναντήσει.
     Ο Αλή, απ’ τη μεριά του, νιώθει μεν την απώθηση της νύφης του, απ’ την άλλη το όνειρο της ζωής του είναι να ζήσει κι αυτός μια ζωή όπως τη ζούσαν οι παλιοί πασάδες. Έχοντας δουλέψει πολύ σκληρά, από πάππου προς πάππου, υπηρετώντας πασάδες και μπέηδες με υπευθυνότητα και συνέπεια, ήρθε η στιγμή να ζήσει τα τελευταία του χρόνια δίνοντας ο ίδιος διαταγές και απολαμβάνοντας τις υπηρεσίες των άλλων όντας αυτός πια αφεντικό. Στην οικογενειακή ιστορία του Αλή αναγνωρίζουμε ένα κομμάτι της τουρκικής κουλτούρας: ο παππούς του, Τζεβχέρ αγάς, ήταν μεν υπηρέτης αλλά στο «περίφημο κονάκι των Ντουρριζαντέ», πασίγνωστο για την πολυτέλεια και την γενναιοδωρία με την οποία φιλοξενούσαν δεκάδες καλεσμένους- θρύλοι συνόδευαν τον αρχικελάρη στο πώς περιποιήθηκε τον ίδιο τον σουλτάνο Μαχμούτ, και αργότερα τον Γαζη Μουσταφά Κεμάλ.
     Βαριά κληρονομιά λοιπόν κουβαλάει στις πλάτες του ο Αλή, που τροφοδοτεί το όνειρό του να εκπαιδεύσει τον γιο του ώστε να είναι πια ο ίδιος αφεντικό. Παρόλο που αγαπούσε τα αφεντικά του ο ίδιος και δεν ένιωθε καμιά δυσαρέσκεια απέναντί τους, έφτασε πια η ώρα να είναι το αφεντικό σε μια έπαυλη, να απολαμβάνει σεβασμό.
Λεϋλά -Ρόξυ
     Βλέπουμε λοιπόν ότι οι ιστορικές συγκυρίες, που επέβαλαν τον εκσυγχρονισμό και την προσάρτηση της Τουρκίας στο άρμα του εξευρωπαϊσμού, έχουν αντίκτυπο στα ήθη και στις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ήρωές μας ζυμώνονται και εξελίσσονται μέσα σ’ αυτές τις αντιθέσεις, πολλές φορές συγκρούονται κι άλλες φορές συμφιλιώνονται.
     Ο κύριος άξονας όμως της πλοκής παραμένει η αντίθεση της Λεϋλά με τη Ρόξυ, γιατί εκπροσωπούν τους δύο αντίθετους κόσμους. Η Λεϋλά, παρόλη την ηλικία της διατηρεί μια παρθενική ματιά στον κόσμο που την περιβάλλει και την αιφνιδιάζει (στο παράξενο διαμέρισμα του Τζιχανγκίρ, η Λεϋλά χανούμ γνώρισε τόσους διαφορετικούς ανθρώπους όσους δεν είχε γνωρίσει όλη της τη ζωή/η παρατήρηση του καινούριου κόσμου στον οποίο είχε εισέλθει ήταν η μόνη παρηγοριά της εκείνες τις στενάχωρες μέρες). Παρακολουθούμε με λεπτομέρεια τα αισθήσεις της να αμβλύνονται για να κατανοήσει τις καινούριες αυτές εμπειρίες. Γιατί η Ρόξυ δεν είναι απλώς μια μοντέρνα κοπέλα αλλά τραγουδίστρια χιπ- χοπ, και παρόλο που είναι εξαιρετικά αγενής, διεγείρει το ενδιαφέρον της Λεϋλά (η κοπέλα αυτή δεν έμοιαζε με καμιά από τις γυναίκες που είχε γνωρίσει από τότε που ήταν παιδί)! Καθώς παρακολουθεί τους νέους του συγκροτήματος που κάνουν πρόβα στο διαμέρισμα, νιώθει ότι βιώνει «μια μοναδική εμπειρία» (είχαν μια απερίγραπτη ανεξαρτησία, έναν ζεμανφουτισμό στις κινήσεις τους/τους χαρακτήριζε μια ακηδία). Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε τις διαφορές στην εμφάνιση ή στη γλώσσα…
     Απ’ την άλλη η Ρόξυ εντυπωσιάζεται που μια τέτοια, κομψή, περήφανη και αγέρωχη γυναίκα έζησε τόσα χρόνια μόνη της, «χωρίς την ανάγκη κανενός»… Αρχίζει και μαλακώνει απέναντί της καθώς μικρά βήματα προσέγγισης από τη μεριά της Λεϋλά τους φέρνει πιο κοντά. Αποκορύφωμα, η διόρθωση των ακομπανιαμέντων που έκανε η Λεϋλά στο καινούργιο τραγούδι χιπ-χοπ, παίζοντας πιάνο! Ο σεβασμός και η εκτίμηση φτάνουν στο ζενίθ όταν η Ρόξυ συνειδητοποιεί ότι η Λεϋλά ξέρει γλώσσες, επομένως καταλάβαινε τις γερμανικές βρισιές που εκείνη ξεστόμιζε εναντίον της. Η συμπάθεια γίνεται αυμασμός όταν κρυφοκοιτάζει το ημερολόγιο της ηλικιωμένης γυναίκας. Συνειδητοποιεί κάποια στιγμή ότι η απαξίωση που δεχόταν η Λεϋλά λόγω της «μπάσταρδης» καταγωγής της ήταν παρόμοια με τη δική της απαξίωση (το μόνο που ήθελε ήταν σεβασμός, τίποτα άλλο).
     Η Λεϋλά γρήγορα κερδίζει την εμπιστοσύνη και των υπόλοιπων νεαρών, γνωρίζει και καινούργια άτομα από καλλιτεχνικούς κύκλους, και μάλιστα ένας απ’ αυτούς, σκηνοθέτης, την συμβουλεύεται ως «κράμα της κοινωνίας των Οθωμανών και της Νέας Τουρκίας». Η μεταμόρφωση της κοινωνίας με την άφιξη του Κεμάλ είναι το θέμα σπαρταριστών αφηγήσεων από τη Λεϋλά (σαν είδε πόσο ενδιαφέρθηκαν όλοι, σκηνοθέτης και παιδιά, λυπήθηκε κι έλιωσε το μέσα της για τα χρόνια που είχε περάσει χωρίς ούτε έναν άνθρωπο γύρω της). Η καλλιέργειά της καθηλώνει τους ακροατές με βιώματα ξένα για τη νέα γενιά, ενώ για τον αναγνώστη δίνεται η ευκαιρία να επισκοπήσει την νεότερη ιστορία της Τουρκίας από μια εσωτερική ματιά (Λεϋλά, αργότερα σε κάποιον Έλληνα γείτονα: εμείς δεν μπορούμε να ξεδιαλύνουμε την ιστορία με τα διαμορφωμένα από τον εθνικισμό του 19ου αιώνα μυαλά μας).
     Η μοίρα του γιαλιού
     Καθώς λοιπόν εκκρεμεί το αίτημα της Λεϋλά να ανακτήσει το σπίτι της (στον κήπο βέβαια του γιαλιού), οι παραπάνω σχέσεις εξελίσσονται και οι συναισθηματικές εντάσεις αλλάζουν τις δυναμικές –αλλάζει ο Αλή σε σχέση με τον γιο του και τη νύφη του, αλλάζει ο Γιουσούφ που δρα πιο δυναμικά με την στήριξη τώρα της μεταμορφωμένης και λόγω εγκυμοσύνης Ρόξυ, ενώ ο δεσμός της Λεϋλά με τους νεαρούς (και γενικότερα με τον καινούριο, εκσυγχρονισμένο κόσμο) γίνεται πιο βαθύς, πιο ουσιαστικός, γεμάτος τρυφερότητα και ανθρωπιά. Μια τελευταία «πράξη» θα φέρει τη λύση αποκαθιστώντας το αίσθημα δικαίου στον αναγνώστη, και χαρίζοντας γαλήνη στην συμπαθητική πρωταγωνίστριά μας:
     Το περίβλημα της μοναξιάς που είχε πλέξει γύρω της είχε διαρραγεί και κάτι είχε γλιστρήσει μέσα απ’ τη ρωγμή. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό το «κάτι». Αντιλαμβανόταν όμως ότι δεν της αρκούσε ο εαυτός της και μόνο. Υπήρχε ένας κόσμος εκεί έξω και η Λεϋλά τον είχε γνωρίσει. Δεν μπορεί πια να είναι όπως τότε που δεν τον γνώριζε.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Η ανέγερση γιαλιών ξεκίνησε από τις ανώτερες τάξεις της Κωνσταντινούπολης (κυρίως στελέχη της Υψηλής Πύλης) στα τέλη του 17ου αιώνα, για να κορυφωθεί το 19ο και να σταματήσει μετά την επικράτηση των Νεοτούρκων. Τα περισσότερα δεν υπάρχουν σήμερα - η φυσική φθορά του ξύλου σε συνδυασμό με σεισμούς, πυρκαγιές και την αδυναμία των ιδιοκτητών τους να τα συντηρήσουν όταν έπεφταν σε δυσμένεια (πράγμα διόλου σπάνιο), οδήγησε πολλά σε κατάρρευση (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CE%AF).

Τρίτη, Νοεμβρίου 28, 2023

η ιστορία του αδερφού μου, Ζουλφί Λιβανελί

Δεν ξέρετε πως η αφήγηση είναι πιο πραγματική απ’ την πραγματικότητα 
ή αλλιώς ότι είναι ο μοναδικός τρόπος για να καταλάβουμε την πραγματικότητα;
     Μια απίστευτη ιστορία αφηγείται ο Αχμέτ Μπέη στη νεαρή και γεμάτη αθώα περιέργεια ανώνυμη δημοσιογράφο, μια «πραγματική» ιστορία με πρωταγωνιστή τον δίδυμο αδερφό του Μεχμέτ· μια ιστορία πάθους που κρατά σε αγωνία και υπερένταση την άπειρη κοπέλα, μακριά από το σπίτι της -χωρίς σχεδόν να το θέλει-, και θυμίζει τις ατέλειωτες μαγικές εξιστορήσεις της Χαλιμάς. Πρόκειται για εγκιβωτισμένη ιστορία μέσα στη συνολική πρωτοπρόσωπη εξιστόρηση μιας μεγαλύτερης αφήγησης, με πρωταγωνιστή αυτήν την φορά τον Αχμέτ, έναν ιδιόρρυθμο, «sui generis» μοναχικό άνθρωπο, που φαίνεται να απολαμβάνει τη μοναξιά του, για να μην πούμε ότι την επιδιώκει.
     Η γοητεία της παραμυθιακής, συναρπαστικής ιστορίας αγγίζει κατευθείαν τον αναγνώστη. Πράγματι, η αφηγηματική σαγήνη της γραφής του Λιβανελί (όπως και του Παμούκ και -είμαι σίγουρη, χωρίς να γνωρίζω- κι άλλων Τούρκων συγγραφέων) φαίνεται να κρύβει μια πλούσια παράδοση πίσω της, μια παράδοση της τεχνικής του παράδοξου/σοφού ανατολίτικου παραμυθιού, που αγκιστρώνει όχι μόνο το ενδιαφέρον και την περιέργεια για την πλοκή, αλλά αιχμαλωτίζει και το συναίσθημα, σκάβοντας βαθιά πηγάδια στον εσωτερικό κόσμο του ακροατή.
    Ο Αχμέτ είναι συνταξιούχος πολιτικός μηχανικός 58 χρονών, με αρκετά καλή οικονομική επιφάνεια, σε βαθμό που να έχει στην υπηρεσία του μια οικιακή βοηθό, την Χατιτζέ, με τον αργόστροφο γιο της , τον Μουχαρρέμ. Από τις πρώτες σελίδες παίρνουμε γεύση της εκκεντρικότητας του αφηγητή, που φτάνει στα όρια τέτοιου ψυχαναγκασμού που θα λέγαμε, από ψυχιατρική άποψη, ότι έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά της σχιζοειδούς προσωπικότητας. Οι λεπτομέρειες του τρόπου διαβίωσης είναι από απίθανες μέχρι απολαυστικές, π.χ. τα σε απόλυτη τάξη πεντακάθαρα ρούχα του είναι ταξινομημένα με βάση την… θερμοκρασία για την οποία είναι κατάλληλα, ώστε κάθε πρωί, ανάλογα με την ένδειξη του θερμομέτρου, επιλέγει την κατάλληλη φορεσιά (η γκαρνταρόμπα μου είναι διαμορφωμένη με βάση την κλίμακα των πέντε βαθμών). Επίσης, -ενδεικτικό της υπέρμετρης φιλαναγνωσίας-, όλα τα δωμάτια είναι βιβλιοθήκες (εκτός από την κουζίνα, μόνο ένα δωμάτιο δεν είναι βιβλιοθήκη), τα δε ράφια με τα βιβλία, ως επί το πλείστον μεταλλικά, χωρίζουν τους χώρους σε υποδωμάτια, όπου τα βιβλία είναι κατανεμημένα σε συναισθήματα: δωμάτιο της εκδίκησης, της ζήλιας, του έρωτα, της αυτοκτονίας, του εγκλήματος κλπ (!!!) (ήταν αδύνατο να ζήσω χωρίς να καταλαβαίνω τα συναισθήματα). Γαργαλιστική λεπτομέρεια, ότι αποφάσισε να μην συμπεριλάβει και τη μουσική σ’ αυτά τα δωμάτια γιατί «η μουσική δεν εξηγούσε όπως η λογοτεχνία τα συναισθήματα, αλλά σκόπευε να κάνει τον άνθρωπο να τα νιώσει. Κι αυτό ήταν άχρηστο, μιας κι εγώ είχα ανάγκη να μάθω κι όχι να ζήσω τα συναισθήματα» (!!!).
     Ένας άνθρωπος επομένως εύστροφος μεν αλλά απονεκρωμένος συναισθηματικά, ή μάλλον καλοκλειδωμένος, ένας άνθρωπος που παθαίνει πανικό αν τον αγγίξει κάποιος άλλος άνθρωπος σωματικά, κι έχει μάλιστα επινόησει/κατασκευάσει ένα μηχάνημα για να εισπράττει την αναγκαία σε κάθε άνθρωπο αγκαλιά· που βλέπει οράματα με μοβ λαγούς να φεύγουν ή με μιναρέδες που σκύβουν στη λίμνη να πιουν νερό. Και καθώς προχωρά η γνωριμία μας μαζί του, βλέπουμε τις παραξενιές («αλλόκοτα χούγια» κατά την Αρζού) να πολλαπλασιάζονται. Ωστόσο είναι καλλιεργημένος, αγαπά την ποίηση, μελετά, ενδιαφέρεται για τους άλλους, ψάχνει, παρατηρεί. Η αυθεντικότητά του παρόλο τον ψυχαναγκασμό, δείχνει κάποιον που πιθανόν κρύβει μεγάλη πληγή, κι αυτό το μυστήριο είναι ίσως η βαθύτερη αιτία που βρήκα το μυθιστόρημα συναρπαστικό.
     Με αφορμή τη μυστηριώδη δολοφονία της όμορφης και προκλητικής Αρζού Χανούμ, μετά τη νυχτερινή δεξίωση στον κήπο του σπιτιού του Αλή και της Αρζού στην Ποντίμα, ένα ήσυχο ψαροχώρι στη Μαύρη Θάλασσα, αρχίζουν οι αστυνομικές έρευνες και οι δημοσιογραφικές ερωτήσεις, ταράζοντας την ησυχία του μικρού χωριού. Ο Αχμέτ, που ήταν κι αυτός ένας από τους καλεσμένους της γιορτής, δέχεται την απροσδόκητη επίσκεψη της άγνωστης δημοσιογράφου που του χτύπαγε επίμονα κι αναιδέστατα το κουδούνι (τόσο νέα, που δεν θα μπορούσε να είναι εισαγγελέας ή αστυνομικίνα). Την πρώτη γεύση της παραξενιάς του την δέχεται η επισκέπτρια από τις πρώτες φράσεις: (-Εσείς δεν είστε ο Αχμέτ Ασλάν; -Όχι.-Μα πώς είναι δυνατόν; Εσείς δεν μένετε σ’ αυτό το σπίτι; -Μένω. -Τότε λέγεστε Αχμέτ Ασλάν! -Όχι, δεν λέγομαι έτσι -Αλλά πώς; -Αχμέτ Αρσλάν (!!!))
     Όπως θα αποδειχτεί στη συνέχεια, το ένα αυτό γράμμα, ή αλλιώς η παραπλήσια προφορά του ονοματεπώνυμου κάποιου μπορεί να προκαλέσει σύγχυση της ταυτότητάς του και να αποβεί μοιραία για την πορεία όλης του της ζωής (αν ξέρατε τι θα μπορούσε να προκαλέσει ένα γράμμα...) Η νεαρή κοπέλα ασφαλώς βρίσκει ανυπόφορες όλες αυτές τις ψυχαναγκαστικές ιδιοτροπίες που ακολουθούν και στις υπόλοιπες συναντήσεις. Ωστόσο, έχει ισχυρό κίνητρο τη φιλοδοξία να βγάλει «δημοσιογραφικό λαυράκι» (ήταν ερωμένη σας;) και στη συνέχεια την ωθεί η έμφυτη περιέργειά της, ενώ αντίστοιχα ο Αχμέτ διασκεδάζει με την αθωότητά της, τα νιάτα της, το σάστισμά της, τις άδηλες αντιδράσεις της (κατάφερα να ανοίξω μια τρύπα στην πανοπλία της αποφασιστικότητάς της. Ο θυμός της εξανεμίστηκε, με κοίταξε με παραξενεμένο βλέμμα/αυτό που τραβούσε περισσότερο την προσοχή μου ήταν το κάτω χείλος της –ήταν ένας δείκτης που είχε τοποθετηθεί εκεί για να φανερώνει τι αισθάνεται μέσα της η κοπέλα). Η «ένδειξη» του κάτω χείλους είναι ένα διασκεδαστικό μοτίβο που θα ακολουθήσει όλους τους απίθανους διαλόγους και τις πολύωρες επισκέψεις μέχρι να εγκατασταθεί για κάποιες μέρες η νεαρή στο -αφιλόξενο κατά τ’ άλλα- σπίτι του Αχμέτ, εφόσον καίγεται από λαχτάρα να ακούσει επιτέλους την εκπληκτική, ερωτική ιστορία του αδερφού του (π.χ. στύλωνε το βλέμμα στο δάπεδο και παρέμεινε με σφιγμένο το κάτω χείλος, κάτι που συμβόλιζε την αθωότητα).
     Οι ψυχογραφικές παρατηρήσεις του Αχμέτ καθώς παρακολουθεί τις μεταλλαγές της διάθεσης της κοπέλας που ακούει με προσοχή τις αφηγήσεις του (οι εκφράσεις και το βλέμμα της άλλαζαν τόσο γρήγορα, όσο και ο απρόβλεπτος καιρός στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας), είναι ακόμα ένα στοιχείο που κάνει το μυθιστόρημα ξεχωριστό. Αρχικά ο ήρωας αναφέρεται σύντομα στην ιστορία της ζωής του, που κατά κάποιον τρόπο είναι παράλληλη με του Μεχμέτ, εφόσον ο αδερφός του ήταν δίδυμος. Έχασαν τους γονείς τους σε αυτοκινητιστικό όταν τα δυο παιδιά ήταν δέκα χρονών και τους μεγάλωσε ο παππούς με τη γιαγιά στην Άγκυρα, σπούδασαν ο ίδιος πολιτικός μηχανικός και ο αδερφός ηλεκτρολόγος μηχανικός. Αντίστοιχα κι εκείνη, αναγκασμένη από μια άτυπη συμφωνία μεταξύ τους, του μιλά για τον εαυτό της: μοναχοκόρη, ζει με τους γονείς, σπουδές, μεταπτυχιακό, επαγγελματική φιλοδοξία, ενώ θυμώνει στην ερώτηση αν έχει «φίλο».
     Καθώς περνούν οι μέρες, προχωρούν και οι έρευνες που υποδεικνύουν ως πιθανότερη ένοχη την Βουλγάρα υπηρέτρια της Αρζού, τη Σβετλάνα. Η δημοσιογράφος τριγυρίζει σαν νυχτοπεταλούδα στην περιοχή, και ιδιαίτερα στο σπίτι του Αχμέτ, με τον οποίο πια έχει αποκτήσει οικειότητα. Οι ώρες που περνούν μαζί, με άξονα τις αφηγήσεις, τους αναγκάζουν να μοιράζονται την καθημερινότητά τους, όπου οι βέβαια οι αντιθέσεις είναι αγεφύρωτες και ξεκαρδιστικές, όσο αφορά π.χ. τις γευστικές προτιμήσεις (την καλεί για φουαγκρά με σύκο γλυκό!), τα διαβάσματα κλπ. Η μικρή τον θεωρεί γενικά θεόμουρλο, αλλά η διαίσθησή του στο να ψυχολογεί τους άλλους, τα κίνητρά τους και τις προθέσεις τους την προσελκύουν σαν μαγνήτης (με ρώτησε πώς κατάλαβα ότι η Σβετλάνα ήταν ερωτευμένη με τον Αλή. "Έχω αποκτήσει τη συνήθεια να παρακολουθώ με ψύχραιμη, καθαρή ματιά, που δεν έχει διαστρεβλωθεί απ’ το εγώ ή τα συναισθήματα. Ίσως το έχετε προσέξει, παρατηρώ τους πάντες και τα πάντα. Πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να το κάνουν, καθώς είναι υπεραπασχολημένοι με τα συναισθήματα και το εγώ τους. Αδυνατούν να ασχοληθούν με τους άλλους").
     Ο Αχμέτ παίρνοντας φόρα από την αυξανόμενη εμπιστοσύνη της μικρής κοπέλας, ξεδιπλώνει διάφορα λεπτομερή σενάρια για τη δολοφονία (ναι αλλά τα διηγείστε σαν να ήσαστε εκεί) που εξιτάρουν την περιέργεια της κοπέλας (ουφ, επιτέλους! Ποιο είναι το πραγματικό και ποιο το φανταστικό μέρος αυτής της ιστορίας;), ενώ εκμυστηρεύεται και σε μας πώς βίωσε ο ίδιος τη μοιραία βραδιά.
 Πού άρχιζαν οι ιστορίες;
Πού τέλειωνε η πραγματικότητα;
     Το βαθύτερο κίνητρο που σπρώχνει την δημοσιογράφο να παραβιάσει όλες τις αρχές και συνήθειες για να ακούσει τον Αχμέτ, είναι ότι ο Αχμέτ της υποσχέθηκε ότι πρόκειται για την πιο απίθανη ερωτική ιστορία που μπορεί να φανταστεί κανείς. Μάλιστα, διορθώνει τη λέξη έρωτας με τη λέξη «σεβντάς» (ο άνθρωπος χάνει τη θέλησή του. Αρχίζει να σε κατευθύνει εκείνος. Ξεστρατίζει ο νους, αδυνατείς να σκεφτείς λογικά. Ο σεβντάς είναι διαφορετικός απ’ τον έρωτα. Ο κίνδυνος βρίσκεται στον σεβντά).
     Περίπου λοιπόν στο ένα τρίτο του βιβλίου, αρχίζει η εγκιβωτισμένη ιστορία του Μιχαήλ, που διακόπτεται βέβαια από την ροή της αφήγησης του «σήμερα», που δεν παύει να έχει ενδιαφέρον (ανακρίσεις στον εισαγγελέα, έντονοι διαπληκτισμοί μεταξύ Αχμέτ και δημοσιογράφου (το παράξενο ήταν ότι, ενώ πότε πότε μου μιλούσε στον ενικό, όταν με μάλωνε, προτιμούσε τον πληθυντικό), σωματικό άγγιγμα και πανικός Αχμέτ, δάγκωμα νεαρής από τον ζηλιάρη σκύλο Κέρβερο, ακόμα και φιλοσοφικές συζητήσεις). Θα εστιάσω όμως στην ιστορία του Μιχαήλ που είναι πράγματι συγκλονιστική, και ο αναγνώστης δοκιμάζει έντονα συναισθήματα όπως έκπληξης, αγωνίας, αδημονίας (κάθε φορά λέω να μην εκπλαγώ, αλλά καταφέρνετε πάντα να με εκπλήσσετε), όπως ακριβώς η φανατική ακροάτρια του Αχμέτ, η οποία αναγκάστηκε να λέει σωρηδόν ψέματα στους δικούς της για να δικαιολογήσει την απουσία της απ’ το σπίτι, ενώ πολλές φορές από τη νύστα έκλειναν τα βλέφαρά της την ώρα της ακρόασης.
     Η τραγωδία για τους δύο αδερφούς που βρέθηκαν για επαγγελματικούς λόγους στο Μινσκ ξεκίνησε από τη στιγμή που μπήκε στη ζωή τους «το ομορφότερο πλάσμα που είδε ποτέ η ανθρωπότητα» (το πρόσωπο που έβλεπα ήταν φωτισμένο με ένα θεϊκό φως. Δεν μιλάμε για ομορφιά, μα για κάτι άλλο, κάτι περισσότερο) -και βέβαια η ανυπομονησία της δημοσιογράφου υψώνεται κατακόρυφα (Και πώς είναι αυτό το ωραίο πλάσμα; Έχετε καμιά φωτογραφία;). Η κοπέλα, η Όλγα, ήταν Ρωσίδα, κι ως εκ τούτου χρειάζεται ένας μεταφραστής να διαμεσολαβεί ανάμεσα σ’ εκείνην και στον χαζεμένο Μεχμέτ. Για την ακρίβεια μια μεταφράστρια, η Λουντμίλα, που παίζει κι αυτή πρωταγωνιστικό ρόλο στην εγκιβωτισμένη ιστορία. Μια ιστορία ενός θυελλώδους έρωτα με… διερμηνέα, ενός απίθανου, απρόβλεπτου και μοναδικού αναγκαστικού χωρισμού που οδήγησε τον Μεχμέτ σε φυλάκιση χωρίς καμιά εξήγηση, για πολλά χρόνια στην άγνοια και σε άθλιες ζωώδεις συνθήκες. Όταν πια αποφυλακίστηκε έμαθε (κι αυτό από καθαρό καπρίτσιο της τύχης) ότι θεωρήθηκε ύποπτος από την KGB ως πράκτορας των… Τσετσένων!
     Τρεις μεγάλες ανατροπές οδηγούν στη λύση του μυστηρίου της απίστευτης ιστορίας του Μεχμέτ, ενώ το τέλος αφήνει και τη νεαρή κοπέλα άναυδη. Όμως ο αναγνώστης του βιβλίου, όπως και η δημοσιογράφος- άλλωστε έχει ακόμα να ζήσει πολλές εκπλήξεις, που έχουν να κάνουν με την προσωπικότητα του Αχμέτ και με το έγκλημα της δολοφονίας της Αρζού.
      Η πραγματική πλευρά της ζωής είναι η φανταστική
     Η πλοκή κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε υπερδιέγερση, αλλά θα έλεγα ότι στο βιβλίο αυτό πρωταγωνιστεί και αναδεικνύεται η μεταμοντέρνα αντίληψη περί αφήγησης. Ο ήρωάς μας, παθιασμένος αφηγητής, είναι βιβλιομανής, γράφει δοκίμια, λατρεύει τις ιστορίες, και παρατηρεί τον κόσμο γύρω του, τους ανθρώπους πλάθοντας σενάρια που στοχεύουν στην κατανόηση της πραγματικότητας (απλώς αντιπαραβάλλω τα γεγονότα με τις καταστάσεις που διαβάζω στα βιβλία και συνήθως πετυχαίνω). Το βλέπουμε και το συναισθανόμαστε διαβάζοντας το βιβλίο, ότι ζει διπλή ζωή –άλλωστε το ομολογεί με άκρα αυτοσυνειδησία:
     πιστέψτε με, η λογοτεχνία είναι μοναδικός τρόπος για να κατανοήσουμε τη ζωή/
     η λογοτεχνία είναι πιο αληθινή απ’ την πραγματικότητα/
     ίσως η λογοτεχνία στηρίζεται περισσότερο και από την αφήγηση στον μόχθο για κατανόηση.
Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Νοεμβρίου 21, 2023

Ιούδας, Άμος Οζ

     Η αληθινή τραγωδία της ανθρωπότητας δεν είναι ότι οι καταδιωγμένοι και οι καταδυναστευόμενοι λαχταρούν να απελευθερωθούν και να σηκώσουν το κεφάλι ψηλά. Όχι, το χειρότερο είναι ότι οι καταδυναστευόμενοι ονειρεύονται κρυφά να καταδυναστεύουν τους δυνάστες τους. Οι καταδιωγμένοι ποθούν να γίνουν διώκτες. Οι σκλάβοι ονειρεύονται να γίνουν αφέντες.
     Βρισκόμαστε στην Ιερουσαλήμ τον χειμώνα του 1959-60, μόλις μια δεκαετία μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ (1948) και τον αιματηρό πόλεμο που επακολούθησε[1]. Νωπές οι πληγές στο νεοσύστατο κράτος όπου διαδραματίζεται η ιστορία μας, μια ιστορία που μιλάει για ένα σφάλμα και μια επιθυμία, για μια απεγνωσμένη αγάπη κι ένα θρησκευτικό ζήτημα που παραμένει άλυτο, όπως επισημαίνεται στην πρώτη παράγραφο. Είναι συγκλονιστικό πόσο επίκαιρα γίνονται σήμερα τα ερωτήματα που έθεσε ο Οζ στο βιβλίο του αυτό (γραμμένο το 2014), ερωτήματα που αφορούν την δυνατότητα συνύπαρξης Αράβων και Ισραηλινών, τις προτάσεις που υπήρξαν το 1947 στον ΟΗΕ πάνω στο ζήτημα του Ισραηλινού κράτους και τα προβλήματα που ακολούθησαν. Επίσης, έρχονται στην επιφάνεια και θεολογικά ζητήματα που αφορούν τον ρόλο του Ιησού και του Ιούδα στην ιουδαϊκή θρησκεία, σε σχέση με την χριστιανική.
    Ο Σμούελ, ο κύριος πρωταγωνιστής, ευαίσθητος «πέραν του επιτρεπτού» (για άλλη μια φορά τα μάτια του βούρκωσαν) αλλά ανήσυχο κι ερευνητικό πνεύμα, είναι ένας νεαρός φοιτητής που αναγκάζεται να κόψει τις σπουδές του λόγω χρεωκοπίας των γονιών του, και ψάχνει για δουλειά, ενώ την ίδια εποχή τον εγκαταλείπει και η ερωτική του σύντροφος, η Γιορντένα, για να παντρευτεί κάποιον άλλον. Η ερωτική απόρριψή του καθώς και η απογοήτευσή του από την Ομάδα Σοσιαλιστικής Ανανέωσης («γκρουπούσκουλο» με -υποτίθεται- σοσιαλιστικό όραμα) τον φέρνουν στα όρια της κατάθλιψης, όταν σκοντάφτει πάνω σε μια ενδιαφέρουσα αγγελία εύρεσης εργασίας: εβδομηντάρης ανάπηρος άνδρας ζητάει έναν νεαρό να του κρατάει συντροφιά, για πέντε περίπου ώρες κάθε απόγευμα, με φαγητό και στέγη πληρωμένα. Τον ελεύθερο χρόνο του θα μπορεί να μελετά για να ολοκληρώσει τη διατριβή του, «Εβραϊκές απόψεις για τον Ιησού» που ο Σμούελ είχε ξεκινήσει με τρομερό ενθουσιασμό, ενώ ο καθηγητής του τον παρότρυνε να συνεχίσει την έρευνα, παρά την διακοπή των σπουδών.
     Στο μυστηριώδες, μοναχικό σπίτι όπου εγκαθίσταται ο νεαρός Σμούελ λοιπόν, κατοικεί ο ιδιόρρυθμος εβδομηντάρης Γκέρσομ Βαλντ, με κινητικά προβλήματα αλλά υπερδραστήριο μυαλό και διάθεση για κουβέντα, ύφος παιχνιδιάρικο έως και πονηρό, καυστικό και αυτοσαρκαστικό, καθώς και η γυναίκα που τον περιθάλπει, η 45χρονη γοητευτική Ατάλια Αμπραβανέλ, που αφού του δίνει τις οδηγίες εξαφανίζεται στον προσωπικό, άβατο χώρο της, κι εμφανίζεται αραιά και πού. Οι πρώτες εντυπώσεις αφήνουν στον Σμούελ μια αίσθηση μυστικοπάθειας, καθώς ανακαλύπτει ότι δεν πρόκειται για ζευγάρι (Βαλντ: η Ατάλια είναι κάτι σαν αφέντρα μου), ενώ πολύ αργότερα θα του αποκαλυφθεί ότι ο Βαλντ και η Ατάλια είναι πατέρας και νύφη, καθώς ο γιος (και σύζυγος της Ατάλια), ο Μίχα, πέθανε ως εθελοντής στον πόλεμο του 1948 (2 Απριλίου). Στα τέσσερα αυτά πρόσωπα του μυθιστορήματος, θα προστεθεί σύντομα και ο επίσης νεκρός πατέρας της Ατάλια, ο Σαλτιέλ Αμπραβανέλ, για τον οποίο ο Σμούελ είχε ακουστά (μέλος του εκτελεστικού του Εβραϊκού Πρακτορείου. Ή μέλος του Εθνικού Συμβουλίου; Αν δεν με απατά η μνήμη μου ήταν ο μόνος ανάμεσά τους που ήταν ενάντιος στην ίδρυση κράτους; Ή μήπως ήταν απλώς ενάντιος στην γραμμή του Μπεν Γκουριόν;)
     Τρία λοιπόν είναι τα κεντρικά πρόσωπα που δρουν κι εξελίσσονται στη διάρκεια του μυθιστορήματος, αλλά αν προσθέσουμε τον Μίχα και τον Σαλτιέλ, ουσιαστικά πέντε είναι οι πόλοι γύρω από τους οποίους περιστρέφονται τα ζητήματα του αραβοϊσραηλινού πολέμου και γενικότερα, των σχέσεων Αράβων- Ισραηλινών. Πέντε πρόσωπα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, με τόσο διαφορετικό παρελθόν, ηλικία, ιδεολογία, στάση απέναντι στη ζωή που δίνεται η ευκαιρία στον αναγνώστη να «αναγνώσει» από πολλές οπτικές το φλέγον αυτό ζήτημα, κι όχι μόνο ιδεολογικά αλλά και συναισθηματικά.
     Θα λέγαμε ότι ο νεαρός φοιτητής μας αντιπροσωπεύει την φρέσκια, νεανική ματιά εφόσον δεν έχει φορτισμένο παρελθόν. Δεν ήταν φυσικά όλα ρόδινα όσο αφορά την ζωή του, όπως τουλάχιστον τα εξιστορεί στην Ατάλια -καθώς προσεγγίζονται δειλά δειλά (με τον Βαλντ μιλούν περισσότερο για θεωρητικά ζητήματα). Γεννημένος στη Χάιφα, με πατέρα χαρτογράφο που δούλευε στην κρατική υπηρεσίας χαρτογράφησης, μητέρα νοικοκυρά και μια μικρότερη αδερφή, μετακόμισε με την οικογένεια γρήγορα στο Αντάρ Ακαρμέλ, σ’ ένα μικρό στενάχωρο διαμέρισμα, χωρίς να έχει προσωπικό χώρο και χωρίς φίλους. Το μικρό αδύνατο αγόρι με πόδια καλάμια και τρυφερό βλέμμα, ξερόλας και πολυλογάς αλλά κατά βάθος μοναχικός, με τρομερό ενδιαφέρον για τις ιστορίες και τις περιπέτειες, καμουφλάρει την ευαισθησία του και την ανάγκη για τρυφερότητα πίσω απ’ τις εξιστορήσεις. Τώρα μοιάζει με άνθρωπο των σπηλαίων εφόσον με την αφάνα και την άγρια γενειάδα κρύβεται το «παιδιάστικο πρόσωπο». Δεν αγάπησε ποτέ τη μητέρα του ή τον πατέρα του (απεχθανόταν το μίγμα υποταγής και πικρίας που απέπνεαν μονίμως/την ταπείνωση του μετανάστη που τσακίζεται να γίνει αρεστός στους ξένους). Συναισθηματικά αποκομμένος από την οικογένεια, ανατρέχει συχνά στην πιο γλυκιά ανάμνηση από τα παιδικά του χρόνια, όταν τον φρόντιζαν και τον κανάκευαν για δυο τρεις μέρες, επειδή τον είχε τσιμπήσει σκορπιός! Τόσο στερημένος από έμπρακτη αγάπη ένιωθε, που αναρωτιέται, μέσα στο σπίτι του Βαλντ: «Λες να έβρισκε σ’ αυτούς ένα όψιμο υποκατάστατο των γονιών του; Μα αυτός είχε έρθει από την Ιερουσαλήμ ίσα ίσα για να απομακρυνθεί μια για πάντα από κείνους!»
     Τα θέματα που φέρνει στο προσκήνιο ο Βαλντ είναι ποικίλα, με αφορμή τα αναγνώσματά του και κυρίως την επικαιρότητα, εφόσον καθημερινά σχολιάζει μετά την ανάγνωση της εφημερίδας («ακονίζει επιχειρήματα», όπως αναφέρει η Ατάλια). Από την τρέχουσα πολιτική κατάσταση στο Ισραήλ π.χ., μεταπηδά στην «ανοησία του Δαρβίνου» και της θεωρίας της φυσικής επιλογής, αλλά πολύ συχνά το θέμα έρχεται στις χριστιανικές απόψεις για τον Ιούδα και τον Χριστό, που άλλωστε είναι και το θέμα διατριβής του Σμούελ. Ο Σμούελ ακούει προσεκτικά τις μακροσκελείς «διαλέξεις» του εργοδότη του και τις εξυπνακίστικες παρατηρήσεις του, αλλά βλέπει με καθαρό βλέμμα την υπόθεση των Αράβων και δεν συμμερίζεται την άποψη του Βαλντ για τον Μπεν Γκουριόν. Για την ακρίβεια, στις δογματικές θέσεις του Βαλντ κάνει τον δικηγόρο του διαβόλου (στην επιχείρηση του Σινά ο Μπεν Γκουριόν σας έδεσε το Ισραήλ στην ουρά δυο αποικιοκρατικών δυνάμεων που ήταν καταδικασμένες στην παρακμή και τον εκφυλισμό (Γαλλία-Βρετανία)/ εμβάθυνε το αραβικό μίσος για το Ισραήλ/ και γιατί θα’ πρεπε οι Άραβες να μας αγαπάνε;/ σήμερα ο Μπεν Γκουριόν είναι επικεφαλής ενός εθνικιστικού, σοβινιστικού κράτους/ αν δεν υπάρξει ειρήνη, μια μέρα οι Άραβες θα μας νικήσουν). Άλλωστε, ως σοσιαλιστής ο Σμούελ κατακρίνει τον Μπεν-Γκουριόν ότι έχει εγκαταλείψει τις σοσιαλιστικές του ιδέες κι ότι «η πολιτική των αντιποίνων είναι στείρα κι επικίνδυνη, επειδή η βία προκαλεί τη βία και η εκδίκηση προκαλεί εκδίκηση».
Ιησούς-Ιούδας
     Το δίδυμο Ιησούς-Ιούδας έρχεται συχνά ως θέμα συζήτησης, που προκύπτει από τις ενδελεχείς έρευνες του Σμούελ, ο οποίος μελετά διαχρονικά κάθε πηγή που αφορά τον Ιησού και τις ιουδαϊκές απόψεις, διερευνώντας και το ερώτημα «γιατί εφόσον ο Ιησούς ήταν Εβραίος, οι Εβραίοι τον απαρνήθηκαν». Είναι λίγο κουραστικά αυτά τα μέρη, γεμάτα λεπτομέρειες και γραμματολογικές/ιστορικές αναφορές, παρόλο που έχουν ενδιαφέρον, αλλά μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παραδοξότητες που βάζουν στο τραπέζι της συζήτησης οι δύο διαλεγόμενοι. Μιλώντας για τους Εβραίους σε αντιπαράθεση με την χριστιανική θρησκεία, ακούγονται απόψεις όπως: για να σκοτώσεις μια θεότητα πρέπει να είσαι ακόμα πιο δυνατός από τον θεό, κι επίσης μοχθηρός και κακός/ αν δεν υπήρχε ο Ιούδας μπορεί να μην υπήρχε σταύρωση, κι αν δεν υπήρχε σταύρωση μπορεί να μην υπήρχε χριστιανισμός/ο Ιούδας ήταν ο πιο πιστός και αφοσιωμένος από όλους τους μαθητές του και ποτέ δεν τον πρόδωσε, απεναντίας, ήθελε να αποδείξει το μεγαλείο του σ’ όλον τον κόσμο/ο Ιησούς δεν ήταν χριστιανός. Ο Ιησούς γεννήθηκε και πέθανε Εβραίος. Ο Παύλος, δηλαδή ο Σαούλ από την Ταρσό ήταν αυτός που επινόησε τον χριστιανισμό/ο Ιησούς ήταν ένας καθ’ όλα Φαρισαίος Εβραίος, ένας Φαρισαίος που διαφώνησε με τους δασκάλους του μόνο σε μερικά ζητήματα της Αλαχά, ποτέ όμως δεν επαναστάτησε ενάντια στις βασικές αρχές της εβραϊκής πίστης/η σχέση μεταξύ Ιησού και Ιούδα περιγράφεται ως εξαιρετικά περίπλοκη μια σχέση αγάπης και μίσους, έλξης και απέχθειας/το όνομα Ιούδας έχει γίνει συνώνυμο της προδοσίας, πιθανόν συνώνυμο και του Εβραίου. Εκατομμύρια χριστιανών νομίζουν ότι κάθε Εβραίος είναι μολυσμένος με τον ιό της προδοσίας.
     Η πιο ριζοσπαστική άποψη αφορά τον Ιούδα, μια πρωτοποριακή εκδοχή του ρόλου του στη θεμελίωση του χριστιανισμού, που θυμίζει λίγο την εκδοχή του Καζαντζάκη στο «Ο Τελευταίος Πειρασμός»[2]. Σύμφωνα μ’ αυτήν, με την οποία φέρεται να συμφωνεί κι ο Σμούελ, ο Ιούδας ήταν, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους μαθητές, πλούσιος και καταξιωμένος (επομένως ουδόλως είχε ανάγκη τα 30 αργύρια), σταλμένος από το ιερατείο της Ιερουσαλήμ να παριστάνει τον μαθητή του Χριστού για να διαπιστώσει αν είναι επικίνδυνος για την εξουσία. Ο Ιούδας όμως εντυπωσιάστηκε τόσο από την προσωπικότητα του Ιησού, που έγινε ένας από τους πιο αφοσιωμένους και ενθουσιώδεις μαθητές, πίστεψε απόλυτα στη θειότητά του, και ήταν απόλυτα βέβαιος ότι όταν ο Χριστός θα σταυρωνόταν, θα κατέβαινε από τον σταυρό και θα έστεκε σώος και αβλαβής στα πόδια του σταυρού του. Όμως οι δισταγμοί του Ιησού με αποκορύφωμα το «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» κλονίζουν την πίστη του Ιούδα, ο οποίος μετά τον θάνατο του Χριστού νιώθει φρικτά διαψευσμένος και προδομένος. Όταν πια κατάλαβε ότι προκάλεσε με τα ίδια του τα χέρια τον θάνατο του ανθρώπου που τόσο αγαπούσε και λάτρευε, έφυγε από κει και κρεμάστηκε. Έτσι πέθανε, έγραψε στο σημειωματάριό του ο Σμούελ, ο πρώτος χριστιανός. Ο τελευταίος χριστιανός, ο μοναδικός χριστιανός.
     Δεν είναι όμως μόνο ιστορικό ή θεωρητικό το ενδιαφέρον του βιβλίου. Ασφαλώς τα τρία εμπλεκόμενα πρόσωπα όχι μόνο διαγράφονται ανάγλυφα ως χαρακτήρες, αλλά αλληλοεπηρεάζονται, εξελίσσονται κατά τη διάρκεια του έργου και ξεδιπλώνουν, ο καθένας, την προσωπική του τραγωδία, που είναι συνυφασμένη απόλυτα με τον τόπο, τον χρόνο και την πολιτική ιστορία της περιοχής. Τα «φαντάσματα» του Μίχα και του Σαλτιέλ, ή μάλλον οι προσωπικές τους τραγωδίες, στοιχειώνουν τους δύο οικοδεσπότες. Ο Βαλντ, ομιλητικός, δηκτικός και χειμαρρώδης (τρυπούσε και πλήγωνε τον άλλον με μια λεπτότατη βελόνα), κρύβει πίσω από τα λογοπαίγνια και τα ευφυολογήματα ένα ασθενικό, ανήμπορο κορμί. Βαθιά όμως μέσα του κρύβει κυρίως τον πόνο για τον αδικοχαμένο γιο, τον Μίχα, και όχι μόνο (ο Σμούελ κοιτούσε τα χείλη του γέρου που κουνιόνταν κάτω από τα πυκνά άσπρα μουστάκια και διέκρινε για πολλοστή φορά την αντίθεση ανάμεσα στον πρόσχαρο οίστρο των λόγων του και τη βαθιά θλίψη που σκίαζε τα γκριζογάλανα μάτια του: μάτια τραγικά μπηγμένα στο πρόσωπο ενός σατύρου).
     Ο Μίχα, ο γιος του Βαλντ και σύζυγος της Ατάλια, σκοτώθηκε με φρικτό τρόπο στη μάχη εναντίον των Αράβων στον δρόμο για Ιερουσαλήμ, αμέσως μετά την ίδρυση του Ισραηλινού κράτους, στις 2 Απριλίου του ’48 (μολονότι η γυναίκα του κι ο πεθερός του ήταν ενάντιοι στον πόλεμο, μολονότι ήταν αντίθετοι στην ίδρυση του κράτους, μολονότι είχαν εναντιωθεί με όλο τους το είναι στην επιστράτευσή του σε μια μάχη που οι ίδιοι την θεωρούσαν καταραμένη, εντούτοις αυτός στρατεύτηκε). Η συμφορά καταποντίζει τον Βαλντ, και σβήνει τις λογομαχίες και αντιπαραθέσεις με τον Σαλτιέλ.
Η «απεγνωσμένη αγάπη»
     Ο Βαλντ δεν κρύβει την συμπάθειά του για τον Σμούελ (του λέει ότι έχει όψη ανθρώπου των σπηλαίων με ψυχή απροστάτευτη), αλλά και την αδυναμία του στην Ατάλια, στην οποία κατά κάποιον τρόπο είναι πλήρως υποταγμένος. Ο Σμούελ αργεί να ανακαλύψει το μυστήριο που κρύβουν οι δυο τους γιατί ο βουβός πόνος του κυρίου Βαλντ και η ψυχρή επιφυλακτικότητα της Ατάλια επέβαλαν σιγή στις ερωτήσεις του προτού καν τις αρθρώσει. Η μοναχικότητα και η έμφυτη συστολή του νεαρού ήρωά μας, όμως, προσελκύουν σταδιακά ακόμα και την παγερή Ατάλια, που τον προσεγγίζει «με τα μυστηριώδη παιχνίδια της», προκαλώντας του ανάμεικτα συναισθήματα οργής, αυτολύπησης, περιέργειας, απεγνωσμένης επιθυμίας και παραίτησης. Μια γυναίκα αποφασιστική, γεμάτη μυστικά, που φέρεται με ένα κράμα ειρωνείας και απόμακρης περιέργειας, μια γυναίκα που δεν παύει να δίνει διαταγές, που σε κοιτάει πάντα με αμυδρό σαρκασμό, ανάμεικτο ίσως με κάποια ψήγματα συμπόνιας. Ο παμπόνηρος Βαλντ, με την εμπειρία και προηγούμενων νεαρών που δούλεψαν στο ίδιο πόστο, ψυχανεμίζεται τα ερωτικά σκιρτήματα του Σμούελ και τον προειδοποιεί.
     Είναι μια ερωτική ιστορία μοναδική, όπως άλλωστε και όλες οι ερωτικές ιστορίες, γιατί σπάνιοι μοναδικοί είναι και οι χαρακτήρες. Φευγαλέα, γιατί φευγάτοι είναι και η Ατάλια και ο Σμούελ. Βόλτες, αμηχανία, λεκτικά παιχνίδια, δειλές εξομολογήσεις, δισταγμοί και συγκρατημένη σωματική επαφή, ενώ ο Βαλντ επαναλαμβάνει σαν ρεφραίν «μην ερωτευτείς την Ατάλια» (είναι ικανή να «γοητεύει τους ξένους χωρίς να κουνάει το δαχτυλάκι της. Όμως αυτή αγαπάει πολύ τη μοναχικότητά της. Αφήνει τους άνδρες που έχουν γοητευτεί απ’ αυτήν να την πλησιάσουν και ύστερα τους διώχνει). Ο Σμούελ περνάει ώρες και ώρες άσκοπης περιπλάνησης, απόγνωσης, αυτολύπησης, αναμονής, επιθυμίας που εναλλάσσεται με «θολό κύμα ντροπής και αηδίας». Ωστόσο η Ατάλια παίρνει απρόσμενες πρωτοβουλίες, όπως να πάνε σινεμά, για ποτό (νιώθω αρκετά καλά μαζί σου επειδή δεν είσαι κυνηγός) βόλτα νύχτα με πανσέληνο στο όρος Σιών, ή να τον έχει ως συνοδό στις μυστηριώδεις αποστολές που αναλαμβάνει ως εργαζόμενη σε ιδιωτικό πρακτορείο ερευνών (-Και τι ερευνάς; - Απιστίες, για παράδειγμα). Είναι «γυναίκα αράχνη», στραγγίζει τις επιθυμίες των άλλων αφήνοντας χώρο μόνο για τις δικές της (κουράζομαι από τους αισθηματίες), ένα στοιχείο που γίνεται ανεκτό μόνο αν πάρει κανείς υπόψη την «άφατη θλίψη» της, αποκρούοντας με τον αέρα των διπλάσιων χρόνων της κάθε απόπειρα προσέγγισης εκ μέρους του Σμούελ (δεν έχω καρδιά για να συγκινηθώ). Εκείνος όμως φαίνεται να το αποδέχεται αυτό.
     Η γρίππη του Βαλντ και το ατύχημα που ακινητοποιεί το πόδι του Σμούελ και αναγκάζει την Ατάλια να τον εγκαταστήσει στο ισόγειο, στο κλειστό δωμάτιο του πατέρα της, είναι το κομβικό σημείο πέρα από το οποίο η επικοινωνία και με τους δύο οικοδεσπότες γίνεται βαθύτερη. Η περιποίηση περικλείει κι ένα είδος τρυφερότητας που περιλαμβάνει και ερωτικές προσεγγίσεις, πάντα με πρωτοβουλία της Ατάλια. Στην τελευταία – ολοκληρωμένη- ερωτική συνεύρεση, του μιλά για τον ίδιο (Δεν είσαι κυνηγός. Ποτέ δεν κομπάζεις, ποτέ δεν γίνεσαι φορτικός ούτε ναρκισσεύεσαι. Κι έχεις και κάτι άλλο που μ’ αρέσει: όλα είναι γραμμένα στο πρόσωπό σου. Είσαι ένα παιδί χωρίς μυστικά), για να καταλήξει «από όλους τους μάλλον εσύ είσαι ο μόνος που θα θυμάμαι».
Αγάπη, μίσος, προδοσία
Δεν ανήκε στην εποχή μας.
Ίσως είχε έρθει πολύ αργά.
Ίσως ήταν μπροστά από την εποχή του.
Ανήκε σε μιαν άλλη εποχή.
     Ο Σαλτιέλ Αμπραβανέλ, ο πατέρας της Ατάλια, ακόμα από την εποχή του Μπεν Γκουριόν ήταν της άποψης ότι οι Ισραηλινοί μπορούσαν να συνεννοηθούν με τους Άραβες ώστε να αποχωρήσουν οι Εγγλέζοι και να δημιουργηθεί ενιαίο κράτος με Άραβες και Ισραηλινούς, όχι αποκλειστικά εβραϊκό (γενικά η ιδέα του κράτους του φαινόταν «παιδιάστικη και απαρχαιωμένη»). Για τις απόψεις του αυτές τον έδιωξαν από το Εθνικό Συμβούλιο και το Εβραϊκό Πρακτορείο, που ήταν η ανεπίσημη εβραϊκή κυβέρνηση επί «Βρετανικής Εντολής»[3]. Ήταν όχι απλώς μια μειοψηφούσα άποψη, αλλά «η άποψη του ενός», σχετικά με την διένεξη των Εβραίων και των Αράβων. Να προτείνει μια ειρηνική λύση («ιστορικό συμβιβασμό») μεταξύ των δύο λαών. Οπωσδήποτε η πρωτοποριακή αυτή θέση πυροδότησε σοβαρή αντιπαράθεση ανάμεσα στους συμπέθερους, και θεωρήθηκε από όλους πολύ αιρετική -κι ας μην είχε χυθεί τόσο αίμα ακόμα. Ο Σαλτιέλ ήταν αραβόφιλος, μιλούσε αραβικά, είχε πολλούς φίλους Άραβες, κι όταν ξέσπασε ο πόλεμος επαναλάμβανε ότι «ο πόλεμος ήταν μια τρέλα του Μπεν Γκουριόν», και -εννοείται- συμβούλεψε τον Μίχα να μην πάει. Έτσι, ήρθε αντιμέτωπος με όλους τους συμπολίτες του που επιθυμούσαν διακαώς την ίδρυση του κράτους, και φυσικά έγινε προδότης. Ένας σύγχρονος Ιούδας, που σύμφωνα με την πρωτοποριακή αντίληψη περί Ιούδα, πρόδωσε γιατί πίστεψε πάρα πολύ.
     Ο Βαλντ διαφωνούσε με τον Σαλτιέλ, πίστευε ότι «αυτός ο πόλεμος ήταν ιερός» (επομένως συμβούλευε τον γιο του να πολεμήσει) και έκαναν μεταξύ τους ομηρικές λογομαχίες, αλλά στον Σμούελ τον παρουσιάζει ως «ονειροπόλο»: «κι εκείνος με τον τρόπο του πίστευε, όπως ο Ιησούς, στην οικουμενική αγάπη, την αγάπη όλων αυτών που είναι πλασμένοι κατ’ εικόνα του Θεού προς όλους όσους όσοι είναι πλασμένοι κατ’ αυτήν την εικόνα». Τον παρουσιάζει ότι πίστευε ότι όλα μπορούν να λυθούν με τον διάλογο (μια δυο σταγόνες καλής θέλησης, κι αμέσως θα γίνουμε όλοι αδέλφια στην καρδιά και στην ψυχή), πράγμα με το οποίο διαφωνεί κάθετα ο Βαλντ, πιστεύοντας ότι όταν δυο λαοί διεκδικούν την ίδια γη (όπως όταν δυο άντρες ποθούν την ίδια γυναίκα) τίποτα δεν μπορεί να σβήσει το μίσος τους.
     Αντίθετα, ο Βαλντ δεν πιστεύει στην «αγάπη για όλους», για κείνον είναι περιορισμένο αγαθό, εφόσον ο άνθρωπος είναι πλασμένος για να αγαπάει πέντε, δέκα άτομα (η αγάπη είναι προσωπική υπόθεση, παράξενη κα γεμάτη αντιφάσεις/είναι δυνατόν όλοι μας, μηδενός εξαιρουμένου, να αγαπάμε συνεχώς τους πάντες μηδενός εξαιρουμένου; Άραγε ο Ιησούς τους αγαπούσε όλους, πάντοτε;/όποιος τους αγαπάει όλους κατά βάθος δεν αγαπάει κανέναν). Όποιος λέει ότι αγαπάει όλον τον κόσμο είναι υποκριτής, πετά συνθήματα και ρητορείες. Επίσης, η αντίληψη του Βαλντ για το μίσος έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: στην πραγματικότητα η αγάπη μοιάζει πολύ με το μίσος: η αγάπη και το μίσος είναι πολύ πιο κοντά από όσο νομίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Για παράδειγμα, όταν αγαπάς ή μισείς κάποιον, και στις δυο περιπτώσεις φλέγεσαι να ξέρεις ανά πάσα στιγμή πού βρίσκεται, με ποιον είναι, πώς είναι, αν είναι ευχαριστημένος, τι κάνει, τι σκέφτεται, τι φοβάται.(…) Και η ζήλια είναι τρανή απόδειξη ότι η αγάπη μοιάζει με το μίσος επειδή, μέσα στη ζήλια, η αγάπη και το μίσος συμπλέκονται. Μια αντίληψη στην οποία υπερθεματίζει ο Σμούελ: Το γεγονός είναι ότι όλη η δύναμη του κόσμου δεν μπορεί να μετατρέψει το μίσος που νιώθει κάποιος για σένα σε αγάπη.
     Είναι περιττό να παραθέσουμε και την άποψη της Ατάλιας για τον πόλεμο. Παρόλο που ο Σαλτιέλ ήταν ψυχρός ως πατέρας, ιδεολογικά ταυτίζονται: Ίσως πράγματι να ήταν αφελής άνθρωπος. Ίσως πράγματι να ήταν προτιμότερο όλα όσα κάνατε εδώ –δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι να πάνε στη σφαγή και εκατοντάδες να πάνε στην εξορία. Οι Εβραίοι εδώ είναι στην ουσία ένα μεγάλο στρατόπεδο προσφύγων, το ίδιο και οι Άραβες/η ίδια η παρουσία των Εβραίων στο Ισραήλ στηρίζεται σε μια αδικία.
     Το τραύμα που άφησε η απώλεια του Μίχα στις ψυχές των τόσο διαφορετικών πρωταγωνιστών μας, παγώνει τον εσωτερικό τους κόσμο και τις ιδεολογικές τους βεβαιότητες. Συμβιώνουν πια χωρίς να ελπίζουν, χωρίς να περιμένουν τίποτα (Ατάλια: Τίποτα δεν μπορεί να με πληγώσει πια/Βαλντ: Είναι αδύνατον να μοιραστείς έναν πόνο. Δεν υφίσταται κάτι τέτοιο) μέχρι που πέθανε ο Σαλτιέλ, απομονωμένος στο σπίτι του.
     Ο Σμούελ ωστόσο, ευαίσθητος δέκτης από τη μια αλλά κι ερευνητικό πνεύμα που αναζητά την «αλήθεια», είναι αυτός που θα ξεκλειδώνει τον Βαλντ και την Ατάλια, ενώ παράλληλα ο συγγραφέας ξετυλίγει όλο αυτό το κουβάρι και τα αίτιά του, τις ανείπωτες τραγωδίες που δημιούργησε (και συνεχίζει να δημιουργεί) ο συγχρωτισμός Αράβων και Ισραηλινών. Παρόλο που ο Σμούελ δηλώνει άθεος, ασχολείται στην εργασία του με το οικουμενικό μήνυμα του Ιησού, την αγάπη, δίνοντας κατά τη γνώμη μου σε λίγες γραμμές μια βαθιά ερμηνεία της ιστορικής μοίρας των Εβραίων:
     Ως ένα σημείο μπορεί να καταλάβει κάποιος έναν λαό που επί χιλιετίες γνώριζε καλά τη δύναμη των βιβλίων, τη δύναμη της προσευχής, τη δύναμη των εντολών, τη δύναμη της μελέτης, τη δύναμη της θρησκευτικής αφοσίωσης τη δύναμη της συναλλαγής και της διαμεσολάβησης, αλλά τη δύναμη της δύναμης τη γνώριζε μόνο απ’ τα χτυπήματα στη ράχη του. Και ξαφνικά βρίσκεται να κρατά στο χέρι ένα βαρύ ρόπαλο. Τανκς, πολυβόλα, αεριωθούμενα. Είναι φυσικό ένας τέτοιος λαός να μεθύσει από δύναμη και να τείνει να κάνει ό, τι θέλει με τη δύναμη της δύναμης.
Χριστίνα Παπαγγελή 

[1] Στις 14 Μαΐου 1948, μία ημέρα πριν λήξει η βρετανική Εντολή στην περιοχή, το ανώτατο εβραϊκό συμβούλιο ανακήρυξε την ανεξαρτησία του Ισραήλ και όρκισε πρόεδρο τον Χάιμ Βάιζμαν και πρωθυπουργό τον σιωνιστή ηγέτη, Νταβίντ Μπεν Γκουριόν. Την επόμενη ημέρα ξέσπασε ο πρώτος Αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1948, όταν πέντε αραβικές χώρες (Αίγυπτος, Ιορδανία, Συρία, Λίβανος και Ιράκ) εισέβαλαν στρατιωτικά, με την αρωγή και άλλων στρατευμάτων από την Υεμένη και τη Σαουδική Αραβία. Η Αίγυπτος και η Ιορδανία προσάρτησαν τότε το Σινά και τη Γάζα η πρώτη και τη Δυτική Όχθη η δεύτερη. Μετά από ένα χρόνο εχθροπραξιών υπεγράφη ανακωχή.
[2] https://www.gaiaelliniki.gr/2022/01/blog-post_29.html
[3] Το καθεσώς της βρετανικής κηδεμονίας στην Παλαιστίνη (1920-1948)

Πέμπτη, Νοεμβρίου 09, 2023

Σάλτος, Ανδρέας Νικολακόπουλος

Ύστερα μου τόνισε πως η γνώση των πραγμάτων
δεν έχει να κάνει με την ευτυχία.
Αυτό ήταν θέμα απόφασης.
Όπως και η δυστυχία.
Πως τάχα δεν υπάρχει τίποτα σταθερό
πέρα από τον νου του παρατηρητή.
     Δεκατρία διηγήματα περιλαμβάνει αυτή η συλλογή του γνωστού συγγραφέα, εξίσου πρωτότυπα και σαγηνευτικά με τα διηγήματα της συλλογής «Αποδοχή κληρονομιάς», εφόσον κι εδώ η αφήγηση, με όχημα το παραμυθιακό/μυθικό στοιχείο διεισδύει μέσα στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής. Προσπαθώντας να βρω λέξεις για να διατυπώσω την ιδιαίτερη αίσθηση που μου έδωσε η ανάγνωσή τους, δεν μπορώ παρά να επαναλάβω όσα είχα γράψει και στην σχετική ανάρτησή μου: «Ο συγγραφέας φαίνεται να διερευνά τα όρια της ανθρώπινης συνείδησης, εκεί που την απειλεί ο αρχέγονος φόβος των φυσικών στοιχείων, των άγριων ζώων, η φρίκη του φονιά· η φρίκη της αγιάτρευτης αναπηρίας, η φρίκη της εκμετάλλευσης και του βασανισμού· η σαγήνη που φτάνει στη διαστροφή, η ψυχοφθόρος ζήλεια, η ύβρις, η παντοδύναμη κατάρα, η δίψα για εκδίκηση. Και φυσικά η φρίκη του πολέμου». Δεν έχει τέλος αυτή η αναζήτηση, στην οποία μπορούν να προστεθούν η φρίκη της τρέλας, της χρόνιας αρρώστιας, καθώς και το ανθρώπινο «πάθος», οποιοδήποτε πάθος (για τα πουλιά, για τη μουσική, για μια γυναίκα), όπως θα δούμε και στα διηγήματα της συλλογής "Σάλτος".
     Αυτή άλλωστε είναι και η λειτουργία του «Μύθου», όσο κυριαρχεί η μυθική συνείδηση (που προηγήθηκε της φιλοσοφικής και λογικής σκέψης) στην πορεία του ανθρώπινου πνεύματος, και την βλέπουμε ξεκάθαρα στα λαϊκά παραμύθια, στους θρύλους, δοξασίες ή στην αρχαία τραγωδία. Οι άνθρωποι, δέσμιοι μιας αλλόκοτης ειμαρμένης από την οποία είναι «ύβρις» η προσπάθεια να ξεφύγουν, ίσως είναι το επαναλαμβανόμενο μοτίβο των μυθικών αφηγήσεων. Κι έτσι, «ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας», που λέει κι ο ποιητής: ο μύθος εκφράζει μια Αλήθεια σε υπερβατικό επίπεδο, σε κοσμογονικό, ηθικό, ή «πραγματικό». Ο μύθος, το παραμύθι, η λαϊκή δοξασία, ο θρύλος ανιχνεύουν τα όρια του ανθρώπου, πέρα από τα οποία υπάρχει το παράλογο, το άγνωστο, ο τρόμος και το αποτρόπαιο…
     Ο συγγραφέας προσελκύει τον αναγνώστη από τις πρώτες σειρές αιφνιδιάζοντάς τον πολλές φορές, και τοποθετεί τη δράση σε περιβάλλον κατά κανόνα ανοίκειο για τον συμβατικό/σύγχρονο τρόπο ζωής, και όσο αφορά τον χρόνο αλλά κυρίως όσο αφορά τον χώρο. Η ιδιαιτερότητα του σκηνικού προσελκύει τον αναγνώστη, χωρίς να είναι σε επίπεδο τελείως φανταστικό. Τόποι και τοπωνύμια είναι από αληθινά έως αληθοφανή (π.χ. ο αβυσσαλέος βράχος με το όνομα «Σάλτος» που δίνει το όνομα στην συλλογή, υπάρχει άραγε; Το Διαπόρι και τα Kαμίνια στο «Οι κόρες της αιθάλης» παραπέμπουν στα αντίστοιχα χωριά της Λήμνου; Το Μπαλαγκουέρ στην Καταλονία (που αναφέρεται σε τρία από τα διηγήματα) σίγουρα υπάρχει στον χάρτη και σίγουρα υπάρχει και το απόκοσμο ερημοκκλήσι του Αγίου Γκόβαν (Saint Govan's chapel).
     Συνήθως ο κεντρικός ήρωας είναι και ο αφηγητής, και συνήθως είναι μοναχικός, οξυδερκής και ιδιόρρυθμος, οδηγημένος από κάποιο ανεξέλεγκτο πάθος. Κατά στη διάρκεια της ανάγνωσης πολλές φορές ένιωσα ότι ο συγγραφέας είναι ένας σύγχρονος Έντγκαρ Άλαν Πόε, και θα συμφωνήσω με τη γνώμη της Ελένης Γκίκα ότι πρόκειται για μια συλλογή που θυμίζει έντονα Έντγκαρτ Άλαν Πόε, Κάρεν Μπλίξεν και γοτθικές ιστορίες. Ωστόσο, δεν έχω προσωπικά ιδιαίτερη αγάπη στις ιστορίες μυστηρίου, φρίκης ή γκροτέσκο. Το στοιχείο που βρήκα απαράμιλλο και σ΄αυτήν τη συλλογή, όπως και στην «Αποδοχή κληρονομιάς», είναι η γραφή. Μια γραφή πολύ ιδιαίτερη χωρίς να είναι εξεζητημένη, με ανάκατα λαϊκά και λόγια στοιχεία. Όπως λέει σε συνέντευξή του ο ίδιος ο συγγραφέας, «Η δασκάλα μου μου πέρασε μέσα μου την αγάπη για τις ομηρικές λέξεις, που καιρό μετά τις μπόλιασα με τις λέξεις του χωριού, φτιάχνοντας μια δική μου γλώσσα, πότε αρχαία αστική και πότε σύγχρονη βουνίσια, μα συνήθως μπερδεμένη ανάκατα και καθαρά προσωπική». Ανοίγοντας τυχαία οποιαδήποτε σελίδα και διαβάζοντας όποια φράση έρχεται στα μάτια μου, γοητεύομαι από τη δύναμη της εικόνας, και τα συναισθήματα σαν ηλεκτρισμός που διαπερνούν τις λέξεις, που είναι μεστές, γεμάτες έντονο συναίσθημα και ουσία (πολλά δείγματα γραφής ακολουθούν με πλάγια γράμματα). Παρόλο που, ομολογώ, οι φρικιαστικές λεπτομέρειες μερικές φορές φτάνουν στο όριο της διαστροφής.
    Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς -τεκμηριωμένα- για διηγήματα που αφήνουν τόσο διαφορετική γεύση, παρά μόνο με γενικόλογα. Μετά από αυτήν την εισαγωγή λοιπόν, θα αναφερθώ σε καθένα ξεχωριστά, γιατί είναι και το καθένα τόσο διαφορετικό, κι ας με συγχωρέσει ο αναγνώστης της ανάρτησης που αναγκαστικά «προδίδω» τη μαγεία του αφηγήματος.
     Σάλτος
     Ο αφηγητής μάς προετοιμάζει για τα «αλλόκοτα περιστατικά» που συμβαίνουν στο χωριό του, γύρω από τον παροιμιώδη βράχο- ογκόλιθο (τον «Σάλτο») που οδηγεί στον γκρεμό κι απ’ όπου οι χωριανοί ρίχνουν κατά παράδοση τα «παροπλισμένα» ζωντανά. Μύθοι και θρύλοι φορτίζουν τη σημασία αυτού του μακρόστενου εξογκώματος (για μένα δεν ήταν τίποτε άλλο πέρα από ένα καταραμένο αγκωνάρι που, αν έκανες το λάθος να παραπατήσεις ή να γλιστρήσεις από την κορφή του), ακόμα και για τον αποστασιοποιημένο ήρωα, εφόσον από κει πέταξε κι ο παππούς του το «ψηλό κοκκινότριχο άλογό τους», μπροστά στο μικρό αγόρι που αναγκάστηκε να παρακολουθήσει όλη τη σκηνή «για να γίνει άντρας κι όχι λιγόψυχος κιοτής» (ένιωθα σαν ξύλινη καρμανιόλα που τσουλάει επάνω της η παγωμένη λάμα).
     Τις κατακρημνίσεις των ζώων διαδέχονται οι άνθρωποι, οι αυτόχειρες, των οποίων τα άψυχα σώματα συναντούν τα «τηλαυγή κόκαλα των αδίκως φονευθέντων ζώων», ενώ ο αφηγητής μας παρακολουθεί από κοντά τις προσωπικές ιστορίες των «σαλταδόρων»: πρώτη η δασκάλα με τον αγαπητικό της, ύστερα η τρελή του χωριού, στη συνέχεια «ηδονόπληκτα ζευγάρια που έψαχναν το ανέσπερο το φως του ατελούς τους πάθους», και η σειρά επιμηκύνεται τόσο ανησυχητικά, που ο πρόεδρος του χωριού προτείνει να περιφράξουν την περιοχή και να βάλουν φύλακα! Ο μόνος που αποδέχεται την παράξενη αυτή θέση είναι ο ήρωάς μας, ο οποίος παρακολουθεί πια εκ του σύνεγγυς τον τρομακτικό κόσμο του βουνού όπου φώλιασε τόσος πόνος, και που μέσα στην σιωπή και τη μοναξιά παίρνει άλλες διαστάσεις.
     Μέσα στο εξωκοσμικό αυτό περιβάλλον, καθώς ο ήρωας συνταυτίζεται σταδιακά με τα άγρια ζώα, τις γουστέρες, τα δένδρα και τα πουρνάρια, παρατηρεί τον εαυτό του και τον κόσμο, και ο εσωτερικός του κόσμος μεταλλάσσεται. Παρακολουθούμε βήμα βήμα, χάρη στη μαεστρία του συγγραφέα, την μεταστοιχείωση της συνείδησης σε αυτό που ο κόσμος ονομάζει «σαλεμένο» (είπαν πως τρελάθηκα και πλέον είχα σαλτάρει. Ότι το δρεπάνι της τρέλας ξεφαλτσάρισε στο κεφάλι μου και μου έκοψε μια φλοίδα από το μυαλό), ωστόσο ως αναγνώστες αναρωτιόμαστε κι εμείς, μαζί με τον αφηγητή, ποιοι είναι οι τρελοί του κόσμου τούτου.
     Οι κόρες της αιθάλης
     Μεταφερόμαστε στο Διαπόρι, ένα βραχονήσι γνωστό για τα καμίνια του, του οποίου οι κάτοικοι ήταν όλοι καρβουνιάρηδες και ανθρακέμποροι «από την αρχή της ιστορίας», στην πλειονότητα γυναίκες (ονομάζονταν μάλιστα Καρκίνοι γιατί έμοιαζαν με κάβουρες, όπως κρατούσαν τις τσιμπίδες με τα πυρωμένα ξύλα). Ο βιασμός ενός μικρού κοριτσιού πυροδοτεί μια απίστευτης εμβέλειας οργή από τις γυναίκες, καταπιεσμένη εδώ και αιώνες, με συνέπειες που σαν ντόμινο επιφέρουν βίαιη εξόντωση όλων των αρσενικών, υποδειγματική οργάνωση αποκλειστικά από γυναίκες, τη σύνταξη του «πρώτου γυναικείου συντάγματος» κι άλλες αλλαγές στην γυναικεία, πια, κοινότητα. Μέσα σ’ ένα κρεσέντο «μαγικού ρεαλισμού», η οικονομική ευημερία του κράτους των γυναικών δίνει την δυνατότητα στην «Μαύρη Ταξιαρχία» τους να εξαπλωθούν και να κυριαρχήσουν βίαια στα γειτονικά νησιά, χωρίς να διαφέρουν σε τίποτα από την ορμητικότητα και την εκδικητικότητα των ανδρών.
     Η «τελευταία πράξη» αυτής της παράξενης ιστορίας, είναι ανατριχιαστική: η προσβλητική απάντηση που έδωσαν οι Διαπορίτισσες στον απεσταλμένο του ναύαρχου Μάναπ (σαν μια πόλη γεμάτη καμινάδες και απλωμένα ρούχα που πλησίαζε ολόκληρη απειλητικά κάτω από σωρείτες, θυσάνους και μελανίες. Επάνω από τριακόσια πλοία ζύγωναν ανταριασμένα και όρτσα από θυμό το Διαπόρι) έχει ανυπολόγιστες γι’ αυτές συνέπειες.
     Το παραπέτασμα του Μύλου
     Ένα παράξενο χωριό, το Μπαλαγκουέρ της Καταλονίας, διασχίζεται από το μονοπάτι που χωρίζει το Χωριό του Χθες απ’ το Χωριό του Αύριο…
     Μέλι με γάλα
     Μέλι με γάλα έδωσε η 20χρονη Ραλιώ του Καλαθά στον αφηγητή -όταν εκείνος ήταν 10 χρονών- για να του περάσει ο βήχας, σώζοντας του μεν τη ζωή, αλλά σημαδεύοντάς τον για πάντα σ’ αυτήν την τρυφερή ηλικία με την ζηλεμένη ομορφιά της, τη χάρη της, το λευκό δέρμα και τα υπέροχα στήθια (φανερώθηκαν τα μυτερά γαλακτερά της στήθια με τις αχνές γεμάτες πόρους θηλές τους που σχεδόν έσπρωχναν τις κλωστές του πουκαμίσου της για να πεταχτούν έξω). Η νεαρή γυναίκα, έχοντας επίγνωση της ομορφιάς της, προκαλεί όλα τα αρσενικά αλλάζοντας ρούχα ολόγυμνη δίπλα στα παραθύρια, και αναστατώνοντας συνειδητά τον ήρωά μας. Καθώς εκείνος μεγαλώνει και πάει πια στο γυμνάσιο, ψάχνει να βρει κορίτσι που να μοιάζει στη Ραλιώ («στο πικροφούντουκό μου»), ωστόσο η Ραλιώ παντρεύτηκε και επέστρεψε στο χωριό μετά από τρία χρόνια σε νεκροφόρα, θύμα της προκλητικής της συμπεριφοράς. Κι η ζωή όμως του αφηγητή έχει καταστραφεί, καθώς αποτρελαμένος φτάνει ως το έγκλημα, φυλακίζεται, εκτίει την ποινή, κι επιστρέφοντας στο χωριό, αγνώριστος και γερασμένος «σκάβει άφοβος τον τύμβο της πεσούσης ομορφιάς» (όποιος δεν είδε να υψώνονται μπροστά του αψίδες φόβου και οβελίσκοι μαύροι του χαμού, καλύτερα να μη χρησιμοποιεί τη λέξη απόγνωση. Όποιος δεν βάδισε ξυπόλυτος σε χωράφια σπαρμένα με λεπίδες και ξυράφια και δεν συνάντησε το λιμασμένο κτήνος της απώλειας, ας μη μιλάει για πόνο. Με τη λάσπη ως τα γόνατα και γεμάτος χώματα μέχρι το κούτελο, τράβηξα το σαπισμένο από την υγρασία καπάκι του ύστατου κουτιού και τότε την είδα) και βιώνει το προσωπικό του «θαύμα».
    Και οι ερυθρόδερμοι καλπάζουν νηπενθείς
     Μια διαφορετική προσέγγιση δίνει κι εδώ ο συγγραφέας στο θέμα της -κατά σύμβαση- «ψυχικής διαταραχής», που ιδωμένη διαφορετικά, εκ των έσω, αποκτά ένα πολύ διαφορετικό νόημα. Η εσωτερική, πνευματική επικοινωνία των δύο φίλων-πρωταγωνιστών του διηγήματος αποκαλύπτει μια διάσταση μαγική, και πάλι εξώκοσμη. Αρχικά, είναι καταπληκτική η περιγραφή του χώρου, του εργαστηρίου χημείας δηλαδή (μεγάλο κτίριο βαμμένο στο κίτρινο των Αζτέκων) όπου βρέθηκαν και συνεργάζονταν οι δυο φίλοι, ο κεντρικός ήρωας ο Σπύρος και ο αφηγητής (η φιλία μας ήταν δυνατότερη του ανταγωνισμού μας για τη χημεία και ακόμα δυνατότερη της μανίας μας για τους δίσκους ψυχεδελικής μουσικής της δεκαετίας του εξήντα και για τις γυναίκες ε κατσαρά μαλλιά κι ελαφρώς στραβές μύτες. Ακόμα και σ΄αυτό ταιριάζαμε). Η προοπτική της υποτροφίας και των δυο σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού είναι πολύ πιθανή για τους δυο προικισμένους και διαβαστερούς νεαρούς, μέχρι την ανατροπή: η δυσκολία να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα της γενετικής έσπρωξε τον Σπύρο σε υπερβολική ποσότητα ψυχότροπης ουσίας. Ακολουθεί η σταδιακή κατάρρευσή του μπροστά στα μάτια του έντρομου φίλου του, ώσπου μετά από κάποιες μέρες έμεινε ένα «ανθρώπινο απομεινάρι». Το τραγούδι «Indian summer» θαρρείς τον στοιχειώνει, και παρά τις παρατεταμένες προσπάθειες του αφηγητή να τον συνεφέρει, καταλήγει σε ψυχιατρική κλινική –το μόνο που δείχνει να τον ενδιαφέρει είναι ονόματα… φυλών Ινδιάνων.
     Το θαυμαστό τέλος που μας επιφυλάσσει ο συγγραφέας για την ιστορία του Σπύρου, λαμβάνει χώρα 37 χρόνια μετά, ενώ ο αφηγητής μας είναι πια παντρεμένος και καταξιωμένος καθηγητής στην Οαχάκα του Μεξικού, όταν μια εσωτερική, μαγική δύναμη -θαρρείς σταλμένη από τον κόσμο των Ινδιάνων- τον καλεί πίσω στην πατρίδα, κλείνοντας τον κύκλο της φιλίας τους για πάντα.
     Mon nox
     Στο Μπαλαγκουέρ της Καταλονίας γίνεται διακοπή ρεύματος. Το σκοτάδι πέφτει ξαφνικά σαν βαριά βρεγμένη κουβέρτα στις ταράτσες της πόλης, και στη συνέχεια σε όλη την γύρω περιοχή. Οι πολίτες αρχικά παραμένουν ψύχραιμοι, πιστεύοντας ότι η δυσχερής κατάσταση είναι προσωρινή, ενώ μετά από τρεις τέσσερις μέρες ο «πολυπλόκαμος φόβος» άρχισε να κλείνει τους ανθρώπους στα σπίτια τους, στις δέκα μέρες να εμφανίζονται μικρές ομάδες με πυρσούς στα χέρια, ανατριχιαστικά γέλια, και στον μήνα πάνω μια κραυγή τρόμου σηματοδοτεί την παράδοση σε μαζική αλλοφροσύνη όλων των πολιτών (τα πρόσωπα των κατοίκων απέκτησαν μια παράξενη έκφραση σαν εκείνη του ασθενή στον πίνακα που βρίσκεται στο Πράδο με τίτλο «Η θεραπεία της τρέλας»). Ο συγγραφέας ψάχνει βαθιά μέσα στον ανθρώπινο αρχέγονο εαυτό και ξεθάβει εκείνο το προϊστορικό αγρίμι που ταΐζεται από τον χιμαιρικό τρόμο του αγνώστου και από την στρίψη του μυαλού που επιμελώς έκρυψαν οι άνθρωποι πίσω από φωτισμένα δωμάτια και λαμπερού δρόμους.
     Το βράδυ εκείνο το Μπαλαγκουέρ παραδόθηκε στη λάμα της λεπίδας και στη λοξή ματιά.
     Η άσφαλτος που καίει
     Είναι συγκλονιστικής ωμότητας το διήγημα αυτό, για να μας θυμίζει ότι η ανθρώπινη φύση κλείνει μέσα της απίστευτη αθλιότητα (ιδιαίτερα όταν υπακούει στον όχλο), πολύ μάλλον όταν πρόκειται για πόλεμο, και μάλιστα εμφύλιο. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’90, όταν ο αφηγητής μαθαίνει στο καφενείο από τον γείτονα Σταύρο ότι υπάρχει στα περίχωρα ένα ολόκληρο εγκαταλειμμένο χωριό, ένα «λεπροχώρι». Η πορεία στο άγνωστο αυτό «χωριό» είναι δύσβατη (μέχρι και τριχιές έφτιαξαν για να κατέβουν στον γκρεμό) για να ανοιχτεί σαν σκοτεινός πίνακας εκείνο το αλησμόνητο θέαμα που όμοιό του δεν τόλμησε κανείς να σηκώσει τα μάτια του να αντικρύσει.
     Η συγγραφική δεινότητα του Νικολακόπουλου αναδεικνύεται σ΄αυτήν την περιγραφή (κι όποιος δεν αρέσκεται στις περιγραφές νομίζω ότι θα άλλαζε γνώμη) καθώς ξεδιπλώνεται το απίστευτο μακάβριο τοπίο, μια ολοκληρωμένη κοινότητα σε στάδιο ολοκληρωτικής φθοράς για να τονίσει στον αναγνώστη τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Όμως οι εξηγήσεις των παππούδων που συνοδεύουν τον αφηγητή, για εξάπλωση επιδημίας /απομόνωση των αρρώστων/παράξενες συμπεριφορές (π.χ. βάλθηκαν να ανάβουν φωτιές τα βράδια και να κάνουν επιδρομές σερνάμενοι σαν νεκροζώντανοι βαδιστές στα μαντριά και στις στρούγκες), όπως και οι προσπάθειες των υγιών χωριανών να τους αποκρούσουν δεν καθησύχασαν τον ήρωά μας.
     Η επόμενη επίσκεψή του στον χώρο ήταν μοναχική κι ακόμα πιο ανατριχιαστική, καθώς ανακαλύπτει ανεξήγητα και φρικιαστικά ίχνη, που δημιουργούν αναπάντητα ερωτήματα. Οι εξηγήσεις που δίνονται εντέλει από τον Σταύρο είναι ακόμα πιο οδυνηρές γιατί αποκαλύπτουν όχι μόνο την ανθρώπινη εξαχρείωση εν καιρώ εμφυλίου, αλλά και την συνειδητή διαστρέβλωση της Ιστορίας, ενώ ο συγγραφέας αφήνει υπόνοιες ότι ο αδελφοκτόνος πόλεμος αφήνει μνήμες ακόμα και σήμερα, «άσφαλτος που καίει περισσότερο από τις άλλες χρονιές».
     Αλισάχνη
     Αλισάχνη, η πέτσα από το βρασμένο αλατόνερο όταν αυτό κρυώσει. Το γιατροσόφι της Ορέλια, στο Μπαλαγκουέρ της Καταλονίας, για την «γρίπη» -που μάλλον ήταν φυματίωση- που της πήρε τον άντρα και δυο παιδιά, αφήνοντάς την μόνο με τον μεγάλο γιο, τον Φελίπε (πάνω που μου έφερε τα πτυχίο, ανέβασε πυρετό).
     Μια κηδεία σπαραχτική, με όλο το χωριό στα μαύρα στη μια όχθη του ποταμού, να αποχαιρετά το παλληκάρι που κείται στην άλλη όχθη με το καφέ κουστούμι της αποφοίτησής του σταυροκουμπωμένο και μια χαροκαμένη μάνα που κατευοδώνει τον γιο της για εβδομήντα τρεις μέρες παρακολουθώντας όλα τα στάδια της αναπόφευκτης «φυγής», είναι η τελευταία, ανεξίτηλη εικόνα του αφηγήματος.
     Τα κύματα
     Είναι όντως εξωπραγματικό το τοπίο που διάλεξε ο ήρωας, εκπαιδευτής γερακιών (!), για να εκπαιδεύσει δέκα νεαρά γεράκια -μια αποστολή που του ανέθεσε η υπηρεσία του αεροδρομίου: το Ερημοκλήσι του Αγίου Γκόβαν, φυτεμένο σ΄έναν απίστευτο γκρεμό (χτες βράδυ ονειρεύτηκα τα όρια βράχια που δέρνονταν απ’ τα λευκογάλανα κύματα καθώς έρχονταν φουσκωμένα από το κανάλι του Μπρίστολ κι έσπαγαν με ορμή πάνω στους μελανιασμένους αρχαίου ασβεστόλιθους που έμοιαζαν με ανθρώπους/το μέρος των θρύλων που τόσο λάτρευα από μικρός).
     Πρόκειται για τον «καλύτερο εκπαιδευτή γερακιών», που από εννιά χρονών αγαπά και μελετά τα γεράκια (έχει μεγάλο ενδιαφέρον εδώ η περιγραφή της εξημέρωσής τους). Η πρόσβαση στο δυσπρόσιτο εκκλησάκι είναι περιπετειώδης, ενώ το ερμητικό καταφύγιο στοιχειώνεται από θρύλους και μυστήριο. Ασκητές, μοναχοί, καμπάνες, πειρατές μέχρι και ιππότες του Αρθούρου, καταπακτές- και αποκορύφωμα, ένας ανθρώπινος σκελετός με πνιχτά μηνύματα στους μουχλιασμένους τοίχους, συνθέτουν τα απομεινάρια αυτών των θρύλων, στην ερημική σπηλιά όπου αποφασίζει ο αφηγητής μας να εγκατασταθεί.
     Δεν μπορεί κανείς να μη σκεφτεί «Τα πουλιά» του Έντκαρ Άλαν Πόε όταν διαβάζει τις τελευταίες σελίδες του διηγήματος, όπου τα πουλιά ξεφεύγουν απ’ τον έλεγχο κι ο ήρωας αναμετρά τις ώρες του συνειδητοποιώντας ότι φυσιολογικό είναι αυτό που συμβαδίζει με τη λογική της φύσης κι όχι με την αλαζονεία του ανθρώπου.
     Αμάμπλε Πικουέρ
     Ο μεγάλος πλάτανος του χωριού Μπαλαγκουέρ στην Καταλονία, υπενθυμίζει στο χωριό κάθε χρόνο την αδερφική προδοσία και τις φρικτές εκτελέσεις του εμφύλιου, καθώς οι ακτίνες του ήλιου  περνώντας μέσα απ’ τα κλαδιά σχηματίζουν σκιές απαγχονισμένων. Στον τοίχο του προδότη Αμάμπλε Πικουέρ.
     Υπερμογγολικός
     Εξίσου «sui generis», ιδιόρρυθμος και εκκεντρικός είναι κι εδώ ο αφηγητής, ένας νεαρός που είναι αφοσιωμένος στη μουσική. Οκτώ χρονών επιστρέφοντας από το σχολείο μια μουσική τον διαπέρασε όπως περνάει ο απότομος αέρας μέσα από τις καλαμιές, χωρίς να τις ξεριζώσει, μα ταράζοντάς τες για μια ζωή. Ήταν μία από τις Gnossiennes του Ερίκ Σατί, και ήταν η αιτία που θα έσπαγε η γυαλιστερή κρούστα της προκαθορισμένης του ζωής στην πόλη. Ο δυνατός έρωτας σαν δίνη ρουφάει όλη τη ζωή του ήρωα: εγγραφή στο Ωδείο, 12 χρόνια μελέτης του Ερίκ Σατί, διακρίσεις, έπαθλα και κυνηγητό του άπιαστου ονείρου (μια καρδιά που ανυπομονούσε να δει τον κόσμο) σε Αυστρία και Πεκίνο, για να καταλήξει να εργάζεται ως πιανίστας στον «θρυλικό» Υπερμογγολικό των Ρωσικών Σιδηροδρόμων, πόστο που του υποσχόταν αιώνια κίνηση (το πιάνο ήταν η αφορμή και όχι η αιτία που με έκανε να μη στεριώνω πουθενά).
     Η συνεχής κίνηση σημαίνει και συνεχή ακινησία, εφόσον η ρουτίνα στην οποία υποβλήθηκε ο ήρωας επί 18 χρόνια δεν τον αφήνει να δει ούτε καν απ’ το παράθυρο του τρένου (Με τον καιρό έγινα μέρος του τρένου. Ένα αξεσουάρ των βαγονιών κι εγώ/το τρένο με κάποιον τρόπο με είχε πιάσει όμηρο, δεμένο με τον μύθο του/βρισκόμουν πάντα εν κινήσει, μα ένιωθα καρφωμένος στο ίδιο σημείο). Η προσέγγισή του μ’ ένα μικρό δωδεκάχρονο αγόρι, τον Ζιλίν, που δείχνει ενδιαφέρον για τη μουσική, είναι η αφορμή για αναστοχασμό και ακραίες συνειδητοποιήσεις που οδηγούν στη «λύση».
     Ο αγγελοκρουσμένος
     Από μικρός είχε τον φόβο ο Σίμος. Όχι του χαμού, μα του θανάτου. Όχι των πραγμάτων που δεν θα έβλεπε σαν φύγει απ’ τη ζωή, μα τη φρίκη αυτής καθαυτήν της στιγμής που θα του ερχόταν το αγγελόκρουσμα και, με μάτια ορθάνοιχτα, τινάγματα των άκρων και τρίχες σηκωμένες θα πέρναγε από τη μια μεριά στην άλλη.
     Ποιος δεν έχει σκεφτεί αυτήν τη έσχατη στιγμή, ποιος δεν ψυχανεμίστηκε ότι δεν έφτασε πολύ κοντά, ποιος δεν την είδε στα τελευταία σκιρτήματα αγαπημένου προσώπου; Ο συγγραφέας ψηλαφεί αυτές τις αιχμές «της σκοτεινιάς» στον 37χρονο αλαφροΐσκιωτο/αγγελοκρουσμένο ήρωά του, τον Σίμο, τις στιγμές που η ζωή του είχε φύγει αλλάζοντας μορφή. Και όχι μόνο τις στιγμές της στερνής της ώρας, αλλά την αίσθηση της διαφορετικής διάστασης της συνείδησης και του χρόνου, την γνώση όσων μένουν πίσω και θρηνούν, την αδυναμία επικοινωνίας, τη λησμονιά καθώς περνάει ο καιρός και τις αναπόφευκτες αλλαγές στον κόσμο των ζωντανών, ενώ κανένας θνητός δεν μπορεί να συνομιλήσει με τον νεκρό.
     Είναι και το τελευταίο διήγημα, πιστεύω όχι τυχαία, καθώς συνοψίζει ολόκληρη φιλοσοφία που διαπνέει όλα τα διηγήματα, της «εκκωφαντικής σιωπής» και του «ατέλειωτου και βροντερού Χαμού», λέξεις της τελευταίας παραγράφου.
     Ωστόσο, εγώ θα τελειώσω την ανάρτηση με αναφορά στο πιο αγαπημένο μου, που είναι «Η ασημένια χορδή».
Η ασημένια χορδή
Δεν υπάρχει τίποτα σταθερό
πέρα από τον νου του παρατηρητή
     Μόνο και μόνο το σκηνικό, με την καθηλωτική γραφή του συγγραφέα, σε μεταφέρει σε άλλη διάσταση: χιονισμένες, απάτητες κορφές, «πανάρχαια βουνά», πρώιμη άνοιξη. Ανηφοριές, σπηλιές, βράχια, «τρύπες σαν αετοφωλιές». Ατέλειωτοι πευκώνες και καραβάνια ανδρών που σκοπός τους είναι να μαζέψουν ρετσίνι, μια δουλειά που την κάνουν από πάππου προς πάππου.
     Η σκληρή δουλειά των ρετσινάδων περιγράφεται με γλαφυρότητα (όπως είδαμε και με τους καρβουνιάρηδες στις «Κόρες της αιθάλης») προτού εστιάσει η αφήγηση στον κύριο ήρωα, τον αφηγητή και τον συμπρωταγωνιστή, τον Ανάργυρο. Ο Ανάργυρος ήταν καινούργιος, άμαθος στη δουλειά, και ο αφηγητής μας είναι το αφεντικό του (δεν είναι ότι δεν ήταν φιλότιμος ή έξυπνος. Και εργατικός ήταν, και τετραπέρατος. Μα ήταν φτιαγμένος αλλιώτικα, και δεν είναι εύκολο όταν έρχεσαι από τα θρανία και τις βιβλιοθήκες στο βουνό).
     Ο Ανάργυρος, φιλομαθής και δουλευταράς, μαθαίνει τη δουλειά κάθε μέρα, ενώ κάθε βράδυ γοητεύει το αφεντικό του με απίθανες εξιστορήσεις, αληθινές ή φανταστικές (σε ένα μήνα μέσα έμαθα, έστω και λίγο μπερδεμένα, ονόματα και πράγματα που σε δέκα σχολεία μαζί δεν θα μάθαινα ποτέ), ο δε ήρωάς μας σημειώνει με ζήλο, εμπλουτίζοντας τις γνώσεις του.
     Όταν οι συζητήσεις  στρέφονται σε θέματα πιο πνευματικά, για την παράλυση του ύπνου, για το συνειδητό όνειρο, την αισθητηριακή στέρηση και για τις αλλοιωμένες συνειδησιακές καταστάσεις, ο αφηγητής μας αρχίζει να νιώθει ότι ο Ανάργυρος είναι «αλλοπαρμένος» (με λίγα λόγια ο Ανάργυρος κατέληξε να μου λέει ότι μπορούμε να βγούμε απ’ το κουφάρι μας και να το βλέπουμε από ψηλά σαν να είμαστε άλλοι). Κατανικώντας όμως τις αρχικές αντιστάσεις του, παραδέχτηκε ότι πού και πού μπορούμε να χωρίσουμε το κορμί από το «μέσα» του ανθρώπου (ο Ανάργυρος απέφυγε έντεχνα να χρησιμοποιήσει τη λέξη «ψυχή») όταν βρεθούμε σε μια κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ενώ η Ασημένια Χορδή, ένα είδος ομφάλιου λώρου σε συνδέει με τη σωματική κατάσταση (αν αυτό κοπεί σημαίνει πως είσαι πια νεκρός). Το μυστικό, να μη σκέφτεσαι.
     Οι τελευταίες παράγραφοι του διηγήματος είναι μαγικές- ακολουθούμε τον ήρωα στο απίθανο ταξίδι μέσα από τα δένδρα και τα σύννεφα, ενώ μια σπάνια ενσυναίσθηση γεννιέται μέσα του (ονειρεύτηκα πως οι κορμοί έτρεμαν από τρόμο σαν τους έμπηγα τη λάμα μου μέσα τους και πως έβγαζαν ουρλιαχτά πόνου καθώς έβγαινε από μέσα τους το χρυσαφένιο αίμα). Τον βλέπουμε να παραιτείται από ρετσινάς και να ταξιδεύει πια στις «εσχατιές της ατμόσφαιρας», βλέποντας αποκάτω το πευκόδασος να «βογκάει σιωπηλό». 
     Αυτό κάνω κάθε νύχτα χρόνια και χρόνια μετά από εκείνο το τελευταίο πρωινό στο βουνό μέχρι να έρθει η στιγμή που η χορδή θα σπάσει, ρινίσματα από ασήμι θα εκτοξευτούν στον αέρα και η αιώρα θα σταματήσει να κινείται άπνοη, πότε αριστερά και πότε δεξιά, αφήνοντας τα σκληρά χέρια που κάποτε έσφιγγαν το τσεκούρι να ξεκουραστούν σταυρωμένα μέσα στη Μάνα Γη.
Χριστίνα Παπαγγελή

Δευτέρα, Οκτωβρίου 30, 2023

Ο παππούς στο τζάκι και άλλες ιστορίες, Δημήτρης Τερζής

Κλάψε, σωριάσου, αλλά μην τα παρατήσεις.
Χώσε ξανά τα χέρια μέσα σου,
εκεί που κρύβεται πίκρα, απόρριψη,
εγκατάλειψη και καταπίεση,
εκεί που καταχώνιασες κάθε αχ (…)
Πρέπει να ματώσεις. Οφείλεις να ματώσεις.
Μόνο έτσι θα ξαναγεννηθείς
     Δέκα σύντομα διηγήματα, δέκα ιστορίες- διαμαντάκια, από τον γνωστό συγγραφέα και δημοσιογράφο Δημήτρη Τερζή, καθεμιά από τις οποίες έχει ξεχωριστή πρωτοτυπία, ωστόσο οι περισσότερες θαρρείς ανιχνεύουν την αδυσώπητη κοινή «μοίρα» που περιμένει όλους, την διαφορετική απήχηση που μπορεί να έχει ο θάνατος σε διαφορετικούς ανθρώπους και σε διαφορετικό χωροχρόνο: αναμονή του θανάτου, το βίωμα του θανάτου, ο τραγικός θάνατος, το πένθος, ο φόβος του θανάτου· η διασταύρωσή του θανάτου με τον… γάμο (άλλη κορυφαία στιγμή του βίου), η δολοφονία, το νεκρό κατοικίδιο, ο κόσμος του ήδη νεκρού. Κοινός πρωταγωνιστής λοιπόν, κατά κάποιον τρόπο, ο θάνατος.
     Ωστόσο, δεν έχουμε κάνουμε με ζοφερές αφηγήσεις (παρόλη την τραγική κατάληξη των περισσότερων) αλλά με ακροβατικά «παιχνίδια» πάνω στο μεταίχμιο ζωής-θανάτου, όπου ο θάνατος παίζει με τη ζωή αλλάζοντας πολλά πρόσωπα. Παράλληλα, ο συγγραφέας αγγίζει σύγχρονα, καυτά θέματα κοινωνικού προβληματισμού, όπως η μοναξιά των ηλικιωμένων, η μοίρα των προσφύγων, η εισβολή της τεχνητής νοημοσύνης, η πολιτική διάψευση. Στις πρώτες σελίδες υπάρχει, κατά κανόνα, ένα ευρηματικό σκηνικό, στήνεται η πλοκή, φτάνουμε γρήγορα στη «δέση» που λένε οι φιλόλογοι για τις τραγωδίες, ενώ συνήθως η «λύση» έχει μια ανατροπή, μια «έκπληξη». Το μεστό, χωρίς περιττολογίες ύφος, σε κάποιες περιπτώσεις γίνεται λυρικό, σε κάποιες σκωπτικό και σε κάποιες κωμικοτραγικό, αποτυπώνοντας αυτές τις πολλές πρωτεϊκές μεταμορφώσεις των ανθρώπων μπροστά στο αναπόφευκτο πεπρωμένο. Η γενική αίσθηση που αφήνει πάντως ο λόγος του συγγραφέα, είναι μια πικρή, ή μάλλον γλυκόπικρη τρυφερότητα μπροστά στο δέος της «έσχατης ώρας».
    Τρυφερός είναι ο μονόλογος της ηλικιωμένης μάνας («Πικροδάφνη»), που αποχαιρετά το καλοκαίρι στο οικογενειακό θέρετρο μέσα στη μόνη το σούρουπο, πλάι στην πικροδάφνη (τέτοιες μέρες, όπως η σημερινή, είναι επίτηδες σταλμένες απ’ τον χειμώνα, είναι ο δικός του τρόπος να δείξει την έξοδο στο καλοκαίρι, να του ξεκαθαρίσει πως οι μέρες του τελείωσαν) απευθύνοντας έναν μονόλογο στον απόντα γιο της, που χωρίς να το ομολογεί ρητά, καταλαβαίνουμε έμμεσα ότι έχει φύγει για πάντα. Ωστόσο, καθώς εκείνη αναμασάει την πίκρα της, βλέπουμε τον πλούσιο εσωτερικό κόσμο του ώριμου ανθρώπου που έχει πάρει απόφαση το πεπρωμένο.
     Τραγικό, παρά την γεμάτη οργή ανεπιτήδευτη φρασεολογία του φαντάρου πρωταγωνιστή (δεν έπρεπε να’ μουν εκεί τώρα, όχι! Γαμώ τα βύσματά μου μέσα και γαμώ τις μεταθέσεις μου. Δεν έπρεπε ρε μαλάκες) το τέλος στο «Τέλος που περίμενα». Στο φυλάκιο του Έβρου (ο ήρωας θυμάται και «Το ποτάμι» του Σαμαράκη που το διδάχτηκε στο σχολείο), αναμετριέται όχι μόνο με την αβελτηρία των άλλων φαντάρων (σπαρταριστή η περιγραφή), αλλά και με την «ασυδοσία του θανάτου», όπως εύστοχα επισημαίνει η Λίνα Πανταλέων
     Την ίδια αίσθηση τραγικότητας, αλλά με πολύ διαφορετικό τρόπο έχει και το διήγημα «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». Σε τριτοπρόσωπη αφήγηση αυτήν τη φορά, ζωντανεύει μπροστά μας χαρακτηριστική φιγούρα στα ελληνικά χωριά, μιας «ψημένης» γυναίκας που ενώ μαθαίνει ότι θα πεθάνει σύντομα από αρρώστια μένει πιστή στο «εδώ και τώρα»(«κλάψε, αλλά κούνα και τα χέρια σου, έγκωσα από την κάψα!». Γιατί εκείνην, άλλο την καίει, πιο σοβαρό ακόμα κι απ' τον θάνατο… και καταστρώνει τολμηρό σχέδιο για να δοκιμάσει τα συναισθήματα της μαλωμένης αδερφής.
     «Οι κυρίες στην ακτή», ηλικιωμένες ξεπεσμένες αριστοκράτισσες-κόρες επιφανούς σταφιδέμπορου  (η μια μάλιστα τα έχει κι ολότελα χαμένα), ζουν σε παραλιακό αρχοντικό ερειπωμένο, με την ανοχή των χωριανών (κακορίζικες οι έρμες. Μείνανε μόνες τους. Κι η περιουσία τους, πάει). Κι εδώ έκπληξη περιμένει τον αναγνώστη για τον τρόπο θανάτου τους στις τελευταίες σελίδες, ενώ ο ρόλος του αφηγητή (που συντηρεί στέγες στα εξοχικά της παραλίας τον χειμώνα) παραμένει μυστήριος.
     Τραγέλαφος καταλήγει η συνάντηση της νεκροφόρας με τον δον Αντόνιο και της νυφικής πομπής (καμιά ντουζίνα αυτοκίνητα με πολύχρωμες γιρλάντες ν’ ανεμίζουν στις κεραίες και στους εξωτερικούς καθρέφτες) στους σιτοβολώνες της Σικελίας κοντά στο Παλέρμο, στο διήγημα «Εκείνο που καίγεται». Οι μεν ανηφορίζουν και οι δε κατηφορίζουν για να συναντηθούν στον στενό δρόμο («τρατσέρα») όπου ο αφηγητής με την σύντροφό του έχουν μείνει από λάστιχο, και να ξεσπάσει μια άνευ προηγουμένου οχλαγωγία (ένα πολύβουο μελίσσι από φωνές γεννήθηκε εκείνο το απομεσήμερο στο Πέρασμα του Μπόργκο. Έτσι λεγόταν αυτό το απίθανο μέρος όπου ο θάνατος και η ζωή είχαν ανταμώσει με μάρτυρες όλους εμάς, καμιά σαρανταριά Σικελούς, Σικελές κι ένα ζευγάρι Ελλήνων). Μετά την καθυστερημένη κηδεία (ο δον Αντόνιο πέρασε τη νύχτα του ανάμεσα σε παγάκια που τ’ ανανέωναν τακτικά οι συγγενείς του στο φέρετρο) ακολουθεί ο… γάμος.
     «Η τελευταία νύχτα του κόσμου» που όλοι περιμένουν (δεν δίνονται εξηγήσεις, κάτι σαν την αναμονή του κομήτη του Χάλεϋ), αναγκάζουν τους ανθρώπους να σκεφτούν την ουσία της ζωή τους: μια ολόκληρη ζωή σε λίγες λέξεις. Τι αφήνεις πίσω, ποιο κομμάτι του χρόνου έχεις ακόμα μπροστά σου. Οι εσωτερικές σκέψεις της –«στραγγισμένης από συναίσθημα»- Φωτεινής την οδηγούν στο ξενοδοχείο «Μάρτζι», όπου συναντά τον νεότερο, θλιμμένο Λουκά κι ενώνουν τις τελευταίες εναγώνιες στιγμές τους.
     Στην «Κυψέλη», βρισκόμαστε στην ομώνυμη συνοικία της Αθήνας. Οι δύο φίλες, Άννα και Κλειώ πενθούν την ήττα, την ήττα μιας γενιάς που πίστευε ότι «ο κόσμος μπορεί να αλλάξει», που πίστεψε στο δίκιο για το οποίο πάλεψαν οι παππούδες. Η ήττα είναι πολιτική (Ιούλιος του ’15;), αλλά και συναισθηματική μια «και ο μαλάκας ακόμα να πάρει τηλέφωνο» ενώ το σκηνικό συμπληρώνει ένας απρόσμενος θάνατος.
    Το διήγημα «Παλμός» είναι ξεχωριστά ευρηματικό, μια και αφηγητής είναι ένα… μηχάνημα («εγκαταστάθηκα σ’ αυτό το σώμα ένα βροχερό απόγευμα»), ένα «μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης, συνδεδεμένο με την καρδιά του ετοιμοθάνατου ηλικιωμένου άνδρα. Αποστολή του είναι να παρακολουθεί την ομαλή λειτουργία του ανθρώπου που βρίσκεται σε κώμα, και να ειδοποιεί ή να ρυθμίζει την επιστροφή στην κανονική λειτουργία! Είναι ένα μηχάνημα… σκεπτόμενο, με ανησυχίες (αυτός εδώ ο άνθρωπος με προβληματίζει), περιέργεια, και… συναισθήματα (πολύ θα ήθελα να είχα πρόσβαση στα νευρωνικά κυκλώματα του εγκεφάλου του/μ΄εκνευρίζει). Η εξέλιξη της ιστορίας έχει απροσδόκητο ενδιαφέρον, ενώ η εισχώρηση στην απόκρυφη μνήμη του εγκεφάλου τις τελευταίες στιγμές πριν τον θάνατο («ατελείωτα κατεβατά δεδομένων»), είναι κορυφαία.
     Το τελευταίο σύντομο διήγημα τιτλοφορείται «Η μηχανή» (φαντάσου να υπήρχε μια μηχανή που θα ρύθμιζε τον ύπνο σου). Σίγουρα λειτουργεί σαν ένας επίλογος, μια και περιλαμβάνει θραύσματα απ’ όλα τα διηγήματα, σ' ένα παραληρηματικό, σουρεαλιστικό τόνο, ενώ διατρέχεται από έντονο συναισθηματικό ηλεκτρισμό ανθρώπου που προσπαθεί να απαντήσει στο αρχικό ερώτημα «Να μ’ αγαπάς στα ψέματα. Μπορείς;». Μια απάντηση στο μοναδικό β΄ ενικό του βιβλίου, μια κατακερματισμένη επιστολή, μάλλον ανεπίδοτη, που απευθύνεται στο ανέφικτο, σ' αυτό που δεν αντέχουμε, που δεν ελέγχουμε, που ονειρευόμαστε μόνο.
     Παρόλο που το παραπάνω («Η μηχανή») κλείνει τη συλλογή με θαυμαστό τρόπο, εγώ διάλεξα για τέλος της παρουσίασης το διήγημα που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο «Ο παππούς στο τζάκι». Ένα διήγημα τόσο ευρηματικό, που δεν θα μπορούσες να το χαρακτηρίσεις ούτε τραγικό, ούτε κωμικό, μια φάρσα μακάβρια ίσως, όπου ο παππούς-πρωταγωνιστής είναι σε μορφή… στάχτης μέσα σε μια υδρία. Βρισκόμαστε στην επίσημη οικογενειακή τελετή όπου όλοι είναι σοβαροί/σοβαροφανείς/ επίσημοι και κλεισμένοι μέσα στον ρόλο τους (ο Γιος, η Μητέρα, ο Αδερφός, κλπ) ενώ ο -νεκρός- παππούς είναι πιο παρών από ποτέ (Χαιρετίζω τον θάνατο γιατί δεν έχει τίποτα το υποκριτικό), κρίνει, θυμάται, σχολιάζει και… σκάει στα γέλια: Γελάστε, γαμώτο, τι κάθεστε έτσι σαν βαλσαμωμένοι; Θεέ μου, τι πλάκα ήταν αυτή! Δεν περίμενα να γελάσω τόσο πολύ στο θάνατό μου. Ειλικρινά, νομίζω πως θα πεθάνω ξανά από τα γέλια.
Χριστίνα Παπαγγελή

Τετάρτη, Οκτωβρίου 25, 2023

Μίσια, (ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ –ΠΟΛΕΜΟΣ-ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ-ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ), Μιχάλης Α. Ανδρέοβιτς

     Ο Μίσια Αντρέιεβιτς -ο πρωταγωνιστής του βιβλίου- το 1910 ήταν είκοσι χρονών. Προνομιούχος νεαρός· απόγονος μεγαλογαιοκτημόνων της Ρωσικής αυτοκρατορίας στην περιοχή του Χάρκοβου, και πτυχιούχος οικονομικών και εμπορικών/βιομηχανικών σπουδών στην Πετρούπολη. Με το πτυχίο αυτό θα μπορέσει να διαχειριστεί την περιουσία της οικογένειας Τιμαφέιεφ επάξια της κοινωνικής του τάξης. To τσιφλίκι των Τιμαφέιεφ περιλάμβανε εκτός από τις τεράστιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, και εκτροφή αλόγων που προορίζονταν για την αυλή του τσάρου, περιώνυμων για την ξεχωριστή τους εγγυημένη ράτσα και την υπεροχή τους. Μετά από δυο χρόνια, το 1912, ο Μίσια θα πάρει και το απολυτήριο του στρατού, ως ευγενής, με τον βαθμό αξιωματικού του ιππικού (ανθυπίλαρχου). Είναι ήδη ερωτευμένος και συνδεδεμένος με αμοιβαίες υποσχέσεις με την Νατάσσα Μάριοβα, απόφοιτο Λυκείου και υποψήφια για τη Νομική Σχολή της Γενεύης.
     Όλα σχεδόν λοιπόν ήταν προδιαγεγραμμένα ευνοϊκά για τον μέλλοντα γαιοκτήμονα. Ωστόσο, όπως όλοι γνωρίζουμε, το 1912 η Ευρώπη, τα Βαλκάνια και κυρίως η Ρωσία είναι ένα καζάνι που βράζει. Οι κοσμογονικές αλλαγές που ακολούθησαν (εθνικά κινήματα, βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, Οκτωβριανή Επανάσταση) ήταν μια δίνη που παρέσυρε όλους τους πολίτες των εμπλεκόμενων περιοχών, χαράσσοντας απίστευτες τραγωδίες και συγκλονιστικές προσωπικές ιστορίες. Ο κόσμος άλλαζε ταχύρρυθμα σε ιστορικό αλλά και κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, και μαζί μ’ αυτόν, η πορεία των περισσότερων ανθρώπων που έζησαν αυτόν τον κυκεώνα, παύει να είναι ευθύγραμμη αλλά ακολουθεί τεθλασμένη κι απρόβλεπτη τροχιά.
     Μια τέτοια περίπτωση, ίσως πιο ακραία από το συνηθισμένο, είναι ο βίος και η πολιτεία του Μίσια Ανδρέιεβιτς, ένα μέρος της οποίας μας εξιστορεί εδώ ο εγγονός του, ο Μιχάλης Ανδρέοβιτς. Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία, τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα, όλα τα πρόσωπα του βιβλίου υπήρξαν πραγματικά, και ο Μίσια επομένως δεν είναι μυθιστορηματικό πρόσωπο. Είναι ο παππούς του συγγραφέα.
     Ίσως πρόκειται για μια εξαιρετική περίπτωση. Και στις εξαιρετικές περιπτώσεις -και όχι μόνο- η ανάγκη για διατήρηση της μνήμης είναι επιτακτική· μια ανάγκη που δεν πηγάζει μόνο από περιέργεια και δίψα για γνώση, αλλά από την ανάγκη να προσανατολιστούμε στο παρόν και στο μέλλον. Γιατί το παρελθόν επιζεί στο παρόν, το φωτίζει, του προσδίδει βάθος· οπότε η διατήρηση της μνήμης, της Ιστορίας με γιώτα κεφαλαίο, ΜΑΣ ΑΦΟΡΑ όλους, κι όχι μονάχα τους «συγγενείς». Ακόμα, γιατί η ρευστότητα της σύγχρονης εποχής, οι ταχύρρυθμες μεταβολές με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, η περιβαλλοντική κρίση κλπ κλπ, επαναφέρουν το αίσθημα της απειλής, του φόβου. Ο φόβος έχει γίνει πια «δομικό στοιχείο της σύγχρονης κοινωνίας» όπως επισημαίνουν οι ιστορικοί,  και τα τραύματα του παρελθόντος μάς καλούν όχι μόνο για να πενθήσουμε αλλά για να τα κατανοήσουμε και να μάθουμε απ’ αυτά.
     Δεν είναι τυχαίο που τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί τόσο μεγάλη άνθηση της προφορικής ιστορίας και θεμελίωσή της ως θεμιτή πηγή ιστορίας. Αλλά και η «λογοτεχνοποίηση» πλευρών της ιστορίας, όπως κι η αγάπη του κόσμου στα ιστορικά μυθιστορήματα αναδεικνύουν την ανάγκη να αποκτήσει η Ιστορία, -που τη μαθαίναμε στο σχολείο σαν μια σειρά ξερών γεγονότων-, συγκινησιακό βάθος, ανθρώπινο και προσωπικό χαρακτήρα.
     Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα πιστεύω και ο συγγραφέας του Μίσια, προσπάθησε να ζωντανέψει τα γεγονότα της οικογενειακής του ιστορίας και τους χαρακτήρες· όχι απλώς φτιάχνοντας ένα χρονικό, αλλά αναπαριστώντας, δίνοντας θεατρική/κινηματογραφική διάσταση σε σκηνές-κλειδιά που συνθέτουν τη διαδρομή μιας πολυδαίδαλης πορείας. Και εδώ βέβαια παρεισφρέει με δειλά βήματα και η φαντασία. Ο συγγραφέας,  με λιτό και εύστοχο ύφος, διατηρεί μια αξιοθαύμαστη ισορροπία ανάμεσα στη γλαφυρή αφήγηση, το ιστορικό πλαίσιο και τις συναισθηματικές μεταλλαγές των ηρώων του. Η τεχνική αυτή ικανοποιεί όχι μόνο την περιέργεια ή την φιλομάθεια του αναγνώστη, αλλά και την ανάγκη να συμμετέχει στην συναισθηματική ζωή των ηρώων.
     Παρόλη την συνοπτικότητα που χαρακτηρίζει την αφήγηση (δεν υπάρχουν π.χ. μακροσκελείς περιγραφές ή εμβάθυνση στα συναισθήματα), ξεχωρίζουν ξεκάθαρα οι διαφορετικοί χαρακτήρες: Ο Μίσια, φιλόδοξος μεν αλλά με πάθος για δικαιοσύνη, για ελευθερία, για ισότητα (ένιωθε, στο εφηβικό του μυαλό, πως ίσως έτσι θα έρθει η δικαιοσύνη στην κοινωνία. Ίσως έφτασε ο καιρός να ανέβει ένα σκαλί ψηλότερη ανθρωπότητα και να εξαλειφθούν οι μεγάλες κοινωνικές διαφορές/ένας νέος που έμαθε στη ζωή το να λύνει τις αντιθέσεις του με διάλογο και κατανόηση), πράγμα που εξηγεί την ευελιξία του στις δύσκολες εποχές· η Νατάσα με έντονη προσωπικότητα, αγωνίστρια, φεμινίστρια, με πάθος και όρεξη να γνωρίσει τον κόσμο έστω κι αν αυτό σημαίνει σύγκρουση με την οικογένεια· η Ελένα, αγαπημένη θεία με αγάπη και φροντίδα για όλους, που μεγάλωσε τα δυο αγόρια (τον Μίσια και τον αδερφό του, Γκεόργκι) σαν δικά της παιδιά· ο πατέρας Αντρέι, που παρόλη την απουσία του αναπτύσσει θερμή σχέση με τα δυο του παιδιά, είναι αυστηρός και συντηρητικός αλλά όχι αμετακίνητος, σε αντίθεση με τον Ιγκόρ Μαριόφ, τον πατέρα της Νατάσσας· ο τελευταίος, στερημένος από τίτλους ευγενείας ως δικηγόρος, είναι ακόμα πιο συντηρητικός και δύσκαμπτος ιδεολογικά, αλλά βλέπει τον επικείμενο γάμο του Μίσια με τη Νατάσσα σαν «μάννα εξ ουρανού» προκειμένου να προσχωρήσει η οικογένειά του στην τάξη των ευγενών· τα δυο ετεροθαλή αδέρφια του Μίσια (οι γιοι της μητριάς Όλγας), Μάρκο και Μπόρις, αλαζόνας και αψύς ο πρώτος, πιο αμφισβητούμενης ηθικής ο δεύτερος. Κι έχουμε βέβαια και πιο δευτερεύοντες χαρακτήρες καθώς προχωρά η αφήγηση, νέα πρόσωπα, φίλους και φίλες των πρωταγωνιστών όπως η δυναμική Βέρα και ο ιδεαλιστής Μαξίμ, που με την ιδεολογία τους και τη διαφορετική τους στάση απέναντι στα θυελλώδη γεγονότα επηρεάζουν την εξέλιξη των δύο βασικών ηρώων.
      Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια, μικρές σκηνές θα λέγαμε, με ευκολονόητους τίτλους που προσανατολίζουν τον αναγνώστη για το τι θα ακολουθήσει (όπως, πχ. «Ο μεγάλος Πόλεμος», «Η διάσωση», «Το τέλος του φέουδου» κλπ). Συνήθως στην αρχή των κεφαλαίων εντάσσονται με συντομία και τα ιστορικά στοιχεία που στηρίζουν τα γεγονότα. Η αναφορά αυτή, μπορεί να φανεί κουραστική στον αναγνώστη που βιάζεται να παρασυρθεί από την πλοκή, είναι όμως αναγκαία για την συγκινησιακή συμμετοχή και την κατανόηση των ηρώων, των αντιδράσεών τους και των συναισθημάτων τους.
                                         Ιστορικό πλαίσιο
    Χάρκοβο 1890. Τότε το Χάρκοβο ανήκε στην τεράστια, πολυφυλετική  Ρωσική αυτοκρατορία. Στην ευρύτερη, πλούσια περιοχή βρίσκεται και το τσιφλίκι των Τιμαφέιεφ, μια περιουσία που κατατάσσει τους ήρωές μας στην κοινωνική τάξη των ευγενών, με όλα τα προνόμια και τις υποχρεώσεις που αυτό σημαίνει (π.χ. υποχρέωση των ευγενών ήταν να αφιερώσουν ένα από τα αγόρια της οικογένειας στην υπηρεσία της αυτοκρατορίας).
     Παρόλη τη φαινομενική ηρεμία στις εκτεταμένες πεδιάδες της περιοχής του Χάρκοβου, η Ρωσία ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα βρίσκεται σε αναβρασμό. Ο μετασχηματισμός των κοινωνικών δομών έχει καθυστερήσει σε σχέση με την Ευρώπη εφόσον κυρίαρχο οικονομικό σύστημα είναι ακόμα η φεουδαρχία και, παρόλες τις μεταρρυθμίσεις του τσάρου Αλέξανδρου (το 1861 κατήργησε την δουλοπαροικία) η αστικοποίηση, η εκβιομηχάνιση και ο εκσυγχρονισμός ακολουθούν αργούς ρυθμούς. Ενώ η οικονομική ανάπτυξη της Δυτικής Ευρώπης επιταχύνθηκε κατά τη διάρκεια της Βιομηχανικής Επανάστασης, η Ρωσία χαρακτηρίζεται από την οικονομική καθυστέρηση και την ανεπάρκεια της εξουσίας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών.
     Οι αντιδράσεις λαμβάνουν χώρα σε όλη την διάρκεια του 19ου αι. και αρχές του 20ου, ενώ κάποιες φορές η δυσαρέσκεια εκφράστηκε με εξεγέρσεις που αντικατέστησαν τον τσάρο. Ο τσάρος Νικόλαος Β΄, μάλιστα, υποχρεώθηκε να ιδρύσει ένα συμβουλευτικό, νομοθετικό όργανο, την Δούμα (το «Ρωσικό Κοινοβούλιο»), που από το 1906 μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση έπαιρνε μέρος στις αποφάσεις του τσάρου.
     Τα πιο φιλελεύθερα στοιχεία μεταξύ των βιομηχάνων καπιταλιστών και της αριστοκρατίας πίστευαν στην ειρηνική κοινωνική μεταρρύθμιση και στη συνταγματική μοναρχία, αποτελώντας το Συνταγματικό Δημοκρατικό Κόμμα (ΚΑ.ΝΤΕ., ηγέτης ο Μιλιουκόφ). Το Σοσιαλιστικό Επαναστατικό Κόμμα (εσέροι) υποστήριζε τη διανομή γης μεταξύ των αγροτών, εκείνων που την καλλιεργούσαν πραγματικά, ενώ το Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (μαρξιστικό) πίστευε ότι μια επανάσταση πρέπει να στηρίζεται στους εργάτες των πόλεων και όχι στην αγροτιά. Αυτοί πάλι χωρίστηκαν στους μενσεβίκους που πίστευαν στον σταδιακό μετασχηματισμό της κοινωνίας, και στους ριζοσπαστικούς Μπολσεβίκους που πίστευαν στην επανάσταση.
     Αυτό το σκηνικό αποτελεί τον καμβά του μυθιστορήματος. Ο στρόβιλος της Ιστορίας θα χτυπήσει την πόρτα του ανθυπίλαρχου Μίσια σε πολύ νεαρή ηλικία. Τα απειλητικά σύννεφα που προμηνύουν την έναρξη του «Μεγάλου Πολέμου» το 1913 έχουν φτάσει μέχρι και το μακρινό Χάρκοβο, προκαλώντας στους ήρωές μας κύματα ανησυχίας. Στη συνέχεια όσοι απ’ αυτούς είναι στρατεύσιμοι αναγκαστικά θα στρατευτούν 
     Με την κήρυξη του πολέμου, οι Ρώσοι υπερασπίζονται τους Σέρβους (ορθόδοξους, Σλάβους), τασσόμενοι όπως ξέρουμε με την πλευρά της Αντάντ, από την αρχή λοιπόν ο 24χρονος Μίσια στρατεύεται. Τον Αύγουστο του 1914 ο ρωσικός στρατός εισβάλλει στη γερμανική επαρχία της Ανατολικής Πρωσίας και καταλαμβάνει σημαντικό τμήμα της ελεγχόμενης από την Αυστρία Γαλικίας προς υποστήριξη των Σέρβων και των συμμάχων τους - των Γάλλων και των Βρετανών.
     Από τα τρία μέτωπα που δημιουργήθηκαν στην ευρωπαϊκή πλευρά της Ρωσίας, ο συγγραφέας εστιάζει στην Γαλικία, όπου μετά από έναν πολύ βαρύ χειμώνα, την άνοιξη του 1915, τα «αποτελέσματα των συγκρούσεων ήταν αμφίρροπα» όπως γράφει ο ίδιος ο Μίσια. Ήδη στα μέσα του 1915 ο αντίκτυπος του πολέμου ήταν απογοητευτικός. Υπήρχε έλλειψη τροφίμων και καυσίμων, οι απώλειες αυξάνονταν και μεγάλωνε ο πληθωρισμός. Ξέσπασαν απεργίες μεταξύ των χαμηλόμισθων εργατών στα εργοστάσια ενώ παράλληλα οι αγρότες ζητούσαν μεταρρυθμίσεις της ιδιοκτησίας της γης.
     Οι αξιωματικοί του ρωσικού στρατού, αλλά και κατώτερες τάξεις του, θεωρούσαν ότι το κόστος του πολέμου ήταν υπερβολικό, ενώ θεωρούσαν ότι υπάκουαν εντολές από μια διεφθαρμένη και προδοτική ηγεσία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της απόδοσης στο μέτωπο και ευνόησε το κίνημα που θα ανέτρεπε την ηγεσία της χώρας και το πολίτευμα. Το τσαρικό σύστημα ανατράπηκε με την επανάσταση  του Φεβρουαρίου του 1917. Οι Μπολσεβίκοι διακήρυξαν "καμία προσάρτηση, καμία αποζημίωση" και κάλεσαν τους εργαζόμενους να αποδεχθούν την πολιτική τους και να απαιτήσουν τον τερματισμό του πολέμου. Με την κατάλυση της εξουσίας του, ο Νικόλαος παραιτήθηκε στις 2 Μαρτίου 1917, και μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση θα υπάρχει μια «κυβέρνηση φιλελεύθερων αστών και αριστοκρατών με φιλοδυτικό προσανατολισμό», με επικεφαλής τον γαιοκτήμονα και δικηγόρο Γκεόεργκι Λβοφ, ενώ αργότερα αναλαμβάνει ο Κερένσκι.
     Οι «επιπτώσεις του πολέμου στη ρωσική κοινωνία» περιγράφονται γλαφυρά στο ομώνυμο κεφάλαιο του βιβλίου: εφόσον οι άνδρες είναι στα χαρακώματα, οι γυναίκες αναλαμβάνουν και την αγροτική, και τη βιομηχανική παραγωγή· προβλήματα στην τροφοδοσία ιδιαίτερα των πόλεων, μαύρη αγορά, αδυναμία διακίνησης των προϊόντων λόγω καταστροφών, πείνα και φτώχια εξαθλιώνουν τη χώρα. Η ιδέα της αναδιανομή της γης κερδίζει έδαφος (έχει ενδιαφέρον εδώ πώς αντιμετώπισαν τις νέες προκλήσεις οι Τιμαφέιεφ/Ανδρέιεβιτς).
     Είμαστε πλέον μέσα στη δίνη όχι μόνο του Πολέμου αλλά και των πολιτικών ανατροπών. Οι ήρωες του βιβλίου, γυναίκες και άντρες, συζητούν, διαφωνούν, τάσσονται με τους συντηρητικούς ή με τους επαναστάτες, καθρεφτίζοντας τις πολλές ιδεολογικές τάσεις που δημιουργούν οι επαναστατικές περίοδοι. Παράλληλα, οι αποσχιστικές τάσεις της Ουκρανίας δημιουργούν επιπρόσθετη κρίση. Η όξυνση των αντιθέσεων με το καθεστώς Κερένσκι, προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις και καταλήγει στην κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων από τους μπολσεβίκους. Είναι η Οκτωβριανή Επανάσταση. Από τον Μάρτιο του 1918, πρωτεύουσα τα Σοβιετικής Ένωσης πια, γίνεται η Μόσχα.
     Μέσα από τους ήρωές του ο συγγραφέας μάς μεταφέρει το ιδεολογικό κλίμα των μπολσεβίκων, την επικράτησή τους και την αποδοχή τους από ευρύτερα στρώματα του λαού, τα διλήμματα των ηρώων. Αλλά και τις σφοδρές αντιδράσεις των κυρίων αντιπάλων τους, των «Λευκών», που σε πολλές περιπτώσεις ενισχύονται από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Έχει ξεκινήσει ο εμφύλιος.
     Ίσως είναι και το πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου από ιστορική άποψη, γιατί έχουμε τη ζωντανή ατμόσφαιρα από μια πολύ σκοτεινή και δυσανάγνωστη πλευρά της ιστορίας. Ο εμφύλιος συνεχίζεται σφοδρός, ακόμα και με το τέλος του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου. Η επανάσταση των μπολσεβίκων κινδυνεύει πολλές φορές αλλά γράφει και σελίδες θριάμβου.
     Στην Ουκρανία όπου βρίσκεται το επίκεντρο του μυθιστορήματος, δρουν και οι «μαύροι του Μάχνο», ένα κίνημα αναρχικών που συνεργάστηκαν με τον Κόκκινο Στρατό του Τρότσκι και απελευθερώνουν το Χάρκοβο από τον Λευκό στρατό.
     Αυτό λοιπόν είναι το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο κεντρικός μας ήρωας, ο Μίσια, αλλά και τα αγαπημένα του πρόσωπα αγωνίζονται όχι μόνο να επιβιώσουν ή να προστατεύσουν την οικογένειά τους, αλλά να υπερασπιστούν τις αξίες που θα εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή, δίκαιη και ελεύθερη ζωή. Ας δούμε όμως τι τους επιφύλασσε η μοίρα.
Ερωτική ιστορία στην κόψη του ξυραφιού
     Όπως επισημαίνει στα «Προλεγόμενα» ο συγγραφέας, «τον βασικό κορμό του έργου διαπερνά μια ερωτική ιστορία». Μια ερωτική, ρομαντική ιστορία που αντανακλά στην πολιτιστική κατάσταση της περιοχής του Χάρκοβου εκείνη την εποχή. Ο Μίσια, ένας φιλόδοξος νέος «απόγονος δύο κόσμων που αλληλοσυγκρούονται», εφόσον ο πατέρας του μεν ήταν μεγαλοτσιφλικάς αλλά η μητέρα του –που την έχασε 6 χρονών- ήταν αστικής καταγωγής, με εμπορικές επιχειρηματικές δραστηριότητες στο κέντρο του Χάρκοβου. Η παρουσία-απουσία του πατέρα, και η εμφάνιση μητριάς με δυο αγόρια από προηγούμενο γάμο οπωσδήποτε επηρεάζει τον ψυχισμό του Μίσια, ο οποίος όμως βρισκόμενος στο κατώφλι της ενηλικίωσης, έχει ήδη ανοίξει τα φιλόδοξα φτερά του. Στην ηλικία των 19 χρονών γνωρίζει και την δεκαπεντάχρονη Νατάσα, και γεννιέται ένας έρωτας αμοιβαίος, και σχεδόν κεραυνοβόλος. Η διαφορά ηλικίας και κοινωνικών συνθηκών στην αρχή τους κρατούν μακριά δίνοντας στο συναίσθημα την δυνατότητα να φουντώσει σαν φλόγα. Είναι όμως κι οι δυο σίγουροι για τα συναισθήματά τους και τολμηροί, κι έτσι νικούν τις δυσκολίες που αρχικά περιορίζονται στις οικογενειακές σχέσεις, στη συνέχεια εντοπίζονται στην τεράστια για την εποχή απόσταση Πετρούπολη- Χάρκοβο- Γενεύη (όπου σπουδάζει, όπως είπαμε, η Νατάσα) και αυξάνουν με γεωμετρική πρόοδο όταν αρχίζει ο πόλεμος.
     Σ΄αυτό το σημείο της αφήγησης το ενδιαφέρον -που μέχρι τώρα επικεντρωνόταν στη ρομαντική ιστορία και ήταν παράλληλα ιστορικό, ανθρωπογεωγραφικό, λαογραφικό- αρχίζει και υψώνεται κατακόρυφα, εφόσον τα γεγονότα εξελίσσονται ραγδαία, δοκιμάζουν τους ήρωες και προκαλούν γενναίες αποφάσεις. Το σασπένς και η αγωνία εντείνονται στην σκέψη ότι πρόκειται για πραγματικά γεγονότα.   
     Ο Α' παγκόσμιος πόλεμος φέρνει τον Μίσια σε έσχατο κίνδυνο απ’ τον οποίο επέζησε σχεδόν από θαύμα. Όμως οι  προδοσίες, οι απώλειες, οι θάνατοι συνοδεύουν κάθε πόλεμο, που γίνεται τραγικότεροι όταν πρόκειται για εμφύλιο πόλεμο. Οι εμφύλιες συγκρούσεις ανατρέπουν συνέχεια το σκηνικό και τις οικογενειακές ισορροπίες. Στην περίπτωση του Μίσια, που ήταν προύχοντας και μεγαλογαιοκτήμονας, οι ιδεαλιστικές του θέσεις και η προσαρμογή τους στις νέες συνθήκες που προδιέγραφε το μέλλον της μπολσεβικικής επανάστασης, δεν ήταν αρκετά… Οι περιπέτειες (με την έννοια της «απότομης μεταβολής της τύχης») και οι τραυματικές εμπειρίες δεν θα λυπηθούν τον ακέραιο και έντιμο χαρακτήρα του.
     Θα τον δούμε, στην τελευταία σκηνή του βιβλίου, παραιτημένο και διωγμένο από τον πόνο της αδικίας και του αδιέξοδου, πρόσφυγα πια, στο καράβι της φυγής για Πειραιά. Μια νέα ζωή ξεκινά για τον 30χρονο πια Μίσια, που σηματοδοτείται από τον ήλιο που ανατέλλει λαμπρός, καθώς το πλοίο μπαίνει στο λιμάνι.
Χριστίνα Παπαγγελή